Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 642/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :   642/ 2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ  :  …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Βλαδίμηρο Σαρμαζανίδη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» (…………) με ΑΦΜ …….., η οποία εδρεύει στο …… Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ………. και ΓΕΜΗ ………., νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880116.3.2017 ΦΕΚ (τ.  ως μη δικαιούχου διαδίκου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……..» (…………), που εδρεύει στο ………. της Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την ανωτέρω διαχειρίστριά της με την ιδιότητα της διαδόχου της της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ……….. ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Σπύρο Λάλα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα  άσκησε  στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  17.9.2024 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2024   ανακοπή της,  επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 595/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε  την ανακοπή. Κατά της τελευταίας  απόφασης η εκκαλούσα  άσκησε την από 04-03-2025 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/2025  έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων  αναφέρθηκαν στις προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 04-03-2025   και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/2025     έφεση της ανακόπτουσας  και ήδη εκκαλούσας  κατά της υπ` αριθ. 595/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την  διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της η εκκαλούμενης απόφασης  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί  το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ.  ………. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 17.9.2024      και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024        ανακοπή της ζήτησε την ακύρωση της υπ’ αριθμ.  της υπ’ αριθμό. ……/29-07-2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς  . …… και των  από 09-07-2024 και  26.5.2023  επιταγών προς πληρωμή, κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. ……/2023 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής   παραπονείται η ανακόπτουσα – ήδη εκκαλούσα και ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση,  ώστε να γίνει δεκτή η από 17.9.2024  και με αριθ.καταθ. …………/2024   ανακοπή της, όπως επαναφέρει  στην έφεσή της.  Εξάλλου με την έφεσή της έχει   ενώσει και αίτημα αναστολής εκτέλεσης, για την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται με την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση για τον πλειστηριασμό του ακινήτου της που ήταν επικείμενος στις 12.3.2025, κατά το χρόνο κατάθεσης του δικογράφου της έφεσής της. Το αίτημα όμως αυτό  έχει ήδη απορριφθεί  με την προσωρινή διαταγή  του  Προέδρου Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιά, η δε ημερομηνία του πλειστηριασμού έχει παρέλθει, ώστε πλέον στερείται αντικειμένου.

Από  τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά  έγγραφα προκύπτουν τα εξής : Με επίσπευση της καθ’ ης, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……/29-07-2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς  ……….,  η οποία επιδόθηκε στην  ανακόπτουσα  στις 30.7.2024 (βλ. τη σχετική επισημείωση επί της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας), επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο  ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας, ήτοι σε οριζόντια ιδιοκτησία, διαμέρισμα πρώτου ορόφου με στοιχεία Α2 εμβαδού 68,74 τμ. κείμενο στην Αμφιάλη Κερατσινίου στην οδό ………… Εκτελεστός τίτλος της καθ΄ής  αποτελεί η με αρ. ……./2023 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ής η ανακοπή, με την ιδιότητά της  ως μη δικαιούχου διαδίκου και  διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρίας « το ποσό των 200.000 €, εις ολόκληρον ως εγγυήτρια και συνοφελέτης από κοινού με   την πρωτοφειλέτρια την   εταιρία «…………..» και τον άλλο εγγυητή ………. με το νόμιμο τόκο, το οποίο αποτελεί μέρος της απαίτησης  αυτής ύψους 627.887,97 προερχόμενο από την με  αρ. …../7.11.2007 σύμβαση δανείου, που είχε καταρτίσει η  πρωτοφειλέτρια.   