ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΓΙΑ ΖΗΜΙΕΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΚΑΙ
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ
Αριθμός Απόφασης 129/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα K.Δ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 8.4.2015 έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, …….., κατά της οριστικής απόφασης 4734/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρο 681 Α του Κ.Πολ.Δ., πριν την κατάργησή του με τον. 4335/2015) και έκανε δεκτή την από 14.3.2012 αγωγή του ενάγοντος ν.π.δ.δ. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, το οποίο ήδη (από 1.1.2017) έχει ενταχθεί στον Ε.Φ.Κ.Α. (άρθρο 51 του ν. 4387/2016) και συνεχίζει τη δίκη ως καθολικός διάδοχος του πρώτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 10.3.2015, όπως προκύπτει από την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……. και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 8.4.2015 (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχουν κατατεθεί τα σχετικά παράβολα, ποσού διακοσίων (200) ευρώ (άρθρο 495 §4 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, ο οποίος ίσχυσε από 1.1.2016), όπως προκύπτει από την από 8.4.2015 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, …….. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, η οποία, παρά την κατάργηση του άρθρου 681Α με το ν. 4335/2015, εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον η έφεση ασκήθηκε πριν την 1.1.2016, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του ως άνω νόμου (άρθρο ένατο παρ. 2), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ. Το ενάγον ν.π.δ.δ., με την από 14.3.2012 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι ο ασφαλισμένος σ’ αυτό για την περίπτωση ασθένειας, αναπηρίας και γήρατος, ……., στις 27.4.2003, τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα, κατά τις ειδικά αναφερόμενες συνθήκες. Ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος κρίθηκε, τόσο από τα πολιτικά όσο και από τα ποινικά δικαστήρια, ο εναγόμενος, οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας …… ΙΧΕ αυτοκινήτου. Ότι για το χρονικό διάστημα από 27.4.2003 έως 30.4.2011 κατέβαλε στον ως άνω ασφαλισμένο του, ο οποίος ήταν ανίκανος για εργασία, το ποσό των 61.736,80 ευρώ, δυνάμει των ειδικά αναφερόμενων αποφάσεων του Διοικητή του, από το οποίο το ποσό των 19.106,28 ευρώ ζήτησε με προγενέστερη αγωγή που άσκησε το 2005. Ότι για τα ποσά που κατέβαλε στον ασφαλισμένο του έχει απευθείας αξίωση εκ του νόμου, κατά του υπόχρεου – εναγομένου. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 42.630,52 ευρώ (9.519,38 ευρώ για δαπάνες κύριας σύνταξης από 27.10.2003 έως 30.4.2006, 27.797,30 ευρώ για διαφορές κύριας σύνταξης και δαπάνες κύριας σύνταξης και επικουρικής σύνταξης και 5.313,84 ευρώ για δαπάνες πρόσθετης περίθαλψης) και να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του εναγομένου για έξι μήνες, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 10 §5 του ν.δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 §1 του ν. 4476/1965, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986, 914, 929 εδ. α´, 930 §1 εδ. α´, 297 εδ. α´, 298 εδ. α´, 330 εδ. β, 345, 346 του Α.Κ., 2, 9 και 10 του ν. ΓπΝ/1911 και 1047 §1 του Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει το αιτούμενο ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, διέταξε δε την προσωπική κράτηση του τελευταίου, για έξι μήνες, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσής της (απόφασης). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος με την έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου ν’ απορριφθεί η αγωγή.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 262 §1 του Κ.Πολ.Δ., η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία την θεμελιώνουν. Έτσι, από την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 249, 251 επ. και 277 του Α.Κ., για να είναι ορισμένη η ένσταση παραγραφής πρέπει να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης αυτής και ο χρόνος άσκησης της αγωγής (Α.Π. 761/2014 και Α.Π. 1239/2010 σε Τ.Ν.Π. “Νόμος”, Α.Π. 611/2006 Νο.Β. 2006, σελ. 1690, Α.Π. 613/1983 ΤΝΠ “Νόμος” και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΕΡ.ΝΟΜ.Α.Κ. άρθρο 247, σελ. 1003), ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής (Α.Π. 1239/2010 και Α.Π. 613/1983 ό.π.).