Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 633/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης  633 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Σ.Φ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Α)Των εκκαλούντων : 1) ……………, 2) ……….. και 3)Ανώνυμης Ασφαλιστικής και Αντασφαλιστικής Εταιρίας, με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………», (ΑΦΜ ……..), που εδρεύει στην …. Αττικής (……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Γεώργιο Τσούτσο του  Λουκά (ΑΜ …. Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.

Της εφεσίβλητης : …………… η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αλέξανδρου -Χαράλαμπου Μπαλάσκα του Παναγιώτη (ΑΜ ……… Δ.Σ. Πειραιώς).

Β)Της εκκαλούσας :  ……….. η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αλέξανδρου -Χαράλαμπου Μπαλάσκα του Παναγιώτη (ΑΜ ……….. Δ.Σ. Πειραιώς).

Των εφεσίβλητων : 1) ………. 2) ………….. και 3)Ανώνυμης Ασφαλιστικής και Αντασφαλιστικής Εταιρίας, με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «……….», (ΑΦΜ ……….), που εδρεύει στην ……… Αττικής (………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Γεώργιο Τσούτσο του  Λουκά (ΑΜ ……. Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.

Η εφεσίβλητη (στην υπό στοιχεία Α έφεση) και εκκαλούσα (στην υπό στοιχεία Β έφεση), με την από 20-7-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. …./Ε.Α.Κ. …../2-8-2024) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 279/16-1-2025 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχτηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή (απόφαση). Την απόφαση αυτή, προσβάλλουν οι ανωτέρω εκκαλούντες α)οι εκκαλούντες (εναγόμενοι) με την από 14-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ΕΑΚ …../14-4-2025) έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ …./ ΕΑΚ …./14-4-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και β)η εκκαλούσα (ενάγουσα) με την από 16-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …../ ΑΚΕΜ …/22-4-2025) έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ …/ ΕΑΚ …./6-6-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων -εφεσίβλητων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε τις από 30-9-2025 μονομερείς δηλώσεις του, αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης -εκκαλούσας παραστάθηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι α) η από 14-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ΕΑΚ …/14-4-2025) έφεση των εναγομένων της από 20-7-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …/2-8-2024) αγωγής και β) η από 16-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ ΑΚΕΜ …./22-4-2025) έφεση της ενάγουσας της παραπάνω αγωγής, κατά της με αριθμό 279/16-1-2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ. του Κ.Πολ.Δ., αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 14-4-2025 και 22-4-2025, αντίστοιχα, (άρθρα 19, 144 παρ. 1 και 2, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 2, 591 παρ. 1 και 7 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας στους εναγομένους στις 4-4-2025, 26-3-2025 και 21-3-2025 αντίστοιχα (βλ. τις με αριθμ. ……/4-4-2025,  ……/26-3-2025 και ……./21-3-2025 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …….). Επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο για κάθε έφεση αντίστοιχα (δυνάμει των με αριθ. ……….. και ……….. παραβόλων αντίστοιχα), σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί των εφετηρίων αντίστοιχα, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β Κ.Πολ.Δ.. Επομένως, οι κρινόμενες εφέσεις, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους (άρθρα 246, 524 παρ. 1, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7 του Κ.Πολ.Δ.).

Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 και 914 Α.Κ., προκύπτει ότι, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 Α.Κ.). Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Μόνη δε η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε, ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 309/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 49/2019, ΑΠ 199/2018, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 1754/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) «Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν µε σύνεση και µε διαρκώς τεταµένη την προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, στα άτομα µε ειδικές ανάγκες και γενικώς στα πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια και να µην προκαλούν γενικά µε τη συµπεριφορά τους τρόµο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών, στους παρόδιους ή στους κατοικούντες πλησίον αυτών». Ακόμη, στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρο 19 του ως άνω νόµου προβλέπεται ότι «1. Ο οδηγός οδικού οχήµατος επιβάλλεται να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήµατός του ώστε να µπορεί σε κάθε στιγµή να εκτελεί τους απαιτούµενους χειρισµούς. 2. Ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθµίζει την ταχύτητα του οχήµατός του λαµβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαµόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. 3. Ιδιαίτερα, ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, στις στροφές, πλησίον των σχολείων, πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων (…). Την αυτή επίσης υποχρέωση έχει κατά τη διέλευσή του από στενές διόδους και αν η διασταύρωσή του με άλλα οχήματα καθίσταται δυσχερής, όταν υπάρχουν ζώα επί της οδού που παρουσιάζουν σημεία ταραχής, κατά τη διέλευσή του από κατοικημένες περιοχές, αν πεζοί, που βρίσκονται στην τροχιά του, καθυστερούν να απομακρυνθούν, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας, ενώ στο άρθρο 39 παρ. 1 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι «Όλοι οι οδηγοί πρέπει να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς». Tέλος, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ανωτέρω νόμου (ΚΟΚ) «1. Οι πεζοί υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τα πεζoδρόμια ή τα ειδικά γι’ αυτούς ερείσματα. Κατ’ εξαίρεση μπορούν να χρησιμοποιούν το οδόστρωμα, αφού λάβουν τις αναγκαίες προφυλάξεις (…). 2. Αν δεν είναι αδύνατη η χρησιμοποίηση των πεζoδρoμίων ή των ερεισμάτων, που προορίζονται για τους πεζούς ή δεν υπάρχουν πεζοδρόμια ή ερείσματα, οι πεζoί μπορούν να βαδίζουν στο οδόστρωμα, κατά τρόπον ώστε να μην παρεμποδίζουν την κυκλοφορία (…). 3. Οι πεζοί που χρησιμοποιούν το οδόστρωμα, υποχρεούνται να βαδίζουν αντίθετα με την κατεύθυνση της κυκλοφορίας και όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο άκρο του οδοστρώματος, εκτός αν κατ’ αυτόν τον τρόπο κινδυνεύουν η δεν το επιτρέπουν ειδικές περιστάσεις (…). Οι πεζοί που βαδίζουν στο οδόστρωμα, αν δεν σχηματίζουν πομπή, υποχρεούνται να βαδίζουν σε απλό στοίχο, όταν το απαιτεί η ασφάλεια της κυκλοφορίας, εξαιτίας των συνθηκών ορατότητας, της πυκνότητας ή άλλων λόγων (…)».  Επίσης κατά το άρθρο 932 Α.Κ., σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήριο, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της δικαιοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το “εύλογο” του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932), είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 184/2021, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020, ΑΠ 553/2019, ΑΠ 944/2017). Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “εύλογου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 140/2025, ΑΠ 176/2025, ΑΠ 1021/2022). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β’ του Α.Κ., κατ` εξαίρεση του γενικού κανόνα ότι δεν αποκαθίσταται η ζημία του εμμέσως ζημιωθέντος, επί θανατώσεως προσώπου, υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση και έναντι τρίτου, ο οποίος κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή και στερήθηκε εξαιτίας του θανάτου του το δικαίωμα αυτό. Η αξίωση που απορρέει από την ως άνω διάταξη είναι γνήσια αξίωση αποζημιώσεως και όχι διατροφής και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο διατροφής στη θέση που θα βρισκόταν, αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος να τον διατρέφει. Επομένως, από απόψεως εκτάσεως, η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλλει ο θανατωθείς, στο δικαιούχο της διατροφής (ΑΠ 330/2024, ΑΠ 87/2018). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1508 του Α.Κ. : “Το τέκνο εφόσον αποτελεί μέλος του οίκου των γονέων του και ανατρέφεται ή διατρέφεται από αυτούς υποχρεούται να παρέχει στους γονείς του για τη διοίκηση του οίκου ή την άσκηση του επαγγέλματος τους, υπηρεσίες ανάλογες με τις δυνάμεις του και τις βιοτικές συνθήκες του ίδιου και της οικογένειας του”. Για την εφαρμογή του άρθρου 1508 του Α.Κ., εκτός από την ιδιότητα του μέλους του γονικού οίκου, η διάταξη επιβάλλει και δύο άλλες, διαζευκτικά διατυπωμένες, προϋποθέσεις : το παιδί υπέχει την υποχρέωση παροχής υπηρεσιών στους γονείς, εφόσον ανατρέφεται ή διατρέφεται από αυτούς. Η πρώτη αφορά μόνο τα ανήλικα, η δεύτερη καταλαμβάνει και τα ενήλικα. Η παροχή διατροφής από τους γονείς ή από τον γονέα με τον οποίο συνοικεί το παιδί, μπορεί να είναι εκούσια ή να επιβάλλεται κατ` άρθρο 1485 επ. του Α.Κ.. Έτσι, σε περίπτωση θανάτωσης του τέκνου τους, οι γονείς του μπορούν να απαιτήσουν αποζημίωση είτε για στέρηση διατροφής, είτε για στέρηση παροχής υπηρεσιών, τα δικαιώματα δε, αυτά των γονέων, τελούν μεταξύ τους σε σχέση διαζευκτική και όχι συμπλεκτική. Πάντως, οι γονείς δεν μπορούν να απαιτήσουν αποζημίωση για στέρηση υπηρεσιών κατά την Α.Κ. 1508, αν το τέκνο εργάζεται επαγγελματικά εκτός της οικίας και διατρέφεται στην ουσία μέσω των δικών του εισοδημάτων που εισκομίζει στην οικογένεια των γονέων του, καθόσον στη περίπτωση αυτή δεν συντρέχει μία από τις βασικές προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 1508 του Α.Κ. (ΑΠ 176/2025, ΑΠ 1297/2014, ΑΠ 505/1999, ΑΠ 1447/1983, ΑΠ 121/1979).

