Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 697/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    697/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Σ.Φ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………..  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Εταιρίας με την επωνυμία <<…………..>>, που έχει την έδρα της στη ……. και  διατηρεί υποκατάστημα στη ……. Αττικής επί της διασταυρώσεως των οδών ………. με την επωνυμία <<………….>> με ΑΦΜ ………….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της δικηγόρο Παρασκευά Ζουρντο (ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΡΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΕΡΓΑΤΕΣ).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………..….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Εταιρίας με την επωνυμία <<……….>>, που έχει την έδρα της στη ……… και διατηρεί υποκατάστημα στη …… Αττικής επί της διασταυρώσεως των οδών ………. με την επωνυμία <<……….>> με ΑΦΜ …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της δικηγόρο Παρασκευά Ζουρντο (ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΡΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΕΡΓΑΤΕΣ).

Ο εκκαλών στην υπό στοιχείο Β  έφεση – εφεσίβλητος στην  υπό στοιχείο  Α έφεση άσκησε την από  18.12.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης  στην Α έφεση – εκκαλούσας  στη Β έφεση.  Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2883/2024 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 24.12.2024 [με ΓΑΚ /ΕΑΚ ………./2024 Πρωτ και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024 Εφετ.] έφεσή της (υπό στοιχείο Α) και β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 21.3.2025 [ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2025 Πρωτ. Και ΓΑΚ/ΕΑΚ …….. Εφετ.) έφεσή του (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο εκφωνήθηκαν με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου οι εφέσεις, όπου ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου – εκκαλούντα ανέπτυξε τις σκέψεις του με τις προτάσεις που προκατέθεσε και με σχετική δήλωσή του, δήλωσε, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η ένδικη έφεση, χωρίς να παρασταθεί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 24.12.2024 [με ΓΑΚ /ΕΑΚ ……./2024 Πρωτ και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024 Εφετ.] έφεση και β) από 21.3.2025 [ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2025 Πρωτ. Και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……… Εφετ έφεση στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης οριστικής απόφασης κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης,  (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης (30.8.2024). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων στις άνω εφέσεις, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών με την υπό κρίση αγωγή του ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στην Πάτρα με την εναγόμενη εταιρία και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού- οχηματαγωγού (Ε/Γ-Ο/Γ) πλοίου SI, 11802 κ.ο.χ., ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του ναύτη, αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε τελευταία κυρωθείσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων των μεσογειακών τουριστικών επιβατηγών πλοίων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαπέντε [15] ώρες κατά τις διαδοχικές ναυτολογήσεις του εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος εντός του χρονικού διαστήματος από 5-2-2022 έως 12-3-2023, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή του με την εναγόμενη. Ότι μολονότι στις 18-2-2023 τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του υπό τις αναφερόμενες στις αγωγή περιστάσεις, γεγονός που γνωστοποίησε στον Πλοίαρχο, συνέχισε να εργάζεται μέχρι την 12η-3-2023, οπότε απολύθηκε με αναγραφόμενη αιτία την κοινή συναίνεση αυτού και του Πλοιάρχου, πλην όμως στην πραγματικότητα συνεπεία του ως άνω τραυματισμού του. Ότι ακολούθως μετά την απόλυσή του υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Με βάση το ιστορικό αυτό, και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, ζητεί ο ενάγων i) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 5229,96€ για υπερωριακή αμοιβή κατά τα Σάββατα και τις αργίες έτους 2022, το ποσό των 2453,42€ υπόλοιπο μισθού μηνός Ιουλίου 2022 κατ’ αρ. 60ΚΙΝΔ, το ποσό των 949,44€ για υπερωριακή αμοιβή κατά τα Σάββατα και τις αργίες έτους 2023, το ποσό των 1565,20€ για υπερωριακή αμοιβή κατά τις καθημερινές έτους 2023, το ποσό των 288,96€ για υπερωριακή αμοιβή κατά τις Κυριακές έτους 2023, ποσό 6929,60€ για μισθούς ασθενείας, το ποσό των 1.000€ για αποζημίωση λόγω ιατρικών δαπανών και εξόδων νοσηλείας και συνολικά το ποσό των 18,416,58€ και ii) κατόπιν νομότυπης τροπής των οικείων κονδυλίων από καταψηφιστικό σε έντοκα αναγνωριστικά, το ποσό των 6724,54€ για υπερωριακή αμοιβή κατά τις καθημερινές έτους 2023 και το ποσό των 2659,02€ για υπερωριακή αμοιβή Κυριακών έτους 2023 και συνολικά το ποσό των 9.383,56€, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 66, 82, 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, των ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2022 και 2023, που κυρώθηκαν με τις ΥΑ 2242.5-1.10/8368 και 2242.5-7/51901 (φΕΚ Β’ 620/14-2-2022 και 4619/19-7-2023), έκανε αυτή δεκτή εν μέρει ως  βάσιμη κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για την υπηρεσία του στο ένδικο πλοίο το συνολικό ποσό των 4.294,16 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολογήσεως του ενάγοντος (12.3.2023) μέχρι την εξόφληση και καταδίκασε αυτή σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος την οποία όρισε στο ποσό των 120 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά το εκκαλούμενο από τον καθένα μέρος της, ώστε να ξαναδικαστεί η αγωγή ως προς αυτό και να γίνει ολικά δεκτή ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντίστοιχα.

Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, 139/2009), την από 11-6-2024 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιά …………., η οποία λήφθηκε με  επιμέλεια του ενάγοντος  κατόπιν προηγούμενη νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. υπ’ αριθμ. ………/5-6-2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……..), η οποία εκτιμάται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας του μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο μάρτυρας αποδείξεως τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία της βεβαίωσής του, την με αριθμό ……./4-3-2024 ένορκη βεβαίωση της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν προηγούμενης νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου της [προς  τον υπογράφοντα το αγωγικό Δικόγραφο Δικηγόρο -σχ. η υπ’ αριθμ. ………/28-2-2024 του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά)] σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β’, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά:

Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξηρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στην Πάτρα, μεταξύ του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου – εκκαλούντος, Έλληνα   υπογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του υπ’ αριθμ. ΝΒ …….ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρίας και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ-Ο/Γ) πλοίου SI, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., κόρων ολικής χωρητικότητας 25757, ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη: 1) από 22-10-2021 έως 25-11-2021 οπότε απολύθηκε λόγω  ασθενείας, 2) από 5-2-2022 έως 22-7-2022 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως 25-7-2022, 3) από 25-7-2022 έως 27-7-2022, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, 4) από 26-8-2022 έως 23-9-2022, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως 25-9-2022, 5) από 25-9-2022 έως 22-11-2022 οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας, 6) από 2-12-2022 έως 29-12-2022, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, 7) από 10-1-2023 έως 20- 1-2023, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, 8) από 2-2- 2023 έως 12-3-2023, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου. Σημειωτέον ότι η ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ιδιότητα της εναγομένης ως πλοιοκτήτριας – εργοδότριας, ούτε οι ένδικες ναυτολογήσεις του ενάγοντος, η ειδικότητα με την οποία ναυτολογήθηκε καθώς και τα δρομολόγια που εκτέλεσε το πλοίο  κατά τα ειδικότερα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος. Ακολούθως προέκυψε ότι για κάποιες από τις προαναφερόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος από τις οποίες προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο ποσό των 3.422,40€. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και δη για τα έτη 2022 και 2023 οι ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, διέπονταν ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής από τις διατάξεις των ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2022 και 2023, που κυρώθηκαν με τις ΥΑ 2242.5-1.10/8368 και 2242.5- 7/51901 (ΦΕΚ Β’ 620/14-2-2022 και 4619/19-7-2023) εφαρμοζομένων τούτων για έκαστο των ως άνω ετών αναδρομικά από την αρχή του έτους, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τος διαδίκους. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά την ένδικη χρονική περίοδο το πλοίο SI εκτελούσε μεσογειακούς πλόες και κατά το σύνηθες κυκλικό δρομολόγιο του εκκινούσε από το λιμάνι της Πάτρας στις 17.30, κατέπλεε στην Ηγουμενίτσα στις 23.30, απέπλεε στις 00.00 και κατέπλεε στο Μπάρι Ιταλίας στις 9.00 π.μ.. Κατόπιν ξεκινούσε το ταξίδι της επιστροφής στις 20.00 της ίδιας ημέρας, όπου κατέπλεε στην Ηγουμενίτσα στις 5.30 π.