Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 706/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  706/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή – Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης – ενάγοντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Νικολέτα Γουβέλη (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των εφεσίβλητων – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – εναγόμενων: 1) της υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………» που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ………. και 3) της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, οδός …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παντελή Κοκοτό (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 31.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3325/2020 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσβάλει την απόφαση αυτή: (Α) με την από 10.11.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./11.11.2021 και ειδικό …../11.11.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./11.11.2021 και ειδικό …/11.11.2021, για τη δικάσιμο της 16.03.2023, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της και επαναφέρθηκε νομίμως προς συζήτηση με την από 05.05.2023 κλήση του που κατατέθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/05.05.2023 και ειδικό …/05.05.2023, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 24.10.2024 και μετά από αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) με τους από 19.09.2024 πρόσθετους λόγους έφεσης που κατατέθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/20.09.2024 και ειδικό …../20.09.2024 και προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 24.10.2024 και μετά από αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης – ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – εναγόμενων αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο η από 05.05.2023 κλήση, με την οποία νομίμως επαναφέρθηκε προς συζήτηση η από 10.11.2021 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά τη δικάσιμο της 16.03.2023, και οι από 19.09.2024 πρόσθετοι λόγοι έφεσης του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης – ενάγοντος, και συνεπώς, ενόψει του ότι οι πρόσθετοι λόγοι, παρά την αυτοτέλεια τους, τελούν σε εξάρτηση από την έφεση και φέρουν σε σχέση με αυτή παρακολουθηματικό χαρακτήρα (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2009, αρ. 584, σελ. 250) και δικάζονται υποχρεωτικά μαζί με την έφεση (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. I, άρθρο 520, αρ. 36, σελ. 930, ΕφΑθ 504/2020 ΝΟΜΟΣ), ενώ δεν μπορεί να νοηθεί χωριστή συζήτησή τους (βλ. Χ. Ευθυμίου, σε X. Απαλαγάκη – Σ. Σταματόπουλου, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842& 4855/2021, έκδ. 2022, άρθρο 520, αρ. 6, σελ. 1704-1705), πρέπει να συνεκδικαστούν η από 10.11.2021 έφεση και οι από 19.09.2024 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, διότι αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, και κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της όλης δίκης (άρθρα 520 παρ. 2, 524 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ).

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3325/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 31.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …../2019 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 10.11.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 11.11.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/11.11.2021 και ειδικό ……/11.11.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 03.11.2020. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 150 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται στα εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης ή στα αναγκαία με αυτά συνεχόμενα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. Ως αναγκαία συνεχόμενα κεφάλαια είναι οι διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες διατάξεις είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε διότι πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσιδιάζουν το αντικείμενο εκείνων, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του Εφετείου σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 76/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 238/2001 ΕλλΔνη 42. 1598, ΕφΑθ 328/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών –ενάγων άσκησε πρόσθετους λόγους έφεσης με το από 19.09.2024 ιδιαίτερο δικόγραφό του, το οποίο επιδόθηκε στους εφεσίβλητους – εναγόμενους την 20.09.2024 (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../20.09.2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………..). Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε κεφάλαιο της απόφασης που έχει προσβληθεί με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, διευρύνοντας την αιτιολογία αυτού, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου την 20.09.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης με αριθμό γενικό ……./20.09.2024 και ειδικό ……/20.09.2024 της γραμματέως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο, και την επίδοση αυτού στους εφεσίβλητους – εναγόμενους την 20.09.2024, αφού τόσο η κατάθεση του δικογράφου, όσο και η επίδοσή του, έλαβαν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών από τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης. Κατόπιν τούτων, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών, συνεκδικαζόμενοι, όπως προαναφέρθηκε, με την υπό κρίση έφεση.

