Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 709/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης      709/2025

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΌΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κιαουλιά με δήλωση  κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., με την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου, της αδελφής του ……….., με ΑΦΜ ……….., ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαργαρίτα Πετράκη.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με  αριθμό 2778/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή, λόγω παραγραφής εν επιδικία. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εκκαλών με την από 22.10.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023) έφεσή του, και το από 19.10.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2023) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης. Δικάσιμος για την συζήτηση των ως άνω δικογράφων ορίσθηκε αρχικά αυτή της 7.12.2023, και μετά από αναβολή η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο με αριθμούς 1 και 2 και συζητήθηκαν.

Η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου-καθού οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης  αφού έλαβε τον λόγο από την Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, με τις προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται για συζήτηση μετ’ αναβολή από το πινάκιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 7.12.2023, α) η από 22.10.2022 ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2023) έφεσή και β) το από 19.10.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2023) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, προς εξαφάνιση της με αριθμό 2778/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση) που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 2.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020) αγωγή απέρριψε αυτήν λόγω της εν επιδικία παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος. Η ως άνω έφεση ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ καταχρηστικής προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε την 9.9.2022 και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 25.10.2022 λαμβάνοντας αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2022. Ομοίως παραδεκτά κατ αρθρο 591 παρ1 ζ Κ.Πολ.Δ. ασκήθηκε και το από 19.10.2023 με αριθμό  ΑΚ/ΕΑΚ/……../2023 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, αντίγραφο του οποίου επιδόθηκε στον εφεσίβλητο-καθού οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης την 6.11.2023, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……./6.11.2023 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, …………. Σημειώνεται επιπλέον ότι ο εκκαλών, κατέβαλε κατά την άσκηση της κρινόμενης έφεσης το με κωδικό ……………. παράβολο του Δημοσίου, αν και δεν είχε σχετική υποχρέωση, δεδομένου ότι οι διαφορές που αναφέρονται στην διάταξη του άρθρου 592 παρ.3ΚΠολΔ, εξαιρούνται της υποχρέωσης καταβολής του παραβόλου κατά την άσκηση του ένδικου μέσου (άρθρο 495 παρ 3 τελ εδάφιο, Κ.Πολ.Δ), το οποίο πρέπει να του αποδοθεί για τον λόγο αυτό ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή μη της έφεσης. Πρέπει ακολούθως, η ως άνω έφεση και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αυτής να συνεκδικασθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ.1, 80, 31 ΚΠολΔ κατά την ίδια ειδική διαδικασία, (άρθρο 592 παρ.3 ΚΠολΔ), ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 περ.α’ ΚΠολΔ Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι η κατάθεση ενός διαδικαστικού εγγράφου κοινών προτάσεων από τον εφεσίβλητο για την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, δεν οδηγεί σε ερημοδικία αυτού, αφού οι πρόσθετοι λόγοι δεν δημιουργούν ιδιαίτερη υπόθεση σε σχέση με την έφεση,  ούτε προβλέπεται ξεχωριστή ερημοδικία για αυτούς(βλ Α.Π. 54/1990 Νομος, και εκτεταμένη ανάλυση σε Μακρίδου «Πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά τον Κ.Πολ.Δ. εκδόσεις Σάκκουλα, 2000, σελ 204)

Με την από 2.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εξέθεσε ότι την 23.12.1993 τέλεσε νόμιμο πολιτικό γάμο με την ……………. Οτι η τελευταία, με την οποία από 24.6.2002 βρίσκονταν σε διάσταση, απεβίωσε αιφνιδίως την 7.5.2008, χωρίς να αφήσει διαθήκη, αφήνοντας ως μόνον εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τον αδελφό της. Ότι κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή του, ο ενάγων συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας της αποβιωσάσης συζύγου του, κατά την διάρκεια του γάμου τους, και δη συνέβαλε κατά ποσοστό 86% στην απόκτηση του 50% της κυριότητας ενός ακινήτου στον Πειραιά επί της οδού ………….. , αλλά και στην δημιουργία τραπεζικών καταθέσεων και απόκτηση αμοιβαίων κεφαλαίων, κατά την πρώτη πενταετία της έγγαμης σχέσης (1993-1997), σε ποσοστό