μ., αι ακολούθως απέπλεε στις 6.00 πμ για το λιμάνι της Πάτρας, όπου έφτανε στις 13.00. Στο  προσωπικό καταστρώματος, κατά την πρόβλεψη της οργανικής του σύνθεσης, είχαν ναυτολογηθεί εννέα ναύτες, ένας ναύκληρος και ένας  υποναύκληρος. Τα καθήκοντα του ενάγοντος συνίσταντο στη απασχόληση του είτε ως ναύτης βάρδιας, με άλλους πέντε συνάδελφους του, εναλλασσόμενοι σε δύο τετράωρες βάρδιες ημερησίως, είτε ως ντεϊμάνης, εκτελώντας εργασίες καθαριότητας και συντήρησης στο κατάστρωμα και τους κοινόχρηστους χώρους, ενώ κατά τον απόπλου και κατάπλου του πλοίου απασχολούταν αποκλειστικά για ην εκτέλεση των αναγκαίων εργασιών για την επιτυχή προσέγγιση και αναχώρηση του πλοίου, με την επισήμανση ότι η φόρτωση στα λιμάνια της Πάτρας και του Μπάρι εκκινούσε και δύο ώρες πριν τον απόπλου του πλοίου. Σύμφωνα με το σχετικό αγωγικό ισχυρισμό ο ενάγων διατείνεται ότι στο πλαίσιο των ένδικων ναυτολογήσεών του παρείχε την εργασία του επί 15 ώρες ημερησίως καθ’ υπέρβαση του νομίμου ημερήσιου ωραρίου του.  Αντίθετα η εναγόμενη διατείνεται ότι η ημερήσια απασχόληση του στο πλοίο δεν υπερέβαινε τις  δέκα με έντεκα ώρες, σε κάθε περίπτωση εάν υπήρχε ανάγκη επιπλέον υπερωριακής απασχόλησής του αυτή έχει εξοφληθεί από μέρους της. Από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι ο ενάγων προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών του πλοίου απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, αργιών και Κυριακών, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπονταν από τις ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες, κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του, ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου,  του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος, κρίνεται ότι  η διάρκεια  της ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος  κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες, κατά μέσο όρο.  Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχόλησης του επί δεκαπέντε (15) ώρες  δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακά και σε κάθε περίπτωση όχι πλέον των δέκα – ένδεκα ωρών, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το εν λόγω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα ήδη προεκτέθηκαν, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Επιπλέον το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε τα φύλλα μισθοδοσίας του χωρίς επιφύλαξη και χωρίς διαμαρτυρία, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού δεδομένου ότι  η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ανωτέρω μηνιαίων φύλλων μισθοδοσίας του δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω εγγράφων ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας που καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας – εναγόμενης αλλά και ο πρώτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος–ενάγοντος που αμφότεροι βάλλουν κατά του ίδιου κονδυλίου να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Συνεπώς, με βάση το χρόνο εργασίας του στο πιο πάνω πλοίο και τις ρυθμίσεις εκάστης εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, όπως αυτές υπολογίσθηκαν από την εκκαλουμένη, η οποία δεν πλήττεται από ειδικότερο λόγο έφεσης σχετικά με τον αριθμητικό υπολογισμό του ένδικου κονδύλιου, ο ενάγων έπρεπε να λάβει: 1) Για το έτος 2022 και δη α) για την απασχόληση του επί 51 Σάββατα και αργίες (τον αριθμό των οποίων δεν αμφισβητεί η εναγόμενη) και συνολικώς επί (51X12 ώρες=) 612 ώρες υπερωρίας, το ποσό των (612 ώρες Χ9,74€ εκάστη ώρα=) 5.960,88€, έναντι του οποίου έλαβε ως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής και τα συνοδεύοντα αυτές τραπεζικά εμβάσματα, ποσό 4.205,37€, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 1.755,51€, β) για την απασχόλησή του επί 197 καθημερινές και συνολικώς επί (197X4 ώρες=) 788 ώρες υπερωρίας, δικαιούτο το ποσό των (788 ώρες Χ8,11€ έκαστη ώρα=) 6.390,68€, γ) για την απασχόλησή του επί 39 Κυριακές και συνολικώς επί (39X4 ώρες =) 156 ώρες