Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 678/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός απόφασης 678 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, ΕΔ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α] (πιν. 17)

Της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …., ΔΟ.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως της «…………..» [μετά την αλλαγή της αρχικής επωνυμίας της Εταιρείας από «………….» (αρ. καταχώρισης στο ΓΕΜΗ …. — αρ. πρωτ. …./8.12.8.2022)] από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία «………….» (αρ. καταχώρισης στο ΓΕΜΗ …. — αρ. πρωτ. …../31.5.8.2023) εφαρμογή των ν. 4601/2019, ν. 4548/2018, του άρθρου 28 ν. 4364/2016, του άρθρου 61 ν. 4438/2016 και του άρθρου 54 ν. 4172/2013, όπως ισχύουν, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Παντελή Πετμεζά (ΑΜ/ΔΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ……..), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο οποίος και κατέβαλε το με Νο …../17.03.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας – ενάγουσας: Υπό εκκαθάριση τελούσας, μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «…………….» και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στη …….., Θεσσαλονίκης, επί του …………, με Α.Φ.Μ. ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον ………, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Θεμιστοκλή Τοσουνίδη (ΑΜ/ΔΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ………), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), δικηγόρου της δικηγορικής εταιρείας «KRAG ΚΟΣΜΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (ΑΜ ΔΣΘ ……..), η οποία κατέβαλε το με Νο …………../18.03.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Β] (πιν. 32)

Της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας: Υπό εκκαθάριση τελούσας, μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «…………..», που εδρεύει στη ………, Θεσσαλονίκης, επί του …….. με Α.Φ.Μ. ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον …….., που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Θεμιστοκλή Τοσουνίδη (ΑΜ/ΔΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ….), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), δικηγόρου της δικηγορικής εταιρείας «KRAG ΚΟΣΜΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (ΑΜ ΔΣΘ ….), η οποία κατέβαλε το με Νο …./18.03.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας – εναγόμενης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού, .. …… και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …, ΔΟ.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως της «…………..» [μετά την αλλαγή της αρχικής επωνυμίας της Εταιρείας από «……….» (αρ. καταχώρισης στο ΓΕΜΗ …. — αρ. πρωτ. …./8.12.8.2022)] από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία «………..» (αρ. καταχώρισης στο ΓΕΜΗ …. — αρ. πρωτ. …./31.5.8.2023) εφαρμογή των ν. 4601/2019, ν. 4548/2018, του άρθρου 28 ν. 4364/2016, του άρθρου 61 ν. 4438/2016 και του άρθρου 54 ν. 4172/2013, όπως ισχύουν, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Παντελή Πετμεζά (ΑΜ/ΔΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ….), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο οποίος και κατέβαλε το με Νο …………./17.03.2025 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά {τακτική διαδικασία – τμ. Ναυτικών διαφορών} ασκήθηκε από την υπό Α εφεσίβλητη – υπό Β εκκαλούσα και από τον μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ………………, εναντίον της υπό Α εκκαλούσας – υπό Β εφεσίβλητης, η από 15-09-2022 αγωγή [με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης δικογράφου, αντίστοιχα, ………../16.09.2022], που εκδικάστηκε την 6.6.2023 επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3980/2023 οριστική απόφαση που δέχτηκε εν μέρει την αγωγή μόνο ως προς την 1η ενάγουσα και απέρριψε αυτήν ως προς τον 2ο. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν με αντίθετες εφέσεις, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, οι, ηττηθέντες διάδικοι, αφενός μεν η 1η ενάγουσα και αφετέρου η εναγόμενη, ορίστηκε, δε, δικάσιμος για αμφότερες η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβαν αριθμούς πινακίου … και …., αντίστοιχα. Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναγράφεται ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εφέσεις: 1) Η υπό Α από 08-03-2024 έφεση της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα αριθμό έκθεσης κατάθεσης, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ……../15.03.2024 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/15.03.2024, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου …. και 2)Η υπό Β από 20.05.2024 έφεση, της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας,  με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου ………../19.06.2024 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../22.01.2025, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου ……. Οι εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2, 520, 523 και 524 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη διετής καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 07.12.2023, έως την κατά τα άνω κατάθεσή τους στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Για το παραδεκτό, δε, της συζήτησης των εφέσεων καταβλήθηκε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ,  για κάθε μία έφεση το απαιτούμενο e – παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ,  που αναφέρεται στις εκθέσεις κατάθεσής τους και ειδικότερα: 1)Για την υπό Α έφεση (αρ. πιν. ……), το με αρ. παραβόλου …………/2024, σε συνδυασμό με την απόδειξη επιτυχούς πληρωμής της τράπεζας Πειραιώς και 2) Για την υπό Β έφεση (αρ. πιν. ……) το με αρ. ……..,  σε συνδυασμό με την απόδειξη επιτυχούς πληρωμής της Γ.Γ.Π.Σ και Ψηφιακής Διακυβέρνησης]. Πρέπει, δε, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση των ως άνω εκκρεμών ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εφέσεων, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς {Νέα Τακτική – Τμ. Ναυτικών Διαφορών}, ασκήθηκε η από 15-09-2022 αγωγή [με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης δικογράφου, αντίστοιχα, ………./16.09.2022] από την υπό εκκαθάριση τελούσα, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «……….» [εκεί 1η ενάγουσα] και νυν υπό Α εφεσίβλητη – υπό Β εκκαλούσα (στο εξής ενάγουσα) και τον νόμιμο εκπρόσωπό της, ………… [εκεί 2ος ενάγων], μη διάδικος στην παρούσα δίκη και εναντίον της υπό Α εκκαλούσας – υπό Β εφεσίβλητης (στο εξής εναγόμενη), ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλίσεων, τότε με την επωνυμία «…….» και ήδη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα (……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως της «………..» [μετά την αλλαγή της αρχικής επωνυμίας της Εταιρείας από «……..» (αρ. καταχώρισης στο ΓΕΜΗ ……. — αρ. πρωτ. ……../8.12.8.2022)] από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………» (αρ. καταχώρισης στο ΓΕΜΗ ………. — αρ. πρωτ. ……./31.5.8.2023) κατ΄ εφαρμογή των ν. 4601/2019, ν. 4548/2018, του άρθρου 28 ν. 4364/2016, του άρθρου 61 ν. 4438/2016 και του άρθρου 54 ν. 4172/2013, όπως ισχύουν. Με την αγωγή οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας να τους καταβάλει εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 113.750,62 ευρώ, που έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα ότι υποχρεούνται να καταβάλουν στον αναφερόμενο σε αυτήν τρίτο – παθόντα, που υπέστη σωματική βλάβη, όταν ο προστηθείς από την πρώτη, δεύτερος εξ αυτών, ήταν χειριστής του σκάφους.  