Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 673/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Αριθμός Απόφασης  673/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Σ.Φ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλουσών: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> και το διακριτικό τίτλο <<………….>> που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, ………, με αρ. ΓΕΜΗ … και ΑΦΜ ….., νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) της κοινοπραξίας με την επωνυμία <<……..>> και το διακριτικό τίτλο <<………>> που εδρεύει στο ….. Αττικής, . …….. με αρ. ΓΕΜΗ …. και ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σοφία Αντωνοπούλου (ΑΜ ΔΣΑ …).

Της εφεσίβλητης: Της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία <<………>>, η οποία εδρεύει κατά την καταστατική της έδρα στα Νησιά Μάρσαλ, εν τοις πράγμασι δε στην Ελλάδα επί της ……….. στην Αθήνα, όπου και διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975, με ΑΦΜ …., νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Μαρία Χαχάμη (ΑΜ ΔΣΑ ….) και Θεμιστοκλή Κλουκίνα (ΑΜ ΔΣΑ …) [Δ.Ε Κ.Φ Καλαβρός Δικηγορική Εταιρεία Χ.Π. Φίλιος – Θ.Θ. Κλουκίνας ΑΜ ΔΣΑ …].

Η αιτούσα, ήδη εφεσίβλητη, κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των καθ’ων, ήδη εκκαλουσών, την από 15.2.2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2024) αίτηση, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, εξέδωσε την υπ’αριθ. 4109/2024 οριστική απόφαση με την οποία έκανε δεκτή την αίτηση.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι καθ’ων η αίτηση, ήδη εκκαλούσες, με την από 20.1.2025 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …../20.1.2025 και ειδ.αριθ.καταθ. ……/20.1.2025 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/21.1.2025 και ειδ.αριθ.καταθ. …../21.1.2025) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι περιεχόμενοι σε αυτές ισχυρισμοί τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 4109/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τις μετ’επικλήσεως προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη, υπ’αριθ. …./19.12.2024 και …………../19.12.2024 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., προκύπτει ότι η εφεσίβλητη επέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση στις καθ’ων η αίτηση, ήδη εκκαλούσες, στις 19.12.2024, η δε έφεση ασκήθηκε με κατάθεση του δικογράφου της, στις 20.1.2025, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών, η οποία άρχεται από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης [άρθρα 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 741 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 518 ισχύει, λόγω του χρόνου άσκησής της, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 σε συνδ. με άρθρο 1 του ένατου άρθρου παρ. 4 του Ν. 4335/2015] και, στην προκειμένη περίπτωση, εκπνέει στις 20.1.2025, ημέρα Δευτέρα, δεδομένου ότι η 30ήμερη προθεσμία λήγει σε εξαιρετέα ημέρα (Σάββατο 18.1.2025). Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τις εκκαλούσες, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ……../2025, έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου.

I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 906 ΚΠολΔ, οι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις κηρύσσονται εκτελεστές σύμφωνα με το άρθρο 905 παρ. 1, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 903. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 905 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις και κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία και, αν δεν έχει κατοικία, η διαμονή του οφειλέτη και, αν δεν έχει ούτε διαμονή, του μονομελούς πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του κράτους. Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 4220/1961 κυρώθηκε η υπογραφείσα στη Νέα Υόρκη από 10.6.1958 Σύμβαση της Νέας Υόρκης, που αφορά στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων και έχει από 14.10.1962 ισχύ νόμου, υπερέχουσα, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, των άρθρων 903, 905 και 906 ΚΠολΔ. (ΟλΑΠ 11/2009, ΟλΑΠ 8/1997). Στο πεδίο ισχύος της εν λόγω Συμβάσεως (η ισχύς της οποίας διατηρήθηκε και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ΕισΝΚΠολ.Δικ.) εμπίπτουν, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, οι διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν σε χώρα που επίσης έχει κυρώσει τη Σύμβαση (όρος αμοιβαιότητας) και εφόσον πρόκειται περί εμπορικής διαφοράς (όρος εμπορικότητας). Εξάλλου στην ως άνω Σύμβαση έχει προσχωρήσει το έτος 1975 και το Ηνωμένο Βασίλειο (υπ’ αριθμό Φ.6546/63/ΑΣ 225/Μ. 1701/26 Απριλίου 1993 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών – Τμήμα Συμβάσεων) (βλ. ΑΠ 1657/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1066/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 460/1990 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 30/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6815/1994 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1466/1983 Δημ. Νόμος). Στο άρθρο 1 παρ. 1 της προαναφερόμενης Συμβάσεως της Νέας Υόρκης ορίζεται ότι «Η παρούσα σύμβασις εφαρμόζεται επί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των διαιτητικών αποφάσεων των εκδοθεισών επί του εδάφους Κράτους διαφόρου εκείνου εν τω οποίω επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις των αποφάσεων και προερχομένων εκ διαφορών μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων…». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αλλοδαπές θεωρούνται οι διαιτητικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν σε έδαφος κράτους διαφορετικού από εκείνο, όπου ζητείται η κήρυξη της εκτελεστότητας και η απόφαση φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 της Συμβάσεως αυτής κάθε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζει τη συμφωνία με την οποία τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλουν σε διαιτησία όλες ή ορισμένες διαφορές, οι οποίες ανεφύησαν ή θα μπορούσαν να αναφυούν μεταξύ τους, αναφορικά με τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, συμβατική ή εξωσυμβατική, η οποία αναφέρεται σε θέμα επιδεκτικό ρυθμίσεως με διαιτησία. Στο άρθρο 3 της Συμβάσεως ορίζεται ότι «Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα αναγνωρίζει το κύρος της διαιτητικής αποφάσεως και θα επιτρέπει την εκτέλεση σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες οι οποίοι ακολουθούνται στο έδαφος όπου γίνεται η επίκληση της αποφάσεως και με τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στα επόμενα άρθρα…..». Με το άρθρο 4 ορίζεται ότι «Για να επιτύχει την αναγνώριση και εκτέλεση που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο, εκείνο από τα μέρη που ζητεί την αναγνώριση και εκτέλεση πρέπει να προσκομίσει ταυτόχρονα με την αίτηση: α) το πρωτότυπο της αποφάσεως δεόντως βεβαιωμένο ή αντίγραφο του πρωτοτύπου αυτού που να περιέχει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αυθεντικότητά του και β) το πρωτότυπο της συμφωνίας που προβλέπεται από το άρθρο 2 ή αντίγραφο που περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αυθεντικότητά του (συμφωνία για υποβολή των μερών σε διαιτησία)». Με το άρθρο 5 ορίζεται ότι «Η αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως μπορεί να απορριφθεί μόνο με αίτηση του μέρους εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση αυτή, εφόσον το μέρος προσκομίζει στην αρμόδια αρχή της χώρας όπου επιζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση, την απόδειξη ότι: α) τα μέρη που αναφέρονται στη συμφωνία, η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 2, είχαν, με βάση το δίκαιο που εφαρμόζεται σ` αυτά, κάποια ανικανότητα ή ότι η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη με βάση το δίκαιο στο οποίο τα μέρη την έχουν υπαγάγει και αν δεν υπάρχει ένδειξη γι` αυτό, με βάση το δίκαιο της χώρας στην οποία εκδόθηκε η απόφαση ή β) εκείνο από τα μέρη εναντίον του οποίου γίνεται επίκληση της απόφασης, δεν ήταν δεόντως πληροφορημένο για τον ορισμό του διαιτητή ή για τη διαδικασία της διαιτησίας ή ότι ήταν αδύνατο για κάποιο λόγο να κάνει χρήση των μέσων που είχε στη διάθεσή του, ή γ) η απόφαση αναφέρεται σε διαφορά που δεν προβλέπεται από το συνυποσχετικό ή δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις της διαιτητικής ρήτρας, ή ότι περιλαμβάνει αποφάσεις που υπερβαίνουν τους όρους του συνυποσχετικού ή της διαιτητικής ρήτρας, ή δ) η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνα με τη συμφωνία των μερών, ή εάν δεν υπάρχει συμφωνία, ότι δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της χώρας όπου έλαβε χώρα η διαιτησία και ε) η απόφαση δεν έχει ακόμα καταστεί δεσμευτική για τα μέρη, ή ακυρώθηκε ή έχει ανασταλεί από αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία ή κατά το δίκαιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση». Με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Η αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής αποφάσεως θα μπορεί επίσης να απορριφθεί, αν η αρμόδια αρχή της χώρας, στην οποία ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση, διαπιστώνει: α) ότι κατά το δίκαιο της χώρας αυτής το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό ρύθμισης με διαιτησία ή β) ότι η αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως θα ήταν αντίθετη με τη δημόσια τάξη της χώρας αυτής». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι, με εξαίρεση τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 και τις αμέσως προαναφερθείσες περιπτώσεις υπό στοιχ. α’ και β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για την κήρυξη εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως δεν ερευνά αυτεπαγγέλτως τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει το ίδιο να αρνηθεί την εκτέλεση της αποφάσεως, αλλά προς τούτο απαιτείται εκείνος κατά του οποίου γίνεται η επίκληση της αποφάσεως να προτείνει και να αποδείξει τα γεγονότα τα οποία παρέχουν στο δικαστήριο τη δυνατότητα ή του επιβάλλουν την υποχρέωση να αρνηθεί την κήρυξη εκτελεστής της διαιτητικής αποφάσεως. Από τους τυπικούς δικονομικούς κανόνες, επομένως, αντιδιαστέλλονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για να αναγνωριστεί και κηρυχθεί εκτελεστή η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση και οι οποίες περιέχονται κατά βάση στα άρθρα 4 έως 7 της ανωτέρω Συμβάσεως και αποτελούν αυτοτελείς κανόνες άμεσης εφαρμογής, ανεξαρτήτους από τους δικονομικούς κανόνες των Κρατών, που δεσμεύονται από τη Σύμβαση, τους οποίους παραμερίζουν. Το προαναφερόμενο άρθρο 4 της Συμβάσεως επιβάλλει στο μέρος που επιδιώκει την αναγνώριση και εκτέλεση της αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη διαιτητικής αποφάσεως και συμφωνία διαιτησίας, που να ανταποκρίνονται στους όρους των άρθρων 1 και 2. Τα στοιχεία αυτά του άρθρου 4 της Συμβάσεως πρέπει να αποτελούν και στοιχεία του δικογράφου της αιτήσεως, η μη επίκλησή τους, δε, συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως. Επομένως, ουσιώδης για την κήρυξη της εκτελεστότητας αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, σύμφωνα με τους όρους της ΣυμβΝΥ, είναι η συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: α) να υφίσταται έγκυρη σύμβαση διαιτησίας και το Διαιτητικό Δικαστήριο να μην έχει υπερβεί τα όρια της σχετικής εξουσίας, που αντλεί από τη συγκεκριμένη ρήτρα (άρθρο 5γ της Συμβάσεως) και β) η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου να περιλαμβάνει εκτελεστές διατάξεις, ή έστω αναγνώριση ορισμένης έννομης σχέσεως, δηλαδή να περιλαμβάνει δικαιοδοτική κρίση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου, το οποίο καλείται, με απόφασή του, να κηρύξει εκτελεστή στον τόπο του αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, απόφαση, δηλαδή, που εκδόθηκε σε έδαφος άλλου κράτους, το οποίο έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση της Νέας Υόρκης, περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 4 της Συμβάσεως. Όμως, εκείνος κατά του οποίου γίνεται η επίκληση της αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, μπορεί να προτείνει και να αποδείξει ότι συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στη Σύμβαση αυτή αρνητικές προϋποθέσεις του άρθρου 5 αυτής, προκειμένου να επιτύχει την απόρριψη της αιτήσεως, τις οποίες το δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη αυτεπάγγελτα, ενώ ερευνά αυτεπάγγελτα αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό ρυθμίσεως με διαιτησία κατά το δίκαιο που αυτό δικάζει ή αν η εκτέλεση της αποφάσεως κρίνεται αντίθετη προς τη δημόσια τάξη της χώρας, στην οποία ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση (ΑΠ 1066/2007). Στις προϋποθέσεις κηρύξεως εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως δεν περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της νομικής της ορθότητας και, ειδικότερα αν εφαρμόσθηκε το ουσιαστικό δίκαιο που έπρεπε να εφαρμοσθεί κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ή κατά συμβατικό όρο, αφού το ελληνικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υπεισέλθει στην ουσία της υποθέσεως, προβαίνοντας σε αναδίκαση και νέα ουσιαστική διάγνωσή της, σε τροποποιήσεις, μεταβολές, προσθήκες ή αφαιρέσεις ως προς όσα διατάσσονται με την αλλοδαπή απόφαση (ΟλΑΠ 899/1985, ΑΠ 65/1997, ΑΠ 1657/2014). Αν η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση είναι εσφαλμένη κατ` ουσίαν, ο διάδικος που ηττήθηκε μπορεί να ασκήσει εναντίον της τα προβλεπόμενα από το αλλοδαπό δίκαιο ένδικα μέσα ή προσφυγή (ΑΠ 954/1983). Τα ελληνικά δηλαδή δικαστήρια στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας στο να αποφανθούν, έστω και παρεμπιπτόντως, όπως όταν προβάλλεται αρνητικό αναγνωριστικό αίτημα από την ουσιαστική έννομη σχέση για την ακυρότητα ή ανυπαρξία αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως και να προβούν σε εκ νέου εκδίκαση της υποθέσεως, καθόσον δικαιοδοσία επί σχετικών προσφυγών ή ενδίκων μέσων έχουν τα δικαστήρια της χώρας κατά το διαδικαστικό δίκαιο της οποίας εκδόθηκαν οι διαιτητικές αποφάσεις (ΑΠ 544/1996). Μπορούν όμως τα ελληνικά δικαστήρια να αρνηθούν να κηρύξουν αυτές εκτελεστές, εφόσον δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πιο πάνω διεθνούς Συμβάσεως και της διατάξεως του άρθρου 903 ΚΠολΔ, αφού ζητήματα που κρίθηκαν από το διαιτητικό δικαστήριο, π.χ. αντιρρήσεις κατά του κύρους της συμφωνίας διαιτησίας, δεν εμποδίζονται να επανατεθούν ως αρνητικές προϋποθέσεις της αναγνωρίσεως (ΟλΑΠ 899/1985, ΟλΑΠ 11/2009, Εφ.Αθ. 2474/2022, δημ. Νόμος).

ΙΙ. Ο ναυλομεσίτης (sea broker), που είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος, συνήθως μεσολαβεί μόνο και δεν μετέχει στην κατάρτιση της συμβάσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων, τους οποίους φέρνει απλώς σε επαφή, οπότε και δεν ευθύνεται για την καλή εκτέλεση αυτής (ΕφΠειρ 456/2000 ΝαυτΔικ 4 (2001), 425). Ο ναυτικός πράκτορας (ship agent) είναι και αυτός ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο οποίος, όμως, κατ` αντίθεση προς τον ναυλομεσίτη, καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπός του (ως προς τις εξωτερικές σχέσεις). Η σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου (άρθρα 7133 επ. ΑΚ). Μερικές φορές, όμως, ο ναυλομεσίτης, που εξυπηρετεί μία ή και περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ή εμπόρους, δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τους ενδιαφερομένους, αλλά παίρνει μέρος και στην κατάρτιση της συμβάσεως. Ενεργεί, δηλαδή, πράξεις ή δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του (πλοιοκτήτη), όπως Π.χ. όταν συμβάλλεται στο ναυλοσύμφωνο, εισπράττει ολόκληρο τον ναύλο με σκοπό να τον αποδώσει σε αυτόν κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή, φυσικά, ενεργεί κατ` ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και γι` αυτό πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο (Εφ Λαρ,460/2006 δημ. Νόμος με αναφορά σε ΕφΠειρ 237/2000 ΕπισκΕΔ 2000. 785, 793 επ. με παρατηρήσεις Αλ. Κιάντου- Παμπούκη).

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 211 § 1 και 212 ΑΚ που ορίζουν η μεν πρώτη ότι «δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του» η δε δεύτερη ότι «αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα» σαφώς συνάγεται ότι μεταξύ των όρων της άμεσης αντιπροσώπευσης είναι και η επιχείρηση της δικαιοπραξίας από τον αντιπρόσωπο στο όνομα άλλου, με την έννοια ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από αυτήν θα παράγονται απευθείας στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, αυτό δε θα πρέπει να γίνεται ρητά γνωστό από τον αντιπρόσωπο προς τον αντισυμβαλλόμενο, εκτός αν συνάγεται από τις περιστάσεις, τούτο δε γιατί η πληρεξουσιότητα είναι μονομερής δικαιοπραξία προορισμένη για τους τρίτους (ΑΠ 339/2005, ΕλλΔνη 5, 2006).