Στην προκείμενη περίπτωση με την από 20-7-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. ……/Ε.Α.Κ. …/2-8-2024) αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα  και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι στον Πειραιά Αττικής, στις 3-10-2021 ο πρώτος των εναγομένων και ήδη πρώτος των εκκαλούντων και πρώτος των εφεσιβλήτων ………., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο κυριότητας της δεύτερης εναγομένης και ήδη δεύτερης εκκαλούσας -δεύτερης εφεσίβλητης, …………, το οποίο κατά τον ανωτέρω χρόνο ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες κατά την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγομένη και ήδη τρίτη εκκαλούσα -τρίτη εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία, από αποκλειστική υπαιτιότητά του και υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, παρέσυρε τον πεζό ……….., ο οποίος ήταν υιός της, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 574.000 ευρώ για τις θετικές και αποθετικές ζημίες που υπέστη, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον θάνατο του υιού της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση ενός έτους σε βάρος του πρώτου εναγομένου, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, πλην του αιτήματος περί επιδίκασης δικαστικής δαπάνης, και μετά από εκτίμηση των αποδείξεων έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσία βάσιμη, υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 276.950 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις οι εκκαλούντες για τους αναφερόμενους σε κάθε έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν οι μεν εκκαλούντες της από 14-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ΕΑΚ ……./14-4-2025) έφεσης να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τα προσβαλλόμενα με την έφεση κεφάλαια ώστε να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη η αγωγή, άλλως να περιοριστούν οι αγωγικές αξιώσεις, καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά τους έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, η δε εκκαλούσα της από 16-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ ΑΚΕΜ …./22-4-2025) έφεσης να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ώστε να γίνει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη στο σύνολό της η αγωγή, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στα δικαστικά της έξοδα.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε με την επιμέλεια της εφεσίβλητης -εκκαλούσας στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου και η οποία λαμβάνεται υπόψη κατ΄άρθρο 529 παρ. 1 εδ. β του Κ.Πολ.Δ., τη με αριθμό ……./7-11-2024 ένορκη βεβαίωση του ……., που δόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του Συμβολαιογράφου Νίκαιας ………, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των αντιδίκων της που δεν παραστάθηκαν κατά τη λήψη της (βλ. τις με αριθ. .. Γ, … Γ και …../4-11-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), οι δε εναγόμενοι δεν πρότειναν την εξέταση μάρτυρα, την από 17-1-2022 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης τροχαίου συμβάντος του Πολιτικού Μηχανικού- Συγκοινωνιολόγου …………., διορισθέντος από το Α Τμήμα Τροχαίας Πειραιώς που εκτιμάται κατ’άρθρο 387 Κ.Πολ.Δ., καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ αυτών και των φωτογραφιών που προσκομίζονται από τους διαδίκους και της συσκευής ψηφιακής αποθήκευσης με εγγεγραμμένο βιντεοληπτικό υλικό, που προσκομίζεται από την εφεσίβλητη -εκκαλούσα, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ, παρ. 2, 448 παρ. 2 και 3, 449 παρ. 2, 457 παρ. 4 και 5 Κ.Πολ.Δ.), τις εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, της τοξικολογικής έκθεσης και της ιατροδικαστικής έκθεσης που περιλαμβάνονται στη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία και όλων των εγγράφων της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, καθώς και αυτών που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και δεν συντρέχει λόγος απόκρουσης αυτών (άρθρο 529 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στον Πειραιά Αττικής στις 3-10-2021 και περί ώρα 4.50, ο πρώτος των εναγομένων [και ήδη πρώτος των εκκαλούντων της από 14-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ΕΑΚ …./14-4-2025) έφεσης και πρώτος των εφεσίβλητων της από 16-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ ΑΚΕΜ …../22-4-2025) έφεσης], ………., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ………… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο κυριότητας της δεύτερης των εναγομένων (και ήδη δεύτερης των εκκαλούντων-δεύτερης των εφεσίβλητων των ανωτέρω εφέσεων αντίστοιχα), ……………., το οποίο κατά τον ανωτέρω χρόνο ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες κατά την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη (και ήδη τρίτη των εκκαλούντων-τρίτη των εφεσίβλητων των ανωτέρω εφέσεων αντίστοιχα), ασφαλιστική εταιρεία, ενώ εκινείτο επί της οδού Κλεισόβης με κατεύθυνση από τη λεωφόρο Χατζηκυριακού προς Πειραϊκή, επιστρέφοντας στην πατρική του οικία, που βρισκόταν πλησίον της περιοχής, όταν έφθασε πριν τη διασταύρωση της ανωτέρω οδού με την οδό Καζανόβα, όπως καταγράφεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα που συνέταξαν οι προανακριτικοί υπάλληλοι του Α΄Τ.