Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 683/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  683/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του  Εφετείου  Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Των εκκαλούντων : 1) …………., και 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευγενία – Μάρθα Καράμπαλη (ΑΜΔΣΑ : …….).

Της εφεσίβλητης : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………» και το διακριτικό τίτλο «…………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……………, αρ. Γ.Ε.ΜΗ. : ………, ΑΦΜ : ………., όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ζωή Παπαγεωργίου (ΑΜΔΣΑ : …………).

Επί της από 23-9-2020 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό ……/2020 αγωγής των εναγόντων κατά της εναγόμενης εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 2862/2022  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία θεωρήθηκε η αγωγή ως μη ασκηθείσα, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 19-6-2023 έφεσή τους, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2023 και ειδικό …./2023 για τη δικάσιμο της 18ης-4-2024, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.

Στην τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση των ηττηθέντων εναγόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 2862/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 19-6-2023, πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495, 499 ΚΠολΔ), ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 15-9-2022, ενόψει και του ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει κάτι διαφορετικό (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/19-6-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …………./2023 e-παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 23-9-2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2020 αγωγή τους οι ενάγοντες εξέθεταν ότι από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2019 οι ίδιοι είναι μέτοχοι του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εναγόμενης, κατέχοντας, από το σύνολο των 600 μετοχών αυτής, 150 μετοχές ο καθένας, ενώ το υπόλοιπο 50% των μετοχών, δηλαδή 300 μετοχές, ανήκει στο μη διάδικο στην παρούσα δίκη ……………, κάτοικο Ισραήλ, ότι το έτος 2007 ο τελευταίος ήρθε σε επαφή με τον πρώτο από αυτούς, ο οποίος ασχολούνταν με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου την ανάπτυξη έργων κατασκευής και λειτουργίας φωτοβολταϊκών πάρκων, τόσο ατομικά όσο και για λογαριασμό τρίτων, με σκοπό να του αναθέσει την κατασκευή φωτοβολταϊκών σταθμών, έχοντας την πρόθεση να επενδύσει στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, και μεταξύ τους συνήφθησαν οι από 31-7-2007, από 5-9-2007 και από 16-10-2007 συμφωνίες – συμβάσεις έργου, δυνάμει των οποίων ο …………… ανέθεσε στον πρώτο από αυτούς την κατασκευή και παράδοση σε εκείνον ενός έργου αδειοδότησης και ανάπτυξης φωτοβολταϊκών σταθμών στα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο μέρη στην Ελλάδα, το οποίο (έργο) έλαβε την ονομασία «………». Ακολούθως, ιστορούσαν ότι στο πλαίσιο της υλοποίησης της εν λόγω συμφωνίας ιδρύθηκαν επτά (7) προσωπικές εταιρίες με τους διακριτικούς τίτλους ……………… εταίροι των οποίων ήταν ο πρώτος από αυτούς και συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων και η δεύτερη ενάγουσα, οι οποίες επρόκειτο να γίνουν φορείς των αδειών παραγωγής των φωτοβολταïκών σταθμών και συνεπώς, θα καθίσταντο ιδιοκτήτριες εταιρίες των φωτοβολταϊκών πάρκων, με τη συμφωνία ότι ο πρώτος από αυτούς και οι συνεργάτες του θα ήταν εταίροι των προσωπικών εταιριών μέχρι την ολοκλήρωση του έργου και την καταβολή από τον ………….. της συμφωνηθείσας αμοιβής για την εκτέλεση του έργου, οπότε με την ολοσχερή εκπλήρωση των υποχρεώσεών του θα μεταβιβάζονταν σε αυτόν οι εν λόγω εταιρίες. Επίσης, ανέφεραν ότι στη συνέχεια και δη το έτος 2011 ιδρύθηκαν επτά (7) ανώνυμες εταιρίες και ειδικότερα η εναγόμενη «…………..» και έξι (6) ακόμα με τους διακριτικούς τίτλους ………………., με μετόχους, αντίστοιχα, τους ίδιους (ενάγοντες) και λοιπούς συνεργάτες τους, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, οι οποίες απέκτησαν το 97% ή 98% των εταιρικών μεριδίων των αντίστοιχων προσωπικών εταιριών και καθεμία από αυτές ορίστηκε διαχειρίστρια της αντίστοιχης προσωπικής εταιρίας. Κατόπιν, εξέθεταν ότι με το από 15-3-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό με τίτλο «Τροποποίηση συμβάσεως έργου – σύμβαση μεταβίβασης εταιριών ειδικού σκοπού και φωτοβολταϊκών έργων για