Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 677/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως  677/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – αιτούντων: 1) …………και 2) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πέτρο Βαρελά Κοκολογιάννη.

Της εφεσίβλητης – καθής η αίτηση: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», πρώην «………….», με διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στο …….. Αττικής, επί των οδών …………., με ΑΦΜ ……., που ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την πρώην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού υπό την επωνυμία «………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευμορφία Βέργη (ΔΕ Μαγριπλής, Χαλακατεβάκης και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 26-1-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2024 ανακοπή τους ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1765/2024 απόφαση, με την οποία απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ανακόπτοντες, με την από 8-7-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά …………/2024 έφεσή τους (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά …………./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 6-3-2024, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Στο ίδιο δικόγραφο οι εκκαλούντες σώρευσαν και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 8-7-2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2024 και Ε.Α.Κ. ……/2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2024 και Ε.Α.Κ. …../2024) έφεση των εκκαλούντων προς εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 1765/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 26-1-2024 ανακοπή των εκκαλούντων προς ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……/15-12-2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., δυνάμει της οποίας η καθής επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί ενός ακινήτου, κυριότητας των ανακοπτόντων, απέρριψε αυτή, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός διετίας από την έκδοση της εκκαλουμένης, δοθέντος ότι δεν προκύπτει επίδοση αυτής (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ. 1 ΚΠολΔ, εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ. 7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε από τους εκκαλούντες κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Α στοιχ. β’ ΚΠολΔ, το με κωδικό ……. e-παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e- παράβολου και την από 10-7-2024 απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας ………). Επίσης, στο ίδιο δικόγραφο της έφεσης νόμιμα και παραδεκτά σωρεύεται κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση έφεσης, ενώ σημειώνεται ότι στις 16-7-2024, έγινε δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας του Δικαστηρίου αυτού το ομοίως σωρευθέν από τους εκκαλούντες στο εφετήριο, αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής και ανεστάλη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.

Με την ως άνω ένδικη ανακοπή τους οι ανακόπτοντες (ήδη εκκαλούντες) ζητούν, για τους προβαλλόμενους με το δικόγραφο λόγους να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ……/15-12-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., δυνάμει της οποίας η καθής επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί ενός ακινήτου, κυριότητας των ανακοπτόντων, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την ανακοπή. Ήδη, με την υπό κρίση έφεση τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε τους λόγους ανακοπής τους και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να ακυρωθεί η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους. Τέλος ζητούν να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στο σύνολο της δικαστικής τους δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003, προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους, γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Από την καταχώριση αυτή, αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοιο, ισχύει πλασματικά εκ του νόμου, η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό, κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων. Η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται, για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται από αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Απαιτείται δε η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενών τραπεζικών απαιτήσεων, κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και, εν συνεχεία, η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντίστοιχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση, θέτει μεν, συνήθως, τον τύπο πριν από την ουσία, όχι όμως σε βαθμό που εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. Καθώς δε, τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι των τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ` ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μοφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 177/2022, ΕφΘεσ 160/2022, αδημ., ΕφΠειρ 574/2020 δημ. σε efeteio-peir-gr, ΕφΘεσ 1643/2019, αδημ.).

Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, υπ’ αριθμ. 20783/9-11-2020 (ΦΕΚ Β` 4944/9-11-2020), «Καθορισμός εντύπου σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (παρ. 14 και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003»: «Οι προβλεπόμενες από την παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 συμβάσεις καταχωρίζονται με υποβολή εντύπου, το οποίο εκτυπώνεται σε λευκό χαρτί γραφής 100 γραμμαρίων και αποτελείται από ένα φύλλο. Το φύλλο έχει διαστάσεις 42 εκατοστά (πλάτος) επί 29,7 εκατοστά (μήκος) και διαιρείται σε δύο ημίφυλλα. Στην πρώτη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: 1) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, 2) οι όροι της σύμβασης (το νόμισμα και το ποσό ή ο τρόπος υπολογισμού του τιμήματος αγοράς, ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πώλησης, εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία και λοιποί ουσιώδεις όροι), 3) ο τύπος των μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαντήσεων (γενική περιγραφή της επιχειρηματικής απαίτησης και νόμισμα). Στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται τα στοιχεία που εξατομικεύουν, κατά την κρίση των συμβαλλομένων, τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις (ενδεικτικά: ονοματεπώνυμο ή επωνυμία οφειλετών και εγγυητών, τυχόν μοναδικοί αριθμοί καταχώρισης των τιτλοποιού μενών απαιτήσεων στα βιβλία του μεταβιβάζοντος) και τις παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές εξασφαλίσεις αυτών (για τις οποίες αρκεί και απλή αναφορά ότι υφίστανται). Στην ίδια σελίδα τίθενται επίσης η ημερομηνία και οι υπογραφές των συμβαλλομένων και η θεώρηση αυτών, καθώς και ημερομηνία δημοσίευσης καταχώρισης στο ενεχυροφυλάκειο. Στην τρίτη σελίδα του εντύπου καταχωρίζονται οι τυχόν μεταβολές των συμβάσεων αυτών. Το αναλυτικό περιεχόμενο κάθε σελίδας με τις οικείες υποσημειώσεις εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο παράρτημα της παρούσας απόφαση υπόδειγμα. Τα στοιχεία που εξατομικεύουν τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις και τις παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές εξασφαλίσεις αυτών μπορούν να αναγράφονται σε ξεχωριστό παράρτημα. Το παράρτημα μονογράφεται σε κάθε σελίδα του από τα συμβαλλόμενα μέρη είτε με ιδιόχειρη είτε με έντυπη ή ηλεκτρονική υπογραφή. Μαζί με το παραπάνω έντυπο, συνυποβάλλεται η μεταξύ των συμβαλλομένων σύμβαση ή περίληψη αυτής, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 ή συμβολαιογραφικό έγγραφο ή πρακτικό διοικητικού συμβουλίου, με την οποία οι υπογράφοντες το έντυπο δηλώνουν ή, από τα οποία προκύπτει, ότι έχουν νομίμως εξουσιοδοτηθεί από τους συμβαλλομένους για την υπογραφή και υποβολή του. Τα μέρη δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν οιοδήποτε άλλο έγγραφο, πλην των ως άνω αναφερομένων, για την ολοκλήρωση της καταχώρισης των παρ. 14 και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 στο οικείο ενεχυροφυλάκειο.». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθορίζονται μεν τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει το έντυπο της περίληψης της καταχωριστέας πράξης, πλην όμως δεν ορίζονται οι συνέπειες που επάγεται η ενδεχόμενη έλλειψη ή ελλιπής παράθεση ορισμένων από αυτά και ειδικότερα, δεν απειλείται ρητώς ποινή ακυρότητας.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι ανακόπτοντες–εκκαλούντες επαναφέρουν τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της από 24-11-2023 επιταγής προς εκτέλεση που συντάχθηκε παρά πόδα του πρώτου εκτελεστού απογράφου εκ της υπ’ αριθμ. ……./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για τον λόγο ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά η καθής για την είσπραξη της επίδικης απαίτησης. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι δεν τους κοινοποιήθηκαν κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, τα νομιμοποιητικά έγγραφα της καθής, καθώς από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, τα οποία είναι σε αποσπάσματα και περιλήψεις, δεν αποδεικνύεται ότι μεταξύ των δανείων που μεταβιβάστηκαν από την Τράπεζα …….., περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση, ούτε αποδεικνύεται ότι μεταξύ των απαιτήσεων που έχει την εξουσία να διαχειρίζεται η καθής, είναι και η επίδικη σύμβαση πίστωσης. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η συγκοινοποίηση, με την επιταγή προς εκτέλεση, αντιγράφων των καταχωρισθέντων και δημοσιευθέντων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, αποσπασμάτων των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και των συμβάσεων διαχείρισης των τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων, επαρκεί για την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 925 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, ως προς την υποχρέωση συγκοινοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων, και στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής και της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης, με δεδομένη τη συνθετότητα και την ποικιλία των επιμέρους πράξεων από τις οποίες απαρτίζεται αυτή, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όλων των εγγράφων που απαιτεί ο νόμος για τη συντέλεση της ειδικής αυτής διαδοχής και της ανάθεσης διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης, είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, αλλά και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια, παρακωλύοντας την πρόσβαση των δανειστών αδικαιολόγητα στην εκτελεστική διαδικασία. Επιπλέον, από την επισκόπηση της από 24-11-2023 επιταγής προς εκτέλεση προκύπτει ότι συγκοινοποιήθηκαν κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, το ΦΕΚ Β’ 880/16-3-2017, στο οποίο δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ. 