Τ. Πειραιώς, παρέσυρε τον πεζό ……….., υιό της ενάγουσας (και ήδη εφεσίβλητης-εκκαλούσας των ανωτέρω εφέσεων αντίστοιχα), ………… Συγκεκριμένα, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, ανεξαρτήτως της ορθότητας της καταγραφής των οδών στο παραπάνω σχεδιάγραμμα ως προς την ονομασία τους καθώς και τη φορά της κίνησης των αυτοκινήτων, αποδεικνύεται ότι η παραπάνω οδός (Κλεισόβης) είναι μονόδρομος με ένα ρεύμα πορείας, ενώ κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν σταθμευμένα εκατέρωθεν της ως άνω οδού, επιβατικά αυτοκίνητα με αποτέλεσμα να μειώνεται το πλάτος της σε 7,71 μέτρα. Ακόμη αποδεικνύεται ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο η κυκλοφορία των οχηµάτων και των πεζών επ’ αυτής ήταν αραιή, το οδόστρωµα ήταν ξηρό, οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν καλές, υπήρχε δε επαρκής τεχνητός φωτισµός ενόψει του ότι ήταν νύχτα, η ορατότητα δεν περιοριζόταν από εμπόδιο δεδομένου ότι ήταν ευθεία, το ανώτατο δε επιτρεπόµενο όριο ταχύτητας στο σημείο εκείνο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του ΚΟΚ, 50 χλµ./ώρα, καθώς βρίσκεται εντός κατοικηµένης περιοχής (βλ. σχετικά με τα παραπάνω, την από 3-10-2021 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα, που συντάχθηκαν από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του Α΄ Τμήματος Τροχαίας Πειραιώς). Επίσης αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω πεζός, …………, βάδιζε επί του οδοστρώματος της ανωτέρω οδού μαζί με τον φίλο του ………. και συγκεκριμένα  στη δεξιά, σε σχέση µε την κίνηση του ζημιογόνου οχήματος, άκρη του οδοστρώµατος µε οµόρροπη κατεύθυνση. Ακόμη, στην ίδια πλευρά της οδού, ήτοι δεξιά µε κατεύθυνση από τη λεωφόρο Χατζηκυριάκου όπου κινείτο ο ……. µαζί µε τον φίλο του, υπήρχε στενό πεζοδρόμιο πλάτους 1,5 μέτρου, το οποίο περιορίζεται περαιτέρω από τον αστικό εξοπλισµό, τη φύτευση και σταθερή ανισόπεδη κατασκευή (βλ. σχετικά την από Ιανουαρίου 2022 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης τροχαίου ατυχήματος). Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι όταν ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου έφθασε λίγα μέτρα πριν από το ύψος της οδού Κλεισόβης, όπου αυτή συμβάλλεται κάθετα με την οδό Θεοτόκη, ενώ εκινείτο με ταχύτητα 54χλμ/ώρα, δεν αντιλήφθηκε την κίνηση των ως άνω ατόμων, έχασε στιγμιαία τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, με αποτέλεσμα να παρασύρει τον πεζό ………….., ο οποίος βρισκόταν αριστερά στην πορεία του ανωτέρω φίλου του, ο οποίος είχε στο δεξιό μέρος του τα σταθμευμένα αυτοκίνητα και συγκεκριμένα  παρέσυρε τον ανωτέρο πεζό (……….) με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος αυτού (οχήματός του), ενώ ο ως άνω πεζός, αφού προσέκρουσε με σφοδρότητα με το κεφάλι του στο δεξιό μεταλλικό στύλο που βρίσκεται δεξιά του εμπρόσθιου ανεμοθώρακα (παρμπρίζ) του αυτοκινήτου, εκσφενδονίσθηκε στον αέρα και κατάληξε αρκετά μέτρα πιο κάτω στο οδόστρωμα. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται τόσο από την ως άνω τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης όσο και από τα όσα καταθέτει στην από 3-10-2021 έκθεση ένορκης εξέτασής του που λήφθηκε στα πλαίσια της προανάκρισης, ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του ατυχήματος, ……………. Εξάλλου και ο ίδιος ο οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου, αποδέχεται στις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του, ότι έχασε στιγμιαία τον έλεγχο του οχήματός του. Η παραπάνω παραδοχή, δεν αποτελεί ομολογία ως προς την τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, όπως αυτή αναφέρει στην έφεσή της, ωστόσο συνεκτιμάται από το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης και η μητέρα του οδηγού του αυτοκινήτου, στην από 4-10-2021 έκθεση ένορκης εξέτασής της ως μάρτυρα στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, καταθέτει ότι, σύμφωνα με όσα της μετέφερε ο γιος της, ο τελευταίος «…έχασε κάπως τον έλεγχο του αυτοκινήτου και κάτι χτύπησε..». Αμέσως μετά το ατύχημα, ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του αυτοκινήτου εγκατέλειψε το σημείο αυτού, στο οποίο δεν βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης, συνεχίζοντας κανονικά την πορεία του με το ως άνω αυτοκίνητο προς την Πειραϊκή και κατευθύνθηκε στην πατρική του οικία. Στο σημείο του ατυχήματος κλήθηκε η Τροχαία και το Ε.Κ.Α.