Αριθμός 662/2025
ΤΟ MONOMΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΜΗΜΑ 3ο]
Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαρία – Φανή Παλαμίδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σ.Φ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία « …………….» που εδρεύει στο …….., επί της οδού ………, με ΑΦΜ: ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεανώ Μπαντή (ΔΣΑ) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.07.2023 και με αριθ. εκθ. καταθ. …………./2023 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 26/ 2025 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχτηκε τ’ αναφερόμενα σ’ αυτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εκκαλούν με την από 7-05-2025 και με αριθ. εκθ. καταθ. ……/2025 έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του παρασταθέντος διαδίκου (εκκαλούντος), η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 271, 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1,4 ΚΠολΔ, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον ίδιο για την ορισθείσα δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 548/2019, ΕφΑθ 248/2025, ΤΝΠ ‘Νόμος’). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …………./2025 έκθεση κατάθεσης δικογράφου της κρινόμενης από 7.05.2025 και με αριθμ. κατ. δικ. ………./2025 έφεσης, η επίσπευση της συζήτησης αυτής έγινε με πρωτοβουλία της εφεσίβλητης, η οποία επέδωσε στο εκκαλούν αντίγραφο αυτής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, (βλ. την σφραγίδα του δικαστικού επιμελητή ……… επί του αντιγράφου του δικογράφου της εφέσεως με ημερομηνία 19.05.2025 που προσκομίζει το εκκαλούν). Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου (……), η ανωτέρω εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εκπροσώπησή της στο ακροατήριο, με προτάσεις. Επομένως, αφού η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης επισπεύδεται από την ίδια, πρέπει να δικασθεί ερήμην, αλλά η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρα 524 παρ. 4. εδ. α΄ του ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η κρινόμενη από 7-05-2025 (αριθμ. κατ. …../2025) έφεση κατά της υπ` αριθ. 26/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και ήδη περιουσιακών διαφορών [άρθρα 591, 614§ 3 και 621 του ΚΠολΔ] έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδ. β`, 516§1 και 517 του ΚΠολΔ] με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από το εναγόμενο ΝΠΙΔ που ηττήθηκε πρωτοδίκως και εμπρόθεσμα, εντός της οριζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 εδαφ. α ΚΠολΔ τριαντακονταήμερης προθεσμίας από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία έλαβε χώρα στις 8-04-2025 (βλ. την σφραγίδα του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….. επί του αντιγράφου της) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7-05-2025 (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ενόψει του χρόνου άσκησης της έφεσης μετά την 1-1-2016). Συνεπώς (η έφεση) αρμοδίως φερόμενη προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελ. ΚΠολΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για διαφορά του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ, καίτοι αυτό καταβλήθηκε από το εκκαλούν όπως άλλωστε προκύπτει από το με αριθμό …………. e-παράβολο ποσού (100) ευρώ και προσκομίστηκε η από 6-05-2025 απόδειξη πληρωμής του από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 533 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία (άρθρα 522, 524 παρ.1, 2, 533 παρ.1, 591 παρ.7, 614 αριθμ. 3, όπως τα δύο τελευταία ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 1, άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015).
