ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 634 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Σ.Φ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α)Της εκκαλούσας : Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο «………», (ΑΦΜ …………), που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής (οδός ………) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ουρανία Φουνταλή του Γεωργίου (ΑΜ ……….. Δ.Σ. Αθηνών).
Του εφεσίβλητου : ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Βλαχόπουλο του Γεωργίου -Μιχαήλ (ΑΜ ………. Δ.Σ. Αθηνών).
Β)Του εκκαλούντος : ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Βλαχόπουλο του Γεωργίου -Μιχαήλ (ΑΜ ……… Δ.Σ. Αθηνών).
Της εφεσίβλητης : Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» και διακριτικό τίτλο «……..», (ΑΦΜ …….), που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής (οδός …….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ουρανία Φουνταλή του Γεωργίου (ΑΜ ……. Δ.Σ. Αθηνών)
Ο εφεσίβλητος (στην υπό στοιχεία Α έφεση) και εκκαλών (στην υπό στοιχεία Β έφεση), με τις από α)28-12-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. …./Ε.Α.Κ. …/28-12-2023) και β)9-4-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …/9-4-2024) αγωγές, τις οποίες άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνουν δεκτές. Επί των ως άνω αγωγών εκδόθηκε η με αριθμό 337/23-1-2025 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές και δέχτηκε εν μέρει την πρώτη και εν όλω τη δεύτερη ως άνω αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή (απόφαση). Την απόφαση αυτή, προσβάλλουν οι ανωτέρω εκκαλούντες α)η εκκαλούσα (εναγόμενη) με την από 8-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ΑΚΕΜ …../10-4-2025) έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ … / ΕΑΚ …/16-4-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και β)ο εκκαλών (ενάγων) με την από 12-5-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ ΑΚΕΜ …./12-5-2025) έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ …/ ΕΑΚ …/15-5-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, παραστάθηκαν στο ακροατήριο και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι α) από 8-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ΑΚΕΜ …./10-4-2025) έφεση της εναγομένης των από 28-12-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. …./Ε.Α.Κ. …./28-12-2023) και 9-4-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …./9-4-2024) αγωγών και β) η από 12-5-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ ΑΚΕΜ ……/12-5-2025) έφεση του ενάγοντος των παραπάνω αγωγών, κατά της με αριθμό 337/23-1-2025 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου που συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω αγωγές κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 10-4-2025 και 12-5-2025 αντίστοιχα, καθόσον από τα διαδικαστικά έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση της οποίας μέχρι την άσκηση των ενδίκων εφέσεων, δεν παρήλθε διετία (άρθρα 19, 144 παρ. 1 και 2, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 2, 591 παρ. 1 και 7 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, οι κρινόμενες εφέσεις, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους (άρθρα 246, 524 παρ. 1, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7 του Κ.Πολ.Δ.).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 11, 14, 15, 19 παρ. 1α του Ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, με εκείνες της υπ’ αριθμ. 1/2011 οδηγίας (Απόφαση Α.Π.Δ.Π.Χ. Γ/ΕΞ/2274/2011, που αντικατέστησε την υπ’ αριθμ. 1122/2000 Οδηγία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα “για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης”, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 1α του πιο πάνω νόμου και τροποποιήθηκε με τη μεταγενέστερη υπ’ αριθμ. 