ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 718/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4ο Τμήμα
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – αιτούσας: ………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γρηγόριο Ψαλτήρα.
Των εφεσιβλήτων – καθ’ ων η αίτηση: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» (ΑΦΜ ………..) ως νομίμως εκπροσωπείται και 2) Αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» με έδρα το ……… Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο, Μαρία Σκόρδα.
Οι εκκαλούντες άσκησαν την με αρ. κατ. …………./2023 ανακοπή με τους με αρ. κατ. ……/2023 και ………./2023 πρόσθετους λόγους ανακοπής προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 4193/2023 απόφαση την απέρριψε.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η ανακόπτουσα με την με αρ. κατ. ………/2024 έφεση προς το δικαστήριο τούτο, η οποία ορίστηκε (με την με αρ. …………/2024 έκθ. κατ. Εφετείου Πειραιώς) να συζητηθεί αρχικά στις 16.5.2024 και μετ’ αναβολή τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) και κατατέθηκε και το σχετικό παράβολο (ηλεκτρ. παράβολο …………………/2024). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, θεωρούμενη η δεύτερη εφεσίβλητη ως εκ του νόμου εκπροσωπούμενη στη δίκη από την πρώτη ως κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενη μη υπόχρεη διάδικο δυνάμει των διατάξεων των άρθρων του Ν.4354/2015.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής η εκκαλούσα (ανακόπτουσα) ζήτησε να ακυρωθούν η από 2.11.2022 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της με αρ. …../2022 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η από 15.6.2023 εντολή προς εκτέλεση του δικηγόρου …………., η με αρ. …………/22.6.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή ………… και το με αρ. ……………/4.7.2023 απόσπασμα της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, όλες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που επιβλήθηκαν επιμελεία της πρώτης εφεσίβλητης (καθ’ ης) για την είσπραξη απαίτησης της δεύτερης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απέρριψε την ανακοπή με τους πρόσθετους λόγους. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να ακυρωθούν οι πράξεις εκτέλεσης. Επίσης με το δικόγραφο της έφεσης ζητεί την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ενδίκου μέσου, επειδή διαφορετικά θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη (ΚΠολΔ 938 παρ. 2).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της που επαναφέρει με το πρώτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι οι πράξεις διαχείρισης της επίδικης οφειλής της από την πρώτη εφεσίβλητη, στις οποίες περιλαμβάνονται η έκδοση της διαταγής πληρωμής αλλά και όλες οι επακαλουθήσασες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προσέβαλε, είναι άκυρες, γιατί είναι άκυρη η άδεια λειτουργίας της, ως εκδοθείσα βάσει των αντισυνταγματικών διατάξεων του Ν. 4354/2015, που ήταν αντίθετες στο από 5.7.2015 δημοψήφισμα με το οποίο ο ελληνικός λαός αποφάνθηκε κατά του από 25.6.2015 σχεδίου συμφωνίας που κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν μη νόμιμος, γιατί η αδειοδότηση της εφεσίβλητης, ως εταιρεία ειδικού σκοπού για τη διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με το Ν. 4354/2015, δεν είχε ουδεμία σχέση με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5.7.2015 που αφορούσε την μη έγκριση του από 25.6.2015 σχεδίου των ως άνω θεσμών. Προς επίρρωση αυτού του συμπεράσματος συνηγορεί και το γεγονός ότι ήδη με το Ν. 3156/2003 (αρθρ. 10 παρ. 14 και 16), δηλαδή πολύ πριν το διενεργηθέν δημοψήφισμα, λειτουργούσαν εταιρείες διαχείρισης που διαχειρίζονταν μεταβιβασθείσες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις, όπως η εφεσίβλητη. Η διαφορά είναι ότι με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 δίνεται στις εταιρείες που αδειοδοτούνται με βάσει αυτόν, όπως η πρώτη εφεσίβλητη, να παρίστανται στα δικαστήρια ως μη δικαιούχοι διάδικοι, πράγμα που όμως δεν προκύπτει ότι περιλήφθηκε εντός των θεμάτων του δημοψηφίσματος. Εξάλλου και η ίδια η εκκαλούσα δεν αναφέρει ποια σημεία του από 25.6.2015 σχεδίου, που καταψήφισε ο ελληνικός λαός στο δημοψήφισμα, προέβλεπαν την αδειοδότηση λειτουργείας εταιρειών, όπως η εφεσίβλητη.