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 20.07.2023 αγωγή της, που κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου και ήδη Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά του εναγομένου και δη εκκαλούντος, εξέθετε ότι στις 5.2.1999 προσλήφθηκε για να εργαστεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο ΝΠΙΔ «…………..» και ότι στις 16.03.2007 μετατάχθηκε στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, στο οποίο παρείχε την εργασία της έως τις 10.08.2018, όπου συνταξιοδοτήθηκε προσωρινά πάσχουσα από την ψυχική νόσο της διπολικής διαταραχής. Ότι δυνάμει της με αριθμό …………. απόφασης του ΕΦΚΑ κρίθηκε ότι από 10.03.2023 έχει συμπληρώσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για οριστικοποίηση της σύνταξής της, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΚΚΑ). Ότι μετά ταύτα, δικαιούται να λάβει την αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης ύψους 15.000 ευρώ, επειδή συμπλήρωσε τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 της οικείας ΣΣΕ που έχει συναφθεί μεταξύ του εναγομένου και της συνδικαλιστικής οργάνωσης «……………». Ότι παρά το γεγονός ότι ζήτησε από το εναγόμενο να της χορηγήσει την ανωτέρω αποζημίωση, εκείνο αρνείται προς τούτο. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ για την παραπάνω αιτία, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της νόμιμης ημερομηνίας καταβολής του, άλλως, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, την έκανε δεκτή και ως ουσία βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεσή του και ζητεί την εξαφάνισή της για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της και να καταδικαστεί η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΙV. Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων”, ορίζεται ότι κάθε αξίωση μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της κατά το Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ή το Β.Δ. της 16/18-7-1920 αποζημίωσης, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός εξαμήνου, από τότε που η αξίωση έγινε απαιτητή. Η διάταξη αυτή θέτει εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της αξίωσης καταβολής ή συμπλήρωσης της αποζημίωσης για την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία, σε αντίθεση με την παραγραφή, λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθ. 280 του ΑΚ). Εξ άλλου κατά το εδάφιο α’ του άρθρου 8 του ιδίου νόμου, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, αν συμπληρώσουν δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Ν. 2112/1920, ή το προβλεπόμενο από τον οικείο Ασφαλιστικό Οργανισμό όριο ηλικίας ή, σε περίπτωση έλλειψης αυτού, το 65ο έτος της ηλικίας τους, και αποχωρήσουν από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το μισό της οριζόμενης από το Ν. 2112, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, αποζημίωσης για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Περαιτέρω, κατά το εδάφιο β’ του ιδίου άρθρου, όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του Ν. Δ/τος 3789/1957 και αντικαταστάθηκε με το άρθρου 5 παρ.1 του Ν.435/1976, μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε Ασφαλιστικού Οργανισμού, για τη χορήγηση σύνταξης, αν συμπλήρωσαν ή θα συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, αν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν της εργασίας, αν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρούν ή να απομακρύνονται της εργασίας τους από τον εργοδότη, αφού λάβουν σ` όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι το 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι επικουρικώς το 50% της αποζημίωσης που δικαιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρος του εργοδότη. Για την κατά τα ανωτέρω χορηγούμενη αποζημίωση στους αποχωρούντες ή απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται κατά τα λοιπά όλα τα οριζόμενα από τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του ν.δ.3198/1955, καθώς και από τις διατάξεις του Ν.2112/1920, “περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων”, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, και του β.