ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Απόφασης 723 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αγγελική Καγιούλη, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στο ……….. Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Κουρέντα.
Του εφεσίβλητου: Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά-Νήσων και Δυτικής Αττικής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα κατέθεσε την από 2/8/2024 ( υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2024) ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για την ακύρωση του υπ’ αριθμ. ………./10-6-2024 πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης Δημοσίου Κτήματος. Επί της ανακοπής εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1897/2024 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 14/1/2025 έφεση, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης …………/2025 και ορίστηκε δικάσιμος αυτής με την υπ’ αριθμ. ……../2025 πράξη του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της ως άνω υποθέσεως, η οποία εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 524 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 271 ΚΠολΔ, εάν κατά τη συζήτηση της εφέσεως δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο εφεσίβλητος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο απολειπόμενος εφεσίβλητος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο εκκαλών, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ενώ εάν δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος νόμιμα κάποιος από τους διαδίκους, μολονότι έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην παρούσα δικάσιμο, από την σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκε το εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, ούτε κατέθεσε δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ. Eπικυρωμένο δε ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στο ανωτέρω εφεσίβλητο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …………/28-1-2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………, που η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει. Επομένως, εφ’ όσον το εφεσίβλητο δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε νομίμως η υπόθεση, με την σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόν και αυτό (άρθρ. 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 115 του ΠΔ της 11/12-11-1929 “περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του Ν. 4266/1929 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 5895/1933, όπως περαιτέρω τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 20 του ΑΝ 1540/1938, 19 του ΑΝ 1919/1939, 2 του ΑΝ 1925/1951 και 5 παρ. 4 του ΑΝ 263/1968, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι σε βάρος εκείνων που χωρίς συμβατική σχέση καρπώνονται ή κάνουν χρήση δημοσίων κτημάτων ή κτημάτων των οποίων τη νομή ή κατοχή έχει με οποιαδήποτε σχέση το Δημόσιο, βεβαιώνεται, κατά την κρίση «αγαθού ανδρός» και για το χρονικό διάστημα που έκαναν χρήση, αποζημίωση με πρωτόκολλο, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 1 εδ. γ’ του Β.Δ. 619/1965 εκδιδόταν από τον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο και ήδη, μετά την ισχύ του Π.Δ. 551/1988 (άρθρο 9) και την έναρξη λειτουργίας των Κτηματικών Υπηρεσιών των Νομαρχιών, από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου και κοινοποιείται σε αυτόν που καρπώνεται ή χρησιμοποιεί το ακίνητο, ο οποίος δικαιούται να ασκήσει ανακοπή μέσα σε ένα μήνα στον ειρηνοδίκη ή στον πρόεδρο πρωτοδικών, ανάλογα με το ποσό της αποζημίωσης, αυτοί δε, κρίνοντας εκ των ενόντων, ακυρώνουν ή επικυρώνουν το πρωτόκολλο ή περιορίζουν την αποζημίωση και ότι κατά της απόφασης αυτής, ουδέν ένδικο μέσο επιτρέπεται. Μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της άνω ανακοπής ήταν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 εδ.ε και στ, 3 παρ.1, 2, 4, 24 παρ.1 και 39 παρ.1 του ΕισΝΚΠολΔ, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 484/2021, ΑΠ 823/2019 ΤΝΠ Nomos). Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου τέμνει οριστικά τη διαφορά ως προς την οφειλή και το ποσό της αποζημίωσης για την κατάληψη δημόσιου κτήματος, παρά την ακολουθούμενη διαδικασία, η παραπομπή στην οποία έγινε για λόγους ταχύτητας και μόνον και δεν αφορά τη λήψη ασφαλιστικού ή ρυθμιστικού της κατάστασης μέτρου. Για το λόγο αυτό δεν ίσχυε γι’ αυτήν την απόφαση η απαγόρευση του άρθρου 699 του ΚΠολΔ, αλλά υπόκειτο στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης (άρθρα 511 και 552 ΚΠολΔ), καθόσον η άνω διάταξη της παρ.2 του άρθρου 115 του ΠΔ της 11/12.11.1929, που απαγόρευε την άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αυτής θεωρήθηκε ότι έχει καταργηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ.1 του ΕισΝΚΠολΔ (ΟλΑΠ 21-22/2002 ΕλΔ 43 1016, ΟλΑΠ 38/2002, ΑΠ 1379/2013, ΑΠ 40/2013, ΑΠ 815/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ήδη όμως με το άρθρο 326 παρ. 3 του Ν. 4072/2012, που άρχισε να ισχύει από 11/4/2012, αντικαταστάθηκαν τα εδάφια δέκατο και ενδέκατο του άνω άρθρου 115 του πδ από 11/12-11-1929 και ρητά επαναλήφθηκε η απαγόρευση άσκησης ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί ανακοπών κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίων κτημάτων. Με δεδομένο ότι ο άνω νόμος (4072/2012) δεν περιλαμβάνει μεταβατική διάταξη ή άλλη διάταξη για τις κατά τη δημοσίευσή του εκκρεμείς δίκες επί των ανακοπών κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος, εφαρμόζεται η διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 24 παρ.1 εδ.