Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 145/2019

 Αριθμός  145/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη   και από τη Γραμματέα K.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Νόμιμα φέρεται, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 22-5-2018 (ΓΑΚ ….. ΕΑΚ …….) κλήση των εκκαλούντων (εναγόντων), η από 18-10-2007  (αριθμ. κατ. …..) έφεσή τους εναντίον της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο “ΟΛΠ ΑΕ”, κατά της υπ’ αριθμόν 3107/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία, μετά την αναίρεση, με την υπ’ αριθμόν 325/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, της υπ’ αριθμόν 331/2016 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και την παραπομπή σ’ αυτό της προκειμένης υποθέσεως, κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι ως εκ του χρόνου ασκήσεως της ανωτέρω εφέσεως εφαρμοστέες εν προκειμένω είναι οι διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους από το Ν. 4335/2015.

ΙΙ. Κατά την διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ «αν ο Αρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απoφάσεως και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 Δνη 42. 81), δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων των οριστικών διατάξεων της αποφάσεως που αποφαίνονται επί των επί μέρους αυτοτελών αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας (ΑΠ 1124/1997 ΕλΔ 40, 332), όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις ασκήσεως κυρίας παρεμβάσεως, ανταγωγής, παρεμπίπτουσας αγωγής, αντικειμενικής σωρεύσεως αγωγών και επεκτείνεται στα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της, δηλαδή όσα αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαιτήσεως ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, τα οποία συναναιρούνται (ΑΠ 443/2006 & ΑΠ 570/2005, “Νόμος”). Επομένως, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο, η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει ν’ αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 1899/2005, “Νόμος”), ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της αποφάσεως διατηρείται το δεδικασμένο της. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, είτε της ολομέλειας, είτε των τμημάτων, είναι δεσμευτικές για όλα τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται της ίδιας υποθέσεως, αναφορικά με τα νομικά ζητήματα που λύθηκαν με τη παραδοχή ή την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως (ΑΠ 548/2008 “Νόμος”, ΑΠ 806/2008 “Νόμος”, ΑΠ 137/2004 Δίκη 35. 1171, ΑΠ 1613/07 Δ 38.1234, ΑΠ 1145/05 ΕλλΔνη 48.1658 ) και δεν δεσμεύονται από τις διαπιστώσεις της αποφάσεως, που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενα να εκτιμήσουν διαφορετικά, από την αναιρεθείσα, τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενα ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (βλ. ΑΠ 129/2004 Δίκη 35. 804, ΕφΠειρ 163/2013 – “Νόμος”). Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004, ΑΠ 1833/2001). Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (ΑΠ 129/2005, ΑΠ 43/2005, ΑΠ 137/2004, ΑΠ 1717/2002, ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46). Οι  διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 738/2012 – “Nόμος”).

ΙΙΙ.   Στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου, αναιρέθηκε η υπ’ αριθ.331/2016 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά το μέρος της που απέρριψε την από 18-10-2007 έφεση των αναιρεσειόντων (εναγόντων-εκκαλούντων) κατά της πρώτης των αναιρεσιβλήτων (εναγομένης-εφεσίβλητης) και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά τούτο προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, δεκτού γενομένου του από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ μοναδικού λόγου αναιρέσεως και ειδικότερα διότι η αναιρεθείσα απόφαση διέλαβε στο αποδεικτικό της πόρισμα αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούσαν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ. Η αναιρεθείσα 331/2016 απόφαση αφού συνεκδίκασε την από 18.10.2007 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….. έφεση των εναγόντων και την από 9.4.2008 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …. έφεση της εναγομένης- παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ήδη καθής η κλήση καθώς και την από 29.7.2008 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………. αντέφεση της παρεμπιπτόντως εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία : “……..” , μη διαδίκου εν προκειμένω, κατά της υπ’ αριθμ. 3107/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απέρριψε τη μεν αντέφεση ως απαράδεκτη, τις δε εφέσεις κατ΄ουσίαν. Η προαναφερόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου θεώρησε μη ασκηθείσα την αναίρεση  ως προς τη δεύτερη των αναιρεσιβλήτων εταιρεία με την επωνυμία : “…………” , κατά συνέπεια ως προς την εταιρεία αυτή και την ως άνω κριθείσα αντέφεσή της, η υπόθεση δεν αναπέμπεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αλλά η 331/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού διατηρεί το δεδικασμένο της. Επίσης, η υπόθεση δεν αναπέμπεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως προς την ως άνω έφεση της εναγομένης ΟΛΠ ΑΕ, η οποία (έφεση) έπληττε την εκκαλουμένη  3107/2007 απόφαση κατά το μέρος που αυτή απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 8-2-2006 (αριθ.κατ. ……….) παρεμπίπτουσα αγωγή της ΟΛΠ ΑΕ κατά των εναγόντων της κύριας αγωγής και κατά της ανωτέρω εταιρείας “…………….. ”, η οποία (έφεση) απορρίφθηκε με τη ρηθείσα 331/2016 απόφαση ως αβάσιμη στο σύνολό της, κεφάλαιο που δεν αναιρέθηκε με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου, συνεπώς, ως προς το κεφάλαιο αυτό, η 331/2016 απόφαση διατηρεί το δεδικασμένο της. Ενόψει των προηγουμένων παρέπεται ότι μετά την ενηλικίωση, το έτος 2012, του γεννηθέντος το έτος 1994 πρώτου καλούντος, …….., φερομένου ως παθόντος στην από 18-10-2003 (αριθ.κατ. …) αγωγή, την οποία άσκησαν το έτος 2003 για λογαριασμό του οι τότε ασκούντες τη γονική του μέριμνα γονείς του, λοιποί των καλούντων, την επί της ανωτέρω αγωγής δίκη νομιμοποιείται να συνεχίσει μόνο ο ……. , κατά  συνέπεια οι λοιποί των καλούντων, … και ……, μετά την ανωτέρω τελεσίδικη απόρριψη της εναντίον τους παρεμπίπτουσας αγωγής , με την οποία η παρεμπιπτόντως ενάγουσα (εναγομένη της κύριας αγωγής) ζητούσε να αναγνωριστεί η αποκλειστική τους υπαιτιότητα άλλως η συνυπαιτιότητά τους στην πρόκληση της σωματικής βλάβης στο ανήλικο τότε τέκνο τους, στερούνται πλέον την ιδιότητα του διαδίκου και συνεπώς, μη νομίμως παρίστανται στην προκειμένη δίκη.

ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 εδ. β’ και 914, 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς προσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 345/2017, 252/2013, ιστότοπος Αρείου Πάγου). Συνεπώς, παράνομη είναι και η “αντισυναλλακτική” συμπεριφορά, ακριβώς επειδή ενέχει αμέλεια, επειδή δηλαδή αποκλίνει από την συμπεριφορά ,την οποία ένας μέσος συνετός άνθρωπος, που ανήκει στον ίδιο κύκλο με τον δράστη, όφειλε να επιδείξει. Στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά αντιμετωπίζεται ως μορφή υπαιτιότητας. Το ότι ο δράστης όφειλε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή ενός αγαθού σημαίνει ότι η συμπεριφορά του είναι παράνομη. Το ότι μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή, σύμφωνα με τα μέτρα ενός συνετού ανθρώπου, σημαίνει ότι η συμπεριφορά του δικαιολογεί την προσωπική μομφή (τον ψυχικό σύνδεσμο του δράστη με την αδικοπραξία), ότι υπάρχει υπαιτιότητα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ίδια πράξη, δηλαδή η αμελής αντισυναλλακτική συμπεριφορά, συνιστά και την παράνομη και την υπαίτια συμπεριφορά (ΑΠ 325/2018 -ιστότοπος Αρείου Πάγου).