Συζητήσεως γενομένης την 6.6.2023 εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3980/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκκαλουμένη), η οποία έκρινε τα εξής: 1)Ότι η συζήτησή της είναι παραδεκτή εφόσον τηρήθηκε η διαδικασία για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση και προσκομίστηκε το πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας, 2) Ότι παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου και δυνάμει έγκυρης ρήτρας παρέκτασης, περιεχόμενης στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και λειτουργικά, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, 3)Ότι ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori), δηλαδή το ελληνικό, ενώ ως προς το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που καταρτίστηκε μεταξύ 1ης ενάγουσας και εναγόμενης προκύπτει ότι αφενός συμφωνήθηκε μεταξύ τους η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση να διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, αφετέρου συμπεριλήφθηκαν οι Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ένωσης των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (lnstitute Yacht Clauses) της 1ης-1-1985 (με ρητή διαγραφή ορισμένων εξ αυτών), ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των οποίων εφαρμοστέο είναι, επίσης, το αγγλικό δίκαιο και η πρακτική και ότι, επομένως, εφόσον η ένδικη σύμβαση ασφάλισης συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, καθόσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη σωματικής βλάβης σε πλοίο, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, εν προκειμένω, τυγχάνει το Αγγλικό, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη Ι) το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, 4)Απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος που ασκήθηκε από τον δεύτερο ενάγοντα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο ελληνικό δίκαιο, διότι δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά, 5) Έκρινε ως προς την πρώτη ενάγουσα ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 16, 17, 55 του Αγγλικού νόμου «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστού με την ονομασία “Marine lnsurance Act 1906” (στο εξής : Μ.Ι.Α. 1906), σε συνδυασμό με τις αναφερόμενες στο επίδικο ασφαλιστήριο Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών CL.328 της 1.11.1985 (INSTITUTE YACHT CLAUSES 1.11.1985), 14 παρ. 4 ν. 4256/2014 και 69 παρ. 1 περ. ε’, 176 και 346 ΚΠολΔ, οι οποίες τελευταίες διατάξεις, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori), πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί τοκοδοσίας, από την επίδοση της κύριας αγωγής, άλλως της υπό κρίση αγωγής, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, διότι η εν λόγω αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη από την καταβολή του ποσού στον ενάγοντα της κύριας δίκης, ενώ δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι στο ανωτέρω αίτημα εμπεριέχεται ως έλασσον το αίτημα περί τοκοδοσίας από την καταβολή στον τρίτο, αφού δεν εκτίθεται αν η καταβολή αυτή έγινε πριν την έγερση της παρούσας αγωγής ή δεν έχει λάβει χώρα ακόμη. Κατά τα λοιπά δέχτηκε, εν μέρει, την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00€) και της επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων της, ύψους 1.500,00€. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις αντίθετες εφέσεις τους οι εν μέρει ηττηθέντες ως άνω διάδικοι [1η ενάγουσα και εναγόμενη] για τα κεφάλαια της απόφασης που καθορίζονται με τους λόγους κάθε μίας εξ αυτών και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό η μεν ενάγουσα την παραδοχή στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμης της αγωγής της, η δε εναγόμενη την απόρριψή της και την καταδίκη του αντιδίκου τους στην δικαστική τους δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την επανεκτίμηση των νόμιμα επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων, που λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπου περιοριστικά κατωτέρω αναφέρονται και αποτελούν πλήρη απόδειξη, κατά τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 1 ΚΠολΔ και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 1-4-2014 σύμβασης ασφάλισης, που καταρτίστηκε εγγράφως, μεταξύ της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – 1ης ενάγουσας (στο εξής ενάγουσα) και της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης (στο εξής εναγόμενη) ασφαλιστικής εταιρείας, εκδοθέντος του υπ’ αριθμ. ………. ασφαλιστηρίου συμβολαίου κλάδου σκαφών (ανανεωτήριο), η εναγόμενη ασφάλισε, έναντι καταβληθέντος από την ενάγουσα ασφαλίστρου, το, υπό ελληνική σημαία, Ε/Γ – Τ/ Ρ σκάφος πλοιοκτησίας της ενάγουσας, με το όνομα «Α», με αριθμό νηολογίου Καβάλας ……, μήκους 13,42 μ. και πλάτους 4.13 μ., για το οποίο έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμό πρωτ. Φ.3344.1/5415/2006 άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Η διάρκεια της ασφάλισης αφορούσε το χρονικό διάστημα από 20-4-2014 έως 20-4-2015, με όριο ασφαλιστικής κάλυψης για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη – που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση- της ενάγουσας, σύμφωνα με το ν. 2743/1999, μέχρι του συνολικού ποσού των 540.000,00 ευρώ για κάθε ατύχημα και στο σύνολο, επιμεριζόμενο στα εξής ανώτατα όρια: α)Θάνατος/σωματικές βλάβες, μέχρι ευρώ 300.000,00 β)Υλικές ζημίες μέχρι ευρώ 150.000,00, γ)Πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης μέχρι ευρώ 90.000,00 και με τις ειδικότερες προϋποθέσεις, όρους και εγγυήσεις που περιέχονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Συμφωνήθηκε, ακόμα, η ασφάλιση να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, σύμφωνα με τους διαλαμβανόμενους σε αυτό γενικούς και ειδικούς όρους αστικής ευθύνης και την υπ’ αριθμό 328 Ρήτρα του Ινστιτούτου Ασφαλιστών Λονδίνου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής 1/11/85 (lnstitute Yacht Clauses). Με την εν λόγω