ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός 674/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
2ο Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ι. Παπαδοπούλου, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα E.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των ανακοπτόντων- εφεσίβλητων: 1. …………. και 2. …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μάρθα Κάσση (ΑΜ/ΔΣΠ …….), μέλος της δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία «Γρηγόριος .Ν.Κάσσης και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» (ΑΜ/ΔΣΠ ….).
Του καθ’ου η ανακοπή-εκκαλούντος: ……….ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Ροδοπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ ……).
Ο καθ`ου η ανακοπή-εκκαλών άσκησε κατά των ανακοπτόντων-εφεσίβλητων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 30-12-2013 (αρ.εκθ.καταθ……/31-12-2013) αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην του η 829/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων-ήδη καθ’ου η ανακοπή-εκκαλών με την από 13-02-2020 (αρ.εκθ.καταθ………/13-02-2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 18η-02-2021, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία του covid 19 και με την υπ’αριθμόν 93/2021 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, ορίστηκε δικάσιμος η 03η-06-2021, οπότε συζητήσεως γενομένης ερήμην του εκκαλούντος εκδόθηκε η 358/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που απέρριψε την έφεση. Κατά της ως άνω εφετειακής αποφάσεως ο εκκαλών-ήδη καθ’ου η ανακοπή ερημοδικίας άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 24-02-2022 (αρ.εκθ.καταθ……../24-02-2022) ανακοπή ερημοδικίας, επί της οποίας εκδόθηκε η 150/2024 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία αφενός, αφού δίκασε την εν λόγω ανακοπή ερημοδικίας αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν, αφετέρου αφού στη συνέχεια δίκασε την προρρηθείσα έφεση, ερήμην των καθ’ων η ανακοπή-εφεσίβλητων-ήδη ανακοπτόντων-εκκαλούντων, λόγω μη προσήκουσας παράστασης του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν.
Οι ανακόπτοντες-εφεσίβλητοι με την από 14-09-2024 (…/…../12-11-2024) ανακοπή ερημοδικίας, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 05ης-06-2025 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλαν την απόφαση αυτή.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων. Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίες παραστάθηκαν όπως μνημονεύεται ανωτέρω, κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν και ζήτησαν όσα σε αυτές εκτίθενται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ένδικη από 14-09-2024 (……./12-11-2024) ανακοπή ερημοδικίας, η οποία στρέφεται κατά της 150/2024 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε ερήμην των ανακοπτόντων (εφεσίβλητων), ασκήθηκε νομότυπα, με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, κατ’άρθρο 495 παρ.1 του ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της ανακοπτόμενης αποφάσεως, καθόσον από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα δεν προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 19, 501, 502, 503 παρ.1 του ΚΠολΔ), ενώ επιπλέον για το παραδεκτό της προκατατέθηκε από τους ανακόπτοντες, το νόμιμο, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 505 του ΚΠολΔ, e παράβολο του Δημοσίου με κωδικό αριθμό ……./2024, ποσού 250 ευρώ, που ορίσθηκε με την ως άνω ανακοπτόμενη ερήμην απόφαση. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας, εφόσον παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 498, 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 1 και 2, και 509 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό, είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί, ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης (ΟλΑΠ 29/1992). Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, το οποίο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη [ ΑΠ 1260/2010, ΑΠ 1793/2009, ΑΠ 1562/2008, ΕφΠειρ 2018/2024, ΕφΠειρ 208/2024, ΕφΠειρ 341/2021]. Κατά το περιεχόμενό της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξειδιασμένης προσοχής και επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητας ή απαραδέκτου (ΑΠ 2/2022, ΑΠ 121/2021, ΑΠ 1343/2021, ΑΠ 559/2020). Το γεγονός θα πρέπει να είναι ανυπαίτιο και εντελώς εξαιρετικής φύσεως, μη αναμενόμενο και μη δυνάμενο να προληφθεί ή να αποτραπεί από τον διάδικο ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 1253/2018, ΑΠ 219/2016, ΑΠ 1506/2013), ανεξάρτητα αν το γεγονός είναι εσωτερικό ή όχι (ΑΠ 219/2016, ΑΠ 1506/2013). Τέτοια γεγονότα ανωτέρας βίας είναι δυνατό να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, η αιφνίδια ασθένεια ή τυχόν ατύχημα του διαδίκου (ΑΠ 224/2013, ΕφΠειρ 2018/2024, ΕφΠειρ 208/2024, ΕφΠειρ 419/2020) ή στενού συγγενικού του προσώπου και η εξαιτίας αυτής αδυναμία παραστάσεώς του και νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του, εκτός εάν μπορεί να παραστεί δια του τελευταίου (ΑΠ 224/2013, ΕφΠειρ 2018/2024, ΕφΔωδ 272/2018), ή όσον αφορά στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, τέτοιο γεγονός συνιστά η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσος, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάστασή του (ΕφΠειρ 218/2024, ΕφΠειρ 19/2021, ΕφΠειρ 341/2021), εφόσον τα γεγονότα αυτά συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 1778/2013). Σε περίπτωση συνδρομής ανωτέρας βίας, ως λόγου ανακοπής, αν η ανώτερη βία συνίσταται σε ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, πρέπει να προσδιορίζεται το είδος και η διάρκειά της, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να κρίνει αν αποτέλεσε ανυπέρβλητο κώλυμα για τη μη εμφάνιση του δικηγόρου στο δικαστήριο, εάν ήταν αιφνίδια και ικανή να τον εμποδίσει να παραστεί στο δικαστήριο και αν τον εμπόδισε να ενεργήσει με άλλον δικηγόρο, έστω και μη συνεργάτη του (ΑΠ 316/2015, ΑΠ 546/2011, ΑΠ 42/2004, ΕφΠειρ 208/2024, ΕφΛαρ 52/2019). Στην έννοια αυτή δεν υπάγονται οι συνήθεις αδιαθεσίες, που απλώς δυσχεραίνουν, χωρίς να εξαφανίζουν, τη φυσική δυνατότητα εργασίας του ασθενούντος δικηγόρου ή ειδοποίησης άλλου συναδέλφου του, προκειμένου να εκπροσωπήσει τον διάδικο στη δίκη. Το πταίσμα επίσης του δικηγόρου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γεγονός ανώτερης βίας (ΑΠ 544/2016, ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΑΠ 1347/2012, ΑΠ 6/2012, ΕφΠειρ 218/2024, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 501 αρ. 4). Στην έννοια της ανώτερης βίας εκτός από την ασθένεια εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό, που καθιστά παντελώς αδύνατη-και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως επίσης αδύνατη θα πρέπει να καθίσταται η παράσταση του δικηγόρου στο δικαστήριο ή η ειδοποίηση του εντολέα, για να προβεί εγκαίρως στην αντικατάστασή του, όταν πρόκειται για αιφνίδια και βαριά ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου. Επίσης, στην έννοια αυτή δεν υπάγονται οι συνήθεις αδιαθεσίες, που απλώς δυσχεραίνουν, χωρίς να εξαφανίζουν, τη φυσική δυνατότητα εργασίας του ασθενούντος δικηγόρου ή ειδοποίησης άλλου συναδέλφου του, προκειμένου να εκπροσωπήσει τον διάδικο στη δίκη (ΑΠ 778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΑΠ 1347/2012, Εφ Αθ148/2025, ΕφΠειρ 218/2024, ΕφΠειρ208/2024, ΕφΑθ892/2023, ΕφΠειρ10/2023, ΕφΑθ243/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 501 αρ.4). Σημειωτέον, ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για το διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεών του ακόμη και από το μέσο νομικό παραστάτη (ΕφΠειρ 218/2024, ΕφΠειρ 208/2024, ΕφΠειρ 19/2021, ΕφΠειρ 341/2021). Το πταίσμα όμως του δικαστικού πληρεξουσίου εξισούται με το πταίσμα του διαδίκου, συνεπώς, δεν αποτελεί λόγο ανώτερης βίας, καθόσον η δραστηριότητα του δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου δεν θα πρέπει να αποβαίνει εις βάρος του αντιδίκου του (ΑΠ 1133/2024, ΑΠ 2/2022, ΑΠ 559/2020, ΑΠ 816/2020, ΑΠ 67/2015). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 § 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 § 1 και 505 § 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το Δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 § 2 του ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το Δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 του ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς τη βασιμότητα των λόγων της (ΕφΑθ148/2025, ΕφΠειρ 354/2025, ΕφΠειρ 218/2024, ΕφΠειρ 208/2024, ΕφΑΘ 892/2023, ΕφΠειρ 10/2023, ΕφΠειρ 19/2021, ΕφΠειρ 341/2021) .