  1. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 18.10.2003 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. αγωγή, που ασκήθηκε για λογαριασμό του ανηλίκου τότε καλούντος – …… από τους ασκούντες τη γονική του μέριμνα γονείς του, …… και ….., εκτέθηκε ότι στις 16.6.2002, στην προβλήτα της ναυπηγοεπισκευαστικής βάσης του Νέου Μώλου Δραπετσώνας, όπου τότε βρισκόταν πρυμνοδετημένο το υπό ελληνική σημαία φορτηγό (φ/γ) πλοίο «Α», πλοιοκτησίας της (μη διαδίκου εν προκειμένω) εδρεύουσας στον …… εταιρείας με την επωνυμία « ……», στο οποίο ήταν ναυτολογημένος με την ιδιότητα του υποπλοίαρχου ο πατέρας του ανηλίκου τότε παθόντος, …….., συνέβη ατύχημα, που είχε ως συνέπεια τον σοβαρότατο τραυματισμό του ανηλίκου τότε παθόντος, όταν αυτός ευρισκόμενος υπό την άμεση εποπτεία και των δύο γονέων του και σε απόσταση ενός και ημίσεως περίπου μέτρων (1,5 μ.) από την άκρη της χαλύβδινης κλίμακας αποεπιβίβασης στο πλοίο, την οποία η εναγομένη εταιρεία «ΟΛΠ ΑΕ» είχε διαθέσει προς τούτο στην πλοιοκτήτρια, το αριστερό του πόδι εγκλωβίστηκε κάτω από αυτήν, λόγω της αιφνίδιας μετακινήσεώς της προς τα εμπρός, συνεπεία κλυδωνισμού από ελαφρύ κυματισμό του πλοίου, στο οποίο ήταν η κλίμακα προσαρμοσμένη με το πάνω άκρο της, με αποτέλεσμα το πόδι του αυτό να συνθλιβεί μέχρι το ύψος της αρθρώσεως του γόνατος και τελικά να ακρωτηριαστεί από τους επιληφθέντες ιατρούς στο αναφερόμενο νοσηλευτικό ίδρυμα, όπου αμέσως μετά τον τραυματισμό του ο παθών διακομίσθηκε. Ότι αποκλειστικά υπαίτια του ενδίκου ατυχήματος ήταν η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, στη δικαιοδοσία και την κυριότητα της οποίας ανήκουν η ναυπηγοεπισκευαστική βάση και η χρησιμοποιηθείσα κλίμακα αποεπιβίβασης στο πλοίο από την ξηρά, αντίστοιχα, επειδή αυτή (εναγομένη), αν και τελούσε σε γνώση των επαπειλούμενων κινδύνων από τη χρήση της κλίμακας, εντούτοις παρέλειψε, αν και όφειλε και θα μπορούσε να το πράξει έναντι ελαχίστου κόστους, να λάβει μέτρα προστασίας των προσώπων που θα την χρησιμοποιούσαν και, συγκεκριμένα, να τοποθετήσει αφενός μεν προειδοποιητικές πινακίδες σε εμφανή σημεία της, που θα υπεδείκνυαν τον κίνδυνο και την απόσταση ασφαλείας από την ζημιογόνο κλίμακα και αφετέρου προστατευτικό κάλυμμα του μεταλλικού κυλίνδρου, στον οποίο απέληγε η κλίμακα αυτή, το οποίο και θα απέτρεπε τον εγκλωβισμό του ποδιού του παθόντος. Με βάση τα περιστατικά αυτά και μετά παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματός τους σε αναγνωριστικό, οι γονείς του παθόντος ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην καταβολή προς τον παθόντα των ακόλουθων χρηματικών ποσών: 1] εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (934,62 €) για ιατρικές δαπάνες και έξοδα αγοράς φαρμάκων, 2] επτά χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τριών ευρώ και είκοσι λεπτών (7.923,20 €) για δαπάνη αγοράς τεχνητού άκρου ποδός, το οποίο θα έπρεπε να αντικαθίσταται ανά τριετία στο μέλλον και μέχρι την ηλικία των είκοσι τριών (23) ετών, λόγω της αναπτύξεως του σώματος του παθόντος, 3] τετρακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και πενήντα λεπτών (418,50 €) για δαπάνες μετακινήσεώς του με αυτοκίνητο ταξί, 4]επτακοσίων χιλιάδων ευρώ (700.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του παθόντος από το ατύχημα, 5] εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000 €) ως αποζημίωσή του λόγω της αναπηρίας του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, άλλως και επικουρικώς χρηματικό ποσό οκτακοσίων χιλιάδων ευρώ (800.000 €) προς εύλογη αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, αφού ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη κατά τον καθορισμό της η επελθούσα σωματική αναπηρία του ανηλίκου, 6]πενήντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων εννέα ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (53.409,15 €) για τις δαπάνες αγοράς τεχνητού μέλους στο μέλλον κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα, 7] τριάντα δύο χιλιάδων ευρώ (32.000 €) για την αμοιβή των παρεχόντων ενισχυτική κατ’ οίκον διδασκαλία στον ανήλικο μέχρι την αποφοίτησή του από το Λύκειο, 8] τριάντα τριών χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (33.800 €) για δαπάνες πρόσθετης ειδικής διατροφικής αγωγής του παθόντος επί δεκατρία (13) έτη μέχρι την ενηλικίωσή του και 9]τριών χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (3.600 €) για αμοιβή παιδοψυχολόγων και ορθοπεδικών που θα παρακολουθούν τον ανήλικο μέχρι το έτος 2012, άπαντα δε τα κονδύλια αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επιπλέον, ζητήθηκε 10]προς αποκατάσταση της ζημίας που ο παθών θα υποστεί στο μέλλον λόγω στέρησης εισοδημάτων από την εργασία του το χρηματικό ποσό των οκτακοσίων εβδομήντα ευρώ (870 €) ανά μήνα αρχής γενομένης από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014, όταν θα αναμενόταν η είσοδός του στον εργασιακό στίβο και μέχρι το έτος 2070, οπότε θα συμπληρώσει το εβδομηκοστό έκτο (76) έτος της ηλικίας του, όριο στο οποίο ανέρχεται το προσδόκιμο επιβιώσεως ενός άνδρα στην Ελλάδα σήμερα, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στην αμοιβή του ανειδίκευτου εργάτη και το οποίο ο παθών θα στερηθεί στο μέλλον λόγω της πλήρους και διαρκούς ανικανότητάς του προς εργασία συνεπεία του τραυματισμού του, νομιμοτόκως μάλιστα από το χρονικό σημείο που κάθε μηνιαία δόση θα καταστεί απαιτητή και ανατοκιζόμενο κατά ποσοστό 6% ετησίως, καθώς και 11] η αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης στην αποκατάσταση κάθε άλλης μη προσδιορίσιμης δαπάνης του παθόντος μέχρι το έτος 2070. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 3107/2007 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, θεώρησε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη και ακολούθως  την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, επειδή έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιοι για τον τραυματισμό του ανηλίκου τέκνου τους ήταν οι γονείς του, που δεν άσκησαν την προσήκουσα και επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 1510 – 1518 και 923 ΑΚ εποπτεία επ’ αυτού και το άφησαν να κατέλθει μόνο του την κλίμακα αποβίβασης από το πλοίο και να παραμείνει επί της προβλήτας σε εγγύτατη απόσταση από το κάτω άκρο της κλίμακας, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί τον κίνδυνο που διέτρεχε από τον κυματισμό, τον κλυδωνισμό του πλοίου και την εξαιτίας αυτού μετατόπιση της κλίμακας προς το μέρος του, ενώ για την εναγομένη έκρινε ότι δεν υπείχε ούτε νόμιμη ούτε συμβατική υποχρέωση διαθέσεως στο συγκεκριμένο πλοίο κλίμακας εφοδιασμένης με προειδοποιητικές πινακίδες ή με προστατευτικό κάλυμμα επί του κυλίνδρου κυλίσεώς της, το οποίο, ακόμη και αν υπήρχε δεν θα απέτρεπε τον ένδικο τραυματισμό λόγω του ελαχίστου κενού που αναγκαίως θα υπήρχε μεταξύ καλύμματος και κρηπιδώματος, το οποίο αρκούσε για τον εγκλωβισμό του άκρου ποδός του ανηλίκου, καθώς και ότι τέτοια υποχρέωση δεν είχε ούτε συνεπεία της επικίνδυνης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί με τη χρήση της συγκεκριμένης κλίμακας, αφού δεν προϋπήρξε του ατυχήματος άλλο παρόμοιο περιστατικό ούτε το ενδεχόμενο τέτοιου συμβάντος τής είχε επισημανθεί από οποιαδήποτε επιθεωρούσα αρχή. Πέραν των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απέρριψε τα υπό στοιχεία 1 έως και 3 ανωτέρω αγωγικά κονδύλια συνολικού ύψους 9.276,32 ευρώ και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν είχε καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου και τέλος, συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονέθηκαν, με την υπό κρίση έφεση , οι εκκαλούντες-ενάγοντες, για λογαριασμό του ανηλίκου τότε τέκνου τους, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησαν την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής τους. Σημειώνεται ότι, όπως προαναφέρεται, τη δίκη επί των ανωτέρω αγωγής και εφέσεως συνεχίζει τώρα ο από το έτος 2012 ενήλικος ….., ο οποίος νομίμως παρίσταται.
