ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 724/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον ……. Αττικής, οδός ……., με ΑΦΜ ………., νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευσταθία Λυριστή.
Της εφεσίβλητης: ………….., με την ιδιότητά της ως ασκούσας την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της, …….. και …………., κατοίκων ως άνω, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Κουτσουλέλο.
Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 7-12-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2022 ανακοπή της, στρεφόμενη κατά της εκκαλούσας και του …………, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 38/2024 απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα, με την από 5-3-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……../2024 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά ………./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 3-4-2025, οπότε και αναβλήθηκε για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλη και κατά τόπο, Δικαστηρίου (άρθρα 19 και 25 παρ 2 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διαδίκο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 6-3-2024 και εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα, η οποία έλαβε χώρα στις 5-2-2024 [βλ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……….. επί αντιγράφου της εκκαλουμένης που προσκομίζει η εκκαλούσα (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 1)]. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών με την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της, έχει καταβληθεί και κατατεθεί το, απαιτούμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, παράβολο [υπ’ αριθμ. κωδ. παραβ. …………. παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ].
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ: «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Με το προαναφερθέν περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προτού αυτή τροποποιηθεί με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μίας και μοναδικής συζήτησης και προβλέπεται ότι η έφεση κατά ερήμην απόφασης λειτουργεί όπως η καταργηθείσα αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας. Συνεπώς η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης αρκούσης της τυπικής παραδοχής της κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ (ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1906/2008 ΝοΒ 2009,927, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008,52, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔ 2005), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 495/2017, ΤΝΠ Νόμος). Η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που προβάλλει ο τελευταίος ως υπεράσπιση κατά των λόγων της έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία εξετάζει κατά νόμο αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής. Έτσι, σε περίπτωση που ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία κάποιος λόγος της έφεσης ο δε εκκαλών – εναγόμενος έχει τη δυνατότητα να προβάλει με τις ενώπιον του εφετείου προτάσεις του όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσε να έχει προτείνει, αν είχε παραστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 230/2020, ΑΠ 579/2018, ΑΠ 985/2015, ΑΠ 394/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 829/2008 ΝοΒ 2008, 2457, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔ 2005, 1101 ΑΠ 331/2001 ΕλΔ2001, 1320).
Με την από 7-12-2022 ανακοπή, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι έχει συνολική απαίτηση 23.911,34 ευρώ με την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της, ………….. και …….., κατά του ………… (δεύτερου των καθών η ανακοπή, ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./2018 συμβολαιογραφικής πράξης λύσης γάμου και ρύθμισης επιμέλειας και διατροφής τέκνων, της συμβολαιογράφου Αθηνών, . ………. Ότι για τον λόγο αυτό επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια της πρώτης των καθών – εκκαλούσας, το ως άνω συνολικό ποσό, πλέον των τόκων από την επομένη της επίδοσης, σε απαίτηση του οφειλέτη κατά της πρώτης των καθών η ανακοπή, από το συμφωνημένο μισθό, ύψους 2.000 