σύμβαση η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στην ασφαλισμένη ενάγουσα (λήπτρια της ασφάλισης) αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει κάθε ποσό που αποκλειστικά η τελευταία θα υποχρεωνόταν νόμιμα να καταβάλει ως αποζημίωση, στους ζημιωθέντες τρίτους και μόνο κατά τη διάρκεια μετακίνησης και κυκλοφορίας στη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων νόμιμων τόκων και εξόδων, σε περίπτωση επέλευσης, εντός του χρόνου ασφάλισης, κάποιας από τις παραπάνω ασφαλιστικές περιπτώσεις και μέχρι το ασφαλιζόμενο ποσό, κατά τις παραπάνω διακρίσεις. Στην σελίδα 6 του επίδικου ασφαλιστηρίου, στην δεύτερη παράγραφο και με τον τίτλο «ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗΣ – ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ (WITHDRAWAL RIGHTS), υπό τον αριθμό 1 αναγράφονται οι προϋποθέσεις άσκησης από τον λήπτη της ασφάλισης του δικαιώματος εναντίωσης – υπαναχώρησης, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, και τα αναγραφόμενα σε αυτό όρια καλύψεων, καθώς και των παρεκκλίσεων και κάθε άλλης διάταξης του περιεχομένου του, που θα μπορούσε να θεωρηθεί παρέκκλιση από την αίτηση για ασφάλιση. Ειδικότερα αναφέρεται ότι το δικαίωμα αυτό ασκείται από την λήπτρια της ασφάλισης με την συμπλήρωση και αποστολή στα Κεντρικά Γραφεία της εναγόμενης εταιρίας του συνημμένου στο ασφαλιστήριο εντύπου δήλωσης εναντίωσης, υποδείγματος 1, αποκλειστικά και μόνο με συστημένη επιστολή, εντός ενός (1) μηνός από την παράδοση του ασφαλιστηρίου. Στην παράγραφο 2 του ασφαλιστηρίου αναγράφεται ότι παραδόθηκαν στην λήπτρια της ασφάλισης: α) τα προβλεπόμενα από το Ν.Δ. 400/70 άρθρο 2 περ. Η πληροφοριακά στοιχεία, με έντυπο κατά την υποβολή της αίτησης ασφάλισης και β) οι Γενικοί και Ειδικοί όροι, όλων των καλύψεων κατά την παράδοση του ασφαλιστηρίου σύμφωνα με τον ν. 2496/97 άρθρο 2 παρ. 4 και γ) Ότι η μη παράδοση οποιουδήποτε από αυτά δίνει στο λήπτη της ασφάλισης δικαίωμα εναντίωσης στην ασφαλιστική σύμβαση, που ασκείται με τον ίδιο τρόπο που περιγράφεται παραπάνω και με βάση το συνημμένο υπόδειγμα 2, μέσα σε προθεσμία δεκατεσσάρων (14) ημερών από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου. Στις 07.05.2014 εξαιτίας αντικατάστασης του ν. 2743/1999, με τίτλο «Πλοία αναψυχής και άλλες διατάξεις» από το ν. 4256/2014, με τίτλο «Τουριστικά πλοία και άλλες διατάξεις» εκδόθηκε από την εναγόμενη η υπ’ αριθμ. …………. πρόσθετη πράξη, με αναγραφόμενη διάρκεια αυτής, από 12ης μεσημβρινής της 25.04.2014 έως 12ης μεσημβρινής της 20.10.2014 και ρητή μνεία ότι αυτή (η πρόσθετη πράξη) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του επίδικου  ασφαλιστηρίου συμβολαίου (ανανεωτηρίου). Με την πρόσθετη αυτή πράξη επήλθαν αλλαγές όσον αφορά τα ανώτατα όρια των ποσών κάλυψης της αστικής ευθύνης της ενάγουσας, όπως καθορίστηκαν από το ν. 4256/2014, που αποκλειστικά αυτή θα υποχρεωθεί (τυχόν) νόμιμα να καταβάλει σε τρίτους. Ειδικότερα, για την περίπτωση σωματικών βλαβών η ασφαλιστική κάλυψη συμφωνήθηκε να παρέχεται, για όλη την περίοδο ασφάλισης, μέχρι του ποσού των 50.000,00 ευρώ ανά επιβάτη και με μέγιστο το ποσό των 500.000,00 ευρώ ανά συμβάν, ενώ οι λοιποί όροι, ρήτρες και εγγυήσεις του συμβολαίου παρέμειναν ως είχαν. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 4 ν. 2496/1997 “Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις”, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση ενόψει του χρόνου κατάρτισης της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης: “Όταν η σύμβαση διέπεται από γενικούς ή ειδικούς ασφαλιστικούς όρους, ο ασφαλιστής οφείλει να μνημονεύσει τούτο στο τμήμα του ασφαλιστηρίου που αναγράφονται τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης και να τους παραδώσει στον ασφαλισμένο μαζί με το ασφαλιστήριο”. Κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου: “Αν το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, οι παρεκκλίσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί από την αρχή, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και εφόσον ο ασφαλιστής τον έχει ενημερώσει για την παρέκκλιση και για το δικαίωμα εναντίωσης γραπτά ή με σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, στοιχειοθετημένη με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη και έχει χορηγήσει σε αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης. Αν ο ασφαλιστής παρέλειψε να ενημερώσει ως άνω τον λήπτη και να του χορηγήσει το ως άνω υπόδειγμα, τότε οι παρεκκλίσεις δεν δεσμεύουν τον λήπτη της ασφάλισης και θεωρείται ότι έχει συμφωνηθεί το περιεχόμενο της αίτησης για ασφάλιση”. Τέλος κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου: “Αν ο ασφαλιστής δεν παρέδωσε στον λήπτη της ασφάλισης … τους ασφαλιστικούς όρους σύμφωνα με την παρ. 4 του παρόντος άρθρου, τότε η σύμβαση θεωρείται ότι έχει συναφθεί με βάση το ασφαλιστήριο, τους ασφαλιστικούς όρους, καθώς και τις τυχόν επιπλέον πληροφορίες που προσδιορίζουν γενικά τη συγκεκριμένη σύμβαση, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την παράδοση του ασφαλιστηρίου. Αν παρέλθει αυτή η προθεσμία άπρακτη, η σύμβαση ισχύει αναδρομικά, από το χρόνο της σύναψής της. Η ως άνω προθεσμία δεν αρχίζει, αν ο ασφαλιστής δεν έχει ενημερώσει σχετικά με το δικαίωμα εναντίωσης τον λήπτη της ασφάλισης γραπτά ή με ευκρινή σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου και δεν έχει χορηγήσει σε αυτόν σε χωριστά έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης …”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνων των άρθρων 185, 189, 192, 361 ΑΚ προκύπτει ότι μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου η σύμβαση ασφάλισης και, εννοείται, κάθε πρόσθετη πράξη αυτής, καταρτίζεται με απλή συναίνεση και αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή και για το κύρος του οποίου αρκεί μόνο η υπογραφή του τελευταίου. Για τη δέσμευση του ασφαλισμένου από τους ενσωματωμένους στο ασφαλιστήριο όρους, δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο και από αυτόν, αφού η αποδοχή των όρων του μπορεί να γίνει και σιωπηρά. Αυτό δύναται να συμβεί με την καταβολή του ασφαλίστρου, την παραλαβή του ασφαλιστηρίου, την δήλωση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης κ.