Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 725/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως  725 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλουσών – αιτουσών: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «……………», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….. (ΑΦΜ ……..) και 2) Της ……………. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρίνα Πολύζου (ΔΕ Σ. Σωτηριάδης – Κ. Λιδωρίκης και Συνεργάτες Εταιρεία Δικηγόρων).

Της εφεσίβλητης – καθής η αίτηση: Της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «………», με διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων, ………… (ΑΦΜ ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστριας, νομιμοποιούμενης κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015 των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στο ………… Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Ζούμη (Δικηγορική Εταιρεία Γεωργίου Πράσσου και Συνεργατών).

Οι ανακόπτουσες και ήδη εκκαλούσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 2-10-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2024 ανακοπή τους, καθώς και τους από 26-11-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2024 πρόσθετους λόγους, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα στα ως άνω δικόγραφα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 548/2024 απόφαση, με την οποία συνεκδίκασε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους και απέρριψε αυτούς. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ανακόπτουσες, με την από 10-2-2025 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά …………./2025 έφεσή τους (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά ……/2025), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Στο ίδιο δικόγραφο οι εκκαλούσες σώρευσαν και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 10-2-2025 έφεση των εκκαλουσών προς εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 548/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 2-10-2024 ανακοπή των εκκαλουσών, καθώς και τους από 26-11-2024 πρόσθετους λόγους ανακοπής, προς ακύρωση της από 18-10-2023 επιταγής προς εκτέλεση που έχει συνταχθεί κάτω από εκτελεστό απόγραφο της υπ΄αριθμ. ………/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της υπ’ αριθμ. …../18-7-2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός διετίας από την έκδοση της εκκαλουμένης, δοθέντος ότι δεν προκύπτει επίδοση αυτής (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ. 1 ΚΠολΔ, εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ. 7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε από τις εκκαλούσες κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Α στοιχ. β’ ΚΠολΔ, το με κωδικό …………….. e-παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e-παράβολου και την απόδειξη πληρωμής). Επίσης, στο ίδιο δικόγραφο της έφεσης νόμιμα και παραδεκτά σωρεύεται κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση έφεσης, ενώ σημειώνεται ότι στις 13-2-2025, έγινε δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας του Δικαστηρίου αυτού το ομοίως σωρευθέν από τους εκκαλούντες στο εφετήριο, αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής και ανεστάλη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.

Με την ως άνω ένδικη ανακοπή τους και τους πρόσθετους λόγους οι ανακόπτουσες (ήδη εκκαλούσες) ζητούν, για τους προβαλλόμενους με τα δικόγραφα λόγους να ακυρωθεί η από 18-10-2023 επιταγή προς εκτέλεση που έχει συνταχθεί κάτω από εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμ. …../2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η υπ’ αριθμ. …../18-7-2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………, καθώς και κάθε άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, ακόμη και αν δεν προσβάλλεται ρητά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους. Ήδη, με την υπό κρίση έφεση τους οι ανακόπτουσες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε τους λόγους ανακοπής τους και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να ακυρωθεί η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους. Τέλος ζητούν να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στο σύνολο της δικαστικής τους δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Στην προκειμένη περίπτωση η αναγκαστική κατάσχεση επισπεύδεται κατά της δεύτερης των ανακοπτουσών, η οποία είναι και κυρία του κατασχεμένου ακινήτου. Συνεπώς, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη προς την πρώτη των ανακοπτουσών, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, καθώς οι προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας δεν στρέφονται κατά αυτής. Επίσης, απορριπτέο λόγω αοριστίας τυγχάνει και το αίτημα τής ανακοπής περί ακύρωσης και κάθε άλλης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας, ακόμη και αν δεν προσβάλλεται ρητά, καθώς με την υπό κρίση ανακοπή είναι απαραίτητο να ζητείται η ακύρωση συγκεκριμένων πράξεων (ΑΠ 792/2015, ΤΝΠ Νόμος).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003, προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους, γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Από την καταχώριση αυτή, αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοιο, ισχύει πλασματικά εκ του νόμου, η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό, κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων. Η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται, για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται από αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθού η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Απαιτείται δε η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενών τραπεζικών απαιτήσεων, κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και, εν συνεχεία, η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντίστοιχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση, θέτει μεν, συνήθως, τον τύπο πριν από την ουσία, όχι όμως σε βαθμό που εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. Καθώς δε, τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι των τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθού η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 177/2022, ΕφΘεσ 160/2022, αδημ., ΕφΠειρ 574/2020 δημ. σε efeteio-peir-gr, ΕφΘεσ 1643/2019, αδημ.).

Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, υπ’ αριθμ. 20783/9-11-2020 (ΦΕΚ Β’ 4944/9-11-2020), «Καθορισμός εντύπου σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (παρ. 14 και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003»: «Οι προβλεπόμενες από την παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 συμβάσεις καταχωρίζονται με υποβολή εντύπου, το οποίο εκτυπώνεται σε λευκό χαρτί γραφής 100 γραμμαρίων και αποτελείται από ένα φύλλο. Το φύλλο έχει διαστάσεις 42 εκατοστά (πλάτος) επί 29,7 εκατοστά (μήκος) και διαιρείται σε δύο ημίφυλλα. Στην πρώτη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: 1) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, 2) οι όροι της σύμβασης (το νόμισμα και το ποσό ή ο τρόπος υπολογισμού του τιμήματος αγοράς, ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πώλησης, εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία και λοιποί ουσιώδεις όροι), 3) ο τύπος των μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαντήσεων (γενική περιγραφή της επιχειρηματικής απαίτησης και νόμισμα). Στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται τα στοιχεία που εξατομικεύουν, κατά την κρίση των συμβαλλομένων, τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις (ενδεικτικά: ονοματεπώνυμο ή επωνυμία οφειλετών και εγγυητών, τυχόν μοναδικοί αριθμοί καταχώρισης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στα βιβλία του μεταβιβάζοντος) και τις παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές εξασφαλίσεις αυτών (για τις οποίες αρκεί και απλή αναφορά ότι υφίστανται). Στην ίδια σελίδα τίθενται επίσης η ημερομηνία και οι υπογραφές των συμβαλλομένων και η θεώρηση αυτών, καθώς και ημερομηνία δημοσίευσης καταχώρισης στο ενεχυροφυλάκειο. Στην τρίτη σελίδα του εντύπου καταχωρίζονται οι τυχόν μεταβολές των συμβάσεων αυτών. Το αναλυτικό περιεχόμενο κάθε σελίδας με τις οικείες υποσημειώσεις εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο παράρτημα της παρούσας απόφαση υπόδειγμα. Τα στοιχεία που εξατομικεύουν τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις και τις παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές εξασφαλίσεις αυτών μπορούν να αναγράφονται σε ξεχωριστό παράρτημα. Το παράρτημα μονογράφεται σε κάθε σελίδα του από τα συμβαλλόμενα μέρη είτε με ιδιόχειρη είτε με έντυπη ή ηλεκτρονική υπογραφή. Μαζί με το παραπάνω έντυπο, συνυποβάλλεται η μεταξύ των συμβαλλομένων σύμβαση ή περίληψη αυτής, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 ή συμβολαιογραφικό έγγραφο ή πρακτικό διοικητικού συμβουλίου, με την οποία οι υπογράφοντες το έντυπο δηλώνουν ή, από τα οποία προκύπτει, ότι έχουν νομίμως εξουσιοδοτηθεί από τους συμβαλλομένους για την υπογραφή και υποβολή του. Τα μέρη δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν οιοδήποτε άλλο έγγραφο, πλην των ως άνω αναφερομένων, για την ολοκλήρωση της καταχώρισης των παρ. 14 και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 στο οικείο ενεχυροφυλάκειο.». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθορίζονται μεν τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει το έντυπο της περίληψης της καταχωριστέας πράξης, πλην όμως δεν ορίζονται οι συνέπειες που επάγεται η ενδεχόμενη έλλειψη ή ελλιπής παράθεση ορισμένων από αυτά και ειδικότερα, δεν απειλείται ρητώς ποινή ακυρότητας.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της από 18-10-2023 επιταγής προς εκτέλεση που συντάχθηκε παρά πόδα του πρώτου εκτελεστού απογράφου εκ της υπ’ αριθμ. ……../2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, για τον λόγο ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά η καθής για την είσπραξη της επίδικης απαίτησης. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι δεν τους κοινοποιήθηκαν κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, τα νομιμοποιητικά έγγραφα της καθής, καθώς από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, τα οποία είναι σε αποσπάσματα και περιλήψεις, δεν αποδεικνύεται ότι μεταξύ των δανείων που μεταβιβάστηκαν από την …….., περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση, ούτε αποδεικνύεται ότι μεταξύ των απαιτήσεων που έχει την εξουσία να διαχειρίζεται η καθής, είναι και η επίδικη σύμβαση πίστωσης. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η συγκοινοποίηση, με την επιταγή προς εκτέλεση, αντιγράφων των καταχωρισθέντων και δημοσιευθέντων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, αποσπασμάτων των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και των συμβάσεων διαχείρισης των τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων, επαρκεί για την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 925 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, ως προς την υποχρέωση συγκοινοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων, και στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής και της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης, με δεδομένη τη συνθετότητα και την ποικιλία των επιμέρους πράξεων από τις οποίες απαρτίζεται αυτή, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όλων των εγγράφων που απαιτεί ο νόμος, για τη συντέλεση της ειδικής αυτής διαδοχής και της ανάθεσης διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης, είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, αλλά και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια, παρακωλύοντας την πρόσβαση των δανειστών αδικαιολόγητα στην εκτελεστική διαδικασία. Επιπλέον, από την επισκόπηση της από 18-10-2023 επιταγής προς εκτέλεση προκύπτει ότι συγκοινοποιήθηκαν κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ: 1) Η με αριθμό πρωτοκόλλου …./16-9-2019 περίληψη της από 12-9-2019 σύμβασης εκχώρησης και μεταβίβασης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 14 ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης, που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …, με αύξοντα αριθμό ….., 2) ακριβές αντίγραφο του υπ’ αριθμ. …/29-9-2023 αποσπάσματος του παραρτήματος της με αριθμό πρωτοκόλλου …./2019 περίληψης, που δημοσιεύτηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, 3) η υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου …../16-9-2019 περίληψη της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων που δημοσιεύτηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …, με αριθμό …., 4) η υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου ……/23-9-2019 περίληψη μεταβολής της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων, ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή, που δημοσιεύτηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …, με αριθμό …, διά της οποίας ορίσθηκε διαχειρίστρια η «……….», 5) το ΦΕΚ Β’ 3533/20-9-2019 στο οποίο δημοσιεύθηκε η χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος της υπ’ αριθμ. …./17-9-2019 άδειας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις κατά τον ν. 4354/2015 προς την εταιρεία «…………..», 6) αντίγραφο α) της υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου ………./30-10-2019 ανακοίνωσης του ΓΕΜΗ περί αλλαγής έδρας της «………..», β) της υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου …………./5-11-2019 ανακοίνωσης του ΓΕΜΗ περί μετονομασίας της εταιρείας «………. .» σε «……………….» και γ) την με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης …. και με αριθμό 2667/9-3-2020 απόφαση της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του άρθρου 4 του καταστατικού της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία σε «……………», σύμφωνα με απόφαση της από 16-12-2019 έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της. Την ίδια ημερομηνία καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, το νέο κείμενο καταστατικού μαζί με ης τροποποιήσεις του το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σχετικής με την ως άνω καταχώριση του καταστατικού που ανακοινώθηκε με της διάσπασης δι’ απόσχισης κλάδου της τραπεζικής εταιρείας «………..», με σύσταση νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «…………» με νέο ΑΦΜ, 8) η υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου …../1-11-2022 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο …, με αριθμό ….., περίληψης της από 1-1 1-2022 σύμβασης επανεκχώρησης μέρους των τιτλοκοιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων από την «………» προς την «………….» σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003, 9) ακριβές αντίγραφο του υπ’ αριθμ. …/29-9-2023 αποσπάσματος του παραρτήματος της με αριθμό πρωτοκόλλου …/2022 περίληψης, που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …, με αριθμό …, 10) η υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου …/14-11-2022 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …, με αριθμό ….., περίληψης της από 14-11-2022 σύμβασης εκ νέου εκχώρησης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 14 ν. 3156/2003 από την «…………..» στην εταιρεία με την επωνυμία «………..», 11) ακριβές αντίγραφο του υπ’ αριθμ. …./29-9-2023 αποσπάσματος του παραρτήματος της με αριθμό πρωτοκόλλου …./2022 περίληψης, που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …., με αριθμό …., 12) η υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου …/14-11-2022 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …, με αριθμό …., περίληψης της από 10-11-2022 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία «………….» και της «……..», 13) αντίγραφο του από 11-11-2022 πληρεξουσίου από την δικαιούχο εταιρεία με την επωνυμία «………» προς την διαχειρίστρια εταιρεία «………….», σύμφωνα με τον ν. 3156/2003 και 14) αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ……../2022 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. Οι εκκαλούσες ομολογούν ότι τα ως άνω έγγραφα συγκοινοποιήθηκαν σε αυτές με την από 18-10-2023 επιταγή προς πληρωμή. Από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνύεται πλήρως η υποκατάσταση της «………..» στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της δικαιοπαρόχου της «……………», της επαναποκτώσας «………..» από την «………..» και, τέλος, της επόμενης δικαιούχου «………» και η ανάθεση στην καθής. Επιπρόσθετα, βάσει των οριζόμενων στον νόμο η αναγγελία εκχώρησης επέρχεται από τη στιγμή καταχώρισης στα δημόσια βιβλία του οικείου Ενεχυροφυλακείου, σύμφωνα με τα απαιτούμενα στοιχεία της περίληψης του άρθρου 3 ν.2844/2000. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το αντίγραφο του υπ’ αριθμ. …../28-11-2019 αποσπάσματος της υπ’ αριθμ. πρωτ. …../16-9-2019 περίληψης που δημοσιεύτηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών η απαίτηση αναφέρεται με αύξοντα αριθμό 199.814 και προσδιορίζεται μεταξύ άλλων από τα συμβαλλόμενα σε αυτή πρόσωπα, ήτοι και τις εκκαλούσες. Άλλωστε, αποδεικνύεται ότι ο αριθμός σύμβασης που αναφέρεται στη δεύτερη στήλη, αποτελεί τον αριθμό της σύμβασης στο οργανωτικό σύστημα της τότε μεταβιβάζουσας «…………», καθώς το σύνολο των αναφερόμενων στο απόσπασμα συμβάσεων φέρουν αριθμούς μεταξύ του 10701240 και του 10701698. Τα αυτά στοιχεία αναγράφονται και στα λοιπά συγκοινοποιούμενα αποσπάσματα εκ των αντιστοίχων παραρτημάτων εκ των οποίων αποδεικνύεται η επαναμεταβίβαση της απαίτησης προς την «…………..» και η εκ νέου μεταβίβαση αυτής από την τελευταία προς την εταιρεία με την επωνυμία «………..», και ειδικότερα, στο με αριθμό πρωτοκόλλου ………/29-9-2023 ακριβές αντίγραφο αποσπάσματος εκ του παραρτήματος της με αριθμό πρωτοκόλλου …………/2022 περίληψης, που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …., με αριθμό ….. που αφορά τη δημοσιευθείσα με αριθμό πρωτοκόλλου …./1-11-2022 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …., με αριθμό ….., περίληψη της από 1-11-2022 σύμβασης επανεκχώρησης μέρους των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων από την «…………….» προς την «……………..» σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003, μεταξύ των οποίων και η επίδικη, καθώς και στο ακριβές αντίγραφο με αριθμό …../29-9-2023 του αποσπάσματος του παραρτήματος της με αριθμό πρωτοκόλλου …./2022 περίληψης, που δημοσιεύθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …., με αριθμό ….., από το οποίο αποδεικνύεται, με αύξοντα αριθμό εγγραφής …., η εκχώρηση και των απαιτήσεων εκ της σύμβασης δανείου των εκκαλουσών, που περιλαμβάνεται μεταξύ των εκχωρούμενων με τη σύμβαση αυτή εκχώρησης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 14 ν. 3156/2003 από την «…………..» στην εταιρεία με την επωνυμία «…………..», στην οποία ανήκει το τελευταίο παράρτημα. Συνεπώς έχουν προσκομιστεί τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα για τη νομιμοποίηση της καθής ως ειδικής διαδόχου της αρχικής πιστώτριας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής ορθά εφάρμοσε τον νόμο και ο πρώτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Με τον δεύτερο έφεσης, οι εκκαλούσες επαναφέρουν τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι η από 10-11-2022 σύμβαση διαχείρισης που δημοσιεύτηκε με την υπ’ αριθμ. …/14-11-2022 περίληψη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών είναι άκυρη, λόγω μη τήρησης του προβλεπόμενου στον νόμο τύπου. Ωστόσο, στη συνέχεια εκθέτουν ότι η από 18-4-2022 σύμβαση διαχείρισης, δυνάμει της οποίας ανατέθηκε η διαχείριση από τη δικαιούχο της απαίτησης εταιρεία με την επωνυμία «…………..», είναι άκυρη, διότι δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 4354/2015 συστατικός τύπος, ως προς το ελάχιστο περιεχόμενο της εν λόγω δικαιοπραξίας και, ειδικότερα, δεν αναφέρονται στην εν λόγω σύμβαση η καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς η από 18-4-2022 σύμβαση διαχείρισης ουδεμία σχέση έχει με την υπό κρίση απαίτηση, δοθέντος ότι η ανάθεση της διαχείρισης από την εταιρεία «…………» στην καθής, έγινε με την από 10-11-2022 σύμβαση διαχείρισης που δημοσιεύτηκε με την υπ΄αριθμ. ……………/14-11-2022 περίληψη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αφορά σε σύμβαση διαχείρισης του άρθρου 10 παρ. 14 και 16 ν. 3156/2003 και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 4354/2015, όταν η μεταβίβαση της απαίτησης και η ανάθεση της διαχείρισής της έγινε με βάση τον ν. 3156/2003, ο οποίος δεν θέτει αντίστοιχες με την προαναφερόμενη παράγραφο του άρθρου 2 του ν. 4354/2015 προϋποθέσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής (έστω και αν τον εξέτασε παράλληλα με τον πρώτο λόγο) ως μη νόμιμο, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και ο δεύτερος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, οι εκκαλούσες επαναφέρουν τον τρίτο λόγο ανακοπής, με τον οποίο εκθέτουν ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό τους, ότι ο πλειστηριασμός πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν τηρήθηκαν τα χρονικά όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 ΚΠολΔ και, επικουρικά, ότι δεν πρέπει να συνυπολογιστεί ο μήνας Αύγουστος στην προθεσμία του άρθρου 993 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τον νόμο. Ειδικότερα, εν προκειμένω η κατάσχεση επιβλήθηκε στις 18-7-2024 και ο πλειστηριασμός ορίστηκε για τις 19-2-2025, δηλαδή ακριβώς επτά μήνες από την επιβολή της κατάσχεσης, σύμφωνα με το άρθρο 993 παρ. 2α ΚΠολΔ. Όπως προκύπτει από τη σαφέστατη διατύπωση του νόμου η ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού μπορεί να οριστεί ακριβώς επτά μήνες από την κατάσχεση και όχι επτά μήνες μετά την κατάσχεση. Επιπλέον, αναφορικά με τον επικουρικό λόγο, ο Αύγουστος προσμετράται στην προθεσμία, μόνο όταν αυτή λήγει τον μήνα αυτόν και όχι, όπως εν προκειμένω που η προθεσμία λήγει στις 18-2-2025. Συνεπώς ο πλειστηριασμός ορίσθηκε εντός της νόμιμης σύμφωνα  με το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ προθεσμίας (βλ. και ΕφΠειρ 549/2023, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ 309/2023 σε https://www.efeteio-peir.gr/ ΕφΑθ 6316/2022, ΕφΑθ 5174/2022, ΕφΑθ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1017 ΚΠολΔ, με τις οποίες (διατάξεις) ορίζεται ότι «σε πλειστηριασμό πράγματος κινητού ή ακινήτου δεν υπάρχει ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα. Για τα νομικά ελαττώματα υπάρχει ευθύνη μόνο εκείνου που επισπεύδει τον πλειστηριασμό και μόνο αν αυτός γνώριζε κατά τον χρόνο του πλειστηριασμού την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος. Η ευθύνη από τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν απο­κλείεται», σε συνδυασμό με εκείνη του άρ­θρου 53 ΕισΝΚΠολΔ, σαφώς προκύπτουν, όπως άλλωστε παγίως δέχεται τόσο η νο­μολογία όσο ακόμη και η σχετική νομική θεωρία, επί πλειστηριασμού πράγματος τα ακόλουθα: α) ότι πωλητής στον αναγκα­στικό πλειστηριασμό λογίζεται ο επισπεύδων δανειστής και αγοραστής αντίστοιχα ο υπερθεματιστής (ΑΠ 255/2009 ΝοΒ 2009. 1418 καθώς επίσης και Μ. Μαργαρίτης Ερμην. ΚΠολΔ Τόμος Β’ έκδοση 2012 σελίδες 1017 επόμ. κάτω από το άρθρο 1017 ΚΠολΔ), στη γνώση μάλιστα του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό δεν περιλαμβάνεται και η υπαίτια άγνοιά του, αλλά αντιθέτως απαιτείται η θετική γνώση αυτού περί της ύπαρξης του συγκεκριμένου νομικού ελαττώματος, (βλ. και Μπρίνιας Αναγκ. Εκτέλεση V άρθρο 1017 παρ. 654, ΑΠ 1313/2009 ΝοΒ 2010. 162, ΑΠ 580/2006 Δνη 2006. 1028, ΕφΑΘ 1032/2003 Δνη 2004. 218), β) ότι νομικό ελάττωμα κατά την έννοια του άρθρου 514 ΑΚ, καθώς επίσης και των ως άνω διατάξεων του άρθρου 1017 παρ. 2 ΚΠολΔ  σε συνδυασμό και με το άρθρο 514 ΑΚ, νοείται τόσον η ανυπαρξία του κατασχεθέντος και πλειστηριασθέντος δικαιώματος, όσον και οποιοδήποτε εμπράγματο ή ενοχικό, ακόμη και δημοσίου δικαίου, δικαίωμα τρίτου επί του πλειστηριασθέντος, που δεν εξαλείφεται με τον πλειστηριασμό και αποκλείει ή περιορίζει την κτήση του πλειστηριασθέντος δικαιώματος εκ μέ­ρους του υπερθεματισμού. Η διεκδίκηση κατασχεθέντος και πλειστηριαζόμενου ακινήτου πράγματος ή τμήματος αυτού δεν συνιστά νομικό ελάττωμα υπό την ως άνω έννοια των προαναφερομένων διατάξεων (ΑΠ 616/2001 Νόμος), νομικό δε ελάττωμα, κατά την ανωτέρω έννοια, είναι και η έλλειψη, εν όλω ή εν μέρει, κυριότητος του καθ’ ου η εκτέλεση επί του πράγμα­τος ή του μεταβιβαζομένου δικαιώματος (ΕφΑΘ1032/2003 ό.π., Γαζής εις ΕρμΑΚ άρθρο 514 αριθμ. 2, Μπρίνιας: Αναγκ. Εκτέλ. παρ. 651 στοιχ. IV, α, γ) η ευθύνη του επισπεύδοντος αίρεται αν τα ελαττώ­ματα γνώριζε ο υπερθεματιστής (ΟλΑΠ 1177/84 ΝοΒ 1985. 95). Σε περίπτωση δε ευθύνης κατά τα άνω του επισπεύδοντος εκ της ύπαρξης νομίμου ελαττώματος γεννάται δικαίωμα του υπερθεματιστού (άρθρ. 516, 382, 383 ΑΚ) προς αποζημίωση (ΑΠ 497/1980 ΝοΒ 1980. 1938) και δεν παράγεται ακυρότητα του πλειστηριασμού, που μπορεί μάλιστα να προταθεί με την ανακοπή του 933 ΚΠολΔ από δανειστή του οφειλέτη, αφού σε περίπτωση ευθύνης για νομικά ελαττώματα τα σχετικά δικαιώματα γεννώνται στο πρόσωπο του υπερθεματιστή (βλ. για τα δικαιώματα αυτά που δεν φθάνουν μέχρι ακυρότητας του πλειστηριασμού Μπρίνιας Αναγκ. Εκτελ. άρθρ. 1017 παρ. 654, 655, 656, βλ. Μ. Μαργα­ρίτης οπ. παραπ. σελίς 1017 και ΟλΑΠ 1688/1983, ΑΠ 872/1973 ΝοΒ 22. 352, ΑΠ 1036/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1523/2006 Δνη 2007. 462, ΑΠ 580/2006 Δνη 2006. 1028, ΕφΑΘ 436/2003 Δνη 2001. 1377). Εξάλλου, για τα νομικά ελαττώματα υπάρ­χει ευθύνη του επισπεύδοντος και μόνον αν αυτός γνώριζε, κατά το χρόνο του πλειστηριασμού, την ύπαρξη του ελαττώμα­τος, ενώ δεν αποκλείεται και να υφίσταται ευθύνη κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΕφΛαρ 431/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 1032/2003 Νόμος).

