Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 429/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 429/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού,  Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη,  Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 6-4-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../7-4-2017) έφεση του ενάγοντος, ως ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 247/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκε η από 28-5-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2015) αγωγή του κατά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), εφόσον δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης και δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τον εκκαλούντα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή της (e-παράβολο με στοιχεία ………. και κωδικό αναφοράς …..). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.ΙΙ. Ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, επικαλούμενος υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του εκ μέρους των εναγομένων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματός της και τροπής του εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι του οφείλουν, ο πρώτος το ποσό των 300.000 ευρώ και καθεμία από τις δεύτερη και τρίτη το ποσό των 200.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστούν αυτοί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Επί της αγωγής  εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 247/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, και επιβλήθηκαν στον ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, που καθορίστηκαν στο ποσό των 6.000 ευρώ για τον πρώτο και των 4.000 ευρώ για καθεμία από τις λοιπές εναγόμενες. Σημειώνεται, ότι, αβασίμως ο πρώτος και η τρίτη εφεσίβλητη  προβάλλουν αιτιάσεις περί αοριστίας της αγωγής και η δεύτερη περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, που αποτελούν ζητήματα τα οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), και να απορρίψει την αγωγή, χωρίς ειδικό παράπονο, ως αόριστη ή απαράδεκτη (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), καθώς μάλιστα δεν θα χειροτέρευε με τον τρόπο αυτό τη θέση του εκκαλούντος (άρθρο 536 του ΚΠολΔ). Και τούτο διότι, αφενός μεν εκτίθενται επαρκώς στο δικόγραφό της όλα τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή της και συγκεκριμένα το σύνολο των καθ’ολοκληρίαν ψευδών, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ένορκων καταθέσεων των εναγομένων, δια των οποίων τελέστηκε εκ μέρους τους το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, η υπαιτιότητά τους, η ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, αφετέρου δε, η ευθύνη της δεύτερης εναγομένης δεν αποκλείεται από διάταξη νόμου, ούτε από την τυχόν παράλληλη ή μη ευθύνη του Δήμου όπου απασχολείτο, κατά το άρθρο 106 του ΕισΝΑΚ (ΑΠ 1666/2014, ΑΠ 302/2009 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).ΙΙΙ. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο ενάγων για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της έφεσής του σαφείς και ορισμένους λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις αναγόμενες στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή. Ειδικότερα, και παρά τα όσα αντιθέτως υποστηρίζει ο πρώτος και η τρίτη εφεσίβλητη με τις προτάσεις τους, ο ενάγων εκθέτει συγκεκριμένες πλημμέλειες και ελλείψεις της εκκαλουμένης, με αποτέλεσμα να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα που αποδίδονται σε αυτήν και δικαιολογούν, κατά το αίτημα της έφεσης, την εξαφάνισή της (ΑΠ 1574/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και συγκεκριμένα, αναφορικά με το λόγο της περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, ρητώς μνημονεύεται η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 366 § 2 του ΠΚ και η αποδοχή εκ μέρους της εκκαλουμένης ότι τα όσα κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι δεν ήταν δυσφημιστικά για τον ίδιο. IV. Κατά το άρθρο 367 § 1 περ. α’ – δ’ ΠΚ,  το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 § 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 § 2, και, συγκεκριμένα, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363-362 ΠΚ που προαναφέρθηκαν (ΑΠ 308/2016, ΑΠ 1251/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με ονειδισμό, καταφρόνηση ή περιφρόνηση αυτού. Τέτοιος τρόπος για την απόδειξη του σκοπού εξύβρισης συντρέχει ιδίως όταν αυτός δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την απόδοση της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο οποίος παρά ταύτα χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1321/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ). Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περιπτώσεως από το άρθρο 367 § 2 του ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της εκ του άρθρου 367 § 1 το ΠΚ ενστάσεως (ΑΠ 1251/2015, ΑΠ 1321/2014 ό.π).

  1. V. Από την εκτίμησητων ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων ……….., που εξετάσθηκαν νομότυπα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : η …….., χήρα του αποβιώσαντος το έτος 1985 …. ., απεβίωσε στις 17-12-2002, σε ηλικία 49 ετών, στην ιδιωτική κλινική «ΖΗΛΑΚΟΥ» στον Πειραιά όπου νοσηλευόταν. Από τον γάμο της με τον …… δεν απέκτησε τέκνα. Το έτος 2001 κατοικούσε στον Πειραιά και συγκατοικούσε με την ηλικίας 90 ετών (γεν. 1911) …….. μεγαλύτερη και μοναδική εν ζωή αδελφή της μητέρας της. Από του θανάτου του συζύγου της διατηρούσε στενές επαφές με την οικογένεια της αδελφής του συζύγου της, …, συζύγου του πρώτου εναγομένου …., όπως και με τον άλλο αδελφό του θανόντος συζύγου της τον …… Με τον ενάγοντα –εκκαλούντα ……., μεσίτη αστικών συγκοινωνιών, είχε γνωρισθεί το έτος 1997, όταν υπό την ως άνω ιδιότητά του απευθύνθηκε σ’εκείνον για να μεσολαβήσει στην αγορά παλαιάς οικίας στον Πειραιά που επιθυμούσε να αγοράσει. Αυτή η επαγγελματική γνωριμία της με τον ενάγοντα, εξελίχθηκε και έκτοτε αναπτύχθηκε αρχικά φιλική και στη συνέχεια συναισθηματική σχέση, η οποία όμως δεν κατέληξε ποτέ σε αρραβώνα, όπως διετείνετο ο ενάγων.

