ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Απόφασης 722/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αγγελική Καγιούλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.Δ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: …………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…….», πρώην με την επωνυμία «………» (…………..) και διακριτικό τίτλο «…………» (……….), η οποία εδρεύει στο …… Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’)}, η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..” (……..), που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας, η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, η οποία παραστάθηκε δια δηλώσεως, κατ’ άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Πέρρου, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.
Η εκκαλούσα με την από 23/7/2023 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2023) ανακοπή της, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε τα όσα σε αυτή αναφέρονται. Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4071/2023 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την υπό κρίση από 11/1/2024 έφεση, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Πρωτοδικείου με αριθμό κατάθεσης ……./2024 και ορίστηκε δικάσιμος αυτής με την υπ’ αριθμ. …………/2024 πράξη του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου η 5/12/2024 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης κατόπιν δήλωσής του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 524 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει με το Ν. 4842/2021 από την 1/1/2022 (ΦΕΚ Α’ 190/13-10-2021), στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, των παρ. 8 έως και 13 του άρθρου 237, 240 έως 312, περ. α έως γ της παρ. 1 του άρθρου 591 και παρ. 4 του άρθρου 591 ΚΠολΔ. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος και του άρθρου 272 παρ. 1 και 2 του ίδιου κώδικα, κατά τις οποίες η έφεση απορρίπτεται αν ο εκκαλών, είτε δεν εμφανίζεται κατά τη συζήτηση που επισπεύδει ο ίδιος ή ο εφεσίβλητος, είτε εμφανίζεται και δεν λαμβάνει μέρος στη συζήτηση κανονικά (δεν παρίσταται προσηκόντως). Βέβαια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή η συζήτηση έφεσης, πρέπει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 271, 272 ΚΠολΔ, στα οποία παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 § 1 του ίδιου κώδικα, (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), να ερευνάται η νόμιμη κλήτευση του απόντος διαδίκου ή να διαπιστώνεται ότι τη συζήτηση της έφεσης επέσπευσε ο απών διάδικος για τη δικάσιμο που ορίστηκε νόμιμα. Στην έρευνα των πιο πάνω περιστατικών οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπάγγελτα, (βλ. ΑΠ 1656/ 2007 ΕλλΔνη 50.1059, ΑΠ 544/2018, ΑΠ 102/2018, ΑΠ 6/2018, ΑΠ 574/2017, ΑΠ 320/2012, ΑΠ 1554/2008, ΑΠ 872/2008, ΑΠ 1895/2007, ΑΠ 1656/2007 ΤΝΠ Nomos). Ήτοι πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευση του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Έτσι, αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε, αλλά μη νομίμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (σχετ. ΑΠ 1506/2013 ΝοΒ 2014.353, ΑΠ 314/2011 ΝοΒ 2011.1896, 2161), σε περίπτωση δε αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΑΠ 549/2007, ΑΠ 441/2006 ΕφΑθ2896/2007, ΕφΑθ 422/2003 ΕλΔ 2004.592, ΕφΑΘ1535/2001 ΑρχΝ 2001.563). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 3 και 272 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν ερημοδικεί ο εκκαλών κατά τη συζήτηση της έφεσης, το Δικαστήριο, αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του ιδίου (εκκαλούντος) ή αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον εφεσίβλητο απορρίπτει την έφεση, εφόσον όμως αυτή είναι παραδεκτή, χωρίς περαιτέρω έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων της, γιατί κατά πλάσμα του νόμου ο εκκαλών θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το παραδεκτώς ασκηθέν ένδικο μέσο της έφεσης. Και τούτο γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΑΠ 1266/ 2015 αδημ, ΕφΑιγ 117/2021 αδημ). Στην περίπτωση αυτή, η απόρριψη της εφέσεως λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ’ ουσίαν καθώς, όπως διευκρινίζεται με την συμπλήρωση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 524 ΚΠολΔ με το άρθρο 28 του Ν. 4842/2021, η απόρριψη της εφέσεως επί της ουσίας προϋποθέτει παραδεκτή άσκηση της (ΕΑ 650/2025 ΤΝΠ Nomos).
Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 11/1/2024, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2024 ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έφεση της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμ. 4071/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της καταχρηστικής διετούς προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ για το παραδεκτό αυτής, έχει καταβληθεί το απαιτούμενο παράβολο, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ (βλ. το υπ’ αριθμ. ……………../2024 e-παράβολο). Η ως άνω έφεση προσδιορίστηκε για συζήτηση, με επίσπευση της εκκαλούσας, για τη δικάσιμο της 5/12/2024, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (6/11/2025). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο κατά την δικάσιμο της 6/11/2025 η εκκαλούσα δεν εμφανίστηκε. Ωστόσο, η συζήτηση της ένδικης έφεσης επισπεύδεται από την εκκαλούσα, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη αντίγραφο του δικογράφου της εφέσεως, με την από 22/1/2024, επί της πρώτης σελίδας του, σχετική σφραγίδα του δικαστικού επιμελητή ………….. περί επιδόσεως αυτού στην εφεσίβλητη. Ειδικότερα, από την νομίμως τεθείσα επί του συγκεκριμένου αντιγράφου της έφεσης, σφραγίδα του εν λόγω δικαστικού επιμελητή, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 5/12/2024, κατά την οποία η συζήτηση της έφεσης αναβλήθηκε, με εγγραφή στο πινάκιο, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, από την εκκαλούσα, στην εφεσίβλητη. Κατά την τελευταία δικάσιμο, η επισπεύδουσα τη συζήτηση της έφεσης εκκαλούσα, όφειλε να παραστεί χωρίς άλλη κλήση, αφού η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο μετά από αναβολή, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 226 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ως εκ τούτου, η εκκαλούσα, που δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παρούσα μετ’ αναβολή δικάσιμο, πρέπει να δικασθεί ερήμην και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας, η έφεσή της πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνά της. Πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που η εκκαλούσα ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502, 505 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Ακόμη, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος εκ μέρους της εκκαλούσας παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, λόγω του ότι η έφεση απορρίφθηκε. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν την εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας.
Ορίζει παράβολο διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης.
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4.12.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