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούσες επαναφέρουν τον τέταρτο λόγο ανακοπής, ισχυριζόμενες, ότι στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας έχει περιληφθεί όρος σύμφωνα με τον οποίον «Η υπέρ ης η εκτέλεση και η νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτής δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν κανένα νομικό ή πραγματικό ελάττωμα του πλειστηριαζόμενου ακινήτου και επομένως δεν φέρουν καμία σχετική ευθύνη, κάθε ενδιαφερόμενος συμμετέχει στον πλειστηριασμό αποκλειστικά με δική του ευθύνη, αφού προηγουμένως κάνει τον απαιτούμενο έλεγχο» και ότι ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός και απαγορευμένος, καθώς αντιτίθεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1017 παρ. 2 εδ. β ΚπολΔ. Ο υπό κρίση λόγος της ανακοπής είναι μη νόμιμος, καθώς ο πιο πάνω όρος που τέθηκε στην κατασχετήρια έκθεση είναι απολύτως σύμφωνος με τον νόμο, αφού, επί της ουσίας, επαναλαμβάνεται το άρθρο 1017 παρ. 2 ΚπολΔ. Ειδικότερα, όπως προβλέπεται από την παραπάνω διάταξη δηλώθηκε ότι η υπέρ ης η εκτέλεση και η νόμιμη διαχειρίστρια δεν ευθύνονται για πραγματικά ελαττώματα. Όσον αφορά στα νομικά ελαττώματα, δήλωσαν ότι ούτε κάποιο νομικό ελάττωμα γνωρίζουν, προφανώς κατόπιν διενέργειας σχετικού ελέγχου. Επιπλέον, η  δήλωση της καθής περί της μη γνώσης   τόσο της ίδιας όσο και της επισπεύδουσας ύπαρξης νομικών ελαττωμάτων του ακινήτου, κατά τον χρόνο τουλάχιστον της επιβολής της κατάσχεσης, δεν έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη έλλειψη ευθύνης τους και δεν αποκλείει την απόδειξη περί του αντιθέτου και την εξ αυτής πηγάζουσα ευθύνη τους. Η εκκαλουμένη, επομένως, που κατέληξε στο αυτό, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και ο τέταρτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης επαναφέρεται ο πέμπτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο οι εκκαλούσες εκθέτουν ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή είναι αόριστη, επειδή σε αυτήν δεν προσδιορίζεται το ποσό των οφειλομένων τόκων, ή το συνολικά οφειλόμενο ποσό για κεφάλαιο και τόκους και το ποσό των επιτασσόμενων κεφαλαιοποιημένων τόκων ενώ δεν γίνεται καν μνεία του επιτοκίου κατά τρόπο ρητό και αριθμητικό, το δε γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να μην προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση και να υφίσταται η δεύτερη των ανακοπτουσών προφανή δικονομική βλάβη συνιστάμενη στην αδυναμία της να προβάλλει επαρκή άμυνα στο επιτασσόμενο κονδύλιο και να συμμορφωθεί εκουσίως. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής: Από το άρθρο 924 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ` αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και εναπόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Οι καταβολές του οφειλέτη, ανεξαρτήτως του χρόνου συντέλεσης, δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη (ΑΠ 959/2019, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αν η επιταγή συντάχθηκε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επιπλέον ποσό (βλ. ΑΠ 474/1999, ΕλλΔνη 41. 81, ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 37. 101-102). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την, υπό την μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννομης προστασίας απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι εκκαθαρισμένη. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 905/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό επιβάλλεται προκειμένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση της ποσότητας και της ποιότητας της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση και όταν μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό (ΑΠ 1336/2006, ΕλλΔνη 2007.799). Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της από 18-10-2023 επιταγής προς πληρωμή, η δεύτερη των εκκαλουσών επιτάχθηκε να καταβάλει «για επιδικασθέν δυνάμει της ως άνω διαταγής πληρωμής ποσό ευρώ διακοσίων χιλιάδων (200.000) το οποίο όπως και στο σκεπτικό της ως άνω διαταγής πληρωμής αναφέρεται αντιπροσωπεύει ληξιπρόθεσμο, απαιτητό, βέβαιο, εκκαθαρισμένο και τελεσιδίκως επιδικασθέν μέρος μόνο του υπολοίπου κεφαλαίου δανείου, δυνάμει της ως άνω σύμβασης δανείου, της ως άνω σύμβασης εγγύησης και της υπ’ αριθ. ………/2019 διαταγής πληρωμής του κ. Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς» και συνεπώς δεν επιτάχθηκε να καταβάλει με αυτήν  κάποιο ποσό τόκων. Όσον δε αφορά τους τυχόν κεφαλαιοποιηθέντες και εμπεριεχόμενους στο επιδικασθέν αυτό κεφάλαιο τόκους, ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν δύναται να προβληθεί παραδεκτά, καθώς η διαταγή πληρωμής με την οποία επιδικάστηκε η απαίτηση έχει, κατά τα συνομολογούμενα από τους διαδίκους, καταστεί τελεσίδικη. Σε κάθε περίπτωση, αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ’ αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση, συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται μεμονωμένα κονδύλια του λογαριασμού, δεδομένου ότι, αν ο λόγος της ανακοπής κριθεί βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ή της επιταγής προς πληρωμή, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον ως προς το ποσό για το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτουσες δεν αμφισβητούν ειδικά και συγκεκριμένα κάποιο από τα ποσά που αναφέρονται στην επιταγή προς πληρωμή, αλλά αμφισβητούν αυτά γενικώς και αορίστως, χωρίς να προσδιορίζουν ορισμένο κονδύλιο και το ποσό που όφειλαν να καταβάλουν. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος, όπως αυτός προβάλλεται, πέραν της αοριστίας του, πρέπει να απορριφθεί και ως μη νόμιμος. Η εκκαλουμένη, επομένως, που κατέληξε στο αυτό, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και ο πέμπτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Επιπλέον, με τον έκτο λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο έκτος λόγος ανακοπής, οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι για τους ίδιους πιο πάνω λόγους είναι αόριστη και, συνεπώς, άκυρη και η κατατασχετήρια έκθεση. Ο λόγος αυτός είναι επίσης απορριπτέος, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα στον πέμπτο λόγο, τα οποία δεν αναφέρονται εκ νέου προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων.

Με τον έβδομο λόγο έφεσης επαναφέρεται ο έβδομος λόγος ανακοπής με τον οποίο οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής  κατάσχεσης είναι άκυρη, διότι η κατά το άρθρο 927 ΚΠολΔ από 13-6-2024 εντολή της καθής δεν δόθηκε επάνω στο εκτελεστό απόγραφο της υπ΄αριθμ. ……../2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αλλά σε ξεχωριστό έντυπο, το οποίο δεν έχει καταστεί ενιαίο σώμα του απογράφου. Σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚΠολΔ για την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτείται επίδοση προς τον καθού η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση. Η επισπευδόμενη εκτέλεση χωρίς τέτοια επίδοση είναι άκυρη και χωρίς βλάβη του καθού η εκτέλεση, γιατί αφενός η επίδοση αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφετέρου δε διότι χωρίς την επίδοση αυτή δεν αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση. Διαφορετικό, όμως, είναι το ζήτημα της ακυρότητας της επιταγής ή της επίδοσης αυτής. Αν, δηλαδή, η επίδοση δεν έγινε σύμφωνα με τα οριζόμενα από το νόμο (άρθρα 122-143 ΚΠολΔ), επέρχεται ακυρότητα αυτής μόνο σε συνδυασμό με το στοιχείο της βλάβης, η οποία ελέγχεται από το Δικαστήριο όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από επίκλησή της από τον εναντιούμενο διάδικο. Η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 128 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης της επίδοσης μόνο στην περίπτωση, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου προκάλεσε στο διάδικο βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας και την οποία αυτός πρέπει να επικαλείται κατά τρόπο συγκεκριμένο, εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που τη συνιστούν, διαφορετικά ο ισχυρισμός του είναι απορριπτέος ως αόριστος (βλ. σχ. ΑΠ 279/2004 ΕλλΔνη 46.430, ΑΠ 156/2002 ΕλλΔνη 43.1385, ΑΠ 116/1998 ΕλλΔνη 39.557, ΑΠ 54/1995 ΕλλΔνη 37.111, ΑΠ 347/1995 ΕλλΔνη 37.1333, Μπρίνιας, Αναγκ. Εκτέλεση, παρ. 117, 149, Πελ. Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, Γενικό Μέρος, 1998, σελ. 246 επ). Στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως γίνεται στο δικόγραφο της ανακοπής επίκληση της συνδρομής στο πρόσωπο της δεύτερης των ανακοπτουσών δικονομικής βλάβης, η ύπαρξη της οποίας είναι αναγκαίο στοιχείο για την  κήρυξη της ακυρότητας της πράξης αυτής της εκτελεστικής διαδικασίας, σύμφωνα με τα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα. Συνεπώς, ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας και, συνακόλουθα απορριπτέος τυγχάνει και ο υπό κρίση λόγος έφεσης, καθότι στην αυτή απόφαση κατέληξε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ.3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ   μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης (ΟλΑΠ 12/2009). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν ή συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009).