Τον Δεκέμβριο του 2001 εμφανίσθηκε σοβαρό πρόβλημα στην υγεία της, συνεπεία του οποίου εισήχθη στις 15-1-2002 στο Γ.Π.Ν. Πειραιώς «ΤΖΑΝΕΙΟ». Υπεβλήθη άμεσα σε κλινικό, εργαστηριακό και ακτινολογικό-απεικονιστικό έλεγχο. Από τους ελέγχους αυτούς διαπιστώθηκε κυστικός όγκος δεξιού κροταφικού λοβού (γλοιοβλάστωμα), για την αφαίρεση του οποίου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Κατά την διάρκεια της νοσηλείας της ο ενάγων την επισκεπτόταν συχνά. Η ως άνω ασθενής νοσηλεύθηκε στο παραπάνω νοσοκομείο μέχρι και της 30-1-2002. Την ημερομηνία αυτή προσήλθε στο νοσοκομείο η συμβολαιογράφος Αθηνών, ….., η οποία συνέταξε το υπ’αριθμ. …/30-1-2002 πληρεξούσιο, με το οποίο η ασθενής ….. χορήγησε στον  πρώτο εναγόμενο, ….. (σύζυγο της αδελφής του θανόντος συζύγου της, ………), την εντολή και πληρεξουσιότητα αφ’ενός να προβαίνει αυτός σε διάφορες ενέργειες αναφορικά με την ισόγεια κατοικία της, επιφάνειας 75,60 τμ στον Πειραιά (συνένωση με άλλα ακίνητα και ανέγερση πολυκατοικίας με το σύστημα της αντιπαροχής, συμφωνία με εργολήπτη ή εργολήπτες για το σκοπό αυτό, εγγραφή προσημείωσης, κλπ), και αφ’ετέρου, να πωλήσει στον ………, έτερο αδελφό του συζύγου της, το ανήκον σε αυτήν διαμέρισμα του α΄ορόφου στη Ρόδο, εισπράττοντας το τίμημα, υπογράφοντας για αμφότερα τα ακίνητα τις σχετικές συμβάσεις και γενικά να την εκπροσωπεί ενώπιον των οργανισμών κοινής ωφελείας και των οικονομικών αρχών για την ανέγερση της προαναφερθείσας πολυκατοικίας κ.α, και τέλος να εισπράττει χρήματα οποιουδήποτε ποσού από τον υπ’αριθμ. ….. λογαριασμό της ταμιευτηρίου  στην Εμπορική Τράπεζα και τον υπ’αριθμ. ….. λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα. Προ της υπογραφής του συγκεκριμένου πληρεξουσίου, ο ενάγων είχε επισκεφθεί στο νοσοκομείο την ασθενή ……….με συμβολαιογράφο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, μαζί με ένα ακόμη άτομο, ονόματι «….», αγνώστων επίσης λοιπών στοιχείων, προσπαθώντας να την πείσουν να θέσει την υπογραφή της σε πληρεξούσιο, με το οποίο καθιστούσε πληρεξούσιό της για τη διαχείριση της περιουσίας της τον ίδιο (ενάγοντα), πλην όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό, λόγω της αιφνίδιας εμφάνισης του …….. (πρώτου εναγομένου), που το απέτρεψε υπό την απειλή καταμήνυσης της συμβολαιογράφου στον αρμόδιο Εισαγγελέα.

Εξερχόμενη του νοσοκομείου στις 30-1-2002, κατόπιν δικής της επιθυμίας, φιλοξενήθηκε στην οικία της προαναφερόμενης αδελφής του συζύγου της ……, ώστε να της παρέχεται η φροντίδα και περιποίηση που είχε ανάγκη. Παρά την φροντίδα και την περιποίηση που της παρείχετο απ’ την …. ……….όμως, η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε και για τον λόγο αυτό εισήλθε στο Π.Γ.Ν «Άγιος Παντελεήμων», όπου νοσηλεύθηκε από τις 25/3 έως την 1/4/2002, καθώς η νοσηλεία της δεν μπορούσε να παραταθεί.

Έτσι, μετά την έξοδό της, συμφωνήθηκε τόσο από τον ενάγοντα όσο και από την οικογένεια της ……, η μεταφορά της σε ιδιωτική κλινική, ώστε να είναι δυνατή η προς αυτήν παροχή της αυξημένης φροντίδας που χρειαζόταν. Ενώ, όμως, επέκειτο η μεταφορά της, ο ενάγων αιφνιδίως δήλωσε στον πρώτο εναγόμενο (…….) και τη σύζυγό του (…..), που τους συνόδευαν, ότι θα αναλάβει ο ίδιος τη φροντίδα της, γεγονός μάλιστα που προκάλεσε την αντίδρασή τους, καθ’ότι αυτός δεν ήταν πρόσωπο που γνώριζαν καλά και δεν τον εμπιστεύονταν, αλλά υποχώρησαν από σεβασμό προς την εκδηλωθείσα προς αυτούς επιθυμία της ίδιας της ασθενούς, να αποχωρήσει μαζί του. Έκτοτε, εκείνοι αγνοώντας που διέμενε η παραπάνω συγγενής τους, διέκοψαν κάθε επικοινωνία μαζί της, την οποία μάλιστα δεν φαίνεται να επιδίωξε ούτε η ίδια.

Στις 5-4-2002 ο …… απευθύνθηκε στην Αστυνομία, καταγγέλλοντας απόπειρα οικονομικής εκμετάλλευσης της ασθενούς (σχετ. η απολογία του ενάγοντος ενώπιου του Α΄Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών στις 9-5-2011), οπότε ο ενάγων κατέθεσε υπεύθυνη δήλωσή του ότι αναλαμβάνει τη συντήρησή της χωρίς καμία προσωπική οικονομική ωφέλεια (σχετ. η από 5-4-2002 υπεύθυνη δήλωσή του).

Τελικώς, ήδη από τότε (5-4-2002), ο ενάγων εγκατέστησε την ως άνω ασθενή και την υπέργηρη θεία της σε ισόγειο διαμέρισμα επί της οδού …….. στο Π.Φάληρο. Λίγο αργότερα, με το υπ’αριθμ. …./26-4-2002 πληρεξούσιο της προαναφερθείσας συμβολαιογράφου, ……, η αθενής … …-.. ανακάλεσε την παρασχεθείσα προς τον .. πληρεξουσιότητά της (ήτοι το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. …../30-1-2002 πληρεξούσιο). Έκτοτε, ήταν άγνωστη στην …. ……….και τον σύζυγό της …… πρώτο εναγόμενο, η πορεία της υγείας και οι συνθήκες διαβίωσης της ως άνω συγγενούς τους, μέχρι περίπου και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Τότε επικοινώνησε μαζί τους η δεύτερη εναγομένη, ……, κοινωνική λειτουργός του Δήμου Π. Φαλήρου. Τόσο η τελευταία, λόγω της κατάστασης της υγείας της, όσο και η υπέργηρη θεία της, αδυνατούσαν να τηρούν τους στοιχειώδες κανόνες υγιεινής στο παραπάνω διαμέρισμα όπου διέμεναν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η πολύ δυσάρεστη κατάσταση, που απετέλεσε την αιτία της από 12-6-2002 έγγραφης αναφοράς συνοίκου προς τη Νομαρχία Αθηνών, συνεπεία της οποίας στις 20-6-2002 πραγματοποιήθηκε υγειονομικός έλεγχος από το αρμόδιο Τμήμα της. Κατ’αυτήν διαπιστώθηκε ανθυγιεινή κατάσταση και συγκεκριμένα έντονη δυσοσμία-προφανώς και από τις γάτες που η παραπάνω ασθενής φρόντιζε και μεγάλη ακαταστασία.