Ο πλειστηριασμός ορίστηκε ότι θα είναι ανοικτός  πλειοδοτικός και ότι θα διεξαγόταν  με ηλεκτρονικά μέσα, από τη συμβολαιογράφο Αθηνών …………., στις 12 Μαρτίου 2025 με τιμή πρώτης προσφοράς 71.853,00 €.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 4055/2012, «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης». Με την παραπάνω διάταξη καθιερώθηκε για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ το σύστημα συγκέντρωσης, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται να προβάλλονται σε αυτήν όλοι οι έως την άσκησή της γεννημένοι λόγοι ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι, εφόσον η προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης καθίσταται όχι απλώς σταδιακή, αλλά υποχρεωτικά σταδιακή. Ειδικότερα, με την εν λόγω διάταξη η οποία αποβλέπει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που αναφύονται στην εκτέλεση και εντεύθεν στην ασφάλεια των συναλλαγών, θεσπίζεται το απαράδεκτο προβολής λόγων που βάλλουν κατά του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίοι ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με ήδη ασκηθείσα ανακοπή (ΑΠ 1660/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, για την εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) να έχει προηγηθεί ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας εκτέλεσης, της οποίας το κύρος καλείται να εξετάσει άλλο δικαστήριο, είτε κυρίως είτε παρεμπιπτόντως, ανεξάρτητα από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προγενέστερη αυτή δίκη, χωρίς, δηλαδή, να ενδιαφέρει αν  αυτή  εκκρεμεί, συζητήθηκε  ή  περατώθηκε τελεσίδικα,  β) οι μεταγενεστέρως προτεινόμενοι λόγοι να ήταν γεννημένοι και να μπορούσαν να προταθούν κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προγενέστερης δίκης, είτε με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής είτε με αυτό των πρόσθετων λόγων της, ως τέτοιοι δε νοούνται όχι μόνο οι γνωστοί στον ανακόπτοντα αλλά και οι άγνωστοι σ’ αυτόν.  Κρίσιμο για την ερμηνεία του άρθρου είναι η  δυνατότητα προβολής τους και όχι το αίτημα της προγενέστερης ανακοπής, δηλαδή η πράξη εκτέλεσης την ακύρωση της οποίας αυτή επιδιώκει. Η έννοια επίσης των «γεννημένων» λόγων περιλαμβάνει και όσους ήδη  προτάθηκαν στην προγενέστερη ανακοπή. Αντίθετα, λόγοι ανακοπής που γεννήθηκαν μετά το χρονικό σημείο, στο οποίο ήταν δυνατή η παραδεκτή κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων στην προηγούμενη δίκη δεν υπάγονται στο απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ και θεωρούνται ως λόγοι οψιγενείς (ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 1996,644). Επίσης, λόγοι ανακοπής που, μολονότι γεννημένοι, ήταν απαράδεκτοι κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προηγούμενης δίκης της ανακοπής, γιατί δεν μπορούσαν να αποδειχθούν αμέσως (άρθρο 933 § 5 ΚΠολΔ), δεν νοούνται ως λόγοι που «μπορούν να προταθούν» και δεν θεωρούνται ότι καλύπτονται από το απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο των λόγων, αν αυτοί οι λόγοι αφορούν τυπικό ελάττωμα πράξης της εκτέλεσης ή την απαίτηση (ΟλΑΠ 49/2005 ΕλλΔνη 2006, 80, ΟλΑΠ 10/1993, Δ 1994, 562, ΑΠ 1711/2014, ΑΠ 1284/2008, ΑΠ 1660/2006 ΕλλΔνη 2008, 1410), γ) διεξαγωγή μεταγενέστερης δίκης στην οποία ανακύπτει, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, η εγκυρότητα της αυτής ή άλλης πράξης της εκτέλεσης. Σύμφωνα με την ερμηνεία, που είχε επικρατήσει μέχρι την αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ με το άρθρο 19 § 2 ν. 4055/2012, το ως άνω απαράδεκτο ανέκυπτε, όταν επρόκειτο για μεταγενέστερη προβολή λόγων ακύρωσης της ίδιας πράξης εκτέλεσης. Μετά όμως την αντικατάσταση της ως