ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 636/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του καλούντος – εκκαλούντος : ………….ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Λίβα (ΑΜΔΣΑ : ………).
Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων: 1) ……….., και 2) …………….οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Επί της από 12-12-2012 με αριθμό κατάθεσης ……/2012 αγωγής του ενάγοντος κατά των εναγόμενων εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 232/2015 μη οριστική (αναβλητική) απόφαση και κατόπιν η με αριθμό 1506/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν Α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 15-6-2017 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2017 και ειδικό …./2017 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό …../2017 για τη δικάσιμο της 11ης-1-2018, και Β) οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 21-7-2017 έφεσή τους, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2017 και ειδικό …./2017 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό …/2017 για τη δικάσιμο της 11ης-1-2018, οπότε και συζητήθηκαν κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και εκδόθηκε η με αριθμό 178/2019 τελεσίδικη απόφαση του αυτού Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η πρώτη και έγινε δεκτή η δεύτερη έφεση και απορρίφθηκε η αγωγή.
Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 21-9-2020 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1459/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 178/2019 απόφαση του αυτού Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή πλην εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Στη συνέχεια, με την από 22-12-2022 πρώτη κλήση του καλούντος – εκκαλούντος – εφεσίβλητου κατά των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εκκαλούντων, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 25ης Μαΐου 2023, η υπόθεση εισήχθη προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο, γενομένης συζητήσεως ερήμην των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εκκαλούντων – εναγόμενων, εξέδωσε τη με αριθμό 53/2024 εν μέρει οριστική του απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση των τελευταίων και κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης του καλούντος – εκκαλούντος – ενάγοντος.
Ήδη με την από 24-5-2024 δεύτερη κλήση του καλούντος – εκκαλούντος κατά των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, η υπόθεση επαναφέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
Στη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος – εκκαλούντος παραστάθηκε στο ακροατήριο και, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Δυνάμει της από 24-5-2024 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2024 δεύτερης κλήσης του καλούντος – εκκαλούντος κατά των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων, νόμιμα επαναφέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 15-6-2017 έφεση του καλούντος – εκκαλούντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2017 και ειδικό ……/2017 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2017 και ειδικό …./2017, κατά της με αριθμό 1506/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), μετά την αναίρεση της με αριθμό 178/2019 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου με τη με αριθμό 1459/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (άρθρο 581 παρ. 1 ΚΠολΔ) και την έκδοση της με αριθμό 53/2024 εν μέρει μη οριστικής απόφασης του αυτού Δικαστηρίου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της ένδικης έφεσης κατόπιν της από 22-12-2022 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2022 πρώτης κλήσης του καλούντος – εκκαλούντος κατά των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων.
ΙΙ. Από τις με αριθμό …. Ζ/5-6-2024 και ….. Ζ/5-6-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο επισπεύδων τη συζήτηση της ένδικης έφεσης καλών – εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο και τη δεύτερη των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων, αντίστοιχα (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 128 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ωστόσο, στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εφεσίβλητοι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε κατατέθηκε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ στον αρμόδιο γραμματέα από πληρεξούσιο δικηγόρο τους ότι επιθυμούν να δικαστούν χωρίς να παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, και ως εκ τούτου, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α ΚΠολΔ), δοθέντος ότι ο παριστάμενος εκκαλών, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προσκομίζει μετ’ επικλήσεως αντίγραφα του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου (αγωγής), των έγγραφων προτάσεων των απολειπόμενων αντιδίκων του, που κατατέθηκαν από αυτούς στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση (1506/2017) πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως επί ποινή απαραδέκτου της προκείμενης συζήτησης επιβάλλεται από τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 και 581 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Αν η αναίρεση της απόφασης γίνει ως προς ένα κεφάλαιο, η εκ νέου εξέταση της υπόθεσης γίνεται ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο αυτό που αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος και δεν επανεξετάζονται τα λοιπά κεφάλαια αυτής, τα οποία είτε δεν έχουν προσβληθεί με λόγο αναίρεσης, είτε ως προς αυτά έχει απορριφθεί ο σχετικός λόγος αναιρέσεως και συνεπώς αυτά καλύπτονται από το δεδικασμένο της απόφασης. Η έκταση της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, δηλαδή από το διατακτικό της σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της (άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο της παραδοχής της αίτησης αναίρεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή κλπ). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ (υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων), αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο επιλαμβάνεται ύστερα από κλήση για συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του, την οποία έχει δικαίωμα να επισπεύσει οποιοσδήποτε διάδικος της αναιρετικής δίκης, επιδίδοντας την κλήση προς τους αντιδίκους του στην αναιρετική δίκη. Συγκεκριμένα, το Εφετείο ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2, 3 και 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση, ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, και δεν περιορίζεται στο νομικό μόνον ζήτημα, περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του, αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά από ότι η αναιρεθείσα απόφαση τις αποδείξεις για τα πραγματικά περιστατικά, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση. Τα κεφάλαια της απόφασης, που δεν αναιρέθηκαν, δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται, αφού ως προς αυτά η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 875/2009 ΝοΒ 2009. 1436, ΑΠ 707/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αν δηλαδή, η αναίρεση της απόφασης γίνει ως προς ένα κεφάλαιο, η εξέταση της υπόθεσης από το δικαστήριο της παραπομπής γίνεται μόνο ως προς αυτό. Τα λοιπά κεφάλαια της διαφοράς (είτε διότι δεν έχουν προσβληθεί, είτε διότι απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως ως προς αυτά) δεν επανεξετάζονται. Συνακόλουθα τούτων, κατά την επανεκδίκαση της έφεσης οι διατάξεις, που δεν αναιρέθηκαν, διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το δικαστήριο της παραπομπής, καθόσον υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση από την εν μέρει οριστική και αμετάκλητη ήδη απόφαση του Εφετείου και τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σε αυτά, δεν επανεξετάζονται (βλ. σχετικώς Ε.Μ. Ρίκου, Ζητήματα εκ της μερικής εξαφανίσεως της αποφάσεως εις την αναιρετικήν και την έκκλητον δίκην, ΕλλΔνη 26 -1985 σελ. 615, Κ. Παπαδόπουλου, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ (1997) παρ. 514, σελ. 764 επ., ΑΠ 659/1988 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1030/1977 ΝοΒ 26. 290). Έτσι, με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετείχαν στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 1717/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα (ΑΠ 129/2005 ΕΕργΔ 2005. 150), με συνέπεια να αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση (ΑΠ 845/2010, ΑΠ 129/2004 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων σχετικών με την αρμοδιότητα), αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική (ΑΠ 43/2005, ΑΠ 137/2004 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο της παραπομπής επανεκδικάζει την έφεση, ερευνώντας μόνον τους λόγους αυτής που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία και μόνον επανακρίνεται (ΑΠ 1145/2005 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής. Δηλαδή, τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της έφεσης, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι έφεσης απαράδεκτοι (Ολ ΑΠ 15/2011 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Δεν δεσμεύεται όμως, το δικαστήριο της παραπομπής να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 137/2004, ΑΠ 1343/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΑΠ 43/2005, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) [ΤριμΕφΑθ 891/2025, ΤριμΕφΠειρ 56/2025, ΤριμΕφΑθ 104/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ].
