Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 671/2025

Αριθμός  671/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικό

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…….», που εδρεύει στην …. Σουηδίας (οδός ……….), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Μιχαήλ Μαρκουλάκο [Ι. ΚΑΙ Μ. ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ δικηγορική Εταιρία] (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  11.2.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2962/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δεχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από  24.10.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ……./2024) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο εκκαλών, παραστάς αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος και  ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 24.10.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2022 και με αριθμό προσδιορισμού ……./2024 έφεση κατά της με αριθμό 2962/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 11.2.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2021 αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της γνήσιας τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης δεδομένου ότι η εφεσίβλητη επικαλείται και προσκομίζει ως σχετικό 1α τη με αριθμό …./26.9.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …………. (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 1, 517, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς, καθόσον για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……… ποσού 150 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, σε συνδυασμό με τη δήλωση της καταθέσασας δικηγόρου Αθηνών …………… για την ιδιότητα του εκκαλούντος και την απαλλαγή της από την υποχρέωσης γραμματίου προείσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 82 του ΚωδΔικ. Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή της, η ενάγουσα εταιρία με έδρα τη Σουηδία, εξέθετε ότι είναι μέλος επενδυτικού σουηδικού ομίλου εταιριών και ότι τον 5ο του 2020 εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά του σκάφους που αναφέρεται στην αγωγή και ότι για το λόγο αυτό επιχείρησε να ιδρύσει μια ελληνική θυγατρική εταιρία που έλαβε την επωνυμία ………. ., αλλά ότι επειδή καθυστερούσαν οι διαδικασίες θα συμβαλλόταν τελικά η ίδια ως αγοράστρια. Ότι στις 22.5.2020 υπέγραψε με την πωλήτρια με έδρα τα Βρετανικά Παρθένα Νησιά σύμφωνο αγοραπωλησίας, το οποίο ονόμασαν μνημόνιο συνεργασίας με τίμημα αγοραπωλησίας ύψους 3.400.000 ευρώ και αγοράστρια την ενάγουσα ή όποιο άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ορίσει αυτή. Ότι ορίστηκε ως προκαταβολή το ποσό των 340.000 ευρώ το οποίο κατέβαλε στον εναγόμενο δικηγόρο Αθηνών ως θεματοφύλακα για να το φυλάσσει κατά τους όρους του συμφωνητικού. Ότι μετά τη σύσταση της θυγατρικής εταιρίας οπότε θα ήταν αυτή η αγοράστρια του σκάφους, η ενάγουσα ζήτησε την επιστροφή του προαναφερόμενου ποσού από τον εναγόμενο, πλην όμως αυτός δεν εκτέλεσε την τραπεζική μεταφορά, και μέχρι σήμερα δεν το έχει καταβάλει ιδιοποιούμενος αυτό παράνομα, και ότι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου τρώθηκε η φήμη και η αξιοπιστία της. Μετά την έκθεση του ιστορικού αυτού αιτήθηκε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 340.000 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας και το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της οριζόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 του ΚΠολΔ προθεσμίας, και ότι για το παραδεκτό της συζήτησης τηρήθηκε η προδικασία του ν 4620/2019, δηλαδή ότι έγινε ενημέρωση για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διερεύνησης της διαφοράς και έλαβε χώρα η υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης (άρθρα 3, 6 και 7), καθώς έκρινε ότι έχει τοπική, υλική και λειτουργική αρμοδιότητα λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Καν. 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Στη συνέχεια απέρριψε ως απαράδεκτη την ένσταση περί υπαγωγής της υπόθεσης σε διαιτησία την οποία προέβαλε ο εναγόμενος ως προς το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ως ουσία αβάσιμη κατά το μέρος που αφορούσε το αγωγικό αίτημα περί θετικής ζημίας εκ της αδικοπραξίας του εναγομένου. Τέλος αφού έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 31 και 32 του Κανονισμού 864/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), απορρίπτοντας ισχυρισμό περί εφαρμογής του αγγλικού δικαίου, έκρινε ορισμένη την αγωγή μόνο ως προς το αίτημα περί αποζημίωσης, απορρίπτοντας ισχυρισμό περί του αντιθέτου, και επίσης έκρινε ότι αυτή είχε έρεισμα στις διατάξεις 914, 297, 298 και 346 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρα 375 και 216 του ΠΚ και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 340.000 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής και με προσωπική του κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών εναγόμενος με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή επτά λόγους παραπονούμενος για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την παραδοχή της ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων για το λόγο ότι η εκκαλουμένη απέρριψε την ένσταση του περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, επικαλούμενος σχετική συμφωνία στο memorandum of aggrement που υπεγράφη και ειδικότερα στο άρθρο 40 αυτού, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 της δεύτερης προσθήκης και η οποία συμφωνία περί διαιτησίας περιλαμβάνει, κατά τους ισχυρισμούς του και τις αξιώσεις από εξωσυμβατική ευθύνη. Ότι ειδικότερα στο memorandum of aggrement με το οποίο καταστρώθηκε το πλαίσιο συνεργασίας για την οριστική υπογραφή της αγοραπωλησίας του πλοίου ανάμεσα στην ενάγουσα υποψήφια αγοράστρια και την πωλήτρια του πλοίου με έδρα τα Βρετανικά Παρθένα Νησιά στο οποίο συμβλήθηκε και η μεσίτρια εταιρία αλλά και ο εναγόμενος προβλέφθηκε ότι :  «Η παρούσα συμφωνία διέπεται από και ερμηνεύεται σύμφωνα με τους νόμους της Αγγλίας και οποιαδήποτε διαφορά προκύπτει από τη σχέση μεταξύ αγοραστή πωλητή και μεσίτη  παραπέμπεται σε διαιτησία στο Λονδίνο για να καθοριστεί σύμφωνα µε τις διατάξεις του Νόμου περί Διαιτησίας του 1996 και κάθε μεταγενέστερη πράξη που την αντικαθιστα ή την τροποποιεί… Δεν μπορεί να ασκηθεί καμία διαδικασία οποιασδήποτε φύσης σε οποιαδήποτε άλλη πολιτεία ή δικαιοδοσία, εκτός εάν οποιοδήποτε από τα μέρη μπορεί να ασκήσει διαδικασίες κατάσχεσης για τη λήψη συντηρητικής κατάσχεσης ή λοιπής παρόµοιας προσφυγής κατά σκάφους ἡ ιδιοκτησίας του άλλου μέρους σε οποιοδήποτε κράτος ἡ δικαιοδοσία…εάν από οποιοδήποτε μέρος κοινοποιηθεί διαδικασία διαιτησίας ο θεματοφύλακας  αφού λάβει την κοινοποίηση των εν λόγω διαδικασιών, δεν ασχολείται με τα ποσά που αφορούν, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δύο μερών ή σύμφωνα µε τη διάταξη περί διαιτητών…Τα χρήματα θα πρέπει να τηρούνται σε έναν καθορισμένο λογαριασμό πελατών, ο οποίος θα πρέπει να είναι άτοκος, εφόσον το επιτρέπουν οι ειδικοί τραπεζικοί κανόνες. Ο θεματοφύλακας µπορεί, µε τη γραπτή συμφωνία και των δύο μερών, να καταβάλει τα χρήματα σε λογαριασμό θεματοφυλακής που ελέγχεται από κοινού από τους νόµιµους εκπροσώπους και των δύο μερών εν αναμονή του αποτελέσματος της διαιτησίας”. Ότι στη συνέχεια με τη δεύτερη προσθήκη ορίστηκε στο άρθρο 11 ότι: “Η ρήτρα (40) διαγράφεται στα σύνολό της και στη θέση της τοποθετείται η ακόλουθη γλὠσσα (the following language) σύμφωνα με το αγγλικό κείμενο:: Ἡ παρούσα Σύμβαση και οποιαδήποτε διαφορά ἡ αξίωση που προκύπτει από ή σε σχέση µε αυτήν ή το αντικείµενο ἡ τη σύστασή της (συμπεριλαμβανομένων των µη συμβατικών διαφορών ἡ αξιώσεων) διέπεται από και ερμηνεύεται σύμφωνα µε την αγγλική νοµοθεσία. Τα μέρη συμφωνούν αμετάκλητα ότι οποιαδήποτε διαφορά που προκύπτει από ἡ σε σχέση µε την παρούσα συμφωνία θα παραπεμφθεί σε διαιτησία στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα µε τον Νόμο περὶ Διαιτησίας του 1996 ή οποιαδήποτε νόµιμη τροποποίηση ή ανανέωση αυτού, προκειµένου να τηρηθεί στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο στις διατάξεις της παρούσας ρήτρας. Η διαιτησία διεξάγεται σύμφωνα µε τους όρους της Ένωσης για την Ναυτική Διαιτησία του Λονδίνου {LMAA} που ισχύουν κατά τη στιγµή της έναρξης της διαδικασίας διαιτησίας.”  