Ο ενάγων στην από 31.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2019 και ειδικό ……./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει του από 15.07.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, συστάθηκε η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………….», με έδρα τον Πειραιά Αττικής και με σκοπό την κατασκευή και τον αυτοματισμό ηλεκτρολογικών συστημάτων πλοίων και κάθε συναφή με αυτό πράξη, με ομόρρυθμους εταίρους τον πατέρα του ενάγοντος …………….. και τον ………….. και με ποσοστό συμμετοχής στην εταιρεία 50% ο καθένας, ενώ η διάρκεια της εταιρείας ορίσθηκε δεκαετής και συνδιαχειριστές αυτής ορίσθηκαν οι ομόρρυθμοι εταίροι, ότι δυνάμει του από 15.07.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης ομόρρυθμης εταιρείας που καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποχώρησε ο ομόρρυθμος εταίρος ………….. και μεταβίβασε την εταιρική του συμμετοχή κατά ποσοστό 48% στον πατέρα του ενάγοντος ………….., με αποτέλεσμα να συμμετέχει αυτός στην εταιρεία με ποσοστό 98%, και κατά ποσοστό 2% στον δεύτερο εναγόμενο, ενώ η επωνυμία της εταιρείας τροποποιήθηκε σε «……………» και μοναδικός διαχειριστής αυτής ορίσθηκε ο πατέρας του ενάγοντος ………………, ότι τον Μάρτιο του έτους 2018, ο πατέρας του ενάγοντος ………… αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, εξαιτίας των οποίων νοσηλεύθηκε, κατά δε τη διάρκεια της νοσηλείας του και ενώ βρισκόταν σε κατάσταση διανοητικής διαταραχής που επηρέαζε τη λειτουργία της βούλησής του και την πνευματική του διαύγεια, συντάχθηκε το από 26.03.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, το οποίο καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς και δυνάμει του οποίου ο δεύτερος εναγόμενος ορίσθηκε διαχειριστής της εταιρείας, δεσμεύοντας αυτή με μόνη την υπογραφή του, ότι την 30.04.2018 απεβίωσε ο πατέρας του ενάγοντος …………. και ακολούθως ο δεύτερος εναγόμενος κατέστη μοναδικός εταίρος της πρώτης εναγόμενης που έλαβε την επωνυμία ………………», ενώ μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών από τον θάνατο του πατέρα του ενάγοντος …………… και τη μη είσοδο άλλου εταίρου, ήτοι την 31.08.2018, επήλθε αυτοδίκαιη λύση της εταιρείας, κατ’ άρθρο 267 του Ν. 4072/2012, ότι ο δεύτερος εναγόμενος με την από 21.09.2018 εξώδικη καταγγελία του που δημοσιεύθηκε στο ΓΕΜΗ την 03.12.2018 με τις υπ’ αριθ. πρωτ. ……./03.12.2018 και ………./03.12.2018 ανακοινώσεις, προέβη στη λύση της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας και στην είσοδο του ενάγοντος σ’ αυτή με την ιδιότητα του κληρονόμου του αποβιώσαντος ομόρρυθμου εταίρου, ενώ έκτοτε η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία τελεί σε καθεστώς εκκαθάρισης, εκπροσωπούμενη από τον ενάγοντα ως εκκαθαριστή αυτής, η οποία δεν έχει ακόμη περατωθεί, ότι η λειτουργία της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας ήταν κερδοφόρα από την ίδρυσή της μέχρι και το θάνατο του πατέρα του ενάγοντος …………., ενώ τα καθαρά κέρδη αυτής για την εταιρική χρήση του έτους 2017 (από την 01.01.2017 μέχρι την 31.12.2017), που έχουν δηλωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ανήλθαν στο ποσό των 185.392,41 ευρώ, ότι ο δεύτερος εναγόμενος απέκρυπτε από τον ενάγοντα πληροφορίες σχετικά με την πραγματική κατάσταση και την οικονομική θέση της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, αφού εξαφάνισε την κίνηση των τηρούμενων στις Τράπεζες λογαριασμών αυτής, τις καρτέλες του λογιστηρίου με τα οικονομικά και φορολογικά της στοιχεία, την κατάσταση των παγίων και των οικονομικών υποχρεώσεων αυτής και την κατάσταση του πελατολογίου της, ενώ 15 ημέρες μετά το θάνατο του πατέρα του ενάγοντος ……………. προέβη στη σύσταση της τρίτης εναγόμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», η οποία έχει τον ίδιο σκοπό με την πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία και η οποία απέσπασε δολίως το σύνολο του προσωπικού και των πελατών αυτής, ότι ο δεύτερος εναγόμενος παραβίασε την υποχρέωση πίστης που είχε ως ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγόμενης, προβαίνοντας στις ανωτέρω πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος της και ενεργώντας ενάντια στα συμφέροντά της, με αποτέλεσμα να περατωθούν οι εργασίες της πρώτης εναγόμενης και να εμφανίσει αυτή ζημίες, με τη δημιουργία χρεών και οφειλών, που βαρύνουν και τον ενάγοντα ως κληρονόμο του αποβιώσαντος ομόρρυθμου εταίρου πατέρα του, ότι σύμφωνα με τον όρο 11 του από 15.07.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, σε περίπτωση θανάτου ομόρρυθμου εταίρου, δεν προβλέπεται η είσοδος στην εταιρεία των κληρονόμων αυτού, αλλά η εταιρεία εξακολουθεί να υφίσταται με τους εναπομείναντες εταίρους και αποδίδεται στους κληρονόμους του αποβιώσαντος εταίρου η αξία της εταιρικής συμμετοχής αυτού, καθώς και τα μη καταβληθέντα ακόμη κέρδη, ότι ο εναγόμενοι αρνούνται να του καταβάλουν το ποσό των 1.133.722,28 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία της εταιρικής συμμετοχής του αποβιώσαντος εταίρου, πατέρα του ενάγοντος ………….., ποσοστού 50% επί της συνολικής αξίας της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, ανερχόμενης στο ποσό των 2.267.444,60 ευρώ, σύμφωνα με την από 15.07.2019 τεχνική έκθεση – μελέτη αποτίμησης του ορκωτού ελεγκτή ……….., καθώς και το ποσό των 181.684,56 ευρώ που αντιστοιχεί στην αναλογία προς την μερίδα συμμετοχής του αποβιώσαντος εταίρου, πατέρα του ενάγοντος ………….., ποσοστού 98% επί των καθαρών κερδών της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας για την εταιρική χρήση του έτους 2017 (από την 01.01.2017 μέχρι την 31.12.2017) ανερχόμενων στο ποσό των 185.392,41 ευρώ, τα οποία ιδιοποιήθηκε παρανόμως ο δεύτερος εναγόμενος. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι την 31.08.2018 επήλθε αυτοδίκαιη λύση της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, κατ’ άρθρο 267 του Ν. 4072/2012, λόγω της παρόδου τετράμηνης προθεσμίας από τον θάνατο του ομόρρυθμου εταίρου, πατέρα του ενάγοντος ……………, και τη μη είσοδο άλλου εταίρου, να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη η εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου από 21.09.2018 εξώδικη καταγγελία της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας που δημοσιεύθηκε στο ΓΕΜΗ με την υπ’ αριθ. πρωτ. ……../03.12.2018 ανακοίνωση και να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρος ο διορισμός του ενάγοντος ως εκκαθαριστή της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας που δημοσιεύθηκε στο ΓΕΜΗ με την υπ’ αριθ. πρωτ. ……../03.12.2018 ανακοίνωση, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στον ενάγοντα ως κληρονόμο του αποβιώσαντος ομόρρυθμου εταίρου, πατέρα του ………….., με βάση την εταιρική σύμβαση, άλλως ως αποζημίωση εξαιτίας της παράνομης, υπαίτιας και αντίθετης προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού οι εναγόμενοι κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του, τα ανωτέρω ποσά των 1.133.722,28 ευρώ και των 181.684,56 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 1.315.406,84 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και επιπλέον να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 50.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την ανωτέρω παράνομη, υπαίτια και αντίθετη προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3325/2020 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, αναφορικά με τα αιτήματα καταβολής των ποσών των 1.133.722,28 ευρώ και των 181.684,56 ευρώ, ως αποζημίωση εξαιτίας της παράνομης, υπαίτιας και αντίθετης προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή τους στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αμέσως ζημιωθέν είναι το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας και όχι ο ενάγων που παρίσταται ως εμμέσως ζημιούμενος ως κληρονόμος του αποβιώσαντος ομόρρυθμου εταίρου, πατέρα του …………., και ως πρόωρα ασκηθέντα, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή τους στην εταιρική σύμβαση, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, η οποία δεν έχει ακόμη περατωθεί, και ως εκ τούτου τα αιτήματα αυτά καταβολής στον ενάγοντα, ως κληρονόμο του αποβιώσαντος ομόρρυθμου εταίρου, πατέρα του ……………., της αξίας της εταιρικής συμμετοχής αυτού, ποσού 1.133.722,28 ευρώ, και της αναλογίας προς την μερίδα συμμετοχής αυτού επί των καθαρών κερδών της ομόρρυθμης εταιρείας για την εταιρική χρήση του έτους 2017, ποσού 181.684,56 ευρώ, θεωρούνται ανεκκαθάριστα κονδύλια και εντάσσονται στο παθητικό της υπό εκκαθάριση περιουσίας, ενώ από τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης θα κριθεί εάν και ποιο ποσό δικαιούται να λάβει ο κάθε εταίρος, και αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον δεν αναφέρονται σ’ αυτή πρόσθετα ή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τις κύριες βάσεις της, ούτε περιστατικά θεμελιωτικά της έλλειψης νόμιμης αιτίας κτήσης του πλουτισμού των εναγόμενων, στη συνέχεια έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγόμενων αναφορικά με τα αναγνωριστικά αιτήματά της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 778, 784 του ΑΚ, 260, 264, 265, 267, 268, 294 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, 70, 176 εδ. α’, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ως προς την τρίτη εναγόμενη, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτή δεν ήταν συμβαλλόμενη στην εταιρική σύμβαση, ενώ έκανε δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη και αναγνώρισε ότι η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία λύθηκε την 31.08.2018, λόγω παρόδου της τετράμηνης προθεσμίας από την ημέρα θανάτου του ομόρρυθμου εταίρου ……………, αναγνώρισε ότι είναι άκυρη η από 21.09.2018 εξώδικη καταγγελία της πρώτης εναγόμενης από τον δεύτερο εναγόμενο, η καταχώριση της οποίας ανακοινώθηκε στο ΓΕΜΗ με αριθ. πρωτοκ. ……/03.12.2018 και αναγνώρισε ότι ο ενάγων ουδέποτε διορίσθηκε ως εκκαθαριστής της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, σύμφωνα με τις με αριθ. πρωτ. ……. και …./03.12.2018 ανακοινώσεις του ΓΕΜΗ, και καταδίκασε την πρώτη και τον δεύτερο των εναγόμενων σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ενώ καταδίκασε τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της τρίτης εναγόμενης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη από 10.11.2021 έφεσή του και τους κρινόμενους από 19.09.2024 πρόσθετους λόγους έφεσης, για τους περιεχόμενους στα δικόγραφα λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει εν όλω δεκτή η ένδικη αγωγή του.