IV. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 12-12-2012 με αριθμό κατάθεσης ………/2012 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι με αφορμή τη με Α.Β.Μ. ……………. μήνυση, που υπέβαλε σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του τελευταίου και παραγγέλθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά η διενέργεια προανάκρισης από την 7η Πταισματοδίκη Πειραιά, ενώπιον της οποίας την 13-6-2007 ο δεύτερος εναγόμενος εγχείρησε το από 12-6-2007 απολογητικό του υπόμνημα, στο οποίο ενσωμάτωσε και την από 12-6-2007 έγκλησή του σε βάρος του ίδιου (ενάγοντος) για δήθεν αξιόποινες πράξεις του τελευταίου (ενάγοντος), με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για αυτές, καθώς και ότι ο δεύτερος εναγόμενος με την ανωτέρω ψευδή έγκληση διέδωσε ενώπιον τρίτων σε βάρος του ίδιου (ενάγοντος) τα αναφερόμενα σε αυτή ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναλήθείας τους, με σκοπό να τον δυσφημίσει, καθώς γνώριζε ότι τα γεγονότα αυτά, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος. Περαιτέρω, ανέφερε ότι η πρώτη εναγόμενη, σύζυγος του δεύτερου εναγόμενου, εξεταζόμενη ως μάρτυρας την 13-6-2007 ενώπιον της 7ης Πταισματοδίκη Πειραιά, επιβεβαίωσε ενόρκως και με την προτροπή του συζύγου της το περιεχόμενο της ανωτέρω έγκλησης, αν και γνώριζε ότι αυτό ήταν αναληθές, προκειμένου να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του συζύγου της και να αποκρούσει το περιεχόμενο της σε βάρος του ασκηθείσας μήνυσης. Επίσης, ισχυριζόταν ότι με τις ανωτέρω ενέργειές τους οι εναγόμενοι έθιξαν την τιμή και την υπόληψή του και πρόσβαλαν την προσωπικότητά του, με συνέπεια να δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη. Τέλος, ιστορούσε ότι με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ηθικής αυτουργίας στις ως άνω πράξεις και της ψευδούς καταμήνυσης σε βάρος των εναγόμενων, οι οποίοι παραπέμφθηκαν να δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά δυνάμει του από 26-4-2012 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, ζήτησε Α) να υποχρεωθεί κάθε εναγόμενος να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της σε βάρος του τελεσθείσας αδικοπραξίας, το ποσό των 10.000,00 ευρώ, το οποίο περιόρισε για κάθε εναγόμενο κατά το ποσό των 500,00 ευρώ, το οποίο επιφυλάχθηκε να αξιώσει παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των αρμοδίων ποινικών δικαστηρίων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, Β) να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, Γ) να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους σε βάρος κάθε εναγόμενου λόγω της αδικοπραξίας τους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, Δ) να υποχρεωθεί κάθε εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητάς του, με τη χρήση όμοιων ή παρεμφερών ισχυρισμών με τους αναφερόμενους στην αγωγή και με τη διάπραξη όμοιων πράξεων με τις αναφερόμενες στην αγωγή, με την απειλή σε βάρος τους χρηματικής ποινής ύψους 5.900 ευρώ υπέρ του ενάγοντος και προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός (1) έτους για κάθε παράβαση και Ε) να καταδικαστούν οι αντίδικοί του αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στα δικαστικά του έξοδα, το ύψος των οποίων προσδιόρισε με τις προτάσεις του στο ποσό των 1.197,00 ευρώ με βάση τον υποβληθέντα με αυτές κατάλογο εξόδων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 232/2015 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 330, 340, 346, 914, 932 ΑΚ, 224 παρ. 2, 229 παρ. 1, 362, 363 ΠΚ, 176, 907, 908 και 947 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και του αιτήματος περί της εις ολόκληρον καταδίκης των εναγόμενων στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην απόφαση αυτή, αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, η συζήτηση της ένδικης αγωγής εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της με αριθμό 925/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά. Στη συνέχεια και κατόπιν της από 13-7-2015 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2015 κλήσης του ενάγοντος, με την οποία η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση, εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η προσβαλλόμενη με αριθμό 1506/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, δυνάμει της εκκαλουμένης απόφασης (1506/2017) υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, η μεν πρώτη εναγόμενη το ποσό των 3.000,00 ευρώ και ο δε δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 5.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να παραλείπουν στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος με τη χρήση όμοιων ή παρεμφερών, με τους αναφερόμενους στο σκεπτικό της απόφασης, προσβλητικών ισχυρισμών, με την απειλή κατά των εναγόμενων χρηματικής ποινής 1.000,00 ευρώ και προσωπικής κράτησης, διάρκειας δύο (2) μηνών, για κάθε παραβίαση της ανωτέρω διάταξης της απόφασης και επιβλήθηκε σε βάρος των εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ύψους 320,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης (1506/2017) παραπονέθηκαν Α) οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, με την από 21-7-2017 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2017 του πρωτοδικείου και ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017 του εφετείου, αντίστοιχα) έφεσή τους, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον τους ασκηθείσα αγωγή και Β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση από 15-6-2017 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017 του πρωτοδικείου και ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017 του εφετείου, αντίστοιχα) έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, προκειμένου να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή του. Επί των ανωτέρω αντίθετων εφέσεων εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 178/2019 τελεσίδικη απόφαση του αυτού Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγιναν τυπικά δεκτές οι εφέσεις, απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 15-6-2017 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος και έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η από 21-7-2017 έφεση των εκκαλούντων – εναγόμενων, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση (1506/2017) και διακρατήθηκε η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και δικάζοντας επί της ένδικης αγωγής, απορρίφθηκε αυτή (αγωγή) ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και συμψηφίστηκαν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Ακολούθως, κατά της απόφασης αυτής (178/2019) ο εκκαλών άσκησε κατά των εφεσίβλητων την από 21-9-2020 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1459/2022 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας, κατά παραδοχή του μόνου λόγου αναίρεσης, έγινε δεκτή η αίτηση και αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 178/2019 απόφαση του αυτού Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή πλην εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Ειδικότερα, με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα, διότι δεσμεύθηκε από την αμετάκλητη αθωωτική για τους αναιρεσίβλητους ποινική απόφαση και με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή, τη στηρίζουσα την αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσίβλητων στα ίδια αδικήματα για τα οποία απηλλάγησαν, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτών και δεδομένου ότι σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες υπό στοιχείο ΙΙΙ νομικές σκέψεις, μετά την αναίρεση της ανωτέρω απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), στην προκειμένη περίπτωση, οι διάδικοι επανήλθαν στο στάδιο συζήτησης των αντίθετων εφέσεών τους, οι οποίες βάλλουν κατά της με αριθμό 1506/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία). Μετά ταύτα, με την από 22-12-2022 πρώτη κλήση του καλούντος – εκκαλούντος – εφεσίβλητου κατά των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εκκαλούντων, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 25ης Μαΐου 2023, η υπόθεση εισήχθη προς περαιτέρω (μετ’ αναίρεση) εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Γενομένης δε συζητήσεως ερήμην των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εκκαλούντων – εναγόμενων, εκδόθηκε η με αριθμό 53/2024 εν μέρει οριστική απόφαση του αυτού Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε (λόγω της ερημοδικίας τους) η από 21-7-2017 έφεση των τελευταίων και κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση από 15-6-2017 έφεσης του καλούντος – εκκαλούντος – ενάγοντος. Ήδη με την από 24-5-2024 δεύτερη κλήση του καλούντος – εκκαλούντος κατά των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2024 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, η υπόθεση επαναφέρεται προς περαιτέρω (μετ’ αναίρεση) εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