75%, σε αντίθεση με εκείνη της συζύγου του, που δεν ξεπερνούσε σε ποσοστό το 25%, ενώ τα τελευταία έτη της έγγαμης συμβίωσης (1998-2002) η αναλογία των οικονομικών δυνάμεων και η αντίστοιχη συμβολή ενός εκάστου στις οικογενειακές τους ανάγκες διαμορφώθηκε στο 60% για τον ενάγοντα και 40% για τη σύζυγό του. Ότι, βάσει των προαναφερθέντων, ο ενάγων συνέβαλε στην εν λόγω αύξηση της περιουσίας της -ήδη αποβιώσασας- συζύγου του σε ποσό το οποίο υπερέβαινε το μέτρο της υποχρέωσής του για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών τους και κατά το οποίο η τελευταία έμεινε απερίσπαστη από την εκπλήρωση των αντίστοιχων υποχρεώσεών της σε συνεισφορά για την αντιμετώπιση αυτών (οικογενειακών αναγκών) και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην ανωτέρω επαύξηση της περιουσίας της, με αποτέλεσμα, κατόπιν τούτων, να ζητά να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αποβιώσασας συζύγου του, ………….., να του καταβάλει τη συμβολή του (ενάγοντος) στην αύξηση της περιουσίας της δικαιοπαρόχου του κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους και ειδικότερα: α) το ποσό των 67.351,43 ευρώ ως συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της από την αγορά του ανωτέρω ακινήτου μετά των παραρτημάτων του (δηλαδή 55.000.000 δρχ (η πραγματική αξία του όλου ακινήτου) : 2 = 27.500.000 δρχ (η τελική περιουσία της ……….) 200.000 δρχ. (αρχική περιουσία της ….) – 4.350.000 δρχ. (το ποσό που κατέβαλε η ίδια για την αγορά των εν λόγω ακινήτων) = 22.950.000 δρχ. ή 67.351,43 ευρώ), β) το ποσό των 5.638,74 ευρώ, που αντιστοιχεί στο πλέον του αναλογούντος στην θανούσα μεριδίου επί του ανωτέρω κοινού τραπεζικού λογαριασμού (δηλαδή 54.902,50 ευρώ (το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού) Χ 40% (συνεισφορά της ………..) = 21.961 ευρώ, ως αναλογούν μερίδιό της, ήτοι κατά ποσό 5.490,50 ευρώ μικρότερο του αναληφθέντος από την ίδια κατά την 25η-6-2002 ποσού, ύψους 27.451,50 ευρώ, το οποίο ποσό των 5.490,50 ευρώ κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης των συζύγων, αναγόμενο στην αντίστοιχη αξία κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, διαμορφώνεται στο ποσό των 5.638,74 ευρώ), γ) το ποσό των 1.943,10 ευρώ, που αντιστοιχεί στο πλέον του αναλογούντος στην εναγόμενη μεριδίου επί των ανωτέρω κοινών μεριδίων σε αμοιβαία κεφάλαια (δηλαδή 3.153,38 ευρώ (η συνολική αξία των μεριδίων) Χ 40% 1.261,33 ευρώ, άρα ποσό (3.153,38- (συνεισφορά της …………..) 1.261,33-) 1.892,02 ευρώ (με τιμή εξαγοράς κατά την 11η-5-2006) μεγαλύτερο του αντιστοιχούντος στην ίδια (αύξηση περιουσίας), το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης των συζύγων, αναγόμενο στην αντίστοιχη αξία κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, διαμορφώνεται στο ποσό των 1.943,10 ευρώ), άλλως το ποσό των 2.390,09 ευρώ (με τιμή εξαγοράς κατά την 4η-12-2020) και δ) το ποσό των 4.210,76 ευρώ, που αντιστοιχεί στο πλέον του αναλογούντος στην εναγόμενη μεριδίου επί του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού της (δηλαδή 6.833,44 ευρώ (το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού) Χ 40% (συνεισφορά της …..) = 2.733,38 ευρώ, άρα κατά το ποσό των 4.100,06 ευρώ μεγαλύτερο αυτού που ανέλαβε η …………. κατά την 25η-6-2002, το οποίο ποσό των 4.100,06 ευρώ κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης των συζύγων, αναγόμενο στην αντίστοιχη αξία κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, διαμορφώνεται στο ποσό των 4.210,76 ευρώ), νομιμοτόκως από την 11η- 5-2006 (ήτοι την επομένη της επίδοσης της από 2-5-2006 αγωγής του ενάγοντος, η οποία κρίθηκε τελεσίδικα απορριπτέα λόγω αοριστίας), άλλως από την επομένης της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Η ως άνω αγωγή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2778/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιως, με την οποία αφού η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω της εν επιδικία παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος, κατ αποδοχή σχετικής ένστασης που υπέβαλε ο εναγόμενος. Κατά της απόφασης αυτής στρέφεται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του και τους πρόσθετους λόγους αυτής, και ζητεί την εξαφάνιση της για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, έτσι ώστε να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή του. Τέλος ζητεί να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1400 παρ.1 και 2 και 1401 εδ.