ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 632/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Σ.Φ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α)Του εκκαλούντος : ……………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Βασίλειο Χαϊλάζη του Σπυρίδωνος (ΑΜ ……. Δ.Σ. Πειραιώς), βάσει δηλώσεως.
Του εφεσίβλητου : Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «…………..», (…………), (ΑΦΜ ……….), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Ασπασία Αποστόλου του Κωνσταντίνου (ΑΜ ……. Δ.Σ. Αθηνών).
Β)Του εκκαλούντος : Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «……….», (ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ), (ΑΦΜ ……….), που εδρεύει στην Αθήνα (…………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Ασπασία Αποστόλου του Κωνσταντίνου (ΑΜ ………… Δ.Σ. Αθηνών).
Του εφεσίβλητου : ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Βασίλειο Χαϊλάζη του Σπυρίδωνος (ΑΜ ……. Δ.Σ. Πειραιώς), βάσει δηλώσεως.
Ο εκκαλών (στην υπό στοιχεία Α έφεση) και εφεσίβλητος (στην υπό στοιχεία Β έφεση), με την από 27-6-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. ……/Ε.Α.Κ. ……/27-6-2022) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 2123/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής και στη συνέχεια η με αριθμό 759/18-2-2025 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχτηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή (απόφαση). Την απόφαση αυτή, προσβάλλουν οι ανωτέρω εκκαλούντες α)ο εκκαλών (ενάγων) με την από 25-3-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ ……/ΕΑΚ …../23-4-2025) έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ……. / ΕΑΚ …../23-4-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και β)το εκκαλούν (εναγόμενο) με την από 28-5-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ ……/ ΕΑΚ ……./30-5-2025) έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ ……/ ΕΑΚ …../30-5-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος -εφεσίβλητου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε τις από 1-10-2025 μονομερείς δηλώσεις του, αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου-εκκαλούντος, παραστάθηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση από εναγόμενο που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, η εκκαλούμενη οριστική ερήμην απόφαση, με μόνη την τυπική παραδοχή της έφεσης, εξαφανίζεται, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους αυτής λόγους, με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 285/2023, ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018, ΑΠ 907/2014, ΑΠ 1906/2008, ΑΠ 1140/2008). Επομένως, αν με την έφεση του ηττηθέντος εναγομένου προτείνεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, η απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών-εναγόμενος μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 1287/2022, ΑΠ 230/2020, ΑΠ 579/2018). Αν, όμως, ο εναγόμενος, ο οποίος δικάστηκε στην πρωτοβάθμια δίκη ερήμην, ισχυρίζεται, με την έφεσή του, μόνο ότι η αγωγή που έγινε δεκτή, ήταν απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη, τότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά αν υφίστανται αυτές οι ελλείψεις, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την εκκαλούμενη απόφαση (ΑΠ 1030/2024), ως και εάν οι λόγοι της έφεσης είναι μη νόμιμοι, αόριστοι ή αλυσιτελείς, οπότε απορρίπτεται η έφεση και η απόφαση δεν εξαφανίζεται (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 1040/2013). Η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, ΑΠ 446/2007 ΝοΒ 2008.138). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ. ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος κανονικά είχε παραστεί στον πρώτο βαθμό. Τούτο σαφώς προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις, γιατί διαφορετικά, χωρίς δηλαδή την πραγματική παράσταση όλων των διαδίκων, προφορική συζήτηση δε νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα της εκατέρωθεν ακρόασης και της κατ’ αντιδικία συζήτησης της υπόθεσης (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος), αλλά και για να εξασφαλίζεται η ισότητα των όπλων (άρθρο 110 ΚΠολΔ) και η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 491/2023, ΑΠ 286/2023, ΑΠ 131/2022, ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 476/2017). Επομένως, σε περίπτωση άσκησης έφεσης, κατά το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., εάν ο εφεσίβλητος καταθέσει προτάσεις και δεν παραστεί, κατά την εκφώνησή της, έχοντας υποβάλει σχετική δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αυτός δεν λαμβάνει κανονικά μέρος στη συζήτηση της έφεσης, θεωρείται δικονομικά απών και συνεπώς δικάζεται ερήμην, πλην όμως η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ., εφόσον βεβαίως έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλήτευσής του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ. 1 και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 93/2013, ό.π., ΑΠ 280/2012), οι δε προτάσεις και οι σ’ αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι προσκομίζουν κατόπιν δήλωσης των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο (ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 93/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η από 25-3-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ ……./ΕΑΚ …../23-4-2025) έφεση του ενάγοντος της από 27-6-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. ……./Ε.Α.Κ. ……./27-6-2022) αγωγής και β) η από 28-5-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ ……./ ΕΑΚ ……/30-5-2025) έφεση του εναγομένου της παραπάνω αγωγής, κατά της με αριθμό 759/18-2-2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ερήμην του εναγομένου την παραπάνω αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ. του Κ.