ευρώ, που υποχρεούται να καταβάλλει μηνιαίως στον δεύτερο των καθών η ανακοπή, λόγω της ιδιότητάς του ως διευθύνοντος συμβούλου της, με συνέπεια η πρώτη των καθών η ανακοπή να οφείλει στον ως άνω οφειλέτη της (δεύτερο των καθών) το προαναφερθέν ποσό. Ότι η πρώτη των καθών η ανακοπή και εκκαλούσα, όπως προαναφέρθηκε, μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης ανακοπής, δεν προέβη σε θετική ή αρνητική δήλωση, η δε παράλειψή της αυτή εξομοιώνεται με αρνητική δήλωσή της, η οποία κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή είναι ανειλικρινής. Ότι λόγω της ιδιαίτερης σχέσης των καθών και των κοινών συμφερόντων τους, αυτοί προκαλούν συνεχώς αυξανόμενη βλάβη στην ανακόπτουσα και στα τέκνα της, αφού η ίδια αδυνατεί πλέον να τα διαθρέψει μόνη της. Με βάση το πιο πάνω ιστορικό και εκθέτοντας ότι η απαίτηση του οφειλέτη της κατά της πρώτης των καθών η ανακοπή υφίσταται, η ανακόπτουσα ζητεί, κατ’ εκτίμηση των αιτημάτων του δικογράφου της ανακοπής, να αναγνωρισθεί η ύπαρξη της απαίτησης που κατασχέθηκε, ποσού 23.911,34 ευρώ, στα χέρια της πρώτης των καθών, πλέον των τόκων από την επίδοση του κατασχετηρίου και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικασθεί η πρώτη των καθών να καταβάλει στην ανακόπτουσα το πιο πάνω ποσό πλέον των τόκων από την επίδοση του κατασχετηρίου και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να υποχρεωθούν οι καθών η ανακοπή να της καταβάλουν εις ολόκληρον, ως αποζημίωση λόγω της αδικοπρακτικής τους ευθύνης για την ως άνω παράνομη ανειλικρινή δήλωση στην οποία προέβη η πρώτη των καθών η ανακοπή, το ποσό 23.900 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της ανακοπής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, κατά τα καταψηφιστικά της αιτήματα και να καταδικαστούν οι καθών στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας ερήμην των καθών η ανακοπή, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 38/2024 απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την ανακοπή και συγκεκριμένα αναγνώρισε την ακυρότητα της δήλωσης της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή και εκκαλούσας επί της επιβληθείσας στα χέρια της κατάσχεσης την οποία επέβαλε η ανακόπτουσα και υποχρέωσε αυτή να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ποσό των 23.911,34 ευρώ. Επιπροσθέτως, απέρριψε ως αόριστο το αίτημα για επιδίκαση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, καθώς και το αίτημα περί κήρυξης προσωρινά εκτελεστής της απόφασης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η πρώτη των καθών η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την απόρριψη της ένδικης ανακοπής στο σύνολό της. Επομένως, με βάση και τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη και δοθέντος ότι η υπό κρίση έφεση κρίθηκε ήδη ως τυπικά δεκτή, πρέπει αυτή να γίνει και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, δηλαδή στο σύνολό της, καθόσον πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων που οδήγησαν στην παραδοχή της ανακοπής. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί η ανακοπή ως προς τη βασιμότητά της κατά την ίδια πιο πάνω διαδικασία, έχοντας τη δυνατότητα η εκκαλούσα να προτείνει και με τις προτάσεις της όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσαν να προταθούν και πρωτοδίκως. Ακόμη, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.
Η υπό κρίση ανακοπή, η οποία συζητείται κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 176, 904, 907, 908, 982,983, 985, 986, 990 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος καταβολής τόκων, αφού η πρώτη καθής η ανακοπή – εκκαλούσα –τρίτη από την επίδοση του κατασχετηρίου προς αυτήν είναι μεσεγγυούχος του κατασχεθέντος (984 παρ. 3 ΚΠολΔ, Νικολόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τόμος II, άρθρο 986 αρ. 11, όπου και παραπομπές στη νομολογία). Επίσης, αόριστο είναι το αίτημα για επιδίκαση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, διότι δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά, που να θεμελιώνουν το αίτημα αποζημίωσης, κατ’ άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 297, 298 και 330 ΑΚ, αλλά επιδιώκεται αποζημίωση λόγω της μη