άνω διάταξης με το άρθρο 19 § 2 ν. 4055/2012, κατέστη ήδη υποχρεωτική η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής όχι μόνο των γεννημένων κατά την άσκησή της λόγων που αφορούν στην προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης, αλλά κι επιπρόσθετα και όλων των γεννημένων λόγων που αφορούν σε όσες άλλες πράξεις εκτέλεσης προηγήθηκαν, ανεξάρτητα δηλαδή αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Ειδικότερα, όταν η εκτέλεση στηρίζεται σε νέα επιταγή προς εκτέλεση, λόγω αποδυνάμωσης της προηγούμενης, κατά το άρθρο 926 ΚΠολΔ, μπορούν να προταθούν με νέα ανακοπή μόνον ελαττώματα της νέας επιταγής, τα οποία δεν είχε η προηγούμενη, αφού και επί αυτής ισχύουν τα περιοριστικά όρια του άρθρο 935 ΚΠολΔ (ΕφΛαρ 209/2025 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 1724/2023, ΕφΑιγ 23/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΑνΚρητ 181/2020 ΤΝΠ QUALEX, Α. Βαθρακοκοίλης, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, 2022, σ. 253, αρ. 773, άλλως ΕφΠειρ 222/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δ) ταυτότητα διαδίκων στην πρώτη και στη δεύτερη δίκη, δεδομένου ότι μόνο εκείνος που άσκησε προγενέστερη ανακοπή αποκρούεται με τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ και όχι τρίτος δανειστής του καθ’ ου. Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι θεωρούνται ως συνέχεια του αρχικού διαδίκου στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο,  βαίνει παράλληλα, ανεξάρτητα και πέρα από εκείνο του άρθρου 933 παρ.4 ΚΠολΔ για τους καλυπτόμενους από το δεδικασμένο λόγους και η χρησιμότητα της διάταξης ακριβώς έγκειται στην κάλυψη περιπτώσεων, όπου δεν συντρέχουν οι όροι του. Δεν εφαρμόζεται, όταν  η άσκηση της νεότερης ανακοπής γίνεται κατά το άρθρο 69 § 1δ’ ΚΠολΔ, συντρεχόντων των όρων αυτού (ΑΠ 242/2001, ΕφΑθ 3124/2024, ΕφΚρ 182/2024, ΕφΑθ 1724/2023,  ΕφΚρητ 127/2023, ΕφΑθ 2472/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ 330/2024,   ΕφΠειρ 740/2022 https://www.efeteio-peir.gr/?,    Μάζης σε  Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ2, άρθρο 935  αρ.2, 3 σελ. 247επ. Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 2017, Μιχαηλίδου, III. Η αρχή της συγκέντρωσης των λόγων της ανακοπής, σε: Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σ. 217-223).

Εν προκειμένω η ανακόπτουσα στον πρώτο λόγο της  έφεσής της επαναφέρει τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, κατά τον οποίο η καθ΄ής η ανακοπή δεν κοινοποίησε σ΄αυτήν με τις προσβαλλόμενες  επιταγές προς πληρωμή (26.5.2023 και 10.7.2024),  τα απαραίτητα έγγραφα κατ΄άρθρο 925 ΚΠολΔ και ειδικότερα ολόκληρες τις συμβάσεις πώλησης και διαχείρισης, συνοδευόμενες από  παράρτημα, από το οποίο να προκύπτει  ότι η καθ’ ής η ανακοπή έχει αναλάβει τη διαχείριση και της επίδικης απαίτησης, ώστε να μην αποδεικνύεται η ενεργητική της νομιμοποίηση για την έναρξη και συνέχιση της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης. Όπως όμως η ίδια η ανακόπτουσα επικαλείται, είχε ασκήσει από κοινού με τους λοιπούς συνυπόχρεους της διαταγής πληρωμής  σε βάρος της καθ΄ής η ανακοπή την από 21.6.2023  και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στρεφόμενη κατά της από 26.5.2023 επιταγής προς πληρωμή, απ’ όπου προκύπτει ότι είχε υποβληθεί  τον άνω λόγο ανακοπής με ταυτόσημο περιεχόμενο, επί της οποίας έχει εκδοθεί η με αρ, 162/2024 απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Συνεπώς ο παρών λόγος ανακοπής, με δεδομένο ότι και η παρούσα ανακοπή προσβάλλει και την από  26.5.2023 επιταγή προς πληρωμή, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατ΄ άρθρο 935 ΚΠολΔ, εφόσον ήταν γεγεννημένος και είχε προταθεί στην άνω προγενέστερη δίκη, χωρίς η ανακόπτουσα να επικαλείται ότι η παρούσα ανακοπή γίνεται υπό  την αίρεση ευδοκιμήσεως της προγενέστερης αυτής ανακοπής, κατά το άρθρο 69 παρ. 1 περ. δ  ΚΠολΔ.  