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση ο εναγόμενος με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσής του ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του περί παραγραφής. Ειδικότερα, με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανέφερε τα εξής “Επειδή η αγωγή του αντιδίκου έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, κάθε απαίτηση αυτού παλαιότερη της 27.4.2007 πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως παραγεγραμμένη. Ο ισχυρισμός του αντιδίκου ότι επιφυλάχθηκε με αγωγή που κατέθεσε το 2005 για μελλοντικές παροχές είναι απορριπτέος, διότι για τη διακοπή της παραγραφής απαιτείται συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη. Επομένως τα κονδύλια κύριας σύνταξης από 27.10.2003 έως τουλάχιστον 30.4.2007 και τα κονδύλια επικουρικής σύνταξης από 27.10.2003 έως 27.4.2007 έχουν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή.” Με τέτοιο περιεχόμενο όμως η ένσταση παραγραφής είναι, σύμφωνα και με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, αόριστη, αφού δεν αναφέρεται ο χρόνος έναρξης της παραγραφής ούτε ο χρόνος επίδοσης της αγωγής του ενάγοντος, οπότε ασκήθηκε η αγωγή, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής. Κρίνοντας όμοια και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δύο πρώτοι λόγοι της έφεσης. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 269 και 527 του Κ.Πολ.Δ., ο εναγόμενος – εκκαλών απαραδέκτως αποπειράθηκε να επαναφέρει ορισμένα τον ίδιο ισχυρισμό στο Εφετείο, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του.
- Με την παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 489/1976, που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του π.δ/τος 264/1991 και αποτελεί υλοποίηση της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, ορίζεται, για λόγους οικονομικής ελάφρυνσης του Επικουρικού Κεφαλαίου, ότι: “Η αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου περιορίζεται στη συμπλήρωση του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης για την αιτία αυτή στον ζημιωθέντα”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ο επικουρικός χαρακτήρας της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, με την έννοια ότι, στο μέτρο που ο παθών και γενικά ο δικαιούχος από τη διαπραχθείσα αδικοπραξία, δικαιούται να καλύψει τη ζημία του από ασφαλιστικό ταμείο ή άλλο οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, επέρχεται ισόποση απαλλαγή του Επικουρικού Κεφαλαίου (Α.Π. 1166/2017, Α.Π. 845/2015, Α.Π. 671/2013, Α.Π. 34/2012 όλες σε Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1507/2000 Ε.Εμπ.Δ. 2001, σελ. 93 και Αθαν. Κρητικός Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, συμπλήρωμα 2002, παρ. 2267α, σελ. 150).
VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών εκθέτει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή τη σε βάρος του αγωγή, διότι το ενάγον δεν έπρεπε να στραφεί κατ’ αυτού, αλλά κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, αφού το τελευταίο υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής του εταιρείας, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, αφού, σύμφωνα και με την ως άνω μείζονα σκέψη, η ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου έχει επικουρικό χαρακτήρα, ως προς τη ζημία δε του δικαιούχου από τη διαπραχθείσα αδικοπραξία που καλύπτεται από ασφαλιστικό ταμείο ή άλλο οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, επέρχεται ισόποση απαλλαγή του (Επικουρικού Κεφαλαίου).
VΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 §1 εδ. α´ του Κ.Πολ.Δ., προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες, ενώ κατά την παρ. 2 εδ. β´ του ίδιου Κώδικα, όπως η διάταξη αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την απόφαση 12082/2009 του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 318/β/20.2.2009), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 7 §10 του ν. 2145/1993, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 1.500 ευρώ. Με την ως άνω Υ.Α. αυξήθηκε το τελευταίο αυτό ποσό σε 30.000 ευρώ και ορίσθηκε ότι η αύξηση αυτή ισχύει για τις δίκες, τα εισαγωγικά δικόγραφα των οποίων θα κατατίθενται από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία (δημοσίευση) έγινε στις 20.2.2009. Εξάλλου, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ως εισαγωγικό δικόγραφο από την κατάθεση του οποίου ισχύει το άνω ποσό των 30.000 ευρώ μέχρι του οποίου δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση, είναι το δικόγραφο της αγωγής, με το οποίο εισάγεται η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (Α.Π. 583/2012 Τ.Ν.Π. “Νόμος”). Εξάλλου, προκειμένου να διαταχθεί προσωπική κράτηση για απαίτηση από αδικοπραξία, αρκεί η υποβολή σχετικού αιτήματος και η απαίτηση να έχει αποδειχθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην αγωγή ότι ο εναγόμενος στερείται περιουσίας από την οποία θα ήταν δυνατή η ικανοποίηση του δανειστή με άλλα μέσα. Αν αποδείχθηκε η αδικοπραξία, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας εναπόκειται να διατάξει ή όχι προσωπική κράτηση (Α.Π. 842/2011 Τ.Ν.Π. “Νόμος” και Α.Π. 1010/2005 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 137).
VΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του ήταν απαράδεκτο, αφού το αιτούμενο ποσό των 30.000 ευρώ, που ορίζεται ως κατώτατο όριο για το επιτρεπτό της, πρέπει να αφορά σε κάθε απαίτηση μεμονωμένα και όχι στο σύνολο των απαιτήσεων που ζητούνται με την αγωγή. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα και στη μείζονα σκέψη, το ποσό των 30.000 ευρώ, κάτω από το οποίο δεν επιτρέπεται να διαταχθεί προσωπική κράτηση ισχύει για κάθε εισαγωγικό δικόγραφο (αγωγή) και όχι για κάθε μεμονωμένη απαίτηση αυτής. Εξάλλου, με τον πέμπτο λόγο της έφεσης προβάλλεται ότι το αίτημα για την απαγγελία προσωπικής κράτησης ήταν αόριστο και ως τέτοιο έπρεπε να απορριφθεί, αφού δεν περιλαμβανόταν στην αγωγή οποιαδήποτε αναφορά σε στοιχεία, όπως η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του εκκαλούντος. Και ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, για το ορισμένο του αιτήματος απαγγελίας προσωπικής κράτησης, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, αρκεί η απόδειξη της απαίτησης, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην αγωγή ότι ο εναγόμενος στερείται περιουσίας, από την οποία θα ήταν δυνατή η ικανοποίηση του δανειστή με άλλα μέσα.
ΙΧ. Με τον έκτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα διατάχθηκε σε βάρος του προσωπική κράτηση, αφού η αδικοπραξία που τελέστηκε από αυτόν δεν έλαβε χώρα σε βάρος του ενάγοντος – οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης, αλλά σε βάρος του ζημιωθέντος από το ατύχημα οδηγού. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι, η μεταβίβαση της απαίτησης στο Ι.Κ.Α., κατά το νόμο (άρθρο 10 §5 του ν.δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 §1 του ν. 4476/1965, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986) δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα της, ως προερχόμενης από αδικοπραξία, χαρακτήρα τον οποίο και διατηρεί (Α.Π. 666/2010 Τ.Ν.Π. “Νόμος” και Αθαν. Κρητικός Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 3η έκδοση, Αθήνα 1998, παρ. 756, σελ. 269). Επομένως, σωστά δέχτηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι το ενάγον, ΙΚΑ – ήδη ΕΦΚΑ, μπορούσε να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής του από τον υπόχρεο και με προσωπική κράτηση αυτού, κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 §1 του Κ.Πολ.Δ., την οποία και απήγγειλε.
Χ. Η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης, κατ’ άρθρο 1047 §1 του Κ.Πολ.Δ., δεν προσκρούει στις επιταγές των άρθρων 2 §1, 5 §§1 – 4, 7 §2 και 25 §1 του Συντάγματος, εφόσον η επερχόμενη μ’ αυτή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται εξ ορισμού σε αντίθεση οπωσδήποτε με την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας αποτελούν ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 §1 Συντ.), πυρήνας της οποίας είναι η απαραβίαστη κατά το άρθρο 5 §3 του Συντάγματος προσωπική ελευθερία, όμως, όπως ρητά περαιτέρω ορίζεται στην ίδια συνταγματική παράγραφο, επιτρέπεται με νόμο και αυτή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (Ολ.Α.Π. 1/2009 Ελλ.Δ/νη 2009, σελ. 78), εφόσον βέβαια η στέρησή της είναι αναγκαία για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος, όπως ερμηνευτικά θα πρέπει να γίνει δεκτό. Αυτό ασφαλώς ισχύει για την προσωπική κράτηση, η οποία ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. Ολ.Α.Π. 43/2005 και 6/2009). Τούτο έχει την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό, μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει. Έτσι δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κράτησης όταν εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης (Α.Π. 1232/2014 και Α.Π. 1380/2013 Τ.Ν.Π. “Νόμος”). Εξάλλου, ως κριτήρια, τα οποία συνεκτιμώνται για τη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου ως προς την παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος της απαγγελίας προσωπικής κράτησης, μπορούν να χρησιμεύσουν το είδος και η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος, η καλή ή η κακή πίστη του υπόχρεου, η απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, η αφερεγγυότητά του, ο βαθμός του πταίσματος, οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας και το ύψος της απαίτησης (Α.Π. 271/2015 Τ.Ν.Π. “Νόμος” και Α.Π. 1846/2007 Δ.Ε.Ε. 2008, σελ. 342).