υποβολής δήλωσης, χωρίς την επίκληση άλλων ουσιωδών περιστατικών γενεσιουργών της ζημίας που ζητείται, ούτε γίνεται λόγος για ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας (ΑΠ 752/2017, ΑΠ 1456/1999, ΤΝΠ Νόμος). Επισημαίνεται, ότι η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, αφού το κατασχετήριο επιδόθηκε στην πρώτη καθής – εκκαλούσα στις 14-11-2022 (βλ. την υπ’ αριθμ. …../14-11-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………..), το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13-12-2022 και επιδόθηκε στους καθών η ανακοπή στις 19-12-2022 (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……../19-12-2022 και ………/19-12-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….), ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την εκπνοή της οκταήμερης προθεσμίας του άρθρου 985 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 986 εδ. α’ ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, η ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 982, 983, 985, 986, 987 και 988 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορούν να κατασχεθούν αναγκαστικώς και χρηματικές απαιτήσεις του καθ` ου η εκτέλεση κατά τρίτων, μη εξαρτώμενες από αντιπαροχή. Το άρθρο 982 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει δύο είδη αντικειμένων που κατάσχονται στα χέρια τρίτου: α) οι απαιτήσεις του καθ` ου κατά του τρίτου, έστω και ενεχυρασμένες προς εξασφάλιση απαιτήσεων δανειστή του ή του τελευταίου, που δεν εξαρτώνται από αντιπαροχή. Οι απαιτήσεις αυτές μπορεί να είναι χρηματικές, ή απαιτήσεις για τη μεταβίβαση κυριότητας κινητών, β) τα κινητά πράγματα που ανήκουν κατά κυριότητα στον οφειλέτη που δεν είναι πρόθυμος να τα αποδώσει και βρίσκονται στα χέρια τρίτου. Στην πρώτη περίπτωση το αντικείμενο της κατάσχεσης είναι άϋλο, διότι αφορά την απαίτηση αυτή καθαυτή, ενώ στη δεύτερη το αντικείμενο είναι υλικό και αφορά κινητό πράγμα. Ως χρηματικές απαιτήσεις του καθ` ου κατά τρίτου νοούνται οι ενοχικές απαιτήσεις από σύμβαση, αδικοπραξία, ή από τον νόμο, που η παροχή τους συνίσταται σε χρήμα με τη στενή του όρου έννοια, που χρησιμοποιείται δηλ. ως μέσο πληρωμών. Η χρηματική απαίτηση πρέπει να μην εξαρτάται από αντιπαροχή του καθ` ου η εκτέλεση, στο πλαίσιο των αμφοτεροβαρών συμβάσεων, δηλ. όταν δεν θα μπορούσε στη διαγνωστική δίκη να αποκρουστεί με την ένσταση του άρθρου 374 ΑΚ, διαφορετικά εφαρμόζεται η διαδικασία της κατάσχεσης των ειδικών περιουσιακών στοιχείων (άρθ. 1022 επ. ΚΠολΔ). Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου, γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ και τα αναφερόμενα στην παράγραφο αυτή πρόσθετα στοιχεία. Το έγγραφο που προορίζεται για εκείνον κατά του οποίου γίνεται η κατάσχεση, πρέπει να του επιδοθεί το αργότερο εντός οκτώ ημερών από της επιδόσεώς του στον τρίτο, άλλως η κατάσχεση είναι άκυρη. Η προς τον τρίτο επίδοση του κατασχετηρίου μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, τηρουμένων των άρθρων 122 επ. ΚΠολΔ, η κατάσχεση δε αυτή είναι άκυρη, αν δεν επιδοθεί το κατασχετήριο, εντός οκταημέρου από της εις τον τρίτο επιδόσεώς του, στον καθ` ου η εκτέλεση, όχι δε και όταν η επίδοσή του στον τελευταίο γίνεται πριν από την επίδοση αυτού στον τρίτο, οπότε δεν τίθεται ζήτημα οκταημέρου προθεσμίας (ΑΠ 197/2005). Ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση απαίτησης του καθ` ου η εκτέλεση, δικαιούται να αρνηθεί την ιστορική βάση της ανακοπής ή να αντιτάξει κατά του ανακόπτοντος όλες τις ενστάσεις, όπως απαιτεί το άρθρο 262 ΚΠολΔ, που αφορούν την οφειλή του που θα μπορούσαν να αντιταχθούν κατά του καθ` ου η εκτέλεση, όπως, π.χ. εξόφληση, ακυρότητα, ακυρωσία, συμψηφισμό, παραγραφή, εικονικότητα, εκχώρηση της μισθωτικής σχέσης πριν από την επίδοση του κατασχετήριου, ίδια κυριότητα στο κατασχεμένο κινητό. Επίσης, να ισχυριστεί ότι ο καθ` ου έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης και αδυνατεί να προβεί σε καταβολή. Ο τρίτος μπορεί να προβάλει και ισχυρισμούς που δεν περιέχει η δήλωσή του αν π.