Β., το οποίο μετέφερε τον τραυματισθέντα πεζό, στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ», όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του, ο οποίος, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής που διενήργησε ο ιατροδικαστής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά, υπήρξε απότοκος βαρέων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, που είχε υποστεί ο παθών κατά την πρόσκρουση στο αμάξωμα του οχήματος του πρώτου εναγόμενου, συνεπεία των οποίων, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε. Με βάση τα προαναφερθέντα, αποδεικνύεται ότι, η επέλευση του επίδικου ατυχήματος και του θανάτου του ανωτέρω πεζού, οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα τόσο του πρώτου εναγομένου οδηγού του αυτοκινήτου, όσο και του θανόντος πεζού, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια του μέσου συνετού, οδηγού ο πρώτος και πεζού ο δεύτερος, που όφειλαν και μπορούσαν κατά τις επικρατούσες συνθήκες να επιδείξουν, απορριπτομένων των ισχυρισμών της ενάγουσας, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου στην πρόκληση του ατυχήματος, που επαναφέρονται με τους σχετικούς λόγους της έφεσής της, κατά το οικείο σκέλος αυτών. Ειδικότερα, η υπαιτιότητα (αμέλεια) του πρώτου εναγομένου οδηγού, συνίσταται στο γεγονός ότι, όταν προσέγγισε µε το προαναφερθέν όχηµά του το σηµείο του οδοστρώµατος όπου κινείτο ο θανών -τον οποίο είχε αντιληφθεί να βαδίζει επ’ αυτού, όπως αναφέρει στην προανακριτική του απολογία – δεν οδηγούσε µε σύνεση και µε διαρκώς τεταµένη την προσοχή του (κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1, 19 παρ.1 και 39 του ΚΟΚ, όπως αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη), αλλά ούτε και µε την επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 2, 3 και 20 παρ. 1 του ΚΟΚ ταχύτητα, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο αυτού, κατά τα προεκτεθέντα και να επιπέσει επί του πεζού επιφέροντας τον θανάσιμο τραυματισμό του. Όσον αφορά ειδικότερα στην ταχύτητα με την οποία έβαινε (54 χιλ/ώρα), ήταν μεν ελάχιστα μεγαλύτερη από το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο (50 χιλ/ώρα), αλλά, λαµβάνοντας υπόψη, αφενός μεν τις επικρατούσες στην οδό συνθήκες και δη το γεγονός ότι το πλάτος του οδοστρώµατος περιοριζόταν σηµαντικά από σταθµευµένα εκατέρωθεν οχήµατα και από κάδους απορριμμάτων, υπό συνθήκες νυκτός με τεχνητό φωτισμό και εντός κατοικημένης περιοχής, αφετέρου δε ότι προσέγγιζε σε διάβαση πεζών και ισόπεδο οδικό κόµβο, θα όφειλε να είχε µειώσει την ταχύτητα του οχήματος κάτω από το όριο αυτό, έτσι ώστε να είναι σε θέση να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήµατός του και να µπορεί ανά πάσα στιγµή να εκτελεί τους απαιτούµενους χειρισµούς και να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλουν. Περαιτέρω, όμως, συνυπαιτιότητα ως προς την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος βαρύνει και τον θανόντα, η αμέλεια του οποίου συνίσταται στο ότι βάδιζε επί του οδοστρώματος και όχι επί του πεζοδρομίου. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα ωστόσο στην ως άνω από Ιανουαρίου 2022 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης τροχαίου συμβάντος, στο σημείο του ατυχήματος, στο δυτικό πεζoδρόμιo της οδού Κλεισόβης υφίστατο, όπως προεκτέθηκε, σταθερή ανισόπεδη κατασκευή αριστερή και φύτευση δεξιά, οι οποίες περιορίζουν σημαντικά το πλάτος βάδισης, ενώ επιπρόσθετα τα δέντρα περιορίζουν και το ύψος προσπέλασης, με αποτέλεσμα να υποχρεώνονται οι πεζοί να κινούνται επί του οδοστρώματος και στο ανατολικό πεζοδρόμιο της οδού Κλεισόβης διακρίνονται σταθεροί στύλοι που περιορίζουν επίσης το πλάτος βάδισης. Εντούτοις, ο θανών, θα μπορούσε, έστω στα σημεία που υπάρχει δυνατότητα, να κινείται επί του πεζοδρομίου, δεδομένου ότι η βάδιση σε αυτό, τουλάχιστον για ένα άτομο, με βάση τα παραπάνω και ειδικότερα τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, ήταν μεν δυσχερής αλλά όχι αδύνατη. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν στο σημείο του ατυχήματος, δεν μπορούσε να βαδίσει επί του πεζοδρομίου, ο θανών θα έπρεπε να κινείται στο άκρο του οδοστρώματος σε απλό (μονό) στοίχο, και όχι δίπλα στον ως άνω φίλο του (κατά παράβαση του άρθρου 38 του ΚΟΚ), λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που επικρατούσαν, καθώς ήταν προχωρημένη νυχτερινή ώρα. Με την ενέργειά του αυτή, ήτοι να βαδίζει εντός του οδοστρώματος σε διπλό στοίχο με τον φίλο του, περιόριζε περαιτέρω το πλάτος του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα, όταν ο πρώτος εναγόμενος οδηγός έχασε στιγμιαία τον έλεγχο του οχήματός του, να επιπέσει στον παθόντα, πράγμα που θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε αποφευχθεί, αν ο τελευταίος κινείτο σε μονό στοίχο, χωρίς αυτό να αναιρεί τη βασική ευθύνη του ως άνω οδηγού, όπως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών της ενάγουσας, που επαναφέρει με το σχετικό πρώτο λόγο της έφεσής της, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου στην πρόκληση του ατυχήματος. Ακόμη, το μικρό ποσοστό αλκοόλ (0,1 g/L αίματος), που ανιχνεύθηκε στον θανόντα, το οποίο επικαλούνται οι εναγόμενοι, δεν αποδείχθηκε ότι επηρέασε τη συμπεριφορά του, έτσι ώστε να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση του τροχαίου ατυχήματος και τον εξ αυτού θάνατό του. Υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες αποδεικνύεται ότι συνυπαίτιοι του ενδίκου ατυχήματος ήταν τόσο ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά ποσοστό 70% όσο και ο θανών πεζός κατά ποσοστό 30%. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως εν σχέσει με τα ανωτέρω και έκανε δεκτή ως ουσία βάσιμη την ένστασης συνυπαιτιότητας που παραδεκτά προβλήθηκε από τους εναγομένους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και τις αποδείξεις ορθά εκτίμησε, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων της έφεσης της ενάγουσας περί του ποσοστού συνυπαιτιότητας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος, ως προεκτέθηκε, δεν σταμάτησε στον τόπο του ατυχήματος μετά από αυτό, αλλά επέστρεψε στην οικία του, περί ώρα 15.30 της επομένης του ατυχήματος ημέρας, ήτοι στις 4-10-2021, ενώ διενεργείτο ήδη αυτεπάγγελτη (αστυνομική) προανάκριση προς εξακρίβωση των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το υπό κρίση οδικό τροχαίο ατύχημα και προς αποκάλυψη των στοιχείων ταυτότητας του υπαιτίου οδηγού από το Α΄ Τμήμα Τροχαίας Πειραιώς, προσήλθε αυτοβούλως στο τελευταίο και έθεσε εαυτόν στη διάθεση της προανακριτικής αρχής, δηλώνοντας ότι δεν είχε αντιληφθεί ότι παρέσυρε πεζό και ότι αρχικώς πίστεψε ότι προσέκρουσε σε κάδο απορριμμάτων. Κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε στο ζημιογόνο αυτοκίνητο, διαπιστώθηκε ότι αυτό έφερε υλικές ζημίες στην εμπρόσθια πλευρά, στην εμπρόσθια δεξιά γωνία, στη δεξιά πλευρά, στη δεξιά κολώνα του εμπρόσθιου ανεμοθώρακα και στη δεξιά πλευρά του ανεμοθώρακα (βλ. σχετικά ως άνω έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, η οποία άρχισε να συντάσσεται από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του Α’ Τ.Τ. Πειραιώς στις 3-10-2021 και ώρα 5.01 και ολοκληρώθηκε, μετά την ανωτέρω αυτοψία, στις 4-10-2021 και ώρα 20.05 στο γραφείο του ως άνω Τ.Τ.). Ο ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου -οδηγού, ότι δεν αντιλήφθηκε ότι επέπεσε σε πεζό, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως ο ίδιος αναφέρει προανακριτικά στην από 4-10-2021 έκθεση εξέτασής του ως κατηγορουμένου – απολογία, είχε αντιληφθεί την κίνηση του θανόντος πεζού νωρίτερα, ενώ το σημείο του οχήματός του, που, όπως προκύπτει από την ως άνω από Ιανουαρίου 2022 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης τροχαίου συμβάντος, ήρθε σε επαφή με το κεφάλι του πεζού, ήταν ο μεταλλικός στύλος που βρίσκεται δεξιά του εμπρόσθιου ανεμοθώρακα (παρμπρίζ), υπήρχε δε και επαρκής τεχνικός φωτισμός, οπότε είναι αδύνατο να μην αντιλήφθηκε ότι χτύπησε τον πεζό. Εξάλλου δυνάμει της με αριθμό ΑΤ-3054/23-10-2024 απόφασης του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του αυτοκινήτου καταδικάστηκε για το έγκλημα τη ανθρωποκτονίας από αμέλεια, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α ΠΚ, σε ποινή φυλάκισης τριών ετών, της οποίας αναστάλθηκε η εκτέλεση για χρονικό διάστημα τριών ετών, ενώ κατά της ανωτέρω απόφασης που εκδόθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο (βλ. από 7-10-2025 βεβαίωση του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως το βιντεοληπτικό υλικό, τις φωτογραφίες, την έκθεση πραγματογνωμοσύνης τροχαίου ατυχήματος την (προανακριτική) ένορκη κατάθεση του μοναδικού αυτόπτη μάρτυρα και την ένορκη βεβαίωση του τελευταίου, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που προεκτέθηκαν, δημιουργείται εντελής δικανική πεποίθηση για τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος και του θανάτου του ανωτέρω πεζού, ως και της κίνησης και της θέσης αυτών κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε, ενόψει των προεκτεθέντων, δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και συνεπώς το αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διαπιστωθεί η θέση των πεζών κατά το χρόνο της πρόσκρουσης που υπέβαλε η ενάγουσα με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα μητέρα του θανόντος υποβλήθηκε σε δαπάνες κηδείας και κατασκευής τάφου του υιού της καταβάλλοντας το ποσό των 1.800 ευρώ και 700 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 2.500 ευρώ (βλ. τις από 5 και 7-10-2024 αποδείξεις είσπραξης του γραφείου τελετών «……»). Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο παραπάνω θανών κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν άεργος και δεν ήταν ασφαλισμένος σε αντίστοιχο ασφαλιστικό οργανισμό, ο οποίος θα του κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για την κάλυψη των ανωτέρω δαπανών, η δε ενάγουσα που κατέβαλε μόνη τα έξοδα αυτά, τα οποία ήταν ανάλογα με την κοινωνική θέση του θανόντος και της οικογένειάς του (ΑΠ 1969/2014) και συνδέονται άμεσα με την πράξη της ταφής (ΑΠ 448/2018) και συνεπώς είναι αποκαταστατέα, είναι δε η ενάγουσα δικαιούχος της αξίωσης αυτής (άρθρο 928 εδ. α Α.