ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 601/2025
TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Εφέτη –Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …….., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ιερά Μονή …………..» της Ιεράς Μητροπόλεως Μεγάρων και Σαλαμίναςς που βρίσκεται στον Δήμο Μάνδρας Αττικής, με ΑΦΜ ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ναταλία- Αγγελική Αρκουμάνη, με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, μονίμου κατοίκου ………….. και προσωρινά διαμένοντος στην Ελλάδα στη Νίκαια Αττικής, επί των οδών ….. και ………. με ΑΦΜ ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Στέλλα Καλίκα-Σαρικλή με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, άσκησε κατά του εναγομένoυ και ήδη εκκαλούντος την από 8.3.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2023 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δικάστηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων. Επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3452/2024 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της ως άνω απόφασης, το εκκαλούν άσκησε την από 28.11.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ ΕΑΚ/…………/2024 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου υπό α.α. ….. και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εισήχθη κατά την τακτική διαδικασία η από 8.3.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2023 αγωγή του ενάγοντος επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3452/2024 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκανε δεκτή την αγωγή. H υπό κρίση από 28.11.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ ΕΑΚ/…………/2024 έφεση, κατά της ως άνω απόφασης, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ τασσόμενης προθεσμίας, καθώς η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν την 4.11.2024, όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή Νικόλαου Μουστακαλή, σε αντίγραφο της απόφασης και η έφεση ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 29.11.2024, και έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2024. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 K.Πολ.Δ. εισάγεται ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την τακτική διαδικασία πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό του ασκηθέντος ένδικου μέσου έχει κατατεθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.γ’ KΠολΔ, το με κωδικό ……. e- Παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. τα συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e-Παράβολου και από 28.11.2024 απόδειξη πληρωμής e- Παράβολου της Τράπεζας Πειραιώς).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 8.3.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2023 αγωγή του κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, στην οποία εξέθετε ότι στις 18 Φεβρουαρίου 2022 απεβίωσε στο ……. Αττικής, ο πατέρας του ………….., κάτοικος εν ζωή Νίκαιας Αττικής, επί της οδού ……….. Ότι ο αποβιώσας κατά τον χρόνο θανάτου του, άφησε μοναδικό πλησιέστερο συγγενή του τον ενάγοντα. Ότι ο θανών κατέλιπε α) την με αριθμό …../5.2.2009 δημόσια διαθήκη που συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ……….. και β) την από 1.12.2012 ιδιόγραφη διαθήκη του, οι οποίες έχουν νόμιμα δημοσιευθεί. Ότι δυνάμει των πιο πάνω διαθηκών, ο αποβιώσας εγκατέστησε το εναγόμενο ΝΠΔΔ μοναδικό κληρονόμο του σε όλη του την κληρονομιαία περιουσία του, η οποία αποτελείται από ένα και μόνο περιουσιακό στοιχείο, και δη το περιγραφόμενο με λεπτομέρεια στο αγωγικό δικόγραφο ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση «……» της Δημοτικής Ενότητας Οινόης του Δήμου Μάνδρας – Ειδυλλίας της Περιφερειακής Ενότητας Δυτικής Αττικής της Περιφέρειας Αττικής, επί της οδού ……., με ΚΑΕΚ …………… Ότι με τις ανωτέρω διατάξεις τελευταίας βούλησης του αποβιώσαντος προσβάλλεται