χ. δήλωσε ότι δεν υπήρξε ποτέ οφειλέτης, μπορεί να προτείνει στη δίκη της ανακοπής την ένσταση εξόφλησης ή να επικαλεστεί μείωση του ποσού που ζητείται με την ανακοπή, επειδή υπάρχουν περισσότερες κατασχέσεις (άρθ. 988 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο τρίτος δεν έχει δικαίωμα να προβάλλει λόγους κατά της απαίτησης του κατασχόντος (π.χ. τις γνήσιες ενστάσεις που περιέχουν άσκηση δικαιώματος κατά του καθ` ου), εκτός και εάν ο νόμος χορηγεί το δικαίωμα αυτό στον τρίτο, ή προκύπτουν από παράβαση διατάξεων που θεσπίζονται για το συμφέρον του ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος (ΑΠ 141/2004 ΧρΙΔ 2004.545, ΑΠ 467/2005 ΕλλΔνη 2005.1431). Περαιτέρω, ο τρίτος οφείλει εντός προθεσμίας οκτώ (8) ημερών από της επίδοσης σ` αυτόν του κατασχετηρίου, να δηλώσει στη γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του, αν υπάρχει η απαίτηση και σε καταφατική περίπτωση να ενεργήσει σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρ. 988 ΚΠολΔ, άλλως δε, αν η απαίτηση δεν υπάρχει ή αν αυτή είναι ακατάσχετη, πρέπει να προβεί σε αντίστοιχη αρνητική δήλωση, με την οποία εξομοιώνεται και η παράλειψη δήλωσης. Εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ανωτέρω (ρητή ή σιωπηρά) αρνητική δήλωση ο επιβαλών την κατάσχεση δικαιούται, κατ` άρθρο 986 ΚΠολΔ, να ασκήσει, στο κατά τις γενικές διατάξεις αρμόδιο δικαστήριο, ανακοπή, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 επ. ΚΠολΔ, επικαλούμενος ανακρίβεια της δήλωσης. Η ανακρίβεια δε της αρνητικής δήλωσης κρίνεται αντικειμενικώς, ήτοι ανεξαρτήτως της υποκειμένης αντίληψης του δηλούντος και της καλής ή κακής πίστεως τούτου, γίνεται δε δεκτή η κατ` αυτής ανακοπή και υποχρεούται ο τρίτος να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 990 ΚΠολΔ, εφόσον η δήλωση δεν αληθεύει ως προς τα πραγματικά περιστατικά ή αναλόγως ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών. Αντικείμενο, συνεπώς, της σχετικής δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του ανακόπτοντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ` ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι ή όχι και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος (ΑΠ 88/2025, ΑΠ 500/2018, ΑΠ 663/2017, ΑΠ 480/2012)
ΙΙ. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτήν, ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Τα περιστατικά, αντιθέτως, που βεβαιώνονται σ’ αυτήν, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και η βεβαίωση στην έκθεση επίδοσης ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου είναι η κατοικία του παραλήπτη ή αν αυτός που παραδόθηκε το έγγραφο ήταν ή όχι σύνοικος ή είχε συνείδηση των πράξεων του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βουλήσεώς του, είναι περιστατικά την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και εντεύθεν αυτά επιδέχονται ανταπόδειξη χωρίς να προσβληθεί η έκθεση ως πλαστή (ΑΠ 375/2015, ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 1679/95), το βάρος δε της ανταπόδειξης αυτής φέρει, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαίωσης στην έκθεση του επιμελητή (ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 236/2006, ΑΠ 361/2004).
Από όλα τα νόμιμα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα εκ μέρους των διαδίκων αποδεικνύονται τα εξής: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./2018 συμβολαιογραφικής πράξης λύσης γάμου και ρύθμισης επιμέλειας και διατροφής τέκνων της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., στην οποία ενσωματώθηκε και η έγγραφη συμφωνία μεταξύ της ανακόπτουσας και του ………….., ρυθμίστηκαν και τα ζητήματα επιμέλειας, διατροφής και επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων τους …….. και ……… Ειδικότερα, ανατέθηκε η επιμέλεια των ως άνω ανηλίκων στη μητέρα τους και συμφωνήθηκε να καταβάλει ο πατέρας τους ως μηνιαία διατροφή το ποσό των 500 ευρώ για τον ……. και το ποσό των 400 ευρώ για την ….., ήτοι συνολικά 900 ευρώ μηνιαίως, τα δε ποσά αυτά με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης έως την εξόφληση. Πλην όμως, ο ………., μη τηρουμένης της παραπάνω συμφωνίας, δεν κατέβαλε στην ανακόπτουσα για το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2018 έως και τον Οκτώβριο του 2022 το συνολικό ποσό των 23.911,34 ευρώ για λογαριασμό των πιο πάνω ανηλίκων, όπως αυτό προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …./2018 συμβολαιογραφική πράξη λύσης γάμου και ρύθμισης επιμέλειας και διατροφής τέκνων της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., και την από 14-10-2022 κοινοποιηθείσας σε αυτόν επιταγής παρά πόδα αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω πράξης (βλ. την υπ’ αριθμ. ….