τα μη διασυνδεδεμένα νησιά – Καστοριά – Κοζάνη» ο πρώτος από αυτούς ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει στον …… τις άδειες και τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς του ευρύτερου «project» φωτοβολταϊκών «……….» και ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει ποσό 27.000 ευρώ για κάθε άδεια παραγωγής που ο πρώτος ενάγων θα εξέδιδε και θα του παρέδιδε πλήρως υλοποιημένη, ενώ, μόνο μετά την πλήρη εξόφληση της αμοιβής του, αυτός και οι συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων και η δεύτερη ενάγουσα, θα μεταβίβαζαν στον …….. ή σε πρόσωπα που αυτός θα υποδείκνυε, τα εταιρικά μερίδια από τις επτά (7) προσωπικές εταιρίες και τις μετοχές της εναγόμενης και των ανωνύμων εταιριών με τους διακριτικούς τίτλους ……….. και «…….», ότι με το ίδιο ιδιωτικό συμφωνητικό οι ίδιοι (ενάγοντες), καθώς και οι συνεργάτες τους μεταβίβασαν, αντίστοιχα, στον …….. τις μετοχές των ανωνύμων εταιριών με τους διακριτικούς τίτλους «………..», ότι παράλληλα, καταρτίστηκαν υπέρ του …….. . τα με αριθμό  ……./24-3-2011, …../24-3-2011, ……/24-3-2011, ……./24-3-2011 και ……./24-3-2011 προσύμφωνα μεταβίβασης προς αυτόν των μετοχών της εναγόμενης και των λοιπών ανωτέρω ανωνύμων εταιριών, ενώ με τα από 15-3-2011 και 17-3-2011 ιδιωτικά συμφωνητικά σύστασης ενεχύρου συστάθηκαν ενέχυρα υπέρ αυτού (…………) προς εξασφάλιση της οριστικής μεταβίβασης των μετοχών, όταν θα συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις μεταβίβασης, προβλέφθηκε δε ότι από το σύνολο των μετοχικών δικαιωμάτων που διατηρούσαν αυτοί (ενάγοντες) και οι συνεργάτες τους ως κύριοι των μετοχών, ο …………… θα ασκούσε το δικαίωμα παράστασης σε γενικές συνελεύσεις και ψήφου σε αυτές, ως ενεχυρούχος δανειστής για το σύνολο των μετοχών της εναγόμενης και των τεσσάρων λοιπών ανωνύμων εταιριών μέχρι την απόσβεση του ενεχύρου. Μετά ταύτα, ισχυρίζονταν ότι ο ……………, κατά παράβαση των όρων του από 15-3-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, δεν κατέβαλε στον πρώτο από αυτούς τη συμφωνηθείσα αμοιβή μέχρι την 31-10-2011, η οποία είχε οριστεί ως καταληκτική ημερομηνία, οπότε με τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο συμβολαιογραφικές πράξεις παρατάθηκε ο χρόνος, μέσα στον οποίο αυτός όφειλε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, πλην όμως, και πάλι δεν προέβη σε εξόφληση των συμφωνηθεισών αμοιβών, καθώς και ότι, κατόπιν τούτων, αυτοί (ενάγοντες) και οι συνεργάτες τους προέβησαν μονομερώς σε νομότυπη κατάργηση των προσυμφώνων μεταβίβασης των μετοχών της εναγόμενης και των λοιπών τεσσάρων ανωνύμων εταιριών με τη σύνταξη των με αριθμό ……/10-1-2012, …./10-1-2012, ……./10-1-2012, ……../10-1-2012 και ………/10-1-2012 πράξεων λύσης προσυμφώνων αγοραπωλησίας μετοχών δυνάμει δικαιώματος αυτοσύμβασης, με αποτέλεσμα την απόσβεση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, για την οποία είχαν συσταθεί τα ενέχυρα, και τη συνακόλουθη απόσβεση αυτοδικαίως και των ίδιων των ενεχύρων επί των μετοχών των εταιριών, οπότε από την 10-1-2012 αυτοί (ενάγοντες) και οι συνεργάτες τους είναι αντίστοιχα κύριοι των μετοχών και μόνοι δικαιούχοι άσκησης όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη μετοχική σχέση, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων παράστασης και ψήφου στις γενικές συνελεύσεις, δεδομένου ότι οι μετοχές είναι απαλλαγμένες από βάρος και δικαιώματα τρίτων. Στη συνέχεια, ανέφεραν ότι την 5-1-2013 συνήφθη μεταξύ του πρώτου από αυτούς και του ………. νέα προφορική συμφωνία, δυνάμει της οποίας ο πρώτος ενάγων απέκτησε την αξίωση μεταβίβασης προς τον ίδιο (ενάγοντα) ή σε πρόσωπα που θα υποδείκνυε δέκα επτά (17) φωτοβολταϊκών σταθμών, τα βασικά δε στοιχεία της συμφωνίας αυτής αποτυπώθηκαν στο από 6-1-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης εξοπλισμού φωτοβολταϊκών σταθμών, στο οποίο αυτοί (ενάγοντες) δεν είναι συμβαλλόμενοι, πλην όμως, με αυτό ο ……… αναλαμβάνει σημαντικές υποχρεώσεις υπέρ του πρώτου από αυτούς, καθώς και ότι σε εκτέλεση αυτής της συμφωνίας, ο πρώτος από αυτούς και οι συνεργάτες του μεταβίβασαν στον ……., εταίρο της «……….», το 25% των μετοχών της εναγόμενης και των λοιπών ανωνύμων εταιριών, με την υποχρέωση αυτός να τις μεταβιβάσει περαιτέρω στον ……… μετά την εξόφληση από τον τελευταίο των απαιτήσεων της εταιρίας «……..» από την προμήθεια των εξοπλισμών των πάρκων, ενώ ο πρώτος από αυτούς και οι συνεργάτες του μεταβίβασαν στον ……… ποσοστό 25% των μετοχών της εναγόμενης και των λοιπών ανώνυμων εταιριών, με αποτέλεσμα αυτοί (ενάγοντες) να έχουν παραμείνει κύριοι του υπολοίπου 50% των μετοχών των εταιριών, πλην όμως, ο ……… παράνομα ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές, ισχυριζόμενος ότι τα ενέχυρα, που είχαν συσταθεί με τα από 15-3-2011 και 17-3-2011 ιδιωτικά συμφωνητικά, δεν έχουν αποσβεστεί και ότι οι ίδιοι (ενάγοντες) και οι συνεργάτες τους δεν είναι πραγματικοί μέτοχοι της εναγόμενης και των λοιπών ανωνύμων εταιριών, αντίστοιχα, γεγονός που δεν ισχύει. Ακολούθως, υποστήριζαν ότι την 10-2-2020, ενώ ήδη από το Δεκέμβριο του έτους 2019 ο ……… ήταν μέτοχος συνολικού ποσοστού 50% της εναγόμενης και των λοιπών ανωνύμων εταιριών, και το υπόλοιπο 50% των μετοχών ανήκε, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις στο αγωγικό δικόγραφο, σε αυτούς (ενάγοντες) και τους συνεργάτες τους, έγινε σύγκληση των γενικών συνελεύσεων της εναγόμενης και των ανωνύμων εταιριών με τους διακριτικούς τίτλους …………….. χωρίς όμως, να έχει προηγηθεί δημοσίευση στο ΓΕ.ΜΗ. προσκλήσεων για τη σύγκληση αυτών ούτε να έχει κοινοποιηθεί σχετική πρόσκληση σε αυτούς (ενάγοντες) με οποιονδήποτε τρόπο, στις οποίες λήφθηκε απόφαση για την εκλογή νέων διοικητικών συμβουλίων αυτών των εταιριών, αντίστοιχα, ενώ την 11-2-2020 πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων της εναγόμενης και αυτών των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών για τη συγκρότηση αυτών σε σώμα, οι σχετικές δε αποφάσεις των εταιρικών οργάνων δημοσιεύτηκαν στο ΓΕ.ΜΗ. την 17-2-2020, ενώ αυτοί (ενάγοντες) με τις από 15-9-2020 εξώδικες δηλώσεις – διαμαρτυρίες τους έχουν αιτηθεί να λάβουν αντίγραφα των επίμαχων πρακτικών των γενικών συνελεύσεων και των αποφάσεων των διοικητικών συμβουλίων, πλην όμως μέχρι και την άσκηση της αγωγής δεν έχουν λάβει αντίγραφα αυτών, αν και ως μέτοχοι έχουν το σχετικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ισχυρίζονταν ότι η γενική συνέλευση της εναγόμενης (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών) την 10-2-2020 παρουσιάστηκε ως αυτόκλητη και δήθεν καθολική, καθόσον ουδέποτε δημοσιεύτηκε στο ΓΕ.ΜΗ. κάποια πρόσκληση ούτε κοινοποιήθηκε τέτοια σε αυτούς με κάποιον άλλο τρόπο, δεδομένου ότι ο ………… προέβη σε πραγματοποίηση καθολικής γενικής συνέλευσης ασκώντας δικαιώματα ψήφου και από τις δικές τους μετοχές, επικαλούμενος τους όρους της σχετικής σύμβασης ενεχύρου, το οποίο όμως, έχει καταργηθεί, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται σύγκληση της γενικής συνέλευσης και η σχετική απόφασή της να είναι άκυρη κατ’ άρθρο 138 Ν. 4548/2018, ότι επικουρικά, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι υπήρξε σύγκληση της γενικής συνέλευσης της εναγόμενης (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών), πλην όμως, κατά τρόπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου, τότε το ίδιο ανωτέρω ελάττωμα, δηλαδή η απουσία δημοσίευσης της πρόσκλησης στο ΓΕ.ΜΗ., συνιστά λόγο ακυρωσίας της απόφασης που λήφθηκε από αυτήν κατ’ άρθρο 137 παρ. 1 Ν. 4548/2018, ότι επιπλέον στη γενική συνέλευση της εναγόμενης (και των υπολοίπων τριών ανωνύμων εταιριών), η οποία συγκλήθηκε ως καθολική χωρίς πρόσκληση, δεν παραστάθηκε το 100% του μετοχικού κεφαλαίου, καθόσον οι ίδιοι (ενάγοντες), που κατείχαν το 50% των μετοχών με δικαίωμα ψήφου και θα μπορούσαν να παρασταθούν και να συναινέσουν στη διενέργεια γενικής συνέλευσης χωρίς πρόκληση, δεν έλαβαν γνώση αυτής και δεν παρέστησαν σε αυτήν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει νόμιμη συγκρότηση της γενικής συνέλευσης και η σχετική απόφασή της να είναι ακυρώσιμη, ότι, επίσης, στη γενική συνέλευση της εναγόμενης (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών) ο ………….., διακρατώντας παράνομα τους προσωρινούς τίτλους των μετοχών τους, παραστάθηκε για το 100% των μετοχών και έλαβε απόφαση για την αλλαγή των μελών του διοικητικού συμβουλίου, αν και σε αυτόν ανήκε μόνο το 50% των μετοχών και το υπόλοιπο 50% ανήκε στους ίδιους, χωρίς να έχει δικαίωμα εκπροσώπησης των τελευταίων, ενώ η συμμετοχή και οι ψήφοι του για το ποσοστό αυτό ήταν καθοριστικές για την επίτευξη πλειοψηφίας και τη λήψη της σχετικής απόφασης, με αποτέλεσμα η τελευταία (απόφαση) να καθίσταται ακυρώσιμη κατ’ άρθρο 137 παρ. 5 περ. α Ν. 4548/2018, καθώς και ότι, επικουρικά, δεδομένου ότι με τη σύσταση του ενεχύρου επί των μετοχών τους στην εναγόμενη (και στις λοιπές τρεις εταιρίες) είχαν αποστερηθεί, για όσο χρόνο διαρκούσε το ενέχυρο, μόνο τα περιουσιακά τους δικαιώματα και από τα διοικητικά αυτά της παράστασης στη γενική συνέλευση