Στις 25-6-2002, την επισκέφθηκε η κοινωνική λειτουργός της Δ/νσης Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Αθηνών, ………, η οποία, όπως καταγράφεται στο σχετικό υπηρεσιακό της σημείωμα, διαπίστωσε την ίδια κατάσταση, και συνομίλησε με την ως άνω ασθενή, που αρνείτο να αποδεχθεί ότι οι συνθήκες διαβίωσής της ήταν προβληματικές.

Κατόπιν της αποστολής του υπηρεσιακού αυτού σημειώματος στον κατά τόπον αρμόδιο Δήμο Π. Φαλήρου, επιλήφθηκε η δεύτερη εναγομένη προαναφερομένη … ……, η οποία, υπό την ιδιότητά της, ως κοινωνικής λειτουργού του ίδιου Δήμου, πραγματοποίησε νέα αυτοψία στην προαναφερόμενη οικία στις 5-7-2002, προβαίνοντας στις ίδιες διαπιστώσεις. Στη σχετική έκθεσή της κάνει λόγο για έντονη δυσοσμία εντός του διαμερίσματος, προερχόμενη από την μη τήρηση των κανόνων υγιεινής, η οποία ενοχλούσε όλο το κτίριο. Παρά δε τις επανειλημμένες υπενθυμίσεις και συστάσεις της τελευταίας προς τον ενάγοντα (για τον οποίο η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος είχε προβεί στην προαναφερόμενη έγγραφη αναφορά της, και τον οποίο είχε συστήσει ως το άτομο εκείνο που μεσολαβούσε για όλες τις υποθέσεις των παραπάνω γυναικών και τις φρόντιζε, για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους), δεν υπήρξε ουσιαστικά ανταπόκριση και αποτέλεσμα.

Στο μεταξύ όμως η κατάσταση της υγείας της ασθενούς ……. επιδεινώθηκε και στις 21-9-2002 εισήχθη στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς «ΜΕΤΑΞΑ», όπου νοσηλεύθηκε έως τις 26-9-2002. Κατά την εισαγωγή της, η δεύτερη εναγομένη κοινωνική λειτουργός ….., επικοινώνησε με την κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου, για να ενημερωθεί για την πορεία της υγείας της αλλά και της εν γένει καταστάσεώς της, καθώς παρακολουθούσε ήδη από καιρό την υπόθεση αυτή. Από εκεί έλαβε την πληροφορία ότι ο ενάγων είχε επισκεφθεί με συμβολαιογράφο την ασθενή και την πίεσαν να υπογράψει πληρεξούσιο για να του δοθεί η επιμέλεια και διαχείριση της περιουσίας της, γεγονός που αποτέλεσε την αιτία για τη διερεύνηση και αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος. Κατά την έκθεσή της, η ανωτέρω ανηύρε τους πιο κοντινούς συγγενείς της ασθενούς, οι οποίοι της δήλωσαν ότι απειλείται η ζωή τους από τον ενάγοντα και γι’αυτό είχαν διακόψει κάθε επαφή με τη συγγενή τους. Δέχθηκε όμως καταγγελίες για προσπάθεια οικονομικής εκμετάλλευσης της ασθενούς και από τους ίδιους τους συγγενείς της, οπότε επικοινώνησε με τη δικηγόρο της τελευταίας, που την ενημέρωσε για την οικονομική της κατάσταση και τις υπάρχουσες εκκρεμότητες.

Στη συνέχεια, στις 27-9-2002, η ασθενής μεταφέρθηκε, από το αντικαρκινικό νοσοκομείο «ΜΕΤΑΞΑ» όπου νοσηλευόταν μέχρι και τις 26-9-2002, στο «ΤΖΑΝΕΙΟ» νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε αφαίρεση αιματώματος στον εγκέφαλο. Μετά την εγχείρηση για την αφαίρεση του αιματώματος, μεταφέρθηκε στις 10-10-2002 από το «ΤΖΑΝΕΙΟ» νοσοκομείο στην ιδιωτική κλινική «ΖΗΛΑΚΟΥ». Εν τω μεταξύ, η δεύτερη εναγομένη …., προέβη σε ενέργειες για τη φροντίδα της θείας της, αφού η ίδια δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Καταλήγοντας στην έκθεσή της εστιάζει στην ανάγκη εύρεσης πλαισίου φροντίδας της υπερήλικης θείας της ασθενούς …… και, σε περίπτωση αποθεραπείας της ασθενούς, στην ανάγκη να εξεταστεί η ψυχολογική της κατάσταση και να οριστεί κάποιος επιμελητής για τις υποθέσεις της προς αποφυγήν του κινδύνου εκμετάλλευσης από το φιλικό και συγγενικό της περιβάλλον.