γ’ ΑΚ συνάγεται ότι, η αξίωση συμμετοχής του ενός συζύγου στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί από τον άλλο κατά τη διάρκεια του γάμου (αποκτήματα) γεννιέται, όταν λυθεί ή ακυρωθεί ο γάμος ή όταν συμπληρωθεί τριετής διάσταση των συζύγων. Η αξίωση αυτή παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου (ΑΠ 341/2023, 163/2018). Ειδικότερα, σε περίπτωση λύσης του γάμου, η διετής αυτή παραγραφή αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστη αμετάκλητη η απόφαση που έλυσε τον γάμο (ΑΠ 1603/2022,AΠ 43/2015). Στην περίπτωση της τριετούς διάστασης, η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που η αξίωση γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (άρθρο 251 ΑΚ), δηλαδή, από τη συμπλήρωση τριετίας στη διάσταση των συζύγων. Εφ’ όσον, όμως, υφίσταται και διαρκεί ο γάμος, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τη λύση ή την ακύρωση αυτού (άρθρα 256 αρ. 1 ΑΚ, 1381,1438, βλ.AΠ 341/2022,AΠ 172/2023,ΑΠ 1314/2015, ΑΠ 1502/2009). Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής (άρθρο 257 ΑΚ). Μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, ο χρόνος αυτής τρέχει εκ νέου και για να συμπληρωθεί πρέπει να περάσουν δύο χρόνια από το αμετάκλητο της σχετικής απόφασης (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 781/2014). Εξάλλου, η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν πρότασής της από τον οφειλέτη, ο οποίος λόγω της συμπλήρωσής της μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή (άρθρο 272 ΑΚ). Ο θεσμός της “εν επιδικία” παραγραφής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής. Η διακοπή της παραγραφής επερχόταν μέχρι σήμερα με την “έγερση” της αγωγής, χωρίς αυτή να επιφέρει αντίστοιχη αναστολή κατά τη διάρκεια της δίκης. Όριζε λοιπόν το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, επί λέξει τα εξής: “την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου». Από την τελευταία αυτή διάταξη συναγόταν ότι αν η παραγραφή διακοπτόταν με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη με αυτήν που είχε διακοπεί, άρχιζε σε κάθε περίπτωση – και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους – ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακοπτόταν μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Έτσι, επί αξιώσεως που είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπόκειτο, μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας. Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπαγόταν κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ τη διακοπή της παραγραφής, εθεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. (ΑΠ 273/2025 Qualex).Τέτοια διαδικαστική πράξη αποτελεί, δηλαδή, και η κατάθεση κλήσεως προς ορισμό δικασίμου προς περαιτέρω συζήτηση και μάλιστα χωρίς ανάγκη επίδοσής της (ΑΠ  830/2023 AΠ 792/2021, ΑΠ 1683/84 ΤΝΠ Νομος) ως και ο ορισμός δικασίμου, αφού δι` αυτών συντελείται συνέχιση προς ολοκλήρωση της δίκης (ΑΠ 656/2022). Επίσης, στην παρ. 2 του άρθρου 260 KΠολΔ, η οποία είχε προστεθεί στο άρθρο 260, με την παρ. 5 του άρθρου 8 Ν.2145/1993 (ΦΕΚ Α` 88) οριζόταν ότι: “Η για οποιονδήποτε λόγο ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης δεν αποτελεί διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου ή των διαδίκων”. Με το άρθρο 102 παρ. 4 Ν.4139/2013 (ΦΕΚ Α` 74/20.3.2013) η παράγραφος αυτή του άρθρου 260 KΠολΔ αντικαταστάθηκε ως εξής: “Η για οποιονδήποτε τρόπο ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης αποτελεί διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου”. Από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 24 παρ. 1 εδ. α` ΕισΝΚΠολΔ απορρέουσας γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά τον χρόνο διενεργείας αυτών, συνάγεται ότι η ματαίωση της συζήτησης, ως διαδικαστική πράξη, ρυθμίζεται και διέπεται από το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο διενέργειας αυτής (ΑΠ 23/2022, 1175/2019,1140/2018). Σύμφωνα με τον σκοπό της ίδιας διάταξης, για να αρχίσει, εκ νέου, η παραγραφή, που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης με πράξεις των διαδίκων. Τούτο δε διότι ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (άρθρο 247 ΑΚ επ.) αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του και επομένως δεν ήταν νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός είχε ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερο. Γι` αυτό ο νόμος αναγνώριζε σοβαρούς λόγους συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν είχε δυσμενείς συνέπειες για τον δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής ήταν και είναι, κατ` άρθρο 255 ΑΚ, το δικαιοστάσιο, η ανωτέρα βία και ο δόλος του υποχρέου. Η παραπάνω διάταξη, όπως προαναφέρθηκε, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη και τις παραγράφους 1 και 3 που ενδιαφέρουν την ένδικη διαφορά “1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης  3.Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση». Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου “έγερση” από τον σύγχρονο όρο “άσκηση” της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επίδοσης της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο έκδοσης τελεσίδικης απόφασης ή περάτωσης της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος “τελεσίδικη απόφαση” εννοεί την επερχόμενη με οποιονδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως π.χ. οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρέλευσης των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης τους, αποδοχής της απόφασης, αποδοχή της αγωγής κλπ. Εκτός από την τελεσιδικία της απόφασης, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω κατάργησης της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (άρθρο 293 ΚΠολΔ), καθώς και η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (άρθρα 294-297 ΚΠολΔ) οπότε, στην παραίτηση από το δικόγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 263 ΑΚ. Από τον συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της απόφασης ή της περάτωσης της δίκης με άλλο τρόπο. Η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ ορίζει “ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση” (ΑΠ 1603/2022). Στην παραπάνω διάταξη του νέου άρθρου 261 ΑΚ περιέχεται διάταξη διαχρονικού δικαίου (παρ. 3 αυτού), στην οποία ρυθμίζεται η εν επιδικία παραγραφή εκκρεμών δικών. Ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της νέας διάταξης στις εκκρεμείς δίκες τίθεται να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ενώ δεν τίθεται, ως πρόσθετη προϋπόθεση, να μην έχει ήδη επέλθει εν επιδικία, κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013 (20-3-2013) η παραγραφή της αξίωσης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε προηγουμένως. Έτσι, με τη διάταξη αυτή, της παραγράφου 3 του άρθρου 261 ΑΚ, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της, εισάγεται εξαίρεση από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου των παραγραφών, που θεσπίζεται με το άρθρο 18 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο “οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή του». Όμως, η εφαρμογή της νέας διάταξης και στις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν είχε μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, αλλά η παραγραφή της απαίτησης είχε ήδη επέλθει κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013 σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε, θα οδηγούσε, μέσω της αναδρομικής αυτής επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής, στην αναβίωση της παραγεγραμμένης απαίτησης και στην επαναφορά αυτής στην αρχική και πλήρη μορφή της, ενώ ήδη αυτή, λόγω της παραγραφής, υφίσταται μόνο ως φυσική ή ατελής ενοχή. Τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της διαμορφωμένης περιουσιακής κατάστασης των μερών και την ανατροπή των δημιουργημένων με την επελθούσα παραγραφή νομικών καταστάσεων, περαιτέρω δε την περιέλευση του οφειλέτη σε δυσμενή θέση, αφού θα επέφερε την απώλεια του κεκτημένου με τη συμπληρωθείσα παραγραφή δικαιώματός του να αρνηθεί την παροχή (άρθρο 272 ΑΚ), κλονίζοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του στη σταθερότητα της, διαμορφωμένης με την παραγραφή, νομικής κατάστασης. Με τα δεδομένα αυτά, η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στην αρχή του κράτους δικαίου και, ειδικότερα, στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, που απορρέει ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, με τη νέα διατύπωση του άρθρου 261 ΑΚ, ο νομοθέτης σκοπό είχε να καλύψει, εκτός από τις υποθέσεις που θα καταστούν μελλοντικά επίδικες (παρ. 1 και 2) και εκείνες που είναι εκκρεμείς (παρ. 3) και που επίσης κινδυνεύουν να παραγραφούν μετά τη θέση σε ισχύ της νέας διάταξης, αν εξακολουθούσε να ισχύει γι’ αυτές το άρθρο 261 ΑΚ, στην αρχική του διατύπωση (ΟλΑΠ 7/2022). (AΠ273/2025 Qualex).

Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι σε σχέση με τους λόγους έφεσης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της  ……, εν διαστάσει συζύγου του,την από 2-5-2006 (με α/α εκθ. καταθ: …../2006) αγωγή του, με αντικείμενο τη συμμετοχή του στα αποκτήματα του γάμου, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 18ης-1-2008, και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1788/4-4-2008 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της εν λόγω αγωγής και παρέπεμψε τη συζήτησή της στο καθ’ ύλην αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Ακολούθως την 7η-5-2008 απεβίωσε στη ……,