V. Ενόψει του ότι η αναιρετική απόφαση (1459/2022) δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της ένδικης έφεσης, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού αυτής, πρέπει να επανεξετασθεί η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση, αφού το εμπρόθεσμο της κρινόμενης έφεσης δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης, μεταβιβάζεται δε η υπόθεση ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΑθ 4924/2012 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η υπό κρίση έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 1506/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 22-6-2017, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στους εναγόμενους, που έλαβε χώρα με παραγγελία του αντιδίκου τους την 21-6-2017, όπως προκύπτει από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα – ενάγοντα με αριθμό ……../21-6-2017 και …../21-6-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ….. (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 128 παρ. 4 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η προθεσμία που αρχίζει με την επίδοση εγγράφου τρέχει εναντίον και εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση και άρα εν προκειμένω και εναντίον του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος (άρθρα 144 παρ. 2, 495 παρ. 1, 498, 511, 513, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../22-6-2017 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …../2017 e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
VI. Από τις με αριθμό …../19-11-2013, …../19-11-2013 και ……/19-11-2013 ένορκες βεβαιώσεις της ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις με αριθμό …. Γ/8-11-2013 και ……. Γ/8-11-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών …….. με συνημμένη την από 7-11-2013 εξώδικη γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων και κλήτευση προς την πρώτη και το δεύτερο των εναγόμενων, αντίστοιχα, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλείται νόμιμα και προσκομίζει ο ενάγων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις άλλων δικαστηρίων, έγγραφα ποινικών δικογραφιών και ποινικές αποφάσεις, οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 440/2024, ΑΠ 681/2021, ΑΠ 1286/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος (δικηγόρος) διατηρούσαν επαγγελματική συνεργασία στα πλαίσια της οποίας ο πρώτος ανέθεσε στο δεύτερο τη διεκπεραίωση υποθέσεών του, κατόπιν προφορικής εντολής, που δόθηκε το έτος 1996 και επιβεβαιώθηκε αργότερα με τη χορήγηση του με αριθμό ……./22-7-1999 γενικού πληρεξουσίου της πρώτης εναγόμενης, συμβολαιογράφου Πειραιώς και συζύγου του δεύτερου εναγόμενου. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων δημιουργήθηκαν οικονομικές διαφορές, οι οποίες αφορούσαν αφενός τις αξιώσεις του δεύτερου εναγόμενου για την αμοιβή του λόγω διεξαγωγής των υποθέσεων που του είχε αναθέσει ο ενάγων και αφετέρου την αξίωση του τελευταίου (ενάγοντος) που απορρέει από την επικαλούμενη από 7-11-2000 έγγραφη σύμβαση έντοκου δανείου ποσού 20.000.000 δρχ. (ήδη 58.694,06 €) που είχε καταρτίσει με το δεύτερο εναγόμενο, οι οποίες είχαν, μεταξύ άλλων, και ως αποτέλεσμα την ανάκληση της ως άνω εντολής και πληρεξουσιότητας που είχε χορηγηθεί στο δεύτερο εναγόμενο για τη διεξαγωγή των νομικών υποθέσεων του ενάγοντος, με τη με αριθμό ………./4-2-2003 πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. και την από 7-2-2003 εξώδικη δήλωση ανάκλησης πληρεξουσιότητας. Έκτοτε, οι διάδικοι βρίσκονται σε συνεχείς δικαστικές αντιδικίες με την εκατέρωθεν ανταλλαγή εξώδικων, αγωγών και μηνύσεων. Στα πλαίσια δε αυτά της ανωτέρω μεταξύ τους αντιδικίας και κατά τη διενέργεια της προανάκρισης, που παρήγγειλε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά προς την 7η Πταισματοδίκη Πειραιά, με αφορμή τη με Α.Β.Μ. ……….. από 8-6-2006 έγκληση του ενάγοντος, ο δεύτερος εναγόμενος υπέβαλε την 13-6-2007 προς την ανωτέρω Πταισματοδίκη το από 12-6-2007 υπόμνημα – έγκλησή του, σε βάρος του ενάγοντος, η οποία έλαβε Α.Β.Μ. ………….. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος ανέφερε στο ανωτέρω υπόμνημα – έγκλησή του και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τις σχέσεις του με τον ενάγοντα και συγκεκριμένα: «Στις 11-5-2006… στην κυριολεξία, συγκλονίστηκα όταν διαπίστωσα… ότι έλειπε ολόκληρος ο φάκελος μου… και όλα τα σχετικά (27) που περιλαμβάνονταν σε αυτόν… είχε πάρει όλο το φάκελό μου εκτός του Δικαστικού Μεγάρου… είχε αφαιρέσει όλο το φάκελό μου, μετά την επιστροφή του οποίου έλειπαν δύο (2) σχετικά έγγραφα, τα οποία αντικατέστησα με άλλα…κατά τη ρητή ομολογία της Γραμματέα… δεν της είχε πει εάν είναι δικηγόρος ή όχι., …είπε αυτή επί λέξει: «…δεν μου είπε ούτε ότι είναι δικηγόρος, ούτε ότι δεν είναι». Και ο εγκαλών απάντησε: «Γεια στο στόμα σου κοπέλα μου»., …δόθηκε η δυνατότητα στον αντίδικό μου, όχι μόνο να συμπεριφερθεί σαν δικηγόρος, αλλά και να τολμά σήμερα να με εγκαλεί για ό,τι δημιουργήθηκε λόγω της ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς του. Πικρότατη πείρα της οποίας έχω από τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2002 που προσήλθε στο γραφείο μου και αποψίλωσε τους ογκώδεις φακέλους των δικογραφιών που τηρούσα για τις υποθέσεις του, με κακοπρόθετο σκοπό να ισχυριστεί αργότερα, στις επακολουθήσασες δικαστικές μας εμπλοκές διεκδίκησης των δικηγορικών αμοιβών μου, ότι, τάχα, δεν είχαμε επαγγελματικές σχέσεις., …προκειμένου να με πλήξει με τη συνηθισμένη δολιότητά του δεν διστάζει να ισχυριστεί με το συκοφαντικό και υβριστικό περιεχόμενο της έγκλησης του, ότι τάχα, την πήρα (ενν.: την ταυτότητα του ενάγοντος) για να βγάλω φωτοτυπίες για να τον ζημιώσω παράνομα… πράγματι, συνηθίζει να συμπεριφέρεται σαν να είναι δικηγόρος … προσήλθε ένας Αστυνομικός… Ο Αστυνομικός του ανταπάντησε: «Αυτό που εγώ βλέπω είναι ότι εμποδίζεις έναν άνθρωπο να πάει στον προορισμό του» … είναι γεγονός ότι … του είπα ότι «σε ξέρω ποιος είσαι με όσα μου έχεις κάνει μέχρι σήμερα», εννοώντας την κατ’ επανάληψη άδικη σε βάρος μου συμπεριφορά του, τις συκοφαντίες και λοιδορίες του, τις αβάσιμες καταγγελίες του, τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις, παρακολουθήσεις και φωτογραφήσεις εμένα και των μελών της οικογένειάς μου, των εμφανίσεών του ως δικηγόρου, όπως παρακάτω εκθέτω, προσκόμιση αναληθών ουσιαστικά εγγράφων στις δικαστικές μας διαμάχες … έκανε τρεις (3) εκβιαστικές καταγγελίες σε βάρος μου στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά, αναμασώντας τα ίδια ψεύδη … Και βέβαια η δράση του δεν σταματά εδώ. Έχει κάνει περί τις δέκα καταγγελίες στο ΙΚΑ, το οποίο επανειλημμένα έχει προσέλθει στα συστεγαζόμενα γραφεία, εμένα ως δικηγόρου και της συζύγου μου ………….., ως συμβολαιογράφου, ερευνώντας για παράνομα απασχολούμενο προσωπικό…, Κατ’ επανάληψη δε, μου έχει παραγγείλει ότι «θα με εκδικηθεί μέχρι θανάτου!»… Επίσης με την 729/2005 απόφαση του Μον. Πλημ. Πειραιά … επιβεβαιώνεται η δόλια λεηλασία των κρίσιμων και ουσιωδών εγγράφων για την απόδειξη των παρασχεθεισών δικηγορικών μου υπηρεσιών προς τον εγκαλούντα, έστω και αν κρίθηκε «αθώος» της διάπραξης του αδικήματος…, αποδεικνύεται η κατά συνήθεια αντιποίηση άσκησης δικηγορίας εκ μέρους του εγκαλούντα … στοιχεία … ζήτησε δε και έλαβε από το Υποθηκοφυλακείο Βούλας … υποδυόμενος τον δικηγόρο…., στο Β’ Υποθηκοφυλακείο Κορίνθου, στο οποίο απευθύνθηκε … υποδυόμενος και πάλι τον δικηγόρο, … του Α΄ Υποθ/κείου Κορίνθου, στο οποίο απευθύνθηκε, υποδυόμενος για πολλοστή φορά τον δικηγόρο, … αντιποιούμενος την άσκηση δικηγορίας…, Στις 30-3-2005, κατά την ποινική δίκη για τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις των επαγγελματικών μας συνομιλιών, απολογούμενος κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι «έχει γίνει δικηγόρος»… είναι ένας πολυεκατομμυριούχος κακοπληρωτής, φιλόδικος και φιλέκδικος, ο οποίος, έκαμε τις περί αμοιβών συμφωνίες με εμένα, κατά το περιεχόμενο της αγωγής μου, απλώς και μόνο για να τακτοποιήσει τις εθνικές και διεθνείς περιουσιακές του εκκρεμότητες και στη συνέχεια να τις αρνηθεί, ψευδορκώντας δια των ψευδομαρτύρων του και απατώντας δια των ψευδών εγγράφων που προσκόμισε, τα αρμόδια Δικαστήρια…, τις επαγγελματικές μας σχέσεις … αποκαλούσε, τόσο ατομικά όσο και δια πλήθους ψευδομαρτύρων, ως αποκλειστικά και μόνο «φιλικές»…, λίαν κρίσιμη χρονική περίοδος (1997-2000) που ασχολούμαι εντατικά ως δικηγόρος τόσο με την είσπραξη των 120.000.000 δρχ. από … την ανώνυμη αλλοδαπή εταιρία ………….. με έδρα το …………. («φάκελος ……» όπως την αποκαλούσε)… Από την τακτοποίηση της υπόθεσης αυτής («φάκελος ….») για την οποία απασχολήθηκα κατά προτεραιότητα από τον Ιούνιο του 1997 μέχρι το Δεκέμβριο του 1999 που, τελικά, εισέπραξε το παραπάνω χρηματικό ποσό, όφειλε κατά τη