λπ. (ΑΠ 237/2012, ΑΠ 18/2009, ΕφΑΘ 1903/2012 ΝΟΜΟΣ). Στις περιπτώσεις, όμως, κατά τις οποίες η σύμβαση διέπεται από γενικούς και ειδικούς όρους ή φέρει παρεκκλίσεις από την αίτηση ασφάλισης και ο ασφαλιστής παραλείψει να εκπληρώσει τις επιβαλλόμενες σ’ αυτόν από το άρθρο 2 παρ. 4 και 5 ν. 2496/1997 υποχρεώσεις προς το λήπτη της ασφάλισης, εισάγεται απόκλιση από τις διατάξεις των άρθρων 191 παρ. 2 και 192 ΑΚ και θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίστηκε από την αρχή, στην περίπτωση μεν της παρ. 4 με το περιεχόμενο που ορίζει η παρ. 6, στην περίπτωση δε της παρ. 5 με περιεχόμενο σύμφωνο με την αίτηση ασφάλισης, χωρίς τις αναφερόμενες σ’ αυτήν παρεκκλίσεις, οι οποίες προστέθηκαν από τον ασφαλιστή κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου (ΑΠ 1092/2015 και κ1251/2012 ΝΟΜΟΣ). Η ενάγουσα με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της διαμαρτύρεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχτηκε ως ουσία βάσιμη την ένσταση της εναγόμενης και περιόρισε το ανώτατο ύψος του ποσού που υποχρεούτο για σωματικές βλάβες τρίτων να της καταβάλει – ενόψει της ισχυριζόμενης στην αγωγή επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω – και για την κάλυψη της οποίας άσκησε την ένδικη αγωγή, λαμβάνοντας υπόψιν την με αρ. ……./07.05.2014 πρόσθετη πράξη του επίδικου ασφαλιστηρίου, με την οποία το ανώτατο ποσό που αναγράφηκε ανά επιβάτη περιορίστηκε σε ευρώ πενήντα (50.000€) χιλιάδες. Ότι η κρίση αυτή της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τους ισχυρισμούς της, είναι εσφαλμένη διότι ουδέποτε η πρόσθετη πράξη υπογράφηκε από την ίδια (την ενάγουσα) και άρα ουδέποτε αποδέχθηκε τέτοια τροποποίηση των συμβατικών όρων, το, δε, ασφαλιζόμενο ποσό παρέμενε το αναγραφόμενο στο με αρ. ……………/01.04.2014 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ήτοι το, κατ΄ ανώτατο όριο, για σωματικές βλάβες ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000€) ευρώ «ανά ατύχημα» και όχι «ανά άτομο». Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται, ούτε αποδεικνύει ότι εναντιώθηκε στην εν λόγω τροποποίηση που έλαβε χώρα με την πρόσθετη πράξη, όπως είχε το δικαίωμα και είχε ρητά, όπως προαναφέρθηκε, ενημερωθεί για το δικαίωμά της αυτό, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο επίδικο ασφαλιστήριο και για την διαδικασία που έπρεπε, αν ήθελε να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμά της, να ακολουθήσει που περιεχόταν λεπτομερώς στην παρ. 2 της σελ. 6 αυτού, για την οποία τασσόταν προθεσμία ενός (1) μηνός από την παράδοση σε αυτήν (λήπτρια της ασφάλισης)  της πρόσθετης πράξης. Εξάλλου, όπως λέχθηκε στην σχετική μείζονα σκέψη, η σύμβαση ασφάλισης και κάθε πρόσθετη πράξη αυτής καταρτίζεται με απλή συναίνεση και αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, για το κύρος του οποίου αρκεί μόνο η υπογραφή του τελευταίου, ενώ για τη δέσμευση του ασφαλισμένου από τους ενσωματωμένους στο ασφαλιστήριο όρους, δεν είναι απαραίτητο αυτό να υπογράφεται και από τον ίδιο, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η ενάγουσα, αφού η αποδοχή των όρων του μπορεί να γίνει ρητά ή και σιωπηρά, στην προκειμένη δε περίπτωση και δεν εναντιώθηκε στην πρόσθετη πράξη η ενάγουσα και άσκησε την ένδικη αγωγή ερειδόμενη στην εν λόγω σύμβαση ασφάλισης, περιεχόμενο της οποίας κατέστη και η πρόσθετη πράξη αυτού. Εξάλλου, η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της την ύπαρξη της εν λόγω πρόσθετης πράξης και την γνώση του περιεχομένου της αλλά μόνο ότι δεν την υπέγραψε. Επομένως, ο ισχυρισμός της, που προβάλλεται, το πρώτον, με τις έγγραφες προτάσεις της, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, πως δεν της γνωστοποιήθηκε η πρόσθετη αυτή πράξη είναι καταρχήν απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός, που αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα τα οποία αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, θα έπρεπε να προβληθεί είτε με την έφεσή της, είτε με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης και όχι με τις προτάσεις της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση, με αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, μη υπάρχοντος άλλου λόγου, η έφεση της ενάγουσας – εκκαλούσας να απορριφθεί και, λόγω της ήττας της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που αυτή έχει καταθέσει (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) στο Δημόσιο Ταμείο και τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης – εκκαλούσας, που νίκησε, να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 183, 176 εδάφ. α’, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στις 22.08.2014  έλαβε χώρα ατύχημα κατά την αποβίβαση της ……….., από το σκάφος Α, στην προβλήτα «…….», στο λιμάνι του Νέου Μαρμαρά, Χαλκιδικής, από το οποίο επήλθε η βαριά σωματική της βλάβη. Για τον λόγο αυτό η παθούσα άσκησε εναντίον των νυν διαδίκων και του, μη διάδικου στην παρούσα, κατ΄ έφεση, δίκη, ………….. [2ου ενάγοντος στην πρωτοβάθμια δίκη], την από 12.04.2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ….. ΤΠ Ν. ………./19.04.2018, αγωγή, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής (τακτική διαδικασία) και ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν τα στην αγωγή της αναφερόμενα ποσά, έκαστος εις ολόκληρον και αλληλεγγύως, ως αποζημίωση για τον τραυματισμό της, επικαλούμενη αμελή συμπεριφορά περί το χειρισμό του σκάφους εκ μέρους του ……………, (εκεί δεύτερου ενάγοντος), νομίμου εκπροσώπου της 1ης εναγόμενης [νυν εκκαλούσα – ενάγουσα] και προστηθέντος από αυτήν στην διακυβέρνηση του ασφαλισμένου σκάφους και δη το συνολικό ποσό των 348.437,76 ευρώ, μετά τόκων και εξόδων. Το Δικαστήριο εκείνο, με την υπ’ αριθμ. 51/2019 οριστική απόφαση – ήδη τελεσίδικη, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων,  δέχτηκε, εν μέρει, ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, μόνο καθ΄ ο μέρος αυτή στράφηκε εναντίον των εκεί 1ου και 2ης των εναγόμενων και απέρριψε αυτήν, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, καθ΄ ο μέρος στρεφόταν κατά της 3ης εξ αυτών [νυν εναγόμενης], ασφαλιστικής εταιρίας, αναγνώρισε, δε, την υποχρέωση αυτών να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 109.750,62 ευρώ και τους καταδίκασε στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού 3.400,00 ευρώ. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή [υπ’ αριθμ. 