Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 427/2018

Αριθμός    427 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Με την από 25-10-2016 (αρ. καταθ. ../2016) κλήση των εφεσίβλητων-εναγόντων, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατ΄ άρθρο 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η από 5-10-2011 (αρ. καταθ. ../2011) έφεση (κατά της υπ΄ αρ. 3049/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία), ύστερα από την έκδοση α) της υπ΄ αρ. 946/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία έγινε τυπικά και κατ΄ ουσίαν δεκτή η ως άνω από 5-10-2011 (αρ. καταθ. ./2011) έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 3049/2011 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κρατήθηκε και δικάσθηκε κατ΄ ουσίαν η ένδικη αγωγή, απορρίφθηκε αυτή (αγωγή) και καταδικάστηκαν οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων-εκκαλούντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίστηκαν σε χίλια (1.000) ευρώ και β) της υπ΄ αρ. 491/2016 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Με την τελευταία αναιρέθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 946/2013 εφετειακή απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο (Εφετείο Πειραιώς), συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο Δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα. Από την έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998). Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Επομένως, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων των οριστικών διατάξεων της απόφασης που αποφαίνονται στις επιμέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις άσκησης κύριας παρέμβασης, ανταγωγής, αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής επεκτείνεται δε στα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων όσων αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία τα οποία συναναιρούνται και επομένως ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο, ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της. Έτσι, με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετείχαν στην αναιρετική δίκη επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατ΄ άρθρο 237 του ΚΠολΔ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ΄ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο που αφορά η αναιρετική απόφαση και δεν εξετάζονται εκ νέου ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση είναι αμετάκλητη. Επίσης, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΝαυπλ 66/2008, ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.62). Περαιτέρω, επί αναίρεσης εφετειακής αποφάσεως, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία, και η ερημοδικία των διαδίκων υπόκειται στη ρύθμιση των κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο ή πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανάλογα αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου ή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αν πρόκειται για πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση. Εξάλλου, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται η συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και συνεπώς οι υποβληθείσες κατ΄ αυτήν προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση Δικαστήριο. Επομένως, κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης (έφεσης) μπορούν να υποβληθούν νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 529 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1388/2013, ΑΠ 918/2013), η δε κρίση του Εφετείου περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 269 του ΚΠολΔ δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων το πρώτον ενώπιον του Εφετείου είναι απαράδεκτη αν δεν συντρέχουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή, θεωρούνται νέα πραγματικά περιστατικά που δεν είχαν προβληθεί κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τείνουν στη θεμελίωση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και ο νομικός αυτών χαρακτηρισμός και η υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, που γίνεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.84, ΑΠ 1717/2002 ΕλλΔνη 44.1563, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81, ΑΠ 659/1988 ΕλλΔνη 30.310, ΑΠ 1279/1983 Δ 15.421, ΑΠ 1042/1975 ΝοΒ 24.387). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 22-5-2009 (αρ. καταθ. …/2009) αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής (αγωγής), ισχυρίστηκαν ότι με σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, η πρώτη από αυτούς ασφάλισε για το χρονικό διάστημα από 5-10-2005 έως 5-10-2008 το αναφερόμενο σ΄ αυτήν (αγωγή) ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο του δεύτερου από αυτούς, μεταξύ άλλων και, κατά του κινδύνου της ολικής κλοπής μέχρι του ποσού των 46.000 ευρώ. Ότι την 5-5-2008 ο δεύτερος από αυτούς (ενάγοντες) παρέδωσε το ως άνω αυτοκίνητό του για καθαρισμό, έναντι αμοιβής, στο πρατήριο υγρών καυσίμων της δεύτερης των εναγομένων, ήδη δεύτερης των εκκαλούντων ανώνυμης εταιρείας, νόμιμος εκπρόσωπος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας είναι ο πρώτος των εναγομένων, ήδη πρώτος των εκκαλούντων. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του εν λόγω αυτοκινήτου του στο χώρο του πρατηρίου (της δεύτερης των εναγομένων) άγνωστοι δράστες το αφαίρεσαν παρανόμως, (το έκλεψαν), κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (αγωγή) αναφερόμενα, ενώ παρά τις έρευνες των αστυνομικών αρχών αυτό δεν ανευρέθη. Ότι η ως άνω κλοπή του αυτοκινήτου οφείλεται αποκλειστικά στην υπαιτιότητα (αμέλεια) του πρώτου των εναγομένων, νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης των εναγομένων, και των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι, από αμέλεια, παρέλειψαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας για τη φύλαξη του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα να καταστεί ευχερής στους κλέπτες, οι οποίοι είχαν εύκολη πρόσβαση στο χώρο, η αφαίρεση του οχήματος αυτού. Επιπροσθέτως ισχυρίστηκαν ότι εξαιτίας της κλοπής του αυτοκινήτου, η πρώτη από αυτούς (ενάγοντες) βάσει της ασφαλιστικής συμβάσεως που είχε συνάψει με τον δεύτερο από αυτούς (ενάγοντες), υποχρεώθηκε να του καταβάλει, και του κατέβαλε την 1-9-2008, το ασφάλισμα  που ανέρχεται στο ποσό των 39.000 ευρώ, όση δηλαδή ήταν κατά το χρόνο της κλοπής η εμπορική αξία του κλαπέντος οχήματος. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, ζήτησε η πρώτη των εναγόντων, επικαλούμενη έννομο συμφέρον ως υποκαθισταμένη, λόγω της ως άνω καταβολής του ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο της, δεύτερο των εναγόντων, στα δικαιώματα του τελευταίου που απορρέουν από το ως άνω συμβάν και σχετίζονται με την ως άνω καταβολή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 39.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, ενώ ο δεύτερος από αυτούς (ενάγοντες) επικαλούμενος ότι η κλοπή του αυτοκινήτου του, του προξένησε θλίψη και στενοχώρια και στέρηση αυτού (αυτοκινήτου του), ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Τέλος, ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 3049/2011 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε αυτήν εν μέρει και ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην πρώτη των εναγόντων το ποσό των 35.000 ευρώ και στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των 3.000 ευρώ, αμφότερα δε τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη από 5-10-2011 (αρ. καταθ. ……/2011) έφεση οι εν μέρει ηττηθέντες εναγόμενοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 946/2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία αφού έγινε τυπικά και κατ΄ ουσίαν δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, κρατήθηκε η υπόθεση και δικάσθηκε κατ΄ ουσίαν η αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στη συνέχεια, με την προαναφερθείσα υπ΄ αρ. 491/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε μετά από αναίρεση που άσκησαν οι ενάγοντες αναιρέθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 946/2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Συγχρόνως παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή. Με την αναίρεση της υπ΄ αρ. 946/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας: α) οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ) μέσα στα αναιρετικά πλαίσια, β) αναβίωσε η εκκρεμοδικία της έφεσης των εναγομένων, ανάλογα δε αναβίωσε και η πρωτόδικη απόφαση, της οποίας ζητείται με την έφεση η εξαφάνιση και η απόρριψη της αγωγής. Συνεπώς, η έφεση των εναγομένων πρέπει να ερευνηθεί κατ΄ αρχήν ως προς το παραδεκτό της, δεδομένου ότι η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό.