Πολ.Δ. και με την οποία έκρινε την αγωγή ορισμένη πλην του κεφαλαίου που αφορά αποζημίωση λόγω βελτιωμένης διατροφής και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2, 4, 9 και 10 του ΓΠΝ/1911, 114 ΕισΝΑΚ, 914, 929, 932, 297, 298, 299, 345, 346 ΑΚ, 19 παρ. 1 περ. α Ν 489/1976, 176, 191 παρ. 2ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος της για την κήρυξη της απόφασής του προσωρινά εκτελεστής, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, καθώς και των αγωγικών κονδυλίων που αφορούσαν στην απώλεια μισθών και επιδομάτων, τα οποία απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα και ακολούθως, με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας, κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., διότι, λόγω της ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρήθηκαν ομολογημένοι, εκτός από το ύψος της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 27.400 ευρώ, για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας και το εύλογο, κατά την κρίση του, ποσό των 6.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης και συνολικά το ποσό των 33.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, όρισε το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του απολειπόμενου εναγόμενου στο ποσό των 200 ευρώ και επέβαλε σε βάρος του μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των 300 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης οι διάδικοι άσκησαν τις κρινόμενες εφέσεις και ζητούν για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους ο μεν εκκαλών της Α έφεσης την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά τα κεφάλαια που προσβάλλονται με την έφεσή του ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του κατά τα κεφάλαια αυτά που αφορούν διαφυγόντες μισθούς και επιδόματα, δαπάνη βελτιωμένης διατροφής και αποζημίωση της ηθικής του βλάβης, καθώς και να καταδικαστεί το εφεσίβλητο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το δε εκκαλούν της Β έφεσης την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ώστε να απορριφθεί η αγωγή, καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Οι κρινόμενες εφέσεις, πρέπει να συνεκδικασθούν κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ.1, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., καθώς αμφότερες στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλούμενης απόφασης, υπάγονται στην ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία και με τη συνεκδίκασή τους από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ Δικαστήριο επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.
Στη δεύτερη από 28-5-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ ……/ ΕΑΚ ……/30-5-2025) έφεση του εναγομένου της παραπάνω αγωγής, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος αν και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, δεν παραστάθηκε νόμιμα, αφού δεν παραστάθηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο αλλά με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η παράσταση του εφεσίβλητου είναι μη κανονική, έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, καθόσον πρόκειται περί εφέσεως κατά αποφάσεως που είχε εκδοθεί ερήμην του εκκαλούντος – εναγομένου και η από μέρους αυτού άσκηση της εφέσεως επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως άνευ άλλου τινός, με συνέπεια να είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του και συνακόλουθα πρέπει να δικαστεί ερήμην, δεδομένου ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 επ., 126 παρ.1 α, 127 παρ. 1, 129 παπ.1, 139 επ., 591 παρ. 1 περ. α Κ.Πολ.Δ) στον εφεσίβλητο (βλ. τη με αριθ. ……..΄/10-6-2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..), με αποτέλεσμα οι προτάσεις του και οι σε αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, να μην λαμβάνονται υπόψη. Το Δικαστήριο ωστόσο θα προχωρήσει στη συζήτηση σαν να ήταν και ο εφεσίβλητος παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α του Κ.Πολ.Δ), δεδομένου επίσης ότι προσκομίζονται από το παριστάμενο εκκαλούν αντίγραφο της αγωγής και των προτάσεων του εφεσίβλητου που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, οι κρινόμενες εφέσεις, αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 23-4-2025 και 30-5-2025, αντίστοιχα, (άρθρα 19, 144 παρ. 1 και 2, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 2, 591 παρ. 1 και 7 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον από τα διαδικαστικά της δίκης έγγραφα που προσκομίζονται δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης και επιπλέον δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (18-2-2025) μέχρι την άσκηση των ενδίκων εφέσεων. Επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο για κάθε έφεση αντίστοιχα (δυνάμει των με αριθ. …….. και ……… παραβόλων αντίστοιχα), σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί των εφετηρίων αντίστοιχα, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β Κ.Πολ.Δ.. Επομένως, οι κρινόμενες εφέσεις, (άρθρα 246, 524 παρ. 1, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και η Α έφεση να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ η Β έφεση, ασκούμενη από το ερημοδικασθέν στον πρώτο βαθμό εναγόμενο – εκκαλούν αυτής, πρέπει να γίνει και ουσιαστικά δεκτή, και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΑΠ 639/2015, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 884/2007, ΑΠ 446/2007) και διαταχθεί η επιστροφή στο εναγόμενο – εκκαλούν του παράβολου, που κατέθεσε κατά την άσκησή της, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί εκ νέου κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα η αγωγή, αλλά και οι ισχυρισμοί του εναγομένου – εκκαλούντος της Β’ έφεσης (ΑΠ 579/2018).