Ο εκκαλών ισχυρίζεται περαιτέρω ότι στη ρήτρα 38 του “Memorandum of Agreement”, η οποία, όπως τονίζει, δεν τροποποιήθηκε, κατά την τροποποίηση κάποιων διατάξεων του μνημονίου που μεσολάβησε, υφίσταται ρύθμιση για τον θεματοφύλακα και ειδικότερα ότι αυτός “αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της παρούσας Σύμβασης για τους σκοπούς της παρούσας Ρήτρας”. Παραπονείται δε ότι έκρινε αντιφατικά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι δεν υπάγονται στη διαιτησία οι διαφορές που αφορούν ή σχετίζονται με οποιαδήποτε νομική βάση συμπεριλαμβανομένης της αδικοπρακτικής και ότι τα μέρη έχουν ρητά εξαιρέσει από την εμβέλεια της ισχύος του όρου 40 περί υπαγωγής σε διαιτησία τον θεματοφύλακα και έχουν περιορίσει σε αυτόν μόνο την εφαρμογή του άρθρου 42 περί απορρήτου και στις διατάξεις που αφορούν την προκαταβολή. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι επειδή με βάση τον όρο 11, που τροποποίησε διατάξεις του μνημονίου, τα μέρη αποφάσισαν τη ολική διαγραφή του ὀρου 40, από τον οποίο αρχικώς εξαιρείτο ο θεματοφύλακας, και την αντικατάστασή του από τα αναφερόμενα στον όρο αυτό (όρος 11), ότι από αυτό προκύπτει  ρητά και µε σαφήνεια ότι τα µέρη συμφώνησαν αμετάκλητα, πως οποιαδήποτε διαφορά που προκύπτει από ή σε σχέση µε την συμφωνία θα παραπέμπεται σε διαιτησία στο Λονδίνο σύμφωνα με το νόµο περί διαιτησίας του ν. 1996, εκφράζοντας ρητώς τη βούλησή τους, µετά την αντικατάσταση του ὀρου 40 να καταλαμβάνεται από τη ρήτρα διαιτησίας, οποιαδήποτε διαφορά προκύψει σχετικά και µε την ευθύνη του Θεματοφύλακα και τη διαχείριση της προκαταβολής. Ότι σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι σε περίπτωση που τα µέρη δεν ήθελαν να υπάγονται στη διαδικασία της διαιτησίας οι διαφορές που σχετίζονται µε την ευθύνη του θεματοφύλακα, δεν θα είχε λάβει χώρα αντικατάσταση του άρθρου 40, δεδομένου ότι η κύρια διαφοροποίηση που επήλθε µε το άρθρο 11 της προσθήκης αφορούσε στην υπαγωγή των διαφορών στη διαιτησία που σχετίζονται µε την ευθύνη του θεµατοφύλακα της σύμβασης. Ότι επομένως κατά τον ισχυρισμό του σύμφωνα µε τα ανωτέρω θα έπρεπε η εκκαλουµένη να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας εκ της υφισταμένης ρήτρας διαιτησίας. Αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι μεταξύ της υποψήφιας αγοράστριας (ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης εταιρίας με έδρα τη Σουηδία) και της πωλήτριας που εδρεύει στο Βρετανικά Παρθένα νησιά, καταρτίστηκε μνημόνιο συμφωνίας (memorandum of aggrement) στο οποίο αναφέρθηκαν δύο μεσίτες με έδρα το Μπελίζ και τη Φλόριντα των ΗΠΑ και τούτο συμπληρώθηκε με τέσσερις προσθήκες. Η πρώτη προσθήκη αφορούσε στον προσδιορισμό των ενημερωμένων εγγράφων του μεταβιβαζόμενου πλοίου. Με τη δεύτερη προσθήκη ρυθμίστηκαν ειδικότερα θέματα μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή, με την τρίτη προσθήκη τροποποιήθηκε η ρήτρα 9 για τη διαδικασία ελέγχου στη θάλασσα και με την τέταρτη προσθήκη άλλαξε το τίμημα και τροποποιήθηκε το άρθρο 12 που αφορούσε την ημερομηνία ολοκλήρωσης της αγοραπωλησίας. Ειδικότερα με το άρθρο 11 της δεύτερης προσθήκης τα μέρη αντικατέστησαν τη ρήτρα 40 του μνημονίου με το εξής περιεχόμενο:” Η ρήτρα (40) διαγράφεται στα σύνολό της και στη θέση της τοποθετείται η ακόλουθη γλὠσσα (the following language) σύμφωνα με το αγγλικό κείμενο: Η παρούσα Σύμβαση και οποιαδήποτε διαφορά ἡ αξίωση που προκύπτει από ή σε σχέση µε αυτήν ή το αντικείµενο ἡ τη σύστασή της (συμπεριλαμβανομένων των µη συμβατικών διαφορών ἡ αξιώσεων) διέπεται από και ερμηνεύεται σύμφωνα µε την αγγλική νοµοθεσία. Τα μέρη συμφωνούν αμετάκλητα ότι οποιαδήποτε διαφορά που προκύπτει από ἡ σε σχέση µε την παρούσα συμφωνία θα παραπεμφθεί σε διαιτησία στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα µε τον Νόμο περὶ Διαιτησίας του 1996 ή οποιαδήποτε νόµιμη τροποποίηση ή ανανέωση αυτού, προκειµένου να τηρηθεί στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο στις διατάξεις της παρούσας ρήτρας. Η διαιτησία διεξάγεται σύμφωνα µε τους όρους της Ένωσης για την Ναυτική Διαιτησία του Λονδίνου {LMAA} που ισχύουν κατά τη στιγµή της έναρξης της διαδικασίας διαιτησίας. Η παραπομπή αφορά τρεις (3) διαιτητές. Κάθε διάδικος που επιθυμεὶ να υποβάλει ένσταση στη διαιτησία ορίζει τον διαιτητή του αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στο άλλο μέρος, ζητώντας να ορίσει δικό του διαιτητή εντός 14 ημερών από την εν λόγω ειδοποίηση και δηλώνοντας ότι θα διορίσει τον διαιτητή του ως μοναδικό, εκτός εάν ο άλλος διάδικος διορίσει τον δικό του διαιτητὴ και ειδοποιήσει ὁτι το έπραξε εντός προθεσμίας 84 ημερών.  ‘Οταν διορίζονται δύο διαιτητὲς, ορίζουν έναν τρίτο ως πρὀεδρο. Εάν ο άλλος διάδικος δεν διορίσει τον δικό του διαιτητή και ειδοποιήσει εντός 14 ημερών που ορίζονται, o διαιτητής δύναται, χωρίς την απαίτηση περαιτέρω προειδοποίησης προς τα άλλο µέρος, να ορίσει τον διαιτητή του ως ο μοναδικός, διαιτητής καὶ ενημερώνει σχετικά το άλλο µέρος. H χορήγηση μοναδικού διαιτητή είναι δεσµευτική για αμφότερα τα µέρη, σαν να είχε διοριστεί µε συμφωνία. Τίποτα στο παρὸν δεν εμποδίζει τα μέρη να συμφωνήσουν γραπτώς να τροποποιήσουν αυτές τις διατάξεις για τον διορισμό ενὸς μοναδικού διαιτητή, Στις περιπτώσεις που ούτε η αξίωση ούτε οποιαδήποτε αντισταθμιστική αγωγή υπερβαίνει το ποσό των 50000 βρετανικών λιρών (ἡ οποιοδήποτε άλλο ποσό µπορεί να συμφωνήσουν οι διάδικοι η διαιτησία διεξάγεται σύμφωνα µε τη διαδικασία της Ένωσης για την Ναυτική Διαιτησία του Λονδίνου ΕΝΜΑΑ) για τις μικρές απαιτήσεις κατά την έναρξη της διαδικασίας διαιτησία”. Πρωτίστως να σημειωθεί ότι πράγματι με το μνημόνιο συμφωνίας που υπεγράφη στις 22.5.2020 συμφωνήθηκε να υπαχθούν μόνο οι ενδοσυμβατικές διαφορές σε διαιτησία. Όμως σύμφωνα με το άρθρο 38 του προαναφερόμενου μνημονίου ο θεματοφύλακας ορίζεται μέρος της σύμβασης αναφορικά με την τύχη της προκαταβολής και την ρήτρα εμπιστευτικότητας (άρθρο 42). Για το λόγο αυτό αυτός περιλαμβάνεται στα συμβαλλόμενα μέρη του μνημονίου και στο αγγλικό κείμενο σε συγκεκριμένη θέση υφίσταται η υπογραφή του, όπως και της ενάγουσας, της πωλήτριας και των δύο μεσιτριών. Όμως τα συμβαλλόμενα μέρη με το άρθρο 38 διευκρίνισαν ότι θεωρείται συμβαλλόμενο μέρος μόνο σε δύο περιπτώσεις, δηλαδή την τύχη της προκαταβολής που θα φύλασσε και τη ρήτρα εμπιστευτικότητας. Άρα εξαρχής η ενδοσυμβατική ευθύνη του δεν περιλαμβάνεται στις διαφορές του άρθρου 40 που αφορούν μόνο τον αγοραστή, τον πωλητή και τον μεσίτη. Στη συνέχεια με τη δεύτερη προσθήκη του μνημονίου περιλήφθησαν και οι διαφορές από εξωσυμβατική ευθύνη στη ρήτρα διαιτησίας με το προαναφερόμενο άρθρο 11 που συμπλήρωσε το άρθρο 40 αναφορικά με τις διαφορές μεταξύ του αγοραστή του πωλητή και του μεσίτη που υπάγονται σε διαιτησία και συμπεριέλαβε και τις διαφορές από εξωσυμβατική ευθύνη μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Ο εναγόμενος δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος και για το λόγο αυτό η δεύτερη προσθήκη δεν υπεγράφη από αυτόν ούτε προβλέφθηκε να υφίσταται πεδίο υπογραφής γι’ αυτόν, αφού αποδεικνύεται πως υπογραφή στο αγγλικό κείμενο στη θέση shareholder υφίσταται μόνο στο αρχικό μνημόνιο και στην τέταρτη προσθήκη με τη σφραγίδα του εναγόμενου δικηγόρου, αλλά υπεγράφη μόνο από την ενάγουσα και την πωλήτρια. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εφεσίβλητη και η πωλήτρια (συμβαλλόμενα μέρη στη δεύτερη προσθήκη) επιχείρησαν να συμπεριλάβουν και τις αξιώσεις από εξωσυμβατική ευθύνη στη ρήτρα διαιτησίας του άρθρου 40 του μνημονίου μόνο όμως αναφορικά με τις δικές τους συμβατικές και εξωσυμβατικές σχέσεις και γι’ αυτό η δεύτερη αυτή τροποποίηση, σε αντίθεση με το αρχικό μνημόνιο δεν έχει υπογραφεί από τον εκκαλούντα. Να αναφερθεί δε ότι πλην του αρχικού μνημονίου συμφωνίας και της τέταρτης προσθήκης δεν υπάρχει πεδίο υπογραφής για τον θεματοφύλακα (shareholder) στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη προσθήκη αφού μοναδικοί συμβαλλόμενοι είναι η ενάγουσα και η πωλήτρια. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη ήθελαν να συμπεριλάβουν στις εξωσυμβατικές τους διαφορές και αυτές του εναγόμενου θεματοφύλακα θα τον όριζαν συμβαλλόμενο μέρος και θα υπέγραφε τη δεύτερη προσθήκη, όπως υπέγραψε την τέταρτη προσθήκη. Αλλά και από το περιεχόμενο της τροποποιηθείσας διάταξης αποδεικνύεται ότι με τον παραπάνω όρο 11 στον οποίο αναφέρεται ο εκκαλών τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν να εξειδικεύσουν την αρχική συμφωνία τους για παραπομπή των μεταξύ τους αξιώσεων (και των εξωσυμβατικών, όπως προαναφέρθηκε) σε διαιτησία και όχι να υποβάλουν σε διαιτησία και τις διαφορές τους με το θεματοφύλακα, διότι στην περίπτωση αυτή θα οριζόταν ρητά ότι στη ρήτρα αυτή περιλαμβάνονται και οι αξιώσεις τους ως προς το θεματοφύλακα. Συνεπώς κρίνεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή η ενάγουσα και η πωλήτρια, αποσκοπούσαν στη ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων και όχι στην υπαγωγή σε διαιτησία ακόμη και της αδικοπρακτικής ευθύνης του θεματοφύλακα και μάλιστα την περίπτωση που αυτός παρακρατήσει και δεν αποδώσει το ποσό της προκαταβολής. Συνεπώς θα αντικατασταθεί κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ η αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης που απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό κρίνοντας ότι μόνο οι ενδοσυμβατικές διαφορές υπάγονται στη ρήτρα διαιτησίας του άρθρου 40 και θα απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος εφέσεως.