220/1/13-3-2017 απόφαση Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος περί χορήγησης άδειας στη εταιρεία με την επωνυμία «………………» για τη διαχείριση απαιτήσεων, η υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/18-6-2019 δημοσίευση της σύμβασης πώλησης του άρθρου 10 ν. 3156/2003 που έχει μεταγραφεί στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, το υπ’ αριθμ. ……/7-8-2019 απόσπασμα από τα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών περί μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης, την υπ’ αριθμ. …../18-6-2019 δημοσίευση σύμβασης διαχείρισης στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στην εταιρεία …………..» και ήδη «………….», το από 17-6-2019 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ιρλανδίας μετά της συνημμένης μετάφρασης, την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/10-6-2020 ανακοίνωση καταχώρισης στο ΓΕΜΗ, την υπ’ αριθμ. πρωτ …../8-11-2022 δημοσίευση πώλησης, την υπ’ αριθμ. ……/8-11-2022 περίληψη συμπλήρωση διαχείρισης. Συνεπώς έχουν προσκομιστεί τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα για τη νομιμοποίηση της καθής ως ειδικής διαδόχου της αρχικής πιστώτριας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής ως μη νόμιμο ορθά εφάρμοσε τον νόμο.

Με τον δεύτερο έφεσης, κατ’ εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο επικαλέστηκαν, ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης και του επικείμενου πλειστηριασμού, ότι η καθής η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στην οποία φέρεται να ανατέθηκε η διαχείριση της ένδικης απαίτησης από την αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία που κατέστη ειδική διάδοχος της απαίτησης μετά την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής στην οποία ενσωματώνεται η απαίτηση και η οποία είχε εκδοθεί μετά από αίτηση και στο όνομα της αρχικής δικαιούχου τράπεζας, δεν νομιμοποιείται για την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι η ανάθεση της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης στην ίδια από την αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού διέπεται από τον ν. 3156/2003 και όχι τον ν. 4354/2015, με αποτέλεσμα η καθής να φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της δικαιούχου εταιρείας και να μην έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σε αυτήν τέτοια ιδιότητα. Ο παραπάνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η καθής τυγχάνει εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, όπως τούτο δεν αμφισβητείται ειδικά από τους ανακόπτοντες και επομένως, ως τέτοια, νομιμοποιείται εξαιρετικά ως μη δικαιούχος διάδικος κατ’ άρθρο 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, είτε η διαχείριση της ένδικης απαίτησης της έχει ανατεθεί κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015 είτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν 3156/2003. Σύμφωνα με όσα δέχθηκε και η υπ’ αριθμ. 1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, έχουν τη δυνατότητα ενεργητικής νομιμοποίησης άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων (όπως και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης), τόσο όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015, είτε με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του ν. 3156/2003. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής (έστω και αν τον εξέτασε παράλληλα με τον πρώτο λόγο) ως μη νόμιμο, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και ο δεύτερος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον τρίτο λόγο ανακοπής, με τον οποίο εκθέτουν ότι δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση, ότι η εντολή δόθηκε από νόμιμο εκπρόσωπο της καθής ή από πληρεξούσιο δικηγόρο, καθώς δεν τους συγκοινοποιήθηκε κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι εκπροσωπούν την καθής οι αναφερόμενοι στην κατασχετήρια έκθεση υπάλληλοι. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, καθώς προσκομίζεται το υπ’ αριθμ. ……./17-3-2023 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, από το οποίο προκύπτει ότι οι υπογράφουσες την εντολή για την επιβολή της κατάσχεσης, …………….. και ……………. διέθεταν την εντολή της καθής για την επιβολή της κατάσχεσης. Η μη συγκοινοποίηση δε του πιο πάνω πληρεξουσίου στους ανακόπτοντες δεν επιφέρει ακυρότητα της επιληφθείσας κατάσχεσης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και ο υπό κρίση λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον τέταρτο λόγο ανακοπής, ισχυρίζονται ότι η από 24-11-2023 επιταγή προς εκτέλεση είναι αόριστη, διότι δεν αναγράφεται επακριβώς το συνολικά οφειλόμενο ποσό που επιτάσσονται να καταβάλουν, αλλά αρκείται στην αναφορά κάθε επιμέρους ποσού. Ότι, επιπλέον, δεν