χωρίς να αφήσει διαθήκη, η αρχικώς εναγόμενη …. του Σπυρίδωνος, καταλείποντας μοναδικούς -κατά τον χρόνο του θανάτου της- εξ αδιαθέτου κληρονόμους της α) την μητέρα της …. (μεταποβιώσασα στις 19-8-2015), β) τον πατέρα της …… (μεταποβιώσαντα στις 10-9-2009), γ) τον αδερφό της ….. (ήδη εναγόμενο) και δ) τον εν
διαστάσει σύζυγό της (ήδη ενάγοντα), το κληρονομικό δικαίωμα του οποίου (ενάγοντα) επί της (κληρονομιαίας) περιουσίας της θανούσας αποκλείστηκε δυνάμει της ήδη αμετάκλητης με αριθμό 6271/2013 απόφασης του του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των με αριθμούς 222/2015 και 556/2016 αποφάσεων του Εφετείου Πειραιά και του Αρείου Πάγου αντιστοίχως), με αποτέλεσμα μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της να είναι πλέον ο αδερφός της ως άνω αποβιώσασας και ήδη εναγόμενος. Εν τω μεταξύ ο ενάγων είχε καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 12-3-2009 από την 12.3.2009 (με α/α εκθ. καταθ. δικ: ……/2009) κλήση του, στρεφόμενης πλέον κατά των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της ως άνω αποβιώσασας συζύγου του, με την οποία επανέφερε προς συζήτηση την ανωτέρω από 2-5-2006 αγωγή του μετά την έκδοση της ως άνω αναφερομένης υπ’αριθμ. 1788/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η οποία την ίδια ημέρα (σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 12-3-2009 έκθεσης κατάθεσης δικογράφου της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, μετά της πράξης ορισμού δικασίμου της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, …………), προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 8ης-1-2010, οπότε και η συζήτησή της ματαιώθηκε, ενώ την 30-6-2011 κατέθεσε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιά την από 30-6-2011 (με α/α εκθ. καταθ. δικ: ……../2011) κλήση του στρεφόμενη κατά των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της ως άνω αποβιώσασας συζύγου του, με την οποία επανέφερε εκ νέου προς συζήτηση, μετά τη ματαιωθείσα συζήτηση της 8ης-1-2010, την ανωτέρω από 2-5-2006 αγωγή του, η οποία την ίδια ημέρα (σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 30-6-2011 έκθεση κατάθεσης δικογράφου της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, μετά της πράξης ορισμού δικασίμου της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……. προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 17.5.2012 και μετά από αναβολή για εκείνη της 5.3.2014, οπότε η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε, επειδή δεν είχε εγγραφεί στο πινάκιο. Εν συνεχεία ο ενάγων επανέφερε προς συζήτηση την ανωτέρω από 2-5-2006 αγωγή του κατά του εδώ εναγομένου, υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς εναγομένης, . ….., δυνάμει της από 16-4-2017 (με α/α ενώπιον του παρόντος εκθ. καταθ. ……./21-4-2017) κλήσης του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 27ης-9- 2017, οπότε και εν τέλει συζητήθηκε, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 897/2018 απόφαση του οικείου Δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Κατά της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης, ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά την από 11-6-2018 (με α/α εκθ. καταθ. ………../28-6-2018) έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 4ης-4-2019, οπότε και συζητήθηκε, εκδόθηκε δε επ αυτής η υπ’ αριθμ. 411/4-6-2020 απόφαση του οικείου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε αυτή (η έφεση) τυπικά δεκτή, απορρίφθηκε κατ’ουσίαν και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Επομένως, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της προαναφερόμενης από 2- 5-2006 αγωγής του για λόγους μη ουσιαστικούς (ήτοι δικονομικούς και δη λόγω αοριστίας), ο ενάγων προέβη σε επανέγερση αυτής εντός εξαμήνου από την τελεσιδικία της δικαστικής κρίσης (βλ. την υπ’ αριθμ. …./4-12-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, (………..), με αποτέλεσμα, να αναβιώνει εν προκειμένω το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής των αγωγικών του αξιώσεων, που είχε επέλθει τόσο με την ως άνω πρώτη (από 2-5-2006) αγωγή του, όσο και με τις μετέπειτα της έγερσηςαυτής διαδικαστικές πράξεις (ΑΠ 148/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως η ένδικη αξίωση του ενάγοντος είχε υποπέσει σε παραγραφή εν επιδικία και δη πριν την έναρξη ισχύος του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ.1 του Ν.4139/2013 για