Με την από 15.2.2024 αίτηση, η αιτούσα ναυτιλιακή εταιρεία εξέθετε ότι μεταξύ των διαδίκων συνήφθη η από 17.5.2022 σύμβαση BIMCO ….. περί Απομάκρυνσης Ναυαγίων και Θαλασσίων Υπηρεσιών, δυνάμει της οποίας οι καθ’ων ανέλαβαν το έργο της μετάγγισης και μεταφόρτωσης φορτίου και συγκεκριμένα ποσότητας πετρελαίου 104.134,57 μετρικών τόνων, από το πλοίο M/T L στα δεξαμενόπλοια υποδοχής IE και IV, που είχε ναυλώσει η αιτούσα καθώς και στην παροχή περαιτέρω υπηρεσιών προς την τελευταία, έναντι αμοιβής ύψους 500.000 δολαρίων ΗΠΑ, η οποία καταβλήθηκε στις καθ’ων από την αιτούσα την 10.6.2022 σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των υποχρεώσεών της έναντι αυτών. Οτι στον όρο 21 του Μέρους ΙΙ της ανωτέρω σύμβασης είχε τεθεί διαιτητική ρήτρα δυνάμει της οποίας οριζόταν ότι η εν λόγω σύμβαση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο καθώς και ότι οποιαδήποτε διαφορά προκύψει από ή σε σχέση με αυτήν, θα παραπέμπεται σε διαιτησία στο Λονδίνο σύμφωνα με το νόμο περί διαιτησίας του 1996 ή οποιαδήποτε νομοθετική τροποποίηση ή εκ νέου θέσπιση αυτού. Οτι οι καθ’ων, κατά παράβαση της ανωτέρω διαιτητικής ρήτρας και ισχυριζόμενες ότι διατηρούν σε βάρος της αιτούσας απαίτηση απορρέουσα από αμοιβές μεταφόρτωσης του παραπάνω φορτίου, συνολικού ύψους 1.433.708,15 ευρώ, άσκησαν α) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.6.2023 αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος αυτής και του ……………., επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1827/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας απαγορεύθηκε η μεταβολή της νομικής και πραγματικής περιουσιακής κατάστασης της αιτούσας προς εξασφάλιση απαίτησης των καθ’ων, συνολικού ύψους 650.000 ευρώ μετά τόκων και εξόδων και β) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.12.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2023) αγωγή, ζητώντας την επιδίκαση των παραπάνω αξιώσεών τους. Οτι η αιτούσα, με την από 28.7.2023 έγγραφη προσφυγή της, προσέφυγε στο Διαιτητικό Δικαστήριο που εδρεύει στο Λονδίνο, το οποίο συνεδρίασε στις 14.11.2023 ερήμην των καθ’ων και εξέδωσε την από 29.12.2023 διαιτητική απόφασή του, με την οποία έκρινε θετικά ως προς τη δικαιοδοσία του να αποφανθεί επί των φερόμενων με την ανωτέρω προσφυγή αξιώσεων της προσφεύγουσας, ήδη εφεσίβλητης, όπως αυτές ανέκυψαν στο πλαίσιο της από 17.5.2022 σύμβασης BIMCO ….. περί Απομάκρυνσης Ναυαγίων και Θαλασσίων Υπηρεσιών. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη ότι το αντικείμενο διαφοράς της παραπάνω διαιτητικής απόφασης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας διαιτησίας κατά το ελληνικό δίκαιο καθώς και ότι η εν λόγω διαιτητική απόφαση είναι τελειωτική και δεσμευτική κατά το αγγλικό δίκαιο, η αιτούσα ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι υφίσταται δεδικασμένο στην ελληνική επικράτεια, που απορρέει από την από 29.12.2023 διαιτητική απόφαση του εδρεύοντος στο Λονδίνο Ηνωμένου Βασιλείου Διαιτητικού Δικαστηρίου, αποτελούμενου από τον ……………. καθώς και να καταδικαστούν οι καθ’ων στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτή την αίτηση και αναγνώρισε ότι υφίσταται δεδικασμένο που απορρέει από την ανωτέρω διαιτητική απόφαση.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες με την υπό κρίση έφεση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται στο σύνολό τους εκτιμώμενοι, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η από 15.2.2024 αίτηση και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική τους δαπάνη.

IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για άμεση και έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους (Ολ. ΑΠ 23/2008). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, ούτε και τη διάκριση από ποια από αυτά προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη, αλλά, αρκεί το ότι, από τη γενική, κατ` είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιαστίκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν νομίμως στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία, από το περιεχόμενο της απόφασης, ότι δια της συνήθως γενικής αναγραφής του είδους των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λπ.) συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 10/2025, ΑΠ 383/2023, ΑΠ 1474/2022). Μη λήψη υπόψη, πάντως δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 15/2021, ΑΠ 34/2021, ΑΠ 1186/2021). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, δικαστική ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι μόνο εκείνη που γίνεται γραπτώς ή προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, εξώδικη δε, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, είναι κάθε άλλη ομολογία που γίνεται ενώπιον άλλου δικαστηρίου στο πλαίσιο άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), ακόμα δε και εκείνη που έγινε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη στην οποία γίνεται επίκληση της ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 264/2009, ΑΠ 860/11, ΑΠ 11/2004), καθώς και εκείνη που περιέχεται σε έγγραφα εκδιδόμενα από το διάδικο (ΑΠ 128/2014, ΑΠ 414/2000). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται ή όχι εξώδικη ομολογία, από έγγραφο που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο διάδικος που επικαλείται την εξώδικη ομολογία, συνιστά κρίση περί τα πράγματα και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 297/2007, ΑΠ 815/2009, ΑΠ 1465/1997). Εξάλλου, για τα αποδεικτικά μέσα που κατά το νόμο είναι ισοδύναμα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού αυτά, κατ` άρθρο 340 εκτιμηθούν “ελεύθερα” (βλ.σχ. Α.Π. 60/2022 σε www.areiospagos.gr). Τέλος, από το άρθρο 520 παρ.1 του KΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι εφέσεως δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητας τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτα απορριπτέος ως απαράδεκτος (βλ. σχ. ΑΠ 122/2014, Εφ.Πειρ. 6/2021, Εφ.Πειρ. 47/2024, Εφ.Πειρ. 425/2021, Εφ.Αιγαίου 37/2021 δημ. σε Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούσες, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του διότι δεν έλαβε υπόψη, άλλως εκτίμησε εσφαλμένα, την ομολογία της εφεσίβλητης, που περιέχεται στο από 29.6.2023 σημείωμα που αυτή προσκόμισε κατά τη συζήτηση του αιτήματος προσωρινής διαταγής ενώπιον του Προέδρου Υπηρεσίας Πρωτοδικών Πειραιώς, στο πλαίσιο της από 15.6.2023 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που άσκησαν εναντίον της και εναντίον του …………. οι εκκαλούσες, με την οποία (ομολογία) ομολογεί ότι η από 17.5.2023 Σύμβαση BIMCO ….. τυγχάνει άκυρη και μη δεσμευτική για την ίδια (εφεσίβλητη) αφού δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της.

Η νομική όμως αυτή πλημμέλεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν καθιστά εξαφανιστέα την εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου αυτού, διότι το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της κρινόμενης εφέσεως (άρθρο 522 KΠολΔ), κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (άρθρου 534 KΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων μεταξύ των οποίων και το από 29.6.2023 σημείωμα της εφεσίβλητης ενώπιον του Προέδρου Υπηρεσίας Πρωτοδικών Πειραιώς. Η εξαφάνιση δε της εκκαλουμένης απόφασης θα επέλθει μόνο εάν το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της κρινόμενης εφέσεως για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αχθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της ένδικης υποθέσεως. Μετά ταύτα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο λόγος αυτός της έφεσης προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος αφού ακόμη και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, αλλά στην υποχρέωση του παρόντος Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του και το εν λόγω αποδεικτικό μέσο.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος των καθ’ων η αίτηση …………., που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, της υπ’αριθ. …./1.4.2024 ένορκης βεβαίωσης του ………. και της υπ’αριθ. ……/1.4.2024 ένορκης βεβαίωσης του ……., που λήφθηκαν με επιμέλεια των καθ’ων η αίτηση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αιτούσας (βλ. υπ’αριθ. Ε …./27.3.2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …….), της υπ’αριθ. …../5.4.2024 ένορκης βεβαίωσης του …….. ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που λήφθηκε με επιμέλεια της αιτούσας, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των καθ’ων, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προς αντίκρουση των νομίμως προβληθέντων ισχυρισμών των καθ’ων η αίτηση και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά των οποίων θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα τους (άρθρα 264 εδάφ. β, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με καταστατική έδρα τα Νησιά Μάρσαλ, ενώ η πρώτη εκκαλούσα είναι ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει στον Πειραιά και ασχολείται με την περισυλλογή, διαχείριση και επεξεργασία στερεών αποβλήτων και καταλοίπων φορτίου πλοίων και πλωτών κάθε είδους και μορφής και η δεύτερη εξ αυτών είναι κοινοπραξία ναυτικών εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην παροχή πάσης φύσεως υπηρεσιών ρυμούλκησης, επιθαλάσσιας αρωγής και ναυαγιαιρέσεων. Περί τα τέλη Απριλίου 2022, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ανέθεσε στην εφεσίβλητη το έργο της μετάγγισης φορτίου αργού πετρελαίου συνολικής ποσότητας 104.134,57 μετρικών τόνων από το δ/ξ L σημαίας Ιράν (προηγούμενης ονομασίας P, σημαίας Ρωσίας), το οποίο είχε κατασχεθεί με διάταξη του Περιφερειακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ, σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία περί παράνομης μεταφοράς Ιρανικού πετρελαίου και βρισκόταν αγκυροβολημένο στον Κόλπο της Καρύστου, από όπου την 22.4.2022 διατάχθηκε η απαγόρευση απόπλου του με την υπ’αριθ. ……/2022 διάταξη της Ανακρίτριας Χαλκίδας, ενώ την 28.4.2022 κατασχέθηκε το φορτίο αυτού, κατόπιν αίτησης των αρχών των ΗΠΑ προς τις ελληνικές αρχές για δικαστική συνδρομή στο πλαίσιο της ισχύουσας Διμερούς Συμφωνίας των δύο κρατών. Προκειμένου να ανταποκριθεί στην εκτέλεση του έργου αυτού, η εφεσίβλητη προέβη στη ναύλωση των υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενόπλοιων <<IE>> και <<IV>> και αναζήτησε βοηθητικά πρόσωπα για να συνδράμουν στην αναληφθείσα επιχείρηση. Συγκεκριμένα, η εφεσίβλητη διόρισε τον   …………. ως ναυτικό πράκτορα και συντονιστή μεταφόρτωσης STS για τη διεκπεραίωση του έργου, όπως προκύπτει από την σχετική μεταξύ τους ηλεκτρονική αλληλογραφία και ειδικότερα από το από 6.5.2022 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εφεσίβλητης, στο οποίο αναφέρεται, σε ακριβή μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, ότι <<Είμαστε στην ευχάριστη θέση να ορίσουμε το αξιότιμο γραφείο σας ως Πράκτορες και συντονιστές μεταφόρτωσης STS για την ως άνω αναφερόμενη διαδικασία μεταφόρτωσης STS>> και ανέθεσε σε αυτόν την αναζήτηση των κατάλληλων φορέων για την ανάληψη του έργου, την παρακολούθησή του και τον συντονισμό των μερών. Στην από 13.5.2022 επιστολή που απέστειλε το πρακτορείο <<………………>> προς την εφεσίβλητη ανέφερε ότι παρέχει υπηρεσίες ναυτικής πρακτόρευσης, διαθέτοντας εμπειρία και εξαιρετικές συστάσεις από λοιπές ναυτιλιακές εταιρείες, ενώ στο εταιρικό προφίλ της ανωτέρω εταιρείας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι <<η εταιρεία μας ασχολείται με την πρακτορεία ελεύθερων πλοίων (τραμπ) και πλοίων τακτικών γραμμών (λάινερ) και την επάνδρωση ελληνικού πληρώματος και είμαστε επίσης πολύ ισχυροί και αποτελεσματικοί ως πράκτορες προστασίας πλοικτητών και πράκτορες ναυλωτών φορτίου>>. Στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτόν υπηρεσιών πρακτόρευσης, ο …….. υπέδειξε στην εφεσίβλητη τις εκκαλούσες, γνωρίζοντας, από την επαγγελματική εμπειρία του, ότι η πρώτη εξ αυτών <<……….>> είναι συμβαλλόμενη με την ………… στις Συμβάσεις Υπηρεσιών Ευκολιών Υποδοχής και Υπηρεσιών Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος (Prevention & Emergency Response – Εξειδικευμένες Υπηρεσίες Πρόληψης και Αντιμετώπισης Θαλάσσιας Ρύπανσης από Πετρελαιοειδείς Ουσίες) και εκ του γεγονότος αυτού διαθέτει την απαιτούμενη εξειδίκευση για τη διεκπεραίωση του έργου της μετάγγισης του φορτίου, το οποίο δέχθηκε να αναλάβει με τη συνεργασία της δεύτερης εκκαλούσας, εταιρείας <<…………….>> που εξειδικεύεται στην παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής και διαθέτει στόλο ρυμουλκών και ναυαγοσωστικών πλοίων. Στις 17.5.2022 εστάλη προς τον …………, από την πρώτη εκκαλούσα για λογαριασμό και της δεύτερης, πλήρης οικονομική προσφορά για την εφαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου μετάγγισης, στην οποία προσδιορίζονταν αναλυτικά οι όροι αυτής. Μάλιστα στην ανωτέρω οικονομική προσφορά και δη στην παράγραφο 5 ορίζονταν ότι οι υπηρεσίες των εκκαλουσών θα παρέχονταν σύμφωνα με τη συμφωνία BIMCO ………….. για την παροχή θαλάσσιων υπηρεσιών, ενώ στην τελευταία σελίδα της προσφοράς τέθηκε η υπογραφή του ………., ενεργούντος από και για λογαριασμό της εφεσίβλητης. Μάλιστα, ο …….., την επόμενη ημέρα απέστειλε στην εφεσίβλητη και δη στον πλοίαρχο αυτής ………, συνημμένη την από 17.5.2022 Σύμβαση BIMCO ……, λαμβάνοντας αυθημερόν από την εφεσίβλητη, δια του πλοιάρχου της, ρητή και έγγραφη εξουσιοδότηση να υπογράψει για λογαριασμό της την από 17.5.2022 σύμβαση. Η εν λόγω σύμβαση επιστράφηκε στην εφεσίβλητη υπογεγραμμένη και σφραγισμένη την 19.5.2022 (βλ. σχετ. από 19.5.2022 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με αποστολέα τον …………). Από την ίδια τη σύμβαση προκύπτει ότι το πρακτορείο <<……….