Η κρινόμενη από 5-10-2011 (αρ. καταθ. …./2011) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ΄ αρ. 3049/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο την 6-9-2011 και η έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 6-10-2011 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ).  Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η κατάθεση παράβολου έφεσης, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, καθόσον η κατάθεση αυτή απαιτείται μόνο για τις εφέσεις που ασκήθηκαν μετά την 2-4-2012.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 (που αντικατέστησε το άρθρο 210 του ΕμπΝ), που ορίζει ότι εάν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε, δηλαδή ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στις αξιώσεις του ασφαλισμένου του έναντι του ζημιώσαντος τρίτου προσώπου, προκύπτει ότι ο ασφαλιστής, από τότε που θα καταβάλει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στη θέση εκείνου και μπορεί να ενασκήσει κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου, τις αξιώσεις του τελευταίου. Έτσι, ο ενάγων – ασφαλιστής, ασκώντας την αγωγή που θα ασκούσε ο ίδιος ο ασφαλισμένος κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου, αρκεί, για την πληρότητά της, να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει, την συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκαταστάσεως και συγκεκριμένα: α) τη σύναψη και τους όρους  της ασφαλιστικής συμβάσεως, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο, λόγω επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως και γ) την ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε (ΕφΑθ 6102/1991 ΕΕμπΔ 1992.227, ΕφΑθ 2894/1980 ΕΕμπΔ ΛΒ΄ 47). Η αξίωση, εξάλλου, περιέχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε. Επομένως, ο ασφαλιστής, που κατέβαλε το ασφάλισμα υποκαθίσταται στη θέση που ακριβώς βρισκόταν ο ασφαλισμένος έναντι του τρίτου, εναντίον του οποίου αυτός δικαιούται να στραφεί συνεπεία της από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ζημίας. Με άλλα λόγια, η αγωγή την οποία εγείρει ο ασφαλιστής κατά του τρίτου είναι εκείνη την οποία θα ήγειρε ο ασφαλισμένος (ΑΠ 115/1998 ΕλλΔνη 39.815). Στην υποκατάσταση αυτή, που αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχωρήσεως, η απαίτηση μεταβιβάζεται με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά της. Έτσι, ο τρίτος μπορεί να αντιτάξει κατά του ασφαλιστή όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ασφαλισμένου μέχρι την καταβολή του ασφαλίσματος και ειδικότερα αυτές που βάλλουν κατά της γενέσεως και της υπάρξεως της απαιτήσεως κατά τον χρόνο της υποκαταστάσεως, όπως και αυτές που του παρέχουν το δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Μπορεί επίσης να αντιτάξει ενστάσεις κατά του κύρους του ασφαλίσματος, αφού η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί προϋπόθεση για την υποκατάσταση (ΑΠ 848/2002 ΕλλΔνη 43.1668, ΕφΑθ 7816/2004 ΔΕΕ 2005.436). Επομένως, μπορεί να αντιτάξει όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ζημιωθέντος μέχρι του χρόνου της υποκατάστασης, η οποία επέρχεται από την καταβολή του ασφαλίσματος (άρθρο 462 του ΑΚ), εκτός από εκείνες που πηγάζουν από τη σύμβαση ασφαλίσεως, γιατί αυτές είναι ενστάσεις που απορρέουν από δικαίωμα τρίτου και γι΄ αυτό, κατ` άρθρο 262 παρ. 2 του ΚΠολΔ, είναι κατ΄ αρχήν ανεπίτρεπτες. Τέλος, σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω, οι ενστάσεις αυτές πρέπει να γεννήθηκαν μέχρι την υποκατάσταση του ασφαλιστή. Συνεπώς, μετά το χρόνο αυτόν μπορεί ο τρίτος – εναγόμενος από τον ασφαλιστή – να προτείνει μόνο ενστάσεις που έχει κατ΄ αυτού (ασφαλιστή) εξ ιδίου δικαίου, όπως π.χ. ότι παραγράφηκε η αξίωση ή που συνάπτονται ευθέως με την ενεργητική νομιμοποίηση του υποκαθισταμένου ασφαλιστή, όπως εικονικότητα (άρθρο 138 του ΑΚ) ή αισχροκέρδεια (άρθρο 174 του ΑΚ) (ΕφΘεσ 1923/2001 ΕπισκΕΔ 2001.740, ΕφΘεσ 3018/1995 ΕπισκΕΔ 1995.385, ΕφΑθ 3439/1989 ΕλλΔνη 32.145, ΕφΑθ 2807/1986 ΑρχΝ 37.379, Αθ. Κρητικός: Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα, εκ. 1992, παρ. 2222-2256). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. του ΑΚ, με τις οποίες ρυθμίζεται η σύμβαση μίσθωσης έργου, απορρέουν για τον εργολάβο, εκτός από την κύρια υποχρέωση της προσήκουσας εκτέλεσης του έργου και παρεπόμενες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη της φύλαξης των πραγμάτων του εργοδότη που περιήλθαν στην κατοχή του επ΄ ευκαιρία της εκτέλεσης του έργου. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 698 του ΑΚ, «Ο εργολάβος φέρει τον κίνδυνο του έργου ωσότου γίνει η παράδοσή του …», «Ο εργοδότης φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής και χειροτέρευσης του υλικού που είχε δώσει». Κατά τις διατάξεις αυτές, ο κίνδυνος αναφέρεται στην καταστροφή, απώλεια ή χειροτέρευση του έργου ή των πραγμάτων του εργοδότη. Επομένως, εάν πριν παραδοθεί το έργο στον εργοδότη, κλαπεί σχετικό με το έργο πράγμα του τελευταίου, συντρέχει περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως της παροχής εκ μέρους του εργολάβου και δημιουργεί, εφόσον η κλοπή οφείλεται σε υπαιτιότητά του (άρθρο 330 του ΑΚ), υποχρέωση αποζημίωσης κατά τη διάταξη του άρθρου 382 του ΑΚ, η οποία περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον για την προκληθείσα σ’ αυτόν ζημία (ΑΠ 491/2016). Στην ανωτέρω περίπτωση, στην οποία η υποχρέωση διαφυλάξεως δεν αποτελεί την κύρια υποχρέωση, απορρέουσα για τον εργολάβο εκ μιας συμβάσεως παρακαταθήκης, συναφθείσας μεταξύ αυτού και του εργοδότη, αλλά απλώς την παρεπόμενη υποχρέωση, την απορρέουσα εκ μιας συμβάσεως μισθώσεως έργου, δεν υπάρχει η υπό των άρθρων 822 επ. του ΑΚ ρυθμιζόμενη σύμβαση παρακαταθήκης και δεν δύναται να γίνει λόγος περί εφαρμογής των περί αυτής διατάξεων ουχί μόνον αμέσως, αλλά ούτε και κατ΄ αναλογίαν (ΕφΑθ 213/2008 ΕλλΔνη 2008.833, ΕφΑθ 6513/1985 ΝοΒ 1986.226). Περαιτέρω από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ συνάγεται ότι για τη γέννηση ευθύνης από αδικοπραξία προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση πρέπει να υπάρχει α) ανθρώπινη συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επιζήμιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική ενέργεια είτε σε παράλειψη. Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 του ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, η οποία αρχή, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, εκ της οποίας μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποτροπή της ζημίας (ΑΠ 820/2002 ΕλλΔνη 44.967, ΑΠ 906/2001 ΕλλΔνη 44.122, ΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 42.671, ΕφΑθ 8662/2007). Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 332 εδ. α΄ του ΑΚ, «Άκυρη είναι κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια». Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι απαλλαγή ή περιορισμός της ευθύνης μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί μόνο για ελαφρά αμέλεια. Η απαλλαγή ή ο περιορισμός γίνεται με σύμβαση. Όμως, δύσκολα μπορεί να συναχθεί σιωπηρά καταρτιζόμενη σύμβαση περί της συγκεκριμένης απαλλακτικής ρήτρας από μόνη την αναγραφή σε πινακίδα δήλωσης του οφειλέτη περί αποκλεισμού της ευθύνης του. Τούτο διότι ο αντισυμβαλλόμενος του απαλλασσομένου είναι απαραίτητο να γνωρίζει ότι αφ΄ ενός συμφωνείται ρήτρα περί απαλλαγής, αφ΄ ετέρου δε ότι αναλαμβάνει κινδύνους (ΑΠ 491/2016). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή παραλιπόντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον μετά του νομικού προσώπου, δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη αυτής του νομικού προσώπου (ΑΠ 838/2002 ΝοΒ 2003.43, ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 2000.711, ΑΠ 1285/1980 ΝοΒ 29.554, ΕφΘεσ 1520/1999 Αρμ. 2000.951, ΕφΠειρ 665/1999 ΕλλΔνη 2000.491, ΕφΑθ 7018/1998 ΕλλΔνη 1999.1139, ΕφΑθ 4704/1998 ΕλλΔνη 1998.1365). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρείας, οι διοικούντες την εταιρεία, όπως και ο Πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής, εφόσον ορίστηκε με το καταστατικό (άρθρα 18 παρ. 1, 2, 22 παρ. 1, 3 του Ν. 2190/1920), δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρείας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, δηλαδή η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ΑΕ δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (άρθρο 914 του ΑΚ), οπότε υπάρχει ευθύνη τους (ΕφΛαρ 269/2004, ΕφΠειρ 239/2001 ΔΕΕ 2001.625, ΕφΘεσ 1517/1999 Αρμ. 2000.44, ΕφΘεσ 542/1998 Αρμ. 1998.1358, ΕφΘεσ 308/1998 Αρμ. 1999.215, Ελ. Λεβαντή: το Δίκαιο των Εμπορικών Εταιριών, εκ. 1988, τομ. Β΄, σελ. 780 και 833). Στην προκειμένη περίπτωση με το περιεχόμενο αυτό η ένδικη αγωγή, στην άσκηση