το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος, καθόσον δεν του καταλείφθηκε κανένα στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας, αν και ο ίδιος τυγχάνει νόμιμος μεριδούχος, ως τέκνο του προαναφερομένου. Ότι το εναγόμενο κατακρατεί το κληρονομιαίο ακίνητο ως κληρονόμος του διαθέτη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των διαθηκών του αποβιώσαντος κατά το μέτρο που προσβάλλουν την νόμιμη μοίρα του, β) να αναγνωρισθεί ο ίδιος ως νόμιμος(αναγκαίος) κληρονόμος του αποβιώσαντος, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, ήτοι σε ποσοστό ενός δευτέρου (1/2) εξ αδιαιρέτου επί της περιγραφόμενης με λεπτομέρεια στο αγωγικό δικόγραφο κληρονομιαίας περιουσίας, γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτό, να του αποδώσει το ανωτέρω ακίνητο κατά το ποσοστό συγκυριότητάς του, σε περίπτωση δε άρνησής του, να διαταχθεί η αποβολή του εναγομένου από την κατοχή τούτου κατά το ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου και η εγκατάσταση του ενάγοντος σε αυτό, δ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, και να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά του έξοδα. Η παραπάνω αγωγή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και επ΄ αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 3452/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία, αφού απέρριψε το δεύτερο σκέλος του υπό στοιχείο γ αιτήματος και το δ αίτημα ως μη νόμιμα, έκανε δεκτή την αγωγή κατά τα λοιπά, αναγνώρισε την ακυρότητα των προαναφερθέντων διαθηκών στο μέτρο που θίγουν το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος, αναγνώρισε το κληρονομικό του δικαίωμα, ήτοι το ½ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας επί του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, υποχρέωσε το εναγόμενο να αποδώσει στον ενάγοντα το ως άνω ακίνητο κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου την δικαστική δαπάνη του ενάγοντος ποσού 2.600 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του, για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827 και 1829 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που υφίσταται κληρονομικό δικαίωμα εκ διαθήκης, εκείνος που έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά (μεριδούχος) δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το μέρος που με αυτό αποκλείεται, περιορίζεται ή επιβαρύνεται η δική του νόμιμη μοίρα, η οποία (διαθήκη) κατά το μέρος αυτό είναι άκυρη. Ο μεριδούχος μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου, του οποίου η εγκατάσταση περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλει τη νόμιμη μοίρα. Η αγωγή του μεριδούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είτε εξ ολοκλήρου, είτε του ελλείποντος, κατά το ποσοστό της οποίας αυτός συντρέχει ως κληρονόμος, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, κατά το άρθρο 1871 του ΑΚ, αντικείμενα της κληρονομιάς, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομιάς, που αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα. Για τον υπολογισμό δε της νόμιμης μοίρας λαμβάνεται υπόψη, κατά τα άρθρα 1831 και 1838 του ΑΚ, η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, αφαιρουμένων των χρεών κλπ ή προστιθεμένων των αναφερόμενων στα άρθρα αυτά στοιχείων. Επομένως, ο μεριδούχος, με την περί κλήρου αγωγή πρέπει να επικαλεστεί το θάνατο του κληρονομουμένου, το κληρονομικό του δικαίωμα, αναφέροντας τη συγγενική σχέση που τον συνδέει με τον κληρονομούμενο και στην οποία στηρίζει την κλήση του στην κληρονομιά ως μεριδούχου, την ιδιότητα των επιδίκων ως κληρονομιαίων αντικειμένων, την κατοχή και την κατακράτησή τους από τον εναγόμενο ως κληρονόμο του διαθέτη, την κατά τους νομίμους τύπους σύσταση διαθήκης, με την οποία προσεβλήθη η νόμιμη μοίρα καθώς και να προσδιορίσει το επί της κληρονομιάς ποσοστό, στο οποίο ανέρχεται η νόμιμη μοίρα του και, για τον υπολογισμό