υπερωρίας, δικαιούτο το ποσό των (156 ώρες Χ 9,74€ Κυριακές και καθημερινές του έτους 2022, ο ενάγων δικαιούται ποσό 7.910,1 έκαστη ώρα=) 1.519,44€. Ήτοι συνολικά για την υπερωριακή απασχόλησή του έναντι του οποίου έλαβε ως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής  ποσό 8.442,65€, μη οφειλομένου οιοδήποτε ποσού για την αιτία αυτή, δεκτής γενομένης της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγόμενη πρωτοδίκως ως  την ουσιαστική της βασιμότητα, 2) για το έτος 2023 και δη α) για την 12ωρη απασχόλησή του επί 4 Σάββατα και 8ωρη απασχόλησή του επί 3 Σάββατα και 1 αργία (κατά τις οποίες ημέρες εκτελούντο εργασίες επισκευής στο πλοίο) και συνολικώς επί 80 ώρες υπερωρίας, το ποσό των (80 ώρες Χ10,32€ εκάστη ώρα=) 825,6€, έναντι του οποίου έλαβε ως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής και τα συνοδεύοντα αυτές τραπεζικά εμβάσματα, ποσό 740,37€, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 85,23€, β) για την απασχόλησή του επί 26 καθημερινές και συνολικώς επί (26X4 ώρες=) 104 ώρες υπερωρίας, δικαιούτο το ποσό των (104 ώρες Χ8,60€ έκαστη ώρα=) 894,4€, γ) για την απασχόλησή του επί 4 Κυριακές και συνολικώς επί (4X4 ώρες =) 16 ώρες υπερωρίας, δικαιούτο το ποσό των (16 ώρες X 10,32€ έκαστη ώρα=) 165,12€. Ήτοι συνολικά για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά Κυριακές και καθημερινές του έτους 2023, ο ενάγων δικαιούται ποσό 1.059,52€, έναντι του οποίου έλαβε ως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής και τα συνοδεύοντα αυτές τραπεζικά εμβάσματα, ποσό 1.486,37€, μη οφειλομένου οιοδήποτε ποσού για την αιτία αυτή, δεκτής γενομένης της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη στην ουσιαστική της βασιμότητα.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με  την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες.  Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από εκείνους  της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι.  Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα  ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία σσνε μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο αυτό ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη,  ελεύθερα  ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω  πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες σσνε αποδοχές  μόνο στην περίπτωση,  κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί, ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015,  ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205).  Με τον  δεύτερο λόγο της έφεσής της η εναγομένη διατείνεται ότι η εκκαλουμένη κατ εσφαλμένη ερμηνεία αι εφαρμογή του νόμου αλλά και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε την προβληθείσα ένταση συμψηφισμού – καταλογισμού στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής που αξιώνει ο ενάγων, τα καταβληθέντα σε αυτόν  ποσά   ως «έκτακτες αμοιβές» και δη το συνολικό ποσό των 208,82€ (196/44€ το έτος 2022 και 12,38€ το έτος 2023), το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της και τις αποδείξεις μισθοδοσίας καταβλήθηκε με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» καθώς και το ποσό των 1.751,80€ (1.551,83€ το έτος 2022 και 199,97€ το έτος 2023) που καταβλήθηκε με την αιτιολογία «ρολόγια ναυτών». Επί του λόγου αυτού της έφεσης σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη πέντε έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας  αποδεικνύεται ότι  συμφωνήθηκε σ’ αυτές η καταβολή στον ενάγοντα ναυτικό κλειστού μισθού και περαιτέρω αποδεικνύεται ότι εμπεριέχεται στις εν λόγω συμβάσεις παράγραφος με τον τίτλο «συμπληρωματικοί όροι που περιλαμβάνονται όπως τυχόν αμοιβαίως συμφωνήθηκαν από τα μέρη». Στο δε ακόλουθο κείμενο αναγράφεται ότι κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό  πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται  με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικά με την  παρούσα σύμβαση. Όπως αποδείχθηκε με βάση τις μη αμφισβητούμενες αποδείξεις πληρωμής που αφορούν τα επίδικα χρονικά διαστήματα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κάθε μήνα αμοιβή για  εργασία τα Σάββατα  και αργίες καθώς και αμοιβή υπερωριών  ενώ κατέβαλε επίσης κάθε μήνα ένα πολύ μικρότερο ποσό υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές». Όμως, σύμφωνα και πάλι με όσα αναλύθηκαν παραπάνω, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό και αυτό διότι  δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας και επομένως δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας  είναι μη εξειδικευμένη, είναι αόριστη και  δεν μπορεί να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί αν  στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, με την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ 464/2021, 196/2020, 465/2009  δημ  στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Επομένως η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον περί συμψηφισμού ισχυρισμό της ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, τα όσα δε  αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη με τον παρόντα λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα και να απορριφθεί ο δεύτερος λόγο της έφεσης ω αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται α λάβει το ποσό των 1.755,51 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και Αργιών  για το έτος 2023, η δε εκκαλουμένη απόφαση η οποία έκρινε τα ίδια δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών αμφοτέρων των διαδίκων ως αβάσιμων κατ΄ουσίαν. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, την 18-2-2023, όταν το πλοίο ευρισκόταν  ελλιμενισμένο στο λιμάνι της Πάτρας, ο ενάγων κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των καθηκόντων του και δη εργασιών απόδεσης των οχημάτων από τα προστατευτικά στηρίγματα, κατέβαλε αρκετή δύναμη κατά το τράβηγμα με συνέπεια να αισθανθεί έντονο πόνο και ενόχληση στην αριστερή βουβωνική χώρα. Στη συνέχεια ενημέρωσε τον Πλοίαρχο και εξακολούθησε την εργασία του, χωρίς όμως να εκλείπουν οι ενοχλήσεις στο ίδιο σημείο, οι οποίες, όμως γίνονταν ολοένα και πιο έντονες.  Ο ενάγων εξακολούθησε να παράσχει την εργασία του στο πλοίο μέχρι την 12.3.2023, οπότε και απολύθηκε στην Πάτρα με αιτιολογία που καταγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο  αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου και όχι η επικαλούμενη ασθένεια του. Μετά την απομάκρυνση του από το πλοίο ο ενάγων, μετά δύο ημέρες και με την επιστροφή του στον τόπο κατοικίας του στο ………, αναζήτησε ιατρική βοήθεια, επισκεπτόμενος τον ιατρό χειρουργό …………., ο οποίος την 14-3-2023 διαπίστωσε την ύπαρξη αριστεράς βουβωνοκήλης, για τη αποκατάσταση της οποίας του συνέστησε χειρουργική επέμβαση και  αποχή από κάθε εργασία και επανεξέταση μετά από δύο μήνες. Στις 19-5-2023 μετά από επίσκεψη του στον ίδιο ως άνω ιατρό διαπιστώθηκε ότι έπασχε ταυτόχρονα και από δεξιά βουβωνοκήλη, του συνέστησε δε αποχή από την εργασία και  χειρουργική αντιμετώπιση. Την 16.11.2023  εισήχθη στη …………….., οπότε και νοσηλεύθηκε μέχρι την 17.11.2023, αφού υποβλήθηκε σε επέμβαση πλαστικής κήλης τοποθέτησης πλέγματος. Με βάση τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο αληθής λόγος απόλυσης του ενάγοντος δεν  ήταν αυτός που αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο <<αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου>>, αλλά ο ως άνω τραυματισμός του. Όπως αναφέρθηκε ο ενάγων κατά την τελευταία ναυτολόγηση του στο λιμένα της Πάτρας επιβιβάστηκε στο πλοίο στις 25.7.2022 και απολύθηκε στις 27.7.2022, οπότε με βάση τη διάταξη του άρθρου60 του  προισχύσαντος ΚΙΝΔ δικαιούται τον υπόλοιπο μισθό ενός μηνός δεδομένου ότι η ναυτολόγησή του διήρκεσε λιγότερο από ένα μήνα  και δη ποσό των 2.592,06€, το οποίο αναλύεται ως εξής: 122,08€ βασικό