Ο νόμος 3155/1955 (Α΄ 63) ορίζει στο άρθρο 1 ότι : «Αι οδοί της χώρας διακρίνονται εις α) Εθνικάς β)……..» στο δε άρθρο 5 ότι : «Αι Εθνικαί οδοί κατασκευάζονται, ανακαινίζονται και συντηρούνται υπό του Κράτους δια της Υπηρεσίας των Δημοσίων Έργων……». Περαιτέρω, στα άρθρο 4 παρ.1, 2 και 3 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2094/1992 Α΄182), όπως ίσχυσε στον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι : «1. Οι για τη σήμανση των οδών τοποθετούμενες πινακίδες είναι κατά κατηγορίες οι εξής: α) Αναγγελίας κινδύνου (Κ), δηλωτικές αα) Επικίνδυνων θέσεων….. β) Ρυθμιστικές της κυκλοφορίας (Ρ) δηλωτικές αα) Προτεραιότητας ββ) Απαγορεύσεων ή περιορισμών……. 2 Οι πινακίδες αναγγελίας κινδύνου (Κ-1 μέχρι Κ-40) τοποθετούνται για να εφιστούν την προσοχή αυτών που χρησιμοποιούν τις οδούς για τους κινδύνους που υπάρχουν στην οδό προς την κατεύθυνση της κίνησής τους, ώστε να λαμβάνουν έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα και, σε περίπτωση ανάγκης να μειώνουν την ταχύτητα πορείας τους για να τους αποφεύγουν. Η σημασία των πινακίδων αυτών είναι….. Κ-12 Ολισθηρό οδόστρωμα….. 3 Οι ρυθμιστικές της κυκλοφορίας πινακίδες (Ρ-1 μέχρι Ρ-72) τοποθετούνται για να πληροφορούν αυτούς που χρησιμοποιούν τις οδούς για τις ειδικές υποχρεώσεις περιορισμούς ή απαγορεύσεις προς τις οποίες πρέπει αυτοί να συμμορφώνονται…………. Τέλος, στο άρθρο 19 παρ. 2 ορίζεται ότι :….. «Απαγορεύεται επίσης να χύνονται στις οδούς ουσίες ή υλικά, τα οποία μπορούν να καταστήσουν την οδό ολισθηρή (π.χ. λάδια, ασβέστης κλπ)», (ΣτΕ 3531/2013). Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 περ. α’ του Ν. 489/1976, που τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1α ν 3746/2009 ορίζεται, ότι «το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, όταν : «α) Αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν υπάρχει υποχρέωση αποζημίωσης λόγω υλικών ζημιών, εκτός αν προκλήθηκαν συγχρόνως και σωματικές βλάβες που απαιτούν νοσοκομειακή περίθαλψη, εφόσον έχει επιληφθεί αστυνομική αρχή και η περίθαλψη αυτή διήρκησε τουλάχιστον για χρονικό διάστημα πέντε ημερών σε δημόσιο νοσοκομείο ή ιδιωτικό θεραπευτήριο.». Από την πρώτη των άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι από το πεδίο ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου (Ε.Κ.), σε περίπτωση προκλήσεως ατυχήματος σε τρίτο από άγνωστο αυτοκίνητο εξαιρούνται οι υλικές ζημίες, εκτός και αν αυτές προήλθαν από ατύχημα κατά το οποίο παράλληλα προκλήθηκαν και σωματικές βλάβες ή θανάτωση προσώπου. Ο περιορισμός αυτός ευθύνης του Ε.Κ. σαφώς προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση της άνω διατάξεως, η οποία είναι σύμφωνη και με τον προορισμό του, που αποβλέπει στη διαφύλαξη της ευθύνης του για την κάλυψη των πλέον σημαντικών περιπτώσεων, που είναι η θανάτωση και οι σωματικές κακώσεις. Προς το σκοπό αυτό δεν είναι αντίθετη η ρύθμιση του άρθρου 19 παρ.1 περ. β΄ του Ν.489/1976 κατά την οποία επί προκλήσεως ατυχήματος από ανασφάλιστο αυτοκίνητο η ευθύνη του Ε.Κ. περιλαμβάνει και την κάλυψη των υλικών ζημιών. Τούτο γιατί στην περίπτωση αυτή το Ε.Κ., με βάση το μηχανισμό της υποκαταστάσεως του άρθρ.19 παρ.4 ν.489/1976, έχει ελπίδες να μετακυλίσει τελικά στον υπόχρεο κύριο, κάτοχο ή οδηγό του ζημιογόνου γνωστού αυτοκινήτου την αποζημίωση, την οποία καταβάλλει στον παθόντα τρίτο πράγμα που, συνήθως, δεν μπορεί να συμβεί επί προκλήσεως ατυχήματος από άγνωστο αυτοκίνητο (βλ. ΑΠ 1573/2001). Περαιτέρω για να είναι πλήρως ορισμένη η αγωγή κατά του Ε.Κ. πρέπει να περιέχει τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία (άρθρ. 216 Κ.Πολ.Δ.). Ειδικά για την περίπτωση που την ευθύνη του Ε.Κ. την στηρίζει ο ενάγων στο γεγονός ότι ο υπέχων ευθύνη παραμένει άγνωστος, για την πληρότητα της αγωγής δεν αρκεί η απλή επανάληψη της διατυπώσεως του νόμου. Πρέπει προσθέτως να εκτίθενται στην αγωγή συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο ενάγων καίτοι κατέβαλε τη συνηθισμένη στις συναλλαγές επιμέλεια δεν μπόρεσε να εξακριβώσει τα στοιχεία ταυτότητας κανενός από τα υπόχρεα πρόσωπα, διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη (βλ. Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 2019, Τ ΙΙ. παρ. 31 αρ. 24). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ’ και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία, που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του Κ.Πολ.Δ. α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα εις βάρος του εναγομένου, δηλαδή πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, και να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει απ’ αυτά, για την οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε, ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος και του δικαστηρίου να προβεί στην αξιολόγηση της αγωγής και να διεξάγει τις σχετικές αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων, περίπτωση της οποίας αποτελεί και η μη εξειδίκευση, με πληρότητα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών (ποσοτική αοριστία), καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως. Τέλος, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 419/2018, ΑΠ 1 152/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση με την από 27-6-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. ……/Ε.Α.Κ. ……/27-6-2022) αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι στον Πειραιά στις 29-7-2020 και περί ώρα 19:00 οδηγώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα κυριότητάς του και κινούμενος από την οδό Αλιπέδου προς το κέντρο του Πειραιά, όταν εισήλθε στην οδό Αλιπέδου εξετράπη της πορείας του και επέπεσε στο οδόστρωμα. Ότι η παραπάνω εκτροπή προήλθε εξαιτίας της ολισθηρότητας του οδοστρώματος από την ρίψη ελαίων από άγνωστο αυτοκίνητο το οποίο είχε προηγηθεί της πορείας του. Ότι άμεσα ενημέρωσε τον Αστυνομικό που ρύθμιζε την κυκλοφορία των οχημάτων στην ανωτέρω οδό και στη συνέχεια επιλήφθηκαν οι αρμόδιοι αστυνομικοί του Τμήματος Τροχαίας, οι οποίοι, αφού συνέταξαν έκθεση αυτοψίας, έριξαν πριονίδι για την αποφυγή άλλου ατυχήματος. Ότι την επόμενη ημέρα εξετάστηκε από τους ιατρούς του 401 Γ.Σ.Ν.Α. όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί «κάκωση αριστερού γόνατος συνεπεία πτώσεως με δίκυκλο, με ύδραθρο» και του συνεστήθη η βάδιση με βακτηρίες και πλήρη αποφόρτιση του αριστερού σκέλους, ενώ του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια έξι ημερών. Ότι στη συνέχεια, στις 4-8-2020, κατόπιν υποβολής του σε μαγνητική τομογραφία, διαπιστώθηκαν οι ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή κακώσεις και εξαιτίας της φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε υπέστη νεφρική ανεπάρκεια και παράλληλα του συνεστήθη η χειρουργική αποκατάσταση ορθοπεδική της κάκωσης του αριστερού κάτω άκρου, ενώ νοσηλεύτηκε για την ανωτέρω αιτία (νεφρική ανεπάρκεια) κατά το χρονικό διάστημα από 6-8-2020 έως 11-8-2020. Ότι στις 17-11-2020 εισήλθε στη «………», όπου έγινε χειρουργική αποκατάσταση της ρήξης στο αριστερό γόνατο και εξήλθε στις 18-11-2020. Ότι, εξαιτίας του προαναφερόμενου τραυματισμού του, χορηγήθηκαν σε αυτόν διαδοχικά αναρρωτικές άδειες για το χρονικό διάστημα από το χρόνο του ατυχήματος μέχρι την 5-8-2021. Ζητούσε δε, επικαλούμενος την αποκλειστική υπαιτιότητα του άγνωστου αυτοκινήτου στην πρόκληση του τραυματισμού του, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 71.754,67 ευρώ ως αποζημίωση για τις θετικές και αποθετικές ζημίες που υπέστη από το ένδικο ατύχημα και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την 14-3-2022 οπότε υπέβαλε σχετική αίτηση στο εναγόμενο για την καταβολή του ως άνω ποσού και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο είχε εισαχθεί για να συζητηθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2, 16 περ 11, 25 παρ. 2, 35 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 614 παρ. 1 περ. 6 ΚΠολΔ, προσκομιζόμενων για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής των από 4-4-2022 εντύπων έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση υπογεγραμμένων από τον ενάγοντα και τον υπογράφοντα την αγωγή πληρεξούσιο δικηγόρο του (άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4640/2019). Όμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη η ως άνω αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθόσον αφενός δεν αναγράφεται στο δικόγραφό της ότι ο ενάγων κατέβαλε τη συνηθισμένη στις συναλλαγές επιμέλεια και δεν μπόρεσε να εξακριβώσει τα στοιχεία ταυτότητας κανενός από τα υπόχρεα πρόσωπα, δεδομένου ότι δεν αναγράφει στην αγωγή αν διεξήχθη προανάκριση και το αποτέλεσμα αυτής και επιπλέον δεν αναγράφει ότι νοσηλεύτηκε για την αιτία αυτή σε δημόσιο ή ιδιωτικό θεραπευτήριο για χρονικό διάστημα πέντε ημερών από το χρόνο του ατυχήματος. Επομένως, πρέπει η αγωγή, να απορριφθεί, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, αλλά και μετά από ουσιαστική παραδοχή σχετικού προς τούτο ισχυρισμού του εναγομένου, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε παραδεκτή και ως εν μέρει νόμιμη την αγωγή και στη συνέχεια έκανε, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 33.400 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ακολούθως, λόγω της κατά τα παραπάνω παραδοχής της έφεσης του εναγομένου και της εξαφάνισης της εκκαλούμενης, αναγκαίως δε, και ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη και να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος -εναγομένου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (λαμβανομένου υπόψη ότι το εναγόμενο λόγω της ερημοδικίας του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν υποβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα, βλ. ΑΠ 985/2015), λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 184, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, να διαταχθεί η επιστροφή στο εκκαλούν του κατατεθέντος από το τελευταίο κατά την κατάθεση της έφεσης, παραβόλου και τέλος, πρέπει, για την περίπτωση, που ο εφεσίβλητος ασκήσει κατά της παρούσας απόφασης ανακοπή ερημοδικίας, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται επίσης στο διατακτικό. Περαιτέρω, ενόψει των παραπάνω αναφερθέντων και της απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι της από 25-3-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …../ΕΑΚ …../23-4-2025) έφεσης του ενάγοντος, με την οποία παραπονείται για την απόρριψη των επιμέρους κονδυλίων της αγωγής που αφορούν διαφυγόντες μισθούς και επιδόματα, δαπάνη βελτιωμένης διατροφής και αποζημίωση της ηθικής του βλάβης. Πρέπει, επομένως να απορριφθεί η ως άνω έφεση του ενάγοντος ως αβάσιμη, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και να διαταχθεί η εισαγωγή του, κατατεθέντος από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση της έφεσης, παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει α) την από 25-3-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ΕΑΚ …../23-4-2025) έφεση κατά της με αριθμό 759/2025 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία), αντιμωλία των διαδίκων και β) την από 28-5-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ ΕΑΚ …../30-5-2025) έφεση κατά της με αριθμό 759/2025 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία), ερήμην του εφεσίβλητου.
Δικάζοντας επί της από 25-3-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ΕΑΚ …./23-4-2025) έφεσης.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του, καταβληθέντος από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση της έφεσης, παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο.
Δικάζοντας επί της από 28-5-2025 (ΓΑΚ …/2025, ΕΑΚ …../2025) έφεσης.
Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση που ο εφεσίβλητος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 759/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).
Κρατεί και δικάζει επί της από 27-6-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. Γ.Α.Κ. ……/Ε.Α.Κ. …/27-6-2022) αγωγής.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλει σε βάρος του εφεσίβλητου τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος της αμέσως παραπάνω έφεσης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στο εκκαλούν του κατατεθέντος από αυτό κατά την άσκηση της έφεσης παράβολου.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29 Οκτωβρίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