51/2019 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής] κρίθηκε οριστικά ότι το προκληθέν ατύχημα και οι ένεκα αυτού σωματικές κακώσεις και η βλάβη της υγείας της ενάγουσας,  ……………, τελούν σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την αμέλεια του (εκεί) δεύτερου ενάγοντος, προστηθέντος πλοιάρχου από την πρώτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια [νυν ενάγουσα], καθώς αυτός παραβίασε τους επιτακτικούς κανόνες ασφαλούς οδήγησης τουριστικού σκάφους και τους κανόνες ευταξίας κατά την επιβίβαση ή αποβίβαση των επιβατών, όπως αυτοί προβλέπονται στο Γενικό Κανονισμό Λιμένος Ιερισσού. Πλέον συγκεκριμένα, αναφορικά με τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ως προς τον τρόπο πρόκλησης του ατυχήματος, κρίθηκε ότι «Ανεξάρτητα από τους ανέμους που έπνεαν και ήδη δημιουργούσαν κυματισμό (με συνέπεια να ταλαντεύεται διαρκώς το σκάφος και να μην είναι σταθερό), ο 1ος  εναγόμενος από ανεπιτηδειότητα ως προς τον χειρισμό του σκάφους, και χωρίς να ασκεί εποπτεία επί της διαδικασίας ασφαλούς αποβίβασης της ενάγουσας από αυτό, έβαλε όπισθεν και ανέπτυξε απότομα ταχύτητα προς τα πίσω, χωρίς να ελέγξει εάν η ενάγουσα είχε ήδη προλάβει να αποβιβαστεί με ασφάλεια και εάν βρισκόταν πλέον επάνω στην αποβάθρα, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει ξαφνικά η απόσταση μεταξύ της πλώρης και της αποβάθρας, ακριβώς τη στιγμή που αυτή επιχειρούσε να αποβιβαστεί, και, τελικά, να πέσει από το ύψος της πλώρης επάνω στην τσιμεντένια αποβάθρα, όπου προσγειώθηκε μπρούμυτα και προς την αριστερή πλευρά του σώματός της, στηριζόμενη στον αριστερό της αγκώνα για να μην πέσει στη θάλασσα, με το μισό κορμί της (από τη μέση και πάνω) να βρίσκεται πάνω στην αποβάθρα, και το άλλο μισό (από τη μέση και κάτω) να αιωρείται μεταξύ αποβάθρας και θάλασσας.». Στη συνέχεια, κατόπιν άσκησης της από 17-9-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………../2019, έφεσης των εκεί εναγόντων κατά της ………. και της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1225/2022 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεση κατά το μέρος που στρεφόταν σε βάρος της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας και κατά τα λοιπά έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, ενώ οι εκκαλούντες καταδικάσθηκαν στα δικαστικά έξοδα της ανωτέρω εφεσίβλητης, ποσού 600,00 ευρώ. Επομένως, εκ των ανωτέρω αναφερόμενων αποδεικνύεται ότι έχει κριθεί τελεσίδικα μεταξύ των εκεί διαδίκων ότι ο προστηθείς στη διακυβέρνηση του σκάφους της ενάγουσας, πλοίαρχος, ………………, έγινε αποκλειστικά υπαίτιος του προαναφερόμενου συμβάντος και των ζημιών, που η επιβάτιδα, …………, υπέστη, χωρίς, όμως, να προσδιοριστεί ο βαθμός της αμέλειάς του από τα ως άνω Δικαστήρια, δηλαδή εάν επρόκειτο περί βαριάς ή ελαφράς αμέλειάς του. Περαιτέρω, η εφαρμοστέα και αναγραφόμενη στο επίδικο ασφαλιστήριο περίπτωση 3.2. της  Ρήτρας 328 (1.11.85) του Ινστιτούτου για την ασφάλιση Σκαφών  Αναψυχής», με τίτλο «ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΛΩΣΗ» αναφέρει τα εξής: «3.2. Δηλώνεται σαν απαράβατος όρος (warranty) ότι το πλοίο θα χρησιμοποιείται μόνο για προσωπική αναψυχή και όχι για ενοίκιο, ναύλο ή άλλη αμοιβή, εκτός μόνο κατόπιν ειδικής συμφωνίας με τους Ασφαλιστές». Η διαγραφή, όμως, της περίπτωσης αυτής της ρήτρας αναγράφεται ρητά στη σελίδα 2 του επίδικου ασφαλιστηρίου (ανανεωτηρίου) καθόσον τα μέρη συμφώνησαν ότι, μεταξύ άλλων, από την εφαρμοστέα (στο παρόν ασφαλιστήριο) Ρήτρα 328 διαγράφεται η προαναφερόμενη περίπτωση «3.2: Απαράβατος Όρος μόνο για προσωπική αναψυχή». Επιπρόσθετα, δεν αναγράφεται σε κανένα σημείο του ασφαλιστηρίου ότι η ενάγουσα, λήπτρια της ασφάλισης ασφαλίζεται από την εναγόμενη μόνο για την χρήση του σκάφους πλοιοκτησίας της για επαγγελματικό σκοπό, όπως τούτο αποδεικνύεται, πέραν των ανωτέρω, ήτοι της διαγραφής τούτου από την ως άνω ρήτρα και από τα εξής: α)Στην 1η σελίδα του ασφαλιστηρίου παραπλεύρως του πεδίου «ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» αναγράφεται “MOTOR YACHT – SKIPPER”. Επομένως, η ασφάλιση νοείται αποκλειστικά για το εν λόγω σκάφος, όπως περιγράφεται στο ασφαλιστήριο και είναι το ασφαλιζόμενο, επί του οποίου, όμως, δεν γίνεται καμία διάκριση περί επαγγελματικού ή αναψυχής, β) Στη σελ. 2 αναγράφηκε, όπως λέχθηκε, ότι διαγράφεται ο όρος 2.3. της ρήτρας 328 «μόνο για προσωπική αναψυχή» και επομένως περιλαμβάνονται όχι μόνον οι πλόες αναψυχής αλλά και οι επαγγελματικοί, γ)Στη σελίδα 8 του ασφαλιστηρίου γίνεται λόγος για την εφαρμογή της Ρήτρας 328 (1.11.85) του Ινστιτούτου Σκαφών  Αναψυχής», χωρίς διάκριση ότι πρόκειται μόνον περί επαγγελματικού, δ)Στη σελίδα 26 του ασφαλιστηρίου αναγράφονται οι γενικοί και ειδικοί όροι αστικής ευθύνης των σκαφών και χωρίς διάκριση για το συγκεκριμένο σκάφος, ε)Στη σελίδα 30 του ασφαλιστηρίου με τίτλο ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ και υπό Γ αναφέρεται ότι ασφαλιζόμενα θαλάσσια σκάφη είναι όσα αποκλειστικά αναφέρονται στο παρόν ασφαλιστήριο και περιγράφονται σαν σκάφη αναψυχής και συνεχίζει με τους ορισμούς [που ενδιαφέρει την υπό κρίση υπόθεση] του πλοίου αναψυχής και του επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, δίχως και πάλι να γίνεται οποιαδήποτε διάκριση του ασφαλιζόμενου σκάφους, ομοίως δε και στη σελίδα 31 του ασφαλιστηρίου και συνεπώς η επίδικη ασφαλιστική κάλυψη κρίνεται ότι ήταν μικτή, αφορούσε δηλαδή και την χρήση του σκάφους ως επαγγελματικού και αυτήν ως αναψυχής. Η εναγόμενη με τον 1ο λόγο της έφεσής της επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της πως με το ένδικο ασφαλιστήριο καλύπτεται μόνο η αστική ευθύνη της ενάγουσας – ασφαλισμένης της προς τρίτους και επιβαίνοντες, σύμφωνα με το ν. 2743/ 1999 και πλέον με το ν. 4256/2014, ήτοι αυτή που τυχόν θα προέκυπτε κατά τη διενέργεια επαγγελματικού ταξιδιού αναψυχής, ενώ, όπως έγινε δεκτό με τις ανωτέρω αποφάσεις, το περί ου ο λόγος ατύχημα συνέβη κατά τη διενέργεια μιας ιδιωτικής περιήγησης άνευ καταβολής ναύλου και αμοιβής, ήτοι για ιδιοχρησιμοποίηση και συνεπώς η παραπάνω περίπτωση ατυχήματος δεν εμπίπτει στο πεδίο κάλυψης του ένδικου ασφαλιστηρίου, όπως εσφαλμένα, κατά τους ισχυρισμούς της, έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση. Από την επισκόπηση της τελευταίας προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον ως άνω ισχυρισμό, με την αιτιολογία ότι «εκ μόνου του γεγονότος ότι η ως άνω τραυματισθείσα επιβάτης πραγματοποίησε περιηγητική εκδρομή με το εν λόγω σκάφος άνευ καταβολής ναύλου δεν μετέβαλε τη χρήση του σκάφους της ενάγουσας από επαγγελματική σε ιδιωτική και προσέτι, με τους προαναφερόμενους νόμους κατέστη υποχρεωτική (σε αντίθεση με την προαιρετική) η ασφάλιση αστικής ευθύνης επαγγελματικών σκαφών αναψυχής, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την προστασία των τρίτων ζημιωθέντων από τη λειτουργία των σκαφών αυτών, χωρίς να τίθεται η επιπρόσθετη προϋπόθεση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη, κάθε πλους να διενεργείται επ’ αμοιβής, ούτως ώστε να εμπίπτει στην ασφαλιστική κάλυψη». Όπως εκτέθηκε παραπάνω, με το ένδικο ασφαλιστήριο αποδεικνύεται ότι δεν έγινε διάκριση όσον αφορά τους πλόες του ένδικου σκάφους αναψυχής σε επαγγελματικούς, έναντι ναύλου ή μη, αντιθέτως, όπως λεπτομερώς παραπάνω αναφέρθηκε, αποδεικνύεται ότι το επίδικο σκάφος αναψυχής ασφαλίστηκε και για προσωπική αναψυχή και για πλόες για επαγγελματικό σκοπό, έναντι ναύλου (μικτή ασφάλεια) και με τους επιπλέον ειδικότερους όρους και συμφωνίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και απαλλακτικές υπέρ του ασφαλιστή ρήτρες, που κάλυπταν την αστική ευθύνη της λήπτριας της ασφάλισης, σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας, σε κάθε περίπτωση πλου (είτε επαγγελματικού είτε αναψυχής – ιδιόχρησης). Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα παραπάνω νομοθετήματα [ν. 2743/ 1999 και ήδη ν. 4256/2014] αναφέρονται και στα ιδιωτικά σκάφη αναψυχής και στα επαγγελματικά τοιαύτα, για τα οποία και μόνο η ασφάλισή τους κατέστη υποχρεωτική. Αναφορά δε στο δεύτερο και μόνο νομοθέτημα [ν. 4256/2014] γίνεται μόνο στην 1η σελίδα της με αρ. …………./07.05.2014 πρόσθετης πράξης, με σκοπό να γίνει ρητά αντιληπτός από την λήπτρια της ασφάλισης του περιορισμού των κατώτατων ποσών ασφαλιστικής κάλυψης της αστικής ευθύνης της λήπτριας για σωματικές βλάβες στο ποσό των 50.000€ ανά άτομο, που επέφερε ο νόμος αυτός, και συμφωνήθηκε, κατά τον τρόπο που προεκτέθηκε μεταξύ των διαδίκων και αντισυμβαλλόμενων χωρίς να αποκλείεται, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η ασφαλιστική κάλυψη και σε περίπτωση ιδιόχρησης του ασφαλιζόμενου σκάφους για προσωπική αναψυχή. Επομένως, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το ατύχημα ήταν ισχυρή η ένδικη ασφάλιση και άρα, με τον τραυματισμό της επιβάτιδος σε αυτό επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση απορρίπτοντας ως νομικά και με επάλληλη αιτιολογία ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ως άνω ισχυρισμό της εναγόμενης, αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο λόγος αυτός της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Με τον 2ο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει την και πρωτοδίκως προταθείσα επικουρικά ένστασή της, περί απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος, λόγω βαριάς αμέλειας της ασφαλισμένης της, δια του προστηθέντος της, ως προς την επέλευση του ατυχήματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 παρ. 5 ν. 2496/ 1997 (ΑσφΝ) και στο άρθρο 4 των γενικών όρων του ένδικου ασφαλιστηρίου, όπου στη σελ. 27 αναγράφεται ότι: «o Ασφαλιστής απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος αν η επέλευση του κινδύνου οφείλεται σε δόλο ή βαρειά αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των νομίμων αντιπροσώπων τους». Παραπονείται, δε, διότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση αυτή, με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 5 του ν. 2496/ 1997 η απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια αφορά στην ασφάλιση ζημιών και όχι στην ασφάλιση προσώπων, όπως εν προκειμένω, όπου δύναται να απαλλαγεί μόνο αν η ασφαλιστική περίπτωση οφείλεται σε δόλο των εκεί αναφερόμενων προσώπων και ότι η αναφορά των οριζόμενων στο άρθρο 4 του ασφαλιστηρίου σχετίζεται με την περίπτωση της παράβασης της υποχρέωσης του λήπτη της ασφάλισης, όσον αφορά την δήλωση ατυχήματος και δεν εισάγεται με αυτήν πρόσθετη περίπτωση απαλλαγής του ασφαλιστή, κατ’ άρθρο 7 παρ. 6 του προαναφερόμενου νόμου, γεγονός που, άλλωστε, ούτε η εναγόμενη επικαλείται. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με το άρθρο 25 ν. 2496/1997 (ΑσφΝ) με τίτλο «Ασφάλιση αστικής ευθύνης» ορίζεται ότι: «Η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη. Δεν παρέχεται κάλυψη, αν οι πράξεις ή οι παραλείψεις προκλήθηκαν από δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου».

Περαιτέρω, στο αρ. 7 παρ. 5 του ίδιου ν. 2496/1997 (ΑσφΝ) ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στη μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων. Έτσι, επί ασφάλισης αστικής ευθύνης, η οποία αποτελεί είδος της ασφάλισης ζημιών (ΑΠ 865/2025 ΝΟΜΟΣ) και ενδιαφέρει την υπό κρίση υπόθεση, εξαιρούνται από την ασφαλιστική κάλυψη οι κίνδυνοι που πραγματοποιήθηκαν από δόλο ή βαριά αμέλεια οιουδήποτε των άνω προσώπων, ο κύκλος των οποίων διαγράφεται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της πρόστησης. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, κατά το άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική καλή πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις (ΑΠ 392/2024, ΑΠ 167/2024, ΑΠ 1206/2019 ΝΟΜΟΣ), αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει (ΑΠ 210/2023, ΑΠ 693/2020 ΝΟΜΟΣ), ενώ βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της (ΑΠ 865/2025, ΑΠ 210/2023 ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, στο αρ. 7 παρ. 6 του ίδιου ως άνω νόμου 2496/1997 ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Η δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του αρ. 33 παρ. 1 του ως άνω νόμου, κατά την οποία κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και για θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων του ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις «ημιαναγκαστικού» κατ’ αρχήν δικαίου με την έννοια ότι αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων, παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται, έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι λείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013, ΑΠ 735/2024, ΑΠ 131/2023, ΑΠ 210/2023, ΑΠ 957/2021). Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας (ΟλΑΠ 18/2015, ΟλΑΠ 14/2013, ΑΠ 735/2024, ΑΠ 1078/2023, ΑΠ 210/2023, ΑΠ 131/2023 ΑΠ 181/2022 ΝΟΜΟΣ). Ο νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις ειδικά αναφέρονται στο ν. 2496/1997 και στις οποίες γίνεται ακριβώς παραπομπή με τη διάταξη του αρ. 33 παρ. 1 του νόμου αυτού, υπό την έννοια ότι, ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται, όμως, από την περιεχόμενη σε αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και η προρρηθείσα διάταξη του αρ. 7 παρ. 6 του ν. 2496/1997, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του νόμου αυτού, που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ’ αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών (ΑΠ 854/2014, ΑΠ 855/2014 ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, ως απαλλακτική ρήτρα, μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων και η απόκλιση από το βαθμό της υπαιτιότητας στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, έτσι ώστε με συμφωνία των μερών ο ασφαλιστής να απαλλάσσεται από την καταβολή του ασφαλίσματος, όχι μόνο όταν η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε από δόλο ή βαριά αμέλεια των αναφερόμενων στην παράγραφο 5 του άρθρου 7 του ν. 2496/1997 προσώπων αλλά και όταν προκλήθηκε από ελαφρά αμέλειά τους. Επομένως, η παραπάνω απαλλακτική ρήτρα, η οποία αποτελεί ευχέρεια παρεχόμενη από το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2496/1997, δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του νόμου αυτού. Η ίδια εξάλλου ρήτρα δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ` εαυτής στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 8 ίδιου νόμου, κατά την οποία όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ούτε υπερβαίνει, τέλος, το εύρος