συμφωνία μας να μου καταβάλει ποσοστό 10%…». Επίσης, στο ίδιο υπόμνημα και σε άμεση συνοχή με τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, ο δεύτερος εναγόμενος ανέφερε και τα ακόλουθα αναφορικά με το πρόσωπο του ενάγοντος: «Εν προκειμένω, η ακατάσχετη ψευδολογία και σεναριολογία του εγκαλούντα είναι πρωτοφανής … με την αήθη συμπεριφορά του … Επανειλημμένα του τόνισα μετά την βαρύτατα προδοτική στάση που τήρησε, κατ’ επανάληψη, σε βάρος μου … ότι «δεν θέλω ούτε να τον ξαναδώ και ούτε να τον ξανακούσω»! Πρόδωσε κάθε ιερό και όσιο, τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε ηθικοκοινωνικό επίπεδο … Η υποκρισία του με παρέσυρε…., το όλο θέμα που προσφέρθηκε στον εγκαλούντα για να λασπολογήσει…, από τους δόλιους θεατρινισμούς του εγκαλούντα … είναι ο μόνος πολυεκατομμυριούχος (κληρονόμος) και συνάμα δύστροπος και κακόβουλος πληρωτής … Η ασυδοσία της δολοπλοκίας του εγκαλούντα … Ξεπερνάει κάθε όριο αποτροπιασμού η ραδιουργούσα φαντασία του εγκαλούντα … Η εμπνευσμένη δολιότητα του εγκαλούντα είναι πρωτοφανής μεν, πλην όμως, σαφώς και αναντιρρήτως αποκαλυπτική του εσωτερικού του κόσμου, με τα «ηθικά στίγματα» που ο ίδιος αυτοπεριγράφεται, αφενός, αλλά και με την εξειδιασμένη κακοβουλία που επιχειρεί να στοιχειοθετήσει σε βάρος μου τις ασύστατες κατηγορίες του … με τη θρασύτατη κακοβουλία του … προσπαθεί για πολλοστή φορά να φέρει τα πράγματα στα δικά του εγωιστικά μέτρα…, το υπέρμετρο και πλέον αποκαλυπτικό στοιχείο της δεινής, εγκληματικής του δολιότητας, είναι ότι διαστρέφει με πρωτοφανή ευχέρεια … εξακολουθητικά απατηλή του συμπεριφορά … εντόνως άδικη και εγκληματική συμπεριφορά του μηνυτή σε βάρος μου, ο οποίος, για μία ακόμη φορά, θεατρίζοντας την αντικειμενική αλήθεια … αυτοθυματοποιείται …, καταδεικνύει το δολερότατο χαρακτήρα του εγκαλούντα…». Στη συνέχεια, την 13-6-2007 η πρώτη εναγόμενη, σύζυγος του δεύτερου εναγόμενου, εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας με βάση την ανωτέρω έγκληση του τελευταίου, κατέθεσε ενώπιον της 7ης Πταισματοδίκη Πειραιά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τις σχέσεις του συζύγου της με τον ενάγοντα και συγκεκριμένα: «Στις 11-5-2006 ο σύζυγός μου επέστρεψε στο γραφείο από το δικαστήριο όπου είχε πάει όπως γνώριζα για να καταθέσει δικαστικό ένσημο για υπόθεσή του με τον εγκαλούντα …και μου είπε πως όταν πήγε στο αρμόδιο γραφείο του Πρωτοδικείου Πειραιά (-505- αν θυμάμαι καλά) διεπίστωσε ότι έλειπε ολόκληρος ο φάκελος με τις πρωτότυπες προτάσεις του και όλα τα σχετικά τα οποία ήταν εικοσιεπτά τον αριθμό … Βεβαιώθηκε τότε (ενν.: ο δεύτερος εναγόμενος) ότι είχε πάρει το φάκελο (ενν.: ο ενάγων) … και επέστρεφε (ενν.: ο δεύτερος εναγόμενος) στο προαναφερθέν γραφείο του Πρωτοδικείου για να διαπιστώσει αν ο φάκελος ήταν στη θέση του… Μετά απ’ όλα αυτά ο σύζυγός μου όπως μου είπε και αφού μάλιστα διαπίστωσε ότι έλειπαν δύο έγγραφα από το φάκελο τα οποία αντικατέστησε, πήρε την τσάντα του και έφυγε … ουδέποτε έχει έρθει (ενν.: ο δεύτερος εναγόμενος) σε αντιπαράθεση τέτοιου είδους όπως του καταλογίζει με την παρούσα έγκλησή του ο κ. ……., αντίθετα μάλιστα ο εγκαλών είναι εκείνος ο οποίος κατ’ επανάληψη αφαίρεσε έγγραφα κρίσιμα από φακέλους του συζύγου μου που αφορούσαν υποθέσεις του (του εγκαλούντος) και στη συνέχεια υπεστήριζε ότι δεν του είχε αναθέσει υποθέσεις του αλλά φιλικά τον είχε πληροφορήσει γι’ αυτές, άρα ότι δεν του όφειλε και αμοιβές … Ο κ. ……. επιθυμεί να πλήξει ηθικά και να ζημιώσει οικονομικά το σύζυγό μου και γι’ αυτό προβαίνει σε τέτοιου είδους ενέργειες. Θα ήθελα ακόμη να προσθέσω ότι για κάθε κατάθεσή μου δηλώνει ότι θα τιμωρηθώ και σε τρίτα πρόσωπα έχει δηλώσει ότι θα μας εκδικηθεί μέχρι θανάτου, κάνει καταγγελίες στο Ι.Κ.Α. με την ένδειξη του κατεπείγοντος και δέχομαι τους συχνούς ελέγχους του, με αποτέλεσμα να υφίσταμαι ψυχολογική πίεση κάθε φορά που πρόκειται να καταθέσω ως μάρτυρας». Με τα όσα ανωτέρω ισχυρίστηκαν οι εναγόμενοι για τον ενάγοντα, αποδίδουν σ’ αυτόν, ο μεν δεύτερος εναγόμενος, ότι ο ενάγων α) την 11-5-2006 του αφαίρεσε έγγραφα από το φάκελο δικογραφίας του, β) αντιποιείται το δικηγορικό λειτούργημα, γ) χρησιμοποίησε ψευδομάρτυρες στις μεταξύ τους δίκες, δ) υπέβαλε καταγγελίες εις βάρος του στο Ι.Κ.Α., ε) υπέβαλε εκβιαστικές καταγγελίες εις βάρος του στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, στ) αρνείται να του καταβάλει δικηγορική αμοιβή ποσού 12.000.000 δρχ. από το χειρισμό υπόθεσής του που αφορούσε την αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία «…………..» με έδρα το … του ….., ζ) παρήγγειλε σ’ αυτόν κατ’ επανάληψη ότι θα τον εκδικηθεί μέχρι θανάτου, η) υπεξήγαγε έγγραφα από το δικηγορικό του γραφείο, θ) μαγνητοφωνούσε παράνομα τις μεταξύ τους επαγγελματικές συνομιλίες και ι) φωτογράφιζε παράνομα αυτόν και τα μέλη της οικογένειάς του, η δε πρώτη εναγόμενη, ότι ο ενάγων α) την 11-5-2006 αφαίρεσε έγγραφα από το φάκελο δικογραφίας του συζύγου της – δεύτερου εναγόμενου, β) έχει αφαιρέσει κατ’ επανάληψη έγγραφα από τους φακέλους του συζύγου της, γ) υπέβαλε καταγγελίες εις βάρος αυτής και του συζύγου της στο Ι.Κ.Α και δ) δήλωσε κατ’ επανάληψη σε τρίτα πρόσωπα ότι θα εκδικηθεί αυτήν και το σύζυγό της μέχρι θανάτου. Ωστόσο, όλα τα ανωτέρω ισχυριζόμενα από τους εναγόμενους γεγονότα αναφορικά με το πρόσωπο του ενάγοντος, αποδείχθηκε ότι είναι αναληθή. Αντίθετα, η αλήθεια για τα ανωτέρω γεγονότα ήταν ότι ο ενάγων δεν αφαίρεσε έγγραφα από το φάκελο δικογραφίας του δεύτερου εναγόμενου την 11-5-2006, ότι δεν παρίστανε το δικηγόρο, αφενός κατά την ανωτέρω ημερομηνία (11-5-2006) στον πέμπτο όροφο του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιά, προκειμένου να έχει πρόσβαση σε φακέλους δικογραφιών, που εκκρεμούσαν στο Πρωτοδικείο Πειραιά, αφετέρου στο Υποθηκοφυλακείο της Βούλας και στα Α’ και Β’ Υποθηκοφυλακεία της Κορίνθου, τον Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2003, αντίστοιχα, ότι δεν χρησιμοποίησε ψευδομάρτυρες στις δίκες μεταξύ αυτού και του δεύτερου εναγόμενου, ότι δεν προέβη σε ψευδείς καταγγελίες εις βάρος των εναγόμενων στο Ι.Κ.Α., ότι δεν προέβη σε εκβιαστικές καταγγελίες εις βάρος του δεύτερου εναγόμενου στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά, ότι δεν ανέθεσε ποτέ στο δεύτερο εναγόμενο το χειρισμό υπόθεσής του που αφορούσε αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «……….» με έδρα το ….. του ……., ότι δεν παρήγγειλε στο δεύτερο εναγόμενο, ούτε διέδωσε σε τρίτα πρόσωπα ότι θα εκδικηθεί αυτόν και τη σύζυγό του – πρώτη εναγόμενη μέχρι θανάτου, ότι δεν αφαίρεσε, ούτε απέκρυψε έγγραφα από τους φακέλους, που διατηρούσε ο δεύτερος εναγόμενος στο γραφείο του, με σκοπό να εμποδίσει τον τελευταίο να διεκδικήσει δικαστικά την οφειλόμενη για την παροχή των νομικών του υπηρεσιών νόμιμη αμοιβή, ότι δεν μαγνητοφωνούσε τις επαγγελματικές συνομιλίες του με το δεύτερο εναγόμενο και τέλος, ότι δεν φωτογράφιζε παράνομα το δεύτερο εναγόμενο και τα μέλη της οικογένειάς του. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα της αφαίρεσης εκ μέρους του ενάγοντος, την 11-5-2006, εγγράφων από το φάκελο δικογραφίας του δεύτερου εναγόμενου, αποδείχθηκαν τα εξής: Ενόψει της προαναφερόμενης αντιδικίας των διαδίκων και της συζήτησης την 31-5-2006 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2003 αγωγής του δεύτερου εναγόμενου κατά του ενάγοντος, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος ζητούσε να του επιδικαστεί κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή του λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη, ο ενάγων την 10-5-2006, ημέρα Τετάρτη και περί ώρα 14.00 μ.μ. επισκέφτηκε μαζί με τον τότε πληρεξούσιο δικηγόρο του, ………., τη Γραμματεία της Τακτικής Διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που βρίσκεται στον πέμπτο όροφο του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιά, προκειμένου να καταθέσει ο ως άνω δικηγόρος του τις με ιδία ημεροχρονολογία έγγραφες προτάσεις του μετά των σχετικών αυτών εγγράφων προς αντίκρουση της παραπάνω αγωγής. Πλην, όμως, επειδή δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος, ώστε ο ενάγων να λάβει φωτοαντίγραφα των περιεχομένων στη δικογραφία σχετικών εγγράφων του αντιδίκου, ο ενάγων επισκέφτηκε και την επόμενη ημέρα (11-5-2006) το γραφείο της Γραμματείας της Τακτικής Διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζήτησε από την αρμόδια Γραμματέα, ……….., να λάβει με την ιδιότητα του διαδίκου αντίγραφα των σχετικών εγγράφων του αντιδίκου του, κατόπιν προηγούμενης συναίνεσης της τελευταίας. Στη συνέχεια, ο ενάγων έλαβε τα σχετικά έγγραφα προς φωτοτυπία, αφού άφησε την αστυνομική του ταυτότητα εντός του σχετικού φακέλου της δικογραφίας. Όταν όμως, ο ενάγων επέστρεψε τα έγγραφα αυτά στον οικείο φάκελο της σχετικής δικογραφίας, διαπίστωσε ότι η ταυτότητά του δεν ήταν εντός αυτής. Ακολούθως, η παραπάνω Γραμματέας ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι κατά την απουσία του προσήλθε ο δεύτερος εναγόμενος, για να αναλάβει και αυτός τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας προκειμένου να τα φωτοτυπήσει, και ότι προφανώς εκ παραδρομής ανέλαβε και την αστυνομική ταυτότητά του (του ενάγοντος). Τότε, ο ενάγων άρχισε να φωνάζει σε βοήθεια τους αστυνομικούς, που εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία στον τέταρτο όροφο του Δικαστικού Μεγάρου και ακολούθως, όταν επέστρεψε ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος πράγματι είχε λάβει την αστυνομική ταυτότητα του ενάγοντος προκειμένου να την φωτοτυπήσει και να αποδείξει έτσι ότι ο ενάγων αντιποιείται το δικηγορικό λειτούργημα, άφησε στον ενάγοντα την ταυτότητά του, ισχυριζόμενος δημοσίως ότι ο ενάγων εμφανίζεται με την ιδιότητα του δικηγόρου, αντιποιούμενος το επάγγελμα του δικηγόρου. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά την επιστροφή του στο γραφείο της ανωτέρω Γραμματέως για την παραλαβή της ταυτότητάς του, παρέλειψε να επιστρέψει όλα τα αναληφθέντα έγγραφα από τον οικείο φάκελο δικογραφίας του αντιδίκου του, παρακρατώντας δολίως κάποια από αυτά, με σκοπό να τα εξαφανίσει και να βλάψει έτσι τον αντίδικό του – δεύτερο εναγόμενο. Απεναντίας αποδείχθηκε ότι, όταν κατά τη λήξη του ανωτέρω επεισοδίου, η προαναφερόμενη Γραμματέας συνέστησε στον ενάγοντα και στο δεύτερο εναγόμενο να ελέγξουν τους φακέλους τους, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν τυχόν λείπουν σχετικά έγγραφα από αυτούς, ο δεύτερος εναγόμενος της απάντησε ότι ο φάκελός του ήταν εντάξει, αρνούμενος να τον ελέγξει (βλ. σχετικά την από 2-10-2006 ένορκη εξέταση της ως άνω Γραμματέως …………… ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά). Περαιτέρω, αναφορικά με τους ψευδείς ισχυρισμούς του δεύτερου των εναγόμενων για τη φερόμενη πράξη της αντιποίησης της ιδιότητας του δικηγόρου από τον ενάγοντα, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα : α) κατά το προαναφερόμενο περιστατικό που συνέβη στο Δικαστικό Μέγαρο Πειραιά την 11-5-2006, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προσποιήθηκε το δικηγόρο ενώπιον της ανωτέρω Γραμματέως ……… (όπως άλλωστε κατέθεσε και η ίδια εξεταζόμενη ενόρκως, βλ. σχετικά την ίδια ως άνω από 2-10-2006 ένορκη εξέταση αυτής ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά) ή ενώπιον άλλων τρίτων προσώπων εντός του Δικαστικού Μεγάρου. Εξάλλου, ο ενάγων ως διάδικος στην ανωτέρω υπόθεση είχε δικαίωμα να αναλάβει έγγραφα από τη σχετική δικογραφία, όπως άλλωστε έπραξε και επομένως, δεν είχε κανένα λόγο να παρουσιαστεί στην ανωτέρω Γραμματέα με την ιδιότητα του δικηγόρου (βλ. σχετικά τη με αριθμό 1765/30-11-2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά). β) Ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2003 εμφανίστηκε με την ιδιότητα του δικηγόρου στο Υποθηκοφυλακείο της Βούλας, όπως και στα Α’ και Β’ Υποθηκοφυλακεία της Κορίνθου. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέθεσε τις από 11-8-2003, από 8-8-2003 και από 18-7-2003 αιτήσεις του προς τα Α’ και Β’ Υποθηκοφυλακεία της Κορίνθου, όπως και στο Υποθηκοφυλακείο της Βούλας, αντίστοιχα, επικαλούμενος απλά και μόνον τα στοιχεία της ταυτότητάς του, προκειμένου να λάβει αντίγραφα των αναφερομένων τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτων, όπως και σχετικά πιστοποιητικά. Ακολούθως, ως προς τον ψευδή ισχυρισμό του δεύτερου εναγόμενου ότι ο ενάγων χρησιμοποίησε ψευδομάρτυρες για την προάσπιση των συμφερόντων του, κατά τη μεταξύ τους αντιδικία, αποδείχθηκε ότι, κατόπιν της από 20-8-2004 εγκλήσεως του δεύτερου εναγόμενου, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του ενάγοντος για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή και δη διότι ο ενάγων έπεισε τους ….., ……… και ….. να καταθέσουν ενόρκως γεγονότα ψευδή ως αληθή, προκειμένου να τον υποστηρίξουν στην αντιδικία του με τον τότε εγκαλούντα. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις προς τούτο και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, σύμφωνα με το με αριθμό ……/2007 βούλευμά του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για τις σε βάρος τους αποδιδόμενες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις. Εξάλλου, ως προς το ζήτημα της υποβολής καταγγελιών εις βάρος των εναγόμενων προς το Ι.Κ.Α., ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήταν εκείνος ο οποίος προέβη σε καταγγελίες προς τον ανωτέρω ασφαλιστικό οργανισμό, με αποτέλεσμα αρμόδια όργανα του τελευταίου να πραγματοποιήσουν ελέγχους στο επί της οδού ….. γραφείο, όπου συστεγάζονταν αμφότεροι οι εναγόμενοι, όπως άλλωστε τούτο αναφέρεται και στο προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. ……./2008 έγγραφο του Ι.Κ.Α. Ακολούθως, δεν αποδείχθηκαν ως ουσιαστικά βάσιμοι και αληθείς και οι ισχυρισμοί του δεύτερου εναγόμενου αναφορικά με το ότι ο ενάγων υπέβαλε εναντίον του εκβιαστικές καταγγελίες προς το Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέθεσε τις με αριθμό πρωτ. …/14-3-2003 και …../29-9-2003 αιτήσεις – αναφορές του προς τον ανωτέρω Δικηγορικό Σύλλογο, προκειμένου ο δεύτερος εναγόμενος να υποχρεωθεί να του παραδώσει όλα τα έγγραφα, που είχε στην κατοχή του αναφορικά με την υπόθεση, που είχε αναλάβει κατ’ εντολή και για λογαριασμό του ενάγοντος για τις αξιώσεις του κατά των κληρονόμων του ………., ενόψει της συζήτησης στο Εφετείο Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 27ης-3-2003 των από 28-3-2002 και 3-4-2002 αντίθετων εφέσεων του ενάγοντος και των ανωτέρω (κληρονόμων του ……..). Επομένως, από όλα τα προαναφερόμενα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέθεσε τις ανωτέρω αιτήσεις στο πλαίσιο της άσκησης των νόμιμων δικαιωμάτων του για τη λήψη έννομης προστασίας και όχι με σκοπό να βλάψει την προσωπικότητα του δεύτερου εναγόμενου ή να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος της περιουσίας του τελευταίου. Περαιτέρω, ως προς τους ψευδείς ισχυρισμούς του δεύτερου εναγόμενου, περί αρνήσεως του ενάγοντος να καταβάλει σ’ αυτόν δικηγορική αμοιβή ποσού 12.000.000 δρχ. από το χειρισμό υπόθεσής του που αφορούσε την αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία «………..» με έδρα το …. του …….., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο δεύτερος εναγόμενος είχε ασκήσει κατά του ενάγοντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2-6-2003 αγωγή του, με την οποία διεκδικούσε την καταβολή δικηγορικής αμοιβής για το χειρισμό διαφόρων υποθέσεων του ενάγοντος, μεταξύ των οποίων και της ανωτέρω υπόθεσης, την οποία κατονόμαζε ως «υπόθεση ή φάκελος ….». Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 4876/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατόπιν άσκησης αντίθετων εφέσεων (τόσο του εδώ ενάγοντος όσο και του εδώ δεύτερου εναγόμενου), η με αριθμό 788/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε ήδη αμετακλήτως (ΑΠ 880/2007) δεκτό ότι ο ενάγων ουδέποτε ανέθεσε στο δεύτερο εναγόμενο υπόθεση κατονομαζόμενη ως «φάκελος …..» σχετιζόμενη με την απόληψη μετοχών αλλοδαπής εταιρίας, λόγω συμμετοχής σ’ αυτήν του πατέρα του ………., που να είχε μάλιστα σχέση με εταιρία με την επωνυμία «. ……….» εδρεύουσα στο ………., για το λόγο αυτό και η σχετική αξίωση του δεύτερου εναγόμενου για καταβολή δικηγορικής αμοιβής για την εν λόγω υπόθεση απορρίφθηκε από το ως άνω Δικαστήριο ως ουσιαστικά αβάσιμη. Άλλωστε, η μη ανάθεση στο δεύτερο εναγόμενο της ανωτέρω υποθέσεως, ήτοι της «υποθέσεως ή φακέλου …….», συνάγεται και από το ότι εταιρία με επωνυμία «…..» ή «…………» δεν υπήρχε πλέον στο ……., κατά τα έτη 1999 και εντεύθεν, που να αφορά τον ενάγοντα, είτε προσωπικώς είτε ως κληρονόμο του πατέρα του …….., όπως αποδεικνύεται από επίσημες βεβαιώσεις του κράτους του Λιχτενστάιν. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι, ως προς το ποινικό σκέλος της ανωτέρω υπόθεσης, ο δεύτερος εναγόμενος κρίθηκε ένοχος με την υπ’ αριθμ. 684/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, συνιστάμενης στο ότι με την κατάθεση έγγραφων προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 21-10-2009, ισχυρίστηκε ότι δήθεν ο ενάγων προέβη σε εξαπάτηση του Εφετείου Πειραιά, του Αρείου Πάγου και των Εισαγγελικών Αρχών του Πρωτοδικείου Πειραιά, με την προσκόμιση ψευδών εγγράφων από δημόσια υπηρεσία του ………, προκειμένου να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε υπήρξε υπόθεση «φάκελος ……», ενώ επιπλέον ο ίδιος (δεύτερος εναγόμενος) κρίθηκε ένοχος με την υπ’ αριθμ. 