αυτού, τα περιουσιακά στοιχεία – ως και την αποτίμησή τους σε χρήμα – τα οποία αποτελούν την κληρονομιά, και δη το είδος, την έκταση και την αξία καθενός, καθώς και την ιδιότητά τους ως κληρονομιαίων (ΑΠ 1440/2010 ΝΟΜΟΣ). Όταν, όμως, ο διαθέτης δεν κατέλιπε τίποτε στον ενάγοντα, δεν παρίσταται ανάγκη αποτιμήσεως της κληρονομιάς, αλλά ούτε και να αναφέρεται η αξία των καταλειφθέντων στον εναγόμενο συγκληρονόμο περιουσιακών στοιχείων, διότι με την αγωγή περί νόμιμης μοίρας, η οποία όπως προαναφέρθηκε, είναι η περί κλήρου αγωγή, ζητείται ορισμένο ποσοστό, κλάσμα της κληρονομιάς και δη επί όλων των υπαρκτών κληρονομιαίων αντικειμένων είτε μερικών εξ αυτών (ΟλΑΠ 769/1970 ΝοΒ 19, 334, ΑΠ 721/2010, ΑΠ 948/2008, ΑΠ 980/2002, Εφ Πειρ.316/2021 ΕφΠειρ. 262/2016 ΝΟΜΟΣ). Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί λόγω της αοριστίας της, επειδή σε αυτή δεν προσδιορίστηκε η πραγματική αξία της κληρονομιαίας περιουσίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, λόγος που τυγχάνει απορριπτέος σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκεψη, καθώς υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο διαθέτης δεν κατέλιπε κάποιο περιουσιακό στοιχείο στον ενάγοντα και το επίδικο ακίνητο συνιστά την όλη κληρονομιαία περιουσία του. Ορθώς επομένως με τις ίδιες σκέψεις το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 KΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως, αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, οπότε ο διάδικος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει (: ελεύθερη απόδειξη) ότι η καθυστερημένη προβολή του ισχυρισμού οφείλεται σε συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος εμπίπτει στην έννοια της δικαιολογημένης αιτίας [ΑΠ 999/2010 ΝΟΜΟΣ], 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Έτσι, ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί να προτείνει με την έφεσή του οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος, που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον η πρότασή της ενώπιον του εφετείου εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις του ανωτέρω άρθρου, ακόμη και ισχυρισμούς που προτάθηκαν απαραδέκτως στο πρωτόδικο δικαστήριο ή απορρίφθηκαν ως αόριστοι (ΑΠ 1682/2022). Μεταξύ των αναφερόμενων στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 527 KΠολΔ εξαιρέσεων από την απαγόρευση προβολής νέων ισχυρισμών στο δεύτερο βαθμό, στην περίπτωση 6 του άρθρου αυτού, περιλαμβάνονται και οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Η έγγραφη απόδειξη αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό, πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1780/2023, ΑΠ 755/2021, ΑΠ 961/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η μη προβολή, κατά την στον πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης, της ένστασης από το άρθρο 281 ΑΚ και μάλιστα με επίκληση όχι μόνο των περιστατικών που τη στηρίζουν αλλά και της καταχρήσεως του δικαιώματος, που προκύπτει από αυτά και διατύπωση αιτήματος για απόρριψη και για την αιτία αυτήν της αγωγής, έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της ενστάσεως αυτής ως απαράδεκτης σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 472/1983 ΝοΒ 1984.48), εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 KΠολΔ (ΑΠ 128/2008 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»). Στην κρινόμενη περίπτωση το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι η αγωγή του ενάγοντος ασκήθηκε κατά κατάχρηση του δικαιώματός του και τούτο διότι με το με αριθμό …../2006 συμβόλαιο που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Αθηνών …., μεταβίβασε λόγω πώλησης ποσοστό συνιδιοκτησίας του 4/8, του εν λόγω ακινήτου στον αποβιώσαντα πατέρα του κατά ποσοστό 2/8 και στην σύζυγο αυτού ….. τα έτερα 2/8, συμπεριφορά που δημιούργησε τόσο στο εκκαλούν όσο και στον διαθέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει στο μέλλον το δικαίωμά του, αφού με δική του βούληση εκποίησε το ως άνω περιουσιακό στοιχείο. Ο ως άνω λόγος έφεσης παραδεκτά προβάλλεται από το εκκαλούν το πρώτον στο Εφετείο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επειδή η ισχυριζόμενη ως καταχρηστική, συμπεριφορά του ενάγοντος, προκύπτει εξ εγγράφων, ήτοι από το με αριθμό ……./2006 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και τυγχάνει νόμιμη, πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά την επανεκτίμηση των αποδείξεων.