>>  εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης, έχοντας θέσει την υπογραφή του στο κουτί/πεδίο/box 3 της εν λόγω σύμβασης καθώς και στο τέλος του Παραρτήματος Ι αυτής για λογαριασμό του πελάτη, ήτοι της εταιρείας …………. Από όσα προαναφέρθηκαν σαφώς συνάγεται ότι ο ……… υπογράφοντας την εν λόγω σύμβαση ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης, με την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα για τη διεκπεραίωση του έργου της μετάγγισης του φορτίου. Το γεγονός ότι έχει καταρτιστεί μεταξύ των διαδίκων η από 17.5.2022 Σύμβαση BIMCO ……, συνομολογείται και από την πρώτη εκκαλούσα στην από 18.2.2022 επιστολή που απέστειλε στην Πρεσβεία και Προξενείο των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα/ Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, στην οποία αναφέρει ότι <<η εταιρεία μας έχει, από κοινού με την ……….. (“……..”) αναλάβει έναντι της …….. (“………”) μέσω της συμφωνίας ……….. Bimco με ημερομηνία 17 Μαϊου 2022, να μεταφορτώσει ένα φορτίο περίπου 104.134,57 μετρικών τόνων αργού πετρελαίου από το Μ/Δ Λ (πρώην Μ/Δ Π) σε άλλο κατάλληλο δεξαμενόπλοιο, έργο το οποίο η …….. με τη σειρά της είχε αναλάβει να εκτελέσει από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ>>. Τα ανωτέρω δεν αντικρούονται από την κατάθεση του μάρτυρα …………. που εξετάστηκε με επιμέλεια των εκκαλουσών στο ακροατήριο, ο οποίος ανέφερε ότι ο ……… δεν ενήργησε ως ναυτικός πράκτορας και λόγω αυτού ως άμεσος αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης αλλά ότι ασκούσε μόνο τα καθήκοντα του μεσίτη και του γενικού συντονιστή του έργου, διότι η εφεσίβλητη εκπροσωπούνταν από τον αρχικαπετάνιο αυτής Φούρναρη, αφού αυτή (κατάθεση) δεν επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά μέσα, αντίθετα αντικρούεται από τα προαναφερόμενα έγγραφα. Επίσης και ο ………… στην υπ’αριθ. ………/1.4.2024 ένορκη βεβαίωση αναφέρει ότι <<…Με την ολολήρωση της συμφωνίας κατά τα ανωτέρω, θυμάμαι πως υπέγραψα ακόμη ένα έγγραφο, το οποίο είχα τότε στην κατοχή μου. Επρόκειτο για ένα τυποποιημένο πρότυπο σύμβασης, το οποίο διατίθεται διαδικτυακά από τον διεθνή ναυτιλιακό οργανισμό BIMCO (Baltic and International Maritime Council) για συμβάσεις ναυαγιαίρεσης και φέρει τον τίτλο BIMCO ……………. Το έγγραφο αυτό, πράγματι το υπέγραψα τότε, χωρίς να διαβάσω τους τυποποιημένους όρους του>>. Η παραδοχή αυτή του ………., συνδυαζόμενη και με τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπει αμφιβολία ότι ο διορισθείς από την εφεσίβλητη ναυτικός πράκτορας, κατόπιν ρητής και έγγραφης εξουσιοδότησης που έλαβε από τον πλοίαρχο της εφεσίβλητης, …………,  υπέγραψε για λογαριασμό της την ανωτέρω σύμβαση, γνωρίζοντας ως και εκ της πολυετούς εμπειρίας του, ότι το περιεχόμενό της και οι όροι της είναι δεσμευτικοί για τα συμβαλλόμενα μέρη.  Ουδόλως δε αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτιστεί άτυπη (προφορική) σύμβαση μίσθωσης έργου και παροχής υπηρεσιών δυνάμει της από 17.5.2022 τεχνικοοικονομικής προσφοράς υπό τη μορφή ημερήσιου αναλυτικού καταλόγου υπηρεσιών και χρεώσεων που διακινήθηκε με ηλεκτρονική αλληλογραφία και η οποία διήπε αποκλειστικά τη συμβατική τους σχέση, όπως αβασίμως διατείνονται οι εκκαλούσες, αντίθετα αποδεικνύεται ότι οι τελευταίες επέμεναν στην γραπτή ανάθεση των αιτούμενων από την εφεσίβλητη υπηρεσιών [σχετ. το, προσκομιζόμενο από αμφότερες τις διάδικες πλευρές, από 17.5.2022 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αποστολέα τον ………. (εκ μέρους της  πρώτης εκκαλούσας και παραλήπτη τον ……….., για λογαριασμό της εφεσίβλητης], για το λόγο άλλωστε αυτό προέβησαν στην κατάρτιση της σύμβασης BIMCO …….. Μετά ταύτα απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυχγάνουν οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της κρινόμενης έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούσες πλήττουν την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, διότι απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί μη έγκυρης σύναψης συμφωνίας διαιτησίας και περί ατύπου (προφορικής) σύναψης της επίδικης σύμβασης έργου και διότι έκρινε ότι ο …………. δρούσε ως ναυτικός πράκτορας και άμεσος αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης. Περαιτέρω, στον όρο 21 του Μέρους ΙΙ της παραπάνω σύμβασης περιλαμβάνονταν διαιτητική ρήτρα με την οποία οριζόταν ότι η εν λόγω σύμβαση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο καθώς και ότι οποιαδήποτε διαφορά προκύψει από ή σε σχέση με αυτήν, θα παραπέμπεται σε διαιτησία στο Λονδίνο σύμφωνα με το νόμο περί διαιτησίας του 1996 ή οποιαδήποτε νομοθετική τροποποίηση ή εκ νέου θέσπιση αυτού. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι εκκαλούσες, ισχυριζόμενες ότι διατηρούν σε βάρος της εφεσίβλητης απαίτηση απορρέουσα από αμοιβές μεταφόρτωσης του φορτίου (πετρελαίου), συνολικού ύψους 1.433.708,15 ευρώ, άσκησαν α) ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.6.2023 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, σε βάρος αυτής και του …………., επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1827/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας απαγορεύθηκε η μεταβολή της νομικής και πραγματικής περιουσιακής κατάστασης της αιτούσας προς εξασφάλιση απαίτησης των καθ’ων, συνολικού ύψους 650.000 ευρώ μετά τόκων και εξόδων και β) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.12.2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023) αγωγή, ζητώντας την επιδίκαση των παραπάνω αξιώσεών τους. Ακολούθως η εφεσίβλητη προσέφυγε στο Διαιτητικό Δικαστήριο που