Kατά το μέρος με το οποίο η ανακόπτουσα στρέφεται κατά της από 9.7.2024 επιταγής προς πληρωμή, ο ίδιος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Όπως επικαλείται η ανακόπτουσα,   αρχική δανείστρια ήταν η Τράπεζα ……….,  της οποίας  κατέστη ειδική διάδοχος η εταιρία «…………..» με την από 24.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, που καταχωρίστηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο ….. και αριθμό …. με αρ. πρωτ. …./24.6.2019. Την ίδια ημέρα  η άνω εταιρία καταρτίσθηκε η από 24.6.2019 σύμβαση διαχείρισης (αρ.πρωτ. …./29.4.2020)   που καταχωρίστηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος …. και αριθμός …) και ακολούθησε η από 30.3.2020 σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης (αρ.πρωτ. …./29.4.2020) με την οποία ανατέθηκε η διαχείριση στην εταιρία ειδικού σκοπού ………. που μετονομάστηκε στην καθ΄ής η οποία εξέδωσε την επίδικη με αρ. ……./2023 διαταγή πληρωμής.  Συνεπώς, με βάση τα όσα επικαλείται η ανακόπτουσα,  μετά την έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής και την αρχική  από 26.5.2023   επιταγή πρoς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής, δεν έχει μεσολαβήσει άλλη πράξη μεταβίβασης, ή ανάθεσης της διαχείρισης,  ώστε η ιδιότητα αυτής ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας  της επίδικης απαίτησης  να προκύπτει από την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής και τα συνοδεύοντα αυτή έγγραφα, δηλαδή  τον ίδιο τον  εκτελεστό τίτλο και να μην απαιτείται εκ νέου η κοινοποίηση των ιδίων νομιμοποιητικών εγγράφων με την  από 9.7.2024 επιταγή προς πληρωμή, κατά το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν ο ίδιος λόγος της  ανακοπής θεωρηθεί   ότι  πλήττει γενικά την εξουσία της καθ΄ής προς διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με αυτές του ν. 4354/2015 ανάγεται σε πλημμέλεια του ιδίου του εκτελεστού  τίτλου,  ώστε  είναι επίσης  λόγος ήδη γεγεννημένος, που έχει προβληθεί στα πλαίσια της άνω προγενέστερης ανακοπής, στρεφόμενη κατά  της αρχικής από 26.5.2023   επιταγή προς πληρωμή και κατά συνέπεια, όπως ήδη  εκτέθηκε,  να μην είναι δυνατόν να προβληθεί  εκ νέου, με βάση τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, για την εφαρμογή της οποίας δεν έχει σημασία αν η προγενέστερη αυτή ανακοπή στρεφόταν κατά της προηγούμενης επιταγής προς πληρωμή. Σε κάθε περίπτωση o ίδιος λόγος ανακοπής (αν θεωρηθεί ότι προτείνεται παραδεκτά) είναι μη νόμιμος. Πρέπει να σημειωθεί ότι και  στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν είναι απαραίτητη η συγκοινοποίηση στον καθ’ ού η εκτέλεση οφειλέτη, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης αλλά η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000 ήτοι η δημοσίευση των εντύπων των  ΥΑ του Υπουργού Δικαιοσύνης 161388/2003 και ήδη 207/2020 (σύμβαση μεταβίβασης απαίτησης) και ΥΑ 161377/2003 (σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος (βλ ΑΠ 739/2024, ΑΠ 909/2021, ΕφΠειρ 514/2025, ΕφΠειρ 385/2025, ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η  άνω ΥΑ δεν απαιτεί να περιέχεται χωριστό παράρτημα για τις προς διαχείριση  απαιτήσεις, όπως αντίστοιχα η ΥΑ 161388/2003  για τη σύμβαση μεταβίβαση της απαίτησης.  Εξάλλου,  με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. γ’ του ν. 4354/2015: «Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέτει ως προϋπόθεση του ισχυρού και έγκυρου της σύμβασης πώλησης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων την υπογραφή σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, η οποία, όμως, δεν απαιτείται να προηγείται χρονικά της σύμβασης πώλησης (ΕφΠειρ 574/2020 https://www.efeteio-peir.gr/?), προϋπόθεση που πληρείται σαφώς με την ταυτόχρονη (την ίδια ημέρα) κατάρτιση της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης με τη σύμβασης πώλησης. Από την άνω ρύθμιση σε συνδυασμό με αυτή της διάταξης του άρθρου 10 παρ.  14 του ν.  3156/2003  προκύπτει η στενή και αναπόσπαστη σύνδεση της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης με την σύμβαση μεταβίβασης τιτλοποιημένων απαιτήσεων, ώστε εφόσον  