Αναφορικά με το συμβάν που έλαβε χώρα στο νοσοκομείο «ΜΕΤΑΞΑ», σε ημέρα και ώρα που δεν διευκρινίστηκε επακριβώς, καθώς η όποια καταγραφή στα βιβλία του νοσοκομείου, διατηρείται για πέντε έτη, αποδείχθηκε ότι υπήρξε ένταση και φασαρία, που έγινε αντιληπτή από δύο τουλάχιστον νοσοκόμες, την ενώπιον Ειρηνοδίκη εξετασθείσα, …….., και την ενώπιον του ακροατηρίου εξετασθείσα, ……., που εργαζόταν ως προϊσταμένη νοσηλεύτρια στο ίδιο νοσοκομείο. Παρ’ότι δεν επιλήφθηκαν του περιστατικού, καθώς είχε κληθεί ως αρμόδια η τρίτη εναγομένη . ….., κοινωνική λειτουργός στο ίδιο νοσοκομείο, το θυμούνται γιατί τέτοια γεγονότα δεν ήταν συνήθη στο συγκεκριμένο χώρο, ενώ τους μεταφέρθηκε ότι οι διαπληκτισμοί αφορούσαν περιουσιακά θέματα. Σημειωτέον, ότι κατά την τελευταία νοσηλεία της ως άνω ασθενούς στην κλινική «ΖΗΛΑΚΟΥ», ο ενάγων την επισκέφθηκε εκ νέου για τον ίδιο λόγο, δηλαδή για την υπογραφή πληρεξουσίου για παροχή πληρεξουσιότητας με τη συμβολαιογράφο . …., πλην όμως η τελευταία, διαπιστώνοντας την κατάσταση της ασθενούς το αρνήθηκε, παρ’ότι κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, η ίδια το είχε ζητήσει, ενώ στις 18-10-2002 η δεύτερη εναγομένη, ….. επισκέφθηκε την τελευταία στο νοσοκομείο, συνοδευόμενη από την τρίτη εξαδέλφη της από την Κύπρο ………, ένα δικηγόρο και μία συμβολαιογράφο προς σύνταξη πληρεξουσίου αλλά δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ της εξαδέλφης της και του ενάγοντος, που βρισκόταν εκεί, καθώς καθένας κατηγορούσε τον άλλο για οικονομική εκμετάλλευσή της, και τελικά η σύνταξη πληρεξουσίου ματαιώθηκε και αυτή τη φορά.  Επίσης, η ασθενής ……..-……….στις 5-11-2002 τηλεφώνησε στη δεύτερη εναγομένη να μην καταβάλλεται η σύνταξή της στη σπιτονοικοκυρά της αλλά να αποστέλλεται στην ξαδέρφη της στην Κύπρο, ………

Τελικά, και ενώ όπως προαναφέρεται η ασθενής …… νοσηλευόταν από 10-10-2002 στην προαναφερόμενη ιδιωτική κλινική «ΖΗΛΑΚΟΥ», απεβίωσε στις 17-12-2002 από ανακοπή καρδιάς.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, συνεπεία της προεκτεθείσας έκθεσης της ……. κοινωνικής λειτουργού του Δήμου Π. Φαλήρου,  την οποία η τελευταία διαβίβασε στον αρμόδιο Εισαγγελέα, όπως είχε υπηρεσιακό καθήκον, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες κατά την κρίση του ενέργειες, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ενάγοντος για κακουργηματική εκβίαση με παραγγελία για κύρια ανάκριση, που περατώθηκε με την παραπομπή του στο ακροατήριο. Όπως προκύπτει από τα διαλαμβανόμενα στο υπ’αριθμ. 161/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που επικύρωσε το υπ’αριθμ. 3061/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε ο ενάγων για να δικαστεί για κακουργηματική εκβίαση, κατά το διάστημα της νοσηλείας της, υπήρξε επεισόδιο μεταξύ του ενάγοντος και της ………, κατά το οποίο, σε σύσταση αυτής να μην ενοχλεί την ασθενή, εκείνος την απείλησε πιάνοντάς την από λαιμό και λέγοντάς της ότι θα την πνίξει.

Η κατηγορία που του αποδόθηκε συνίστατο στο ότι αυτός, κατά το χρονικό διάστημα από τις 21 έως τις 26/9/2002, μεταχειριζόμενος σωματική βία και απειλές κατά της μετέπειτα θανούσας, ….., που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Μεταξά», πάσχουσα από καρκίνο στον εγκέφαλο, επιχείρησε να την εξαναγκάσει να του υπογράψει συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με το οποίο θα του ανέθετε εν λευκώ τη διαχείριση της περιουσίας της, αποτελούμενη από δύο διαμερίσματα στον Πειραιά, ένα ακίνητο στην Κύπρο και μετρητά, ύψους 5 εκ. δραχμών, και την είσπραξη της σύνταξής της, πλην όμως δεν κατόρθωσε να την πείσει διότι οι ασθενείς που νοσηλεύονταν στον ίδιο θάλαμο την απέτρεψαν από το να υπογράψει.  Ο ενάγων, τελικώς κηρύχθηκε αθώος, με την υπ’αριθμ. 2587/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την αιτιολογία κυρίως ότι οι ασθενείς που φέρονταν να είχαν μεταφέρει το περιστατικό στην τρίτη εναγομένη είχαν αποβιώσει και δεν είχαν εξεταστεί συναφώς ενώπιον οποιασδήποτε αρχής, οι δε διηγήσεις τους προς την ανωτέρω, περί του εάν ασκήθηκε βία στη θανούσα δεν ήταν απολύτως σαφείς, ενώ βασικό επιχείρημα αυτής αποτέλεσε και το γεγονός ότι αν πράγματι ο ενάγων αποσκοπούσε στην απόσπαση πληρεξουσιότητας, μπορούσε ευχερώς να το πράξει, καθ’όλο το χρονικό διάστημα που η θανούσα διέμενε στην οικία που ο ίδιος της είχε νοικιάσει, τελώντας υπό την εποπτεία και την πλήρη εξάρτησή του.  Στο πλαίσιο της ποινικής αυτής υπόθεσης, εξετάστηκαν όλοι οι εναγόμενοι, τόσο ενώπιον της ορισθείσας Ανακρίτριας, όσο και στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, όπου κατέθεσαν ενόρκως τα ακόλουθα : α/ Ο πρώτος εναγόμενος :  «τον κατηγορούμενο τον γνώρισα όταν ήλθε στο σπίτι μου. Τη θανούσα …. .. την γνώριζα, ήταν νύφη της συζύγου μου, είχε παντρευτεί τον αδερφό της γυναίκας μου ….. Η θανούσα είχε καρκίνο στον εγκέφαλο, ο σύζυγός της είχε πεθάνει και δεν είχαν παιδιά. Είχε μία ξαδέλφη που ζούσε στην Κύπρο και την υπερήλικη θεία της, με την οποία συγκατοικούσαν. Η θεία της τότε ήταν πολύ μεγάλη σε ηλικία, 96 ετών και δεν γνωρίζω αν σήμερα ζει. Ο κατηγορούμενος ήταν φίλος της θανούσας, ίσως γνωστός της, είχαν φιλική σχέση. Δεν γνωρίζω τι επάγγελμα κάνει ο κατηγορούμενος. Η θανούσα έκανε επέμβαση στο κεφάλι, νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Τζάνειο και μετά πήγε στο Νοσοκομείο Μεταξά. Κατόπιν την πήρα εγώ σπίτι μου και την φρόντιζα και αφού η κατάστασή της είχε επιδεινωθεί την πήγαμε στο Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας. Οι γιατροί μας είπαν ότι είχε πολύ λίγη ζωή, η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Τον κατηγορούμενο τον έβλεπα όταν η θανούσα ήταν στο Νοσοκομείο Μεταξά και έκανε χημειοθεραπείες. Μετά την βάλαμε σε ιδιωτική κλινική και την σύνταξή της την έπαιρνε  ίδια. Είχε η ….. ……….σπίτι στην Κύπρο και μου έκανε πληρεξούσιο για να μπορώ να κάνω ότι ενέργειες έπρεπε. Μετά η θανούσα με τον κατηγορούμενο ανακάλεσαν το πληρεξούσιο που μου είχε κάνει. Από την ιδιωτική κλινική που την είχαμε την πήρε ο κατηγορούμενος και την πήγε στο σπίτι του και τότε ακριβώς ανακάλεσε το πληρεξούσιο που μου είχε κάνει. Δεν γνωρίζω αν έδωσε άλλο πληρεξούσιο στον κατηγορούμενο. Δεν έμαθα αν έγινε κάτι με το νέο πληρεξούσιο. Δεν γνωρίζω τι έγινε η περιουσία της θανούσας, δεν γνωρίζω ποιος ήταν ο κληρονόμος, δεν γνωρίζω αν έκανε διαθήκη».