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες ζητούν με την υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας να εξαφανιστεί η 150/2024 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε ερήμην τους και αφενός έκανε δεκτή κατ’ουσίαν την από 24-02-2022 (αρ.εκθ.καταθ……/24-02-2022) ανακοπή ερημοδικίας του αντιδίκου τους κατά της 358/2021 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου που είχε εκδοθεί ερήμην του και είχε απορρίψει την από 13-02-2020 (αρ.εκθ.καταθ……./13-02-2020) έφεσή του, αφετέρου έκανε δεκτή κατ’ουσίαν την προρρηθείσα έφεσή του κατά της 829/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), η οποία, αφού δίκασε ερήμην του ενάγοντος-εδώ καθ’ου η ανακοπή, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ουσίαν την από 30-12-2013 (αρ.εκθ.καταθ……../31-12-2013) αγωγή του τελευταίου, επικαλούμενοι ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, …………., ο οποίος είχε εκ παραδρομής καταθέσει δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, πλην όμως είχε αντιληφθεί το λάθος του και προτίθετο να παρασταθεί αυτοπροσώπως εκπροσωπώντας τους κατά τη συζήτηση της ανωτέρω εφέσεως, κατά την ημέρα της δικασίμου της 19ης-10-2023, οπότε και θα ανακαλούσε την ανωτέρω δήλωσή του, προκειμένου να απορριφθούν τόσο η ανακοπή ερημοδικίας όσο και η ως άνω έφεση του αντιδίκου τους, ασθένησε αιφνιδίως, με συνέπεια να καταστεί ανίκανος αφενός να παρασταθεί στο ακροατήριο για να τους εκπροσωπήσει, αφετέρου να επικοινωνήσει μαζί τους ή με οποιονδήποτε άλλο πρόσωπο, με συνέπεια να ερημοδικαστούν. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους το πρωί της 19ης-10-2023, περί ώρα 10.00 π.μ., ένιωσε αδιαθεσία, πυρετό και έντονο πόνο στο στόμα, το οποίο και δεν μπορούσε να ανοίξει λόγω σπασμού των μασητήριων μυών. Ότι το πρόβλημα αυτό, το οποίο ονομάζεται «τρισμός» προήλθε ως μετεγχειρητική επιπλοκή, καθώς την προηγούμενη (18-10-2023) είχε υποβληθεί σε χειρουργική εξαγωγή του τρίτου γομφίου της κάτω γνάθου αριστερά, μετέβη δε στο ιατρείο του χειρουργού-οδοντίατρού του, ………, ο οποίος τον υπέβαλε σε επαναδιάνοιξη της περιοχής και απόξεση, ώστε να φύγει όλος ο κοκκιώδης ιστός που προκαλούσε την αιμορραγία και επανασυρραφή της, παρέμεινε δε εκεί από ώρα 11.00 π.μ. μέχρι ώρα 14.00 μ.μ.., ώρα κατά την οποία είχαν δικασθεί η ως άνω ανακοπή ερημοδικίας και η έφεση ερήμην τους. Ο ως άνω ισχυρισμός αποτελεί ορισμένο και νόμιμο λόγο ανακοπής ερημοδικίας, σύμφωνα με τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες νομικές σκέψεις, εφόσον εκτίθεται με σαφήνεια στο δικόγραφο αυτής, τόσο το είδος, όσο και η διάρκεια της επικαλούμενης ασθένειας του πληρεξουσίου δικηγόρου των ανακοπτόντων. Αναφορικά, δε, με τη βασιμότητά του, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των ανακοπτόντων, ……………, ο οποίος ήταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους στο πρόσωπο του οποίου αφορά ο προβληθείς λόγος ανωτέρας βίας, απορριπτόμενης της ένστασης εξαίρεσης που πρόβαλε ο αντίδικός τους, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 400 του ΚΠολΔ, επιτρέπεται η εξέτασή του ως μάρτυρα εφόσον το επιτρέπουν οι εντολείς του (η κατάθεσή του εξάλλου δεν αφορά γεγονότα για τα οποία έχει καθήκον εχεμύθειας), οι οποίοι μπορούν μόνο αυτοί να προβάλλουν τη σχετική ένσταση και όχι ο αντίδικός τους (βλ. ΑΠ 1260/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2009, ΑΠ 11/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ), ανεξαρτήτως του αν στο μεταξύ έχει λυθεί ή όχι η εντολή προς το πρόσωπό του, του οποίου η κατάθεση θα σταθμιστεί από το Δικαστήριο τούτο, περαιτέρω από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την 829/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του ενάγοντος-ήδη καθ’ου η ανακοπή ερημοδικίας, απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η αγωγή του με την οποία, επικαλούμενος ότι οι εναγόμενοι-ήδη ανακόπτοντες είχαν συνυπογράψει το από 25-01-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης οφειλής και σωρευτικής αναδοχής χρέους, προερχόμενο από σύμβαση δανείου που είχε αυτός συνάψει με τον πρώτο εναγόμενο, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλλουν το ποσό των 20.700 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων-ήδη καθ’ου η ανακοπή με την από 13-02-2020 (αρ.