2162/2005 όμοια), και τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του ν. 3917/2011, η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας από δημόσιες αρχές, ΟΤΑ, φυσικά ή νομικά πρόσωπα στους χώρους που διαχειρίζονται επιτρέπεται για το σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και τις κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδονται από την Αρχή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχ. α’ του ν. 2472/1997 και τις αιτιολογικές σκέψεις 1417 στο προοίμιο της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, τα δεδομένα ήχου και εικόνας, εφόσον αναφέρονται σε πρόσωπα, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Εξάλλου, η αποθήκευση και διαβίβαση εικόνας προσώπου, η οποία συλλέγεται από σύστημα βιντεοεπιτήρησης, που λειτουργεί μόνιμα, συνεχώς ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σε κλειστό ή ανοικτό χώρο συγκέντρωσης ή διέλευσης προσώπων, συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και μάλιστα εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη κατά την έννοια των άρθρων 2 στοιχ. δ’ και 3 παρ. 1 του ν. 2472/1997. Περαιτέρω, η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με συστήματα βιντεοεπιτήρησης συνιστά περιορισμό του ατομικού δικαιώματος προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών δεδομένων, το οποίο καθιερώνεται από το άρθρο 9Α του Συντάγματος. Έτσι η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης σε χώρους που δεν είναι δημόσιοι αλλά είναι προσβάσιμοι στο κοινό πρέπει να γίνεται μετά από ουσιαστική αξιολόγηση της αναγκαιότητας της συγκεκριμένης επεξεργασίας σε σχέση (α) με τον κίνδυνο που ο υπεύθυνος επεξεργασίας επιδιώκει να αντιμετωπίσει και (β) με το μέγεθος της επίπτωσης στην ιδιωτική ζωή των προσώπων που αφορά. Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει και τη διερεύνηση ηπιότερων μέσων ασφάλειας προσώπων και αγαθών. Εξάλλου, η άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2472/1997, (άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2472/1997). Ως αποκλειστικά προσωπική ή οικιακή δραστηριότητα νοείται εκείνη που αναφέρεται στο ιδιωτικό πεδίο δράσης ενός προσώπου ή μιας οικογένειας, δηλαδή εκείνη που δεν εμπίπτει στην επαγγελματική ή/και εμπορική του δραστηριότητα και δεν έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τη συστηματική διαβίβαση ή τη διάδοση δεδομένων σε τρίτους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που γίνεται ανάρτηση στο διαδίκτυο ή δημοσίευση σε εφημερίδες του συλλεγέντος οπτικοακουστικού υλικού. Δεν θεωρείται, όμως, αποκλειστικά προσωπική ή οικιακή δραστηριότητα η λήψη και επεξεργασία εικόνας ή και ήχου με σύστημα βιντεοεπιτήρησης που είναι εγκατεστημένο σε ιδιωτική οικία, όταν το πεδίο ελέγχου της κάμερας περιλαμβάνει εξωτερικούς δημόσιους ή κοινόχρηστους χώρους, όπως – μεταξύ άλλων – είναι και οι δημοτικές ή κοινοτικές οδοί που τον περιβάλλουν, ή άλλοι γειτονικοί ιδιωτικοί χώροι ανήκοντες σε τρίτους, και παρέχεται στον ιδιοκτήτη του η δυνατότητα λήψεως, αποθηκεύσεως ή άλλης περαιτέρω επεξεργασίας της εικόνας τρίτων προσώπων που τους χρησιμοποιούν ελεύθερα, σύμφωνα με τον προορισμό τους, διότι τότε δεν πρόκειται για επεξεργασία προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων αυτού τούτου του προσώπου που την ενεργεί μέσα στον ιδιωτικό του χώρο αλλά για λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που δεν έχουν σχέση με το χώρο, αυτό. Η τελευταία επεξεργασία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997 και, επειδή προσβάλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του τρίτου, κατ’ αρχήν απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση όμως αυτή επιτρέπεται, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου της, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις : α) αποσκοπεί στην προστασία προσώπων ή αγαθών, β) είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού στον οποίο αποβλέπει, με την έννοια ότι αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά με άλλα λιγότερο επαχθή (στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας) για το υποκείμενο της επεξεργασίας μέσα, γ) το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου της επεξεργασίας υπερέχει καταφανώς των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υποκειμένων αυτής και η επεξεργασία δεν βλάπτει τις προσωπικές τους ελευθερίες, δ) ο υπεύθυνος της επεξεργασίας έχει γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα την εγκατάσταση του κλειστού κυκλώματος και την έναρξη της λειτουργίας του με όλα τα στοιχεία που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 2472/1997 και ε) με την ανάρτηση ευδιάκριτων πινακίδων, αυτός έχει επισημάνει στα υποκείμενα της επεξεργασίας το χώρο που εμπίπτει στην εμβέλεια της κάμερας και βιντεοσκοπείται, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997. Η μη τήρηση ή μη συνδρομή μιας οποιασδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις καθιστά παράνομη την δια κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και κάμερας εγκατεστημένων σε ιδιωτικό χώρο λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που διέρχονται έξω από αυτόν, όπως μεταξύ άλλων είναι και η εικόνα τους, ως προσβάλλουσα το δικαίωμα της προσωπικότητάς τους, και δικαιούνται αυτά, κατ’ άρθρο 57 ΑΚ, να αξιώσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβάλλοντος. Εξάλλου, στο άρθρο 10 του ίδιου πάντοτε νόμου ορίζεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη και στο άρθρο 22 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα (παρ. 4). Στο άρθρο 23 παράγραφος 1 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, σε περίπτωση πλειόνων υπαιτίων προσώπων, δημιουργείται, μεταξύ τους, παθητική εις ολόκληρον ευθύνη, και καθένα φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που, από κοινού με άλλο, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, προκαλεί ηθική βλάβη, είναι υποχρεωμένο, εις ολόκληρον, να καταβάλει αυτήν. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον (ΑΠ 163/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ίδιου κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57 ΑΚ το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Για την προστασία της προσωπικότητος δεν απαιτείται η ύπαρξη υπαιτιότητος, δόλου ή αμελείας, αυτού που προσβάλλει, η οποία όμως (υπαιτιότητα) απαιτείται για την αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 παρ. 3 Α.Κ. παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (914 επ. Α.Κ.). Προσβολή δε της προσωπικότητος με αδικοπραξία πραγματώνεται και με ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, όπως και απειλή, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 – 363, 333 του Π.Κ. (ΑΠ 1212/2018, ΑΠ 1806/2013). Περαιτέρω, με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ, προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του ανθρώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή αυτής σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων είναι : (α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, (β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και (γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας. Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (ΑΠ 874/2023). Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά το νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και πάντως μικρότερο απ` αυτό της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς συνέπειες (Ολ ΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 1593/2022, ΑΠ 1248/2018, ΑΠ 909/2017). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 84/2025, ΑΠ 1416/2022, ΑΠ 41/2021, ΑΠ 109/2019).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 28-12-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. …../Ε.Α.