αναλύεται με ποιον τρόπο το ποσό των 151.665,60 ελβετικών φράγκων, που αναγράφεται στο διατακτικό του εκτελεστού τίτλου, κατέληξε κατά την ημερομηνία σύνταξης της πιο πάνω επιταγής να ανέλθει στο ποσό των 152.084,02 ελβετικών φράγκων, παρόλο που είχαν προηγηθεί καταβολές εκ μέρους των ιδίων. Ότι δεν αναφέρεται το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων και δεν αναλύονται τα σχετικώς υπολογισθέντα ποσά, βάσει των ισοτιμιών του ελβετικού φράγκου με το ευρώ, όλο το μεσοδιάστημα που παρήλθε από την έκδοση της διαταγής πληρωμής το 2014 μέχρι την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής: Από το άρθρο 924 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ` αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και εναπόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Οι καταβολές του οφειλέτη, ανεξαρτήτως του χρόνου συντέλεσης, δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη (ΑΠ 959/2019, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αν η επιταγή συντάχθηκε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επιπλέον ποσό (βλ. ΑΠ 474/1999, ΕλλΔνη 41. 81, ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 37. 101-102). Εξ άλλου από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την, υπό την μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννομης προστασίας απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι εκκαθαρισμένη. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 905/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό επιβάλλεται προκειμένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση της ποσότητας και της ποιότητας της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση και όταν μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό (ΑΠ 1336/2006, ΕλλΔνη 2007.799). Επιπροσθέτως, το αυτό ισχύει και ως προς τη δανειακή σύμβαση, που περιέχει ρήτρα συναλλαγματικής ισοτιμίας ελβετικού φράγκου και ευρώ, καθώς βάσει της σύμβασης αλλά και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, η εκάστοτε ισχύουσα επίσημη ισοτιμία δημοσιεύεται τόσο από την ΤτΕ, όσο και από την ΕΚΤ. Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της από 24-11-2023 επιταγής προς πληρωμή, προκύπτει ο ανωτέρω διαχωρισμός, καθώς αναφέρεται το οφειλόμενο κεφάλαιο, οι τόκοι, το ποσό για την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, κλπ. Σε κάθε περίπτωση, αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση, συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται μεμονωμένα κονδύλια του λογαριασμού, δεδομένου ότι, αν ο λόγος της ανακοπής κριθεί βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ή της επιταγής προς πληρωμή, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον ως προς το ποσό για το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες δεν αμφισβητούν γενικά και συγκεκριμένα κάποιο από τα ποσά που αναφέρονται στην επιταγή προς πληρωμή, αλλά αμφισβητούν αυτά γενικώς και αορίστως, χωρίς να προσδιορίζουν ορισμένο κονδύλιο και το ποσό που όφειλαν να καταβάλουν. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος, όπως αυτός προβάλλεται, πέραν της αοριστίας του, πρέπει να απορριφθεί και ως μη νόμιμος. Η εκκαλουμένη, επομένως, που κατέληξε στο αυτό, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και ο τέταρτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Από την διαταγή πληρωμής παράγεται δεδικασμένο για την ύπαρξη και την έκταση της απαίτησης, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 KΠολΔ, ή, σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 KΠολΔ (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 58/2019, ΑΠ 870/2004, ΑΠ 133/2003). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 325, 330 και 331 του KΠολΔ προκύπτουν τα εξής: Οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, με την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αίτησης έννομης προστασίας για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννομες συνέπειες. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου μετά την τελεσίδικη κατ’ ουσίαν απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 KΠολΔ ή, σε περίπτωση μη άσκησης της ανακοπής αυτής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 2 KΠολΔ. Η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της βεβαιούμενης με αυτήν απαίτησης, ούτε να προτείνει αρνητικούς ισχυρισμούς ή ενστάσεις κατ’ αυτής, ακόμη και με ανακοπή του άρθρου 933 KΠολΔ, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 633 KΠολΔ, δεδικασμένο που, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 του ιδίου κώδικα, καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά στο κύρος της επισπευδόμενης εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, είτε ήταν γεννημένοι και προτάθηκαν είτε, αν και ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 30/1987). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 53/2004) και, συνεπώς, ισχύουν επ’ αυτής οι διατάξεις των άρθρων 322 επ. του KΠολΔ, που προαναφέθηκαν, η δε έννοια και η λειτουργία του δεδικασμένου τούτου, καθώς και τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά όριά του ταυτίζονται με την έννοια, τη λειτουργία και τα όρια του δεδικασμένου των δικαστικών αποφάσεων (ΑΠ 58/2019, ΑΠ 1443/2017).