  2. Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως, οι εκκαλούντες επικαλούνται καταβολή του μη καταβληθέντος πρωτοδίκως δικαστικού ενσήμου, που αναλογούσε στα υπ’ αριθμ. 1, 2 και 3 ανωτέρω αγωγικά κονδύλια και ζητούν την ουσιαστική έρευνα της βασιμότητάς τους. Από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας διαπιστώνεται ότι το ελλείπον πρωτοδίκως τέλος δικαστικού ενσήμου ούτε στα πλαίσια της έκκλητης δίκης καταβλήθηκε. Αντιθέτως, οι εκκαλούντες στις από 4.11.2015 έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (βλ. σελ. 15 αυτών) ρητώς επικαλούνται «αδυναμία καταβολής του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου» και για το λόγο αυτό περιορίζουν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής τους, το σχετικό με τα εν λόγω κονδύλια, σε αναγνωριστικό, όπως εκτιμάται, κατά τρόπο, όμως, απαράδεκτο. Πράγματι, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 223 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής και ότι, κατ’ εξαίρεση, μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος μπορεί να γίνει έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό και, επομένως, αυτός αποκλείεται στην κατ’ έφεση δίκη, στην οποία αποκρούεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος, έστω και αν συναινεί ο αντίδικος (ΑΠ 1572/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 548/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΕφΘεσ. 126/2014, Αρμ. 2014/1675).  Περαιτέρω, με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 3-10-2018 προτάσεις του, ο εκκαλών δεν κάνει μνεία για την καταβολή του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου. Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη απέρριψε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, δηλαδή τα ανωτέρω κονδύλια, κατ’ ουσίαν λόγω πλασματικής ερημοδικίας των εναγόντων, η οποία προκλήθηκε από τη μη καταβολή του ανάλογου δικαστικού ενσήμου (βλ.ΑΠ 181/2013, 1572/2013, 1337/2011 – “Νόμος”) και ο τέταρτος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
  • Από την εκτίμηση α) των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά που προσκομίζονται με επίκληση σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο, β) της από 15.6.2012 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος, με την υπ’ αριθμ. 711/2009 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, πραγματογνώμονα ……, που εκτιμάται ελεύθερα κατ’ άρθρο 387 ΚΠολΔ, γ) των από μηνός Οκτωβρίου 2003 και μηνός Ιανουαρίου 2013 δύο τεχνικών εκθέσεων, αντιστοίχως, των ναυπηγών-μηχανολόγων μηχανικών, … αφενός και ….. αφετέρου, που διορίστηκαν νομότυπα ως τεχνικοί της σύμβουλοι από την εναγομένη στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης ο πρώτος και της έκκλητης δίκης ο δεύτερος, οι οποίες (τεχνικές εκθέσεις) λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, καθώς και γ) όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω και στα οποία περιλαμβάνονται α) φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011) και οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711) και β) αντίγραφα εγγράφων της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε για το ένδικο ατύχημα από το Ανακριτικό Τμήμα Κερατσινίου του Β΄ Λιμενικού Τμήματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, που διενήργησε προανάκριση (ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφη από μηνός Δεκεμβρίου έτους 2002 πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντος από την προανακριτική Αρχή ……..,  κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς και υπ’ αριθμ. 2619/17.4.2008 απαλλακτική για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης εξ αμελείας παρ’ υποχρέου των άρθρων 314 § 1 εδαφ. α΄ και 315 § 1 εδαφ. β΄ του ΠΚ απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς),  σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στην πόλη του …….. εταιρείας με την επωνυμία «…….», που στην Ελλάδα εκπροσωπείται νόμιμα από την εντολοδόχο, αντιπρόσωπο, αντίκλητο και διαχειρίστριά της εταιρεία με την επωνυμία «………», που εδρεύει στη ….., διατηρεί εγκατάσταση γραφείων στην Ελλάδα, επί της ακτής ……., στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ανήκε από το έτος 2002 τουλάχιστον το υπό ελληνική σημαία φορτηγό (φ/γ) πλοίο χύδην φορτίου (bulk carrier) «A», νηολογίου Πειραιώς με αριθμό ….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 22.080 RT, στο οποίο κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2002 υπηρετούσε ναυτολογημένος ως υποπλοίαρχός του ο εκ των εναγόντων – εκκαλούντων ….., πατέρας του παθόντος …… Με σκοπό τη διενέργεια εργασιών επισκευής του, το πλοίο αυτό, κενό φορτίου, κατέπλευσε στη ναυπηγοεπισκευαστική βάση του Νέου Μώλου Δραπετσώνας, στις 10.6.2002 και ελλιμενίστηκε εκεί, σε επισκευαστικό χώρο που διατέθηκε προς τούτο από την εναγομένη «ΟΛΠ ΑΕ», στη δικαιοδοσία της οποίας ανήκει η εν λόγω βάση, κατ’ αποδοχή εκ μέρους της εναγομένης της από 7.6.2002 σχετικής αιτήσεως, που για λογαριασμό της πιο πάνω διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας υπέβαλε προς το Τμήμα Προσορμίσεως της «ΟΛΠ ΑΕ.» ο ……., νόμιμος εκπρόσωπος της πράκτορος του πλοίου εδρεύουσας στον Πειραιά, επί της οδού ……., εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. . . . ..». Το πλοίο πρυμνοδετήθηκε στην προβλήτα πρόσδεσης της ναυπηγοεπισκευαστικής βάσης και παρέμεινε εκεί μέχρι την 21η.6.2002, οπότε και αναχώρησε, έχοντας καταβάλει στην εναγομένη τα σχετικά τέλη και δικαιώματα . Για την εκτέλεση των επισκευαστικών εργασιών στο πιο πάνω πλοίο καταρτίστηκε σύμβαση μεταξύ της διαχειρίστριάς του εταιρείας με την επωνυμία « …..» και των νομίμων εκπροσώπων της εδρεύουσας στο Πέραμα του Πειραιώς ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», για την οποία συνετάγη το από 10.6.2002 ιδιωτικό συμφωνητικό, που έχει επισυναφθεί στην ως άνω τεχνική έκθεση του ……… Επειδή δε το εν λόγω πλοίο δεν διέθετε πρυμναία κλίμακα αποεπιβίβασης, η εναγομένη, κατ’ αποδοχή σχετικής αιτήσεως της πιο πάνω αναφερόμενης «…….», που υποβλήθηκε για λογαριασμό της διαχειρίστριάς του, του διέθεσε (εκμίσθωσε) για την επικοινωνία του με την ξηρά ειδική κλίμακα προσεγγίσεως, χαλύβδινης κατασκευής με ξύλινο δάπεδο, πλάτους ενός μέτρου (1 μ.) περίπου, μήκους είκοσι πέντε μέτρων (25 μ.) και συνολικού βάρους δύο χιλιάδων διακοσίων κιλών (2.200 kgr), η οποία στο άνω τμήμα της άρμοζε στην πρύμνη του με μεταλλικούς γάντζους και στο κάτω τμήμα της εφαπτόταν στο κρηπίδωμα της προβλήτας μέσω κυλινδρικού μεταλλικού τροχού (κυλίνδρου κυλίσεως/ράουλου), ίσου πλάτους με το δάπεδό της. Στην προμήθεια (διάθεση, μεταφορά και εγκατάσταση) της κλίμακας αυτής στο πλοίο προέβη η εναγομένη, η οποία είχε και έχει την αποκλειστική προς τούτο αρμοδιότητα στις περιοχές της δικαιοδοσίας της (δηλαδή στις επισκευαστικές ζώνες Περάματος, Δραπετσώνας και Κερατσινίου), σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …/10.9.1963 πράξη του διοικητικού συμβουλίου του τότε «Oργανισμού Λιμένος Πειραιώς» (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου πριν μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρία με το Ν. 2688/1999 «Μετατροπή του Οργανισμού Λιμένος και του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης σε ανώνυμες εταιρίες» [ΦΕΚ Α 40/1.3.1999]), η οποία έχει εγκριθεί με την με αριθμό Γ 38.388/11.10.1963 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων και δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 462/22.10.1963). Στις 16.6.2002, ημέρα Κυριακή, στο πλοίο μαζί με τον υποπλοίαρχο ….. επιβιβάστηκε από την έναρξη της υπηρεσίας του το πρωί και η οικογένειά του, δηλαδή η σύζυγός του … και οι δύο ανήλικοι υιοί τους, …… , ηλικίας τότε οκτώ  και δεκατριών ετών αντίστοιχα. Από την 07:00΄ ώρα της ημέρας εκείνης στο πλοίο συνεχίστηκαν οι εργασίες επισκευής του, που τερματίστηκαν στις 13:00΄ το μεσημέρι, οπότε και οι εργάτες του συνεργείου της παραπάνω εργολήπτριας εταιρίας αποχώρησαν, όπως προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου. Πάντως, σ’ αυτό παρέμεινε η οικογένεια του υποπλοιάρχου μέχρι τη λήξη της υπηρεσίας του. Στις 17:10΄ περίπου το απόγευμα κατέβηκαν από την ως άνω κλίμακα αποβίβασης πρώτα οι ανήλικοι χωρίς την παρουσία των γονέων τους και ο μεν μεγαλύτερος (ο …..) κατευθύνθηκε και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό τους, που ήταν σταθμευμένο στην προβλήτα, ο δε μικρότερος (ο παθών …….) παρέμεινε στην προβλήτα επί λίγα λεπτά της ώρας, κατά τη διάρκεια των οποίων περιφερόταν στο χώρο γύρω από την κλίμακα, όντας εντελώς μόνος, χωρίς την εποπτεία οποιουδήποτε ενηλίκου και αναμένοντας την αποβίβαση από το πλοίο των γονέων του. Καθ’ ον χρόνο ο πατέρας του βρισκόταν ακόμη στο επί του πλοίου γραφείο του και η μητέρα του στην κορυφή της κλίμακας αποβίβασης στην πρύμνη του πλοίου, ο ανήλικος …… πλησίασε πολύ κοντά στο άκρο της κλίμακας, που εφαπτόταν στο κρηπίδωμα της προβλήτας και στάθηκε με μέτωπο προς τη μητέρα του και το πλοίο παρακολουθώντας την κάθοδό της. Τη στιγμή εκείνη το πλοίο κλυδωνίστηκε από ελαφρύ κυματισμό, δεδομένου ότι από την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα (12:00΄) της ημέρας εκείνης στην περιοχή του Νέου Μώλου Δραπετσώνας Πειραιώς έπνεαν άνεμοι βόρειοι – βορειοανατολικοί ισχυροί μέχρι σχεδόν θυελλώδεις, εντάσεως έξι με επτά (6 – 7) μποφόρ, με παροδικές θυελλώδεις ριπές εντάσεως οκτώ (8) μποφόρ, οι οποίοι σταδιακά εξασθένισαν και κατέστησαν από μέτριας εντάσεως (πέντε μποφόρ) με ριπές έως ισχυροί και σχεδόν θυελλώδεις, εντάσεως έξι με επτά (6 – 7) μποφόρ (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου …… έγγραφο πιστοποιητικό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας). Ο κλυδωνισμός του πλοίου συνίστατο σε πρόνευση και παράλληλη βύθιση της πρύμνης (κίνησή της προς τα κάτω), που είχε ως αποτέλεσμα το ανώτατο ύψος της, όπου είχε αγκιστρωθεί η κλίμακα αποεπιβίβασης, να κατέλθει σε σχέση με το επίπεδο του κρηπιδώματος και η σταθερού μήκους κλίμακα να μετακινηθεί προς το εσωτερικό της προβλήτας, αφού εκ κατασκευής της προοριζόταν να μετακινείται στο κρηπίδωμα ανάλογα με τις κινήσεις του πλοίου στο οποίο ήταν προσαρμοσμένη. Αποτέλεσμα της κινήσεως αυτής της κλίμακας ήταν να εγκλωβιστεί κάτω από τον κύλινδρο κυλίσεώς της το αριστερό κάτω άκρο του ανήλικου ……, ο οποίος απώλεσε την ισορροπία του και έπεσε στο κρηπίδωμα σε ύπτια θέση, ενώ ο μεταλλικός κύλινδρος της βάσης της κλίμακας συνέχιζε να μετακινείται προς το εσωτερικό της προβλήτας, με αποτέλεσμα λόγω του βάρους της να ασκήσει σημαντική πίεση και να συνθλίψει το πόδι του παιδιού μέχρι το ύψος της αρθρώσεως του γόνατος. Ο ως άνω τεχνικός σύμβουλος ……. έχει υπολογίσει, χωρίς το πόρισμά του αυτό να αμφισβητηθεί, ότι το μέγιστο βάρος που δέχθηκε το πόδι του παθόντος ανήλθε σε επτακόσια κιλά (700 kgr) περίπου (βλ. σελ. 29 επομ. της ως άνω τεχνικής εκθέσεώς του). Η παλινδρομική κίνηση της κλίμακας σε τροχιά ευθύγραμμη, παράλληλη προς τον διαμήκη άξονά της, διήρκεσε περί τα πέντε με επτά πρώτα λεπτά της ώρας (5 – 7 min) και προσπάθειες απεγκλωβισμού του παθόντος κατά το χρονικό αυτό διάστημα, τις οποίες επεχείρησαν τα προστρέξαντα μέλη του πληρώματος του πλοίου, μεταξύ των οποίων και ο λοστρόμος του  ……..  (βλ. την από 17.6.2002 ένορκη προανακριτική του κατάθεση), απέβησαν άκαρπες, λόγω του βάρους της κλίμακας, ενώ ζητήθηκε και η βοήθεια παρατυχόντος κινητού γερανοφόρου οχήματος της ιδιοκτησίας της εδρεύουσας στο Πέραμα Αττικής ναυπηγικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…….”, με χειριστή τον ….. (βλ. σχετ. σελ. 33 της τεχνικής εκθέσεως του ……), προκειμένου να άρει την κλίμακα. Πριν, όμως, τούτο να συμβεί, η κλίμακα, υπακούοντας στις κινήσεις του πλοίου, υποχώρησε (μετακινήθηκε προς την άκρη του κρηπιδώματος και της προβλήτας), με αποτέλεσμα τον απεγκλωβισμό του ανηλίκου, ο οποίος ακολούθως μεταφέρθηκε από τους γονείς του στο Γενικό Περιφερειακό Νοσοκομείο Παίδων «Π & Α Κυριακού». Εκεί, διαπιστώθηκε βαρύτατος τραυματισμός του από το περιφερικό 1/2 του μηρού και κάτωθι, που συνίστατο σε εκτεταμένη βλάβη και αποκόλληση του δέρματος (τύπου degloving injury), νέκρωση του δέρματος και του υποδόριου ιστού, σύνθλιψη των μυών του μηρού γύρω από το γόνατο, καθώς και σύνθλιψη με νέκρωση και αποκόλληση των μυών της κνήμης σε όλη της την έκταση, με βλάβη και καταστροφή αγγείων και νεύρων. Διαπιστώθηκε ακόμη ότι η άρθρωση του γόνατος είχε πλήρως αποκαλυφθεί και μερικώς διανοιγεί, καθώς και ότι το άκρο ήταν έξαιμο με υποκύανη χροιά, ψυχρό και στερούταν κινητικότητας και αισθητικότητας, ενώ ο ακτινογραφικός έλεγχος κατέδειξε ότι δεν υπήρξε οστική βλάβη στο μηρό και στην κνήμη. Κατόπιν τούτων εκλήθησαν αγγειοχειρουργός και πλαστικός χειρουργός, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αγγειοχειρουργικής ούτε πλαστικής χειρουργικής αποκατάστασης. Ακολούθησε έκτακτο ιατρικό συμβούλιο και οι επιληφθέντες ιατροί αντιλαμβανόμενοι το μη ανατάξιμο της σωματικής βλάβης του παθόντος ανηλίκου αποφάσισαν τον άμεσο ακρωτηριασμό του αριστερού κάτω άκρου του πάνω από το γόνατο μέχρι υγιούς ιστού. Μετά την χειρουργική αυτή επέμβαση ο ανήλικος παρέμεινε επί τριήμερο στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.) του ως άνω νοσηλευτικού ιδρύματος και στη συνέχεια νοσηλεύθηκε στη Β΄ Ορθοπεδική Κλινική του. Ακολούθως, στις 12.7.2002 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στην Κλινική Πλαστικής Χειρουργικής του Νοσοκομείου Παίδων των Αθηνών «Αγία Σοφία», επειδή τούτο επέβαλε η κακή κατάσταση του δέρματός του (περί όλων αυτών βλ. την με αριθμό πρωτοκόλλου ……. έγγραφη βεβαίωση της Β΄ Ορθοπεδικής Κλινικής του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου Παίδων Π & Α. Κυριακού»). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι οι κλίμακες, που κατ’ αποκλειστικό δικαίωμα διαθέτει η εναγόμενη «ΟΛΠ ΑΕ» σε πλοία που ελλιμενίζονται στις ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες της δικαιοδοσίας της, ανήκουν στην κυριότητά της και είναι βαριάς και ιδιαίτερα ανθεκτικής κατασκευής, εντάσσονται δε σε δύο  τύπους. Στον πρώτο ανήκουν κλίμακες μήκους έως δεκαπέντε μέτρων (15 μ.), που φέρουν στο κάτω άκρο τους τροχούς κύλισης (έναν δεξιά κι έναν αριστερά), οι οποίες χρησιμοποιούνται αφενός σε πλοία μικρότερου ύψους από το ένδικο αφετέρου όταν το έδαφος του κρηπιδώματος είναι μαλακό και ανώμαλο. Στον δεύτερο τύπο ανήκουν κλίμακες μεγαλύτερου μήκους, κυμαινόμενου από είκοσι έως τριάντα μέτρα (20 – 30 μ.), που καταλήγουν στη βάση τους σε μεταλλικό κύλινδρο κύλισης (ράουλο), όπως και η διατεθείσα στο φ/γ πλοίο «Α.», οι οποίες χρησιμοποιούνται όπου η επιφάνεια του κρηπιδώματος είναι λεία και σκληρή (κατασκευασμένη από μπετόν). Οι κύλινδροι κύλισης έχουν διάμετρο κυμαινόμενη από δέκα έως τριάντα εκατοστόμετρα (10 – 30 cm) ανάλογα με το βάρος της κλίμακας, το είδος και την τραχύτητα της επιφάνειας του δαπέδου κυλίσεώς τους. Η επίμαχη, υπ’ αριθμ.19 κλίμακα είναι κατασκευασμένη από χάλυβα (ο κύριος φορέας της είναι δικτύωμα χαλύβδινων στοιχείων) και φέρει ξύλινο επικλινές βιδωτό δάπεδο μήκους είκοσι πέντε μέτρων (25 μ.) και πλάτους ενός περίπου μέτρου (1 μ.), έχει βάρος δύο χιλιάδων διακοσίων κιλών (2.200 kgr) περίπου, ενώ σε όλο το μήκος της και σε ύψος ενός μέτρου και δέκα εκατοστών (1,10 μ.) υπάρχουν ρέλια προς στήριξη των προσώπων που την χρησιμοποιούν. Στο άνω άκρο της φέρει μεταλλικούς γάντζους, προκειμένου να προσαρμόζεται αγκιστρωμένη στο πλοίο στο οποίο τοποθετείται, στο δε κάτω άκρο της καταλήγει σε μεταλλικό κύλινδρο (ράουλο) πλάτους ίσου προς το πλάτος του δαπέδου της, με το οποίο μετακινείται στο κρηπίδωμα της προβλήτας ανάλογα με τις κινήσεις του πλοίου στο οποίο είναι προσαρμοσμένη. Στο υφιστάμενο για τις εν λόγω κλίμακες νομοθετικό πλαίσιο περιλαμβάνεται το ΠΔ 70/1990 «Υγιεινή και Ασφάλεια των Εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες» (ΦΕΚ Α 31/1990), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 36 του Ν. 1568/1985 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» (ΦΕΚ Α 177/18.10.1985), οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση επισκευής και συντήρησης πλοίου εντός και εκτός Ελλάδας, εντός ναυπηγείου αλλά και εν πλω (βλ. άρθρο 1 εδαφ. α΄ αυτού και ΑΠ 645/2013, ΝοΒ 2013/2522, ποινική απόφαση) και το ΠΔ 1349/1981 «Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων εις τα πλοία» (ΦΕΚ Α 336/21.12.1981), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 32 §§ 1 και 2, 36 § 2 και 41 § 2 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» [ΚΔΝΔ] (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973) και εφαρμόζεται σε όλα τα υπό ελληνική σημαία πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των διακοσίων (200) κόρων ανεξαρτήτως περιοχής πλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. α΄ αυτού. Οι διατάξεις του Κανονισμού αυτού στην έκταση που δεν τροποποιήθηκαν με το ΠΔ 70/1990 εξακολούθησαν να ισχύουν και μετά την ισχύ αυτού του τελευταίου, όπως ρητώς ορίζεται στο εδαφ. β΄ του άρθρου 1 αυτού. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 αρ. 7 και 7 § 1 του ΠΔ 70/1990 προκύπτει ότι αποτελεί υποχρέωση του «παρέχοντος τον χώρο», δηλαδή του ιδιοκτήτη ή του εκμεταλλευόμενου τον χώρο ή τις εγκαταστάσεις όπου εκτελείται ναυπηγοεπισκευαστικό έργο, να παρέχει κατάλληλες και ασφαλείς κλίμακες ανόδου στα πλοία σύμφωνα με το ΠΔ 1349/1981, οι οποίες έχουν μέγιστη κλίση 45 μοιρών, διαθέτουν δίκτυ προστασίας (για ύψος άνω των δυόμιση μέτρων)  και φωτισμό για τη νύκτα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του ΠΔ 1349/1981, η πρόσβαση στο πλοίο επιτυγχάνεται δι’ ασφαλούς κλίμακας ή διαβάθρας προσπελάσεως κατάλληλης κλίσης και αντοχής, που φέρει πλευρικά κιγκλιδώματα, τα οποία παρέχουν από πλευράς ύψους και αντοχής επαρκή ασφάλεια και φωτίζονται ικανοποιητικά καθ’ όλο το μήκος τους κατά τη διάρκεια του σκότους. Κάτω από την κλίμακα ή τη διαβάθρα προσβάσεως, εφόσον αυτή δεν εφάπτεται κατά τη διάσταση του μήκους της στην πλευρά του πλοίου, τοποθετείται προστατευτικό δίκτυ για την αποτροπή πτώσεως προσώπων, εφόσον το ύψος του άνω μέρους της κλίμακας ή της διαβάθρας υπερβαίνει τα δύο μέτρα (2 μ.) από το κρηπίδωμα ή την επιφάνεια της θάλασσας. Με το άρθρο 1 § 2 του εν λόγω Κανονισμού, που εφαρμόζεται στα εμπορικά πλοία και περιέχει διατάξεις για την πρόληψη ατυχημάτων σ’ αυτά, αρμόδιοι για την εφαρμογή του ορίζονται στην Ελλάδα η Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων και οι Λιμενικές Αρχές, ενώ στο άρθρο 2 αυτού προβλέπονται κυρώσεις για την παράβαση των διατάξεών του σε βάρος του πλοιοκτήτη, του πλοιάρχου και του πληρώματος. Οι τελευταίοι είναι (και αυτοί) υπεύθυνοι για την ασφαλή πρόσβαση στο πλοίο και μόνον αυτοί για την τοποθέτηση μονίμως σημάτων ασφαλείας για την επισήμανση επικινδύνων καταστάσεων και αντικειμένων, συνδεομένων με την ασφάλεια της εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ιδίου Κανονισμού, ενώ κατά το άρθρο 136 του ΒΔ 806/1970 “ Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού περί εργασίας επί των ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω” (ΦΕΚ Α 275/16.12.1970) , ο αξιωματικός φυλακής είναι υπεύθυνος για την ασφαλή πρόσδεση και στήριξη των κλιμάκων. Με βάση τα παραπάνω, η παροχή ασφαλών κλιμάκων προσεγγίσεως στα επισκευαζόμενα πλοία και η διατήρησή τους σε ασφαλή κατάσταση μετά την διάθεσή τους κατά τη διάρκεια της χρήσης τους βαρύνει τόσο την εναγόμενη «ΟΛΠ ΑΕ» με την ιδιότητα της παρέχουσας τον χώρο των επισκευαστικών εργασιών, όσο και την πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρία και τον πλοίαρχό του. Η δε υποχρέωση της εναγομένης σε παροχή ασφαλών κλιμάκων δεν εκτείνεται και στον εφοδιασμό τους με προειδοποιητικές κινδύνου πινακίδες, αφού η τοποθέτηση των πινακίδων αυτών έχει δια νόμου ανατεθεί στον πλοιοκτήτη, τον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, που βαρύνονται με την υποχρέωση επισημάνσεως κάθε επικίνδυνης κατάστασης που δημιουργείται στο περιβάλλον της ναυπηγοεπισκευαστικής εργασίας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια ότι έσφαλε στην κρίση της ότι η εναγόμενη δεν είχε από διάταξη νόμου ή σύμβαση υποχρέωση διαθέσεως στο συγκεκριμένο πλοίο κλίμακας με προειδοποιητικές πινακίδες ούτε είχε τέτοια υποχρέωση λόγω της δημιουργίας προηγούμενης επικίνδυνης κατάστασης και ότι, αντιθέτως, είναι υπαίτια προκλήσεως του ενδίκου ατυχήματος επειδή, μολονότι τελούσε σε γνώση της επικινδυνότητας της με αριθμό 19 κλίμακας, εντούτοις παρέλειψε να τοποθετήσει προειδοποιητικές σημάνσεις επ’ αυτής, κρίνεται αβάσιμος. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι με την υπ’ αριθμ.1006/10.9.1963 πράξη του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, οιονεί καθολικής διαδόχου του τότε ακόμη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» και το διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ», η οποία εκδόθηκε για την τροποποίηση και συμπλήρωση του  Ειδικού Τιμολογίου «χρήσεως κινητών κλιμάκων ΟΛΠ υπό των πλοίων», εγκρίθηκε με την με αριθμό Γ. 38388/11.10.1963 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 462/22.10.1963), προστέθηκε στο τέλος του Ειδικού αυτού Τιμολογίου, που είχε εγκριθεί με την υπ’ αριθμ. 365/1958 πράξη του αυτού ως άνω διοικητικού συμβουλίου, διάταξη, με την οποία ορίστηκε ότι «ο ΟΛΠ υποχρεούται άμα τη αφίξει των πλοίων όπως έχει εν ετοιμότητι εις την κατάλληλον θέσιν τας απαιτουμένας κινητάς κλίμακας, ώστε άμα τω πέρατι της παραβολής των πλοίων προσδένωσιν οι εργάται αυτού τον ριπτόμενον υπό του πληρώματος του πλοίου γάτζον του παλάγκου αυτού, διά την ανύψωσιν της κλίμακος. Από του χρονικού τούτου σημείου θεωρείται συντελεσθείσα η παράδοσις της κλίμακος εις την δικαιοδοσίαν του πλοίου και των οργάνων αυτού, τα οποία επιμελούνται της στερεάς τοποθετήσεως της κλίμακος επί του πλοίου και της εν τη θέσει ταύτη διατηρήσεώς της, του ΟΛΠ ουδεμίαν αστικήν ή ποινικήν ευθύνην υπέχοντος δια πάσαν επενεχθησομένην ζημίαν επί της κλίμακος ή εις τρίτους, ει μη μόνον δια πλημμελή πρόσδεσιν υπό των εργατών αυτού του γάτζου του παλάγκου επί της κλίμακος… Δια πάσαν ζημίαν επί της κλίμακος ή εις τρίτους, αποκλειστικήν ευθύνην φέρει το πλοίον». Με τη διάταξη αυτή τέθηκε στην πραγματικότητα ρήτρα απαλλακτική της εναγομένης από την [και] αστική ευθύνη της προς αποζημίωση της ζημίας, την οποία είναι ενδεχόμενο να υποστεί τρίτος από την λειτουργία της κλίμακας αποεπιβίβασης στα ελλιμενιζόμενα στην ζώνη δικαιοδοσίας της «ΟΛΠ ΑΕ» πλοία, η οποία (ρήτρα) περιλαμβάνεται σε γενικό όρο συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), που ενσωματώνεται στα κατ’ ιδίαν τιμολόγια, που εκδίδει για την παροχή των συναφών υπηρεσιών της (διάθεσης, μεταφοράς και τοποθέτησης των κλιμάκων στα πλοία) κατ’ εφαρμογή του 16 Ειδικού Τιμολογίου της και καθίσταται έτσι όρος συμβατικός, υπό την έννοια ότι προδιατυπώνεται μονομερώς από την πάροχο των υπηρεσιών αυτών εναγόμενη, χωρίς ατομική διαπραγμάτευσή της με τον εκάστοτε αντισυμβαλλόμενό της και προορίζεται να ρυθμίσει τα accidentalia negotii εκάστης συμβατικής σχέσης που αυτή συνάπτει με έκαστο πλοίο – χρήστη των υπηρεσιών της. Το συμβατικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου γενικού όρου δεν επηρεάζει η έγκρισή του από την ως άνω διοικητική αρχή ούτε το γεγονός αυτό του προσδίδει το χαρακτήρα κανόνα αντικειμενικού δικαίου (Ι. Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2008, σελ. 90, Μ. Καράσης, Γενικοί όροι των συναλλαγών – Δικαστικός έλεγχος, 1992, σελ. 14, σημ. 15, Π. Παπανικολάου, Περί των ορίων της προστατευτικής παρεμβάσεως του δικαστή στη σύμβαση, 1991, σελ. 342, ο ίδιος, Κατάχρηση της συμβατικής ελευθερίας, 1986, σελ. 82, βλ. και Φ. Δωρή, σε ΝοΒ 30/902 επομ.), με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου του περιεχομένου του, το δε κύρος του από την άποψη είτε της συμβατότητάς του με τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις του ΑΚ, που επιτελούν ως προς τον έλεγχό του καθοδηγητική λειτουργία είτε της καταχρηστικότητάς του κατ’ άρθρο 281 ΑΚ θα κριθεί σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, όχι κατά το χρόνο της αρχικής διατύπωσής του ή της κατάρτισης της συγκεκριμένης σύμβασης αλλά κατά το χρόνο που, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, ανακύπτει το πρόβλημα, το οποίο οδηγεί στη χρήση (επίκληση) αυτού από τον προμηθευτή (ΟλΑΠ 13/2015, ΧρΙΔ 2015/675 = Ε7 2016/133, ΟλΑΠ 15/2007, ΔΕΕ 2007/975). Η συγκεκριμένη, όμως, απαλλακτική ρήτρα είναι καθαυτή άκυρη, απορριπτομένων όσων αντίθετων υποστηρίζει η εναγομένη προβάλλοντας το εν λόγω ισχυρισμό τόσο πρωτοδίκως όσο και με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της. Πράγματι, στο βαθμό που προβλέπει απαλλαγή τής , κατά παραχώρηση της αρχής,  παρέχουσας υπηρεσίες, που ικανοποιούν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, εναγομένης από την ευθύνη της για άδικες πράξεις των προστηθέντων της (ακόμη και για ελαφρά αμέλεια), αντίκειται στη διάταξη του εδαφ. β΄ της § 2 του άρθρου 332 ΑΚ όπως ισχύει τώρα, ίσχυε δε και κατά το έτος 2007, οπότε ο σχετικός ισχυρισμός προβλήθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 § 1 του Ν. 3043/2002 «Ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α 192/21.8.2002), που άρχισε να ισχύει από 21.8.2002, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 αυτού (πρβλ ΑΠ 1139/2006, ΧρΙΔ 2006/889). Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι  η επίμαχη υπ’ αριθμ. 19 κλίμακα, που η «ΟΛΠ ΑΕ» διέθεσε στο φ/γ πλοίο «Α», βρισκόταν σε καλή κατάσταση από άποψη κατασκευής και συντηρήσεώς της, ήταν ανθεκτική τόσο ως προς το χαλύβδινο σκελετό της όσο και ως προς το ξύλινο δάπεδό της, διέθετε ρέλια καθ’ όλο το μήκος της για τη στήριξη των βαινόντων σ’ αυτήν και η κλίση της δεν υπερέβαινε τις 42 μοίρες. Ωστόσο δεν ήταν εφοδιασμένη με σύστημα φωτισμού ούτε με προστατευτικό δίκτυ προς αποτροπή του ενδεχομένου πτώσεως προσώπου βαίνοντος επ’ αυτής είτε στη θάλασσα είτε στο κρηπίδωμα της προβλήτας, παρά το μεγάλο,  άνω των δύο μέτρων, σχεδόν 25 μέτρων, ύψος της και την κάθετη ως προς πλοίο τοποθέτησή της (δηλαδή αυτή δεν εφαπτόταν κατά τη διάσταση του μήκους της στην πλευρά του πλοίου). Οι ελλείψεις, βέβαια, αυτές δεν συνδέονται αιτιωδώς με την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, που έλαβε χώρα σε συνθήκες ημέρας και χωρίς πτώση του παθόντος από τη σκάλα, όμως, καταδεικνύουν ότι η ένδικη κλίμακα δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές ασφαλείας που καθορίζονται με τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις.  