έχουν καταρτισθεί την ίδια ημέρα να συνάγεται ότι η ανάθεση της διαχείρισης αφορά το χαρτοφυλάκιο των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της σύμβασης μεταβίβασης. Συνεπώς με βάση τα όσα εκθέτει η ανακόπτουσα, εφόσον έλαβε την ίδια ημέρα η κατάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης των απαιτήσεων και ανάθεσης της διαχείρισης, εξάγεται ότι αυτή είχε ως περιεχόμενο την ανάθεση της διαχείρισης του συνόλου των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και συνεπώς  και της επίδικης, και ακριβώς ίδιο ήταν το περιεχόμενο και της μεταγενέστερης συμφωνίας όπου απλώς μεταβλήθηκε το (νομικό) πρόσωπο της διαχειρίστριας απαιτήσεων που  ανατέθηκε  στην  καθ’ ής.  Συνακόλουθα ο άνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί κατά το πρώτο σκέλος του ως απαράδεκτος και κατά τα λοιπά ως μη νόμιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως,  ορθά εφάρμοσε το νόμο, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον δεύτερο  λόγο της  έφεσης η ανακόπτουσα   επαναφέρει τον τρίτο λόγο της ανακοπής,  με τον οποίο  ισχυρίζεται ότι ενώ η  περάτωση της κατάσχεσης έλαβε χώρα την 30.7.2024 ως χρόνος πλειστηριασμού ορίστηκε η 12.3.2025 (ορθό και όχι 12.3.2024 όπως αναφέρεται στο λόγο της ανακοπής) δηλαδή  μετά 7 μήνες, συμπεριλαμβανομένου όμως, και του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου.  Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος,  αφού  ο Αύγουστος δεν υπολογίζεται στην προθεσμία, μόνο όταν αυτή  λήγει το μήνα αυτό και όχι  όπως εν προκειμένω που η προθεσμία λήγει  άλλο μήνα (Μάρτιο των 7 μηνών και Απρίλιο των 8 μηνών), ώστε  ο πλειστηριασμός ορίσθηκε εντός της νόμιμης  κατά  το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ προθεσμίας, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 76 του Ν. 4842/2021  (βλ. ΕφΠειρ 549/2023, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ  309/2023 σε  https://www.efeteio-peir.gr/  ΕφΑθ 6316/2022, ΕφΑθ 5174/2022, ΕφΑθ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η εκκαλούσα στον τρίτο λόγο της έφεσής της επαναφέρει τον τέταρτο  λόγο της ανακοπής της, κατά τον οποίο από το έτος 2019 προσπαθεί από κοινούς με τους συνυπόχρεους,  να ρυθμίσει την οφειλή της, με άρνηση της αντιδίκου χωρίς λόγο  και ειδικότερα την 18.12.2019 υπέβαλε εξώδικη δήλωση, χωρίς να λάβει σαφή απάντηση. ¨Ότι  είχαν προτείνει (από κοινού με τους λοιπούς συνυποχρέους) την καταβολή 4.000 € επί 36 μήνες για την εξόφληση του δανείου, ήτοι καταβολή συνολικού ποσού 144.000 €, η δε καθ΄ής η ανακοπή, απάντησε αρνητικά  μετά από ένα χρόνο,  λίγες ημέρες πριν την επιβολή της κατάσχεσης, επικαλούμενη ότι δεν είχε εκτιμήσει  το ιστιοπλοϊκό σκάφος, που είχαν αγοράσει με το δάνειο (η πρωτοφειλέτρια) και επιδίωξή της ήταν τόσο η  κατάσχεση του σκάφους και στη συνέχεια η κατάσχεση της οριζόντιας ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είχε υποβληθεί και με την προγενέστερη από  21.6.2023  και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2023  με εν μέρει ταυτόσημο περιεχόμενο, ως προς την προσπάθεια ρύθμισης της οφειλής από το έτος 2019 (και την από 18.12.2019  εξώδικη δήλωση χωρίς σαφή απάντηση), ώστε κατά το μέρος αυτό είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, κατ΄άρθρο 935 ΚΠολΔ. Η ανακόπτουσα δεν προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο υποβολής της  πρότασης εξόφλησης της οφειλής  με καταβολή   4.000 € επί 36 μηνιαίες δόσεις (που δεν αναφερόταν στην προγενέστερη αυτή ανακοπή), ώστε να κριθεί αν αυτή  καταλαμβάνεται ή όχι από τους περιορισμούς της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ με απώτατο χρόνο την κατάθεση του δικογράφου προσθέτων λόγων της προγενέστερης ανακοπής (συζήτηση αυτής την 4.3.2024) και τα λοιπά χρονικά σημεία που αναφέρεται, τα οποία δεν είναι γνωστά στο Δικαστήριο (κατάσχεση ιστιοπλοϊκού σκάφους).  