τους ακόλουθους λόγους. Ο χρόνος της διετούς παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος, για τον οποίο υφίσταται αναστολή μέχρι την λύση του γάμου των διαδίκων (άρθρο 256αρ.1 ΑΚ), η οποία επήλθε με τον θάνατο της εν διαστάσει συζύγου του, την 7.5.2008, αρχίζει από την επόμενη ημέρα αυτού, ήτοι την 8.5.2008. Η διετής αυτή παραγραφή σύμφωνα με την διάταξη του 1401 ΑΚ, ισχύει ανεξαρτήτως του αν η εκάστοτε αγωγή βασίζεται στην τριετή διάσταση των συζύγων, την λύση ή την ακύρωση του γάμου. Η παραγραφή αυτή διακόπηκε την 12.3.2009 με την κατάθεση της από 12-3-2009 (με α/α εκθ. καταθ. δικ: ……./2009) κλήσης του, με την οποία επανέφερε προς συζήτηση την από 2-5-2006 αγωγή του, παρά το γεγονός της μη επίδοσής της, κατά την άποψη που ακολουθεί το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Η συζήτηση της αγωγής που επαναφέρθηκε με την κλήση αυτή προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 8.10.2010, οπότε και ματαιώθηκε. Εν συνεχεία ο ενάγων επανέφερε την αγωγή του προς συζήτηση την 30-6-2011 καταθέτοντας στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιά την από 30-6-2011 (με α/α εκθ. καταθ. δικ: ……./2011) κλήση του. Μεταξύ όμως των δυο ως άνω διακοπτικών πράξεων της παραγραφής ήτοι της κατάθεσης των δυο ως άνω κλήσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα την 12.3.2009 η πρώτη και την 30.6.2011 η δεύτερη, μεσολάβησε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, καθώς κατά τον κρίσιμο χρόνο που έλαβε χώρα η μεσολαβήσασα την 8.10.2010 ματαίωση της προσδιορισθείσας συζήτησης, η ματαίωση δεν συνιστούσε διαδικαστική πράξη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως η διετής παραγραφή που διακόπηκε την 12.3.2009 συμπληρώθηκε την 13.3.2011 και εφόσον η ένδικη υπόθεση ήταν εκκρεμής, πλην όμως ήδη παραγεγραμμένη κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 του Ν.4139/2013, οι ως αν διατάξεις δεν τυγχάνουν εφαρμογή στην κρινόμενη περίπτωση. Η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος λόγω της επελθούσας εν επιδικία  παραγραφής της αξίωσής του εφαρμόζοντας το άρθρο 261 ΑΚ, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 του Ν.4139/2013. Για την απόρριψη της αγωγής η εκκαλουμένη απόφαση βασίστηκε σε δυο επάλληλες σκέψεις. Με την πρώτη από αυτές απέρριψε την αγωγή λόγω παραγραφής, δεχόμενη ότι η κατάθεση της κλήσης προς συζήτηση χωρίς την επίδοση αυτής, δεν συνιστά διακοπτική της παραγραφής διαδικαστική πράξη. Την σκέψη αυτή προσέβαλε ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο οποίος είναι βάσιμος, σύμφωνα με όσα δέχθηκε και το παρόν Δικαστήριο, πλην όμως τυγχάνει απορριπτέος επειδή δεν οδηγεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού η τελευταία με την επάλληλη σκέψη της, ήτοι ότι η παραγραφή της αξίωσης του εκκαλούντος επήλθε επειδή κατά το χρονικό διάστημα που διέδραμε μεταξύ της κατάθεσης των δυο προαναφερθεντων κλήσεων, της ματαίωσης μη λογιζόμενης ως διαδικαστικής πράξης, επήλθε η παραγραφή, αφού αυτό υπερέβαινε τα δυο έτη, στήριξε επαρκώς το διατακτικό αυτής, αρκούσας της αντικατάστασης των αιτιολογιών της. Επομένως η εκκαλουμένη απόφαση κατ αποτέλεσμα  ορθώς εφάρμοσε το νόμο, αν και με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες, που αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας  απόφασης.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του επίσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι δεν συνιστά διαδικαστική πράξη η μη γνωστοποίηση της βίαιης διακοπής της δικής με τον θάνατο του ……….., που έλαβε χώρα την 10.9.2009. Ότι  επίσης οι αντίδικοί του,  ………. και ο νυν εφεσίβλητος του γνωστοποίησαν νομίμως τον θάνατο του ……………, διαδίκου κατά του οποίου, στρεφόταν η από 12-3-2009 (με α/α εκθ. καταθ. δικ: …../2009) κλήση του, ασκώντας την με αριθμό κατάθεσης …../25.10.2010 έφεσή τους κατά της με αριθμό 5401/2010 απόφασης του Μον.Πρωτ. Πειραια, την 22.10.2010. Ότι λόγω της μη έγκαιρης γνωστοποίησης του θανάτου του . …… ο εκκαλών δεν μπορούσε παρά να ματαιώσει την συζήτηση της κλήσης του που είχε οριστεί για την 8.1.2010, ούτε μπορούσε να προβεί σε άλλη διαδικαστική πράξη. Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, επειδή αφενός δεν νοείται διενέργεια διαδικαστικής πράξης μέσω παραλείψεως, αφετέρου δεν δηλώθηκε βίαιη διακοπή της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 287 ΚΠολΔ στο Δικαστήριο ή εξωδίκως, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε μεταξύ των δυο κλήσεων για την κρινόμενη υπόθεση κατά τρίτο δε λόγο, ο εκκαλών είχε τη δυνατότητα να προβεί στην επανάληψη της δίκης και πριν την γνωστοποίηση του γεγονότος που προκάλεσε την διακοπή θεωρώντας ότι αυτή επήλθε (άρθρο 291 παρ.1 Κ.