Με το δεύτερο συναφή του πρώτου λόγο εφέσεως ο εκκαλών εναγόμενος παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθώς με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο και μάλιστα τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, παρόλο που, όπως αναφέρει με το δεύτερο λόγο εφέσεως με τον οποίο επαναφέρει ισχυρισμό που πρότεινε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από το προαναφερόμενο memorandum of agreement προκύπτει µε σαφήνεια, ότι τα μέρη που υπέγραφαν το μνημόνιο επέλεξαν και το δίκαιο που θα εφαρμοζόταν στις συμβατικές τους σχέσεις και εφαρµοστέο ορίστηκε το αγγλικό δίκαιο, το οποίο θα διέπει ολόκληρη τη σύμβαση ως αυτό που επιλέχθηκε από τα µέρη σύμφωνα µε το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού 3993/2008 (Ρώμη Ι). Ότι ειδικότερα στο άρθρο 11 της δεύτερης πρόσθετης πράξης σχετικά με το εφαρµοστέο δίκαιο ορίστηκαν τα εξής: «ότι οποιαδήποτε διαφορά ἡ αξίωση που ερμηνεύεται σύμφωνα µε την αγγλική νοµοθεσία». Ότι ο ισχυρισμός του ενισχύεται από τη με αριθμό 5727/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κρίνοντας επί της αιτήσεως ασφαλιστικών µέτρων που άσκησε η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη έκρινε ότι τα μέρη με το προαναφερόμενο από 22.5.2020 memorandum of agreement επέλεξαν ως εφαρμοστέο το ουσιαστικό αγγλικό δίκαιο μνημονεύοντας στο σκεπτικό του το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (EK) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17.06.2008 «για το εφαρµοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης της 19.6.1980 «για το εφαρµοστέο δίκαιο στις συµβατικές ενοχές» και μάλιστα απέρριψε την αίτηση διότι αφενός δεν προσκομίζονταν επαρκή στοιχεία για το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο από τους διαδίκους και αφετέρου δήλωσε ότι το αγνοούσε και ότι δεν πιθανολογούσε για το περιεχόμενο του. Ότι ακολούθως επειδή με την εκκαλουμένη με εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου εφαρμόστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 61, 70, 297, 298, 330, 340, 345, 346, 361 και 914 ΑΚ σε συνδυασμό µε τα αρ. 375, 216 ΠΚ, και δεν εκδόθηκε προδικαστική απόφαση αυτή θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά παραδοχή του σχετικού δεύτερου λόγου εφέσεως. Όμως όπως ήδη προαναφέρθηκε αναλυτικά κατά την εξέταση του πρώτου λόγου εφέσεως με τη δεύτερη προσθήκη που επικαλείται ο εκκαλών και η οποία δεν υπεγράφη από αυτόν, αλλά από την εφεσίβλητη και την υποψήφια πωλήτρια, τα μέρη τροποποίησαν τη διάταξη του άρθρου 40 που περιλαμβάνει τις διαφορές μεταξύ της αγοράστριας της πωλήτριας και του μεσίτη που υπάγονται σε διαιτησία και για τις οποίες ορίστηκε εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο. Ο εναγόμενος δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος παρά μόνο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 που προαναφέρθηκε ως προς την τύχη της προκαταβολής και τη ρήτρα εμπιστευτικότητας. Εάν τα μέρη ήθελαν να συμπεριλάβουν τις διαφορές τους με το θεματοφύλακα σε αγγλικό δίκαιο αφενός θα τον έθεταν ως συμβαλλόμενο μέρος στη δεύτερη προσθήκη και αφετέρου θα αντικαθιστούσαν, όπως έπραξαν με την παράγραφο 40 του μνημονίου, ή θα τροποποιούσαν, όπως έπραξαν με την παράγραφο 41 του μνημονίου και το άρθρο 38 το οποίο όριζε περιοριστικά τα θέματα ως προς τα οποία θεωρείτο ο θεματοφύλακας συμβαλλόμενος και αναφέρθηκαν παραπάνω. Εξάλλου στη συγκεκριμένη περίπτωση που αφορά αξίωση από αδικοπραξία το εφαρμοστέο δίκαιο δεν κρίνεται με βάση τον κανονισμό 593/2008 (Ρώμη Ι) αλλά με βάση τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 31 και 32 του κανονισμού 864/2007 του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 11.7.2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές “Ρώμη ΙΙ” καθώς από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής κρίνεται ότι τα αναφερόμενα σε αυτή πραγματικά περιστατικά συνιστούν αδικοπραξία, διότι εμπίπτουν σε παράνομη και υπαίτια πράξη που τυποποιείται στο άρθρο 375 του ΠΚ και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τον προαναφερόμενο κανονισμό 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) και το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και δεν διέταξε απόδειξη για το αλλοδαπό δίκαιο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 337 του ΚΠολΔ. Τούτο δε διότι στις αξιώσεις από αδικοπραξία εφαρμόζεται το ουσιαστικό δίκαιο του τόπου επέλευσης της ζημίας ή του τόπου με τον οποίο η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό. Ο εκκαλών, κάτοικος ……. και μέλος του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών, φέρεται υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή να τέλεσε το αδίκημα της παράνομης ιδιοποίησης ξένου κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του στην Ελλάδα στην οποία διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ το ποσό των 340.000 ευρώ περιήλθε στην κατοχή του με διατραπεζική μεταφορά στο λογαριασμό του στην Τράπεζα Πειραιώς που έχει την έδρα της στην Αθήνα και υποκατάστημα στον Πειραιά και τη Νέα Σμύρνη, από την ενάγουσα με έδρα τη …..που σκόπευε, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή που συνομολογούνται, να προβεί στην αγορά σκάφους που θα ήταν νηολογημένο στην Ελλάδα, μέσω ελληνικής θυγατρικής ελληνικής εταιρίας, και του παρέδωσε το παραπάνω ποσό προς φύλαξη μέχρι να συσταθεί η ελληνική εταιρία. Επομένως η αδικοπραξία που φέρεται να τέλεσε ο εναγόμενος εκ της παράνομης ιδιοποιήσεως του παραπάνω ποσού, εμφανίζει στενότερο σύνδεσμο με την Ελλάδα και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εφάρμοσε με βάση το άρθρο 4 του προαναφερόμενου κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) έκρινε ως εφαρμοστέο το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ορθά ερμήνευσε το νόμο. Η αιτιολογία του θα συμπληρωθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ αι ο δεύτερος λόγος εφέσεως θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων νοείται το ποσοστό της δικαιοδοσίας, δηλαδή της πολιτειακής εξουσίας να ασκήσει τη δικαστική της λειτουργία προς το σκοπό πραγματώσεως της έννομης τάξης, που προσνέμεται σε ορισμένο είδος δικαστηρίων ή σε συγκεκριμένο δικαστήριο για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών. Υπό την έννοια της πρώτης διακρίσεως γίνεται λόγος για υλική και υπό την έννοια της δεύτερης για τοπική αρμοδιότητα των δικαστηρίων (Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 32, σελ. 15 επομ.). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατανέμεται αποκλειστικά από το νομοθέτη με γνώμονα τη σπουδαιότητα του αντικειμένου της διαφοράς, που εξαρτάται είτε από την αξία του ή τη φύση και το είδος της, σε συνδυασμό προς τη δυσχέρεια της διαγνώσεώς της (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, I, 2003, § 14, αρ. 1, σελ. 128 – 129) είτε από συνδυασμό των παραγόντων αυτών (άρθρο 14 του Κ.Πολ.Δ). Η κατά τόπον αρμοδιότητα (ή δωσιδικία: η αυτή έννοια από την άποψη όχι πλέον του δικαστηρίου αλλά του διαδίκου ή της διαφοράς), όταν καθορίζεται νομίμως, όταν δηλαδή δεν παρεμβάλλεται συμφωνία των διαδίκων, που την παρεκτείνει, κατανέμει τις αγωγές και γενικότερα τις υποθέσεις αστικής φύσεως σε ατομικά ορισμένο υλικά αρμόδιο δικαστήριο με κριτήριο την τοπική περιφέρειά του και τη σχέση προς αυτήν της υποθέσεως ή των διαδίκων (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 1978, § 71, σελ. 156 επομ.) και, ανάλογα με το εύρος των διαφορών που αφορά, διακρίνεται σε γενική, στην οποία υπάγονται όλες καταρχήν οι διαφορές, πλην εκείνων για τις οποίες προβλέπεται ειδική αποκλειστική δωσιδικία και σε ειδικές δωσιδικίες είτε αποκλειστικές έναντι της γενικής είτε συντρέχουσες με αυτήν κατά την επιλογή του ενάγοντος (Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, τεύχος Α, 1972, σελ. 215). Για τον προσδιορισμό της νόμιμης γενικής δωσιδικίας, ο αποφασιστικός σύνδεσμος της υποθέσεως προς το δικαστήριο είναι καθαρά υποκειμενικός και θεμελιώνεται στην κατοικία του εναγόμενου ή, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στην έδρα του, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη αντικειμενικά στοιχεία, ούτε οι ουσιαστικές ιδιαιτερότητες της υπόθεσης (Έ. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 100). Η νομοθετική αυτή επιλογή θάλπει υπέρτερα αγαθά και αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία του αμυνόμενου εναγόμενου, αντισταθμίζοντας την, καταρχήν απεριόριστη ως προς το χρόνο εκδηλώσεώς της και ως προς την ευχέρεια καθορισμού του αντικειμένου της δίκης, δυνατότητα επιθέσεως του ενάγοντος, στους ώμους του οποίου επιρρίπτεται το βάρος διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα στην περιφέρεια της κατοικίας ή της έδρας του αντιδίκου του, επειδή αυτός είναι που επιδιώκει τη μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης (Κ. Κεραμέας, ο.π., αρ. 40, σελ. 50, Κ. Μπέης, σε Κ. Μπέη/Κ. Καλαβρού/Σ. Σταματόπουλου, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, 1, Γενικό Μέρος, 1999, 16.3.1.1, σελ. 262, Ν. Κατηφόρης, Τελολογικοί στόχοι και αξιολογικές σταθμίσεις στη ρύθμιση των αποκλειστικών δωσιδικιών κατά τον Κ.Πολ.Δ, 2005, σελ. 29). Αντιθέτως, οι ειδικές δωσιδικίες διευκολύνουν τη θέση του ενάγοντος και προσδιορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο με βάση τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της διαφοράς (Ν. Νίκας, ο.π., § 16, αρ. 6, σελ. 170), δηλαδή με κριτήρια όμοια με αυτά που προσδιορίζουν την υλική αρμοδιότητα. Διάκριση της αρμοδιότητας αποτελεί και η λειτουργική τοιαύτη, η οποία εκφράζει την εξουσία κάθε επιμέρους δικαστηρίου ή δικαστικού υπαλλήλου στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 303) και κύρια νομοθετική έκφανσή της αποτελεί ο δημοσίας τάξεως κανόνας «των δύο βαθμών δικαιοδοσίας», που καθιερώνεται στο άρθρο 12 του Κ.Πολ.Δ. υπό την έννοια της δυνατότητας διπλής κρίσεως της αυτής διαφοράς από πρωτοβάθμιο και υπερκείμενο δικαστήριο. Κατά τη βούληση του νομοθέτη, που διατυπώνεται τότε σε ειδικό νομοθέτημα, η εξουσία αυτή μπορεί να αναφέρεται κάποτε και σε συγκεκριμένο τμήμα ορισμένου δικαστηρίου, οπότε η προσνομή (λειτουργικής) αρμοδιότητας στο τμήμα αυτό καθιστά (λειτουργικώς) αναρμόδια τα υπόλοιπα τμήματα του ιδίου, καταρχήν, δικαστηρίου (Αθ.Πανταζόπουλος, Η λειτουργική αρμοδιότητα -ειδικότερα η λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών, του τμήματος πνευματικών διαφορών και του τμήματος κοινοτικών σημάτων, του κτηματολογικού δικαστή, καθώς και του τμήματος οικογενειακών υποθέσεων, σε ΕΠολΔ 2011/572 επομ. [573]), που άλλως θα είχαν υλική αρμοδιότητα κατά τις γενικές διατάξεις. Περίπτωση τέτοιας ειδικής νομοθεσίας αποτελεί το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756.1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Δ 207/16.12.1993), με την § 1 του οποίου και προς το σκοπό εκδίκασης από αυτό ιδιωτικών διαφορών που χαρακτηρίζονται ως ναυτικές, συνεστήθη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς όχι οργανικά αυτοτελές [ειδικό] δικαστήριο αλλά ειδικό τμήμα (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58, Ν. Νίκας, ο.π., § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1) στους κόλπους του ήδη υπάρχοντος δικαστικού σχηματισμού. Με τη σύστασή του ο νομοθέτης απέβλεψε στην προοπτική βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ναυτικών διαφορών, που εμφανίζουν ιδιαίτερες νομικές και τεχνικές δυσχέρειες, αναφυόμενες κατά κανόνα στο πλαίσιο περισσοτέρων της μιας εννόμων τάξεων, μέσω της ταχύτερης και ορθότερης επίλυσής τους, αλλά και στη δημιουργία σταθερής νομολογίας κατά την αντιμετώπιση των συναφών νομικών θεμάτων (Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363 = ΠείρΝ 2015/101 επομ., Δ. Καμβύσης, σημείωση σε ΕΝαυτΔ 1994/47). Νομοθετικός σκοπός δηλαδή ήταν η ανάθεση της εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237 – 238]). Επίσης την ίδρυση του ειδικού τμήματος υπαγόρευσε η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος I, 1996, σελ. 45 επομ. [57]). Έτσι, στην § 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, το οποίο άρχισε να ισχύει από την 16η.3.1994 κατά την § 9 εδαφ. δ αυτού (ΕφΠειρ. 145/2006 ΠειρΝ 2006/359), ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Επειδή για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ` αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ` ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007.978, ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537 – Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και μάλιστα αποκλειστική (Γ. Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319]), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015, ΜονΕφΠειρ. 442/2014, ΜονΕφΠειρ. 228/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, από της ισχύος της διατάξεως αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013.17), ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο § 17 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ A 87/23.7.2015), προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην § 2 του ως άνω άρθρου 51, κατά το οποίο «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ` ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤριμΕφΠειρ. 112/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ. 2768/2004, ΠειρΝ 2006/354, Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 64, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 389), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής (ΕφΑθ. 9139/2000, αδημ., επικυρωθείσα με την ΑΠ 832/2002, ο.π.). Είναι προφανές ότι το (λειτουργικώς αρμόδιο ναυτικό τμήμα στο) Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική εντός της περιφέρειας του νομού Αττικής τοπική αρμοδιότητα, εφόσον καταφαθεί η υλική του αρμοδιότητα, και η σχετική κρίση προϋποθέτει την παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατόπιν αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ., με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1,2, σελ. 280). Για να διευκολύνει την κρίση ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα (§ 3Α του άρθρου 51), στην οποία χαρακτηρίζονται ως ναυτικές οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από (δηλαδή αιτία έχουν) πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά και όχι περιοριστικά (ΤριμΕφΠειρ. 253/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφερόμενες στην § 3Β του ως άνω άρθρου και Νόμου ναυτικές διαφορές, τις υπό στοιχεία α έως ιζ περιπτώσεις. Αυτές οι ενδεικτικά καθοριζόμενες ναυτικές διαφορές έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός που συνδέεται κατά πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της. Χρησιμοποιείται ο όρος «πηγάζουν» που παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα, ή εκ του νόμου. Ακόμη και οι αδικοπραξίες αποτελούν την παθολογία μιας κατονομαζόμενης ναυτικής διαφοράς και τελούνται στο πλαίσιο αυτής. Ναυτικές είναι και οι διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός, δηλαδή γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, αδιακρίτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα του. Ο όρος νομικό γεγονός δεν αναφέρεται στη νομική αιτία, δηλαδή στη νομική βάση της αξίωσης, η οποία αποτελείτο αντικείμενο της διαφοράς, αλλά το νομικό γεγονός που αποτελεί την αφορμή γένεσης της διαφοράς που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα του πλοίου και του θαλασσίου εμπορίου ανεξάρτητα από νομικό λόγο ή βάση της διαφοράς (ΕφΑθ 30/2024 δημ. νόμος). Συνεπώς, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική βάση της διαφοράς, εφόσον η διαφορά αυτή πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια η οποία εκτέθηκε ανωτέρω, ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3Β του άρθρου 51 ν. 2172/1993, η διαφορά αυτή αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά και πρέπει να εκδικασθεί από αυτά ώστε να κριθεί από Δικαστή με αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων των εν λόγω διαφορών και δυνατότητα να κρίνει και τις υπόλοιπες διαστάσεις της διαφοράς, (βλ. Πολύχρονης Τσιρίδης, «Η ποινική δικαιοδοσία των πειραϊκών εισαγγελικών και δικαστικών αρχών επί αδικημάτων σχετικών με ναυτικές διαφορές ή τελουμένων επί πλοίου», ΠειρΝομ 1/2013, σελ. 6, Α. Αντάπασης, ΕΕμπΔ 2015, σελ. 233 και εκεί αναφερόμενη θεωρία και Νομολογία).

