ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 715/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4ο Τμήμα
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) (ΑΦΜ ………….), ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εκπροσωπείται από τον διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, που εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ., Γεώργιο Καμπισιούλη.
Των εφεσιβλήτων: 1. Της εταιρείας με την επωνυμία «…………….», η οποία μετονομάστηκε σε «………..» (ΑΦΜ ……….)), με έδρα τo …………. Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Δήμητρα – Ειρήνη Τσιλιγιάννη (ΔΕ ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ ΧΑΛΑΚΑΤΑΒΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ), 2. Της δικαστικής επιμελήτριας, ………. (ΑΦΜ …………), κατοίκου ………. Αττικής, η οποία δεν παραστάθηκε.
Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. …………./2020 ανακοπή για τη μεταρρύθμιση πίνακα κατάταξης, την οποία το δικαστήριο με την με αρ. 3375/2020 απόφαση απέρριψε.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε το ανακόπτον με την με αρ. κατ. ………../2022 έφεση προς το δικαστήριο τούτο, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί (με την με αρ. κατ. ………./2023 πράξη κατ. Εφετ Πειρ.) την 1.2.2024 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Οι πληρεξούσιοι νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν παρά την απουσία της 2ης εφεσίβλητης, η οποία, αν και κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης (βλ. την ………../26.3.2024 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. …………), δεν παραστάθηκε, προσκομίζονται όμως, για το παραδεκτό της συζήτησης, οι προτάσεις της και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης (ΚΠολΔ 524 παρ. 4).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, που επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσης, το εκκαλούν αρνήθηκε την ύπαρξη και το μέγεθος της απαίτησης της πρώτης εφεσίβλητης καθ’ ης η ανακοπή, η οποία κατατάχθηκε στο 10% του εκπλειστηριάσματος ως εγχειρόγραφη δανείστρια τυχαία και σύμμετρα για το ποσό των 1.819,08 ευρώ, και ζήτησε να αποβληθεί αυτή και να καταταγεί το ίδιο στο αποδεσμευόμενο ποσό για το μέρος τής με γενικό προνόμιο εξοπλισμένης απαίτησής του (ΚΠολΔ 975 αρ. 3) που δεν κατατάχθηκε στο 25%. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής που επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της έφεσης το εκκαλούν ισχυρίστηκε ότι μη νόμιμα προαφαιρέθηκαν από το εκπλειστηρίασμα τα ακόλουθα έξοδα: α) το ποσό των 30 ευρώ για έρευνα στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας, το ποσό των 30 ευρώ για έρευνα στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας και το ποσό των 35 ευρώ για πιστοποιητικό βαρών και παραλαβή του, ως μη αφορώντα το συμφέρον όλων των δανειστών, β) το ποσό των 100 ευρώ για αμοιβή μαρτύρων κατάσχεσης, αφού απαιτείται η σύμπραξη ενός μόνο μάρτυρα και δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, βάσει της οποίας εκπλειστηριάστηκε το ακίνητο, γ) τα ποσά των 20 ευρώ και 55 ευρώ για τρίτο αντίγραφο έκθεσης κατάσχεσης και επίδοσης αυτού, αφού δεν απαιτούνται τρεις επιδόσεις αυτής, δ) τα ποσά των 40 ευρώ και 265 ευρώ για αντίγραφα περίληψης και επιδόσεις αυτών αντίστοιχα, αφού δεν προκύπτει τι αφορούν αυτές, άλλως ως μη αφορώντα το συμφέρον όλων των δανειστών. Όσον αφορά τα υπό στ. α’ έξοδα, αυτά νομίμως προαφαιρέθηκαν από το εκπλειστηρίασμα, επειδή αφορούν το συμφέρον όλων των δανειστών, γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει η επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου και περαιτέρω ο πλειστηριασμός του, αν δεν διαπιστωνόταν από την έρευνα των τίτλων στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας και στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας η κυριότητα της καθ’ ης η αναγκαστική εκτέλεση και η ανυπαρξία νομικού ελαττώματος που να εμπόδιζε την κατάσχεση. Επιπλέον δε, η έκδοση και η λήψη του πιστοποιητικού βαρών ήταν αναγκαία για να διαπιστωθούν οι ενυπόθηκοι δανειστές, στους οποίους έπρεπε να επιδοθεί αντίγραφο αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης (ΚΠολΔ 995 παρ. 4). Ως προς τις αιτιάσεις που αφορούν τα λοιπά έξοδα αυτές θα διερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι και επικαλούνται με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της πρώτης εφεσίβλητης και σε εκτέλεση της με αρ. ……/2011 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατασχέθηκε αναγκαστικά, δυνάμει της με αρ. …../12.9.2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δεύτερης εφεσίβλητης, ένα αγροτεμάχιο μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, εκτός σχεδίου πόλεως και ζώνης, στη θέση «………..» του Δήμου Σαλαμίνας, επί της …………., με κατάστημα εντός του, το οποίο εκπλειστηριάστηκε και κατακυρώθηκε σε πλειοδότη αντί του εκπλειστηριάσματος 78.832 ευρώ. Το εν λόγω εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης της επισπεύδουσας και όλων των αναγγελθέντων δανειστών και γι’ αυτό συντάχθηκε από την υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβ/φο …….., ο με αρ. ………./17.1.2020 πίνακας κατάταξης. Σ’ αυτόν προαφαιρέθηκαν ως έξοδα εκτέλεσης μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: α) ποσό 100 ευρώ που αφορά την αμοιβή του δεύτερου δικαστικού επιμελητή, . …….., που ισοδυναμεί με την αμοιβή δύο μαρτύρων (50 ευρώ Χ 2) [αρ. 21798/11.3.2016 ΚΥΑ Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αρ. 2/54638/0022/2008 ΚΥΑ Οικονομικών και Δικαιοσύνης], γιατί στον τόπο εκτέλεσης δεν ανευρέθη η καθ’ ης η εκτέλεση και, επομένως, ήταν εκ του νόμου επιβεβλημένη η παρουσία δύο μαρτύρων ή ενός ακόμη δικαστικού επιμελητή (ΚΠολΔ 930 παρ. 2), β) ποσό 80 ευρώ για 4 αντίγραφα εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης και ποσό 165 ευρώ για 3 απαραίτητες επιδόσεις αντιγράφων αυτής, που αφορούν την επίδοση στην καθ’ ης η εκτέλεση, στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας και στον προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, όπως επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 995 παρ. 2 του ΚΠολΔ (βλ. τις …………../12.9.2018 εκθέσεις επίδοσης της δεύτερης εφεσίβλητης), γ) ποσό 40 ευρώ για αντίγραφα περίληψης και το ποσό των 265 ευρώ για 7 επιδόσεις περίληψης, οι οποίες αφορούν αντίγραφα του με αρ. …/2018 αποσπάσματος της με αρ. …./2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης (μετά την κατάργηση του νομοτεχνικού όρου «περίληψη» της παλαιάς διάταξης του άρθρου 999 ΚΠολΔ και την αντικατάσταση αυτής με τον όρο «απόσπασμα» του άρθρου 995 παρ. 4 ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015), που αφορούν την επίδοση στην καθ’ ης η εκτέλεση, στον …………, στην Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής, στη Δ.Ο.Υ Ε’ Πειραιά, στο Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά, στον ΕΦΚΑ, στην ενυπόθηκη δανείστρια ……….. (βλ. …………../21.9.2018, ………../24.9.2018 εκθέσεις επίδοσης της δεύτερης εφεσίβλητης), οι οποίες επιβάλλονταν από τις διατάξεις των άρθρων 995 παρ. 4 ΚΠολΔ, 54 του ΚΕΔΕ (356/1974), 19 παρ. 3 της ΥΑ 45057/1973 ΦΕΚ Β 57/1973 (Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης ΟΛΠ Α.Ε.), 27 παρ. 3 εδφ. δ του α.