΄/19-10-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ……). Εν συνεχεία, και λόγω της μη καταβολής ουδενός ποσού εκ μέρους του ……….., η ανακόπτουσα κοινοποίησε στην καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, η οποία τυγχάνει εργοδότρια του πρώην συζύγου της, το από 2-11-2022 κατασχετήριο εις χείρας της με το οποίο, αφού ανέφερε το πιο πάνω ιστορικό, επέβαλλε κατά νόμο κατάσχεση εις χείρας της, ως τρίτης για το ποσό των 23.914,34 ευρώ πλέον τόκων, επιτάσσοντάς την να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση (ήτοι στον ………), αλλά στην ίδια (ανακόπτουσα). Το ως άνω κατασχετήριο κοινοποιήθηκε στην καθής η ανακοπή – εκκαλούσα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ………/14-11-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………… Η εκκαλούσα ισχυρίζεται με την έφεση και, κυρίως, με τις προτάσεις της ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του ως άνω κατασχετηρίου, για τον λόγο ότι αυτό παραλήφθηκε από την …………., η οποία δεν είχε πλέον συμβατική σχέση με την εταιρεία, καθώς η σύμβασή της είχε λήξει την 31-10-2022 (βλ. και προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα από 22-11-2021 σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών). Ωστόσο, ο δικαστικός επιμελητής … …. αναφέρει την πιο πάνω έκθεσή του «Και επειδή δεν βρήκα τον νόμιμο εκπρόσωπο της ανωτέρω εταιρείας στην έδρα της στον Πειραιά, επί της οδού ……….. …, ούτε τον Πρόεδρο τον Δ.Σ., ούτε τον Δ/ντα Σύμβουλο αυτής, ούτε άλλον Δ/ντή ή Προϊστάμενο, αλλά βρήκα την υπάλληλο γραμματείας διοίκησης, όπως αυτή μου δήλωσε, κα ………, αρμόδια και εντεταλμένη για την παραλαβή, επέδωσα σ’ αυτήν». Τα αναφερόμενα από τον ως άνω δικαστικό επιμελητή είναι δεκτικά ανταπόδειξης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθμ. ΙΙ νομική σκέψη. Όμως, δεν δύναται να καταστεί αντιληπτή από τον δικαστικό επιμελητή τυχόν λήξη της συμβατικής σχέσης της …… με την εκκαλούσα εταιρεία, καθώς υπάρχει και η δυνατότητα σύναψης προφορικής σύμβασης εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, πέραν της προσκομιζόμενης από 22-11-2021 σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, ουδέν άλλο στοιχείο προσκομίζεται από την εκκαλούσα, προκειμένου να αποδειχτεί ότι είχε λήξει η συμβατική της σχέση με την ………….. (π.χ. ένορκη βεβαίωση της τελευταίας, προσκόμιση τυχόν νέας σύμβασης εργασίας της, κλπ), ενώ τα αναφερόμενα στις προτάσεις της ότι η πιο πάνω υπάλληλος βρισκόταν στην εταιρεία για «κοινωνικούς λόγους», δεν κρίνονται πειστικά και δεν δύνανται να ανταποδείξουν τα όσα βεβαιώνει ο προαναφερόμενος δικαστικός επιμελητής. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του πιο πάνω κατασχετηρίου, τυγχάνει απορριπτέος. Επισημαίνεται, ότι για τους ίδιους λόγους, ως άνω (και προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων), τυγχάνει απορριπτέος και ο ισχυρισμός της ότι δεν έλαβε γνώση της ένδικης ανακοπής και για την αιτία αυτή δεν παραστάθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο. Περαιτέρω, και μετά την κοινοποίηση του παραπάνω κατασχετηρίου, η καθής η ανακοπή και εκκαλούσα δεν κατέθεσε δήλωση τρίτου ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 985 παρ. 1 ΚΠολΔ, ώστε η παράλειψη αυτή να εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση κατ’ άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ, από την λήξη της οκταήμερης προθεσμίας που τάσσει το πιο πάνω άρθρο, ήτοι από 22-11-2022. Επιπλέον, προκύπτει ότι ο …….., κατά τον χρόνο επίδοσης του κατασχετηρίου στην εκκαλούσα (14-11-2021), μετείχε στο Διοικητικό Συμβούλιο της τελευταίας, διατηρούσε δε τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου με μηνιαίο καθαρό μισθό 2.000 ευρώ (βλ. υπ’ αριθμ. καταχώρησης ……./6-5-2021 ανακοίνωση καταχώρησης του Γ.Ε.ΜΗ. και από 21-7-2021 πρακτικό συνεδρίασης Δ.Σ. της εκκαλούσας). Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η τοποθέτηση του …………. στην παραπάνω θέση έπαψε ήδη από τις 15-2-2024, οπότε και ορίστηκαν νέα μέλη Διοικητικού Συμβουλίου (βλ. υπ’ αριθμ. …./27-2-2024 ανακοίνωση καταχώρησης του Γ.Ε.ΜΗ). Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, προκύπτει ότι υπήρχε ενεργής εργασιακή σχέση του ……….. με την εκκαλούσα, κατά την επίδοση του κατασχετηρίου, η οποία συνεχίστηκε έως και τις 15-2-2024 τουλάχιστον, οπότε ο ανωτέρω απομακρύνθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, χωρίς, όμως, να αποδεικνύεται η μη συνέχιση της εργασιακής του σχέσης με αυτήν. Επιπλέον, αντικείμενο της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μπορεί να είναι και απαίτηση μέλλουσα. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο επίδοσης του κατασχετηρίου δεν υπήρχε οφειλή προς εκείνον απορρέουσα από την εργασιακή τους σχέση, ούτε από οποιαδήποτε άλλη αιτία, όπως προκύπτει από το Αναλυτικό Καθολικό της εταιρείας. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή η εκκαλούσα και πάλι δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης, αφού η δήλωσή της είναι δυνατόν να είναι αρνητική, ως προς την ενεστώσα οφειλή και θετική, ως προς τη μελλοντική, παρέχοντας τη διαβεβαίωση, ότι θα παρακρατήσει οτιδήποτε προκύψει στο μέλλον υπέρ της καθής η κατάσχεση από την δικαιογόνο αιτία της οφειλής (ΑΠ 319/2021, ΑΠ 919/2019, ΑΠ 825/2018). Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα δεν υπέβαλε σχετική δήλωση ως είχε εκ του νόμου υποχρέωση, με αποτέλεσμα η παράλειψή της αυτή να ισοδυναμεί με αρνητική δήλωση. Επιπλέον, από το προσκομιζόμενο και μόνο «Αναλυτικό Καθολικό» που αφορά στον …………., δεν δύναται να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα περί μη οφειλής της εκκαλούσας στον ανωτέρω, κατά τον χρόνο επίδοσης του κατασχετηρίου. Άλλωστε, στο τελευταίο (κατασχετήριο), η ανακόπτουσα αναφέρει «Κατάσχω εις χείρας σας, ως τρίτος το ποσό των 23.911,34 ευρώ…από την επόμενη της επίδοσης, από τον συμφωνημένο μισθό που υποχρεούστε να καταβάλετε μηνιαίως στον ως άνω οφειλέτη μου… και μέχρι το ποσοστό αυτού που κατά νόμο επιτρέπεται, από την επίδοση της παρούσας και στο εξής μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του και σας επιτάσσω να μην καταβάλετε σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, αλλά να καταβάλετε σε εμένα το εν λόγω ποσό…». Συνεπώς, προέβη στην κατάσχεση στα χέρια της κάθε απαίτησης, ενεργούς ή / και μέλλουσας, του οφειλέτη της στα χέρια της εκκαλούσας εργοδότριας εταιρείας του.
Επομένως, και δοθέντος ότι η εκκαλούσα δεν προβάλει άλλους ισχυρισμούς, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και βάσιμη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της δήλωσης της πρώτης καθής η ανακοπή – εκκαλούσας επί της επιβληθείσας στα χέρια της κατάσχεσης την οποία επέβαλε η ανακόπτουσα – εφεσίβλητη και να υποχρεωθεί η καθής η ανακοπή να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ποσό 23.911,34 ευρώ. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παράβολου έφεσης στην εκκαλούσα – καθής η ανακοπή (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), αφού έγινε δεκτή η έφεσή της και να καταδικαστεί η τελευταία στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρ.176, 183 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 38/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 7-12-2022 (αριθ. καταθ. ……………./2022) ανακοπή
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.
Αναγνωρίζει την ακυρότητα της (πλασματικής) αρνητικής δήλωσης της πρώτης καθής η ανακοπή (εκκαλούσας) επί της επιβληθείσας στα χέρια της κατάσχεσης την οποία επέβαλε η ανακόπτουσα (εφεσίβλητη)
Υποχρεώνει την πρώτη καθής η ανακοπή (εκκαλούσα) να καταβάλει στην ανακόπτουσα (εφεσίβλητη) το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων εννιακοσίων έντεκα ευρώ και τριάντα τέσσερα λεπτών (23.911,34 ευρώ).
Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του παράβολου που κατέθεσε ενόψει της άσκησης της έφεσης.
Καταδικάζει την εκκαλούσα – καθής η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οχτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 4.12.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