Συναφώς ο εναγόμενος εκκαλών προβάλλει με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρισμό περί τοπικής αναρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιώς διότι αυτός κατοικεί στη ……. Αττικής και ότι είναι εγγεγραμμένος στο δικηγορικό σύλλογό της Αθήνας όπου ασκεί τα καθήκοντα του και ότι συνεπώς η κρινόμενη υπόθεση θα έπρεπε σύμφωνα με το άρθρα 26 και 46 του ΚΠολΔ και να παραπεφθεί στα δικαστήρια των Αθηνών. Τούτο δε διότι όπως ισχυρίζεται για τον προσδιορισμό της νόμιμης γενικής δωσιδικίας, ο αποφασιστικός σύνδεσμος της υποθέσεως προς το δικαστήριο είναι καθαρά υποκειµενικός και θεμελιώνεται στην κατοικία του εναγοµένου, αν αυτός είναι νοµικό πρόσωπο, στην έδρα του, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη αντικειμενικά στοιχεία ούτε οι ουσιαστικές ιδιαιτερότητες της υπόθεσης διότι η νομοθετική αυτή επιλογή θάλπει υπέρτερα αγαθά και αποβλέπει πρωτίστως “στην προστασία του αμυνόμενου εναγοµένου αντισταθμίζοντας την, καταρχήν απεριόριστη ως προς το χρόνο εκδηλώσεώς της και ως προς την ευχέρεια καθορισμού του αντικειμένου της δίκης, δυνατότητα επιθέσεως του ενάγοντος, στους ώμους του οποίου επιρρίπτεται το βάρος διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα στην περιφέρεια της κατοικίας ή της έδρας του αντιδίκου του, επειδή αυτός είναι που επιδιώκει τη µεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης. Ότι αντιθέτως, οι ειδικές δωσιδικίες διευκολύνουν τη θέση του ενάγοντος και προσδιορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο µε βάση τη φύση, το είδος και το αντικείµενο της διαφοράς δηλαδή µε κριτήρια όμοια µε αυτά που προσδιορίζουν την υλική αρμοδιότητα. Ότι με το άρθρο 26 του ΚΠολΔ εισάγεται αποκλειστική δωσιδικία και ότι συνεπώς έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση που αρχικά διαλαμβάνει στις παραδοχές της ὁτι «οι ένδικες αξιώσεις εκπηγάζουν από αγοραπωλησία πλοίου προς εμπορική Εκμετάλλευση», εν συνεχεία καταλήγει ότι η ένδικη αξίωση πηγάζει από την τέλεση αδικοπραξίας από μέρους του. Ότι επομένως η υπόθεση που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών εκφεύγει της συμβάσεως αγοραπωλησίας πλοίου και ως εκ τούτου να µην κρίνεται αρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής το Τµήµα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αλλά το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη διάταξη του αρ. 26 ΚΠολΔ με αποτέλεσμα να πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου εφέσεως. Όμως η αποκλειστική αρμοδιότητα που εισαγάγει η διάταξη του άρθρου 26 του ΚΠολΔ αφορά μόνο υποθέσεις από τα υπηρεσιακά καθήκοντα του δικηγόρου στις οποία δεν περιλαμβάνεται η φερόμενη υπεξαίρεση χρηματικού ποσού που έλαβε ως θεματοφύλακας και που αποτελούσε προκαταβολή για την αγοραπωλησία πλοίου. Αντίθετα, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε η υπόθεση περί αδικοπραξίας, προερχόμενη από την αγοραπωλησία πλοίου, εναγομένου με κατοικία το νομό Αττικής υπάγεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 του ν. 2172/1993 στη λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων των Πειραιώς και τούτο διότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό και καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα και μάλιστα αποκλειστική που δεν μεταβάλλεται με συμφωνία των διαδίκων. Συνεπώς η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός που συνδέεται κατά πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική και από της ισχύος της διατάξεως αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον ισχυρισμό του εναγομένου ήδη εκκαλούντος που ισχυριζόταν ότι αποκλειστικά αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας, διότι αυτός είναι κάτοικος ……….. και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ορθά εφάρμοσε το νόμο, και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό τρίτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄ και 914 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, η πρόκληση ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας που προκλήθηκε. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π.). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής, της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων, που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.) και αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος ή η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια αυτή και να προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π.). Αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη (άρθρο 375 ΠΚ), όταν δηλαδή ο υπαίτιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο ή του το έχουν εμπιστευθεί, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 2258/2014, ΑΠ 28/2010, ΑΠ 1441/2010).  Κατά τη διάταξη αυτή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική, στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και την θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΑΠ 487/2017). Ως εμπίστευση, νοείται η παράδοση ή άφεση της κατοχής του πράγματος σε πρόσωπο που έχει τις προαναφερόμενες ιδιότητες, οι οποίες παρέχουν στον ιδιοκτήτη την προσδοκία ότι η κατοχή θα ασκηθεί για λογαριασμό του και ότι το πράγμα θα αποδοθεί σ’ αυτόν. Ο εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ, δηλαδή πρέπει μεταξύ αυτού και του παθόντος να υπάρχει σύμβαση εντολής. Ενώ ως διαχειριστής ξένης περιουσίας νοείται εκείνος που ενεργεί (όχι απλώς υλικές αλλά) νομικές διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του παθόντος, την οποία αντλεί από τον νόμο ή από σύμβαση. Επιπλέον απαιτείται το πράγμα να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής ξένης περιουσίας μπορεί να είναι και εκείνος που εν τοις πράγμασι (de facto) ασκεί διαχείριση [ΕΠ 606/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς]. Από την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση αντικειμενικά της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου εν όλω ή εν μέρει κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο. Στην έννοια δε του κινητού πράγματος συμπεριλαμβάνονται και τα χρήματα και κατ΄επέκταση και τα λογιστικά χρήματα υπό ποινική έννοια και επομένως επ΄αυτών, υπάρχει όχι μόνον κατοχή αλλά και κυριότητα. Η έννοια δε της κατοχής με την ποινική πάντοτε έννοια διαφέρει της αντιστοίχου εννοίας του αστικού δικαίου και συνίσταται στην πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά την βούλησή του (Ολ.ΑΠ. 1093/1991, Π.Χ. ΜΒ/39, ΤριμΕφΠειρ 14/2024, ΕφΠειρ493/2021 δημ. σε ιστοσελίδα ΕφΠειρ, Ανδρουλάκη, Π.Χ. ΜΕ/688, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Υπερ. 1998 σελ. 943, Σπινέλλη, Π.Χ. ΜΣΤ/430).