δ/τος της 16/18 Ιουλ. 1920 “περί επεκτάσεως του Ν. 2112 περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων” και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν την προειδοποίηση. Από τη γραμματική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 προκύπτει, ότι το πρώτο εδάφιο προβλέπει την καταβολή μειωμένης κατά το ήμισυ αποζημίωσης στην περίπτωση αποχώρησης του μισθωτού με τη συναίνεση και του εργοδότη, με τη συνδρομή των οριζομένων σ` αυτό προϋποθέσεων της συμπλήρωσης του ορίου συνταξιοδότησης ή της δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή του 65ου έτους της ηλικίας του μισθωτού. Με το δεύτερο εδάφιο προβλέπεται και η με ελεύθερη επιλογή μονομερής πλέον λύση της εργασιακής σχέσης είτε από τον μισθωτό, είτε από τον εργοδότη, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος. Μεταξύ της κατά το πρώτο εδάφιο συναινετικής λύσης της εργασιακής σχέσης και της μονομερούς λύσης αυτής κατά το δεύτερο εδάφιο δεν υπάρχει ουσιώδης εννοιολογική διαφορά, ούτε ανακύπτει σπουδαίος κοινωνικός λόγος που να επιβάλλει τον περιορισμό της άσκησης της αγωγής καταβολής της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτές αποζημίωσης εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας μόνο στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου. Δεν είναι ουσιώδες διαφοροποιό στοιχείο μόνο το γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση η λύση της εργασιακής σχέσης επέρχεται συναινετικώς και στη δεύτερη με την μονομερή ενάσκηση νομίμου δικαιώματος ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Επομένως είναι σαφής ο σκοπός του νόμου (άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 435/1976), με την προσθήκη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 8 και την ρητή παραπομπή στο άρθρο 6 του Ν. 3198/1955, να ισχύει η προβλεπόμενη από το τελευταίο αυτό άρθρο εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία άσκησης της αγωγής και στην περίπτωση της αποχώρησης του μισθωτού με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Εφόσον δε με την περιλαμβανόμενη στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 5 παρ.1 του Ν.435/1976 φράση “Δια την κατά τα ανωτέρω χορηγουμένην εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς αποζημίωσιν…” καλύπτεται εννοιολογικά και η αρχικά προβλεπόμενη από το άρθρο 8 εδάφ. α’ του Ν.3198/1955 περίπτωση αποχώρησης του μισθωτού με τη συγκατάθεση του εργοδότη (ΟλΑΠ 118/1972), η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 αποσβεστική προθεσμία για την καταβολή ή τη συμπλήρωση της μειωμένης κατά τα άνω αποζημίωσης εφαρμόζεται και στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 8, αφού δεν περιορίζεται ρητά με παραπομπή του προστεθέντος κειμένου σε μόνη την γενόμενη νέα ρύθμιση (ΟλΑΠ 31/2003, ΟλΑΠ 17/2003). Εξ άλλου, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 2 του Ν. 3198/55 αφορά αγωγή περί καταβολής ή συμπλήρωσης της αποζημίωσης που οφείλεται σύμφωνα με το Ν. 2112/1920 ή το Β.Δ. της 16/18.7.1920, ήτοι εκείνης που είναι ίση με το σύνολο των αποδοχών τις οποίες θα ελάμβανε ο απολυόμενος μισθωτός κατά τον χρόνο της καταγγελίας, εάν αυτή λάμβανε χώρα και όχι αγωγή που αφορά πρόσθετη αποζημίωση συμφωνημένη νομίμως, πέραν της οριζομένης από τον ως άνω Ν. 2112/1920 (άρθρ. 361 ΑΚ) (ΑΠ 177/2013) ή αποζημίωση που αυτός δικαιούται από άλλη αιτία, όπως από διατάξεις άλλων ειδικών νόμων, από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και από διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες παραπέμπουν στον Ν.2112/1920 μόνο για τον καθορισμό του μεγέθους της αποζημιώσεως, εκτός αν οι διατάξεις αυτές παραπέμπουν και στο άρθρο 6 του Ν.3198/1955. (βλ. ΑΠ 833/2019, ΑΠ 1950/2007, ΑΠ 943/1973). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 ρυθμίζει θέματα που αφορούν: “Αποζημίωση απολυομένων δημοσίου κλπ – εφάπαξ κλπ διατάξεις”, “Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιον ή ΝΠΔΔ ή Τράπεζαι ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρεία Υδάτων κ.λπ.) ή επιχειρήσεις επιχορηγούμενοι υπό του Κράτους, η υπό του ν. 2112/1920, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνη εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργούμενης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου”. Το ανώτατο αυτό όριο αυξήθηκε διαδοχικά μεταγενεστέρως και προσδιορίσθηκε τελικώς με το άρθρο 21 παρ. 13 του ν. 3144/2003 στο ποσό των 15.000 ευρώ. Εξάλλου, με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 618/1970 “περί εφαρμογής των διατάξεων του α.ν. 173/1967 επί αποζημιώσεων κ.λπ.” ορίστηκαν τα εξής: “Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του α.ν. 173/1967 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του α.ν. 99/1967 περί ελέγχου ομαδικών απολύσεων κ.λπ.” τιθέμενα ανώτατα όρια αποζημίωσης ισχύουν δια πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντας, απομακρυνομένους ή απολυόμενους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων κοινής ωφελείας ή Επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ’ οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ’ αυτών συνδεόμενους, καταργούμενης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή εθίμου”. Οι ως άνω διατάξεις ως εκ του σκοπού θεσπίσεως τους, που προδήλως έγκειται στον περιορισμό, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, των αποζημιώσεων των άνω μισθωτών για την οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των άλλων οργανισμών και επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, δεδομένου ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικώς τους φορολογούμενους και στις περιπτώσεις των μη επιχορηγουμένων από το Κράτος επιχειρήσεων κοινής ωφελείας το κόστος των παρεχομένων στους πολίτες υπηρεσιών τους (Ολ ΑΠ 10/1998, 33-34/1997), αποτελούν κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990 διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια, αφού τείνουν τελικά σε προστασία και των πολιτών. Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων που ελέγχονται από το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς δημοσίου χαρακτήρα. Αποφασιστικό όμως στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως κοινής ωφελείας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της που πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου (Ολ ΑΠ 20/2006). Τέλος, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Κανονισμού Οργάνωσης και Λειτουργίας του …………. που εγκρίθηκε με την κοινή Υπουργική απόφαση με αριθμό 14487/11-5-1989 των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Πολιτισμού και δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα της Κυβέρνησης Τεύχος 2° φύλλο … 1-5-1989, σκοπός του ……….. είναι: α. Η ανάπτυξη του αγωνιστικού και μαζικού αθλητισμού β. Η αναβάθμιση του πολιτιστικού και αθλητικού επιπέδου του λαού και γενικά η εξυπηρέτηση του αθλητισμού. Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων, ενόψει και του σκοπού που υπαγόρευσε το νομοθετικό περιορισμό της εν λόγω αποζημιώσεως στα άνω ανώτατα όρια, συνάγεται ότι η οφειλόμενη αποζημίωση υπολογίζεται μεν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2112/1920, πλην όμως υπόκειται ως προς το ανώτατο όριο στους περιορισμούς που τίθενται από τις προμνημονευόμενες διατάξεις του νόμου, και για τους υπαλλήλους των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ή των επιχειρήσεων που επιχορηγούνται από το κράτος και δεδομένου ότι το αναιρεσίβλητο (Ν.Π.Ι.Δ.) …….., κατά τις διατάξεις που διέπουν την ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία του ήταν εξαρχής και εξακολούθησε να είναι και κατά τον κρίσιμο χρόνο επιχείρηση κοινής ωφελείας, εμπίπτει στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην έννοια του άρθρου άρθρου 2 παρ. 2 του αν. ν. 173/1967 στο οποίο αναφέρονται ρητά και ενδεικτικά (η ΔΕΗ ο ΟΤΕ η εταιρεία υδάτων κ.λ.π.) και άλλες, που δεν κατονομάζονται, στις οποίες περιλαμβάνεται, καθόσον η φύση των υπηρεσιών του, όπως προκύπτει εκ του, κατά τα προεκτεθέντα, σκοπού του είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και από το γεγονός ότι το αναιρεσίβλητο εμπίπτει στις επιχειρήσεις που επιχορηγούνται από το κράτος αφού κατά το άρθρο 80 του κανονισμού λειτουργίας του οι πόροι του προέρχονται, μεταξύ άλλων, από ετήσια τακτική επιχορήγηση από το Κράτος αλλά και από έκτακτες επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό των δημοσίων επενδύσεων. Επομένως, το αναιρεσίβλητο υπόκειται, ως προς την αποζημίωση των αποχωρούντων λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλων της, στο όριο των ανωτέρω νόμων (173/1967 και 618/1970), όπως το όριο αυτό αναπροσαρμόσθηκε σε 15.000 ευρώ με το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003 (βλ. ΑΠ 1631/2017, ΑΠ 1121/2013, ΑΠ 1122/2013 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν, με τον 1ο λόγο της έφεσής του, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρά το νόμο απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του τον ισχυρισμό του ότι η από 20.07.2023 αγωγή της εφεσίβλητης ασκήθηκε μετά από την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.2 του Ν. 3198/1955 και δη στις 24-07-2023, αφού το δικαίωμά της να ζητήσει την αποζημίωση της συνταξιοδότησης είχε ως αφετηρία την 10-03-2018, όπου αποχώρησε οικειοθελώς από το εναγόμενο και λύθηκε η σύμβαση εργασίας της.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος …………….