και της ψήφου, ακόμη και εάν το σχετικό ενέχυρο δεν είχε αποσβεστεί, η σύγκληση της γενικής συνέλευσης της εναγόμενης (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών) δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς δημοσίευση σχετικής πρόσκλησης, καθόσον οι ίδιοι (ενάγοντες), ως δικαιούχοι των λοιπών, πλην των ανωτέρω, διοικητικών δικαιωμάτων, ως κύριοι των μετοχών της εναγόμενης, δεν είχαν τη δυνατότητα, λόγω της μη πρόσκλησής τους, να ασκήσουν αυτά. Τούτων δοθέντων, ανέφεραν ότι η από 11-2-2020 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης (και οι αντίστοιχες των διοικητικών συμβουλίων των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών), με την οποία αυτό συγκροτήθηκε σε σώμα, είναι άκυρη ως ερειζόμενη επί άκυρης άλλως ακυρώσιμης απόφασης της γενικής συνέλευσης, καθώς και ότι με την ανωτέρω απόφαση η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών) είναι πλέον τριμελής, με πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τον …….., γιο του ……….., και μέλη τους ……….. και …….., στον δε πρώτο από αυτούς χορηγήθηκαν εξ ολοκλήρου τα δικαιώματα διαχείρισης και εκπροσώπησης της εναγόμενης (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών) ανεξάρτητα από το ύψος και τη φύση των εκάστοτε διενεργούμενων εκ του μέρους του πράξεων διαχείρισης, με αποτέλεσμα αυτοί (ενάγοντες) να έχουν αποκλειστεί από τη συμμετοχή και την ψήφο στη ΓΣ της εναγόμενης (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών), να μην έχουν εκφράσει οποιαδήποτε άποψη για την αλλαγή του διοικητικού συμβουλίου, αν και είναι κύριοι του 50% των μετοχών αυτής και να μην έχουν οποιοδήποτε έλεγχο, δικαίωμα αρνησικυρίας ή έστω και απλής ενημέρωσης για τις αποφάσεις διοίκησης αυτής, καθώς και ότι με την παράνομη αλλαγή του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών), η πλευρά ……… έχει αποκτήσει πλήρη έλεγχο αυτής (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών), καθώς και της αντίστοιχης προσωπικής εταιρίας, ενώ μέχρι την ανωτέρω αλλαγή της σύνθεσης του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών), αυτό ήταν εξαμελές και η σύνθεσή του αντικατόπτριζε τη μετοχική σύνθεση αυτής (και των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών) και τα αντίστοιχα συμφέροντα και εξασφάλιζε ισορροπία και εκπροσώπηση όλων των μετόχων της εταιρίας, είχε δε εκλεγεί με την από 27-7-2016 απόφαση της γενικής συνέλευσης της εναγόμενης (και τις αντίστοιχες των λοιπών τριών ανωνύμων εταιριών), με διάρκεια της θητείας του μέχρι την 5-9-2021, πλέον δε, δεν υπάρχει λογοδοσία για το που διοχετεύονται τα χρήματα που εισπράττονται από την προσωπική εταιρία. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν 1) να ακυρωθεί η από 10-2-2020 απόφαση της γενικής συνέλευσης της εναγόμενης, με την οποία εκλέχθηκε νέο διοικητικό συμβούλιο αυτής, 2) να ακυρωθεί η από 11-2-2020 απόφαση του νέου παρανόμως εκλεγέντος διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης, δυνάμει της οποίας το νέο διοικητικό συμβούλιο συγκροτήθηκε σε σώμα, 3) να ακυρωθεί και κάθε μεταγενέστερη της 11-2-2020 απόφαση του ίδιου παρανόμως εκλεγέντος διοικητικού συμβουλίου, καθώς και οποιαδήποτε άλλη χορήγηση εξουσίας εκπροσώπησης της εναγόμενης, χορηγηθείσα έκτοτε σε μέλη του παράνομου διοικητικού συμβουλίου ή σε τρίτους, 4) να αναγνωριστεί ότι το διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης παραμένει αυτό που έχει εκλεγεί με την από 27-7-2016 απόφαση της γενικής συνέλευσης αυτής και 5) να υποχρεωθεί το διοικητικό συμβούλιο, που έχει εκλεγεί με την από 27-7-2016 απόφαση της γενικής συνέλευσης της εναγόμενης, να προσκαλέσει τους μετόχους της εναγόμενης σε γενική συνέλευση με θέμα την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου, τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία πρόσκλησης, συγκρότησης, συμμετοχής και ψήφου σε αυτήν. Ακόμα, ζήτησαν να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η προσβαλλόμενη με αριθμό 2862/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία θεωρήθηκε αυτή (αγωγή) ως μη ασκηθείσα λόγω μη νόμιμης επίδοσης της αγωγής στην εναγόμενη, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση). Κατά της παραπάνω απόφασης (2862/2022) παραπονούνται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη αγωγή τους. Τέλος, υποβάλλουν και αίτημα διόρθωσης της εκκαλουμένης απόφασης ως προς τα στοιχεία της δεύτερης των εναγόντων από το εσφαλμένο «………» στο ορθό «………………», κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην έφεση.