ΧΙ. Στην προκείμενη περίπτωση με τον έβδομο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις με το να απαγγείλει σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας 6 μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, αντί της ανάλογης των 10 ημερών, λαμβανομένης υπόψη της άσχημης οικονομικής του κατάστασης, των οικογενειακών υποχρεώσεών του και της ποινής που εξέτισε δυνάμει της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου. Από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της απαίτησης του ενάγοντος, τη βαρύτητα της πράξης του εναγομένου – εκκαλούντος και τις συνέπειές της (σοβαρός τραυματισμός του ασφαλισμένου του ενάγοντος, ηλικίας τότε 21 ετών, του οποίου ακρωτηριάστηκε η αριστερή κνήμη), την αποκλειστική υπαιτιότητα του εκκαλούντος (είσοδος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ενώ οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, υπό την επήρεια μέθης – 3,20 γραμ. / λίτρο αίματος, επιπλέον δε ανιχνεύτηκαν στο αίμα του και ουσίες – μεταβολίτες της κοκαΐνης), πρέπει να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του εκκαλούντος 6 μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Σημειωτέον ότι ο τελευταίος δεν προσκόμισε κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η οικονομική του αδυναμία ή άσχημη οικονομική του κατάσταση, όπως διατείνεται, ενώ για την ποινική του καταδίκη, εκτός του βαρύτατου τραυματισμού και ακρωτηριασμού του παραπάνω ασφαλισμένου του εφεσίβλητου, είχε ιδιαίτερη σημασία και ο θάνατος του έτερου αναβάτη της μοτοσυκλέτας. Κατόπιν τούτων, η χρονική διάρκεια της προσωπικής κράτησης ενόψει των πραγματικών παραδοχών περί των κατ’ ιδίαν συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, δεν εμπεριέχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (σχετ. Α.Π. 1846/2007 ό.π.) και επομένως, ο ανωτέρω λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος.
ΧΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 189 §1 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 1 περ. i στοιχ. α, 68 §1 και 69 §1 του ν. 4194/2013 – Κώδικας Δικηγόρων), στην καταβολή πλήρους της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου (καθολικός διάδοχος του οποίου είναι πλέον, κατ’ άρθρο 51 §1 του ν. 4387/2016, το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι, το τελευταίο ναι μεν αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και έχει τα προνόμια απαλλαγών και ατελειών του Δημοσίου (άρθρα 62 §3 περ. Θ´ του ν. 4387/2016 και 28 §4 ν. 2579/1998), όμως αυτό της μειωμένης δικαστικής δαπάνης, κατ’ άρθρο 22 §3 του ν. 3693/1957, το οποίο θα είχε εφαρμογή και υπέρ του εκκαλούντος (Ολ.Α.Π. 1/2012 Τ.Ν.Π. “Νόμος”), προϋποθέτει ότι η νομική του υπηρεσία ασκείται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Α.Π. 893/2018, Α.Π. 589/2015, Α.Π. 675/2015 και Α.Π. 1362/2013 όλες σε Τ.Ν.Π. “Νόμος”), κάτι που δεν έλαβε χώρα στην προκείμενη περίπτωση. Τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν (άρθρο 495 §4 εδ. προτελευταίο του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 8.4.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… έφεση του ……. κατά της οριστικής απόφασης 4734/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων εφτακοσίων (1.700) ευρώ. Και
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα παραβόλων συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 7 Μαρτίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