Ο θεσμός της διαιτησίας, εσωτερικής ή διεθνούς, είναι διφυής, με την έννοια ότι ρυθμίζεται από διατάξεις δικονομικού, αλλά και ουσιαστικού δικαίου, με προέχοντα, πάντως, τον δικονομικό χαρακτήρα, αφού, κύριο γνώρισμα της διαιτησίας αποτελεί η άσκηση δικαιοδοτικού έργου. Κατά τη δικαιοδοτική θεωρία, που είναι σήμερα η περισσότερο αποδεκτή, η διαιτησία έχει συμβατική αφετηρία και δικαιοδοτικό τέλος. Έτσι, κυρίαρχος είναι ο συμβατικός χαρακτήρας της ίδιας της συμφωνίας για τη διαιτησία, ο οποίος μειώνεται, όσο η διαιτησία οδηγείται προς την απόφαση, που αποτελεί καθαρά δικαιοδοτική λειτουργία προς επίλυση ιδιωτικών διαφορών. Όμως, οι υπαγόμενες στη διαιτησία διαφορές δεν επιλύονται από πολιτειακά όργανα, έστω και εάν, ως διαιτητές ορίσθηκαν δικαστικοί λειτουργοί, γι’ αυτό και οι σχέσεις μεταξύ των μερών, αλλά και μεταξύ αυτών και των διαιτητών, δεν εκδηλώνονται σε περιβάλλον δημόσιου δικαίου (ΑΠ 1219/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6433/2022 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 264 του ΚΠολΔ “Αν η διαφορά υπάγεται σε διαιτησία, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία, διατηρούνται όμως οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής. Αν πάψει να ισχύει η συμφωνία της διαιτησίας, η υπόθεση επαναφέρεται με κλήση”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η έννομη συνέπεια της, κατόπιν έγκαιρης πρότασης της σχετικής ένστασης από τον εναγόμενο (άρθρο 263 του ΚΠολΔ), υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία, είναι η παραπομπή της υπόθεσης στη διαιτησία και όχι η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, όπως όντως θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε η ειδική νομοθετική πρόβλεψη με την ως άνω διάταξη. Η διαιτητική συμφωνία αποτελεί ιδία δικονομικού δικαίου συμφωνία, η οποία σαφώς διακρίνεται από την ουσιαστική κύρια σύμβαση και είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, χωρίς να επηρεάζεται από την πρώτη. Η αυτοτέλεια αυτή της διαιτητικής συμφωνίας έχει ως συνέπεια το ανεπηρέαστο αυτής από την τύχη της κύριας σύμβασης, ούτως ώστε η ακυρότητα της τελευταίας δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τη διαιτητική συμφωνία, διότι δεν υπάρχει διάταξη νόμου, η οποία να ορίζει ότι καθίσταται αναγκαίως ή αυτοδικαίως άκυρη η διαιτητική συμφωνία, όταν είναι άκυρη η σύμβαση ή η έννομη σχέση την οποία αφορά. Στην περί διαιτησίας συμφωνία υπάγονται όλες οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές σε σχέση προς την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης, στην οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτή, το κύρος ή η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητας, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς κάθε διαφορά, η οποία αφορά σε απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται σε αυτή σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 867 του ΚΠολΔ “Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 663 δεν μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 868 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αντικείμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας δύναται να αποτελέσει ότι αποτελεί και αντικείμενο δίκης ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, δηλαδή κάθε διαφορά ιδιωτικού δικαίου αναφυείσα ήδη ή μέλλουσα να προκύψει από ορισμένη έννομη σχέση, εάν οι ενδιαφερόμενοι έχουν την εξουσία ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς, και δεν πρόκειται για τις διαφορές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 663 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1510/2022 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή το αντικείμενο της διαφοράς να είναι απαλλοτριωτό, όπως κατά κύριο λόγο είναι τα περιουσιακά δικαιώματα, ενοχικά και εμπράγματα, όχι όμως και εκείνα που ανάγονται στο δίκαιο προστασίας της προσωπικότητας (ΑΠ 2004/2007 ΧρΙΔ 2008. 730, ΕφΑθ 1517/2024 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2724/2021 ΝΟΜΟΣ). Η συμφωνία διαιτησίας είναι έγκυρη, ακόμη και εάν έχει διατυπωθεί με ευρύτητα, όπως στην περίπτωση που υπάγεται με αυτή στη διαιτησία κάθε διαφορά, που θα προκύψει από τη βασική σύμβαση, οπότε, επί συρροής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, υπάγονται, κατά κανόνα, στη διαιτησία, κατά τη βούληση των μερών, όχι μόνο οι διαφορές από την ερμηνεία και την εφαρμογή της ίδιας της βασικής σύμβασης, αλλά και οι αξιώσεις από την αδικοπραξία ενός των συμβαλλομένων ή των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται, αφού και αυτές σχετίζονται με τη βασική σύμβαση, αλλά και η ευθύνη από αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 2004/2007 ΧρΙΔ 2008. 730, ΑΠ 877/2000 ΑρχΝ 2001. 671, ΑΠ 550/1996 ΕλλΔνη 1998. 