III. Στο πλαίσιο της καθιερούμενης από το άρθρο 106 ΚΠολΔ θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου. Αν παρά ταύτα προβεί σε εκδίκαση της διαφοράς και έκδοση αποφάσεως, τότε η απόφαση αυτή είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή (ΑΠ 165/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 215 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-07-2015) και, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου νόμου, ισχύει από 1-1-2016, «[σ]την περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Διευκρινίζεται ότι στον εναγόμενο επιδίδεται μόνο αντίγραφο της αγωγής, χωρίς κλήση προς συζήτηση, δοθέντος ότι ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο λαμβάνουν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στην τακτική διαδικασία, όπως αυτή αναμορφώθηκε πλήρως υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, η μη επίδοση στον εναγόμενο (κυρωμένου αντιγράφου) της αγωγής εντός της προθεσμίας των τριάντα (ή εξήντα) ημερών από την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ή, αν η αγωγή δεν επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στην προθεσμία αυτή, έχει ως συνέπεια αυτή να θεωρείται ως μη ασκηθείσα, δηλαδή ανυπόστατη. Η προθεσμία επίδοσης της αγωγής, η οποία μέχρι το Ν. 4335/2015 συνιστούσε προπαρασκευαστική προθεσμία (βλ. 228 και 229 ΚΠολΔ), καθίσταται πλέον προθεσμία ενεργείας, και η μη επίδοση της αγωγής ή τα ελαττώματα αυτής (επίδοσης) εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικάζον δικαστήριο, μη δυνάμενα να θεραπευτούν μεταγενέστερα με την αναντίλεκτη συμμετοχή του εναγόμενου στη διαδικασία (με την προκατάθεση προτάσεων), καθώς πρόκειται για ελαττώματα, που πλήττουν την υπόσταση της αγωγής, η οποία θεωρείται αναδρομικά ανύπαρκτη, και δεν αφορούν μόνο το παραδεκτό της συζήτησης αυτής, όπως γινόταν δεκτό υπό το προϊσχύσαν δικαιικό καθεστώς και εξακολουθεί να ισχύει στις ειδικές διαδικασίες. Ούτε άλλωστε, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η επαγωγή της συνέπειας αυτής (ανυπόστατο της αγωγής) εξαρτάται από τη δυνατότητα του εναγόμενου να ανταποκριθεί στο δικονομικό βάρος επίκλησης και απόδειξης δικονομικής αυτού βλάβης από τη μη επίδοση, την παράτυπη ή εκπρόθεσμη επίδοση της αγωγής (πρβλ. άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι με τη μεταβολή στον τρόπο άσκησης της αγωγής στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας σκοπείται η διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης των διαδίκων, ιδίως του εναγόμενου, καθώς μετά την προθεσμία ενέργειας επίδοσης της αγωγής, ακολουθεί η προπαρασκευαστική προθεσμία των 100 ημερών (ή 130 για τον διαμένοντα στο εξωτερικό), για την κατάθεση των προτάσεων και τη συγκέντρωση του αποδεικτικού του υλικού (Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, εκδ. 6η, 2019, τομ. Ι, άρθρο 215 σημ. 8, Δ. Κράνη, στο 42ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, Η νέα τακτική διαδικασία υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της πολιτικής δίκης, εκδ. 2018, σελ. 145 & εισήγηση ιδίου σε ημερίδα του Δ.Σ. Κοζάνης, την 09/07/2016, με θέμα «Τροποποιήσεις του ΚΠολΔ (Ν. 4335/2015)», Κ. Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015 (2017), § 1 αριθ. 3, σελ. 24-25, X. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015 (2016), σελ. 14, Κ. Μακρίδου – X. Απαλαγάκη – Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία – Υποδείγματα (Β΄ έκδοση – 2018), σελ. 7-8, I. Κουκουράκη, Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δικονομία ο Ν. 4335/2015, ΕλλΔ/νη 2017.1015, Κ. Καλαβρός, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (4η έκδοση – 2016), § 33 αριθ. 10, Ε. Μπαλογιάννη/Π. Ρεντούλης σε Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο (επιμέλεια X. Απαλαγάκη – 5η έκδοση – 2017), άρθρο 215 αριθ. 8, Ε. Τσιώρα, Εφαρμογή του Ν. 4335/2015 στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες – Ζητήματα Διαχρονικού Δικαίου – Επισκόπηση Νομολογίας, Αρμ. 2018, σελ. 1615 επ., ΤριμΕφΑθ 678/2023, ΤριμΕφΠειρ 22/2023 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 679/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΠειρ 495/2021, ΜονΕφΠειρ 107/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 εδ. γ, 128, 129 και 139 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, όπως είναι η ανώνυμη εταιρία, πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του, είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου. Αν ο άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δεν βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίνεται στην πρώτη περίπτωση σε έναν από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στο διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κλπ., γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ. 