Εάν δε είχε τοποθετηθεί στο άνω μέρος του κυλίνδρου κυλίσεως της επίμαχης κλίμακας ένα προστατευτικό κάλυμμα, όπως αυτό κατωτέρω περιγράφεται, το ένδικο ατύχημα θα είχε αποφευχθεί αλλ΄ακόμα και εάν δεν είχε αποφευχθεί, πάντως η έκτασή της βλάβης θα ήταν μικρότερη γιατί δεν θα μπορούσε να εγκλωβιστεί κάτω από τον κύλινδρο το άκρο του ποδός και ακολούθως ολόκληρη η κνήμη του παθόντος. Και ναι μεν, οι ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις δεν επιβάλλουν με ρητή διάταξή τους στην εναγομένη την υποχρέωση τοποθετήσεως προστατευτικού καλύμματος στον κύλινδρο κυλίσεως της επίμαχης κλίμακας, ωστόσο, η ανυπαρξία τέτοιου προστατευτικού καλύμματος αναιρούσε την ασφάλειά της. Βέβαια, στην κείμενη νομοθεσία δεν γίνεται αναφορά στους τροχούς ή στους κυλίνδρους κύλισης των κλιμάκων αποεπιβίβασης στα πλοία, που χρησιμοποιεί η «ΟΛΠ ΑΕ» στους χώρους της δικαιοδοσίας της ή στις προδιαγραφές του σχεδιασμού και της κατασκευής τους. Ωστόσο, πρόδηλον είναι ότι με τη χρήση του όρου «ασφαλής κλίμακα» ο νομοθέτης του ΠΔ 1349/1981 απαίτησε τη λήψη μέτρων πρόνοιας για την αποφυγή προκλήσεως ατυχημάτων κατά τη λειτουργία της κλίμακας  με οποιονδήποτε τρόπο και κατά τη χρήση αυτής από  οποιοδήποτε πρόσωπο, παρόλο που οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις καταρχήν αποσκοπούν στην αποτροπή ατυχήματος λόγω επικίνδυνων καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί σε εργασιακό περιβάλλον και καταλαμβάνει πρόσωπα που είναι εκτεθειμένα στους αντίστοιχους κινδύνους λόγω ακριβώς της παροχής της εργασίας τους στους χώρους όπου οι κίνδυνοι ανακύπτουν, δηλαδή εν προκειμένω τους εργάτες που εκτελούν τις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου που επισκευάζεται. Είναι δηλαδή προφανές ότι η από το νομοθέτη παράθεση στις ανωτέρω νομικές διατάξεις των χαρακτηριστικών της “ασφαλούς” κλίμακας είναι ενδεικτική, καθόσον δεν συνηθίζεται ο νομοθέτης να ρυθμίζει με λεπτομέρεια τις τεχνικές προδιαγραφές κατασκευής οποιουδήποτε μηχανήματος ή άλλου εξαρτήματος χρησιμοποιείται σε ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες, εργοτάξια, οικοδομικά και πολεοδομικά έργα κ.ο.κ. Η ύπαρξη προστατευτικού καλύμματος, όπως αυτό κατωτέρω περιγράφεται, στην επίμαχη κλίμακα, θα απέτρεπε το ένδικο ατύχημα, υπό τις περιστάσεις που αυτό συνέβη αλλά ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι δεν θα το απέτρεπε, πάντως θα μείωνε την έκταση της προκληθείσας σωματικής βλάβης. Ειδικότερα, ο μεταλλικός κύλινδρος εδράσεως της επίμαχης κλίμακας ήταν δυνατόν να φέρει προστατευτικό κάλυμμα κατάλληλα προσαρμοσμένο ώστε να αποφεύγεται ο εγκλωβισμός του ποδιού του χρήστη της στο τμήμα μεταξύ του κυλίνδρου και του κρηπιδώματος. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη σύνδεση με ηλεκτροσυγκόλληση ενός ελάσματος ίσου σε πλάτος με τον κύλινδρο στο κατώτερο κύριο μεταλλικό κατασκευαστικό τμήμα της κλίμακας, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καλύπτεται το πάνω μέρος του κυλίνδρου. Το έλασμα αυτό θα εκτεινόταν ως προέκταση του διαδρόμου διάβασης, πέραν του κυλίνδρου, σε μήκος τόσο ώστε, όταν η απόληξή του ερχόταν σε επαφή με την κνήμη ή την ποδοκνημική άρθρωση του ποδιού ενός ενηλίκου προσώπου,  η εμπρόσθια κατάληξη (μύτη) του υποδήματός του (του χρήστη), να μην ήταν σε καμία περίπτωση δυνατό να έρθει σε επαφή με την κυλινδρική επιφάνεια του ράουλου, αποφεύγοντας έτσι κάθε κίνδυνο εγκλωβισμού του ποδιού στο τμήμα μεταξύ του κυλίνδρου και του κρηπιδώματος. Διαφορετικός τρόπος για να αποφευχθεί ο εν λόγω κίνδυνος ήταν να αφαιρεθεί ο κύλινδρος κυλίσεως από το κάτω άκρο της κλίμακας όπου ήταν τοποθετημένος και να επανατοποθετηθεί αυτός κάτω από την κλίμακα, σε σημείο τέτοιο που να απέχει είκοσι πέντε εκατοστόμετρα (25 cm) περίπου από την απόληξη της κλίμακας. Στις περιπτώσεις αμφότερων των προστατευτικών αυτών κατασκευών και ενόψει του ότι η απόσταση μεταξύ της κνήμης του ποδιού και της κατάληξης του υποδήματος ενός οκταετούς ανηλίκου δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε εκατοστόμετρα (15 cm) και είναι αρκετά μικρότερη από εκείνη ενός ενηλίκου (που φτάνει τα είκοσι δύο εκατοστόμετρα [22 cm]), οι εν λόγω κατασκευές παρέχουν σαφώς μεγαλύτερη ασφάλεια κατά τη χρήση της κλίμακας από έναν ανήλικο, δεδομένου ότι, ενώ για ένα ενήλικο πρόσωπο η κατάληξη του υποδήματός του, όταν η απόληξη καθεμιάς από τις ως άνω προστατευτικές κατασκευές έρθει σε επαφή με την κνήμη του ποδιού του, θα απέχει τρία έως πέντε εκατοστόμετρα (3 – 5 cm), που είναι και η αναγκαία απόσταση ασφαλείας, από την επιφάνεια του κυλίνδρου κύλισης, για έναν οκτάχρονο ανήλικο η ίδια απόσταση ασφαλείας θα είναι μεγαλύτερη και, για την ακρίβεια, θα υπερβαίνει τα δέκα εκατοστόμετρα (10 cm). Επομένως, εάν η κλίμακα έφερε κάποια από τις ανωτέρω δύο προστατευτικές κατασκευές, θα παρείχε  μεγαλύτερη ασφάλεια στο χρήστη της (ενήλικο και ανήλικο) από την ασφάλεια που παρείχε η ένδικη κλίμακα. Πάντως, επισημαίνεται ότι απόλυτη ασφάλεια έναντι κινδύνου σωματικής βλάβης ανηλίκου ή ενηλίκου δεν επιτυγχάνεται ούτε με αυτές τις κατασκευές, καθόσον  αυτές,  μολονότι αποκλείουν τον εγκλωβισμό και τη σύνθλιψη του κάτω άκρου του χρήστη της κλίμακας, σε περίπτωση που αυτό βρεθεί στην τροχιά κινήσεως του κυλίνδρου κυλίσεώς της, εντούτοις δεν είναι επαρκείς να αποτρέψουν ενδεχόμενη ηπιότερη σωματική του βλάβη, που είναι δυνατόν, ανάλογα με τον αιφνίδιο χαρακτήρα και την ορμή κινήσεως της κλίμακας, που είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων (καιρικές συνθήκες, κινήσεις εκτελούμενες με τις μηχανές του πλοίου, αποτελεσματικότητα των χρησιμοποιουμένων μέσων πρόσδεσης και αγκυροβολίας του), να επέλθει, όταν το άκρο του ελάσματος της πρώτης από τις προαναφερόμενες προστατευτικές διατάξεις ή του δαπέδου της ίδιας της κλίμακας στην δεύτερη από αυτές έλθει σε επαφή με την κνήμη του χρήστη. Κι αυτό διότι η  λειτουργικότητα της επίμαχης κλίμακας,  κατά τη σύμφωνη με τον προορισμό της χρήση, εξασφαλίζεται μόνον αν αυτή μπορεί να κινηθεί σε διαφορετικές και μεταβαλλόμενες γωνίες κλίσης ως προς το σχετικά ανώμαλο από τις φθορές του κρηπιδώματος έδαφος της ναυπηγοεπισκευαστικής βάσης του Νέου Μώλου Δραπετσώνας, με αποτέλεσμα να απαιτείται σε κάθε περίπτωση ένα διάκενο μεταξύ της ακμής της προστατευτικής κατασκευής επί του κυλίνδρου κυλίσεως (ράουλου) και του κρηπιδώματος, περί τα πέντε εκατοστόμετρα (5 cm) τουλάχιστον, προκειμένου να διατηρείται πάντοτε η ελευθερία κυλίσεως του κυλίνδρου. Σε αντίθετη περίπτωση, με τον πρώτο κλυδωνισμό και την συνακόλουθη κίνηση του πλοίου πρώραθεν -πρύμνηθεν, άνω – κάτω, θα ανέκυπτε συγκέντρωση τάσεων και θα επερχόταν ως αποτέλεσμα αυτών η θραύση ή και η αποξήλωση του προστατευτικού καλύμματος ή ακόμη και της ίδιας της κλίμακας από το πλοίο, με αποτέλεσμα την πρόκληση τόσον υλικών ζημιών στην κλίμακα και στο πλοίο όσον και σωματικών βλαβών στους χρήστες της. Το διάκενο αυτό,  θα ήταν μεν αρκετό για να εισχωρήσει το πόδι ενός οκτάχρονου παιδιού, όμως η απόσταση μεταξύ της άκρης του προστατευτικού ελάσματος και του κυλίνδρου θα απέτρεπε τον εκγλωβισμό του ποδιού του κάτω από τον κύλινδρο.  