της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 3 του αυτού ασφαλιστικού νόμου, κατά την οποία στην ασφάλιση ζημιών μπορεί με το ασφαλιστήριο να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή, αφού και χωρίς την προϋπόθεση αυτή ισχύει στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων η δυνατότητα απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρο 7 παρ. 6 του παραπάνω νόμου (ΟλΑΠ 18/2015, ΟλΑΠ 19/2015, ΑΠ 735/2024, ΑΠ 1078/2023 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των εκτεθέντων, προκειμένου περί ασφάλισης αστικής ευθύνης, κατά την προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 25 ν.2496/1997, η οποία, όπως λέχθηκε, αποτελεί είδος της ασφάλισης ζημιών, η ασφάλιση καλύπτει την ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι των αξιώσεων οποιουδήποτε τρίτου στα όρια του ασφαλιστικού κινδύνου (ΑΠ 735/2024, ΑΠ 883/2015 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση, που ο λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος ενεργεί τη σύμβαση για επαγγελματικούς λόγους, επιτρέπεται ο συμβατικός περιορισμός των δικαιωμάτων του (άρθρ. 33 παρ. 1 ν. 2496/1997). Συνεπώς, είναι επιτρεπτό στο ασφαλιστήριο να περιοριστεί η κάλυψη μόνο σε περιπτώσεις ευθύνης από ελαφρά αμέλεια ή μόνο σε αντικειμενική ευθύνη, ή να συμφωνηθεί αντίστοιχα απαλλαγή του ασφαλιστή, ακόμη και αν η πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια του ασφαλισμένου (ΑΠ 735/2024, ΑΠ 246/2022, ΑΠ 767/2021, ΑΠ 131/2023 ΝΟΜΟΣ). Μία τέτοια συμβατική ρήτρα περιορισμού της ευθύνης του ασφαλιστή, στην περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος ενεργεί τη σύμβαση για επαγγελματικούς λόγους, όπως συμβαίνει και επί της ασφάλισης αστικής ευθύνης αυτού που εκμεταλλεύεται σκάφος αναψυχής, είναι και η συμφωνία των μερών ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος αν η επέλευση του κινδύνου οφείλεται σε δόλο ή βαρειά αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους, η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, όπως αποδεικνύεται από το παρόμοιο περιεχόμενο του άρθρου 4 των γενικών όρων του ένδικου ασφαλιστηρίου, στη σελ. 27 που προαναφέρθηκε. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί συμβατική υποχρέωση, η τήρηση της οποίας ενεργοποιεί την ευθύνη του ασφαλιστή και η παράβασή της επιτρέπει την απαλλαγή του τελευταίου (ασφαλιστή) από την ασφαλιστική κάλυψη (ΑΠ 735/2024, AΠ 1078/2023, ΑΠ 131/2023, ΑΠ 767/2021, ΑΠ 1542/2018 ΝΟΜΟΣ). Η προβολή των ανωτέρω εξαιρέσεων από την ασφαλιστική κάλυψη αποτελεί ένσταση, που προτείνει και αποδεικνύει ο επικαλούμενος την εξαίρεση αυτή ασφαλιστής (ΑΠ 210/2023 ΝΟΜΟΣ).

Στην υπό κρίση περίπτωση αποδεικνύεται, όσον αφορά το επίδικο ατύχημα ότι την 22.8.2014 η …………., περί ώρα 13:30-14:00 επιβιβάστηκε στο πλοιοκτησίας της ενάγουσας σκάφος (Ε/Γ-Τ/Ρ) «Α», με προστηθέντα από αυτήν στην διακυβέρνησή του τον ……………, προκειμένου να πραγματοποιήσει έναν περιηγητικό πλου αναψυχής, κατόπιν φιλικής πρόσκλησης του γνωστού της, ονόματι ………. Ύστερα από περίπου τρεις ώρες (περί ώρα 17:00) επιστρέφοντας στο λιμάνι του Νέου Μαρμαρά, όπου επικρατούσε κυματισμός λόγω του ανέμου που έπνεε, ο ………….., χειριστής του σκάφους, εισήλθε με ταχύτητα στον χώρο του λιμανιού και έστριψε το τιμόνι, προκειμένου να φέρει την πλώρη κάθετα προς την προβλήτα «……». Για το λόγο αυτό η επιβάτιδα, ………….  υποχρεώθηκε να αποβιβαστεί πηδώντας από την πλώρη, αφού ο εν λόγω χειριστής του σκάφους δεν προσέδεσε αυτό στην προβλήτα με τον προβλεπόμενο και νόμιμο τρόπο. Το σκάφος βρισκόταν σε απόσταση περίπου 30-40 εκατοστών από την αποβάθρα του λιμανιού, όταν της δόθηκε εντολή να αποβιβαστεί από την πλώρη (ουσιαστικά πηδώντας), χωρίς μάλιστα κάποια βοήθεια ή κάποιο στήριγμα. Ανεξάρτητα από τους ανέμους που έπνεαν και ήδη δημιουργούσαν κυματισμό (με συνέπεια να ταλαντεύεται διαρκώς το σκάφος και να μην είναι σταθερό), ο κυβερνήτης του σκάφους, ………., από ανεπιτηδειότητα ως προς τον χειρισμό αυτού και χωρίς να ασκεί εποπτεία επί της διαδικασίας ασφαλούς αποβίβασης της περί ου ο λόγος επιβάτιδος από αυτό, έβαλε όπισθεν και ανέπτυξε απότομα ταχύτητα προς τα πίσω, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει, όπως όφειλε, εάν αυτή είχε ήδη προλάβει να αποβιβαστεί με ασφάλεια και εάν βρισκόταν πλέον επάνω στην αποβάθρα, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει ξαφνικά η απόσταση μεταξύ της πλώρης και της αποβάθρας, ακριβώς τη στιγμή που αυτή επιχειρούσε να αποβιβαστεί, και, τελικά, να πέσει από το ύψος της πλώρης επάνω στην τσιμεντένια αποβάθρα, όπου προσγειώθηκε μπρούμυτα και προς την αριστερή πλευρά του σώματός της, στηριζόμενη στον αριστερό της αγκώνα για να μην πέσει στη θάλασσα, με το μισό κορμί της (από τη μέση και πάνω) να βρίσκεται πάνω στην αποβάθρα, και το άλλο μισό (από τη μέση και κάτω) να αιωρείται μεταξύ αποβάθρας και θάλασσας. Με βάση τα παραπάνω,  αποδεικνύεται ότι ο χειριστής του σκάφους, προστηθείς από την ενάγουσα, από αμέλειά του, δηλαδή έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, όντας υποχρεωμένος λόγω του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, παραβίασε τους επιτακτικούς κανόνες ασφαλούς οδήγησης τουριστικού σκάφους και τους κανόνες ευταξίας κατά την επιβίβαση ή αποβίβαση των επιβατών, όπως αυτοί προβλέπονται στον Γενικό Κανονισμό Λιμένος Ιερισσού (βλ. άρθ. 34 ΦΕΚ Β’ 376/1983), στον οποίο υπάγεται και το λιμενικό τμήμα Ν. Μαρμαρά, η δε παραβίαση των κανόνων αυτών τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια προς το προκληθέν ατύχημα και την πρόκληση των σωματικών κακώσεων και της βλάβης της υγείας της επιβάτιδος – παθούσας. Επομένως, για το άνω ατύχημα αποκλειστικά υπαίτιος είναι ο προστηθείς της ενάγουσας στον χειρισμό του σκάφους, για δε τη ζημιά που προξένησε αυτός στην παθούσα φέρει αντικειμενική ευθύνη (αρθρ. 922, 932 ΑΚ) και η πλοιοκτήτρια του σκάφους – ενάγουσα, ως προστήσασα αυτόν στην διακυβέρνησή του, όπως αυτά κρίθηκαν, όπως έχει λεχθεί, τελεσίδικα για τις μεταξύ τους σχέσεις, δυνάμει της με αριθ. 51/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής) η οποία πάντως δεν συνιστά δεδικασμένο μεταξύ των νυν διαδίκων, καθόσον εκδόθηκε μεταξύ άλλων διαδίκων. Κρίνεται, δε, ότι πρόκειται περί βαριάς αμέλειας του κυβερνήτη του σκάφους, που καταλογίζεται στην ενάγουσα, ως προστήσασα αυτόν, διότι -σύμφωνα με όσα έχουν ήδη γίνει δεκτά ανωτέρω από το παρόν Δικαστήριο προδήλως βρίσκεται σε σημαντική, ασυνήθη και ιδιαιτέρως μεγάλη παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς χειριστή αντίστοιχου σκάφους, ο οποίος, ενόψει και του πρόδηλου κινδύνου πτώσης της παθούσας, θα ανέμενε -αν μη τι άλλο – να απομακρυνθεί αυτή ασφαλώς εκ του σκάφους, εκδηλώθηκε, δε, με τρόπο, που φανερώνει εκ μέρους του πλήρη αδιαφορία για τα, εν τέλει, παράνομα, σε βάρος της ως άνω παθούσας, αποτελέσματα. Αντιθέτως, όμως, ο ως άνω προστηθείς της ενάγουσας επέδειξε βαριά αμέλεια και επικίνδυνη συμπεριφορά και δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του χειρισμού του σκάφους, κατά την αποβίβαση της παθούσας, η οποία διενεργήθηκε εκ μέρους του με όλως ανασφαλή, επικίνδυνο και μη ενδεδειγμένο τρόπο, συμπεριφορά που, προδήλως, βρίσκεται σε σημαντική, ασυνήθη και ιδιαιτέρως μεγάλη παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς χειριστή αντίστοιχου σκάφους, με αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη της παθούσας, όπως κρίθηκε με την παραπάνω τελεσίδικη απόφαση.  