 β/ η δεύτερη εναγομένη : «Είμαι κοινωνική λειτουργός του Δήμου Παλαιού Φαλήρου. Επιλήφθηκα της υπόθεσης μετά από καταγγελία που έγινε στη Νομαρχία Αθηνών από περιοίκους της …. Πήγα εκεί και διαπίστωσα την κατάσταση, μίλησα με τη σπιτονοικοκυρά του σπιτιού που έμεναν, ήταν ένα ισόγειο διαμέρισμα στο Παλαιό Φάληρο. Η κατάσταση ήταν τραγική, είχαν πάρα πολλές γάτες, το σπίτι ήταν βρώμικο, μύριζε πολύ, ήταν σε αθλία κατάσταση. Μου είπαν ότι υπεύθυνος για τις γυναίκες αυτές ήταν ο αρραβωνιαστικός της …., ο κατηγορούμενος, ο οποίος φρόντιζε για την καθαριότητα του σπιτιού και τη διατροφή των γυναικών. Μίλησα με τον κατηγορούμενο. Έμαθα ότι η θανούσα μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Τζάνειο και μετά στο Νοσοκομείο Μεταξά για χημειοθεραπείες. Είχα πολλές πληροφορίες από την κα …., η οποία ήταν η κοινωνική λειτουργός του Νοσοκομείου Μεταξά. Κατά τον χρόνο νοσηλείας της θανούσας στο Νοσοκομείο, υπήρχαν καταγγελίες που έλεγαν ότι ο κατηγορούμενος πήγε στο νοσοκομείο με συμβολαιογράφο για να πάρει την υπογραφή στο πληρεξούσιο από την θανούσα, είχε προσπαθήσει να της αποσπάσει την υπογραφή της. Άκουσα να λένε ότι ο κατηγορούμενος φώναζε δυνατά στη θανούσα, στην προσπάθειά του για να βάλει την υπογραφή της, αλλά όχι για χειροδικία του κατηγορουμένου στη θανούσα. Τηλεφώνησα στη σύζυγο του 1ου μάρτυρα κατηγορίας (ενν. πρώτου εναγομένου) και την ενημέρωσα για όλα αυτά που συνέβησαν, όπως άλλωστε τα αναφέρω στην έκθεσή μου. Μίλησα με την ξαδέλφη της θανούσας που μένει στην Κύπρο, την κα ….. για τα περιουσιακά της θανούσας. Η ίδια η θανούσα μου είχε πει να μην δίνεται η σύνταξή της στην κα ….. αλλά στην ξαδέλφη της κα …. Πήγαμε στην Κλινική που νοσηλευόταν η Λίζα με τη συμβολαιογράφο κα … και την κα …. και μεταξύ του κατηγορουμένου και της ξαδέλφης της θανούσας υπήρχε μεγάλος τσακωμός. Μετά από λίγες ημέρες έμαθα από την κα … ότι πέθανε η …… Δεν ήλθα σε επαφή με τους μάρτυρες του Νοσοκομείου γιατί σχετικά με αυτό είναι υπεύθυνη η κοινωνική λειτουργός του Νοσοκομείου Μεταξά. Ο κατηγορούμενος δεν ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις του, δεν μπορώ να γνωρίζω αν είχε δόλο για την περιουσία της θανούσας. Ο κατηγορούμενος εκβίαζε την θανούσα. Η ίδια η θανούσα μου είπε ότι θα κάνει πληρεξούσιο στην κα ….. όχι στον κατηγορούμενο».