Με τον τέταρτο λόγο ο εναγόμενος επαναφέρει τον ισχυρισμό περί αοριστίας της κρινόμενης αγωγής ο οποίος προτάθηκε και απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά ένα μέρος αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο μόνο το αγωγικό αίτημα περί ηθικής βλάβης του νομικού προσώπου. Ο εκκαλών παραπονείται ειδικότερα ότι δεν εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής  µε τρόπο σαφή και ορισμένο ποιος ήταν ο δικαιολογητικός λόγος επιστροφής του ποσού της προκαταβολής στην ίδια, πότε και µε ποιο τρόπο λύθηκε η επίδικη σύμβαση και από ποιο ακριβώς πραγµατικό περιστατικό προέκυπτε η γέννηση της σχετικής υποχρέωσής του προς επιστροφή του ποσού της προκαταβολής. Ότι η ενάγουσα παραλείπει παντελώς να συμπεριλάβει στην κρινόµενη αγωγή της τα στοιχεία εκείνα τα οποία προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική της ζημία δεδομένου ὁτι δεν αναφέρει ούτε ένα πραγµατικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει ότι εξέλιπε ο δικαιολογητικός λόγος κατοχής από τον εναγόμενο του ποσού των 340.000 ευρώ και ότι µε την απουσία του λόγου αυτού η ενάγουσα υπέστη βλάβη. Ότι η αοριστία της αγωγής επιτάθηκε µε τις κατατεθείσες προτάσεις της ενάγουσας η οποία αποπειράµενη να διασώσει την αγωγική της αξίωση, μετέβαλε την ιστορική βάση της αγωγής της και ενώ µε την αγωγή της ισχυριζόταν ότι στη θέση της ως αγοράστρια υποκαταστάθηκε από την εταιρία …………….. στη συνέχεια εφηύρε ένα νέο σενάριο, ότι δήθεν η αρχική συμφωνία λύθηκε και στη συνέχεια έλαβε χώρα νέα αγοραπωλησία μεταβάλλοντας έτσι απαραδέκτως το περιεχόμενο της αγωγής. Ότι η εκκαλουµένη ωστόσο όφειλε να διερευνήσει αυτεπαγγέλτως και να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, αλλά παρά το νόµο εισήλθε στη διερεύνηση της ουσιαστικής της βασιμότητας και για το λόγο αυτό πρέπει να εξαφανιστεί για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Όμως ο εκκαλών παραπονείται αβασίμως διότι η αγωγή εμπεριείχε όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για την υπαγωγή της στις διατάξεις των άρθρων 914 του ΑΚ και 375 του ΠΚ, καθώς η ενάγουσα εξέθετε σε αυτή ότι στα πλαίσια συμβάσεως εντολής κατέβαλε στον εναγόμενο την προκαταβολή λόγω αγοραπωλησίας του πλοίου που σκόπευε να αγοράσει ποσού 340.000 ευρώ, για να το κατέχει ως θεματοφύλακας και ότι όταν τελικά η ενάγουσα δεν ήταν η αγοράστρια του σκάφους, ώστε εξέλιπαν οι προϋποθέσεις κατοχής του ποσού από τον εναγόμενο, ζήτησε αυτή την εκ μέρους του επιστροφή του προαναφερόμενου ποσού,  αλλά ο τελευταίος δεν εκτέλεσε την τραπεζική μεταφορά και μέχρι σήμερα δεν της το έχει αποδώσει ιδιοποιούμενος αυτό παράνομα. Έτσι εξειδικεύονταν τα πραγματικά περιστατικά δηλαδή η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του και της περιουσιακής της ζημίας της ενάγουσας και η αγωγή δεν έπασχε ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας. Η  αναφορά στις προτάσεις της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι στις 4.6.2020 (βλ. σελ. 5 προτάσεων) ολοκληρώθηκε η σύσταση της ελληνικής θυγατρικής εταιρίας με το όνομα “……………” και ότι επομένως μπορούσε το σκάφος να αγοραστεί απευθείας στο όνομα της, ότι στις 17.6 έγινε συνέλευση της νέας θυγατρικής εταιρίας και συμφωνήθηκε να επιστραφεί η προκαταβολή αφού η ενάγουσα δεν θα ήταν πλέον η συμβαλλόμενη στην αγοραπωλησία του σκάφους, δεν μετέβαλε το περιεχόμενο της αγωγής, διότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά εμπεριέχονταν στην αγωγή, όπως προεκτέθηκε, και με τα προαναφερόμενα τα εκτιθέμενα στην αγωγή εμπλουτίστηκαν με νέα πραγματικά περιστατικά. Ούτε εκτιμάται ότι τα παραπάνω αποτελούν αναφορά ότι έγινε νέα αγοραπωλησία, όπως χαρακτηριστικά και αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών, διότι αυτό που αναγράφεται είναι ότι τροποποιήθηκε το αρχικό μνημόνιο συμφωνίας ώστε να καταστεί δυνατό η νέα ελληνική θυγατρική εταιρία ………….. ναυτιλιακή μονοπρόσωπη εταιρία να προχωρήσει στην απόκτηση του σκάφους στο όνομά της με ξεχωριστή σύμβαση αγοραπωλησίας (σελ. 13 προτάσεων). Συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος εφέσεως κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.

Από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και την μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη με αριθμό …./2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Μαραθώνος ………… μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό …../10.6.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….. πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα σουηδική εταιρία είναι µέλος ενός επενδυτικού σουηδικού ομίλου εταιρειών, που ελέγχεται από την εταιρεία ………, και στις αρχές Μαΐου 2020 έδειξε ενδιαφέρον για την αγορά του σκάφους με την ονομασία “H” μήκους 39,8 μέτρων, νηολογίου Τζαμάικα το οποίο ήταν ελλιμενισμένο σε λιμάνι της Ισπανίας πλοιοκτησίας της εταιρίας με έδρα τα …………… και την επωνυμία ……………… Ακολούθως αιτήθηκε τις υπηρεσίες του εναγομένου ήδη εκκαλούντος δικηγόρου εγγεγραμμένου στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών με αριθμό μητρώου 22677. Μεταξύ της υποψήφιας αγοράστριας και της πωλήτριας που εδρεύει στο Βρετανικά Παρθένα νησιά, καταρτίστηκε μνημόνιο συμφωνίας (memorandum of aggrement) στο οποίο αναφέρθηκαν δύο μεσίτες με έδρα το …και τη ……των ΗΠΑ και τούτο συμπληρώθηκε με τέσσερις προσθήκες. Η πρώτη προσθήκη αφορούσε στον προσδιορισμό των ενημερωμένων εγγράφων του μεταβιβαζόμενου πλοίου, η δεύτερη προσθήκη ρύθμιζε ειδικότερα θέματα μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή, η τρίτη προσθήκη τροποποίησε τη ρήτρα 9 για τη διαδικασία ελέγχου στη θάλασσα και με τη τέταρτη προσθήκη άλλαξε το τίμημα και τροποποιήθηκε το άρθρο 12 που αφορούσε την ημερομηνία ολοκλήρωσης της αγοραπωλησίας. Όπως ήδη προαναφέρθηκε ο εναγόμενος θεματοφύλακας (shareholder) είναι συμβαλλόμενος μόνο στην αρχική συμφωνία και στην τέταρτη προσθήκη, στις οποίες και μόνο υπέγραψε. Η ενάγουσα για την αγορά του σκάφους θα προέβαινε στη σύσταση θυγατρικής εταιρίας στην Ελλάδα, η οποία θα αποκτούσε την κυριότητα του προαναφερόμενου σκάφους και η κατάρτιση του από 22.5.2020 μνημονίου συμφωνίας (Memoradum of Agreement) με την προαναφερόμενη πωλήτρια του προαναφερόμενου σκάφους αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στη ρύθμιση των σχέσεων των μερών επειδή καθυστερούσε η σύσταση της θυγατρικής, με σκοπό την απόκτηση και μεταφορά του σκάφους στην Ελλάδα, ενώ κατά τη διάρκεια της σύναψης των προσθηκών μεταβλήθηκε και το τίμημα αγοραπωλησίας του σκάφους, όπως θα αναφερθεί παρακάτω. Ειδικότερα, αρχικά ορίστηκε με το προαναφερόμενο μνημόνιο ότι αν οι διαδικασίες της σύστασης της θυγατρικής εταιρίας, που θα ήταν η αγοράστρια του σκάφους, δεν είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το χρονικό σημείο που η πωλήτρια επιθυμούσε την προκαταβολή του τιμήματος αγοραπωλησίας, ώστε να καταβληθεί αυτό απευθείας από την αγοράστρια θυγατρική εταιρία, ότι το ποσό της προκαταβολής ύψους 340.000 ευρώ θα δινόταν από την ενάγουσα προς φύλαξη σε τρίτο πρόσωπο που ορίστηκε να είναι ο εναγόμενος. Ο εναγόμενος δηλαδή θα ήταν ο θεματοφύλακας της προκαταβολής ύψους 340.000 ευρώ, η οποία θα καταβαλλόταν στο λογαριασμό που αυτός διατηρούσε στην τράπεζα Πειραιώς του τόπου κατοικίας του, μέσα σε τέσσερις τραπεζικές εργάσιμες ημέρες από την υπογραφή του μνημονίου, σύμφωνα με τον όρο 25 αυτού. Πράγματι την 01.06.2020, μετά την υπογραφή του μνημονίου, η ενάγουσα μετέφερε στον τραπεζικό λογαριασμό του εναγόμενου το παραπάνω ποσό διότι δεν είχε ολοκληρωθεί η σύσταση της θυγατρικής εταιρίας, με εντολή τη φύλαξη της προκαταβολής για την αγορά του σκάφους και ο εναγόμενος επιβεβαίωσε την καταβολή του ποσού με την από 02.06.2020 βεβαίωσή του που απεστάλη από τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του. Όταν ολοκληρώθηκε στις 4.6.2020 η σύσταση της θυγατρικής της εταιρίας, που ως αγοράστρια θα αποκτούσε πλέον το σκάφος στο όνομα της, η ενάγουσα αιτήθηκε από τον εναγόμενο θεματοφύλακα την επιστροφή της προκαταβολής, καθώς η ενάγουσα δεν θα προχωρούσε η ίδια στην αγορά του σκάφους αλλά θα συμβαλλόταν απευθείας η θυγατρική της εταιρία.  