ςμισθός+246,86€ επίδομα Κυριακών +22,75€ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, 53,53€ επίδομα ιματισμού) +634,44€ άδεια μετά τροφοδοσίας+512,40€ μηνιαία τροφοδοσία), έναντι του οποίου έλαβε ως συνομολογεί ποσό 138,64€, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 2.453,42€. Η εκκαλούσα – εναγομένη με τον τρίτο λόγο της έφεσης της διατείνεται ότι η εκκαλουμένη κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων επιδίκασε το ένδικο κονδύλιο του άρθρου 60 ΚΙΝΔ, το οποίο όμως δεν δικαιούταν ο  ενάγων για το λόγο ότι η απόλυση έλαβε χώρα με δική του βούληση για την εξυπηρέτηση δικών του αναγκών. Πλην όμως ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος δεδομένου ότι όπως έγινε δεκτό από το παρόν Δικαστήριο η αιτία της απόλυσης του ενάγοντος αφορούσε την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του μετά τον τραυματισμό του  στο πλοίο κατά την εκτέλεση της εργασίας του, οπότε και η εκκαλουμένη ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και επιδίκασε το εν λόγω κονδύλιο στον ενάγοντα. Στη συνέχεια με βάση τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι συνεπεία της άνω ασθενείας του απείχε από την εργασία του δικαιούμενος προς τούτο με έρεισμα την προισχύσασα διάταξη του άρθρου 66 ΚΙΝΔ  την απόληψη μισθών ασθενείας διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών. Η εκκαλουμένη ωστόσο απέρριψε τον εν λόγω κονδύλιο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η ασθένεια του μετά την απόλυσή του με την αιτιολογία ότι σε καμία από τις προαναφερθείσες ιατρικές γνωματεύσεις δεν χορηγήθηκε στον ενάγοντα αναρρωτική άδεια, παρά το γεγονός ότι του συνεστήθη η αποφυγή εργασίας χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό. Πλην όμως η εκκαλουμένη με την κρίση της αυτή εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις δεδομένου ότι με βάση τις προαναφερθείσες ιατρικές γνωματεύσεις σε συνδυασμό με την ένορκη βεβαίωση του ενόρκως βεβαιώσαντος ……….. προκύπτει  ότι ο ενάγων πράγματι υποβλήθηκε στις 16.11.2023 σε χειρουργική επέμβαση, η δε εγχείρηση του συνδέεται αιτιωδώς με την ασθένεια που εκδηλώθηκε σε αυτόν κατά την παροχή της εργασίας του εργασίας του στο πλοίο κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Επιπλέον προέκυψε από τις ίδιες ως άνω βεβαιώσεις η ανικανότητα του ενάγοντος να παράσχει την εργασία δεδομένου ότι του συνεστήθη και η αναγκαιότητα της αποχής του από αυτή με την επισήμανση ότι κατά το χρόνο της σύνταξης καθεμιάς από τις ανωτέρω ιατρικές γνωματεύσεις ο ενάγων δεν τελούσε σε σχέση εργασίας με την εναγόμενη, οπότε και δεν μπορούσε να γίνει λόγος για αναρρωτική άδεια αλλά για αποχή από την εργασία, αφού ο ενάγων είχε απολυθεί οπότε και είχε λήξει η σύμβαση ναυτικής εργασίας του. Ακολούθως με βάση τη προισχύσασα διάταξη του άρθρου 66 ΚΙΝΔ ο ενάγων δικαιούται να λάβει μισθούς ασθενείας 4 μηνών, ήτοι 1189,40 ευρώ βασικός μισθός + 543 μηνιαίο αντίτιμο τροφής  = 1.732,40 ευρώ Χ 4 = 6929,60 ευρώ. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε ως συμμετοχή του στα έξοδα νοσηλείας για ιατρικές δαπάνες και έξοδα νοσηλείας το ποσό των 1.000 ευρώ ως τούτο προκύπτει από την με αριθμό ………/20.11.2023  απόδειξη παροχής υπηρεσιών  της …………….. ποσού 200 ευρώ, την με αριθμό ……./20.11.23 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της άνω κλινικής ποσού 400 ευρώ και την με αριθμό ……../20.11.2023 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ίδιας κλινικής ποσού 400 ευρώ, το κύρος των οποίων δεν αμφισβητείται ειδικότερα από την εναγομένη, οπότε το παρόν Δικαστήριο δύναται να συναγάγει από την μη αμφισβήτηση τους ομολογία στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 261 ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη η οποία απέρριψε αμφότερα τα ανωτέρω δύο κονδύλια ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά παραδοχή των δεύτερου και τρίτου λόγων της έφεσης του ενάγοντος  ως βασίμων.