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 του KΠολΔ, οι οποίες προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, που ισχύει από 01.01.2016, συνάγεται ότι είναι παραδεκτή η επίκληση και προσκόμιση από τους διαδίκους προαποδεικτικώς προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, αρμοδίως ληφθεισών κατά τη διάταξη του άρθρου 421 του KΠολΔ, ενόρκων βεβαιώσεων, υπό την προϋπόθεση της επίδοσης με επιμέλεια του ενδιαφερομένου διαδίκου, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία λήψης της βεβαίωσης, κλήσης προς τον αντίδικο, στην οποία να αναφέρονται η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο, το οποίο αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και η ώρα λήψης της βεβαίωσης και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του βεβαιούντος, ενώ αν παραλειφθεί η εν λόγω επίδοση ή το δικόγραφο της κλήσης δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως βλάβης του καθ’ ου, η δοθείσα βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο στην δίκη, την οποία αφορά, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει κατά την διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου Ν. 4335/2015, κατ’ εφαρμογή της καθιερουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β’ και 24 παρ. 1 εδ. α’ του ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά τον χρόνο διενεργείας αυτών, τις επιδιδόμενες από της 1ης Ιανουαρίου 2016 και εξής κλήσεις, έστω και εάν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας (ΑΠ 673/2018 ΝΟΜΟΣ). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 422 του KΠολΔ, η οποία εξαρτά το παραδεκτό του εν λόγω αποδεικτικού μέσου από την προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου για να δυνηθεί να παραστεί κατά την εξέταση, συνάγεται ότι απαιτείται στη σχετική κλήση να ορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος της εξέτασης και ότι αν τούτο δεν συμβεί η ένορκη βεβαίωση που έγινε χωρίς την παρουσία του αντιδίκου είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη (ΑΠ 580/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1321/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 118/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ 1302/2020 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα δε, όπως γινόταν δεκτό και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, η διαζευκτική ή συμπλεκτική αναφορά του τόπου και του χρόνου λήψης της ένορκης βεβαίωσης, δεν είναι σαφής και συγκεκριμένη, ώστε να παρέχεται στον αντίδικο του καλούντος προς λήψη ένορκης βεβαίωσης η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση και συνακόλουθα δεν πληρούται η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422§1 KΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου του (ΤριμΕφΑΘ 608/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΑθ 782/2022, ΤΝΠ Qualex. Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ό.π., άρθρο 422, σελ. 469, αρ. 4, Ρεντούλης Π., σε ΕρμΚΠολΔ, επιμ. Απαλαγάκη X., έκδ. 2019, τ. I, άρθρο 422, σελ. 1196, αρ. 3 και υπό το προϊσχύσαν δίκαιοι ΑΠ 275/2013 ΕΠολΔ 2014,712 με παρατ. Π. Γιαννόπουλου). Στην κρινόμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος-ενάγων, όπως προκύπτει από την με αριθμό …./5.7.2023 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Εφετείο Πειραιώς ……. επέδωσε στο εναγόμενο κλήση προκειμένου να παραστεί κατά την εξέταση του μάρτυρά του που αναφέρει με πλήρη στοιχεία, στις 10.7.2023 ημέρα Δευτέρα και ώρα 9:30 π.