γ/ η τρίτη εναγομένη : «Είμαι η κοινωνική λειτουργός του Νοσοκομείου Μεταξά. Η …… είχε ιατρικό πρόβλημα στο κεφάλι και είχε πρόβλημα συνεννόησης. Με ενημέρωσαν ότι κάποιος κύριος που την βλέπει την πιέζει σχετικά με τα κληρονομικά της. Η θανούσα επικοινωνούσε με τον κόσμο, ήταν αξιοπρεπής, ήσυχος άνθρωπος. Δεν απάντησε στις ερωτήσεις μου, σχετικά με τον κατηγορούμενο, για λόγους πιστεύω αξιοπρέπειας. Από τους άλλους ασθενείς έμαθα για τον κατηγορούμενο, ότι είχε πάει στη θανούσα και είχε κάνει φασαρία για τα περιουσιακά στοιχεία της που ήθελε να του γράψει. Μου έγνεψε η ασθενής που ήταν σε διπλανό κρεβάτι με την παθούσα ότι ο κατηγορούμενος τη χτύπησε. Οι ίδιοι οι ασθενείς από μόνοι τους τα είπαν, τα ονόματα των οποίων δεν γνωρίζω και έχουν καταλήξει, ότι ο κατηγορούμενος πήγε στη ….. και της φώναζε πολύ και έκανε μεγάλη φασαρία. Οι φωνές ήταν του κατηγορουμένου, δεν υπήρχαν άλλοι συγγενείς για να κάνουν φασαρία, μόνον για τον κατηγορούμενο μιλούσαν όλοι. Ζητούσε ο κατηγορούμενος από τη θανούσα να του γράψει την περιουσία και της ασκούσε πίεση φωνάζοντάς της. Δεν ήμουν μπροστά στο συγκεκριμένο γεγονός, τον κατηγορούμενο δεν τον συνάντησα ποτέ στο Νοσοκομείο. Στη …. δεν είχα (εν. είδα) κάποια εμφανή σημάδια χτυπήματος. Δεν μου απάντησαν οι άλλες ασθενείς με σαφήνεια για το χτύπημα στο κεφάλι. Έχω την αίσθηση ότι η θανούσα δεν ήθελε να μου πει τι έγινε με τον κατηγορούμενο. Η διανοητική κατάσταση της θανούσας ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση». Αναφορικά με τις καταθέσεις τους αυτές, κατ’αρχήν δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί σε βάρος τους το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 του ΠΚ), αφού, στο δικονομικό στάδιο που δόθηκαν είχε ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του ενάγοντος και η υπόθεση εκδικαζόταν στο ακροατήριο. Περαιτέρω, τα όσα κατέθεσε ο πρώτος εναγόμενος δεν αφίσταντο της αληθείας ούτε ήταν αντικειμενικώς ικανά να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αφού δεν έθεσαν ούτε και εμμέσως υπό αμφισβήτηση την ηθική του αξία και την εκτίμηση που απολάμβανε ως άτομο με βάση την κοινωνική του αξία. Το γεγονός δε ότι οι ένορκες καταθέσεις του κατά το στάδιο της ανάκρισης αλλά και της προηγηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, ήταν πράγματι επικριτικές για τον ενάγοντα αφήνοντας αιχμές για την ηθική του ακεραιότητα και τα πραγματικά του κίνητρα δεν ανατρέπει την ανωτέρω παραδοχή. Άλλωστε, το γεγονός αυτό το επισημαίνει και ο ίδιος ο ενάγων στο δικόγραφο της έφεσής του, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο πρώτος εναγόμενος ανατρέποντας την μέχρι τότε τακτική του εναντίον του ιδίου, προφανώς, προσπάθησε  να αποφύγει τις μετέπειτα συνέπειες, υποκρινόμενος ότι δεν γνωρίζει τίποτα και αποφεύγοντας ρητά να τον κατονομάσει ως εκβιαστή. Εξάλλου, το ότι ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, αφού η απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεν αποτελεί δεδικασμένο στην πολιτική δίκη (ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 726/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ούτε ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο κωλύεται να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, και κατ’ανάγκην σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος (ΑΠ 1422/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Σε κάθε περίπτωση, τα περιστατικά που κατέθεσε ο πρώτος εναγόμενος με την επίμαχη ένορκη κατάθεσή του δεν σχετίζονταν ουσιαστικά ή διαδικαστικά με την εκδικαζόμενη υπόθεση, και συγκεκριμένα δεν αφορούσαν τα στοιχεία του διωκόμενου εγκλήματος ούτε αναφέρονταν στον προσδιορισμό της προσωπικότητας ή διαγωγής του κατηγορουμένου. Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας του υποβληθέντος και πρωτοδίκως ισχυρισμού του πρώτου εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος. Περαιτέρω, το πρώτο σκέλος της κατάθεσης της δεύτερης εναγομένης, που αφορά τη διαπίστωση των συνθηκών διαβίωσης της θανούσας, όταν εξήλθε του νοσοκομείου, και της θείας της με την οποία συγκατοικούσε, την κατάσταση της υγείας της και  τη λήψη της πληροφορίας ότι ο ενάγων φρόντιζε τις δύο γυναίκες δεν είναι ποινικώς αξιόλογο, αφενός διότι είναι αληθές, αφού επιβεβαιώνεται, όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, από τον υγειονομικό έλεγχο που είχε πραγματοποιηθεί στο διαμέρισμα που διέμενε η θανούσα με τη θεία της και την αυτοψία που η ανωτέρω διενήργησε, χωρίς μάλιστα να γνωρίζει ακόμη κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη, και κατά τα λοιπά δεν αντικρούεται από τον ενάγοντα, και αφετέρου διότι δεν περιέχει δυσφημιστικό ισχυρισμό για τον ίδιο. Αντιθέτως, η αναφορά της στο περιστατικό που έλαβε χώρα στο νοσοκομείο «ΜΕΤΑΞΑ», και η κρίση της, ότι ο ενάγων δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του, που εμπίπτει και αυτή στην έννοια του γεγονότος, καθώς υποκρύπτει συμβάντα και εκδηλωτικά στοιχεία (ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 1294/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και συγκεκριμένα ότι ο ίδιος ήταν ουσιαστικά υπεύθυνος για τη συντήρηση της κατάστασης αυτής, είναι αναμφίβολα δυσφημιστικές γι’αυτόν. Και τούτο διότι σε οποιονδήποτε αναγνώστη ή ακροατή μέσου μορφωτικού επιπέδου δημιουργείται  μέσω αυτών η εντύπωση ότι πρόκειται για άτομο αμφίβολης ηθικής υπόστασης, εκμεταλλευόμενο τη δεινή κατάσταση ενός βαρέως πάσχοντος ατόμου και επιδεικνύοντος αδιαφορία για  τις συνθήκες διαβίωσής του, καθ’όν χρόνο εκείνο τελούσε υπό την εποπτεία του και εξαρτιόταν πλήρως από αυτόν. Το μεν πρώτο γεγονός συνδέεται με τα στοιχεία του διωκόμενου εγκλήματος αλλά εις τρόπον επιβοηθητικό για τον ίδιο, αφού η δεύτερη εναγομένη ρητά και κατηγορηματικά δηλώνει ότι, δεν της μεταφέρθηκε, ως πληροφορία, η