Σύμφωνα με την  έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν, κατά νόμο, την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί, εύλογα, στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001 Δνη 2001/382). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Ανεξάρτητα ωστόσο από τα ανωτέρω θα πρέπει να επισημανθεί, όπως ήδη εκτέθηκε παραπάνω με στοιχ.Ι, ότι από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014,  ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 464/2021, 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ αυτού επομένως,  επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 Α.Κ.  καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Άλλωστε, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ 48/2021 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 397/2020, αδημ.). Με τον τέταρτο   λόγο της  έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα εταιρία επαναφέρει τον  πρωτοδίκως προβληθέντα και  απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων δημιουργώντας με τη συμπεριφορά του την εύλογη πεποίθηση στην ίδια ότι δεν υφίστανται και δεν θα ασκήσει απαιτήσεις όπως οι ένδικες. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος, όπως ορθά έκρινε  και η εκκαλουμένη, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος,  αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος  του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Όμως και αν ακόμα  γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να συγκροτήσουν, σύμφωνα με το νόμο, το πραγματικό της  διάταξης  του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων αξιώσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος ναυτικού συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει τον ένδικο ισχυρισμό της εναγομένης περί κατάχρησης δικαιώματος του ναυτικού  θα συνιστούσε η υπογραφή του ίδιου σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και στη συνέχεια  εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών, που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Ούτε τέλος υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα μπορεί  μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής  να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Πλέον αυτών με βάση τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ειδικότερα ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος αφορούν τα έτη 2022 και 2023, η δε υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε με την επίδοσή της στις 28.12.2023 (σχετ. δικόγραφο υπό κρίση αγωγής επιδοθέν στην εναγομένη την 28.12.2023, όπως προκύπτει από τη σχετική επισήμανση του επιδόσαντος τούτο δικαστικού επιμελητή το όνομα του οποίου δεν δύναται να αναγνωστεί)  λίγους μήνες μετά τη λήξη της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος ναυτικού, στις 12.3.2023. Επομένως αναληθώς ισχυρίζεται η εναγομένη ότι αδράνησε επί μακρόν ο ενάγων να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή, αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτός, διατηρώντας βάσιμες αξιώσεις από την παροχή της εργασίας του, επιδίωξε σύντομα να τις ικανοποιήσει ζητώντας δικαστική προστασία, διαφορετικά η εναγομένη από την αποφυγή καταβολής τους, θα καρπωνόταν τα αντίστοιχα ποσά που οφείλει,  όλως αντισυμβατικά και αντίθετα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, δημιουργώντας με την συμπεριφορά της κατάσταση μη ανεκτή από το νόμο και τα χρηστά ήθη.  Επομένως ο λόγος αυτός της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς εξέταση των δύο εφέσεων πρέπει αφενός να απορριφθεί στο σύνολο  της ως αβάσιμη η από 24.12.2024 έφεση της εναγόμενης, αφετέρου να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν  οι δεύτερος και τρίτος  λόγος της από 21.3.2025 έφεσης, να γίνει δεκτή   εν μέρει η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και κεφάλαια που δεν μεταρρυθμίστηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για να υπάρ­χει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (βλ. και Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, Ε΄ έκδοση, 2003, παρ. 1143, σελ. 430, 344, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26.642).Ακολούθως, πρέπει αφού κρατηθεί και δικασθεί από το παρόν δικαστήριο η από 18.12.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των [1.755,51€ για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών έτους 2023, 2.453,42€ για μηνιαίο μισθό κατ’ αρ. 60ΚΙΝΔ, 85,23€ για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών έτους 2023,6929,60 ευρώ για μισθούς ασθενείας και 1000 ευρώ για έξοδα νοσηλείας – ιατρικές δπάνες και συνολικά το ποσό των 12.223,76 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος  (12.3.2023) και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τη διάταξη του άρθρου 535§1 ΚΠολΔ. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογο της εκτάσεως της νίκης του, πρέπει, σε αποδοχή του σχετικού αιτήματος του, να επιβληθεί σε βάρος της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης (άρθρα 178§1, 183, 191§2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, ζήτημα επιστροφής παραβολών των ενδίκων μέσων δεν τίθεται, διότι κατά το χρόνο άσκησής τους δεν υπήρχε η σχετική υποχρέωση και ως εκ τούτου δεν καταβλήθηκε παράβολο.

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων:  α) την από 24.12.2024 [με ΓΑΚ /ΕΑΚ ………../2024 Πρωτ και ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2024 Εφετ.] έφεση και β) την από 21.3.2025 [με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2025 Πρωτ. Και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……….. Εφετ] έφεση.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει  την από 24.12.2024 [με ΓΑΚ /ΕΑΚ ………./2024 Πρωτ και ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024 Εφετ.] έφεση.

Δέχεται εν μέρει την από 21.3.2025 [ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2025 Πρωτ. και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……….. Εφετ] έφεση.

Εξαφανίζει στο σύνολό της την εκκαλούμενη με αριθμό 2883/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και Δικάζει την από 18.12.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2023 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων εικοσιτριών και εβδομήντα έξι λεπτών (12.223,76) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος  (12.3.2023) και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγομένης τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 26 Νοεμβρίου 2025.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