Κ. ……./28-12-2023) αγωγή ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος της Α έφεσης -εκκαλών της Β έφεσης, ισχυρίστηκε ότι στις 4-10-2016, δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας της Α έφεσης -εφεσίβλητης της Β έφεσης, προσλήφθηκε για να παρέχει την εργασία του στην τελευταία, η οποία παρέχει υπηρεσίες εκτελωνισμού και διαδικτύου, με την ειδικότητα του γραφίστα, εργαζόμενος επί πενθήμερο για οκτώ ώρες ημερησίως έναντι συνολικής αμοιβής (μικτά) του ποσού των 2.212,39 ευρώ κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι κατά τη διάρκεια της παροχής της εργασίας του εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου και συγκεκριμένα εργαζόταν για δέκα ώρες ημερησίως και η εναγόμενη δεν του κατέβαλε την αντίστοιχη προσαυξημένη αμοιβή και από την 16-3-2020 παρείχε την εργασία του με τηλεργασία. Ότι κατά το χρονικό διάστημα της παροχής της εργασίας του στην επιχείρηση της εναγομένης μέχρι την 16-3-2020 η τελευταία είχε εγκαταστήσει παράνομα στον χώρο εργασίας κλειστό κύκλωμα καταγραφής εικόνας και ήχου το οποίο εστίαζε στην θέση του χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει από προηγούμενη ενημέρωσή του και χωρίς συναίνεσή του. Ότι δεν του κατέβαλε για το μήνα Νοέμβριο του έτους 2023 και για επίδομα Χριστουγέννων τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά. Ζητούσε δε με την ανωτέρω αγωγή, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 43.316,25 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και επίδομα Χριστουγέννων, για αμοιβή υπερεργασίας, για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, για δαπάνη τηλεργασίας καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη παρακολούθησή του μέσω καμερών κατά την παροχή της εργασίας του, όπως κάθε ειδικότερο κονδύλιο αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, επικουρικά δε σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας ζήτησε τα ανωτέρω ποσά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Περαιτέρω ο ενάγων με την από 9-4-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. ……./Ε.Α.Κ. …/9-4-2024) αγωγή, επικαλούμενος τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά ισχυρίστηκε ότι η εναγομένη δεν του κατέβαλε για τους μήνες από Δεκέμβριο του έτους 2023 έως το μήνα Μάρτιο του έτους 2024 το σύνολο των συμβατικών του αποδοχών, όπως κάθε κονδύλιο αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής και ζητούσε με την τελευταία, μετά την παραίτηση από το δεύτερο αίτημα περί δαπάνης τηλεργασίας ύψους 84 ευρώ, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλλει το συνολικό ποσό των 3.694,01 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, όπως κάθε ειδικότερο κονδύλιο αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής με το νόμιμο τόκο από το χρόνο που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις αγωγές, έκρινε αυτές παραδεκτές και νόμιμες και μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 28-12-2023 (ΓΑΚ …./2023, ΕΑΚ ……./2023) αγωγή υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.932,14 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε ειδικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό και επίσης έκανε δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 9-4-2024 (ΓΑΚ …./2024, ΕΑΚ ……/2024) αγωγή υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.694,01 ευρώ με το νόμιμο τόκο από το χρόνο που κάθε ειδικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, ενώ επέβαλε σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα τα οποία όρισε στο ποσό των 300 ευρώ και 400 ευρώ αντίστοιχα και κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις. Κατά τη απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τους οι διάδικοι των ως άνω αγωγών για τους αναφερόμενους σε κάθε έφεση λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν αφενός μεν η εκκαλούσα της από 8-4-2025 (ΓΑΚ ……/2025, ΕΑΚ …./2025) έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθούν ως αβάσιμες οι ως άνω αγωγές καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, αφετέρου δε ο εκκαλών της από 12-5-2025 (ΓΑΚ …./2025, ΕΑΚ …./2025) έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που απέρριψε την από 28-12-2023 (ΓΑΚ …./2023, ΕΑΚ …./2023) αγωγή και να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της ως κατ΄ουσίαν βάσιμη καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Από την εκτίμηση της ένορκης εξέτασης της μάρτυρος που εξετάστηκε σο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού (η εναγόμενη δεν πρότεινε την εξέταση μάρτυρα), τις με αριθμ. πρωτ. ΔΣΑ ΕΒ ….., …., …../30.09.2024 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών ……… (ΑΜ ….), οι οποίες λήφθηκαν νόμιμα με επιμέλεια του ενάγοντος, τις με αρ. πρωτ. ΔΣΑ ΕΒ .., …, …./20.05.2024 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών ………. (ΑΜ …), οι οποίες λήφθηκαν νόμιμα με επιμέλεια της εναγομένης και της με αρ. πρωτ. ΔΣΑ ΕΒ ………../8-10-2024 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της ίδιας ως άνω δικηγόρου που λήφθηκε νόμιμα με επιμέλεια της εναγομένης προς αντίκρουση ισχυρισμών του αντιδίκου της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και λαμβάνεται υπόψη (βλ. ΑΠ 308/2020), απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του εκκαλούντος (ενάγοντος) που προβάλλονται με τον σχετικό λόγο της έφεσής του, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ αυτών και των φωτογραφιών που προσκομίζονται από την εναγόμενη και η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 448 παρ. 2, 449 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στις 4-10-2016 μεταξύ των διαδίκων ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος -εκκαλών, προσλήφθηκε από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα -εφεσίβλητη, προκειμένου να παρέχει την εργασία του με την ειδικότητα υπαλλήλου γραφείου και ειδικότερα ως γραφίστας, καθόσον η εναγόμενη είχε ως αντικείμενο εργασιών πέραν των εκτελωνισμών και την έκδοση λογισμικού εφαρμογών, υπηρεσίες δημιουργίας ιστοσελίδων στο διαδίκτυο κτλ. και η εργασία του ενάγοντος συνίστατο στη δημιουργία περιεχομένου γραφιστικών, εικόνων και βίντεο και το σχεδιασμό ιστοσελίδων για τους πελάτες της εναγομένης. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τους πίνακες προσωπικού της εναγομένης, ο ενάγων εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή και για τις ώρες από 09:00 έως 17:00 και η μηνιαία αμοιβή του ανερχόταν, σύμφωνα με τους ανωτέρω πίνακες, από την 4-10-2016 στο ποσό των 771,86 ευρώ, από την 1-1-2022 στο ποσό των 795,60 ευρώ, από την 1-5-2022 στο ποσό των 855,60 ευρώ, από την 1-4-2023 στο ποσό των 1.014 ευρώ και από την 1-10-2023 στο ποσό των 1.274,85 ευρώ, σύμφωνα άλλωστε και με την από 1-10-2023 τροποποίηση των όρων της σύμβασης εργασίας του. Ωστόσο, παρά τα όσα δηλώνονταν στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και στον ΕΦΚΑ, από τα αντίγραφα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ του ενάγοντος και αφενός του εκπροσώπου της εναγομένης, ………, αφετέρου της …………, υπαλλήλου του λογιστηρίου, αποδεικνύεται ότι υπήρχε άλλη άτυπη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, ενώ διδόταν και ένα μέρος του μισθού του ενάγοντος εκτός του τραπεζικού λογαριασμού όπου κατατίθετο το ποσό του μισθού του. Από την από 22/4/2022 συζήτηση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που προσκομίζεται μεταξύ της ……… και του ενάγοντος, αποδεικνύεται ότι είχε συμφωνηθεί τα 900 ευρώ να δίδονται απευθείας στον ενάγοντα σε μετρητά και το υπόλοιπο των 1.000 ευρώ καθαρά καταβάλλονταν στον τραπεζικό λογαριασμό του, όπως αποδεικνύεται και από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αποδείξεις εξόφλησης μισθοδοσίας. Από τις ανωτέρω συνομιλίες ηλεκτρονικών μηνυμάτων αποδεικνύεται ότι η άτυπη συμφωνία ίσχυε παράλληλα με τα όσα δηλώνονταν στους προαναφερόμενους πίνακες προσωπικού, ενώ η ανωτέρω συμφωνία εξυπηρετούσε αμφότερες τις διάδικες πλευρές, ως προς τη φορολόγηση. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι, η εναγόμενη συμβλήθηκε με την ασφαλιστική εταιρεία «………….» σε ένα εταιρικό ομαδικό συνταξιοδοτικό/αποταμιευτικό πρόγραμμα σε ορισμένους εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, όπως προκύπτει από το με αρ. ……../25-52017 ομαδικό ασφαλιστήριο με ασφαλίστρια την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία, λήπτρια της ασφάλισης την εναγόμενη και ασφαλισμένους τους εργαζόμενους που αφορούσε, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι το παραπάνω πρόγραμμα ασφάλισης αποτελούσε μία επιπλέον άτυπη οικειοθελή παροχή της εναγομένης προς τους εργαζομένους της και έγινε με σκοπό της φορολογικής απαλλαγής της εναγόμενης ως προς τα ποσά των καταβαλόμενων ασφαλίστρων. Μετά τη διακοπή του ανωτέρω προγράμματος ο ενάγων έλαβε το δικαιούμενο ποσό των 3.245,56 ευρώ και όταν ζητήθηκε από την εναγόμενη να το καταβάλει στην τελευταία, ο ενάγων αρνήθηκε και εξαιτίας της ως άνω αρνήσεώς του η εναγόμενη έπαυσε να του καταβάλει σε μετρητά το επιπλέον του μισθού του, ενώ μέχρι τον Οκτώβριο του 2023 η μεταξύ τους συμφωνία τηρείτο κανονικά. Σύμφωνα με τη συμφωνία των διαδίκων που αποδεικνύεται, όπως αναφέρθηκε, οι καθαρές αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται σε 1.900 ευρώ και επί αυτού του ποσού πρέπει να υπολογισθούν οι εισφορές και τα δώρα, καθώς από την 1-3-2022 και εντεύθεν, ο μισθός του ενάγοντος ανέρχεται σε 2.212,39 ευρώ μικτά (1.900 ευρώ «καθαρές» αποδοχές + 312,39 ευρώ εισφορές ασφαλισμένου [14,12% – μικτά ένσημα ΙΚΑ-ΤΕΑΜ] = 2.212,39 ευρώ). Συνεπώς, παρά τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη αποδείξεις εξόφλησης μισθοδοσίας από Νοέμβριο 2023 και έπειτα, η εναγόμενη όφειλε στον ενάγοντα τα εξής ποσά : α) 937,54 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές Νοεμβρίου 2023 (2.212,39 μισθός μεικτός- 1.274,85 που έλαβε) και β) 976,60 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2023 [2.304,56 (2.212,39Χ 1,04166) – 1.327,96 που έλαβε), νομίμως εντόκως από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε παροχής, ήτοι από 30-11-2023 για το μισθό Νοεμβρίου και από 31-12-2023 για το επίδομα Χριστουγέννων, ήτοι συνολικά 1.914,14 ευρώ, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου της από 8-4-2025 (ΓΑΚ …../2025, ΕΑΚ ……/2025) έφεσης της εκκαλούσας (εναγομένης). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα για δεδουλευμένες αποδοχές μηνών Δεκεμβρίου 2023 έως και Μαρτίου 2024 τα εξής ποσά: α) για αποδοχές Δεκεμβρίου 2023, το ποσό των 881,39 (1.986,25-1.104,86) ευρώ, καθώς δικαιούται 1.986,25 ευρώ για τον μήνα Δεκέμβριο 2023 [(13 εργάσιμα ημερομίσθια Χ 88,50 ευρώ έκαστο = 1.150,500 + (132,75 για αποδοχές ασθενείας 3 ημερών {88,50 Χ3Χ50%}) + (796,50 για αποδοχές ασθενείας 9 ημερών {88,50 Χ9}) – 93,50 που έλαβε από τον ΕΦΚΑ ως επίδομα ασθενείας), ενώ έλαβε 1.104,86 ευρώ [που αντιστοιχούν σε 662,92 ευρώ για αποδοχές 13 εργάσιμων ημερών +441,94 για αποδοχές ασθενείας 12 ημερών (535,44 -93,50 που έλαβε από τον ΕΦΚΑ ως επίδομα ασθενείας)], β) για αποδοχές Ιανουαρίου 2024, το ποσό των 937,54 ευρώ (2.212,39 ευρώ μεικτά -1.274,85 που έλαβε), γ) για αποδοχές Φεβρουαρίου 2024, το ποσό των 937,54 ευρώ (2.212,39 ευρώ μεικτά -1.274,85 που έλαβε) και δ) για αποδοχές Μαρτίου 2024, το ποσό των 937,54 ευρώ (2.212,39 ευρώ μεικτά 1.274,85 που έλαβε), ήτοι το συνολικό ποσό των 3.694,01 ευρώ, νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε παροχής, ήτοι από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα για τον αντίστοιχο μισθό. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και τις αποδείξεις ορθά εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου της έφεσης της εκκαλούσας –εναγομένης. Περαιτέρω, από την ένορκη εξέταση της μάρτυρος που εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, …………., αποδεικνύεται ότι η ίδια εργάστηκε στην εναγόμενη εταιρία από το μήνα Οκτώβριο του 2016 έως τον Ιανουάριο 2024, και είχε προσωπική αντίληψη για το ωράριο εργασίας του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα μέχρι τον Μάρτιο του 2020, όταν ο τελευταίος ξεκίνησε να εργάζεται μέσω τηλεργασίας και για το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 2020 τα όσα καταθέτει τα γνωρίζει από διηγήσεις του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου, καθόσον δεν αποδείχθηκαν έκτακτα περιστατικά κατά τα οποία ο ενάγων έπρεπε να εξυπηρετήσει πελάτες της εταιρείας που εργάζονταν πέραν του νομίμου ωραρίου εργασίας του, ενώ κατά το χρονικό διάστημα της πανδημίας μετά την 20-3-2020 δεν υπήρχαν έκτακτα περιστατικά, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης του εκκαλούντος ενάγοντος με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης αποδεικνύεται ότι για το χρονικό διάστημα μετά την 20-3-2020 ο ενάγων παρείχε την εργασία του από την οικία του (τηλεργασία) χωρίς να υπάρξει ειδικότερη συμφωνία κάλυψης των εξόδων του από την εναγόμενη, η οποία έπρεπε σύμφωνα με το άρθρο 5 ν. 3846/2020 να καταβάλει το κόστος που προκαλείται στον μισθωτό από τη μορφή αυτή εργασία και ειδικότερα των τηλεπικοινωνιών. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι το μηνιαίο κόστος αυτής της μορφής εργασίας ανερχόταν στο ποσό των 28 ευρώ για την συνδρομή διαδικτύου, συντήρηση ηλεκτρονικού υπολογιστή, και των περιφερειακών συστημάτων. Έτσι το συνολικό ποσό για την ανωτέρω αιτία και για το χρονικό διάστημα από 11-5-2020 έως 30-11-2021 ανέρχεται σε 518 ευρώ το οποίο η εναγόμενη οφείλει να το καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη είχε εγκαταστήσει κλειστό κύκλωμα καταγραφής εικόνας όχι στην είσοδο της εταιρείας για τον έλεγχο των εισερχομένων και εξερχομένων στην έδρα της εταιρείας, για την ασφάλεια των εργαζομένων και της έδρας της εναγομένης εν γένει, δεδομένης της τοποθεσίας της έδρας, αλλά στους χώρους εργασίας των εργαζομένων. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η παραπάνω μάρτυρας που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εργαζόταν αρχικά στη γραμματειακή υποστήριξη της εναγομένης, είχε πρόσβαση στις κάμερες που είχαν τοποθετηθεί στο χώρο εργασίας στο γραφείο των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, στον τρίτο όροφο, ενώ είχε οπτική επαφή της εισόδου της πολυκατοικίας μέσω του θυροτηλεφώνου με κάμερα. Συγκεκριμένα αποδεικνύεται ότι υπήρχε κάμερα που εστίαζε στη θέση εργασίας του ενάγοντος, ώστε να ελέγχεται η απόδοσή του και η αδιάλειπτη και απρόσκοπτη ενασχόληση του με αντικείμενο της εργασίας του στην εναγόμενη. Σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη σχετική μείζονα σκέψη, η τοποθέτηση τέτοιου κυκλώματος εφόσον δεν εξυπηρετεί άλλον υπέρτερο σκοπό, δεν είναι απαραίτητη εντός του χώρου εργασίας και παραβιάζει την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 Γενικού Κανονισμού Προσωπικών Δεδομένων και του άρθρου 27 του Ν. 4624/2019, δεδομένου ότι η τοποθέτηση κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης εντός του χώρου εργασίας δεν αποτελεί τρόπο προστασίας των εργαζομένων λόγω της εγκληματικότητας της περιοχής, ούτε θα μπορούσε να αποτρέψει τυχόν εξωγενείς κινδύνους λόγω της επικινδυνότητας της περιοχής, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη. Συνεπώς από την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά της εναγομένης δια των προστηθέντων της, προσβάλλεται το δικαίωμα στην προσωπικότητα του ενάγοντος, καθώς χωρίς ουδέποτε να ενημερωθεί και να συναινέσει σε αυτό, καταγράφονταν οι κινήσεις του, με σκοπό την επίβλεψη της εργασίας του από την εναγομένη, κατά το χρόνο που εργαζόταν στο χώρο της έδρας της τελευταίας, για το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου 2018 έως 15 Μαρτίου 2020, όπως αιτείται ο ενάγων με την υπό κρίση υπό στοιχείο Α αγωγή του, δεδομένου ότι έχει παραγραφεί η αξίωση του για το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την από 4 Οκτωβρίου 2024 βεβαίωση του …………. (ο οποίος διατηρεί κατάστημα εμπορίας και εγκατάστασης ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας και διενήργησε