της οποίας, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, νομιμοποιούνται ενεργητικά οι ενάγοντες, περιέχει όλα τα απαιτούμενα για το κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ ορισμένο της στοιχεία. Ειδικότερα εκτίθενται σ΄ αυτή α) η σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, β) η καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο, λόγω επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως και γ) η ζημία του ασφαλισμένου που αποζημιώθηκε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των εναγομένων περί αοριστίας αυτής, δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, παράνομη συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ αποτελεί και η παράλειψη  εκείνου που, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση από την αρχή της καλής πίστεως να παρεμποδίσει την επέλευση ζημιογόνου αποτελέσματος, ουδέν έπραξε προς αποτροπή της ζημίας. Στην προκειμένη περίπτωση η υποχρέωση διαφύλαξης του αυτοκινήτου του δεύτερου των εναγόντων δεν αποτελούσε μεν την κύρια υποχρέωση των εναγομένων, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, οι τελευταίοι βάσει της συναφθείσας σύμβασης έργου είχαν αναλάβει την υποχρέωση καθαρισμού του αυτοκινήτου του εργοδότη (δεύτερου των εναγόντων), πλην όμως, η υποχρέωση φύλαξης αυτού αποτελούσε παρεπόμενη υποχρέωση απορρέουσα από την ως άνω σύμβαση έργου, η οποία, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν τηρήθηκε από τους εναγομένους. Σημειωτέον ότι ο αναγραφόμενος στην αγωγή νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των διαδίκων ενοχικής σχέσης ως παρακαταθήκης, στην οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή, έστω και διαφορετική από εκείνη, στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς τούτο να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το αίτημα και όχι από τον διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό τους χαρακτηρισμό (πρβλ. ΑΠ 119/2008, ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 42.160, ΑΠ 11/1996 ΕλλΔνη 37.1347, ΑΠ 1261/1993 ΕλλΔνη 36.131, ΕφΠειρ 380/2016, ΕφΑιγ 17/2009, ΕφΑθ 250/2007, ΕφΘεσ 1543/2007). Οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν πρωτοδίκως ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά ο πρώτος από αυτούς, νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης από αυτούς ανώνυμης εταιρείας, καθόσον ευθύνη αυτού υφίσταται και μάλιστα εις ολόκληρον με αυτή του νομικού προσώπου μόνο κατά την τέλεση αδικοπραξιών από το νομικό πρόσωπο, ενώ δεν ευθύνεται προσωπικά για την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της εταιρείας, όπως συμβαίνει στην ένδικη περίπτωση. Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίο επαναφέρουν με λόγο της ένδικης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, υφίσταται αδικοπρακτική ευθύνη του νομικού προσώπου της εταιρείας, όπως αναλύθηκε ανωτέρω και συνεπώς, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτήν ο πρώτος των εναγομένων που έχει την ιδιότητα του Πρόεδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και οι σχετικοί λόγοι της ένδικης εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 451 του ΚΠολΔ η επίδειξη εγγράφου μπορεί να ζητηθεί, εφόσον έχει την υποχρέωση αυτή ένας τρίτος με παρεμπίπτουσα αγωγή ενώ αν έχει την υποχρέωση διάδικος και με τις προτάσεις. Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 450 επ. του ΚΠολΔ ρυθμίζουν αποκλειστικά την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο (ΑΠ 1264/1983 Δ. 15.400, ΕφΘεσ 1150/2001, ΕφΘεσ 1939/1998 ΕλλΔνη 40.382, ΕφΘεσ 1783/1993 Αρμ. ΜΗ.590, ΕφΑθ 16072/1988 ΕλλΔνη 34.1366, ΕφΑθ 10381/1988 ΝοΒ 37.747). Οι προϋποθέσεις για την υποχρέωση επίδειξης εγγράφων είναι: α) η ύπαρξη έννομου συμφέροντος εκείνου που ζητεί την επίδειξη αυτών (εγγράφων), β) η κατοχή των εγγράφων από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αίτηση κατά το χρόνο της δίκης και γ) τα έγγραφα να είναι πρόσφορα για την άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειζη λυσιτελών ισχυρισμών (ΑΠ 209/1994, ΑΠ 1023/1992, ΑΠ 1771/1988, ΕφΠατρ 1019/2006, Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας: ΚΠολΔ, εκ. 2000, άρθρο 450, αρ. 3, σελ. 808). Για να είναι, όμως ορισμένη η σχετική αίτηση πρέπει να αναφέρονται σ΄ αυτή τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον για την επίδειξη των εγγράφων, καθώς και το πραγματικό περιστατικό της κατοχής αυτών (εγγράφων) από εκείνον από τον οποίο ζητείται η επίδειξη (Γεωργιάδης- Σταθόπουλος: Αστικός Κώδιξ, άρθρο 902, αρ. 24 σελ. 558) και ακόμη να προσδιορίζεται το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του (ΑΠ 1565/1998, ΑΠ 1023/1992, ΕφΘεσ 1939/1998, ΕφΑθ 1741/1994), ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της απόδειξης (Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας: ό.π. άρθρο 452, αρ. 4, σελ. 810). Το βάρος