549, ΕφΑθ 5522/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 418/1998 ΠειρΝομ 1998.212), καθώς, η βούληση των μερών που συνομολογούν τη διαιτητική επίλυση των διαφορών τους, δεν μπορεί παρά να κατευθύνεται στην εξομάλυνση όλων των διαφορών τους, που προκύπτουν από ένα ενιαίο συμβάν, ήτοι όλων των διαφορών τους που έχουν ως αφετηρία και ιστορικό υπόβαθρο συγκεκριμένη σύμβαση (ΕφΑθ 5522/2002 ΝΟΜΟΣ). Στις διαφορές από τη σύμβαση υπάγονται οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές εν σχέσει προς την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης, στην οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν, το κύρος ή η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητας, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς κάθε διαφορά, η οποία αφορά απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται σε αυτήν σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται, ενώ στις διαφορές από αδικοπραξία, που κατά τα ανωτέρω είναι δεκτικές υπαγωγής στη διαιτησία, περιλαμβάνονται και εκείνες που συρρέουν με απαιτήσεις αποζημίωσης από τη σύμβαση, με την έννοια της συρροής απαιτήσεων ή αξιώσεων στηριζόμενων επί διαφορετικών διατάξεων, αφενός μεν διότι οι αξιώσεις αυτές από αδικοπραξία, ανεξάρτητα από τη νομική τους θεμελίωση, είναι αναπόσπαστα συνδεόμενες με τις αντίστοιχες συμβατικές, αφετέρου δε διότι, με την αντίθετη εκδοχή, το πεδίο εφαρμογής της αντίστοιχης διαιτητικής ρήτρας θα περιοριζόταν δραστικά, με την προσφυγή του ζημιωθέντος ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, μέσω της άσκησης των αδικοπρακτικών αξιώσεων, με αποτέλεσμα η λειτουργία της διαιτητικής ρήτρας να καταλείπεται στην προαίρεση του ενός από τα μέρη που τη συνομολόγησαν (ΑΠ 2004/2007 ό.π.). Για τον λόγο αυτό, στην περίπτωση συρροής αξιώσεων, οι οποίες στηρίζονται στη σύμβαση, αλλά και στην αδικοπραξία ή στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και οι εξωσυμβατικές αυτές αξιώσεις υπάγονται στη διαιτησία, εφόσον αυτές, ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελίωσης, συνδέονται με τις αξιώσεις από τη σύμβαση, για τις οποίες υπάρχει διαιτητική ρήτρα. Η αυτοτέλεια της διαιτητικής συμφωνίας έναντι της ουσιαστικής σύμβασης την οποία αφορά, την καθιστά ισχυρή ακόμη και μετά την κατάργηση ή τη λήξη της ισχύος της ουσιαστικής σύμβασης και δεν παραμένει ισχυρή μόνο καθ’ ον χρόνο διαρκεί η ισχύς της τελευταίας. Αντιθέτως, μάλιστα, συνήθως μετά την λήξη ισχύος της ουσιαστικού δικαίου σύμβασης, η διαιτητική συμφωνία παράγει τα αποτελέσματά της. Τούτο επεκτείνεται, όπως προαναφέρθηκε και στην περίπτωση της αδικοπρακτικής ευθύνης ή του αδικαιολογήτου πλουτισμού, οπότε οι σχετικές αξιώσεις, εφόσον συνέχονται με τη σύμβαση, την οποία αφορά η διαιτητική συμφωνία, υπάγονται και αυτές στη διαιτητική συμφωνία (ΕφΑθ 5522/2002 ό.π.). Έχει κριθεί ότι σε περίπτωση κατά την οποία η γέννηση της αγωγικής αξίωσης προϋποθέτει κατάφαση ορθής ερμηνείας των όρων της σύμβασης, η αξίωση αυτή καλύπτεται από την περί διαιτησίας ρήτρα, η οποία αφορά στην «ερμηνεία των όρων της σύμβασης» (ΑΠ 1560/2008 ΝοΒ 2009. 588, ΕφΑθ 3186/2021 ΝΟΜΟΣ). Κατά την ίδια έννοια, δεν είναι αναγκαίο για το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας, που αφορά μελλοντικές διαφορές, αυτές να εξειδικεύονται, αλλά αρκεί να εκτίθεται η βασική έννομη σχέση, από την οποία θα προκύψουν. Συμπερασματικώς, το τακτικό (πολιτειακό) Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί υπόθεση, για την οποία έχει συμφωνηθεί διαιτησία και προτείνεται σε αυτό η σχετική ένσταση, οφείλει να εξετάσει παρεμπιπτόντως, αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αντένσταση, το κύρος και την εμβέλεια της σχετικής συμφωνίας και, μάλιστα, ακόμη και εάν σε αυτήν προβλέπεται διαιτητική επίλυση των διαφορών για το ίδιο το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας και να αρνηθεί την παραπομπή της υπόθεσης στη διαιτησία, εάν η διαιτητική συμφωνία είναι άκυρη, ανενεργός ή ανεπίδεκτη εφαρμογής, αφού, τότε, δεν είναι επιτρεπτό, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8 παρ.1, 20 παρ. 1, 87 παρ. 1, 94 παρ. 2 του Συντάγματος και 1 του ΚΠολΔ, να στερηθεί της δικαιοδοσίας του (Κ. Μακρίδου «Έλεγχος της διαιτητικής συμφωνίας από τα πολιτικά δικαστήρια και παραπομπή στη διαιτησία», Διαιτ. 3/2018. 318). Στην περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων, προς απόκρουση της ένστασης του εναγόμενου περί υπαγωγής της υπόθεσης στη διαιτησία, ισχυρίζεται ότι η αγωγική του αξίωση δεν καλύπτεται από τη ρήτρα διαιτησίας, ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης και όχι αντένσταση (ΑΠ 136/2018 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα «areiospagos.gr», βλ. και σχόλιο Γ. Πανόπουλου στην ΠΠρΑθ 3853/2018 σε Διαιτ 4/2018. 