Ο εναγόµενος µε το από 1.7.2020 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του ενημέρωσε το αναπληρωματικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας, ………….., ότι έχει προχωρήσει στην επιστροφή του εν λόγω ποσού της προκαταβολής, διαβεβαιώνοντάς τον ότι τα χρήματα θα εμφανίζονταν την επομένη ημέρα στο λογαριασμό της ενάγουσας. Μάλιστα προς απόδειξη  επισύναψε αίτησή του για την  αποστολή του εμβάσματος ενώ επισύναψε και το από 23.6.2020 με αριθμό PPS (…..) ………….. τραπεζικό extrait από το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του προέκυπτε η μεταφορά από το λογαριασμό που αυτός τηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς ποσού 340.000 ευρώ στο λογαριασμό με αριθμό SE ……….. που τηρούσε η ενάγουσα στη Σουηδική Τράπεζα …………… Παρά τα προαναφερόμενα το παραπάνω ποσό δεν εμφανίστηκε στο λογαριασμό της ενάγουσας και ο …………… επικοινώνησε εκ νέου με τον εναγόμενο ο οποίος με το από 19.8.2020 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του ανέφερε ότι η αποτυχία ολοκλήρωσης του εμβάσματος επιστροφής των χρημάτων οφειλόταν αποκλειστικά σε κώλυμα της τράπεζας Πειραιώς, η οποία προκειµένου, να δώσει ἐγκριση για την εκτέλεση του εµβάσματος ζήτησε συνοδευτικό έγγραφο υπογεγραμμένο από την ενάγουσα µε αποδέκτη τον ίδιο, στο οποίο θα αναφερόταν η ακύρωση του Συμφωνητικού και η απαίτηση της επιστροφής του ποσού της προκαταβολής, ύψους 340.000 ευρώ. Η ενάγουσα προχώρησε σε σύνταξη και αποστολή στον εναγόµενο του ανωτέρω εγγράφου, ώστε o τελευταίος να το προωθήσει στην αρμόδια υπηρεσία της τράπεζας. Παρόλα αυτά τα 340.000 ευρώ δεν πιστώθηκαν στο λογαριασμό της ενάγουσας, ενώ τις επόμενες ημέρες στις επικοινωνίες του εναγομένου με τον ……………., ο εναγόμενος τον καθησύχαζε λέγοντας του ότι ήταν θέμα ημερών να πραγματοποιηθεί η λήψη του εμβάσματος. Ωστόσο μέχρι σήμερα ο εναγόμενος δεν επέστρεψε το προαναφερόμενο ποσό στην ενάγουσα ιδιοποιούμενος αυτό παράνομα. Μάλιστα η ενάγουσα επικοινώνησε με την Τράπεζα Πειραιώς αποστέλλοντας τα προαναφερόμενα έγγραφα και η τελευταία την ενημέρωσε ότι η προσκομιζόμενη αίτηση για μεταφορά του προαναφερόμενου ποσού ήταν γνήσια, ενώ το τραπεζικό extrait δεν ήταν. Συνεπώς ο εναγόμενος με την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του ζημίωσε παράνομα και υπαίτια την ενάγουσα και υποχρεούται να αποκαταστήσει την περιουσιακή της ζημία με ισόποση του υπεξαιρεθέντος ποσού αποζημίωση ύψους 340.000 ευρώ κατά το αγωγικό αίτημα και όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Περαιτέρω με τον πέμπτο λόγο εφέσεως η εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικού υλικού σχετικά με την απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης ενάγουσας αφού ισχυρίζεται ότι είναι εσφαλμένες οι παραδοχές της εκκαλουμένης ότι αυτός όφειλε να αποδώσει το ποσό αυτό στην ενάγουσα, η οποία και το κατέβαλε ως προκαταβολή- εγγύηση, καθόσον εξέλιπε o δικαιολογητικός λόγος παρακράτησής του και ότι ουδέποτε συνάφθηκε η τριµερής σύμβαση εκχώρησης (συµβατικών δικαιωµάτων)/αναδοχής (συμβατικών υποχρεώσεων) που προβλεπόταν στον ὀρο 1 της τέταρτης Προσθήκης για τη συμβατική υποκατάσταση της ελληνικής θυγατρικής στη θέση της αρχικώς ορισθείσας ως αγοράστριας. Ισχυρίζεται δε ότι από το κείµενο της 4™ Πρόσθετης Πράξης συνάγεται αναμφίβολα, ότι η θυγατρική εταιρία υπεισήλθε στη θέση της αγοράστριας και ότι προκύπτει αναμφίβολα, ότι η σύμβαση ουδέποτε λύθηκε, αλλά αντιθέτως συνεχίστηκε και η εταιρία αυτή δηλαδή η …………. υπεισήλθε σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αγοράστριας, διότι ήταν σαφής η βούληση όλων των μερών  να υποκατασταθεί η ενάγουσα από τη θυγατρική της εταιρία, γεγονός που προκύπτει από το ότι τα χρήματα της προκαταβολής που κατείχε ως θεματοφύλακας συνυπολογίστηκαν για την αγορά του σκάφους από την τελική αγοράστρια. Κατά το περιεχόμενο της τέταρτης προσθήκης του μνημονίου συμφωνίας, στην οποία είναι συμβαλλόμενος, πέραν της πωλήτριας και της ενάγουσας, και ο εναγόμενος, στην παράγραφο 1 ορίστηκε «Κατά παρέκκλιση από το αντίθετο στο Μνημόνιο Συμφωνίας, όπως τροποποιήθηκε, και με την επιφύλαξη γραπτής ανάθεσης και ανάληψης του Μνημονίου Συμφωνίας μεταξύ του Πωλητή, του Αγοραστή και του Διαδόχου του Αγοραστή, τα μέρη συμφωνούν να αντικαταστήσουν την «………….» ως αγοραστή. Στην δε παράγραφο 4 ορίστηκε : Κατά την ολοκλήρωση της πώλησης ο Αγοραστής θα μεταφέρει στον Πωλητή το ποσό των 3.220.000 ευρώ που αποτελούνται από τα έσοδα από την πώληση και την προμήθεια που οφείλεται στο μεσίτη 2. Ο αγοραστής θα πληρώσει ή θα ζητήσει την πληρωμή των 180.000 ευρώ προς τον μεσίτη 1. Ο αγοραστής αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την πληρωμή ή την απαίτηση πλήρους εξόφλησης προς τον μεσίτη 1 καθώς και προς όλα τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ή τα μέρη που διαθέτουν ή ενδέχεται να ζητήσουν προμήθεια, παραπομπή (referral κατά το αγγλικό κείμενο) ή άλλη μορφή αποζημίωσης σε σχέση με τη σύμβαση από ή μέσω του μεσίτη 1. Η προμήθεια του μεσίτη 1 θα καταβάλλεται απευθείας από το λογαριασμό του θεματοφύλακα στην τράπεζα Πειραιώς από την προκαταβολή. Η προμήθεια του μεσίτη 1 θα καταβάλλεται ως εξής: 37.000 ευρώ στην ………., και 143.000 ευρώ στη ……………. Ο πωλητής δεν θα φέρει ευθύνη να πληρώσει το μεσίτη 1 και ο αγοραστής συμφωνεί να αποζημιώσει και να κρατήσει τον πωλητή αβλαβή για οποιεσδήποτε και όλες τις αξιώσεις, αιτίες, απαιτήσεις, χρεώσεις, τέλη, απώλειες, έξοδα, δαπάνες ή οποιαδήποτε άλλα ποσά, συμπεριλαμβανομένων, χωρίς περιορισμό, των αμοιβών δικηγόρων και/ή των δικαστικών εξόδων που σχετίζονται με τον μεσίτη 1, ή οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος που εργάζεται σε συνεργασία, μέσω ή με αυτόν για οποιοδήποτε θέμα προκύπτει από ή σχετίζεται με τη σύμβαση». Τέλος στην παράγραφο 5 ορίζεται : «Μετά την ειδοποίηση ότι έχει πραγματοποιηθεί η ολοκλήρωση της πώλησης και το ποσό των 3.220.000 ευρώ που ορίζεται στην παράγραφο 3, διατίθεται στο λογαριασμό του πωλητή, ο θεματοφύλακας θα διαθέσει την εγγύηση σύμφωνα με τις οδηγίες του Αγοραστή». Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι ως προς την αντικατάσταση της ενάγουσας από τη θυγατρική της ως αγοράστριας συμφωνήθηκε «γραπτή» ανάθεση και ανάληψη του μνημονίου συμφωνίας μεταξύ της πωλήτριας, της ενάγουσας και της θυγατρικής της, το  δε τίμημα τροποποιήθηκε και ορίστηκε στο ποσό των 3.220.000 ευρώ και  η ενάγουσα, ως αγοράστρια,  ανέλαβε η ίδια την ευθύνη να πληρώσει ή να ζητήσει την πληρωμή 180.000 ευρώ στους δύο μεσίτες, δηλαδή 37.000 ευρώ στην πρώτη και 143.000 ευρώ στη δεύτερη, ενώ δόθηκαν και  τα στοιχεία των λογαριασμών των δύο μεσιτριών εταιριών. Ως  προς  την τύχη της εγγύησης (το ποσό της προκαταβολής από 340.000 ευρώ) ορίστηκε ότι μετά την κατάθεση του  τιμήματος  (3.220.000 ευρώ) σε λογαριασμό της πωλήτριας, θα διατεθεί από τον θεματοφύλακα σύμφωνα με τις οδηγίες της  αγοράστριας (ενάγουσας).  