4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (ΑΠ 1432/2015, ΑΠ 396/2006 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ακόμα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έκθεση επίδοσης, που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο δικαστικό επιμελητή, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτό ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή, ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη χωρεί, μόνον εφόσον προσβληθεί το έγγραφο αυτό ως πλαστό. Για τα περιστατικά, αντίθετα, που περιέχονται στην πιο πάνω έκθεση, αλλά δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψη του δικαστικού επιμελητή και των οποίων την αλήθεια όφειλε να εξετάσει αυτός, η έκθεση επίδοσης αποτελεί κατά το άρθρο 440  ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης όμως, ανταπόδειξης, το βάρος της οποίας φέρει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια τους. Στη ρύθμιση δε του άρθρου 438 ΚΠολΔ υπάγονται μεταξύ άλλων, ο χρόνος της επιδόσεως, η προσέλευση του δικαστικού επιμελητή στον τόπο επίδοσης, η απουσία επιδεκτικών επιδόσεως προσώπων, καθώς και  η θυροκόλληση του εγγράφου. Αντιθέτως, η έκθεση επίδοσης δεν είναι το αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο για τη βεβαίωση, που περιέχει, ότι η κατοικία ή το κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, όπου παραδόθηκε ή θυροκολλήθηκε το επιδοθέν έγγραφο, είναι πράγματι του παραλήπτη (ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 1488/2018, ΑΠ 1019/2009, ΤριμΕφΠειρ 298/2012 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι ο δικαστικός επιμελητής δεν δεσμεύεται από τη διεύθυνση που αναγράφεται στην παραγγελία προς επίδοση ή στο επιδοτέο έγγραφο και οφείλει εξ επαγγέλματος να διαπιστώσει την ύπαρξη κατάλληλου τόπου επιδόσεως (ΤριμΕφΠειρ 151/2016, ΕφΑθ 8647/1989 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) και για τον ίδιο λόγο είναι έγκυρη η επίδοση στον πραγματικό τόπο καίτοι στην παραγγελία αναγράφεται η κατοικία του παραλήπτη (Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό άρθρο 123, παρ. 4, σελ. 283).

IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη με αριθμό …. Γ/30-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …………., με την κάτωθι αυτής με ίδια ημερομηνία απόδειξη παραλαβής αντιγράφου δικογράφου, που υπογράφεται από την αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, . …….., και τον ανωτέρω δικαστικό επιμελητή, και επίσης με τη με ίδια ημερομηνία βεβαίωση, η οποία υπογράφεται από τον ανωτέρω δικαστικό επιμελητή και την υπάλληλο του ταχυδρομικού γραφείου Αγίου Νικολάου Πειραιώς των ΕΛ.ΤΑ., ………, την οποία οι ενάγοντες νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν με τις νομίμως κατατεθείσες πρωτοδίκως έγγραφες προτάσεις τους, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με την πράξη κατάθεσης αυτής (αγωγής) στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και με γνωστοποίηση της υποχρέωσης κατάθεσης έγγραφων προτάσεων εντός προθεσμίας εκατό (100) ημερών από την ως άνω αναγραφόμενη ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής αυτής στη γραμματεία, επιδόθηκε στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία στην οδό ……………., στον Πειραιά, όπου φέρεται ότι ήταν η έδρα της, με θυροκόλληση σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ, καθότι, όπως αναγράφεται στην πιο πάνω έκθεση επίδοσης, δεν βρέθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρίας στα ενταύθα και επί της οδού ………….. κείμενα γραφεία της (εναγόμενης εταιρίας) ούτε κάποιος άλλος υπάλληλός της σε αυτά και αφού βρήκε (ο δικαστικός επιμελητής) τη θύρα κλειστή. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι σύμφωνα με την από 22-6-2020 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγόμενης επήλθε η τροποποίηση, μεταξύ άλλων, και του άρθρου 2 (Έδρα) του καταστατικού της, η οποία καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕ.ΜΗ.) και δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό τόπο αυτού την 24-9-2020, δυνάμει της με αριθμό πρωτ. ………. από 24-9-2020 σχετικής ανακοίνωσης του ΓΕ.ΜΗ. του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί η έδρα της, η οποία ορίστηκε πλέον στο Δήμο Αθηνών. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι, ενώ κατά το χρόνο της κατάθεσης της ένδικης αγωγής (23-9-2020), που κατά νόμο (άρθρο 221 παρ. 1 στοιχ. β ΚΠολΔ) συνεπάγεται το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του δικαστηρίου, γνωστή προς τους τρίτους έδρα της εναγόμενης εταιρίας ήταν ο Δήμος Πειραιά, εντούτοις κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής (30-9-2020), αυτή ήδη από την 24-9-2020 μεταβλήθηκε στο Δήμο Αθηνών, όπως προκύπτει από την ανωτέρω ανακοίνωση στο ΓΕ.