529). Εξάλλου, η διαιτητική δίκη στηρίζεται στη διαιτητική συμφωνία, όχι μόνο κατά τα αντικειμενικά, αλλά και κατά τα υποκειμενικά της όρια (βλ. σχετ. ΑΠ 1679/2018). Τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας δεν καθορίζονται στο νόμο. Από τη φύση της ως συναλλάγματος, η συμφωνία διαιτησίας δεν μπορεί παρά να αναπτύσσει σχετική ενέργεια, δεσμεύει μόνο τα πρόσωπα που την υπέγραψαν, καθώς και τα ταυτιζόμενα ουσιαστικά μ’ αυτά. Τρίτοι δεν δεσμεύονται, κατ’ αρχάς, από τη σχετική συμφωνία (βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Ν. Νίκα, Διαιτησία και κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της θυγατρικής εταιρίας, Αρμ. 2018 σελ. 1050), ακόμη και όταν ευθύνονται εις ολόκληρον (άρθρο 480 του ΑΚ) με ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Δεδομένου, όμως, ότι η διαιτητική συμφωνία αναπτύσσει και δικονομικές ενέργειες (αποκλείει τη φυσική δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων), η μέθεξη και των δικονομικών ρυθμίσεων αποτελεί, ενίοτε, αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για τη χάραξη των υποκειμενικών ορίων της εμβέλειάς της (βλ. Ν. Νίκα, ό.π.). Επομένως, καταλαμβάνονται από τα όρια αυτά, μεταξύ άλλων, οι τρίτοι, των οποίων οι έννομες θέσεις ταυτίζονται με την έννομη θέση των συμβαλλόμενων στη διαιτητική συμφωνία (ΕφΑθ 157/2023 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, από τη διαιτητική ρήτρα είναι δυνατό να δεσμεύονται και τρίτοι, όπως οι καθολικοί διάδοχοι ή οι οιονεί καθολικοί διάδοχοι των αρχικώς συμβαλλομένων (ΕφΑθ 8445/2005 ΔΕΕ 2006. 1299 με σημ. Α. Δημολίτσα). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών με την έφεση παραπονιέται διότι η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 356/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1951/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 162/2013 ΕλλΔνη 2013. 168, ΕφΑθ 1531/2011 ΔΕΕ 2011. 936, ΕφΑθ 3289/2009 ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος επί έφεσης του εναγόμενου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κλπ. αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της, έστω και για άλλους λόγους, και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 1436/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, ΕφΠειρ 77/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 20/2018 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – εναγόμενοι, με τις από 09.12.2019 προτάσεις τους που κατέθεσαν εμπροθέσμως πριν τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και επανέφεραν κατ’ άρθρο 240 του ΚΠολΔ με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, πρότειναν την ένσταση υποβολής της διαφοράς σε διαιτησία, σύμφωνα με τη ρητή καταστατική πρόβλεψη του όρου 10 του από 15.07.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας που προβλέπει ότι «Διαιτησία: Κάθε διαφωνία των εταίρων σχετικά με την ερμηνεία των όρων του καταστατικού και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων θα λύεται υποχρεωτικά με τρίτο πρόσωπο αντικειμενικής και κοινής εμπιστοσύνης, το οποίο θα επιδιώκει να επιλύσει την προκύπτουσα διαφορά εξώδικα» και ζητούν να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο διαιτητικό όργανο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την ένσταση αυτή, κρίνοντας ότι η αναγνώριση ή μη της εκ του νόμου λύσης της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, που έχει άμεση συνάφεια με την κρίση επί των λοιπών αγωγικών αιτημάτων, είναι ζήτημα που ρυθμίζεται από το νόμο και είναι ανεξάρτητο από τα συμφωνηθέντα με την ανωτέρω καταστατική ρήτρα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τον προαναφερόμενο όρο 10 του από 15.07.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, υπάρχει σαφής έγγραφη συμφωνία των εταίρων ότι για κάθε διαφωνία τους ως προς την ερμηνεία των όρων του καταστατικού και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων, οι εταίροι θα επιδιώκουν να λύσουν τις διαφωνίες τους με τρίτο πρόσωπο αντικειμενικής και κοινής εμπιστοσύνης, το οποίο θα επιδιώξει να επιλύσει τις προκύπτουσες διαφορές εξωδίκως, και επομένως και για την κρινόμενη διαφωνία τους ως προς την αυτοδίκαιη λύση της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας τέσσερις μήνες μετά το θάνατο του ομόρρυθμου εταίρου …………., πατέρα του εκκαλούντος, και ως προς την ακυρότητα της από 21.09.2018 εξώδικης καταγγελίας της ομόρρυθμης εταιρείας εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου, και του συνακόλουθου διορισμού του ενάγοντος ως εκκαθαριστή αυτής, αλλά και για την διαφωνία τους ως προς την καταβολή στον ενάγοντα της αξίας της εταιρικής συμμετοχής στην ομόρρυθμη εταιρεία του αποβιώσαντος εταίρου, πατέρα του ενάγοντος, καθώς και της αναλογίας προς την μερίδα συμμετοχής αυτού επί των καθαρών κερδών της ομόρρυθμης εταιρείας της εταιρικής χρήσης του έτους 2017. Η ως άνω δικονομική ένσταση, η οποία προτάθηκε παραδεκτά κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 870 του ΚΠολΔ), είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 264 και 867 επ. του ΚΠολΔ, και συνεπώς πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται αποδεικνύονται επ’ αυτού τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του προσκομιζόμενου από 15.07.