Με τον όγδοο λόγο έφεσης, επαναφέρεται από τις εκκαλούσες ο πρόσθετος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο ζήτησαν να ακυρωθεί η διαδικασία της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης, καθότι η καθής ενήργησε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 281, 288 και 919 ΑΚ, ήτοι καταχρηστικά και ενάντια στην καλή πίστη. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι ήδη από το έτος 2020 ήρθαν σε συνεννοήσεις με την καθής για την οριστική ρύθμιση της οφειλής τους και προς αποφυγή της αναγκαστικής εκποίησης του ευρισκόμενου στην Ύδρα ακινήτου της δεύτερης των ανακοπτουσών, η οποία (ρύθμιση) θα συνέβαινε με τη λήψη δανείου εκ μέρους τους από τρίτη τράπεζα, αλλά και με την πώληση ενός σκάφους της πρώτης των ανακοπτουσών. Ότι, κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων και ενώ η πώληση του σκάφους ολοκληρώθηκε στις 21-6-2022 και κατά τις σχετικές συμφωνίες των συμβληθέντων σε αυτήν το τίμημα θα έπρεπε να έχει πιστωθεί, η καθής αποφάσισε να συνεχίσει την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν διαπιστώθηκε ότι η πρώτη των ανακοπτουσών έπεσε θύμα κακουργηματικής απάτης, με αποτέλεσμα να μην εισπράξει το τίμημα από την πώληση του σκάφους, και, κατά συνέπεια, να μην δύναται να καταβάλει το ποσό αυτό στην καθής, όχι από δική της όμως υπαιτιότητα. Ότι μετά το παραπάνω γεγονός η καθής διέκοψε κάθε επικοινωνία με τις ανακόπτουσες και ξεκίνησε άμεσα τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, καταχρηστικά και αντίθετα στην καλή πίστη. Τα ως άνω περιστατικά, όπως αυτά αναλύονται ειδικότερα στο υπό κρίση δικόγραφο και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Συγκεκριμένα, από τα γεγονότα που οι ίδιες οι εκκαλούσες παραθέτουν προκύπτει ότι η καθής όχι μόνο δεν άσκησε καταχρηστικά τα δικαιώματά της, αλλά εξάντλησε κάθε περιθώριο για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης και την αποφυγή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεχόμενη τις προτάσεις των εκκαλουσών για χρονικό διάστημα περίπου τριών ετών. Ωστόσο, όταν κατέστη σαφές ότι οι εκκαλούσες δεν ήταν σε θέση να τηρήσουν τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν, ήτοι την καταβολή ποσού 420.000 ευρώ από την πώληση του σκάφους, αλλά και ποσό  800.000 ευρώ προερχόμενο από τη λήψη δανείου από τρίτη Τράπεζα, η καθής άσκησε τα νόμιμα δικαιώματά της με την επιβολή της επίδικης κατάσχεσης. Περαιτέρω, από τα εξιστορούμενα από τις εκκαλούσες προκύπτει ότι η συναίνεση της καθής δεν ήταν σιωπηρή, αλλά ρητή και κάθε φορά για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, συνεπώς, μετά τη λήξη της διάρκειας και της τελευταίας «παράτασης» προκύπτουσας από την από 28-3-2023 επιστολή, ουδείς λόγος συνέτρεχε ώστε να δημιουργηθεί στις εκκαλούσες η πεποίθηση ότι η καθής δεν θα ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της. Επιπλέον, τα περιστατικά που επικαλούνται οι εκκαλούσες περί αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στα συμφωνηθέντα, λόγω ματαίωσης της πώλησης του σκάφους και, ειδικότερα, λόγω του ότι εξαπατήθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή, δίχως υπαιτιότητά τους, δεν δύναται να λειτουργήσουν εις βάρος της καθής. Τούτο διότι την πώληση του σκάφους χειρίστηκαν αποκλειστικά οι εκκαλούσες, χωρίς ανάμειξη της καθής, όταν δε διαπιστώθηκε η αδυναμία λήψης χρημάτων από την πώληση του σκάφους, ουδεμία εναλλακτική πρόταση συνεισέφεραν. Αντιθέτως, οι εκκαλούσες, όπως οι ίδιες ομολογούν, δεν κατέβαλαν ούτε το ποσό των 800.000 ευρώ που θα προέρχονταν από τραπεζικό δανεισμό. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν, εκ μέρους της καθής, υπέρβαση, και μάλιστα προφανή, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του ασκούμενου από αυτήν δικαιώματος, ενόψει και του ότι επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής της, ενεργώντας προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας αυτή ελεύθερα αποφασίζει. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος, όπως και ο λόγος έφεσης, καθότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον πρόσθετο λόγο της ανακοπής (έστω και αν χρησιμοποίησε επάλληλη αιτιολογία ).

Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ομοίως πρέπει να απορριφθεί και η σωρευόμενη αίτηση αναστολής ως άνευ αντικειμένου, καθόσον επ’ αυτής έχει εκδοθεί η προαναφερόμενη προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου τούτου, που ανέστειλε την πρόοδο της εκτέλεσης. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούσες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 176 παρ.1, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση και την σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που καταβλήθηκε από τις εκκαλούσες κατά την άσκηση της έφεσής τους.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια ευρώ (400 €).

Kρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, στις     4.12.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             H ΓPAMMATEAΣ