ν. 1846/1951 (ΙΚΑ). Συνεπώς όλα τα ανωτέρω έξοδα που προαφαιρέθηκαν από το εκπλειστηρίασμα έγιναν νόμιμα και προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ευχερώς δε το εκκαλούν μπορούσε να ελέγξει αυτά, αφού όλα τα ως άνω έγγραφα κατατέθηκαν στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, ενώ στον από 28.9.2018 πίνακα εξόδων της δεύτερης εφεσίβλητης, που ενσωματώθηκε στον πίνακα κατάταξης από την υπάλληλο του πλειστηριασμού, αναφέρονταν επαρκώς ορισμένα και εξειδικευμένα όλα τα ανωτέρω, συνεπώς ο δεύτερος λόγος της ανακοπής του εκκαλούντος έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος και τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε πλημμελώς εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα και ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης συνολικού ποσού 3.026,84 ευρώ απέμεινε εκπλειστηρίασμα 75.805,16 ευρώ, το οποίο διανεμήθηκε μεταξύ των δανειστών και στο 25% αυτού (στο 18.951,30 ευρώ) κατατάχθηκε οριστικά και σύμμετρα το εκκαλούν για το ποσό των 18.515,88 ευρώ, ως μερική εξόφληση της με γενικό προνόμιο εξοπλισμένης (ΚΠολΔ 975 αρ. 3) αναγγελθείσας απαίτησής του κατά της καθ’ ης η εκτέλεση, ύψους 22.323,76 ευρώ, απομένοντας έτσι ανεξόφλητο υπόλοιπο 3.807,88 ευρώ και στο 10% αυτού (7.580,51 ευρώ) η πρώτη εφεσίβλητη κυρίως, τυχαία και σύμμετρα για το ποσό των 1.819,08, ως μερική εξόφληση της άνευ προνομίου εξοπλισμένης αναγγελθείσας απαίτησής της έναντι της καθ’ ης η εκτέλεση, ύψους 72.629,25 ευρώ. Προς απόδειξη αυτής της απαίτησής της η εφεσίβλητη προσκόμισε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού την με αρ. ……./2011 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την από 3.11.2008 σύμβασης χορήγησης ανοικτής πίστωσης μεταξύ της καθ’ ης η εκτέλεση και της ………….. μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ με συμβατικό επιτόκιο, έως 15.000 ευρώ, 15,20% πλέον τόκου υπερημερίας 2,5% και με την προσαύξηση της εισφοράς του Ν. 128/1975 0,8%. Από τα ως άνω έγγραφα προέκυψε ότι με την ως άνω διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να καταβάλει στην τράπεζα το συνολικό χρηματικό ποσό των 16.821,96 ευρώ εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της καταγγελίας (14.11.2009), πλέον δικαστικής δαπάνης 555 ευρώ. Μετά από αριθμητικό υπολογισμό των τόκων υπερημερίας με το ως άνω συμφωνημένο επιτόκιο η συνολική οφειλή ανήλθε στις 10.12.2019 (χρόνος υπολογισμού σύμφωνα με την αναγγελία) στο ποσό των 48.719,27 ευρώ (16.821,96 κεφάλαιο + 31.342,31 ευρώ τόκοι +555 δικαστική δαπάνη) και όχι στο ποσό των 72.629,25 ευρώ για το οποίο αναγγέλθηκε, το οποίο από τα ως άνω έγγραφα που προσκόμισε δεν αποδείχθηκε. Το δε από 10.12.2019 έγγραφο ενημέρωσης οφειλής της ίδιας της εφεσίβλητης που απηύθυνε στην καθ’ ης η εκτέλεση και την ενημέρωνε ότι η οφειλή της προς την ίδια ανερχόταν στο ποσό των 72.629,25 ευρώ και το οποίο προσκόμισε η πρώτη εφεσίβλητη στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, δεν είναι ικανό να αποδείξει το ύψος της οφειλής, ως έγγραφο που εκδόθηκε από την ίδια και αφορά την επίδικη απαίτησή της, εφόσον δεν συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα της τράπεζας, των οποίων η αποδεικτική ισχύ να έχει συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων και από τα οποία να προκύπτει η αναλυτική κίνηση της οφειλής κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (14.11.2009 έως 10.12.2019) και το τελικό οφειλόμενο υπόλοιπο. Ενόψει του πραγματικού ύψους της οφειλής της πρώτης εφεσίβλητης (48.719,27 ευρώ), που ελλείψει άλλων εγγράφων υπολογίστηκε αριθμητικά, με βάσει τα στοιχεία της μεταξύ τους σύμβασης, και του μέρους άλλης απαίτησης, αυτής της αναγγελθείσας τράπεζας ……………., που δεν ήταν εξασφαλισμένο με υποθήκη, ποσού 120.546,72 ευρώ (σύνολο απαίτησης της τράπεζας που αναγγέλθηκε 279.306,92 ευρώ μείον ποσό 158.760,20 που ήταν ασφαλισμένο με υποθήκη, που δεν αμφισβητείται) η κατάταξη της πρώτης εφεσίβλητης