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό ……../23.07.1992, συστάθηκε η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», με έδρα τον Πειραιά Αττικής επί της οδού …………… και με σκοπό την κατασκευή και τον αυτοματισμό ηλεκτρολογικών συστημάτων πλοίων και κάθε συναφή με αυτό πράξη, με ομόρρυθμους εταίρους τον πατέρα του ενάγοντος …………. και τον ………… και με ποσοστό συμμετοχής στην εταιρεία 50% ο καθένας, κατόπιν εισφοράς του ποσού των 500.000 δραχμών ο καθένας, για τον σχηματισμό του εταιρικού κεφαλαίου ποσού 1.000.000 δραχμών, ενώ η διάρκεια της εταιρείας ορίσθηκε δεκαετής, αρχόμενη την 15.07.1992 και λήγουσα την 14.07.2002, και συνδιαχειριστές αυτής ορίσθηκαν οι ομόρρυθμοι εταίροι. Με το άρθρο 11 του από 15.07.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού, ορίσθηκε ότι «Διαιτησία: Κάθε διαφωνία των εταίρων σχετικά με την ερμηνεία των όρων του καταστατικού και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων θα λύεται υποχρεωτικά με τρίτο πρόσωπο αντικειμενικής και κοινής εμπιστοσύνης, το οποίο θα επιδιώκει να επιλύσει την προκύπτουσα διαφορά εξώδικα». Η διάταξη αυτή του άρθρου 11 του καταστατικού της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας διατηρήθηκε σε ισχύ τόσο κατά την τροποποίηση του καταστατικού που έλαβε χώρα την 20.06.2002, δυνάμει του προσκομιζόμενου από 20.06.2002 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό ……../14.07.2003, με το οποίο παρατάθηκε η διάρκεια της εταιρείας για αόριστο χρόνο, όσο και κατά την τροποποίηση του καταστατικού που έλαβε χώρα την 15.07.2013, δυνάμει του προσκομιζόμενου από 15.07.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης ομόρρυθμης εταιρείας – μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων που καταχωρήθηκε νόμιμα στο ΓΕΜΗ την 05.11.2013, με ΚΑΚ ……………, με το οποίο αποχώρησε ο ομόρρυθμος εταίρος …………. και μεταβίβασε την εταιρική του συμμετοχή κατά ποσοστό 48% στον πατέρα του ενάγοντος ……………., με αποτέλεσμα να συμμετέχει αυτός στην εταιρεία με ποσοστό 98%, και κατά ποσοστό 2% στον δεύτερο εναγόμενο, ενώ η επωνυμία της εταιρείας τροποποιήθηκε σε «……………….» και μοναδικός διαχειριστής αυτής ορίσθηκε ο πατέρας του ενάγοντος ………… Στη συνέχεια δε, δυνάμει του προσκομιζόμενου από 26.03.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης ομόρρυθμης εταιρείας που καταχωρήθηκε νόμιμα στο ΓΕΜΗ την 28.03.2018, με ΚΑΚ …., τροποποιήθηκε το άρθρο 6 του καταστατικού και ορίσθηκαν διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρείας από κοινού ο πατέρας του ενάγοντος …………. και ο δεύτερος εναγόμενος, δεσμεύοντας με μόνη την υπογραφή τους ο καθένας ξεχωριστά και υπογράφοντας κάτω από την εταιρική επωνυμία, ενώ κωδικοποιήθηκε το καταστατικό της εταιρείας και ορίσθηκε στο άρθρο 10 «Διαιτησία: Κάθε διαφωνία των εταίρων σχετικά με την ερμηνεία των όρων του καταστατικού και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων θα λύεται υποχρεωτικά με τρίτο πρόσωπο αντικειμενικής και κοινής εμπιστοσύνης, το οποίο θα επιδιώκει να επιλύσει την προκύπτουσα διαφορά εξώδικα». Από το περιεχόμενο της ως άνω ρήτρας του καταστατικού της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας προκύπτει σαφώς, χωρίς την ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, αφού δεν προκύπτει κενό ή αμφίβολο σημείο, ότι τα μέρη θέλησαν και συμφώνησαν να λύνεται διαιτητικά κάθε διαφορά που θα προέκυπτε από τον εταιρικό δεσμό, συνεπώς και η ένδικη διαφορά ως προς τα αναγνωριστικά αιτήματά της ότι επήλθε αυτοδίκαιη λύση της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, κατ’ άρθρο 267 του Ν. 4072/2012, την 31.08.2018, λόγω παρόδου της τετράμηνης προθεσμίας από τον θάνατο του ομόρρυθμου εταίρου, πατέρα του ενάγοντος …………….., και τη μη είσοδο άλλου εταίρου, ότι είναι άκυρη η εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου από 21.09.2018 εξώδικη καταγγελία της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας και ο συνακόλουθος διορισμός του ενάγοντος ως εκκαθαριστή αυτής, αλλά και τα συναρτώμενα με αυτά καταψηφιστικά αιτήματά της περί καταβολής στον ενάγοντα ως κληρονόμο του αποβιώσαντος ομόρρυθμου εταίρου, πατέρα του …………….., των ποσών των 1.133.722,28 ευρώ και των 181.684,56 ευρώ, ήτοι της αξίας της εταιρικής συμμετοχής στην ομόρρυθμη εταιρεία του αποβιώσαντος εταίρου, καθώς και της αναλογίας προς την μερίδα συμμετοχής αυτού επί των καθαρών κερδών της ομόρρυθμης εταιρείας της εταιρικής χρήσης του έτους 2017, με βάση την εταιρική σύμβαση, άλλως ως αποζημίωση, εξαιτίας της επικαλούμενης παράνομης, υπαίτιας και αντίθετης προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και επιπλέον περί καταβολής στον ενάγοντα του ποσού των 50.