ΜΗ.. Άλλωστε, η μεταβολή της έδρας της αντιδίκου τους τελούσε εγκαίρως σε γνώση των εναγόντων, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως άνευ ημερομηνίας, κατατεθείσα την 9-10-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../9-10-2020 αίτησή τους περί ασφαλιστικών μέτρων κατά της εναγόμενης, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. σελίδα 1 της αίτησης και σχετική υποσημείωση με ρητή μνεία της ως άνω από 24-9-2020 ανακοίνωσης στο ΓΕ.ΜΗ.). Κατά συνέπεια, δεν έχει γίνει έγκυρα επίδοση της αγωγής στο νομικό πρόσωπο της εναγόμενης εταιρίας, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, αφού από τα παραπάνω έγγραφα ανταποδεικνύεται ότι η βεβαίωση του άνω δικαστικού επιμελητή στην προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης, ότι δηλαδή τα γραφεία (έδρα) της εναγόμενης εταιρίας κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης βρίσκονταν στην ανωτέρω διεύθυνση στον Πειραιά, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και συνακόλουθα, η δια θυροκόλλησης επίδοση της ένδικης αγωγής στην ανωτέρω διεύθυνση στον Πειραιά, όπου πλέον δεν υφίστατο η έδρα της εναγόμενης εταιρίας, έγινε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 στοιχ. γ και 128 παρ. 4 ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο ανωτέρω δικαστικός επιμελητής, μη δεσμευόμενος από την αναγραφόμενη στο δικόγραφο έδρα της εναγόμενης εταιρίας, όφειλε να αναζητήσει την τότε υφιστάμενη και πραγματική διεύθυνση της έδρας της εταιρίας, προς την οποία θα επέδιδε την ένδικη αγωγή, την οποία (διεύθυνση) ευχερώς, όπως κάθε τρίτος, μπορούσε να εξεύρει και να επιδώσει το δικόγραφο της αγωγής στην πραγματική της έδρα και όχι στην αναγραφόμενη στο επιδοτέο έγγραφο. Επομένως, εφόσον δεν έχει γίνει νομότυπη επίδοση της υπό κρίση αγωγής, αυτή θεωρείται εκ του λόγου αυτού ως μη ασκηθείσα. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση (2862/2022) έκρινε ομοίως, καθώς θεώρησε την ένδικη αγωγή ως μη ασκηθείσα λόγω μη νομότυπης επίδοσης αυτής, ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και δεν έσφαλε, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, η οποία παραδεκτώς συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι προέβη η εκκαλουμένη απόφαση σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, διότι για την ένδικη επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος, ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου, που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας. Πλην όμως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού δεν προσάπτει κάποια συγκεκριμένη πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, πέραν του ότι δεν εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά προς υπαγωγή στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, και ιδίως δεν αναφέρουν, σε συνάρτηση και με την επικαλούμενη από αυτούς νομική σκέψη, ποιος είναι ο πραγματικός τόπος της κατοικίας ή της εργασίας του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης και αν αυτός κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της αγωγής ήταν στον Πειραιά και δεν συμπίπτει με την καταστατική έδρα της στην Αθήνα. Στη συνέχεια, με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση της ένδικης έκθεσης επίδοσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι όφειλε να θεωρήσει ως αποδεδειγμένο κατ’ άρθρο 438 ΚΠολΔ το βεβαιούμενο ότι τα γραφεία της εναγόμενης βρίσκονταν στον Πειραιά, άλλως έπρεπε να συναγάγει σιωπηρή ομολογία της εναγόμενης. Ωστόσο, και ο συγκεκριμένος λόγος τυγχάνει απορριπτέος και δη ως μη νόμιμος ως προς το πρώτο σκέλος του, καθόσον, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, η ένδικη έκθεση επίδοσης δεν είναι το αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο για τη βεβαίωση, που περιέχει, ότι τα γραφεία, όπου θυροκολλήθηκε το επιδοθέν έγγραφο, είναι πράγματι του παραλήπτη, ήτοι της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, και επιπλέον το βεβαιωθέν από τον ανωτέρω δικαστικό επιμελητή αναφορικά με τα κείμενα στον Πειραιά γραφεία της εναγόμενης εταιρίας δεν εμπίπτει στην κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ αποδεικτική ισχύ της έκθεσης επίδοσης, αλλά στην κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ αποδεικτική δύναμη αυτής, ήτοι για όσα βεβαιώνονται στην έκθεση επίδοσης την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, παράγεται πλήρης απόδειξη, κατά της οποίας όμως, επιτρέπεται ανταπόδειξη, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνας από το Δικαστήριο για τυχόν ελαττώματα της επίδοσης, που συνεπάγονται τη μη νόμιμη επίδοση της αγωγής, όπως εν προκειμένω. Επίσης, ο πιο πάνω λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του κρίνεται απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού δεν τίθεται ζήτημα σιωπηρής ομολογίας εκ μέρους της εναγόμενης, δοθέντος ότι κατά δήλωσή της στις πρωτόδικες προτάσεις της (σελ. 1) ρητά αναγράφεται η νέα διεύθυνσή της. Ο δε τρίτος λόγος έφεσης στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν διαλαμβάνει καμία αιτιολογία ότι τα γραφεία της εναγόμενης, όπου επιδόθηκε η αγωγή, δεν λειτουργούν πλέον (είναι κλειστά) και έτσι, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. Ωστόσο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, αφού η εκκαλουμένη απόφαση προέβη σε ορθή κατ’ αποτέλεσμα εκτίμηση των αποδείξεων και κατέληξε στη συνοπτικά αιτιολογημένη (όπως ανωτέρω στην παρούσα απόφαση επισημάνθηκε, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ), πλην όμως, ορθή κρίση αναφορικά με το προλεχθέν ανακριβές περιεχόμενο της βεβαίωσης του δικαστικού επιμελητή, δεχόμενη αλλαγή της έδρας της εναγόμενης εταιρίας από το Δήμο Πειραιά στο Δήμο Αθηνών, κατά τα προεκτεθέντα, και άρα, δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός αν αυτά (γραφεία) στον Πειραιά είναι κλειστά, αφού, όπως αποδείχθηκε, δεν στεγάζουν την έδρα της εναγόμενης ως παραλήπτη της ένδικης επίδοσης. Ακόμα, με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσάπτουν στην εκκαλουμένη απόφαση την αιτίαση ότι εσφαλμένα έλαβε υπόψη ισχυρισμό που δεν προτάθηκε, αφού η εναγόμενη δεν πρόβαλε σχετικό περί απαραδέκτου ισχυρισμό και με τον πέμπτο λόγο έφεσης, κατά τη δέουσα από το παρόν Δικαστήριο εκτίμηση, υποστηρίζουν ότι ο έλεγχος της νομιμότητας της επίδοσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θα γινόταν μόνον εφόσον η εναγόμενη δεν είχε καταθέσει προτάσεις στην τακτική διαδικασία, άλλως ότι με την αναντίλεκτη παράσταση της εναγόμενης θεραπεύτηκε το ανυπόστατο της αγωγής. Ωστόσο, οι λόγοι αυτοί κρίνονται απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, το ζήτημα της νόμιμης και εμπρόθεσμης επίδοσης της αγωγής στην τακτική διαδικασία, κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο μετά τη σημαντική αλλαγή που επήλθε με το Ν. 4335/2015, ανεξάρτητα από την προβολή ή μη σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο, ενώ το ανυπόστατο της αγωγής δεν μπορεί να εξαρτάται από τη δυνατότητα του εναγόμενου να ανταποκριθεί στο δικονομικό βάρος επίκλησης και απόδειξης της δικονομικής του βλάβης από την παράτυπη επίδοση της αγωγής, ούτε το ελάττωμα της επίδοσης μπορεί να θεραπευτεί μεταγενέστερα με την αναντίλεκτη συμμετοχή του εναγόμενου στην τακτική διαδικασία με την προκατάθεση προτάσεων, αφού το ελάττωμα πλήττει την υπόσταση της αγωγής, που θεωρείται αναδρομικά ανύπαρκτη και δεν αφορά μόνο στο παραδεκτό της συζήτησης αυτής, όπως γινόταν δεκτό υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς. Παρά ταύτα, στην εκκαλουμένη απόφαση εκ παραδρομής αναγράφονται εσφαλμένα τα στοιχεία της ταυτότητας της δεύτερης ενάγουσας στο προεισαγωγικό τμήμα της και συγκεκριμένα, αν και, με βάση την ένδικη αγωγή, δεύτερη ενάγουσα είναι η «……….., κάτοικος ………….», εντούτοις στην εκκαλουμένη απόφαση αναγράφεται εσφαλμένα ως δεύτερος ενάγων ο «…………, κάτοικος ………….. όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες – ενάγοντες. Ως εκ τούτου, πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου λόγου έφεσης (άρθρο 315 ΚΠολΔ) [ΕφΠειρ 904/2001, ΕφΘεσσαλ 115/1991 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ] ως βάσιμου και κατ’ ουσίαν, να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς το μέρος αυτό και να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν αυτή (έφεση) κατά τα λοιπά. Ακολούθως, αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικαστεί κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το μέρος της αυτό, πρέπει να διορθωθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα στοιχεία της ταυτότητας της δεύτερης ενάγουσας στο προεισαγωγικό τμήμα της και συγκεκριμένα, από το εσφαλμένο «…………», στο ορθό «………………», κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/19-6-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς) στους τελευταίους, καθότι η έφεσή τους έγινε (εν μέρει) δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 2862/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ’ ουσίαν κατά τα λοιπά.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 2862/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

ΔΙΟΡΘΩΝΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 2862/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς τα στοιχεία της ταυτότητας της δεύτερης ενάγουσας στο προεισαγωγικό τμήμα της, από το εσφαλμένο «…………», στο ορθό «…………….».

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στους εκκαλούντες.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την    18      Νοεμβρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