εκθ. καταθ……../13-02-2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 18η-02-2021, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία του covid 19 και με την υπ’αριθμόν 93/2021 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, ορίστηκε νέα δικάσιμος η 03η-06-2021, οπότε συζητήσεως γενομένης ερήμην του εκκαλούντος εκδόθηκε η 358/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Κατά της ως άνω εφετειακής αποφάσεως ο εκκαλών-ήδη καθ’ου η ανακοπή άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 24-02-2022 (αρ.εκθ.καταθ………./24-02-2022) ανακοπή ερημοδικίας, επί της οποίας εκδόθηκε η 150/2024 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία αφενός, αφού δίκασε την εν λόγω ανακοπή ερημοδικίας αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν, αφετέρου στη συνέχεια δίκασε την προρρηθείσα έφεση, ερήμην των καθ’ων η ανακοπή-εφεσίβλητων-ήδη ανακοπτόντων-εφεσίβλητων, λόγω της μη προσήκουσας παράστασης του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, ο οποίος την προηγουμένη της δικασίμου (18-10-2023) είχε καταθέσει δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, με την οποία συμφώνησε να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παρασταθεί, παρά το γεγονός ότι η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ήταν υποχρεωτική, λόγω της ερημοδικίας του ενάγοντος στον πρώτο βαθμό, με συνέπεια να θεωρηθούν δικονομικά απόντες οι εντολείς του-ήδη ανακόπτοντες-εφεσίβλητοι και η έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν. Οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, αντιλαμβανόμενος το δικονομικό σφάλμα στο οποίο εκ παραδρομής είχε υποπέσει, είχε σκοπό να εμφανιστεί στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 19ης-10-2023, προκειμένου να ανακαλέσει τη δήλωσή του, του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και να παρασταθεί για να εκπροσωπήσει τους εντολείς του-εφεσίβλητους, πλην όμως το πρωί της 19ης-10-2023 [ημέρα της συζητήσεως της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως του αντιδίκου τους], περί ώρα 10.00 π.μ., ενώ ετοιμαζόταν να μεταβεί στο Δικαστήριο ένιωσε αδιαθεσία, πυρετό και έντονο πόνο στο στόμα, το οποίο και δεν μπορούσε να ανοίξει λόγω σπασμού των μασητήριων μυών και ότι το πρόβλημα αυτό, το οποίο ονομάζεται «τρισμός», προήλθε ως μετεγχειρητική επιπλοκή, καθώς την προηγούμενη (18-10-2023) είχε υποβληθεί σε χειρουργική εξαγωγή του τρίτου γομφίου της κάτω γνάθου αριστερά, μετέβη δε στο ιατρείο του χειρουργού-οδοντίατρού του, ……………., προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, όπου και παρέμεινε μέχρι ώρα 14.00 μ.μ.., ώρα κατά την οποία είχε δικασθεί η ως άνω ανακοπή ερημοδικίας και η έφεση του αντιδίκου τους ερήμην τους. Στην άνευ ημερομηνίας βεβαίωση του χειρουργού οδοντιάτρου, ………, που οι ανακόπτοντες προσκόμισαν, ο ανωτέρω οδοντίατρος βεβαιώνει ότι ο ………….. προσήλθε την Τετάρτη 18-10-2023 στο οδοντιατρείο του και πραγματοποιήθηκε προγραμματισμένη χειρουργική εξαγωγή του τρίτου γομφίου της κάτω γνάθου αριστερά, επανήλθε δε εκτάκτως την Πέμπτη 19-10-2023 και ώρα 11.00 π.μ. λόγω μετεγχειρητικών επιπλοκών, οπότε και διαπιστώθηκε η ύπαρξη πυρετού και έντονου οιδήματος το οποίο είχε προκαλέσει την επιπλοκή του τρισμού, δηλαδή την αδυναμία διάνοιξης του στόματος λόγω σπασμού των μασητηρίων μυών και στη συνέχεια έγινε επαναδιάνοιξη της περιοχής και απόξεση, ώστε να φύγει όλος ο κοκκιώδης ιστός που προκαλούσε την αιμορραγία και επανασυρραφή της, καθώς και ότι παρέμεινε εκεί από ώρα 11.00 π.