Υπό τις παραδοχές αυτές, βάσιμα η εναγόμενη επαναφέρει με τον 2ο λόγο της έφεσής της – τον προβληθέντα και πρωτοδίκως με τις προτάσεις της ισχυρισμό περί συνδρομής λόγου απαλλαγής της, εκ του άρθρου 7 παρ. 5 του ν. 2479/1997, ισχυριζόμενη ότι το ένδικο ζημιογόνο γεγονός οφείλεται σε βαριά αμέλεια του προστηθέντος της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός της αυτός αποδεικνύεται βάσιμος κατ`ουσίαν, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω και θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτός από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με συνέπεια την απαλλαγή της εκ της υποχρέωσης καταβολής του ασφαλίσματος, με βάση την επικαλούμενη σύμβαση ασφάλισης ζημιών και την απόρριψη της σε βάρος της αγωγής ως αβάσιμης κατ` ουσίαν. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα λέχθηκαν παραπάνω στις μείζονες σκέψεις του δικανικού συλλογισμού, η απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια αφορά στην ασφάλιση ζημιών, η οποία και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι αφορά την αστική ευθύνη της ενάγουσας για ζημίες προς τρίτους και όχι στην ασφάλιση προσώπων, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη, σε συνδυασμό και με το άρθρο 4 των γενικών όρων του ένδικου ασφαλιστηρίου, με την οποία εισάγεται πρόσθετη περίπτωση απαλλαγής του ασφαλιστή, από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος αν η επέλευση του κινδύνου οφείλεται σε δόλο ή βαρειά αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των νομίμων αντιπροσώπων του και δεν σχετίζεται όπως, ομοίως, εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, η πρόσθετη αυτή απαλλαγή στην περίπτωση της παράβασης της υποχρέωσης του λήπτη της ασφάλισης όσον αφορά την δήλωση ατυχήματος. Κρίνοντας, δε έτσι, η εκκαλουμένη έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός  της έφεση της εναγόμενης, κατά παραδοχή της ένστασης απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, εκ του άρθρου 7 παρ. 5 του ν. 2479/1997, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση υπ΄αριθμ. 3980/2023 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης και να διαταχθεί η απόδοση του ηλεκτρονικού παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα – εναγόμενη κατά την άσκηση της έφεσής της, διότι η έφεσή της έγινε δεκτή (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατόπιν αυτών πρέπει να κρατηθεί και να δικαστεί επί της ουσίας η αγωγή, η οποία παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ως κατά τόπον αρμόδιο δυνάμει έγκυρης ρήτρας παρέκτασης, περιεχόμενης στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και καθ΄ ύλην, (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, εφαρμοζομένου του δικαίου της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori), δηλαδή του ελληνικού, ενώ ως προς το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, όπως αποδεικνύεται από το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που καταρτίστηκε μεταξύ 1ης ενάγουσας και της εναγόμενης συμφωνήθηκε η μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική και συμπεριλήφθηκαν οι Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ένωσης των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (lnstitute Yacht Clauses) της 1ης-1-1985, με ρητή διαγραφή ορισμένων εξ αυτών, ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των οποίων εφαρμοστέο είναι, επίσης, το αγγλικό δίκαιο και η πρακτική και συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, καθόσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη σωματικής βλάβης σε πλοίο, εφαρμοστέο, επομένως, ουσιαστικό δίκαιο είναι το αγγλικό, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη Ι) το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Είναι, δε, η αγωγή ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 16, 17, 55 του αγγλικού νόμου «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστού με την ονομασία “Marine lnsurance Act 1906” (στο εξής : Μ.Ι.Α. 1906), σε συνδυασμό με τις αναφερόμενες στο επίδικο ασφαλιστήριο Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών CL.328 της 1.11.1985 (INSTITUTE YACHT CLAUSES 1.11.1985), 14 παρ. 4 ν. 4256/2014 και 69 παρ. 1 περ. ε’, 176 και 346 ΚΠολΔ, οι οποίες τελευταίες διατάξεις, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori), πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί τοκοδοσίας, από την επίδοση της κύριας αγωγής, άλλως της υπό κρίση αγωγής, το οποίο είναι μη νόμιμο, διότι η εν λόγω αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη από την καταβολή του ποσού στον ενάγοντα της κύριας δίκης (παθόντα), καθόσον δεν αναφέρεται εάν έλαβε χώρα τέτοια καταβολή. Πρέπει δε η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τους οποίους διέδραμε η προκειμένη δίκη κατά τον τερματισμό της και εφόσον οι διάδικοι δικάστηκαν και στον πρώτο βαθμό αντιμωλία (ΑΠ 1286/2022 ΝΟΜΟΣ), όπως αυτά ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Απορρίπτει την υπό Β από 20.05.2024 έφεση της ενάγουσας (με αρ. πιν. 32).

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο τού με αρ. ……, e – παραβόλου, ποσού εκατό (100€) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας της υπό Β΄ έφεσης τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγόμενης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800€) ευρώ.

Δέχεται την υπό Α από 08-03-2024 έφεση της εκκαλούσας – εναγόμενης (αρ. πιν. 17).

Διατάσσει την απόδοση  στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν e- παραβόλου, με αρ. ……………/2024, ποσού εκατό (100) ευρώ.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3980/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος του 2ου ενάγοντος [μη διαδίκου στην κατ΄ έφεση δίκη] τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300€) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος της (1ης) ενάγουσας – εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης – εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500€) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 13.11.2025

                 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