α του ΕισΝΚΠολΔ, κατά την οποία το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά το χρόνο αυτό, συνεπώς, θα κριθεί αν η απόφαση μπορεί ή όχι να προσβληθεί με έφεση. Μετά ταύτα, η απαγόρευση άσκησης ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων, που εκδίδονται επί ανακοπών κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίων κτημάτων, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς επ` αυτών δίκες, εφόσον η απόφαση που προσβάλλεται δημοσιεύτηκε μετά την 11/4/2012, που τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 326 παρ.3 του Ν. 4072/2012 ( ΑΠ 1662/24, ΑΠ 668/2018, ΑΠ 1765/2017, ΑΠ 579/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η άνω νομοθετική ρύθμιση του αποκλεισμού, δηλαδή, άσκησης ενδίκων μέσων κατά των άνω αποφάσεων δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που επιβάλλει μεν στην Πολιτεία την υποχρέωση παροχής στους πολίτες ένδικης έννομης προστασίας προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους, αναγνωρίζοντας σ` αυτούς αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα, όμως στο νομοθέτη εναπόκειται, κατ` αρχήν, να κρίνει αν, πόσα και ποια ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας με την οποία εκδικάζεται η υπόθεση. Το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.Δ 53/1974, που αναγνωρίζει μεν με το άρθρο 6 παρ.1 το δικαίωμα στα πρόσωπα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, στην έννοια όμως αυτής δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη οπωσδήποτε ασκήσεως ενδίκων μέσων. Συνεπώς, η άνω νομοθετική ρύθμιση του αποκλεισμού, δηλαδή, άσκησης ενδίκων μέσων κατά των άνω αποφάσεων, δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, ούτε στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθόσον οι διατάξεις αυτές εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται υπό συνθήκες δίκαιης δίκης, δηλαδή δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, όχι όμως και το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, τα οποία μπορεί να προβλέπονται ή όχι, να αποκλείονται ή και να περιορίζονται από τον κοινό νομοθέτη, με σκοπό την ταχύτερη διεξαγωγή των δικών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης, σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, των οποίων το αντικείμενο είναι ήσσονος σημασίας, όπως η προκειμένη, δεδομένου ότι, κατά την αιτιολογική έκθεση του άνω νόμου, «οι υποθέσεις αυτές είναι νομικά απλές και η επ’ αυτών κρίση αποτελεί κατά κύριο λόγο εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και στοιχείων», λαμβανομένου υπόψη και ότι ζητήματα που αφορούν την κυριότητα ή τη νομή των κτημάτων επιλύονται μόνο κατά την τακτική διαδικασία, οπότε ο περιορισμός αυτός της άσκησης ενδίκων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεων επί αυτών των υποθέσεων δεν είναι δυσανάλογος και δεν αντιβαίνει ούτε στην καθιερούμενη με το άρθρο 25 του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 1817/2022 ΕλΔ 2023, σχόλιο Γ. Ορφανίδης, σ. 1636-1642, ΑΠ 484/2021, ΑΠ 476/2020, ΑΠ 823/2019, ΑΠ 1061/2019, ΑΠ 1045/2019, ΑΠ 668/2018, ΑΠ 910/2018, ΑΠ 579/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. που προβλέπει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και πρόσβασης σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, καταλείποντας όμως στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ρυθμίσει τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τα ένδικα βοηθήματα, με τα οποία διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης (ΑΠ 1817/2022, ΑΠ 1061/2019 ό.π.). Περαιτέρω, όπως προαναφέρεται, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, κατ` άρθρο 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατ` ακολουθίαν τούτων, κατά των αποφάσεων που έκριναν επί ανακοπής η οποία ασκήθηκε κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης εκδοθέντος σε βάρος εκείνων που χωρίς συμβατική σχέση καρπώνονται ή κάνουν χρήση δημόσιου κτήματος, εφόσον δημοσιεύτηκαν μετά την 11/4/2012 (χρόνος έναρξης ισχύος του Ν. 4072/2012), απαγορεύεται η άσκηση ενδίκου μέσου έφεσης ή αναίρεσης (ΑΠ 1662/24, ΑΠ 1142/2023, ΑΠ 231/2023, ΑΠ 92/2023, ΑΠ 1817/2022, ΑΠ 1229/2021, ΑΠ 484/2021, ΑΠ 476/2020, ΑΠ 384/2020, ΑΠ 198/2020, ΑΠ 823/2019, ΑΠ 1061/2019, ΕφΑθ 2921/2025, ΕφΑνΚρητ 9/2024, ΕφΑνΚρ 15/2022, ΕφΠατρ 410/2020, ΕφΑιγ 95/2021 ΤΝΠ Nomos). Τέλος, κατά το άρθρο 532 του ΚΠολΔ, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Απαράδεκτη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, η έφεση, η οποία απευθύνεται κατά απόφασης που δεν υπόκειται γενικά σε έφεση, δηλαδή, είναι ανέκκλητη ή που ειδικότερα δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί με ένδικα μέσα και, συνεπώς, με έφεση, κατά το χρόνο άσκησης της τελευταίας (ΕφΑν Κρήτης 9/24, ΜονΕφΑιγ 95/2021, ΕΠατρ 107/2018, ΕΔωδ 206/2018 και 258/2017 ΤΝΠ Nomos).
Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η από 14/1/2025 (αριθμ. εκθ. καταθ. …………../2025) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1897/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί ανακοπής κατά του υπ’ αριθμ ……/10-6-2024 πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος έκτασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά-Νήσων και Δυτικής Αττικής. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, η προσβαλλόμενη απόφαση, δημοσιευθείσα στις 19 Δεκεμβρίου 2024, ήτοι υπό την ισχύ του άρθρου 326 παρ. 3 Ν. 4072/2012, δεν υπόκειται σε έφεση. Επομένως, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται λόγω της ερημοδικίας του εφεσίβλητου. Τέλος, πρέπει, μετά την απόρριψη της εφέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που κατέθεσε η εκκαλούσα, κατά την άσκηση της εφέσεώς της στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου την από 14/1/2025 (υπ’ αριθμ. εκθ. κατ. ……/2025) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1897/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4.12.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