1034/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, συνιστάμενης στο ότι με την υποβολή εγκλήσεως ενώπιον του 4ου Πταισματοδίκη Αθηνών την 9-10-2007 σε βάρος του ενάγοντος, καταμήνυσε αυτόν ψευδώς ότι τέλεσε την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο, με την προσκόμιση, ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, ψευδούς βεβαίωσης από υπηρεσία του ………., προκειμένου να υποστηρίξει τον ως άνω ισχυρισμό του περί ανυπαρξίας της υπόθεσης «φάκελος …….». Περαιτέρω, η αναλήθεια των ισχυρισμών του δεύτερου εναγόμενου αναφορικά με το ότι ο ενάγων ηχογραφούσε επανειλημμένα και χωρίς τη συναίνεση του ιδίου (δεύτερου εναγόμενου) τις συνομιλίες, που είχε αυτός στο γραφείο του με τον ενάγοντα, αλλά και τηλεφωνικά, αποδεικνύεται: α) από την υπ’ αριθμ. 634/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιά (η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 897/29-4-2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η από 3-1-2013 αίτηση του δεύτερου εναγόμενου για αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του Εφετείου Πειραιά), η οποία απέρριψε την από 30-4-2003 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2003 αγωγή του δεύτερου εναγόμενου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά του ενάγοντος, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος ζητούσε να υποχρεωθεί ο ενάγων να του καταβάλει το ποσό των 200.000 ευρώ, το οποίο ακολούθως περιόρισε σε εν μέρει αναγνωριστικό ως προς το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη, συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του ενάγοντος, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς του δεύτερου εναγόμενου, χωρίς τη συναίνεση και εν αγνοία του κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη Μαρτίου 2002 και μέχρι την 28η-12-2002 ηχογραφούσε κατ’ επανάληψη και με τη χρήση μαγνητοφώνου τις συνομιλίες, που είχαν μεταξύ τους τόσο στο δικηγορικό γραφείο του δεύτερου εναγόμενου, όσο και τηλεφωνικά και β) από την υπ’ αριθμ. 103/2008 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά (βλ. σχετικά το με αριθμό πρωτ. ……/18-6-2008 πιστοποιητικό της Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου), με την οποία ο ενάγων αθωώθηκε για την πράξη της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προσωπικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση, που φέρεται ότι τέλεσε στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο 2002 μέχρι και την 28η-12-2002. Εξάλλου, ψευδές είναι και το ισχυριζόμενο από τους εναγόμενους γεγονός αναφορικά με το ότι ο ενάγων υπεξήγαγε παράνομα έγγραφα από το δικηγορικό γραφείο του δεύτερου εναγόμενου, προκειμένου ο τελευταίος να μην μπορεί να αποδείξει ότι παρείχε τις νομικές υπηρεσίες του στον ενάγοντα και να διεκδικήσει δικαστικά την οφειλόμενη νόμιμη αμοιβή του. Τούτο, άλλωστε, αποδεικνύεται και από την υπ’ αριθμ. ΒΜ729/15-2-2006 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά (βλ. την από 9-2-2007 βεβαίωση του Γραμματέα του Ποινικού Αρχείου του Πρωτοδικείου Πειραιά και το με αριθμό πρωτ. ……./25-2-2009 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου), με την οποία ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων κατ’ εξακολούθηση, μετά τη μήνυση, που ο δεύτερος εναγόμενος υπέβαλε εναντίον του για την πράξη αυτή. Ακολούθως, ψευδής είναι και ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγόμενου ότι ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από την 20-12-2003 έως την 26-5-2004, προέβη επανειλημμένα, χωρίς τη συγκατάθεση του δεύτερου εναγόμενου και χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντός του, στη φωτογράφιση της οικογενειακής οικίας του τελευταίου, καθώς και των προσώπων και οχημάτων που κινούνταν στους χώρους της, αφού για την ανωτέρω πράξη ο ενάγων κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος, δυνάμει της με αριθμό 108.403/27-10-2008 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Τέλος, ψευδείς είναι και οι ισχυρισμοί των εναγόμενων ότι ο ενάγων είχε κατ’ επανάληψη παραγγείλει στο δεύτερο εναγόμενο ότι θα τον εκδικηθεί μέχρι θανάτου, καθώς και ότι είχε δηλώσει ενώπιον τρίτων προσώπων ότι θα εκδικηθεί τους εναγόμενους μέχρι θανάτου, καθόσον οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν επιβεβαιώθηκαν από κανένα προσκομιζόμενο, έγγραφο ή εμμάρτυρο, αποδεικτικό μέσο. Έτι περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι γνώριζαν την αναλήθεια των γεγονότων που κατά τα ανωτέρω ισχυρίστηκαν εις βάρος του ενάγοντος, ήτοι περί της αφαίρεσης εγγράφων από το δικηγορικό γραφείο του δεύτερου εναγόμενου και της εξαγγελίας ότι θα εκδικηθεί τους εναγόμενους μέχρι θανάτου, αφού στην πρώτη περίπτωση, ήταν ήδη γνωστή σ’ αυτούς η ανωτέρω υπ’ αριθμ. ΒΜ729/15-2-2006 (ήδη τελεσίδικη τότε) απόφαση του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την οποία ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων κατ’ εξακολούθηση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, ήταν γνωστό στους εναγόμενους ότι ο ενάγων ουδέποτε είχε εξαπολύσει απειλές εναντίον τους με το παραπάνω περιεχόμενο, τόσο εκτοξεύοντάς τες απευθείας στο δεύτερο εναγόμενο, όσο και απευθύνοντάς τες σ’ αυτούς μέσω τρίτων προσώπων. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ειδικά ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε την αναλήθεια των γεγονότων που κατά τα ανωτέρω ο ίδιος ισχυρίστηκε εις βάρος του ενάγοντος, ήτοι περί της αφαίρεσης εγγράφων από το φάκελο δικογραφίας του την 11-5-2006, της αντιποίησης της ιδιότητας του δικηγόρου ενώπιον του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιά κατά την ανωτέρω ημερομηνία (11-5-2006), αλλά και ενώπιον των Υποθηκοφυλακείων Βούλας και Κορίνθου, της υποβολής εκβιαστικών καταγγελιών προς το Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, της άρνησης καταβολής αμοιβής για το χειρισμό της υπόθεσης της εταιρίας «…….» («υπόθεση ή φάκελος ……..») και της χρήσης ψευδομαρτύρων στις μεταξύ τους δίκες, αφού α) στην πρώτη περίπτωση ήταν γνωστό σ’ αυτόν ότι δεν έλειπε κανένα σχετικό έγγραφο από το φάκελο δικογραφίας του, λόγος για τον οποίο μάλιστα ο ίδιος επέδειξε και απροθυμία να προβεί σε έλεγχο του φακέλου του μετά την υπόδειξη της ως άνω Γραμματέως …………, β) στη δεύτερη περίπτωση ήταν γνωστό σ’ αυτόν, λόγω της ιδιότητάς του ως έμπειρου δικηγόρου, ότι ο ενάγων επικαλέστηκε τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας ενώπιον της ως άνω Γραμματέως …….., αλλά και ενώπιον των υπαλλήλων των ως άνω Υποθηκοφυλακείων Βούλας και Κορίνθου, προκειμένου, από το μεν Δικαστικό Μέγαρο Πειραιώς, να αναλάβει σχετικά έγγραφα από φάκελο δικογραφίας ως διάδικος, για να τα φωτοτυπήσει, από δε τα Υποθηκοφυλακεία Βούλας και Κορίνθου, να αναλάβει αντίγραφα τίτλων ιδιοκτησίας και σχετικά πιστοποιητικά, ως απλός πολίτης, όπως είχε νόμιμο δικαίωμα, και όχι προκειμένου να εμφανιστεί ως δικηγόρος, γ) στην τρίτη περίπτωση ήταν γνωστό σ’ αυτόν, λόγω της ως άνω ιδιότητάς του ως έμπειρου δικηγόρου, ότι ο ενάγων υπέβαλε τις προαναφερόμενες αιτήσεις – αναφορές του προς το Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς στο πλαίσιο της άσκησης των νόμιμων δικαιωμάτων του για τη λήψη έννομης προστασίας και ότι ως εκ τούτου οι ως άνω αιτήσεις δεν ήταν εκβιαστικές, δ) στην τέταρτη περίπτωση, ήταν γνωστό σ’ αυτόν ότι ουδέποτε υπήρξε υπόθεση του ενάγοντος σχετική με την εταιρία «…….» («υπόθεση ή φάκελος ……»), ούτε χειρίστηκε αυτός τέτοια υπόθεση ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος, ούτε δικαιούνταν αμοιβής για δικηγορικές υπηρεσίες που παρείχε στον ενάγοντα για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης αυτής και ε) στην πέμπτη περίπτωση, ήταν γνωστό σ’ αυτόν το ανωτέρω υπ’ αριθμ. …../2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο απάλλασσε τους προαναφερόμενους …….. από την αποδιδόμενη σ’ αυτούς πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, καθώς και τον ενάγοντα από την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω ισχυριζόμενα από τους εναγόμενους ψευδή πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, όπως δικαστικών υπαλλήλων, δικηγόρων, δικαστικών λειτουργών και δικαστικών επιμελητών, έπληξαν την τιμή και την υπόληψη και πρόσβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος, καθώς κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις αντίκεινται στην έννοια της ευπρέπειας και προσδίδουν κοινωνική απαξία σε αυτόν, παρουσιάζοντάς τον ως ένα πρόσωπο ανέντιμο, ανυπόληπτο, άηθες, υποκριτικό, που μετέρχεται παράνομες μεθόδους προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Συνεπώς, ως προς τα ανωτέρω ισχυριζόμενα ψευδή περιστατικά, οι εναγόμενοι τέλεσαν εις βάρος του ενάγοντος, η μεν πρώτη εναγόμενη τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, ο δε δεύτερος εναγόμενος τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης και επομένως, υπέχουν υποχρέωση καταβολής στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που αυτός υπέστη. Αντίθετα όμως, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος τέλεσε την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία μάρτυρα της πρώτης εναγόμενης, καθόσον η τελευταία εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας κατέθεσε τα ανωτέρω αναφερόμενα ψευδή περιστατικά λόγω της στενής συγγενικής της σχέσης με το δεύτερο εναγόμενο και κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας και όχι με παραίνεση ή ύστερα από πίεση του δεύτερου εναγόμενου. Πέραν αυτού, πρέπει να αναφερθεί ότι η πρώτη εναγόμενη έχει καταθέσει επανειλημμένα ως μάρτυρας του δεύτερου εναγόμενου σε αρκετές δίκες, πολιτικές και ποινικές, κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου δικαστικού αγώνα του τελευταίου με τον ενάγοντα. Οι δε εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο ενάγων δεν δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τα ανωτέρω ισχυριζόμενα από αυτούς πραγματικά περιστατικά, καθόσον ως προς τα περιστατικά αυτά, οι ίδιοι αθωώθηκαν αμετακλήτως των αποδιδόμενων σ’ αυτούς πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης, με την υπ’ αριθμ. 