που εξετάστηκε με την επιμέλεια της εφεσίβλητης – ενάγουσας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο διάδικος που παραστάθηκε, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικώς παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί οποιοδήποτε τούτων για την κατ’ ουσία διάγνωση της διαφοράς (ενώ τα διδάγματα της λογικής και κοινής πείρας λαμβάνονται υπ΄ όψιν και αυτεπαγγέλτως κατ΄ αρθ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στην με αριθμ. πρωτ. …………/16.02.2020 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ΝΠΙΔ ……….., η οποία είναι επιχειρησιακή, με έναρξη ισχύος την 16-12-2020 και λήξη την 16-12-2023 και συγκεκριμένα στο άρθρο 7 αυτής, υπό τον τίτλο «Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης» προβλέφθηκε ότι: «….Στους εργαζόμενους που αποχωρούν από το ……….. λόγω ύπαρξης των προϋποθέσεων πλήρους ή μειωμένης συνταξιοδότησης η αποζημίωση είναι έως τις 15.000 ευρώ καταβλητέας τμηματικώς ή εφάπαξ αναλόγως σχετικής αποφάσεως του Δ.Σ του ………..…». Να σημειωθεί ότι βάσει του άρθρου 1 αυτής, στις διατάξεις της ως άνω ΣΣΕ υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι στο ………. με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης. Η αποζημίωση αυτή αφορά πρόσθετη αποζημίωση, την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος στο …… βάσει της επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, πέραν της οριζόμενης από τον ως άνω Ν. 2112/1920. Υπολογίζεται μεν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2112/1920 αλλά έχει ανώτατο όριο τις 15.000 ευρώ λόγω της φύσης της επιχείρησης ως κοινής ωφελείας. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας που προηγήθηκε, ενόψει ότι το άρθρο 7 της ΣΣΕ δεν παραπέμπει στο άρθρο 6 του Ν.3198/1955, πρόδηλο είναι ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 3198/1955, που καθορίζει την αποσβεστική προθεσμία των έξι (6) μηνών, αφορά αποζημίωση, την οποία ο μισθωτός δικαιούται απ` ευθείας από τον ν. 2112/1920 ή το ΒΔ της 16/18-7-1920 και όχι την αποζημίωση που δικαιούται από άλλη αιτία, όπως στην προκειμένη περίπτωση, όπου η οικεία ΣΣΕ παραπέμπει στο νόμο 2112/1920 μόνο για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως, (πρβλ ΑΠ 464/2010, ΤΝΠ Νόμος).Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της από 20.07.2023 αγωγής, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το αναφερόμενο στην αγωγή χρηματικό ποσό ως αποζημίωση εξαιτίας της συνταξιοδότησής της, λόγω αναπηρίας, έχουσα εργαστεί σ’ αυτό δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και έχουσα συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη οριστικής σύνταξης στις 10.03.2023. Θεμελίωσε την αξίωσή της στο άρθρο 7 της ισχύουσας (κατά το χρόνο γέννησης της αξίωσης) ΣΣΕ που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά), με την 26/2025 απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο να της καταβάλλει το ποσό των 15.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία κατέστη απαιτητή η απαίτηση, δηλαδή από 11.03.2023 μέχρι την πλήρη εξόφληση. Από το περιεχόμενο της εκκαλουμένης απόφασης προκύπτει πως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι «…..η αγωγή έχει ασκηθεί παραδεκτά εντός της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.2 του Ν. 3198/1955, έχουσα κατατεθεί στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 24.07.2023 και επιδοθεί στο εναγόμενο στις 27.07.2023, (βλ….), ενώ κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή η σχετική αξίωση της ενάγουσας κατέστη απαιτητή στις 10.03.2023, οπότε και λύθηκε οριστικά η μεταξύ τους σύμβαση εργασίας…». Ενόψει του ότι η αγωγή, με την οποία διώκεται η καταβολή της αποζημιώσεως που οφείλεται βάσει του άρθρου 7 της ισχύουσας κατά το χρόνο της συνταξιοδότησης ως άνω ΣΣΕ στους εργαζόμενους του εναγομένου με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης και η οποία παραπέμπει κατά τα ανωτέρω στο ν. 2112/1920 για τον προσδιορισμό μόνο του ύψους της αποζημιώσεως, δεν υπόκειται στην αποσβεστική 6/μηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 3198/1955, με τη κρίση του αυτή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), έκρινε θετικά για το παραδεκτό της αγωγής, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα κατέληξε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον 1° λόγο έφεσης του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος – το οποίο εσφαλμένα τοποθέτησε τον χρόνο γέννησης της επίδικης αξίωσης σε χρόνο προγενέστερο της οριστικής συνταξιοδότησης της ενάγουσας- κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.
V. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, το εκκαλούν, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρά το νόμο δέχθηκε ότι η από 20.07.2023 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης είναι ορισμένη ενώ πάσχει αοριστίας και πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με τις αιτιάσεις του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, στο δικόγραφο της αγωγής έπρεπε να αναφέρεται το είδος της συνταξιοδότησης βάσει του οποίου η ενάγουσα άσκησε την επίδικη αξίωση, δηλαδή εάν πρόκειται για σύνταξη αναπηρίας ή γήρατος. Από την επισκόπηση του δικογράφου όμως προκύπτει με σαφήνεια ότι η ενάγουσα παρέθεσε σ’ αυτό το ιστορικό της θεμελίωσης στο πρόσωπό της των προϋποθέσεων της σύνταξης αναπηρίας. Εξάλλου, για την άσκηση της επίδικης αξίωσης, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οικείας ΣΣΕ εξαρτά την λήψη του ποσού της αποζημίωσης από την ύπαρξη των προϋποθέσεων πλήρους ή μειωμένης σύνταξης στο πρόσωπο του εργαζόμενου, δεν είναι κρίσιμο στοιχείο για την θεμελίωση του δικαιώματος το είδος της απονεμηθείσας σύνταξης, δηλαδή εάν πρόκειται για σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας, αφού η ΣΣΕ δεν κάνει σχετική διάκριση. Κατ’ επέκταση, δεν είναι απαραίτητο στοιχείο του ορισμένου της αγωγής η αναφορά εκ μέρους της ενάγουσας εάν πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης της σύνταξης γήρατος. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε σιωπηρά την προβληθείσα ένσταση του εναγομένου, οπότε ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του.
VΙ. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, το εκκαλούν, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε ότι η αξίωση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης στηρίζεται στο άρθρο 7 της με αριθμ. πρωτ. …….. από 16-12-2020 ΣΣΕ, αφού, όταν η αξίωσή της κατέστη απαιτητή, στις 10.03.2018, η παραπάνω σύμβαση δεν ήταν εφαρμοστέα. Η αποδεικτική διαδικασία κατέδειξε όμως ότι η ενάγουσα συνταξιοδοτήθηκε προσωρινά με σύνταξη αναπηρίας στις 10.3.2018, δυνάμει της με αριθμό ………. απόφασης του Διευθυντή ΕΦΚΑ, η οποία παρατάθηκε δυνάμει της με αριθμό ……….. απόφασης από 01.07.2019 έως 30.06.2022 και δυνάμει της με αριθμό ………. απόφασης από 01.07.2022 έως 30.06.2025. Περαιτέρω, δυνάμει της με αριθμό ……… από 22.03.2023 απόφασης του ΕΦΚΑ κρίθηκε ότι η ενάγουσα, συμπλήρωσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για μονιμοποίηση της σύνταξής της, στις 10.3.2023, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 18 του ΚΑΑ (ήτοι συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας και χρόνος συνταξιοδότησης 5 ετών συνεχώς κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες Υγειονομικές Επιτροπές). Επομένως, ο χρόνος γέννησης της επίδικης αξίωσης είναι η 10.03.2023 και όχι η 10.3.2018, όταν δηλαδή η σύνταξή της κατέστη οριστική. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος – το οποίο εσφαλμένα τοποθέτησε τον χρόνο γέννησης της επίδικης αξίωσης σε χρόνο προγενέστερο της οριστικής συνταξιοδότησης της ενάγουσας- και ορθά εφάρμοσε στην επίδικη περίπτωση την από 16-12-2020 ΣΣΕ που ίσχυε κατά τον χρόνο γέννησης της επίδικης αξίωσης, οπότε ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του. Απορριπτέος εξίσου είναι και ο ισχυρισμός του εναγομένου που εισφέρεται στη δίκη με τον ίδιο (3ο) λόγο της έφεσης ότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη δεν δικαιούται αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 325 ΚωδΕργΔικ, το οποίο αναφέρεται στην καταγγελία της εργασιακής σχέσης για σπουδαίο λόγο. Τούτο διότι η επίδικη αξίωση στηρίζεται σε εντελώς διαφορετικά περιστατικά τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 7 της από 16.12.2020 ΣΣΕ, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την διαλαμβανόμενη στην απόφαση αιτιολογία του. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει, η έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας υπέρ της ενάγουσας-εφεσίβλητης δεν θα τεθεί, διότι λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, ούτε υπέβαλε σχετικό αίτημα, ενώ θα οριστεί παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό [άρθρα 501, 502 και 505 ΚΠολΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 7-05-2025 (αριθμ. κατ. δικ. ………./2025) έφεση ερήμην της εφεσίβλητης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά κατά της με αριθμό 26/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 6.11…2025 απόντων των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου του εκκαλούντος
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