Κ., πρβλ. ΑΠ 2081/2017, ΑΠ 585/2014), που ήταν επαρκώς ορισμένη (ΕφΛαρ74/2014, ΕφΠατρ 446/2009), απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων που προβάλλονται με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους. Συνεπώς, πρέπει, να επιδικαστεί στην ενάγουσα μητέρα του το ανωτέρω ποσό, μειωμένο κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος (30%) και συγκεκριμένα πρέπει να της επιδικαστεί το ποσό των 1.750 ευρώ, γενομένου εν μέρει δεκτού ως ουσία βάσιμου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και τις αποδείξεις ορθά εκτίμησε, απορριπτομένων ως αβάσιμων των σχετικών πρώτου και τρίτου των λόγων της έφεσης της ενάγουσας κατά το οικείο σκέλος αυτών. Περαιτέρω, η ενάγουσα επικαλούμενη με την αγωγή ότι ο θανών υιός της ήταν κομμωτής απόφοιτος ΙΕΚ και επαγγελματικής σχολής μαθητείας του Δημοσίου, αποκομίζοντας εισοδήματα εκ ποσού 700 ευρώ μηνιαίως συνεισφέροντας στις δαπάνες της κοινής τους οικίας και στη διατροφή της ίδιας ηλικίας 64 ετών και έχουσας ποσοστό αναπηρίας 70%, συνεπεία των οποίων αδυνατεί να εργαστεί, στερούμενη επαρκών εισοδημάτων, αφού λαμβάνει μόνο επίδομα αναπηρίας (338 ευρώ) που δεν επαρκεί για τη διατροφή της, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, ως αποζημίωση λόγω στερήσεως της διατροφής που δικαιούτο από το θανόντα υιό της, κατά το χρονικό διάστημα είκοσι ετών, το ποσό των 72.000 ευρώ εφάπαξ, άλλως το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών, ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου του διέμενε με την ενάγουσα μητέρα του, εργαζόταν περιστασιακά αποκερδαίνοντας σε μηνιαία βάση οποιοδήποτε ποσό ώστε να συνεισφέρει στη διατροφή της μητέρας του. Η ενάγουσα εξέθετε στην αγωγή ότι ο θανών εργαζόταν ως κομμωτής, γεγονός που δεν επιβεβαιώθηκε από τις αποδείξεις. Ούτε, άλλωστε, αναφέρθηκε ή αποδείχθηκε πειστικά για το Δικαστήριο συγκεκριμένος εργοδότης που απασχολούσε τον θανόντα, εργασία και ημερομίσθιο που ο θανών ελάμβανε κατά τον ίδιο χρόνο ή επρόκειτο να λάβει στο άμεσο μέλλον. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται πειστικά ούτε από την ένορκη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, η κατάθεση του οποίου είναι αόριστη και ασαφής ως προς το αν ο παθών εργαζόταν κατά το χρόνο του ατυχήματος ή και πριν από αυτόν. Εξάλλου ούτε στη ληξιαρχική πράξη θανάτου αναγράφεται επάγγελμα. Κατά συνέπεια το σχετικό αίτημα της αγωγής περί αποζημιώσεως λόγω στερήσεως διατροφής, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, κατά παραδοχή ως ουσία βάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου έφεσης των εναγομένων, κατά το οικείο σκέλος αυτού. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 25.200 ευρώ εφάπαξ καταβαλλόμενο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει κατά τούτο να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά παραδοχή του σχετικού δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγομένων ως ουσία βάσιμου, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας με τον οποίο παραπονείται ως προς το ύψος της επιδικασθείσης σ’ αυτήν αποζημίωσης για την ανωτέρω αιτία, ισχυριζόμενη ότι έπρεπε να της επιδικαστεί το αιτηθέν με την αγωγή ποσό. Επίσης, ο τέταρτος λόγος έφεσης της ενάγουσας που αφορά τη μη επιδίκαση με την εκκαλουμένη απόφαση της δικαστικής της δαπάνης σε βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας τους, επικαλούμενη ότι κατέβαλε τα έξοδα των δικαστικών επιμελητών (λόγω της αποχής τους κατά τον κρίσιμο χρόνο) καθώς και άλλα δικαστικά έξοδα (για ένορκη βεβαίωση, αντίγραφα, παράβολα και φωτοτυπίες), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η τελευταία δεν αποδεικνύεται ότι υποβλήθηκε σε δικαστική δαπάνη, αφού κατόπιν αιτήσεώς της σύμφωνα με τη με αριθμό 106/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της παρασχέθηκε νομική βοήθεια που συνίσταται στην απαλλαγή αυτής από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και στον διορισμό δικηγόρου, διαμεσολαβητή και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπισθούν τη δικαιούχο, να την εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να της δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, ο θανών, γεννηθείς το έτος 1988, άγαμος, υιός της ενάγουσας, διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με την  τελευταία, με την οποία τον συνέδεε στενός συγγενικός δεσμός και διέμεναν στην ίδια οικία χωρίς την παρουσία του συζύγου της λόγω της διαμονής του στο εξωτερικό (Γερμανία) κατά την τελευταία εικοσαετία τουλάχιστον. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο θανών είχε άριστες σχέσεις με την ενάγουσα μητέρα του και ειδικότερα η τελευταία συνδεόταν με τον θανόντα με αμοιβαίους και στενούς οικογενειακούς δεσμούς στοργής και αγάπης. Ο βίαιος, απροσδόκητος και αιφνίδιος θάνατός του, ο οποίος επήλθε εξ αιτίας του ενδίκου ατυχήματος, προξένησε στην ενάγουσα μητέρα του, βαθύ πένθος, αβάσταχτο πόνο και θλίψη και δημιούργησε έντονα αισθήματα λύπης και απογοήτευσης, καθόσον έχασε το μοναδικό της τέκνο και στερήθηκε τη συντροφιά και την αγάπη που της χάριζε. Ενόψει τούτων, ο θάνατος του υιού της προξένησε στην ενάγουσα, μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά της, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται, για την αιτία αυτή, εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ., προς άμβλυνση της ψυχικής οδύνης, που υπέστη και για ηθική παρηγοριά και ψυχική της ανακούφιση. Η έκταση αυτής, ενόψει όλων των προαναφερθέντων περιστάσεων και αφού ληφθούν υπ’ όψιν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η