Με τους πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους έφεσης, οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τους πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους της ανακοπής τους, με τους οποίους ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη με την ανακοπή πράξη εκτέλεσης, ήτοι η υπ’ αριθμ. ……/15-12-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….  είναι άκυρη, επειδή στηρίζεται σε προηγούμενη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι την από 24-11-2023 επιταγή προς εκτέλεση, η οποία ομοίως είναι άκυρη, διότι βασίζεται στην υπ’ αριθμ. ………/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ειδικότερα, με τον πέμπτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής τυγχάνει άκυρη, ως αόριστη, και τούτο διότι με αυτήν επιτάσσονται να καταβάλουν στην καθής το ποσό των 151.665,60 Ελβετικών Φράγκων με βάση την τρέχουσα ισοτιμία του σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής, πλέον ποσού 2.100 ευρώ ως έξοδα, χωρίς να εκτίθεται σε αυτήν, πώς προέκυψαν τα προαναφερόμενα ποσά. Με τον έκτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση είναι άκυρη, διότι εμπεριέχει παράνομες χρεώσεις από εφαρμογή παράνομων και καταχρηστικών συμβατικών όρων που παραβιάζουν τα άρθρα 281, 288 ΑΚ, την υπ’ αριθμ. ……/31-10-2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας περί καλής πίστης και υποχρέωσης ενημέρωσης των Τραπεζικών Ιδρυμάτων για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και τους κινδύνους που συνδέονται με αυτό. Τέλος με τον έβδομο λόγο, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η υπ’ αριθμ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είναι άκυρη (και κατά συνέπεια και η από 24-11-2023 επιταγή προς εκτέλεση, αλλά και η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση) επειδή εκδόθηκε βάσει εν μέρει άκυρης δανειακής σύμβασης και συγκεκριμένα, είναι άκυρος ως καταχρηστικός ο όρος της δανειακής σύμβασης αναφορικά με τη μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 από τη δανειοδοτήσασα Τράπεζα στους δανειολήπτες. Οι ως άνω λόγοι ανακοπής απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, οι μεν πέμπτος και έκτος ως νόμω αβάσιμοι ο δε έβδομος ως νόμω αβάσιμος αλλά και ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο εκ του πρώτου απογράφου της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με την από 7-11-2014 επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 12-11-2014 (βλ. υπ’ αριθμ. ………Ε/12-11-2014 και ………./12-11-2014 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….). Εν συνεχεία οι ανακόπτοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 28-11-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2014 ανακοπή τους, κατ’ άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1676/2018 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή λόγω της ερημοδικίας των ανακοπτόντων και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στους τελευταίους στις 4-12-2023 (βλ. υπ’ αριθμ. ……. Β/4-12-2024 και ……. Β/4-12-2024 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……………..). Κατά της δε της παραπάνω υπ’ αριθμ. 1476/2018 απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν ασκήθηκαν τακτικά ή ένδικα μέσα μέχρι τις 15-1-2024 (βλ. υπ’ αριθμ. …../16-1-2024 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων της προϊσταμένης του τμήματος πολιτικών ένδικων μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών). Συνεπώς, η ως άνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη και η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Επισημαίνεται, ότι και μετά τη νέα επίδοση της διαταγής πληρωμής στους ανακόπτοντες στις 4-12-2023, οι ανακόπτοντες δεν δύνανται να ασκήσουν δεύτερη ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, δοθέντος ότι η προηγούμενη ως άνω  ανακοπή τους κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ απορρίφθηκε στην ουσία και όχι για τυπικούς λόγους. Ειδικότερα, η απόρριψη της ανακοπής λόγω ερημοδικίας των ανακοπτόντων γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύποις, διότι μολόνοτι δεν ερευνάται ουσιαστικά, θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ότι είναι αβάσιμη και, για την αιτία αυτή, πάντοτε απορριπτέα, αφού δεν δίδεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής της (βλ. και Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ έκδοση 2012, τόμος 1, άρθρο 272, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2000, τόμος 1, άρθρο 272).  Επομένως οι πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγος της ανακοπής που ουσιαστικά βάλλουν κατά της διαταγής πληρωμής απαράδεκτα προβάλλονται και είναι απορριπτέοι. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε ότι παραδεκτά προβλήθηκαν οι υπό κρίση λόγοι ανακοπής, έσφαλε και επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τους λόγους αυτούς, και αφού οι ίδιοι λόγοι ανακοπής κρατηθούν και εξεταστούν από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθούν ως απαραδέκτως προβληθέντες, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω.