της απόδειξης του πραγματικού περιστατικού της κατοχής των εγγράφων από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αίτηση φέρει ο αιτών (ΑΠ 1494/1987, ΕφΠατρ 1019/2006, ΕφΘεσ 3796/1990, Κεραμεύς- Κονδύλης-Νίκας: ό.π., άρθρο 450, αρ. 7, σελ. 809).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, …….. που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και φωτογραφίες των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004), καθώς και αντίγραφα από την σχηματισθείσα σε σχέση με το ένδικο συμβάν ποινική δικογραφία, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, ΑΠ 370/2004), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους εναγομένους, ήδη εκκαλούντες, υπ΄ αρ. …./28-1-2010 και …/28-1-2010 ένορκες βεβαιώσεις των ……. και ….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …., μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγόντων, ήδη εφεσίβλητων, (βλ. τις υπ΄ αρ. ……. εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …..), (σημειώνοντας ότι οι εκκαλούντες στις προτάσεις του παρόντος βαθμού και συζήτησης, περιλαμβάνουν, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση της δευτεροβάθμιας συζητήσεως επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 946/2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που αναιρέθηκε, καλυπτόμενες από τις υπογραφές των πληρεξούσιων Δικηγόρων του, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος των εναγόντων είναι ιδιοκτήτης του υπ΄ αρ. κυκλοφορίας …… ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής BMW, τύπου X5, κυβισμού 4398 κ.ε., το οποίο είχε αγοράσει την 5-10-2005 μεταχειρισμένο, έναντι τιμήματος 46.000 ευρώ, από την εταιρεία «.-… …..», με παρακράτηση της κυριότητας του πωλητή, εξόφλησε όμως ολοσχερώς το τίμημα την 2-11-2007, απομένοντας μόνο η τυπική διαδικασία ενώπιον της αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Συγκοινωνιών προς άρση της παρακράτησης. Την 5-5-2008 και περί ώρα 18:00 παρέδωσε το ως άνω όχημά του προς καθαρισμό (εξωτερικό-εσωτερικό), έναντι αμοιβής, στο πρατήριο υγρών καυσίμων ΒΡ της δεύτερης των εναγομένων ανώνυμης εταιρείας, νόμιμος εκπρόσωπος και Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας είναι ο πρώτος των εναγομένων, το οποίο βρίσκεται στη συμβολή των οδών ……… στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής και ………. Ο δεύτερος των εναγόντων παρέδωσε το ως άνω αυτοκίνητο στους προστηθέντες υπαλλήλους της δεύτερης των εναγομένων με τη συμφωνία να το παραλάβει ο ίδιος το βράδυ της ίδιας ημέρας. Οι τελευταίοι αφού το έπλυναν, προκειμένου να το σκουπίσουν, το στάθμευσαν σε σημείο του υπαίθριου χώρου στάθμευσης του πρατηρίου της επιλογής τους, χωρίς όμως να το κλειδώσουν και να εξασφαλίσουν τα κλειδιά και αμελώντας έτσι να τα τοποθετήσουν σε ασφαλή, μη προσβάσιμο σε τρίτους χώρο. Περί ώρα 20:10 της ίδιας ημέρας, άγνωστοι δράστες, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός αυτό, μπήκαν μέσα σε αυτό, το έθεσαν σε κίνηση με το κλειδί του και εξαφανίστηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση, κινούμενοι αντίθετα, εντός του πρατηρίου, όπου παρά λίγο να συγκρουστούν με έτερο αυτοκίνητο που εισερχόταν στο πρατήριο και επίσης παρά λίγο να επιπέσουν επί υπαλλήλων του πρατηρίου. Έκτοτε δεν ανευρέθηκαν ούτε αυτοί, ούτε το αυτοκίνητο, παρόλη την καταδίωξη αυτού από περιπολικό που διερχόταν την ώρα της κλοπής από το ως άνω σημείο. Υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, η προεκτεθείσα κλοπή του αυτοκινήτου από τρίτους, παρότι αργότερα χαρακτηρίσθηκε από τον ασκούντα την ποινική δίωξη Εισαγγελέα «κατόπιν ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού» ληστεία, δεν αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας, αφού ούτε επικαλέσθηκαν οι εναγόμενοι ευθέως, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι αυτή έλαβε χώρα με τη χρήση