Με σχετικό πρόσθετο λόγο ανακοπής που επαναφέρει με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι η πρώτη εφεσίβλητη δεν είχε την ενεργητική νομιμοποίηση να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής γιατί, πέραν των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης των επιχειρηματικών απαιτήσεων ανάμεσα στην ………… και στην δεύτερη εφεσίβλητη αλλά και τις συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων της τελευταίας προς την πρώτη εφεσίβλητη, όλες νόμιμα καταχωρημένες στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, δεν προσκομίστηκαν όλα τα ειδικότερα νομιμοποιητικά έγγραφα (πρακτικά διοικητικών συμβουλίων των συμβαλλομένων εταιρειών, ιδίως η από 23.4.2020 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ……………., τα με αρ. …./27.4.2020 και …./19.4.2021 πληρεξούσια του συμβ/φου Αθηνών ………….. και η από 17.6.2021 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εφεσίβλητης), που να πιστοποιούν ότι αυτοί που υπέγραψαν τις συμβάσεις ήταν πράγματι οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εταιρειών. Ο λόγος αυτός έπρεπε να απορριφθεί, γιατί για την ενεργητική νομιμοποίηση της εφεσίβλητης να υποβάλλει αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής αρκούσε η προσκόμιση των καταχωρημένων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών σε περίληψη συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και ανάθεσης διαχείρισης αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (αρ. 10 του Ν. 3156/2003) και δεν απαιτούνταν τα πρόσθετα ειδικότερα έγγραφα που αναφέρει η εκκαλούσα. Και τούτο γιατί τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων της μεταβίβασης και της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης είναι η ταυτότητα της μεταβιβασθείσας και ανατεθείσας προς διαχείριση στην εφεσίβλητη οφειλής και η ιδιότητα της εφεσίβλητης ως αδειοδοτημένης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται. Αυτά δε τα στοιχεία προκύπτουν από τις κατατεθείσες μαζί με την αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής περιλήψεις (καταχωρήσεις στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) των συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης μετά του παραρτήματος, που αναφέρει η εκκαλούσα, ήταν δε αρκετές για την απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της πρώτης εφεσίβλητης για την αίτηση έκδοσης της επίδικης διαταγής πληρωμής, καθώς και τη λήψη αυτής, και ανταποκρίνονταν πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 626 παρ. 3 ΚΠολΔ. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν ειδικότερα στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων εταιρειών και ήταν αδιάφορα για τη νομιμοποίηση της πρώτης εφεσίβλητης να ζητήσει την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής (ΑΠ 739/2024 δημ. NOMOS).
Με σχετικό πρόσθετο λόγο ανακοπής, που επαναφέρει με τον τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής ήταν ανεκκαθάριστη, γιατί για την έκδοσή της δεν προσκομίστηκε όλη η κίνηση του λογαριασμού από το χρόνο χορήγησης του δανείου 4.10.2007 έως και το κλείσιμο αυτού, αλλά από την 28.2.2017 και εντεύθεν, ενώ δεν έχουν υπολογιστεί ορθά τα κονδύλια των τόκων των τοκοχρεωλυτικών δόσεων για το προηγούμενο διάστημα, αναφέροντας συγκεκριμένα ποσά για τους μήνες από Ιούνιο του 2007 έως και Νοέμβριο του 2007. Ο ισχυρισμός αυτός έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί στην αίτηση αλλά και στη διαταγή πληρωμής αναφέρεται ότι την 7.2.2019 με σχετική συμφωνία που υπεγράφη με τους καθ’ ων και την τράπεζα αναγνωρίστηκε το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ανερχόμενο στο ποσό των 163.181,33 ευρώ, που δεν αμφισβητήθηκε, και, επομένως, γεννήθηκε ενοχή ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων κονδυλίων του λογαριασμού και έτσι δεν απαιτείται να προκύπτουν από το απόσπασμα τα επί μέρους κονδύλια τούτου (ΑΠ 1183/2024 δημ ιστοσελίδα ΑΠ, 1273/2024 δημ. NOMOS).
Με σχετικό λόγο ανακοπής, που επαναφέρει με τον σχετικό πέμπτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι η από 15.6.2023 εντολή προς εκτέλεση της πρώτης εφεσίβλητης στον δικαστικό επιμελητή …………… για επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου ήταν άκυρη γιατί δεν είχε δοθεί επάνω στο πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ένδικης διαταγής πληρωμής, το οποίο δεν έφερε υπογραφή του πληρεξούσιου δικηγόρου της, αλλά σε ξεχωριστό απλό ιδιωτικό έγγραφο (ΚΠολΔ 927). Ο ισχυρισμός αυτός ήταν αβάσιμος και απορριπτέος, αφού όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν με τις προτάσεις τους οι διάδικοι, η επίμαχη εντολή στον ως άνω δικαστικό επιμελητή προς εκτέλεση και κατάσχεση ακινήτου δόθηκε επί σελίδας φύλλου χαρτιού συνημμένου σε αντίγραφο του με αρ. ……/2022 πρώτου απογράφου της ένδικης διαταγής πληρωμής που αποτελεί ενιαίο σώμα με αυτό, στην ένωση των οποίων υπάρχει σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας, ώστε σε καμία περίπτωση δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι η ως άνω εντολή αφορά την εκτέλεση του με αρ. ……../2022 απογράφου.