ως εγχειρόγραφης δανείστριας στο 10% του εκπλειστηριάσματος (7.580,51 ευρώ) θα έπρεπε να γίνει τυχαία και σύμμετρα για το ποσό των [48.719,27 (απαίτηση εγχειρόγραφη) Χ 7.580,51 (10%) / 169.265,99 ευρώ (σύνολο εγχειρόγραφων απαιτήσεων 120.546,72 + 48.719,27)] 2.181,87 ευρώ, δηλαδή σε ποσό περισσότερο από αυτό που κατατάχθηκε με τον προσβαλλόμενο πίνακα, παρά το ότι η απαίτηση της πρώτης εφεσίβλητης είναι εντέλει μικρότερη από αυτή που δέχθηκε η υπάλληλος του πλειστηριασμού. Και αυτό εξηγείται γιατί στον εν λόγω πίνακα κατάταξης η υπάλληλος του πλειστηριασμού είχε προβεί σε εσφαλμένο αριθμητικό υπολογισμό του ποσού της κατάταξης της πρώτης εφεσίβλητης, ήτοι στο εσφαλμένο ποσό 1.819,08 ευρώ για αναγγελθείσα απαίτησή της 72.629,25 ευρώ, αντί στο ποσό 2.850,07 ευρώ [72.629,25 (απαίτηση) Χ 7.580,51 (10%) / 193.175,97 (σύνολο εγχειρόγραφων απαιτήσεων 120.546,72 + 72.629,25)]. Το παρόν δικαστήριο οφείλει και πρέπει να προβεί σε ορθό αριθμητικό υπολογισμό για την κατάταξη της ως άνω απαίτησης της πρώτης εφεσίβλητης, αφού δεν μπορεί να μην εφαρμόσει τους μαθηματικούς κανόνες του αριθμητικού υπολογισμού, παρά το ότι η πρώτη εφεσίβλητη δεν άσκησε ανακοπή κατά του πίνακα. Επομένως, και μετά τον υπολογισμό του πραγματικού ύψους της εγχειρόγραφης απαίτησης της πρώτης εφεσίβλητης με βάσει τα έγγραφα που προσκόμισε και με ορθό αριθμητικό υπολογισμό, δεν αποδεσμεύεται χρηματικό ποσό για να καταταγεί το εκκαλούν και έτσι ο λόγος της ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ελλείψει έννομου συμφέροντος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω λόγο ελλείψει εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος στην προβολή του, επειδή ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που αποβαλλόταν η πρώτη εφεσίβλητη δεν θα μπορούσε ποτέ να καταταγεί το εκκαλούν, γιατί στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, για την περίπτωση που η εν λόγω κυρίως καταταγείσα απαίτηση παύσει να ισχύει, υπήρχε επικουρική κατάταξη της επίσης εγχειρόγραφης δανείστριας «…………….», που κατατάχθηκε και αυτή στο 10% του εκπλειστηριάσματος συμμέτρως και οριστικά. Η αιτιολογία αυτή κρίνεται ως εσφαλμένη, γιατί η επικουρική κατάταξη θα γινόταν μόνο στην περίπτωση που σε δίκη μεταξύ της κυρίως καταταγείσας και της οφειλέτη καθ’ ης η εκτέλεση κρινόταν τελεσίδικα ότι η σχετική απαίτηση έπαυσε να υπάρχει εν όλω ή εν μέρει, όχι όμως στην περίπτωση που γινόταν δεκτός ο σχετικός λόγος ανακοπής που πρόβαλε το εκκαλούν αναγγελθείς δανειστής περί ανυπαρξίας της κυρίως καταταγείσας απαίτησης, με την αιτίαση ότι αυτή ποτέ δεν υπήρξε εξ υπαρχής, οπότε στην περίπτωση αυτή στο αποδεσμευόμενο ποσό θα κατατασσόταν το εκκαλούν (ΑΠ 555/2015, ΑΠ 1468/2011 δημ. NOMOS). Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα, γι’ αυτό και πρέπει να αντικατασταθεί η εσφαλμένη αιτιολογία με την ορθή αυτής της απόφασης και να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης (ΚΠολΔ 534).
Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος πρέπει η έφεση να απορριφθεί και να καταδικαστεί το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εφεσίβλητης αυτού του βαθμού μειωμένα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του 3693/1957. Παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν θα οριστεί ενόψει του ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση αυτού του ενδίκου μέσου στη διαδικασία αυτή (ΚΠολΔ 937 περ. β, 979 παρ. 2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση.
Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εφεσίβλητης αυτού του βαθμού, που καθορίζει σε 293 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά, στις 3 Δεκεμβρίου 2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