Η εφεσίβλητη προσκομίζει γνωμοδότηση του αγγλικού δικαίου στο οποίο υπεβλήθησαν τα  μέρη κατά την κατάρτιση του μνημονίου. Σύμφωνα με αυτή στο αγγλικό δίκαιο οι μεταβολές σε μια σύμβαση επέρχονται είτε με τη σύμβαση της εκχώρησης που αφορά στο ενεργητικό μιας άλλης υφισταμένης σύμβασης και έχει ως ειδικότερο αντικείμενο τη μεταβίβαση των εξ αυτής απαιτήσεων είτε με τη σύμβαση της ανανέωσης που αφορά είτε μόνο το παθητικό με τη μορφή της αναδοχής χρέους είτε το σύνολο της συμβατικής σχέσης με τη δημιουργία ενός εντελώς νέου συμβατικού δεσμού με τους ίδιους όρους αλλά τουλάχιστον ένα διαφορετικό συμβαλλόμενο. Σε αντίθεση με την εκχώρηση η ανανέωση δεν ρυθμίζεται από διατάξεις θετικού δικαίου και συγκεκριμένα το νόμο περί ακινήτων του 1925 αλλά από Κανόνες του κοινού δικαίου “(common law) και τις κατὰ περίπτωση συμφωνίες των εμπλεκόμενων μερών. Εξάλλου σύμφωνα με την αγγλική νομολογία, προϋποθέσεις για να συναφθεί εγκύρως σύμβαση ανανέωσης κατά το Αγγλικό δίκαιο με σκοπό την υποκατάσταση ενός εκ των αρχικά συμβαλλόμενων μερών είναι: η ύπαρξη αντιπαροχής που θεωρείται ότι συντρέχει όταν υπάρχει συναίνεση όλων των μερών για τη δημιουργία νέας σύμβασης και η ρητή συναίνεση των αρχικά συμβαλλομένων, σε αντίθεση µε την εκχώρηση η οποία δεν εξαρτάται από τη συναίνεση του οφειλέτη. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, οπότε  η ελληνική θυγατρική εταιρία που συστήθηκε για την απόκτηση του πλοίου στην Ελλάδα αφενός δεν ήταν συμβαλλόμενη στην παραπάνω τέταρτη προσθήκη και γι’ αυτό δεν την υπέγραψε, η ανανέωση δε της όλης  σύμβασης με την αντικατάσταση  της ενάγουσας  από τη θυγατρική της ως αγοράστριας βρισκόταν υπό την επιφύλαξη δηλαδή τον όρο της γραπτής εκχώρησης και ανάληψης του μνημονίου συμφωνίας μεταξύ της πωλήτριας, της ενάγουσας – αρχικής αγοράστριας  και της διαδόχου της τελευταίας. Αυτή η προϋπόθεση δεν εκπληρώθηκε, αφού η θυγατρική της ενάγουσας – αγοράστρια δεν υπέγραψε την Προσθήκη No 4, ούτε δήλωσε με άλλο τρόπο εγγράφως τη δικαιοπρακτική της βούληση προς τούτο, να αναλάβει δηλαδή τα προβλεπόμενα μεταξύ της ενάγουσας και της πωλήτριας στο μνημόνιο συμφωνίας. Ουδέποτε καταρτίστηκε η προαναφερόμενη τριμερής σύμβαση μεταξύ της πωλήτριας, της ενάγουσας ως αρχικής αγοράστριας και της διαδόχου αυτής, ώστε η τελική αγοράστρια, ελληνική, θυγατρική της ενάγουσας εταιρία, δεν υπεισήλθε στην ενοχική σύμβαση, με αποτέλεσμα το συμβαλλόμενο μέρος να είναι η ενάγουσα που διατηρεί αναλλοίωτα τα εκ της συμβάσεως δικαιώματα της και συνεπώς έχει το δικαίωμα να αξιώνει από τον εναγόμενο την επιστροφή της προκαταβολής. Επομένως μετά την κατάρτιση της αγοραπωλησίας, μεταξύ της πωλήτριας και της τελικής αγοράστριας έπαψε ο δικαιολογητικός λόγος κατοχής της προκαταβολής από το θεματοφύλακα εναγόμενο, αφού η ενάγουσα δεν ήταν αγοράστρια του σκάφους. Ο εναγόμενος είχε την υποχρέωση να την επιστρέψει στην ενάγουσα, καθώς αποτελούσε συμβαλλόμενο μέρος του μνημονίου συμφωνίας για τους σκοπούς της ρήτρας 38 του μνημονίου συμφωνίας για τη   φύλαξη αυτής και για τη ρήτρα 42 που αφορούσε τους όρους εμπιστευτικότητας. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η ενάγουσα, και όχι η θυγατρική της νεοσυσταθείσα εταιρία αγοράστρια του σκάφους  που δεν συμβλήθηκε στο  μνημόνιο συμφωνίας και τις προσθήκες αυτού, έχει την αξίωση να λάβει αποζημίωση λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εκκαλούντος, ο οποίος ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό της προκαταβολής που του είχε παραδοθεί προς φύλαξη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό πέμπτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Με τον έκτο δε λόγο εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να του επιβληθεί προσωποκράτηση διάρκειας τριών μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και επικαλείται για να θεμελιώσει την αιτίαση του αυτή το γεγονός ότι έχει επιβαρυμένες οικογενειακές υποχρεώσεις καθόσον το ένα από τα δύο τέκνα του έχει διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού με αποτέλεσμα ο ίδιος να επιβαρύνεται με δαπανηρές θεραπείες. Πρωτίστως να σημειωθεί ότι το αίτημα περί προσωποκράτησης ήταν νόμιμο διότι το οφειλόμενο ποσό υπερέβαινε τις 30.000 ευρώ (άρθρο 1047 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Ο εναγόμενος δεν είναι μεγαλύτερος των 65 ετών ούτε κληρικός (άρθρο 1048 του ΚΠολΔ) και η απαγγελία προσωπικής κράτησης τριών μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας αφού το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται στα 340.000 ευρώ, αυτός το έλαβε κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του γεγονός που είναι επιβαρυντικό κατά την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ενώ εφηύρε ιδιαίτερα τεχνάσματα προκειμένου να το διατηρήσει αφού εμφάνισε στην ενάγουσα μη γνήσιο τραπεζικό έγγραφο και τέλος το γεγονός δε ότι ένα από τα δύο τέκνα του είναι στο φάσμα του αυτισμού δεν καθιστά την προσωποκράτηση του ως μέσο εκτέλεσης μη αναλογική. Ακολούθως τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στον έκτο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Το άρθρο 193 του ΚΠολΔ στο οποίο ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης, απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο λόγος για τα έξοδα δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία της υπόθεσης και ως εκ τούτου δύναται να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος έφεσης για τα έξοδα (βλ σχετικά Εφ. Δωδ 64/2017 τνπ νόμος). Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα μόνο αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι’ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΑθ 1407/2024, ΕφΠατρ 85/2015 δημ. Νόμος). Τούτο δε διότι ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ` άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020, ΑΠ 207/2020, ΑΠ 1688/2017, ΑΠ 1818/2014, ΑΠ 2193/2013) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1004/2023, ΑΠ 617/2008 δημ. νόμος). Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εκκαλών παραπονείται παραδεκτώς αφού πλήττει ταυτόχρονα με την προβολή αυτού του λόγου και την ουσία της υπόθεσης για το ότι του επιβλήθηκε η εξωφρενική δικαστική δαπάνη της ενάγουσας ύψους 11.800 ευρώ κατά παράβαση των άρθρων 58, 63 παρ. 1β και 68 παρ. 1 του κώδικα περί δικηγόρων και συνεπώς παραπονείται ότι αυτή είναι υπέρμετρη, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού αυτής. Αφού αναφερθεί ότι με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις το 2% +1% μέχρι 200.000 και για το υπόλοιπο 1,5% + ½ του 1.5% των 140.000 ευρώ (δεδομένου ότι το επιδικασθέν ποσό ανέρχεται σε 340.000 ευρώ) στη συγκεκριμένη περίπτωση ανέρχεται σε 200.000 χ  3 :100= 6.000 ευρώ και σε 140.000 χ 2,25 :100 = 3.150 ευρώ και συνολικά σε 9.150 ευρώ, χωρίς να συνυπολογιστεί το τέλος δικαστικού ενσήμου, τα ένσημα που κατατέθηκαν ηλεκτρονικά και τα λοιπά έξοδα για κοινοποιήσεις και φωτοαντίγραφα και συνεπώς το ποσό των 11.800 ευρώ στο οποίο καταδικάστηκε ο εκκαλών δεν είναι υπέρμετρο και είναι σύμφωνο με τις προαναφερόμενες διατάξεις. Επιπλέον με βάση την αρχή της ήττας, κατά το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του διαδίκου που νίκησε διότι θεωρείται ότι προκάλεσε τη δικαστική διαμάχη, και το δικαστήριο που επιβάλει τη δικαστική δαπάνη σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει αυτή την κρίση του, και επιπλέον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού του. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό έβδομο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Η αιτούμενη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθ. 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου με αριθμό ………….. ποσού 150 ευρώ στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24.10.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2022 και με αριθμό προσδιορισμού ……./2024 έφεση κατά της με αριθμό 2962/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 11.2.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2021 αγωγής.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος και την προσδιορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό …………… ποσού 150 ευρώ, στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 16η Οκτωβρίου 2025,  και δημοσιεύθηκε στις  11 Νοεμβρίου  2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους -του εκκαλούντος παραστάντος αυτοπροσώπως ως δικηγόρος- και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