Με σχετικό λόγο ανακοπής, που επαναφέρει με τον έκτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι ούτε από την περίληψη της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της απαίτησης της τράπεζας προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, ούτε από το απόσπασμα του παραρτήματος που συνοδεύει αυτήν, τα οποία νομίμως καταχωρήθηκαν στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη εφεσίβλητη κατέστη δικαιούχος της απαίτησης τη διαχείριση της οποίας ανέθεσε στην πρώτη εφεσίβλητη για την ικανοποίηση της οποίας επέσπευσε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, γιατί από τα ως άνω έγγραφα δεν προκύπτει το ποσό του τιμήματος της μεταβίβασης της απαίτησης, ούτε οι ουσιώδεις όροι της σύμβασης, ούτε η ομολογία που έπρεπε να εκδώσει η δεύτερη εφεσίβλητη για την καταβολή του τιμήματος πώλησης και την κάλυψη αυτής και άρα μια τέτοια συμφωνία ήταν εικονική. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν αβάσιμος και απορριπτέος, αφού, για τη μεταβίβαση της απαίτησης στην δεύτερη εφεσίβλητη αρκούσε η προσκόμιση των καταχωρημένων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών σε περίληψη συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (αρ. 10 του Ν. 3156/2003), από τις οποίες προέκυπταν τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων της μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης της τράπεζας έναντι της εκκαλούσας, η ταυτότητα αυτής, η ημερομηνία κατάρτισης της δανειακής σύμβασης και η εξασφάλισή της (με προσημείωση υποθήκης), η δε εκκαλούσα δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι έναντι της ως άνω τράπεζας είχε και άλλη πλην της επίδικης οφειλής, ώστε να επέρχεται σύγχυση σχετικά με το ποια απαίτηση μεταβιβάστηκε στην δεύτερη εφεσίβλητη και, επομένως, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία σχετικά με την μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης στη δεύτερη εφεσίβλητη. Περαιτέρω, δεν ενδιαφέρει την εκκαλούσα η αναγραφή του ακριβούς ύψους του τιμήματος πώλησης της απαίτησης ούτε η αναγραφή της ομολογίας και η κάλυψη αυτής, που θα έπρεπε να εκδοθεί για την καταβολή του τιμήματος αυτού, καθόσον αυτά τα στοιχεία δεν ασκούν οποιαδήποτε έννομη επιρροή στο ύψος της οφειλόμενης απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, άλλωστε η εκκαλούσα δεν αναφέρει με ποιο ακριβώς τρόπο τα ανωτέρω στοιχεία θα επέφεραν μείωση της οφειλής της, ούτε τα ανωτέρω σχετίζονταν με τη νομιμότητα της εκτελεστικής διαδικασίας και οπωσδήποτε αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των συμβαλλομένων εταιρειών. Επιπλέον ο ισχυρισμός περί εικονικότητας της σύμβασης πώλησης της απαίτησης είναι μη νόμιμος γιατί δεν γίνεται σαφή επίκληση ότι οι δηλώσεις αμφοτέρων των συμβαλλόμενων εταιρειών έγιναν κατά τα φαινόμενα και όχι σοβαρά.
Κατόπιν των ανωτέρω έπρεπε η ανακοπή με τους πρόσθετους λόγους να απορριφθούν και τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη συμπληρώνοντας την αιτιολογία της με αυτήν αυτής της απόφασης, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με την έφεση της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, γι’ αυτό και πρέπει να απορριφθεί η έφεση κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας της (ΚΠολΔ 176, 183). Σε σχέση με το αίτημα για αναστολή της εκτέλεσης της επίδικης αναγκαστικής κατάσχεσης λόγω ανεπανόρθωτης βλάβης που θα υποστεί η εκκαλούσα, αν αυτή συνεχιστεί, που υποβλήθηκε με το δικόγραφο της έφεσης, μέχρις εκδόσεως οριστικής απόφασης επ’ αυτής, αυτό, ενόψει της έκδοσης αυτής της οριστικής απόφασης για την κύρια υπόθεση της έφεσης, είναι αλυσιτελές και παρέλκει η εξέτασή του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε 500 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά, στις 3 Δεκεμβρίου 2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