χειροδικία σε βάρος της θανούσας, από τον ενάγοντα, ενώ το δεύτερο αφορά στην εν γένει διαγωγή του. Ως προς δε το αληθές ή μη αυτών, αποδείχθηκε κατ’αρχήν ότι πράγματι της μεταφέρθηκε το περιστατικό αυτό στο νοσοκομείο, καθώς μάλιστα καταγράφεται στην έκθεσή της και δικαιολογεί και την αμέσως μετά προσπάθεια εκ μέρους της ανεύρεσης και επικοινωνίας με άλλα συγγενικά της πρόσωπα, με τα οποία δεν είχε οποιαδήποτε επαφή το προηγούμενο διάστημα, ενώ το επιβεβαιώνει και η τρίτη εναγομένη με τις προτάσεις της. Δηλαδή η πληροφορία  αυτή την κινητοποίησε, ώστε να αναζητήσει πρόσωπα τα οποία θα έδειχναν πιθανώς ενδιαφέρον και θα μπορούσαν να ενεργήσουν προστατευτικά για τη θανούσα. Επιπλέον, το γεγονός αυτό καθεαυτό είναι αληθές. Τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, όπως ήδη εκτέθηκε, οι οποίοι δεν γνώριζαν ούτε γνωρίζουν τους άμεσα εμπλεκόμενους, συνδεόμενοι με κάποια ιδιαίτερη σχέση μαζί τους, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους αντιλήφθηκαν περιστατικό έντασης και διαπληκτισμού. Η τρίτη εναγομένη, άτομο με αξιόλογη εθελοντική δράση για τους πάσχοντες από καρκίνο και αναγνώριση της προσφοράς και του έργου της, η οποία κλήθηκε για να παρέμβει στο συμβάν και για την αξιοπιστία της οποίας δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλλει το Δικαστήριο, βεβαίωσε στο στάδιο της ανάκρισης αλλά και στην επίμαχη ένορκη κατάθεσή της στο ακροατήριο, ότι οι ασθενείς που βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο με τη ….., την είχαν διαβεβαιώσει, αλλά όχι με σαφήνεια, ότι ο ενάγων είχε χειροδικήσει σε βάρος της. Όπως δήλωσε στην ίδια κατάθεσή της, δεν μπόρεσε να διαπιστώσει κάτι τέτοιο από εμφανή ευρήματα ενώ η εντύπωση που της δημιουργήθηκε ήταν ότι η ασθενής δεν επιθυμούσε να της δώσει διευκρινίσεις και έτσι, εφόσον δεν διαπίστωσε κάποια ακραία συμπεριφορά, δεν έδωσε συνέχεια, σεβόμενη την επιθυμία της. Έτσι, και το γεγονός ότι δεν θεώρησε σημαντικό να συγκρατήσει τα ονόματα των καταγγελλουσών ασθενών, δεν είναι παράδοξο, πέραν του ότι, λόγω της παρέλευσης πολλών ετών από τότε και της συναναστροφής της με αρκετούς ασθενείς, που μετέπειτα απεβίωναν, και συνοδούς αυτών, ήταν λογικό, να μην θυμάται κατ’ανάγκην τα ονόματά τους. Παρά ταύτα, ενημέρωσε τη δεύτερη εναγομένη, όπως θα έπραττε και οποιοσδήποτε άλλος στη θέση της, λόγω της ευνόητης επικοινωνίας τους, αναφορικά με την ασθενή. Το γεγονός εξάλλου ότι και οι καταγγέλλουσες δεν φέρονται να κατέθεσαν σε κάποια αρχή για το περιστατικό δεν οδηγεί σε κάποιο διαφορετικό συμπέρασμα, αφού, όπως προεκτέθηκε, δεν δόθηκε συνέχεια στο συμβάν, απλώς αυτό επέστησε ακόμη περισσότερο την προσοχή της δεύτερης εναγομένης. Η κρίση της, επίσης, περί της συνέπειας του ενάγοντος στηρίζεται επί αληθών περιστατικών, τα οποία και ο ίδιος δεν αμφισβήτησε, ενώ υπήρχε λογική συνέχειά της με τη διωκόμενη πράξη. Ειδικότερα, η κατάθεσή της ξεκίνησε με αναφορά στον τρόπο που αναμίχθηκε στην υπόθεση και τις διαπιστώσεις και πληροφορίες που έλαβε στη συνέχεια και αναγκαίως εξέφρασε την εντύπωση που της δημιούργησε ο ενάγων, η οποία ήταν μεν αρνητική-για συγκεκριμένο λόγο- αλλά απέφυγε να κάνει γενικότερες κρίσεις και να διατυπώσει οποιαδήποτε άποψη για τις προθέσεις του. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «δεν γνωρίζω αν είχε δόλο για την περιουσία της θανούσας», ενώ καμία σχετική κρίση δεν εκφράζει με την έκθεσή της, με την οποία απλώς εφιστά την προσοχή για λήψη μέριμνας αναφορικά με την επιμέλεια του προσώπου της ασθενούς, σε περίπτωση αποθεραπείας της, σε αντίθεση με την ανακριτική της κατάθεση όπου κάνει λόγω για υπόνοιες εκβιασμού της θανούσας από τον ενάγοντα, από την ιδιοκτήτρια της οικίας που αυτή διέμενε. Μετά από συνεκτίμηση όλων των παραπάνω, η φράση στην επίμαχη κατάθεσή της ότι «ο κατηγορούμενος εκβίαζε τη θανούσα», η οποία εκφράζει βεβαιότητα, κρίνεται ότι οφείλεται σε λανθασμένη μεταφορά στο κείμενο των ταυτάριθμων με την προαναφερθείσα υπ’αριθμ. 2587/2011 απόφαση πρακτικών, όπου περιέχονται οι παραπάνω καταθέσεις, αφού έρχεται σε αντίθεση με την αμέσως προηγηθείσα παραπάνω φράση της («δεν γνωρίζω αν είχε δόλο για την περιουσία της θανούσας») αλλά και με το περιεχόμενο της έκθεσής της και της ανακριτικής της κατάθεσης, που απλώς μεταφέρει την πληροφορία αυτή αλλά δεν την υιοθετεί. Πέραν αυτών, τα ανωτέρω γεγονότα, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, όπως ευχερώς μπορούσε να αντιληφθεί η δεύτερη εναγομένη, η ίδια τα ισχυρίστηκε στο πλαίσιο της εκτέλεσης του νομίμου καθήκοντός της να καταθέσει όσα γνώριζε, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, με βάση και τις διαπιστώσεις της από την ανάμιξή της ως κοινωνικής λειτουργού. Επίσης, ο τρόπος που εκφράστηκε ήταν κόσμιος και δεν υπερέβη το αναγκαίο από τις περιστάσεις μέτρο, ούτε καταδεικνύει περιφρόνηση προς το πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει σκοπός εξύβρισης του ενάγοντος. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται σε βάρος της το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα αλλά ούτε και της συκοφαντικής δυσφήμισης, αλλά της απλής δυσφήμισης, ο άδικος χαρακτήρας της οποίας αίρεται, κατά παραδοχήν της και πρωτοδίκως προταθείσας ένστασής της  περί εκτέλεσης νομίμου καθήκοντός της (άρθρο 367 § 1 πε.γ΄του ΠΚ), μετ’απόρριψη της καθ’υποφοράν προταθείσας με το δικόγραφο της αγωγής αλλά και της έφεσης, αντένστασης του ενάγοντος περί σκοπού εξυβρίσεώς του (άρθρο 367 § 2 περ.