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από την επικαλούμενη παράνομη, υπαίτια και αντίθετη προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου. Επομένως, η επίδικη διαφορά, που ανέκυψε μεταξύ των διαδίκων και αφορά στη λύση της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας και στην καταβολή της αξίας της εταιρικής συμμετοχής στην ομόρρυθμη εταιρεία του αποβιώσαντος εταίρου, καθώς και της αναλογίας προς την μερίδα συμμετοχής αυτού επί των καθαρών κερδών της ομόρρυθμης εταιρείας, εμπίπτει στην ως άνω διαιτητική ρήτρα, δεδομένου ότι εντάσσεται στο πλαίσιο της ελεύθερης διαμόρφωσης από τους συνεταίρους της λύσης της μεταξύ τους εταιρικής σύμβασης και του προσδιορισμού της αξίας της εταιρικής τους μερίδας. Η ανωτέρω συμφωνία περί υπαγωγής σε διαιτησία έλαβε χώρα εγκύρως, καθόσον καταρτίστηκε εγγράφως για όλες τις μελλοντικές διαφορές των εταίρων, οι δε συμβαλλόμενοι εταίροι είχαν εξουσία διάθεσης του επίδικου αντικειμένου, διότι αφορά σε απαλλοτριωτό δικαίωμά τους και προσδιορίζεται η έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές που υπάγονται σε διαιτησία, οπότε είναι έγκυρη και ισχυρή, κατά τον παραπεμπίπτοντα έλεγχο από το παρόν Δικαστήριο του κύρους της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία (άρθρα 264 και 284 του ΚΠολΔ), και δεσμεύει τον ενάγοντα ως καθολικό διάδοχο του αρχικώς συμβαλλόμενου, ομόρρυθμου εταίρου πατέρα του ……………… Από την ευρεία δε διατύπωση της ως άνω συμφωνίας περί υπαγωγής σε διαιτησία συνάγεται η βούληση των μερών να υπαγάγουν στη διαιτησία κάθε διαφορά, που θα προκύψει από την εταιρική σύμβαση, δηλαδή όχι μόνο τις διαφορές από την ερμηνεία και την εφαρμογή της ίδιας της βασικής σύμβασης, αλλά και τις αξιώσεις από την αδικοπραξία και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που έχουν σχέση με τη βασική σύμβαση, όπως εν προκειμένω, λόγω της επικαλούμενης παράνομης, υπαίτιας και αντίθετης προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου, η οποία σχετίζεται άμεσα με την εταιρική σύμβαση, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης πίστης που υπείχε ο δεύτερος εναγόμενος ως ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, αλλά και διενέργεια πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρείας, λόγω της αθέμιτης απόσπασης της πελατείας και του εργατικού δυναμικού αυτής. Επομένως, όλες οι ένδικες αξιώσεις ερειδόμενες κατά την κύρια βάση της αγωγής στην εταιρική σύμβαση, άλλως στην αδικοπρακτική ευθύνη, και κατά την επικουρική βάση αυτής στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, συνιστούν αντικείμενο της ως άνω συμφωνίας διαιτησίας, αφού αποτελούν αξιώσεις, που είναι δεκτικές διάθεσης, και συνεπώς δύνανται να καταστούν αντικείμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας, η οποία δεσμεύει και τον ενάγοντα, ως καθολικό διάδοχο του αρχικώς συμβαλλόμενου, ομόρρυθμου εταίρου πατέρα του …………….., κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνακόλουθα, έπρεπε να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η προβληθείσα παραδεκτώς από τους εφεσίβλητους – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – εναγόμενους δικονομική ένσταση υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία και να παραπεμφθεί η ένδικη υπόθεση στη διαιτησία (άρθρα 263 εδ. β’ και 264 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι η υπαγωγή της υπόθεσης σε διαιτησία δεν καθιστά την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 4 του ΚΠολΔ, αλλά έχει ως δικονομικό αποτέλεσμα την παραπομπή της υπόθεσης (βλ ΟλΑΠ 16/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1932/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 585/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 350/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 134/2014 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την ένσταση παραπομπής σε διαιτησία, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, κρατώντας δε την υπόθεση αυτή και εκδικάζοντάς την στην ουσία, υπερέβη της δικαιοδοσίας του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 522 του ΚΠολΔ, να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η από 10.11.2021 έφεση και οι από 19.09.2024 πρόσθετοι λόγοι αυτής, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 3325/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και δεκτής γενομένης ως παραδεκτής, νόμω και ουσία βάσιμης της προβληθείσας από τους εφεσίβλητους – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – εναγόμενους ένστασης υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία, εφόσον το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, να παραπεμφθεί αυτή στη διαιτησία. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους έφεσης – ενάγοντα του κατατεθέντος από αυτόν παράβολου για το παραδεκτό της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη, μεταξύ των διαδίκων, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10.11.2021 έφεση και τους από 19.09.2024 πρόσθετους λόγους έφεσης, κατά της υπ’ αριθ. 3325/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 10.11.2021 έφεση και τους από 19.09.2024 πρόσθετους λόγους έφεσης.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 3325/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 31.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγή.

Παραπέμπει την υπόθεση σε διαιτησία.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους έφεσης-ενάγοντα του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό …………../2021 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη, μεταξύ των διαδίκων, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20.11.2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 28.11.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