μ. ή 10:00 π.μ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………….. Ο προσδιορισμός αυτός δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος, εμπεριέχοντας διαζευκτικό τρόπο κλήσης για τον μάρτυρα σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ώστε να παρέχεται στον αντίδικό του η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση και συνακόλουθα δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από το άρθρο 422 του KΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου, και ως εκ τούτου η δοθείσα, παρά την έλλειψη αυτή, με αριθμό ……/2023 ένορκη βεβαίωση κατά την οποία και δεν παραστάθηκε το εκκαλούν, είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338-340 και 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, που αυτοί νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, χωρίς να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά (βλ.σχ. Ολ.Α.Π. 23/2008, Ολ. Α.Π. 2/2008, Ολ. Α.Π. 14/2005, Α.Π. 688/2019 δημ. σε www.areiospagos.gr). Δεν απαιτείται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα ή η παράθεση ποιων αποδεικτικών μέσων χρησιμοποιήθηκαν για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ο καθορισμός της βαρύτητας που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή της σχέσης και της επιρροής του καθένα από αυτά στα προς απόδειξη θέματα, ενώ, από την αναφορά μερικών, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαίως ότι τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν εκτιμήθηκαν (βλ.σχ. Ολ. Α.Π. 2/2008, Α.Π. 500/2019 σε www.areiospagos.gr). Αρκεί, λοιπόν, κατ` αρχήν, να αναφέρεται στην απόφαση γενικώς το είδος του αποδεικτικού μέσου (βλ.σχ. Α.Π. 7/2022 Νόμος, ΑΠ 26/2022. σε www.areiospagos.gr). Στον KΠολΔ, ισχύει κατά κανόνα, το σύστημα της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (άρθρο 340) και εξαιρετικώς μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (άρθρο 352) και τα έγγραφα που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρα 438 επ„ 441, 445). Για τα αποδεικτικά μέσα που κατά το νόμο είναι ισοδύναμα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού αυτά, κατ` άρθρο 340 εκτιμηθούν “ελεύθερα” (βλ.σχ. Α.Π. 60/2022 σε www.areiospagos.gr). Τέλος, από το άρθρο 520 παρ.1 του KΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι εφέσεως δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητας τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτα απορριπτέος ως απαράδεκτος (βλ. σχ. ΑΠ 122/2014, Εφ.Πειρ. 6/2021, Εφ.Πειρ. 425/2021, Εφ.Αιγαίου 37/2021 δημ. σε Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Στην προκειμένη περίπτωση, το εκκαλούν με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης του, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα έλαβε υπόψη του και αξιοποίησε αποδεικτικά για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης την ως άνω προσκομιζόμενη μετ` επικλήσεως από τον ενάγοντα ένορκη βεβαίωση. Η νομική όμως αυτή πλημμέλεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν καθιστά εξαφανιστέα την εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου αυτού, διότι το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της κρινόμενης εφέσεως (άρθρο 522 KΠολΔ), κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (άρθρου 534 KΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο δεν θα τη λάβει υπόψη του. Η εξαφάνιση δε της εκκαλουμένης απόφασης θα επέλθει μόνο εάν το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της κρινόμενης εφέσεως για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αχθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της ένδικης υποθέσεως. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, αν και ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος αποδεικνύεται βάσιμος, υπό την προεκτεθείσα κρίση, ότι η εν λόγω ένορκη βεβαίωση αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και ως τέτοιο δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ωστόσο ο πιο πάνω λόγος της έφεσης προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος και τούτο διότι ακόμη και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, αλλά στην υποχρέωση του παρόντος Δικαστηρίου να μην τη λάβει υπόψη του.
Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, πλην της προαναφερθείσας ένορκης βεβαίωσης και των φωτογραφιών η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 18-2-2022 στο ….. Αττικής απεβίωσε ο …….., κάτοικος εν ζωή ….. Αττικής. Ο αποβιώσας είχε συντάξει δύο (2) διαθήκες, α) την με αριθμό ……../5.2.2009 δημόσια διαθήκη που συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ………. και β) την από 1-12- 2012 ιδιόγραφη διαθήκη, οι οποίες δημοσιεύθηκαν αντίστοιχα με τα πρακτικά δημοσίευσης διαθηκών υπ’ αριθμ…../21-6-2022 και …/7-6-2022 του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας. Δυνάμει της δημόσιας διαθήκης του, ο αποβιώσας εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του τη σύζυγό του ….., στην οποία όρισε να περιέλθει μετά τον θάνατό του όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία του κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και ειδικότερα να περιέλθει στην ως άνω το ποσοστό των πέντε ογδόων 5/8 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου, με την επ’ αυτού οικία, ευρισκόμενου στην εποικισθείσα περιοχή Αγροκτήματος ………….. υπέρ ………, στη θέση «……….» της περιφέρειας της Κοινότητας Οινόης Αττικής έκτασης τεσσάρων χιλιάδων εκατόν δεκαπέντε (4.115) τετραγωνικών μέτρων, το οποίο αγροτεμάχιο φέρει τον αριθμό τριάντα τέσσερα (34) της Γ΄ Κατηγορίας και συνορεύει βόρεια με όριο …………., νότια με το 35 τεμάχιο της Γ΄ Κατηγορίας ιδιοκτησίας ……, ανατολικά με ρέμα και δυτικά με αγροτική οδό. Ο αποβιώσας, περαιτέρω, με την ίδια διαθήκη του, όρισε ότι το ακίνητο αυτό μπορούσε η σύζυγός του όσο θα ευρίσκεται εν ζωή να το πωλήσει, δωρίσει και γενικά να το αξιοποιήσει όπως επιθυμεί, όρισε όμως ότι, εάν δεν το διέθετε εν ζωή, τότε να περιέλθει μετά τον θάνατό της κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο ήδη εναγόμενο, νομικό πρόσωπο της Ιεράς Μονής ……….. Η τιμώμενη με την ανωτέρω δημόσια διαθήκη, ωστόσο, σύζυγός του …………, προαπεβίωσε αυτού, στις 19-5-2020, και έτσι ουδέποτε κλήθηκε στην κληρονομία του ανωτέρω. Περαιτέρω, με την από 1-12-2012 ιδιόγραφη διαθήκη του, ο αποβιώσας όρισε τα εξής «και το ποσοστό που μου έγραψε η γυναίκα μου …., τα 3/8 του οικοπέδου με το σπίτι μας στη …………, εάν δεν το πουλήσω όσο ζω. επιθυμώ να πάει και αυτό στο Μοναστήρι του ……….. για να το πάρει όλο, μαζί με τα 5/8 που του έχω γράψει». Κατόπιν τούτων, δυνάμει των ανωτέρω διαθηκών του, αποκλειστικός κληρονόμος στο σύνολο της περιουσίας του αποβιώσαντος, που αποτελείται από το προαναφερόμενο ακίνητο, κατέστη το εναγόμενο, το οποίο δεν έχει αποποιηθεί την κληρονομία αυτού (βλ. το με αρ. ……./6-7-2009 πιστοποιητικό του Eιρηνοδικείου Νίκαιας) και ήδη έχει καταλάβει και νέμεται με διάνοια κληρονόμου (pro herede) το κληρονομιαίο ακίνητο. Ο αποβιώσας είχε εν ζωή αναγνωρίσει τον ενάγοντα ως δικό του τέκνο, δυνάμει της με αρ. ……/1993 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών …., ενώ κατόπιν και της συναίνεσης της μητέρας του, ………….., που δηλώθηκε ενώπιον του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Αμβούργο της Γερμανίας (αρ. πράξης …./1994), συντάχθηκε η με αρ. …./01/20 4-1986 ληξιαρχική πράξη αναγνώρισης τέκνου του Ληξιαρχείου Αθηνών. Κατόπιν τούτων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1484 ΑΚ, ο ενάγων, μετά την νόμιμη αναγνώρισή του από τον αποβιώσαντα ως γνήσιου τέκνου αυτού και την παροχή της συναίνεσης της μητέρας του, έχει ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο απέναντι στους δύο γονείς και τους συγγενείς τους. Μάλιστα, ο ενάγων ήταν μοναδικός πλησιέστερος συγγενής του αποβιώσαντος, κατά το χρόνο θανάτου του τελευταίου, αφού η σύζυγος του αποβιώσαντος είχε ήδη, όπως προεκτέθηκε, προαποβιώσει αυτού. Συνεπώς, ο ενάγων τυγχάνει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1825 ΑΚ, νόμιμος μεριδούχος στην κληρονομία του ως άνω αποβιώσαντος, καλούμενος ως κληρονόμος αυτού σε ποσοστό που αντιστοιχεί στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας του, ήταν στο 50% του συνόλου της κληρονομίας, Με την εγκατάσταση, όμως, του εναγομένου ως μοναδικού κληρονόμου του αποβιώσαντος στο σύνολο της περιουσίας του, θίγεται το προαναφερόμενο δικαίωμα νόμιμης μοίρας του ενάγοντος στην κληρονομία του πρώτου, και, συνακόλουθα, οι διαθήκες που άφησε ο κληρονομούμενος είναι αυτοδικαίως άκυρες στο μέτρο που θίγεται το δικαίωμα του ενάγοντος. Περαιτέρω, ο ενάγων με το με αριθμό …………./2005 πληρεξούσιο που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος …….., διόρισε τον αποβιώσαντα πατέρα του, ειδικό πληρεξούσιο και αντίκλητό του, με την εξουσία να τον εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστικών αλλά και οιωνδήποτε αρχών, να αγοράζει ακίνητα για λογαριασμό του, αλλά και να πωλεί και να μεταβιβάζει οποιοδήποτε ακίνητο που ήδη του ανήκει ή μελλοντικά θα αποκτήσει με όποιο τίμημα θεωρήσει εύλογο σε τρίτους ή στον εαυτό το με αυτοσύμβαση. Δυνάμει του παραπάνω πληρεξουσίου, ο κληρονομούμενος ως εντολοδόχος του ενάγοντος πώλησε δυνάμει του με αριθμό …../2006 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Αθηνών ………., το ποσοστό συνιδιοκτησίας (4/8) του ενάγοντος επί του εν λόγω ακινήτου, στον ίδιο (με αυτοσύμβαση) κατά ποσοστό 2/8 και στην σύζυγο αυτού ………….. τα έτερα 2/8, έναντι τιμήματος 5.425,63 ευρώ. Η εκποίηση αυτή δεν καθιστά άνευ άλλου τινός καταχρηστική την άσκηση της αγωγής του ενάγοντος, καθώς το γεγονός ότι δεκαέξι έτη πριν τον θάνατο του διαθέτη μεταβίβασε σε αυτόν λόγω πώλησης, το ποσοστό συνιδιοκτησίας του επί του επίδικου ακινήτου, δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός ότι απεμπολεί το κληρονομικό του δικαίωμα, με δεδομένο μάλιστα, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε κατά τον χρόνο θανάτου του, την μοναδική κληρονομιαία περιουσία του θανόντος, γεγονός το οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει ο ενάγων κατά τον χρόνο πώλησης του. Επιπλέον δε ο ενάγων δεν προέβη σε χαριστική πράξη διάθεσης, η οποία ενδεχομένως θα καταδείκνυε, πρόθεση αποξένωσής του από το επίδικο, αλλά σε επαχθή δικαιοπραξία, προσβλέποντας κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην είσπραξη του τιμήματος της πώλησης. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος ως ουσία αβάσιμη. Επομένως η εκκαλουμένη απόφαση που έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος, αναγνώρισε την ακυρότητα των ένδικων διαθηκών, στο μέτρο που θίγουν το δικαίωμα νόμιμης μοίρας του ενάγοντος, και αναγνώρισε το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος επί της κληρονομίας του αποβιώσαντος πατέρα του, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με αιτιολογίες που αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας απόφασης, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εκκαλούντος. Πρέπει επομένως εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκησή της παραβόλου του Δημοσίου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστεί το εκκαλούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της απόρριψης του ένδικου μέσου που άσκησε, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκησή της, με κωδικό …………. e- Παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις 3/7/2025 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6.10.2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων, και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