βίαιη και αιφνίδια θανάτωση του υιού της, ο βαθμός και το είδος της υπαιτιότητας (αμέλεια) του πρώτου εναγομένου οδηγού του ζημιογόνου οχήματος και η συνυπαιτιότητα του θανόντος στην πρόκληση του ατυχήματος, ως προεκτέθηκαν, η ηλικία αυτού κατά το χρόνο του θανάτου του (33 ετών) και οι συνθήκες του βίου του, η ηλικία και η ευαισθησία της ως άνω δικαιούχου, ο δεσμός στενής συγγενείας και αγάπης της προς εκείνον, ο πόνος και η οδύνη που δοκίμασε αυτή από το θάνατό του, η μέχρι το ατύχημα καλή κατάσταση της υγείας του, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, πλην της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, καθόσον η ευθύνη αυτής είναι εγγυητική, πρέπει να καθορισθεί, σταθμίζοντας το είδος της προσβολής και της βλάβης που επήλθε και εκτιμώντας τα προαναφερθέντα στοιχεία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ορθό λόγο και τους κανόνες της λογικής, στο ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο ενόψει των ανωτέρω κριτηρίων. Με την επιδίκαση του παραπάνω ποσού δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 Σ και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.ΑΠ 6/2009), κατά τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, αφού το εν λόγω ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν είναι υπερμέτρως υψηλό και ασυνήθιστα αυξημένο σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Η εκκαλούμενη απόφαση, που επιδίκασε μεγαλύτερο του ανωτέρω ποσού και συγκεκριμένα επιδίκασε 250.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο μεν τρίτος λόγος της εφέσεως της ενάγουσας, με τον οποίο παραπονείται ως προς το ύψος της επιδικασθείσης σ’ αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, ισχυριζόμενη ότι έπρεπε να της επιδικαστεί ακόμη μεγαλύτερο ποσό, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο δε πρώτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων, με τον οποίο παραπονούνται για το επιδικασθέν ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως, επιδιώκοντας τη μείωσή του, να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα οι εναγόμενοι -εκκαλούντες-εφεσίβλητοι υποχρεούνται να καταβάλλουν στην ενάγουσα -εφεσίβλητη -εκκαλούσα, το συνολικό ποσό των 101.750 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως δέχτηκε η εκκαλούμενη απόφαση και κατά τούτο αυτή δεν εκκαλείται (βλ. και ΑΠ 207/2017, ΑΠ 842/2010), όλων των ποσών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των εφέσεων προς έρευνα, η μεν έφεση της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της, η δε έφεση των εναγομένων πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα ανωτέρω προσβληθέντα με αυτή κεφάλαια, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για κατ’ ουσίαν έρευνα (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 101.750 ευρώ (ήτοι 100.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και 1.750 ευρώ αποζημίωση για έξοδα κηδείας), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Σημειωτέον ότι το αίτημα της αγωγής περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως εις βάρος του πρώτου εναγομένου είχε απορριφθεί με την εκκαλουμένη ως ουσιαστικά αβάσιμο, αλλά κατά του κεφαλαίου αυτού δεν υπάρχει λόγος έφεσης. Επίσης, λόγω της απόρριψης της έφεσης της εκκαλούσας- ενάγουσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και λόγω της μερικής παραδοχής της έφεσης των εκκαλούντων -εναγομένων, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους παραπάνω εκκαλούντες του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την κατάθεσή της έφεσής τους (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εκκαλούσα – ενάγουσα ως προς την ανωτέρω έφεσή της που απορρίφθηκε στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της ήττας της  κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος αυτών (άρθρα 176, 183,191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από α) 14-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ΕΑΚ …/14-4-2025) και β) 16-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ ΑΚΕΜ …../22-4-2025) εφέσεις, κατά της με αριθμό 279/2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά αυτές.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 16-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ ΑΚΕΜ …/22-4-2025) έφεση .

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας της παραπάνω έφεσης τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσής της, παραβόλου.

Δέχεται κατ΄ουσίαν την από 14-4-2025 (ΓΑΚ …./2025, Ε.Α.Κ. ……/2025) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 279/2025 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 20-7-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. …./Ε.Α.Κ. …../2-8-2024) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν ενός χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (101.750) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος, κατά την κατάθεση της έφεσής τους,  παραβόλου.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29 Οκτωβρίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