Πολ.Δ). Σημειώνεται ότι ο εκκαλών γνώριζε τον θάνατο του ……….. τουλάχιστον την 8.1.2010, τον οποίο επικαλείται ως λογο ματαίωσης της συζήτησης της κλήσης του. Περαιτέρω, παρέλκει η εξέταση των έτερων σκελών του πρώτου λόγου έφεσής του, με τα οποία βάλλει κατά της εκκαλουμένης απόφασης, επειδή α) εφάρμοσε πλημμελώς την δεύτερη παράγραφο του άρθρου 261 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 του Ν.4139/2013, επειδή μετά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με αυτές που ανωτέρω εκτέθηκαν, στην κρινόμενη περίπτωση δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής της ως άνω διαταξης και β) επειδή η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι η αναβολή της από 30-6-2011 (με α/α εκθ. καταθ. δικ: ……/2011) κλήσης του, κατά τη δικάσιμο της 17.5.2012 για την δικάσιμο της 5.3.2014, δεν καθιστούσε εκκρεμή την αγωγή του, επειδή σύμφωνα, με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα 30.6.2011 η αξίωσή του είχε ήδη υποπέσει σε παραγραφή.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών εκθέτει ότι επί της από 2.5.2006 αγωγής του, εκδόθηκε η με αριθμό 1788/4.4.2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία το ως άνω Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και ότι καθώς κανένας από τους διαδίκους δεν επέδωσε την ως άνω απόφαση, είχαν αμφότεροι προθεσμία τριών ετών προκειμένου να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης αυτής ήτοι μέχρι την 4.4.2011. Ότι περαιτέρω, αμέσως μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής ο εκκαλών επανέφερε προς συζήτηση την αγωγή του, δυνάμει της με από 30.6.2011 και 30-6-2011 (με α/α εκθ. καταθ. δικ: ……/2011) κλήση του, διακόπτοντας την παραγραφή. Ο ως άνω ισχυρισμός προβάλλεται παραδεκτά από τον εκκαλούντα, το πρώτον με την κρινόμενη έφεσή του καθώς αποδεικνύεται εγγράφως κατ άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ., από τα έγγραφα που επικαλείται πλην όμως τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος καθώς η έκδοση της οριστικής απόφασης δεν αναστέλλει την παραγραφή μέχρι να ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης (ΟλΑΠ1143/1984 ΤΝΠ Νομος). Εξάλλου και υπό την εκδοχή ότι ο εκκαλών με τον ως άνω λόγο έφεσης ζητεί την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 261 ΑΚ, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 του Ν. Ν.4139/2013, κατά την οποία οι διάδικοι δεν υποχρεούνται να προβούν σε κάποια διακοπτική ενέργεια εφόσον προβλέπεται κάποια προθεσμία για την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων , ήτοι εν προκειμένω η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, τυγχάνει και πάλι απορριπτέος, επειδή σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν στην κρινόμενη περίπτωση δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ ως ισχύει μετά την αντικατάστασή της.

Κατά το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ,, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269, δηλαδή: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο δε της προβολής αυτής λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Ετσι στην κατ’ έφεση δίκη  επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο προτείνων αυτές διάδικος (ΑΠ 536/2017 Νομος, Α.Π. 105/2017, 9/2014). Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών το πρώτον ισχυρίζεται ότι η παραγραφή της αξίωσής του κατά του εφεσίβλητου έχει διακοπεί λόγω αναγνώρισης    αυτής (άρθρο 260 ΑΚ). Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι υπήρξε διακοπή της παραγραφής της αξίωσής του λόγω της αναγνώρισης του χρέους που προερχόταν από τα αποκτήματα της συζύγου του, από τους εξ αίματος κληρονόμους της, κατά την επιχείρηση του μεταξύ τους εξώδικου συμβιβασμού από τον Μάιο του έτους 2009 μέχρι και τον Αύγουστο του έτους 2010, οπότε κατάθεσε την από 3.8.2010 την αίτηση για τον κληρονομητήριο του, ναυαγήσαντος του αρξάμενου συμβιβασμού. Ο ως άνω πρόσθετος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, πρωτίστως ως απαράδεκτος, επειδή ο εκκαλών τον  προβάλλει το πρώτον με τους πρόσθετους λόγους της έφεσής του, χωρίς να επικαλείται σε ποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 527ΚΠολΔ εμπίπτει, ώστε να δικαιολογείται η βραδεία προβολή του. Σε κάθε περίπτωση, απαραδέκτως το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών του σελ. 4 αυτής, ο εκκαλών προσκομίζει προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού, το από τον Απρίλιο του έτους 2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο επιπλέον δεν μπορεί να έχει αποδεικτική ισχύ κατ άρθρο 443 ΚΠολΔ, καθώς δεν φέρει ουδεμία υπογραφή.

Ακόμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 255 εδάφιο 1 του ΑΚ η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Κατά δε το άρθρο 257 του ΑΚ το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής. Όταν παύσει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες (ΑΠ 1642/1998 ΝΟΜΟΣ). Κώλυμα ανώτερης βίας για επίδικη αξίωση, η παραγραφή της οποίας άρχισε να τρέχει, αποτελεί και εκείνο της αναβολής δίκης, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, έως ότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα άλλη πολιτική δίκη, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται και η διάγνωση της επίδικης διαφοράς. Στην περίπτωση αυτή η αποφαινομένη την αναβολή απόφαση αποτελεί την αφετηρία έναρξης νέας παραγραφής της ένδικης αξίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΑΚ, το δε αναγνωριζόμενο με αυτήν κώλυμα, δηλαδή η εκκρεμής άλλη πολιτική δίκη αποτελεί το λόγο αναστολής της παραγραφής, αλλά μόνο εφόσον ήθελε συνεχισθεί η εκκρεμότητα αυτή και κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής, όπως ρητώς με το άρθρο 255 ΑΚ ορίζεται. Αν αρθεί το κώλυμα, δηλαδή περατωθεί η άλλη πολιτική δίκη προ του τελευταίου εξαμήνου της παραγραφής, τότε, δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής της παραγραφής, αν όμως το κώλυμα εξακολουθήσει να υφίσταται ή συμπέσει με το τελευταίο εξάμηνο της παραγραφής, τότε η συμπλήρωση αυτής αναστέλλεται και συμπληρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 257 § 2 ΑΚ μετά την πάροδο έξι μηνών από την άρση του κωλύματος (ΑΠ 200/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1002/1998 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 723/1990 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 121/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 495/2001 ΝΟΜΟΣ).(ΕφΑΘ506/2022 Νομος). Με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι συνέτρεξε η συνδρομή της διενέργειας και άλλων διακοπτικών πράξεων της παραγραφής της ένδικης αξίωσής του και δη α) η άσκηση της από 11.6.220 και με αριθμό κατάθεσης …/εξ……./3.8.2010 αίτησής του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την οποία ζήτησε την έκδοση κληρονομητηρίου στο όνομά του, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αποβιώσασας συζύγου του, η οποία συζητήθηκε την 6.9.2010 και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 6401/2010 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή την αίτησή του. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση οι γονείς και ο αδελφός της θανούσας, η οποία απορρίφθηκε με την με αριθμό 611/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, εκδοθέντος εν τέλει του με αριθμό …../22.12.2011 πιστοποιητικού κληρονομητηρίου, με αποτέλεσμα να μην έχει υποπέσει σε παραγραφή η αξίωσή του μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.4139/2013 και β) οι αντίδικοι άσκησαν μετά την έκδοσή της με αριθμό 6401/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, την από 27.1.2012 αγωγή τους με την οποία ζήτησαν τον αποκλεισμό του από την κληρονομία της θανούσας, επί της οποίας τελικά εξεδόθη η με αριθμό 556/24.10.2016 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία επικυρώθηκε η με αριθμό 6271/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που είχε κάνει δεκτή την ως άνω αγωγή και επομένως με την έκδοση της ως άνω απόφασης λύθηκε το ζήτημα της νομιμοποίησης των διαδίκων της κρινόμενης υπόθεσης, αφενός επειδή ο εκκαλών δεν θεωρείτο πλέον κληρονόμος της θανούσας, λόγω του αποκλεισμού του, αφετέρου δε κρίθηκε ότι για την επανάληψη της συζήτησης της αγωγής αυτής νομιμοποιείται ο κατά την παρούσα δίκη εφεσίβλητος. Ο ως άνω πρόσθετος λόγος έφεσης, ο οποίος θα μπορούσε να θεμελιώσει λόγο αναστολής και όχι διακοπής της παραγραφής (άρθρο 255 ΑΚ) συντρεχουσών των λοιπών προϋποθέσεων για την αναστολή, παραδεκτά προτείνεται το πρώτον με την έφεση καθώς αποδεικνύεται από έγγραφα που επικαλείται ο εκκαλών, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί καθώς αφορά την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων για άλλες υποθέσεις μεταξύ των ίδιων διαδίκων, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κρίση του Δικαστηρίου περί αναστολής της κρινόμενης υπόθεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί των λοιπών δικών τις οποίες αναφέρει ο εκκαλών, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η οποία θα επέφερε την αναστολή της παραγραφής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι στην έννοια της διαδικαστικής πράξης που διακόπτει την παραγραφή κατά την διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, εντάσσεται όχι μόνον εκείνη που αφορά τη δίκη για την επίλυση της κύριας διαφοράς, αλλά και κάθε άλλη που έγινε από άλλο δικαστήριο, το οποίο κρίνει διαφορετικό μεν αντικείμενο, επιλύει όμως αρμοδίως και ζήτημα που αποτελεί τη βάση ή την προϋπόθεση της αξίωσης, στην οποία αφορά η παραγραφή ή όταν η παρεμπίπτουσα έρευνά του θα ήταν αναγκαία για την επίλυση της αναφερόμενης στην αξίωση διαφοράς, παραπέμποντας μάλιστα για την σκέψη αυτή στην με αριθμό 1327/1986 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Οπως προκύπτει από την επισκόπηση της απόφασης αυτής, στην οποία παραπέμπουν και οι λοιπές αποφάσεις τις οποίες επικαλείται ο εκκαλών, η εξεταζόμενη από το Ανώτατο Δικαστήριο υπόθεση αφορούσε την εφαρμογή και την ερμηνεία  της διάταξης του άρθρου. 95 εδ. α` ν.δ. 321/1969 “Περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού”, που αφορά την παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, διάταξη που δεν τυγχάνει εφαρμογής στην κρινόμενη υπόθεση και επομένως ο δεύτερος πρόσθετος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Πρέπει επομένως, απορριπτομένων όλων των λόγων έφεσης, να απορριφθεί η έφεση, να επιστραφεί όμως το παράβολο Δημοσίου που κατατέθηκε κατά την άσκησή της στον εκκαλούντα, και να καταδικαστεί ο τελευταίος στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της απόρριψης του ένδικου μέσου (άρθρο 183 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την έφεσης και τους πρόσθετους λόγους αυτής .

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα, του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης ηλεκτρονικού παραβόλου Δημοσίου.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1.12.2025,απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, παρούσας της Γραμματέως.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