εδρεύει στο Λονδίνο Ηνωμένου Βασιλείου και ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι έχει συναφθεί η από 17.5.2022 σύμβαση BIMCO ………….., ότι δεν έχει συναφθεί οποιαδήποτε άλλη προφορική συμφωνία μεταξύ αυτής και των καθ’ων η διαιτητική προσφυγή (εκκαλουσών) σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών περί απομάκρυνσης ναυαγίων και θαλασσίων υπηρεσιών ή υπό την από 17.5.2022 σύμβαση BIMCO συμπεριλαμβανομένων και των φερόμενων με την από 15.6.2023 αίτηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς των καθ’ων η αίτηση (εκκαλουσών). Το Διαιτητικό Δικαστήριο, αποτελούμενο από τον ……., συνεδρίασε την 14.11.2023 ερήμην των καθ’ων η διαιτητική προσφυγή και εξέδωσε την από 29.12.2023 διαιτητική απόφαση, με την οποία αποφάνθηκε θετικά ως προς την δικαιοδοσία του επί των φερόμενων με την από 28.7.2023 έγγραφη προσφυγή στη διαιτησία αξιώσεων της προσφεύγουσας (εφεσίβλητης) ως αυτές ανέκυψαν στο πλαίσιο της από 17.5.2022 σύμβασης BIMCO …… περί Απομάκρυνσης Ναυαγίων και Θαλασσίων Υπηρεσιών. Ειδικότερα στη σκέψη 61 της ανωτέρω διαιτητικής απόφασης αναφέρεται ότι <<Ωστόσο, τέταρτον και για λόγους πληρότητας, πιστεύω ότι σε κάθε περίπτωση οι συμβαλλόμενοι, βάσει του Αγγλικού Δικαίου, συμφώνησαν σχετικά με την έκδοση της Σύμβασης περί Απομάκρυνσης Ναυαγίων και Θαλασσίων Υπηρεσιών που υπεγράφη από τον κ. … …… Γίνεται δεκτό (και μάλιστα υποστηρίζεται) από τις καθ’ων ότι ο κ. …… είχε την ιδιότητα του μεσίτη. Και σε κάθε περίπτωση είναι φανερό ότι ενεργούσε επίσης για τον σκοπό δέσμευσης των εντολέων του (ο αρχικός του διορισμός από την …… ήταν, μεταξύ άλλων, ως “ Οι Πράκτορές μας”). Αντίστοιχα, βάσει του Αγγλικού Δικαίου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υπογραφή του στη Σύμβαση περί Απομάκρυνσης Ναυαγίων και Θαλασσίων Υπηρεσιών ήταν επαρκής, υπό την προϋπόθεση ότι είχε την απαιτούμενη εξουσία από την ……να δεσμεύσει τους εντολείς του>>, ενώ στη σκέψη 62 αναφέρεται ότι <<…η …… στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προς την …. στις 18 Μαϊου εξουσιοδότησε ρητά και διέταξε την …… να “προχωρήσει με την αποδοχή και την υπογραφή της συνημμένης σύμβασης”, το οποίο έκαναν. Αυτό αποτελεί τη σαφέστατη δυνατή ανάθεση εξουσίας στην ….. για την υπογραφή εκ μέρους της προσφεύγουσας>>. Η προσφεύγουσα με την από 15.2.2024 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι υφίσταται δεδικασμένο που απορρέει από την εκδοθείσα στο Λονδίνο Ηνωμένου Βασιλείου, από 29.12.2023 δεσμευτική κατά το δίκαιο του τόπου έκδοσης και τελειωτική Διαιτητική Απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου αποτελούμενου από τον ………… με διάδικα μέρη την ίδια και τις καθ’ων η αίτηση (εκκαλούσες). Η συμφωνία περί διαιτησίας, η εγκυρότητα της οποίας κρίνεται από το επιλεγέν από τα μέρη δίκαιο, εν προκειμένω από το αγγλικό, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 εδ. α’ της Σύμβασης (σχετ. Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2η εκδ. 2025, σελ. 620) είναι έγκυρη σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 32 του αγγλικού νόμου περί διαιτησίας του 1996 (Arbitration Act 1996), εφόσον    καταρτίστηκε εγγράφως και περιέχει τον τόπο συγκλήσεως των διαιτητών και το εφαρμοστέο δίκαιο για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς. Εξάλλου η υπόψη διαιτητική απόφαση  έχει καταστεί δεσμευτική για τα μέρη, αφού δεν αποδείχθηκε ότι οι καθ’ων (εκκαλούσες) έχουν ασκήσει έφεση κατ` αυτής. Επίσης, το αντικείμενο της διαφοράς το οποίο επέλυσε η ως άνω διαιτητική απόφαση ήταν, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, επιδεκτικό ρυθμίσεως με διαιτησία, γιατί η διαφορά που απορρέει από τη σύμβαση περί απομάκρυνσης ναυαγίων και θαλασσίων μεταφορών και την οφειλόμενη εξ αυτής αμοιβή είναι ιδιωτικού δικαίου (άρθρ. 867 επ.ΚΠολΔ). Τέλος, η αιτιολογία και το περιεχόμενο της απόφασης δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη, διότι η εκτέλεσή της στην Ελλάδα δεν προσκρούει σε βασικές και θεμελιώδους σημασίας αρχές, οι οποίες διέπουν τη ζωή στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτή την αίτηση και αναγνώρισε ότι υφίσταται δεδικασμένο που απορρέει από την εκδοθείσα στο Λονδίνο Ηνωμένου Βασιλείου, από 29.12.2023 δεσμευτική κατά το δίκαιο του τόπου έκδοσης και τελειωτική Διαιτητική Απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου αποτελούμενου από τον ……….. δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα, μη υποπίπτοντας σε καμία πλημμέλεια σχετικά με τις αποδείξεις και, κατά συνέπεια, όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με τους ανωτέρω αναφερόμενους (δεύτερο και τρίτο) λόγους της έφεσής τους, κρίνονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν τούτου, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. …………/2025 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 20.1.2025 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2025) έφεση, κατά της υπ’αριθ. 4109/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.

Δέχεται την έφεση τυπικά και

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. ………../2025 παραβόλου της έφεσης  στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 12 Νοεμβρίου 2025.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