επισκευή του κυκλώματος τηλεόρασης της εναγομένης στην έδρα της στις 20-6-2024), καθώς από αυτή δεν αποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο έχουν τοποθετηθεί οι κάμερες και πού εστιάζουν, ενώ επειδή δεν φέρεται το κύκλωμα να καταγράφει ήχο από τον Ιούνιο του έτους 2024, αυτό δεν αποδεικνύει τι συνέβαινε το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ενώ σε κάθε περίπτωση η μη καταγραφή ήχου δεν επιτρέπει την χωρίς άλλο καταγραφή δεδομένων. Έτσι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη ο ενάγων εξαιτίας της προαναφερόμενης παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης, προσβλήθηκε η προσωπικότητά του και είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθική βλάβης που υπέστη. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες τέλεσης του ως άνω αδικήματος από την εκκαλούσα, το αγαθό που προσβλήθηκε σε συνδυασμό με την διάρκεια τέλεσής της, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα το ποσό των 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το οποίο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων κρίνεται εύλογο (άρθρα 25 παρ. 3 Σ., 932 του ΑΚ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο παραπονείται ως προς το ύψος της επιδικασθείσης σ’ αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως, ισχυριζόμενος ότι έπρεπε να του επιδικαστεί ακόμη μεγαλύτερο ποσό, καθώς και του σχετικού λόγου της εφέσεως της εναγομένης, με τον οποίο παραπονείται για τη βασιμότητα του αγωγικού αυτού κονδυλίου. Ακόμη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της από 8-4-2025 (ΓΑΚ ……./2025, ΕΑΚ …./2025) έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα -εναγόμενη επαναφέρει τη σχετική ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος που προβλήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με τις προτάσεις της, καθόσον μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου στην άσκηση της αγωγής του, χωρίς τη συνδρομή άλλως περιστατικών δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των εφέσεων προς έρευνα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια εν σχέσει με τα ανωτέρω και έκανε εν μέρει δεκτή την πρώτη αγωγή ως ουσία βάσιμη και δεκτή τη δεύτερη αγωγή ως ουσία βάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι των εφέσεων που υποστηρίζουν τα αντίθετα, καθώς και οι εφέσεις στο σύνολό τους ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες και τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε κάθε έφεση, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων κάθε έφεσης αντίστοιχα, λόγω της ήττας τους (άρθρα 191 παρ. 2, 183, 176 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, το υποβληθέν από την εκκαλούσα – εναγομένη με το δικόγραφο της εφέσεως, νόμιμο κατ’ άρθρον 914 ΚΠολΔ, αίτημα, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν συμμορφωθεί εκουσίως με την προσωρινά εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης και καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.496,16 ευρώ, εφόσον γίνει δεκτή η έφεσή της και απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου της, είναι άνευ αντικειμένου και πρέπει να απορριφθεί, ενόψει του ότι, με την παρούσα απόφαση απορρίφθηκαν οι ανωτέρω εφέσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από α) 8-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ΑΚΕΜ …./10-4-2025) και β) από 12-5-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ ……/ ΑΚΕΜ …./12-5-2025) εφέσεις, κατά της με αριθμό 337/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας ως ακολούθως : 1) στην από 8-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …../ΑΚΕΜ …../10-4-2025) έφεση, υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ και 2) στην από 12-5-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ ΑΚΕΜ …./12-5-2025) έφεση, υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29 Οκτωβρίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