όπλων ή μεθόδων ή τρόπων άγνωστων ή γενικά υπό συνθήκες εντελώς ασυνήθιστες τις οποίες δεν μπορούσαν να αποφύγουν και τις συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να προλάβουν. Αντιθέτως, οφείλεται αποκλειστικά στην υπαιτιότητα του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης των εναγομένων και των προστηθέντων υπαλλήλων της, που υπέκειντο στον έλεγχο και τις εντολές της, οι οποίοι κατά την άσκηση των εργασιακών καθηκόντων τους ενώ όφειλαν και μπορούσαν, δεν επέδειξαν τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου της αντίστοιχης επιχείρησης, αλλά την προαναφερόμενη, που θεμελιώνει βαριά αμέλεια, παραλείποντας παρανόμως να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας για τη φύλαξη του αυτοκινήτου, εφόσον υφίστατο τέτοια παρεπόμενη υποχρέωσή τους, απορρέουσα από την αρχή της καλής πίστης όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και τα συναλλακτικά ήθη, δηλαδή διαφύλαξης από κινδύνους κλοπής των πραγμάτων του εργοδότη-δεύτερου των εναγόντων, που περιήλθαν στη σφαίρα κατοχής της εργολάβου-δεύτερης των εναγομένων ανώνυμης εταιρείας επ΄ ευκαιρία του έργου που η τελευταία ανέλαβε να εκτελέσει. Συγκεκριμένα ενώ όφειλαν να ενεργήσουν δεόντως και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα αποφυγής ή περιστολής του κινδύνου δηλαδή να φυλάσσουν το αυτοκίνητο, ήτοι και τα κλειδιά αυτού, που παρέλαβαν σε χώρο ασφαλισμένο και μη προσιτό σε οποιονδήποτε τρίτο, να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια για την επιτήρηση και φύλαξή του, αυτοί αμελώς συμπεριφερόμενοι παρέλειψαν τις ανωτέρω επιβαλλόμενες υποχρεώσεις τους, με αποτέλεσμα να καταστεί ευχερής σε τρίτους η πρόσβαση στο αυτοκίνητο αφού το τελευταίο δεν ήταν κλειδωμένο και τα κλειδιά ήταν εντός αυτού. Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι είχαν κλείσει τις πόρτες του οχήματος και είχαν τοποθετήσει τα κλειδιά στη θήκη της πόρτας του συνοδηγού, και αληθής υποτιθέμενος, ουδόλως αναιρεί την ευθύνη τους για την αφαίρεσή του, καθόσον σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας η τοποθέτηση των κλειδιών εντός του οχήματος καθιστά ιδιαίτερη επισφαλή και αναποτελεσματική τη φύλαξή του και συνεπώς εύκολη την πρόσβαση σε τρίτους να επιχειρήσουν την αφαίρεσή του. Εξάλλου το αυτοκίνητο διέθετε ειδικό μηχανισμό (immobilizer), ο οποίος δεν επέτρεπε τη λειτουργία και συνεπώς τη μετακίνησή του με μη αυθεντικά κλειδιά. Περαιτέρω, το γεγονός ότι τόσο στο κτίριο του πλυντηρίου, όσο και στη θέση του ταμείου του πρατηρίου υπήρχε ανηρτημένη πινακίδα που ρητώς απέκλειε την ευθύνη της ανώνυμης εταιρείας, δεύτερης των εναγομένων, για πυρκαγιά ή κλοπή των αυτοκινήτων που βρίσκονταν στο χώρο πρατηρίου ουδόλως μπορεί να αποκλείσει ή να περιορίσει την ευθύνη της. Και τούτο γιατί ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δύσκολα μπορεί να συναχθεί σιωπηρά καταρτιζόμενη σύμβαση περί της συγκεκριμένης απαλλακτικής ρήτρας από μόνη την αναγραφή σε πινακίδα δήλωσης του οφειλέτη περί αποκλεισμού της ευθύνης του, καθόσον ο αντισυμβαλλόμενος του απαλλασσομένου είναι απαραίτητο να γνωρίζει ότι αφ΄ ενός συμφωνείται ρήτρα περί απαλλαγής, αφ΄ ετέρου δε ότι αναλαμβάνει κινδύνους, ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγομένων περί συνομολογήσεως απαλλακτικής ρήτρας ο οποίος εμμέσως συνάγεται από τα εκτιθέμενα στις προτάσεις τους, είναι νόμιμος μόνον για την απαλλαγή τους από ελαφρά αμέλεια, και όχι για βαριά αμέλεια των οργάνων της που υφίσταται στην ένδικη περίπτωση. Η δε απαλλαγή ή ο περιορισμός γίνεται με σύμβαση. Επίσης στοιχεία που να θεμελιώνουν οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα του δεύτερου των εναγόντων για την κλοπή του αυτοκινήτου του συνισταμένη ότι αυτός παραβίασε την υποχρέωσή του να παραβρίσκεται στο χώρο του πρατηρίου κατά τη διάρκεια πλυσίματος του οχήματός του, ήτοι δεν ήταν παρών κατά τη διάρκεια καθαρισμού του αυτοκινήτου του, και αποχώρησε από αυτόν χάνοντας έτσι την εποπτεία του και τη δυνατότητα παρεμβάσεώς του κατά την αφαίρεσή του, δεν αποδείχθηκε και ως εκ τούτου, αν και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη η σχετική ένσταση συντρέχοντος πταίσματος (με την οποία ζητείται να μειωθεί η τυχόν επιδικαζόμενη αποζημίωση κατά ποσοστό 50%), την οποία προέβαλαν πρωτοδίκως, επικουρικά, οι εναγόμενοι και επαναλαμβάνουν με λόγο της ένδικης έφεσης. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι υπήρχε τέτοια υποχρέωσή του, δηλαδή παραμονής του στον παραπάνω χώρο που απέρρεε από τη σύμβαση που συνήψε με την δεύτερη των εναγομένων, από το νόμο ή έστω από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Αντιθέτως, η πρακτική που επικρατεί σε αυτούς του είδους τις συναλλαγές δεν απαιτεί την παρουσία του πελάτη στο χώρο πλυντηρίου του αυτοκινήτου καθόλη τη διαδικασία του καθαρισμού του, αλλά τη φύλαξή τους μετά την ολοκλήρωση των ως άνω εργασιών επιμελεία των πλυντηριούχων και την παραλαβή τους από τους ιδιοκτήτες τους σε χρόνο που καθορίζεται από τον αναλαβόντα το έργο του καθαρισμού. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι το ως άνω αυτοκίνητο ο δεύτερος των εναγόντων με το υπ΄ αρ. ./. ασφαλιστήριο συμβόλαιο είχε ασφαλίσει στην πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «. .», όπως ήδη μετονομάσθηκε από 8-6-2011 η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία «. ..», για το χρονικό διάστημα 5-10-2005 μέχρι 5-10-2008, μεταξύ άλλων και, για τον κίνδυνο κλοπής, μέχρι του ποσού των 46.000 ευρώ. Το εν λόγω όχημα, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έτος 2000 στη Γερμανία και εισήχθη το έτος 2005 στην Ελλάδα μεταχειρισμένο, με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας στην Ελλάδα την 5-10-2005, διατηρούταν σε καλή κατάσταση μέχρι το χρόνο της κλοπής του. Η πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική εταιρεία αμέσως μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, καθόρισε την αξία του οχήματος στο ποσό των 39.000 ευρώ, το οποίο κατέβαλε, την 1-9-2008, στον ασφαλισμένο της. Έτσι υποκαταστάθηκε εκ του νόμου (άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2496/1997) στα δικαιώματα αυτού (ασφαλισμένου της), ο οποίος με δήλωσή του στην από 1-9-2008 εξοφλητική απόδειξη ρητά της εκχώρησε και της μεταβίβασε τα δικαιώματά του που πηγάζουν από το ανωτέρω συμβάν και σχετίζονται με την ως άνω καταβολή. Δεδομένου όμως, ότι το εν λόγω όχημα κυκλοφορούσε ήδη μέχρι το χρόνο του ατυχήματος οκτώ χρόνια, η αξία του αυτοκινήτου εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο ότι ανερχόταν στο ποσό των 35.000 ευρώ, το οποίο όχι μόνο η δεύτερη των εναγομένων εταιρεία αλλά και ο πρώτος των εναγομένων ως βουλητικό όργανο αυτής και ευθυνόμενος προσωπικά για την εις βάρος του δεύτερου των εναγόντων τέλεση αδικοπραξίας οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική εταιρεία, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης εξαιτίας της στέρησης του αυτοκινήτου του ο δεύτερος των εναγόντων δοκίμασε θλίψη και στενοχώρια και υπέστη ηθική βλάβη. Για την αποκατάστασή της, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του συμβάντος, του ύψους της επελθούσας ζημίας του, του βαθμού του πταίσματος των εναγομένων, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης του δεύτερου των εναγόντων και του πρώτου των εναγομένων, η ευθύνη της δεύτερης των εναγομένων είναι εγγυητική και δεν είναι υπαίτια του συμβάντος, δικαιούται το ποσό των 3.000 ευρώ, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται επίσης εις ολόκληρον οι εναγόμενοι λόγω της εκ μέρους τους τέλεσης αδικοπραξίας. Τέλος, οι εναγόμενοι δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους υπέβαλαν προφορικά κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις τους, αίτημα επίδειξης εγγράφων από τους ενάγοντες και συγκεκριμένα αντιγράφου της άδειας του αφαιρεθέντος αυτοκινήτου,  τιμολογίου αγοράς και βεβαίωσης από την κατασκευάστρια εταιρεία περί της ημερομηνίας παραγωγής του. Το ως άνω αίτημα περί επίδειξης εγγράφων, πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί ως αόριστο, δεδομένου ότι η επίδειξη εγγράφων μπορεί να ζητηθεί με τις προτάσεις, πλην όμως, οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται εάν τα συγκεκριμένα έγγραφα βρίσκονται στην κατοχή των εναγόντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε ως προς αυτά. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η έφεση στο σύνολό της να απορριφθεί. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 5-10-2011 (αρ. καταθ. …/.2011) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3049/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

 Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Iουλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