Τέλος, οι εκκαλούντες σωρεύουν στο δικόγραφο της ένδικης έφεσης αίτηση αναστολής κατ’ άρθρο 938 KΠολΔ της επισπευδόμενης σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η ως άνω αίτηση, που στηρίζεται στους ήδη κριθέντες και απορριφθέντες λόγους έφεσης, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της, αφού για να διαταχθεί αναστολή της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 KΠολΔ πρέπει να πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει το ασκηθέν ένδικο μέσο. Συνακόλουθα, η μεν υπό κρίση έφεση με εξαίρεση τον πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους της ως προς τους οποίους, έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν και μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς τους ίδιους λόγους της ένδικης ανακοπής, αυτοί κρατήθηκαν και δικάστηκαν από το παρόν Δικαστήριο και απορρίφθηκαν ως απαραδέκτως προβληθέντες, ως προς τους λοιπούς λόγους πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της, η δε σωρευθείσα αίτηση αναστολής τυγχάνει απορριπτέα κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Δεδομένου ότι η ανακοπή κρίθηκε απορριπτέα στο σύνολό της, όπως είχε συμβεί και πρωτοδίκως, δεν συντρέχει λόγος να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τη διάταξη επιδίκασης δικαστικών εξόδων υπέρ της καθής για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Σε ό,τι αφορά στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – καθής η αίτηση, που προέκυψαν από την κριθείσα έφεση και την σωρευθείσα αίτηση αναστολής εκτέλεσης, αυτά, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας, πρέπει να επιβληθούν στους ηττηθέντες εκκαλούντες – αιτούντες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176, 191 παρ. 2 KΠολΔ, 84 παρ. 2 του ν. 4194/2013, κατά το διατακτικό. Τέλος επειδή κατόπιν της έφεσης εξαφανίστηκε εν μέρει η εκκαλουμένη και επανακρίθηκαν οι λόγοι ανακοπής που προαναφέρθηκαν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος από τούς εκκαλούντες για την άσκηση του ένδικου μέσου παραβόλου σε αυτούς κατ’ άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. KΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό (βλ. Χ. Ευθυμίου σε Απαλαγάκη- Σταματόπουλο Ο Νέος KΠολΔ 2, σελ. 1631 με παραπομπή στην ΑΠ 532/2016, ΕλλΔνη 2017, σελ. 1426).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 8-7-2024 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1765/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) και την σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο κατ’ ουσίαν σε αυτή.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τους πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγο αυτής, που αφορά στους πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγο της από 26-1-2024 ανακοπής.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως προς τους παραπάνω λόγους ανακοπής.

Κρατεί και δικάζει τους ως άνω λόγους της ανακοπής.

Απορρίπτει αυτούς ως απαραδέκτως προταθέντες.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – καθής η αίτηση για τον παρούσα δίκη από την εκδίκαση της κριθείσας εφέσεως και της σωρευόμενης στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των εκκαλούντων-αιτούντων και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του e-παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 12.11.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             H ΓPAMMATEAΣ