μ. μέχρι ώρα 14.00 μ.μ.. Πλην όμως, ουδόλως οι ανακόπτοντες ανέφεραν στην ένδικη ανακοπή τους για ποιο λόγο η ως άνω αιφνίδια ασθένεια εμπόδισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους να ειδοποιήσει εγκαίρως τηλεφωνικά ή μέσω email ή μέσω γραπτού μηνύματος (εάν δεν μπορούσε να συνεννοηθεί προφορικά λόγω του ως άνω προβλήματος υγείας) πριν την ορισθείσα συζήτηση της εφέσεως στις 11.00 π.μ., αφού διέθετε τον απαραίτητο προς τούτο χρόνο [δεδομένου ότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, το πρόβλημα παρουσιάστηκε στις 10.00 π.μ. όταν ο δικηγόρος τους ετοιμαζόταν να μεταβεί στο Δικαστήριο], τους ίδιους ή τους συνεργάτες του στη δικηγορική εταιρεία που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, στο δυναμικό της οποίας συγκαταλέγεται, ή κάποιον άλλον συνάδελφό του και επικαλούμενος το πρόβλημα υγείας του να του ζητήσει να παραστεί αντ`αυτού για να ζητήσει αναβολή της υπόθεσης σε συνεννόηση με την πληρεξούσια δικηγόρο του καθ’ου η ανακοπή-εκκαλούντος, την οποία γνώριζε αφού ήταν αυτή που είχε υπογράψει την ανακοπή ερημοδικίας του αντιδίκου τους, την οποία ωστόσο δεν ειδοποίησε, ούτε επικαλέσθηκαν ότι αυτός (πληρεξούσιος δικηγόρος) δεν μπορούσε να ενημερώσει απευθείας την τελευταία για το αιφνίδιο πρόβλημα υγείας του και να της ζητήσει είτε να συναινέσει σε αναβολή της συζήτησης της ένδικης εφέσεως είτε να «κρατήσει» την υπόθεση προκειμένου να προσέλθει και να παρασταθεί συνεργάτης του από το ως άνω δικηγορικό γραφείο για να συζητήσει την υπόθεση, δηλώνοντας μόνο την παράσταση των ανακοπτόντων, καθώς οι προτάσεις είχαν προκατατεθεί, αφού ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους είχε υποβάλει τη δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ την προηγούμενη ημέρα (18-10-2023), όπως οι ανακόπτοντες συνομολογούν στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών τους, ενόψει του ότι επρόκειτο στη συγκεκριμένη περίπτωση για μία διόλου χρονοβόρα δικηγορική πράξη, χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσχέρεια, ενέργειες που ήταν αναμενόμενες από το μέσο συνετό δικηγόρο, στις οποίες, όμως, εκείνος δεν προέβη. Ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ότι ξέχασε το κινητό σπίτι του και όταν έφτασε στο οδοντιατρείο έστειλε μήνυμα από το τηλέφωνο του γιατρού στην αδελφή του, επίσης δικηγόρος στο ίδιο ως άνω δικηγορικό γραφείο, η οποία όμως ήταν στην Χαλκίδα και δεν το είδε ποτέ για να ειδοποιήσει τον εντολέα του, που πάλι δεν θα μπορούσε γιατί δεν είχε το τηλέφωνο του τελευταίου, χωρίς όμως να εξηγεί το λόγο για τον οποίο δεν επικοινώνησε με την αδελφή του ή άλλο συνεργάτη του, τους εντολείς του καθώς και την πληρεξούσια δικηγόρο του καθ’ου η ανακοπή, από την οικία του, και ανέμενε να ενημερώσει την αδελφή του, κατά τους ισχυρισμούς του, αφού μετέβη στο ιατρείο του ανωτέρω οδοντιάτρου και είχε ήδη φτάσει η ώρα εκδίκασης της υπόθεσης του αντιδίκου τους. Εάν όμως, ο προαναφερόμενος πληρεξούσιος δικηγόρος έδειχνε τη συνήθη επιμέλεια, πολύ περισσότερο δε την επιβαλλόμενη άκρα επιμέλεια του μέσου συνετού δικηγόρου, θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την ερημοδικία των εντολέων του-εφεσίβλητων, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Οι ανακόπτοντες, όψιμα στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών τους αναφέρουν ότι ο δικηγόρος τους, λόγω του έντονου πόνου και της ανησυχίας του παρέλειψε εκ παραδρομής να πάρει μαζί του το κινητό τηλέφωνό του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επικοινωνήσει ούτε με αυτούς ούτε με συνάδελφό του για να ζητήσει αντικατάσταση, παρά μόνο έστειλε μήνυμα από το κινητό του οδοντιάτρου, στο κινητό της αδελφής του, πλην όμως εκείνη βρισκόταν στην Χαλκίδα