β΄του ΠΚ), σύμφωνα με τη σχετική υπό στοιχ. ΙV σκέψη. Αντίστοιχες είναι οι παραδοχές και ως προς την τρίτη εναγομένη, η οποία αναφέρθηκε επίσης στο περιστατικό του νοσοκομείου, που συνδέεται άμεσα με το διωκόμενο έγκλημα, κατά τρόπο τελικώς επιβοηθητικό μεν για τον ενάγοντα, αφού και η ίδια δεν υιοθέτησε την άποψη της χειροδικίας εκ μέρους του σε βάρος της θανούσας, ούτε και εμμέσως, καθιστώντας απολύτως σαφές ότι επρόκειτο για πληροφορία που τις μετέφεραν οι ασθενείς του ίδιου θαλάμου, δυσφημιστικό δε για τον ίδιο, ως εκ του περιεχομένου της καταθέσεώς της, γεγονός που και εκείνη μπορούσε ευχερώς να αντιληφθεί. Η μαρτυρική της κατάθεση, όμως, δόθηκε στα πλαίσιο της εκτέλεσης του νομίμου καθήκοντός της να καταθέσει ως μάρτυρας ό,τι γνώριζε είτε από άμεση γνώση και ιδία αντίληψη είτε από πληροφορίες τρίτων και ο τρόπος έκφρασής της δεν υπερέβη το αναγκαίο από τις περιστάσεις μέτρο για την απόδοση της σκέψης της, αφού το ύφος της είναι απολύτως κόσμιο, χωρίς οξείες εκφράσεις. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται σε βάρος της το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα αλλά ούτε και της συκοφαντικής δυσφήμισης, αλλά της απλής δυσφήμισης, ο άδικος χαρακτήρας της οποίας αίρεται, κατά τα άνω, κατά παραδοχήν της παραδεκτώς προταθείσας το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 527 περ.1 του ΚΠολΔ), ένστασής της περί εκτέλεσης νομίμου καθήκοντός της (άρθρο 367 § 1 πε.γ΄του ΠΚ), μετ’απόρριψη της καθ’υποφοράν προταθείσας με το δικόγραφο της αγωγής αλλά και της έφεσης, αντένστασης του ενάγοντος περί σκοπού εξυβρίσεώς του (άρθρο 367 § 2 περ.β΄του ΠΚ).  Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση του προταθέντος το πρώτον παραδεκτώς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 527 περ. 1 του ΚΠολΔ), ισχυρισμού της περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης, λόγω της παρέλευσης χρονικού διαστήματος πέραν των πέντε ετών από την τέλεσης της πράξης και περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος.Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, που απέρριψε την αγωγή, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που  συμπληρώνεται,  κατ’άρθρο  534 του ΚΠολΔ, από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (ΕφΠειρ 189/2015, ΕφΑθ 1427/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον εκκαλούντα, με τους υπό στοιχ. Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄ λόγους της εφέσεώς του, όπως αυτοί ειδικότερα αναλύονται, απορριπτομένων ως κατ’ ουσίαν αβασίμων.   Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ύψος αυτών, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που – κατά την άποψη του – έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 1891/2015 αδημ. ΤΝΠ «NOMOΣ», ΕφΑθ 3080/2010, ΕλλΔνη 2011.1068). Στην προκειμένη περίπτωση, επί του σχετικού τελευταίου (υπό στοιχ. Ε) λόγου της έφεσής του, με τον οποίο ο ενάγων-εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα προσδιόρισε το ποσό των δικαστικών εξόδων στο υπέρογκο ποσό των 6.000 ευρώ, για τον πρώτο και των 4.000 ευρώ, για καθεμία από τις λοιπές εναγόμενες, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4194/2013  «Κώδικας Δικηγόρων», που ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο με την αγωγή ποσό, ήταν υπέρογκο, καθό μέρος υπερέβαινε το ποσό των 25.000 ευρώ, το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου κάθε εναγομένου, για τη σύνταξη προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ανέρχεται σε ποσοστό 2% επί της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της διαφοράς (άρθρα 58 § 5 εδ.β΄και 63 § 1 iα του ν.4194/2013). Έτσι, τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, έπρεπε να καθοριστούν στο ποσό των 500 (25.000 Χ 2%) ευρώ για καθέναν, και, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε με το να επιδικάσει με την εκκαλούμενη απόφασή του την παραπάνω δικαστική δαπάνη. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτή η  υπό κρίση έφεση ως προς τον ανωτέρω βάσιμο Ε΄λόγο αυτής, που αναφέρεται στο ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, περαιτέρω δε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση μόνον ως προς τη σχετική διάταξή της. Ακολούθως, αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικασθεί κατ΄ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ ) ως προς το μέρος της αυτό, πρέπει να προσδιορισθούν τα δικαστικά έξοδα, που βαρύνουν τον ενάγοντα-εκκαλούντα, για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας στο ανωτέρω ποσό των 500 ευρώ για κάθε εναγόμενο-εφεσίβλητο. Στους εφεσίβλητους, επίσης, πρέπει να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της μερικής νίκης του και ανάλογα προς την έκταση αυτής (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 63 παρ.1iα, 68 § 1 και 69 § 1 του Ν.4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα το παράβολο που κατέβαλε κατά την άσκηση της εφέσεώς του, κατ΄άρθρο 495 § 4 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 6-4-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../7-4-2017) έφεση του ενάγοντος, κατά της υπ’αριθμ. 247/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν, μόνον ως προς την διάταξή της που αφορά την δικαστική δαπάνη.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη μόνον ως προς τη διάταξή της που αφορά  την δικαστική δαπάνη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που κατέβαλε ο εκκαλών κατά  την κατάθεσή της.

ΚΡΑΤΕΙ αυτό την υπόθεση κατά το ως άνω μέρος.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 28-5-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2015) αγωγή κατά το ίδιο μέρος.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους εφεσιβλήτους μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για καθέναν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον ενάγοντα-εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων-εφεσιβλήτων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 7-6-2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5-7-2018, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 

             Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