735/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία περατώθηκε αμετακλήτως η ποινική δίκη επί της προκείμενης διαφοράς και απορρίφθηκε στο σύνολό της η ασκηθείσα ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων πολιτική αγωγή του ενάγοντος. Ωστόσο, ο ανωτέρω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθόσον από το άρθρο 321 ΚΠολΔ που ορίζει ότι όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο, σε συνδυασμό και με το άρθρο 250 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι υπό το κράτος του ΚΠολΔ, που δεν περιέχει διάταξη όμοια με εκείνη του άρθρου 12 της προϊσχύσασας πολιτικής δικονομίας, δεν παράγεται δεδικασμένο, δεσμευτικό για τα πολιτικά δικαστήρια ως προς τα αστικής φύσεως θέματα από τις (αμετάκλητες) αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, εκτός εάν αυτά κρίθηκαν στο πλαίσιο πολιτικής αγωγής για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, που άσκησαν οι νομιμοποιούμενοι προς τούτο κατ’ άρθρο 63 ΚΠΔ, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν δημιουργείται για τον εναγόμενο, σε σχέση με την αστική ευθύνη του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση και τις συναφείς κατ’ αυτού αξιώσεις, δεσμευτικό για τα πολιτικά δικαστήρια δεδικασμένο από αθωωτική γι’ αυτόν απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αφού, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 65§1 ΚΠΔ, το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή, όταν απαλλάσσει, για οποιονδήποτε λόγο τον κατηγορούμενο, εάν δε παρά ταύτα επιληφθεί της πολιτικής αγωγής, υπερβαίνει την εξουσία του (άρθρο 510§1 στοιχ.Η΄ ΚΠΔ, ΟλΑΠ 1/1997, 874/2015, ΑΠ 550/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ακόμα, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ανωτέρω αξιώσεις του ενάγοντος ασκούνται καταχρηστικά και κατά τρόπο που υπερβαίνει τα όρια, που επιβάλλει η συναλλακτική καλή πίστη και εντιμότητα στις συναλλαγές, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός του σκοπός, καθόσον α) οι εν λόγω αξιώσεις του ενάγοντος έχουν ήδη κριθεί με αμετάκλητες και τελεσίδικες αθωωτικές γι’ αυτούς αποφάσεις, όπως οι με αριθμό 334 και 335/2013 αμετάκλητες αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά και η με αριθμό 603/2014 τελεσίδικη απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου και β) κατά την ίδια δικάσιμο της 30-4-2014 εισήχθησαν προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, πλην της ένδικης αγωγής, και η από 13-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2012, όπως και η από 16-8-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 συναφείς αγωγές του ενάγοντος σε βάρος τους, τις οποίες όμως, ο ενάγων κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 116 του ΚΠολΔ δεν συνένωσε στο ίδιο δικόγραφο, ώστε να τις συγκεντρώσει σε κοινή διαδικασία και να περιορίσει τα δικαστικά τους έξοδα. Πλην όμως, και ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων, ως προς αμφότερα τα σκέλη του, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι τα επικαλούμενα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Τέλος, οι εναγόμενοι επικαλούνται ότι εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 στοιχ. γ ΠΚ, διότι ισχυρίστηκαν τα ανωτέρω περιστατικά για τον ενάγοντα από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και προς διαφύλαξη δικαιώματος. Ωστόσο, ο ανωτέρω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι, όπως έχει αναφερθεί, τα εν λόγω περιστατικά που οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν για τον ενάγοντα, ήταν ψευδή, οι δε εναγόμενοι υποστήριξαν αυτά εν γνώσει της αναλήθειάς τους, ώστε να στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, στην οποία δεν εφαρμόζεται το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, κατά ρητή επιταγή της παρ. 2 αυτού, γενομένης δεκτής της σχετικής αντένστασης, που καθ’ υποφοράν προβάλλει ο ενάγων. Επιπρόσθετα και σε σχέση με τα υπόλοιπα υποστηριζόμενα εκ μέρους των εναγόμενων ψευδή περιστατικά εις βάρος του ενάγοντος, ήτοι περί της αφαίρεσης εγγράφων από το φάκελο δικογραφίας του δεύτερου εναγόμενου την 11-5-2006 (καθ’ ο μέρος το περιστατικό αυτό υποστηρίχθηκε από την πρώτη εναγόμενη), της παράνομης μαγνητοφώνησης των μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου επαγγελματικών συνομιλιών, της παράνομης φωτογράφισης του δεύτερου εναγόμενου και των μελών της οικογένειάς του και της υποβολής καταγγελιών προς το Ι.Κ.Α. εις βάρος των εναγόμενων, αποδείχθηκε ότι, όταν οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν τα περιστατικά αυτά (13-6-2007 και 12-6-2007), δεν γνώριζαν την αναλήθειά τους, αλλά απεναντίας διατηρούσαν εδραία την πεποίθηση ότι τα περιστατικά αυτά ήταν απολύτως αληθή. Ειδικότερα, όταν η πρώτη εναγόμενη ισχυρίστηκε με την ως άνω κατάθεσή της για τον ενάγοντα ότι ο τελευταίος αφαίρεσε έγγραφα από το φάκελο δικογραφίας του συζύγου της – δεύτερου εναγόμενου, την 11-5-2006, θεωρούσε ότι υποστήριζε αληθή γεγονότα, καθόσον η ίδια δεν ήταν παρούσα κατά το προαναφερόμενο περιστατικό που συνέβη μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου στο Δικαστικό Μέγαρο Πειραιά κατά την ανωτέρω ημερομηνία (11-5-2006), αλλά πληροφορήθηκε το εν λόγω περιστατικό από το δεύτερο εναγόμενο και επομένως, θεωρούσε ότι όσα έλαβε γνώση από αυτόν για το περιστατικό αυτό ήταν αληθή. Επίσης, όταν ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίστηκε με το ως άνω υπόμνημα – έγκληση για τον ενάγοντα ότι ο τελευταίος μαγνητοφωνούσε παράνομα τις μεταξύ τους επαγγελματικές συνομιλίες και ότι φωτογράφιζε παράνομα αυτόν και τα μέλη της οικογένειάς του, θεωρούσε εκ πλάνης ότι τα όσα υποστήριζε γι’ αυτόν ήταν αληθή, ενόψει και της ήδη υφιστάμενης τότε σφοδρής αντιδικίας μεταξύ αυτού και του ενάγοντος και της έντονης καχυποψίας, που είχε δημιουργηθεί εκατέρωθεν λόγω της αντιδικίας αυτής και δεδομένου ότι ακόμα δεν είχαν εκδοθεί οι ανωτέρω τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και βουλεύματα που δικαίωναν τον ενάγοντα για τις ως άνω αποδιδόμενες σ’ αυτόν πράξεις. Επιπλέον, όταν αμφότεροι οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν για τον ενάγοντα ότι ο τελευταίος υπέβαλε καταγγελίες εις βάρος τους στο Ι.Κ.Α., θεωρούσαν εκ πλάνης ότι τα όσα υποστήριζαν ήταν αληθή, αφού λόγω της προαναφερόμενης σφοδρής αντιδικίας μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου και της συνακόλουθης καχυποψίας, που είχε δημιουργηθεί εκατέρωθεν, εύλογα οι εναγόμενοι εξήγαγαν επαγωγικά το συμπέρασμα ότι ο ενάγων ήταν εκείνος που προέβη σε καταγγελίες προς το Ι.Κ.Α., με αποτέλεσμα αρμόδια όργανα του τελευταίου να πραγματοποιήσουν ελέγχους στο επί της οδού …….. γραφείο, όπου συστεγάζονταν αμφότεροι. Άλλωστε, στο ίδιο συμπέρασμα αναφορικά με την έλλειψη δόλου των εναγόμενων ως προς το αληθές ή ψευδές των ως άνω ισχυρισμών τους, κατέληξε και το Πενταμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, το οποίο με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 735/2014 απόφασή του κήρυξε αθώους τους εναγόμενους των αποδιδόμενων σ’ αυτούς πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης, μεταξύ άλλων και για τους ανωτέρω ισχυρισμούς τους, ελλείψει δόλου. Εξάλλου, οι ανωτέρω ψευδείς ισχυρισμοί της πρώτης εναγόμενης μπορεί μεν να στοιχειοθετούν το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, πλην όμως εν προκειμένω αίρεται το άδικο της πράξης της, κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 στοιχ. γ ΠΚ, διότι η πρώτη εναγόμενη υποστήριξε τα ως άνω ψευδή περιστατικά εν αγνοία του ψεύδους τους και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, προκειμένου με την ανωτέρω από 13-6-2007 ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρα, εκ νόμιμου καθήκοντος και στο πλαίσιο μίας ποινικής διαδικασίας, να υποστηρίξει τις ανωτέρω θέσεις του συζύγου της – δεύτερου εναγόμενου, τις οποίες καλοπίστως τότε θεωρούσε και η ίδια ως αληθείς, χωρίς μάλιστα από το ως άνω περιεχόμενο της επίδικης κατάθεσης της τελευταίας (πρώτης εναγόμενης) να προκύπτει σκοπός εξύβρισης του ενάγοντος, αφού το εν γένει ύφος και ο τρόπος έκφρασης και διατύπωσης της σκέψης της συνάδει με το καθήκον ευπρέπειας, που επιβάλλει η δικονομία και οι εν γένει κοινωνικές σχέσεις στο μάρτυρα που καταθέτει ενώπιον των δικαστικών αρχών, όπως εν προκειμένω, ενώπιον της ανωτέρω Πταισματοδίκη. Συνακόλουθα, ο κατά τη δέουσα εκτίμηση προβαλλόμενος από την πρώτη εναγόμενη ισχυρισμός (ένσταση) περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης της στο μέτρο που αφορά τα ως άνω επίμαχα ψευδή περιστατικά, των οποίων την αναλήθεια καλόπιστα αγνοούσε, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν (άρθρο 367 παρ. 1. στοιχ. γ ΠΚ), απορριπτόμενης της εκ του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ αντένστασης, που καθ’ υποφοράν προβάλλει ο ενάγων αναφορικά με τη συγκεκριμένη εναγόμενη και σε σχέση με την ως άνω παράνομη συμπεριφορά της. Αντίθετα όμως, οι ανωτέρω ψευδείς ισχυρισμοί του δεύτερου εναγόμενου, όπως διατυπώνονται στο επίδικο υπόμνημα– έγκληση, μπορεί να στοιχειοθετούν το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, ωστόσο εν προκειμένω δεν αίρεται το άδικο της πράξης του, γενομένης δεκτής ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της εκ του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ αντένστασης, που καθ’ υποφοράν προβάλλει ο ενάγων αναφορικά με αυτόν τον εναγόμενο. Και τούτο διότι ο υπαίτιος έδρασε με σκοπό εξυβρίσεως, εν γνώσει του ότι με το ως άνω χρησιμοποιούμενο μέσο (υπόμνημα – έγκληση) και με το παραπάνω περιεχόμενο προσβάλλεται η τιμή του θιγόμενου και επιδιώκοντας την εκπλήρωση του σκοπού αυτού, αφού, αν και σαφώς γνώριζε, ως έμπειρος δικηγόρος, ότι θα μπορούσε να περιοριστεί στη μνεία των πραγματικών περιστατικών στο ιστορικό του συγκεκριμένου δικογράφου, ώστε να αποδοθεί προσηκόντως το περιεχόμενο της σκέψης του για την προάσπιση του νόμιμου δικαιώματός του να προσφύγει στη δικαιοσύνη καταγγέλλοντας τις επικαλούμενες και φερόμενες ως αξιόποινες πράξεις του αντιδίκου του, εντούτοις ο δεύτερος εναγόμενος επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον ως άνω αναφερόμενο μη αναγκαίο τρόπο, δηλαδή την έκφραση σαφώς αρνητικής γνώμης και συγκεκριμένων μειωτικών αξιολογικών κρίσεων και τη χρήση προσβλητικών φράσεων, όπως τα επίμαχα χωρία παρατίθενται ανωτέρω στην παρούσα απόφαση, που στοχεύουν στην παρουσίαση του ενάγοντος ως αδίστακτου, ανήθικου, ανέντιμου, κακόβουλου και φιλοχρήματου διαδίκου, ακριβώς για να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος, καθώς οι ως άνω χαρακτηρισμοί είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τον ενάγοντα και ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη, της κοινωνικής και ηθικής αξίας του παθόντος και εκδήλωση προφανώς καταφρόνησης και ονειδισμού για το πρόσωπό του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την εκ του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ αντένσταση, που καθ’ υποφοράν πρόβαλε ο ενάγων ως προς την ως άνω παράνομη συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν, όπως εν μέρει βάσιμα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ο εκκαλών – ενάγων. Κατ’ ακολουθίαν και δοθέντος ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία των πιο πάνω ποινικών αδικημάτων (ψευδορκίας μάρτυρα, ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής και απλής δυσφήμησης), όπως προεκτέθηκαν, συντρέχει αστική αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων, οι οποίοι ενεργώντας παρανόμως και υπαιτίως πρόσβαλαν βάναυσα την τιμή, την υπόληψη και την εν γένει προσωπικότητα του ενάγοντος, με αποτέλεσμα αυτός (ενάγων) να διατηρεί αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του, την οποία υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων σε βάρος του. Ειδικότερα, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα σε βάρος του ενάγοντος η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά κάθε εναγόμενου, του βαθμού της υπαιτιότητας των εναγόμενων, της έλλειψης συνυπαιτιότητας του παθόντος, του είδους, της βαρύτητας, της έντασης και της έκτασης της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, της στενοχώριας και της θλίψης, που προκλήθηκε στον ενάγοντα, καθώς και της κοινωνικής, οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης όλων των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να υποχρεωθεί κάθε εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 3.000,00 ευρώ για την πρώτη εναγόμενη και στο ποσό των 5.500,00 ευρώ για το δεύτερο εναγόμενο, αντίστοιχα, τα οποία κρίνονται εύλογα και δίκαια (άρθρα 914, 932 ΑΚ) [Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 34/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 1096/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ]. Τα ανωτέρω δε ποσά κρίνεται ότι τελούν σε αναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό και την ικανοποίηση του δικαιώματος του ενάγοντος – στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς – και δεν υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, έτσι ώστε να δημιουργείται δυσαναλογία του μέσου προς το σκοπό, εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως η αρχή αυτή δεσμεύει ως γενική δικαϊκή αρχή και εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Τούτων δοθέντων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, επιδίκασε εν μέρει διαφορετικά ποσά, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως εν μέρει βάσιμα, με το δεύτερο λόγο έφεσης, υποστηρίζει ο εκκαλών-ενάγων. Συνεπώς και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, η μεν πρώτη των εναγόμενων το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ο δε δεύτερος των εναγόμενων το ποσό των 5.500,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει οι εναγόμενοι να υποχρεωθούν να παραλείπουν στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος με τη χρήση όμοιων ή παρεμφερών, με τους αναφερόμενους στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, προσβλητικών ισχυρισμών, με την απειλή σε βάρος τους, για κάθε παράβαση της ανωτέρω διάταξης, χρηματικής ποινής 1.000,00 ευρώ υπέρ του ενάγοντος και προσωπικής κράτησης, διάρκειας δύο (2) μηνών.
VΙΙ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση (1506/2017), γενομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής ως βάσιμης και κατ’ ουσίαν, υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 3.000,00 ευρώ και των 5.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται με τους σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσής του ο εκκαλών – ενάγων. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η ένδικη έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (1506/2017) στο σύνολό της (για την ύπαρξη ενιαίου τίτλου εκτέλεσης) και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικαστεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει η ένδικη αγωγή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, η μεν πρώτη εναγόμενη το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ο δε δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 5.500,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, πρέπει να καθοριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης εκ μέρους των εφεσίβλητων ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, αφού με την αποδοχή του ενδίκου μέσου εξαφανίζεται και η διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τα δικαστικά έξοδα, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εφεσίβλητων – εναγόμενων, λόγω της μερικής ήττας τους και ανάλογο με την έκταση αυτής, μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/22-6-2017 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στον τελευταίο, καθότι η έφεσή του αυτή έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 1506/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 1506/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 12-12-2012 με αριθμό κατάθεσης ……./2012 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα, την μεν πρώτη εναγόμενη το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, το δε δεύτερο εναγόμενο το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να παραλείπουν στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος με τη χρήση όμοιων ή παρεμφερών με τους αναφερόμενους στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, προσβλητικών ισχυρισμών, με την απειλή κατά των εναγόμενων χρηματικής ποινής χιλίων (1.000,00) ευρώ υπέρ του ενάγοντος και προσωπικής κράτησης, διάρκειας δύο (2) μηνών, για κάθε παραβίαση της ανωτέρω διάταξης της απόφασης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στον εκκαλούντα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων – εφεσίβλητων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 29 Οκτωβρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