για έλεγχο τίτλων στο υποκατάστημα του Κτηματολογικού Γραφείου Στερεάς Ελλάδας και δεν είδε το μήνυμα εγκαίρως, ούτε μπορούσε να παρέμβει άμεσα, ήτοι επανέλαβαν όσα ισχυρίσθηκε ο δικηγόρος τους στη μαρτυρική του κατάθεση. Πέραν του ότι δεν πιθανολογείται ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους έστειλε μήνυμα στο κινητό της αδελφής του προκειμένου να ειδοποιήσει για την αιφνίδια ασθένειά του, αφού δεν προσκομίσθηκε σχετικό έγγραφο, ο τελευταίος, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η ασθένειά του εκδηλώθηκε την ημέρα της δικασίμου, δεν ειδοποίησε εγκαίρως, ενόσω βρισκόταν ακόμα στην οικία του και δη περί ώρα 10.00 π.μ. οπότε και παρουσιάστηκε το ανωτέρω πρόβλημα υγείας, και ενώ αυτός ετοιμαζόταν για να μεταβεί στο Δικαστήριο κατά τους ισχυρισμούς τους, τα ανωτέρω πρόσωπα για την αδυναμία προσέλευσής του σε αυτό, όπως ελέχθη αναλυτικά ανωτέρω, η παράλειψή του αυτή, όπως και η παράλειψή του να πάρει μαζί του το κινητό του τηλέφωνο συνιστά πταίσμα του δικηγόρου τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που δεν μπορεί να θεωρηθεί γεγονός ανώτερης βίας, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας. Συνεπώς, δεν πιθανολογήθηκε ότι η ερημοδικία των ανακοπτόντων- εφεσίβλητων οφείλεται σε ανωτέρα βία, ήτοι σε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως που δεν αναμενόταν και δεν μπορούσε να αποτραπεί από τους ανακόπτοντες-εφεσίβλητους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας συνετού ανθρώπου, αλλά μπορούσε να αποτραπεί με απλά μέτρα επιμέλειας του μέσου συνετού δικηγόρου, όταν αυτός εμφανίσει κάποιο αιφνίδιο πρόβλημα υγείας που εμποδίζει τη φυσική του παρουσία στο ακροατήριο του δικαστηρίου, πλην όμως ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος δεν ενήργησε με την απαιτούμενη σε τέτοιες περιστάσεις επιμέλεια, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να ερημοδικασθούν, χωρίς όμως η ερημοδικία τους ως προς την έφεση να σημαίνει ομολογία του βάσιμου των προβαλλόμενων λόγων της έφεσης (ΜΕφΠατρ 23/2016, ΜΕφΠατρ 57/2015,- βλ. Νίκα, «Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ – Ένδικα Μέσα», εκδ. 2007, § 114, σελ. 232-233 – Α.Ο. Μήτσου, σε Λεοντή «Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη», έκδ. 2018, αρ. περιθ. 389, σελ. 170), συνεπώς το Δικαστήριο τούτο εξέτασε τους πρωτοδίκως με τις κατατεθειμένες προτάσεις τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς τους και κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο τούτο έκανε δεκτή την έφεση του αντιδίκου τους ως βάσιμη κατ’ουσίαν. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότητα του μοναδικού λόγου της ένδικης ανακοπής ερημοδικίας και πρέπει αυτή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του σχετικού παράβολου, που οι ανακόπτοντες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της ανακοπής τους (άρθρο 509 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου η ανακοπή ερημοδικίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού νόμιμου αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων ως προς το εξεταζόμενο ένδικο μέσο ανακοπτόντων (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 14-09-2024 (…………/12-11-2024) ανακοπή ερημοδικίας, κατά της 150/2024 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.
Δέχεται τυπικά την ανακοπή ερημοδικίας και την απορρίπτει κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του με κωδικό αριθμό ……../ 2024 e παράβολου του Δημοσίου, που κατατέθηκε από τους ανακόπτοντες κατά την κατάθεση της ένδικης ανακοπής ερημοδικίας, στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων [700] ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά και στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, παρουσία και της γραμματέως στις 12.11.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