Σε κάθε περίπτωση τα όσα αναφέρει δεν είναι αρκετά για την κατάφαση κατάχρησης δικαιώματος (ΑΚ 281). Επικαλείται συγκεκριμένη πρόταση εξόφλησης (όλων των συνοφειλετών) με καταβολές μέρους του οφειλόμενου ποσού (συνολικό ποσό 144.000 €) συνδέοντας την εξόφληση με την αξία του ιστιοπλοϊκού σκάφους για την οποία δόθηκε το δάνειο και  υπονοώντας μερική άφεση του χρέους. Δεν παραθέτει όμως περισσότερα στοιχεία  για το  σκάφος αυτό (τύπος – αξία του), τη σχέση της αξίας αυτού με το σύνολο της οφειλής, ούτε ακόμα για την στάση της καθ’ής (αν δηλαδή είχε αρχικώς  αποδεχθεί τη συγκεκριμένη και μετέβαλε τη στάση της αδικαιολόγητα).  Επισημαίνεται ότι η τελευταία δεν είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί οποιαδήποτε  πρόταση ρύθμισης/εξόφλησης της οφειλής αν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά της κι επίσης έχει τη δυνατότητα να  στραφεί κατά οποιουδήποτε συνοφειλέτη  (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή) για να ικανοποιήσει την απαίτησή της, απ’ όπου μπορεί να εκποιηθεί ευχερέστερα ανάλογα με την αξία και τη δυνατότητα ρευστοποίησης της περιουσίας αυτού, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης αυτών προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1694/2017, ΑΠ 871/2010, ΕφΑθ 1409/2024, ΕφΘεσ 494/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμα  η  εκπλειστηρίαση ενός περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη δεν αποστερεί το δικαίωμα στον δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση ή να αναγγελθεί για την ίδια απαί­τησή του σε άλλο πλειστηριασμό, καθώς  με μόνη την κατάταξη δεν επέρχεται από­σβεση της απαίτησής του, παρά μόνο αφού ο πίνακας κατάταξης  καταστεί  εκτελεστός και απρόσβλητος (βλ. ΑΠ 590/2008, ΕφΠειρ 364/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η ανακόπτουσα  επικαλείται μόνο κατάσχεση του σκάφους (αορίστως, χωρίς άλλα στοιχεία), ενώ για την ικανοποίηση της καθ’ ής η ανακοπή και την απόσβεση της οφειλής έναντι όλων των συνοφειλετών (ΑΚ 483)  θα έπρεπε να ολοκληρωθεί ο πλειστηριασμός, η κατάταξη της καθ΄ής για συγκεκριμένο ποσό και να είναι επιπλέον ο πίνακας κατάταξης εκτελεστός.  Κατόπιν αυτών ο άνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως  απαράδεκτος και σε κάθε περίπτωση ως αόριστος. Και αν όμως ο λόγος ανακοπής θεωρείτο ορισμένος και νόμιμος, δεν θα αποδεικνυόταν, καθώς η ανακόπτουσα για την συγκεκριμένη πρόταση προσκομίζει μόνο ένα έγγραφο (από 14.1.2024)  σε  μορφή  επεξεργαστή κειμένου «Word»  που δεν προκύπτει ότι είχε περιέλθει  και είχε τύχει επεξεργασίας από την καθ΄ής.  Τα όσα προσθέτει επιπλέον η ανακόπτουσα με την έφεσή της ότι το σκάφος εκτιμήθηκε σε 350.000 € και τίθεται σε πλειστηριασμό την 5.3.2025 και παρόλα αυτά η καθ΄ής η ανακοπή αρνήθηκε να απαντήσει σε αιτήματα ρύθμισης της οφειλής και ότι τόσο η ίδια όσο και η πρωτοφειλέτρια έχουν υποβάλει αιτήσεις ρύθμισης στην πλατφόρμα εξωδικαστικού συμβιβασμού (8.9.2024 και 8.11.2024), δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη, αφού πρόκειται για συμπλήρωση του λόγου ανακοπής με το δικόγραφο της έφεσης, το οποίο δεν επιτρέπεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 585 ΚΠολΔ (ΑΠ 978/2025 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 611/2022, ΑΠ 2067/2022 www.areiopagos.gr), αλλά σε κάθε περίπτωση και αν λαμβάνονταν υπόψη δεν θα υπήρχε διαφοροποίηση ως προς την ανωτέρω κρίση. Το  Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον  άνω λόγο ανακοπής με όμοια αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ),  ορθά εφάρμοσε το νόμο, ώστε πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης ως  ουσιαστικά αβάσιμος. Κατά συνέπεια, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ.ε΄ Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της  εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ),  όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την σωρευόμενη στο δικόγραφο αίτηση αναστολής.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης  σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  31.10.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