Πράγματι, στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί κατά την κοινή εμπειρία να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σωματικής του βλάβης συνισταμένης σε πρόκληση εκδοράς, μωλωπισμού, λύσης της συνέχειας του δέρματος, θλάσης μυών ή ακόμα και κατάγματος του οστού της κνήμης του χρήστη. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, επειδή οι ανωτέρω προστατευτικές κατασκευές παρέχουν μείζονα ασφάλεια σε οποιονδήποτε χρήστη της κλίμακας, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η επίμαχη υπ’ αριθμ.19 κλίμακα αποεπιβίβασης στο φ/γ πλοίο «Α» μπορούσε να φέρει κάποια από τις προστατευτικές κατασκευές που προαναφέρονται και περιγράφονται στη ρηθείσα πραγματογνωμοσύνη, οι οποίες, εάν υπήρχαν, θα απέτρεπαν τον εγκλωβισμό και τη σύνθλιψη του ποδιού του παθόντος. Η δε εναγομένη (δια των προστηθέντων της) όφειλε και μπορούσε να προβλέψει ότι η επίμαχη κλίμακα, χωρίς να φέρει κάποια από τις προπεριγραφόμενες δύο προστατευτικές κατασκευές, παρείχε μειωμένη ασφάλεια σε οποιονδήποτε χρήστη της και εξέθετε οποιονδήποτε χρήστη της στον κίνδυνο εγκλωβισμού του άκρου ποδός του κάτω από τον κύλινδρο κυλίσεως και αντίστοιχη πρόκληση σε αυτόν σωματικής βλάβης, έστω και μικρότερης εκτάσεως από την επίδικη. Ενόψει τούτων, υπαίτια του ενδίκου ατυχήματος και της εξ αυτού προκληθείσας ζημίας είναι η εναγομένη, οι προστηθέντες της οποίας, που παρείχαν στα επισκευαζόμενα στην ανωτέρω ζώνη πλοία τις προπεριγραφόμενες κλίμακες αποεπιβίβασης,  όφειλαν και μπορούσαν να προβλέψουν, σύμφωνα με τα μέτρα ενός μέσου συνετού ανθρώπου, το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο θα είχε αποτραπεί εάν η ένδικη κλίμακα έφερε προστατευτικό κάλυμμα πάνω από τον κύλινδρο κυλίσεως ή εάν ο κύλινδρος αυτός είχε μετακινηθεί προς τα μέσα. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ερευνήσει τυχόν συνυπαιτιότητα των γονέων του τότε ανηλίκου παθόντος στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος,  γιατί η παρεμπίπτουσα αγωγή της εναγομένης, με την οποία επιχειρήθηκε η αναγνώριση της υπαιτιότητας αυτών και η εξ΄ αναγωγής υποχρεώσή τους προς αποζημίωσή της, απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, όπως προαναφέρεται, με την 331/2016 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία δεν αναιρέθηκε ως προς την αντίστοιχη διάταξή της κι έτσι το δεδικασμένο αυτής διατηρείται. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι εξαιτίας του ακρωτηριασμού του ο …. φέρει από το έτος 2003 τεχνητό σκέλος (μηριαία πρόθεση, υδραυλικό γόνατο, υπερδυναμικό πέλμα), το οποίο  ανανεώθηκε το έτος 2004, το έτος 2007, το έτος 2010, το έτος 2012 και το έτος 2017, όπως εμφαίνεται στο προσκομιζόμενο (σε φωτοτυπία) βιβλιάριο ασθενείας του, του οικείου φορέα ιατροφαρμακευτικής και νοσηλευτικής περίθαλψης (“Οίκος Ναύτου”). Για την αγορά κάθε φορά (πλην της πρώτης, του έτους 2003, ύψους  923,20 ευρώ, το σχετικό για την οποία καταψηφιστικό κονδύλι της αγωγής απορρίφθηκε, όπως προαναφέρεται, λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου) τεχνητού μέλους, απαιτητό είναι το ποσό των 8.000 ευρώ (βλ. αντίστοιχη εγγραφή στο ανωτέρω βιβλιάριο) και συνολικά (8.000 Χ 5=) 40.000 ευρώ, το οποίο πρέπει να αναγνωρισθεί ότι του οφείλει η εναγομένη ως αποζημίωση. Ο παθών (δια των ασκούντων την αγωγή γονέων του) αξιώνει συνολικό ποσό 32.400 ευρώ για πρόσθετη ενισχυτική διδασκαλία κατ΄οίκον για την περίοδο από  τον ένδικο τραυματισμό έως την αποφοίτησή του από το Λύκειο (2012), επικαλούμενος ότι  αυτό του συνεστήθη από τον παιδοψυχολόγο που τον παρακολουθεί και από τους δασκάλους του. Το κονδύλι αυτό είναι απορριπτέο ως κατ΄ουσίαν αβάσιμο αφενός γιατί δεν προσκομίζεται βεβαίωση παιδοψυχολόγου ή δασκάλου που να περιέχει την αντίστοιχη σύσταση αλλά ούτε και αποδείξεις καταβολής αμοιβής για διδασκαλία κατ΄οίκον αφετέρου γιατί ακόμα κι αν παρακολούθησε ο παθών ιδιαίτερα μαθήματα κατ΄οίκον, δεν αποδεικνύεται ότι αυτό οφείλεται στον ένδικο τραυματισμό του, εφόσον, στη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά σχολικής ηλικίας αποτελούν εκτεταμένο και σύνηθες κοινωνικό φαινόμενο ανάλογο με την οικονομική δυνατότητα κάθε οικογένειας. Περαιτέρω, ο παθών αξιώνει ποσό 33.800 ευρώ για ειδική και βελτιωμένη διατροφή του δεκατριών ετών, ισχυριζόμενος ότι απαιτείται γι’ αυτή εβδομαδιαίως δαπάνη ποσού 50 ευρώ πλέον του ποσού που θα δαπανούσε για τη συνήθη διατροφή του. Το κονδύλι αυτό είναι απορριπτέο ως κατ΄ουσίαν αβάσιμο αφενός γιατί δεν προσκομίζεται ιατρική βεβαίωση με την αντίστοιχη σύσταση ειδικής και βελτιωμένης διατροφής αφετέρου διότι, κατά την κοινή των πραγμάτων πείρα, στην ελληνική κοινωνία, ιδίως κατά τα ένδικα έτη (2002 και μετά), η διατροφή των παιδιών αλλά και όλων των μελών μιας μέσης αστικής οικογένειας, όπως του παθόντος, ήταν σε κάθε περίπτωση πλουσιοπάροχη και δεν έχρηζε βελτιώσεως. Ο παθών, τέλος, αξιώνει ποσό 3.600 ευρώ για αμοιβή ψυχολόγων και ορθοπεδικών ιατρών, κονδύλι που πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμο γιατί δεν προσκομίζεται καμία απόδειξη καταβολής αμοιβής σε επιστήμονες των ανωτέρω ειδικοτήτων.
  • Κατά την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προκλήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημιώσεως αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το Δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η εξαιτίας της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία, και β) από την κατ’ άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένος, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών . Εξάλλου το Δικαστήριο της ουσίας στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας, που έχει από το άρθρο 932 ΑΚ δύναται να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του δικαιούχου, με βάση τους οικείους προσδιοριστικούς παράγοντες, όπως είναι το πταίσμα του υποχρέου, το συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η κοινωνική και η περιουσιακή κατάσταση των μερών. Ο προσδιορισμός από το Δικαστήριο της ουσίας του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί αναφέρεται στην εκτίμηση πραγμάτων. Αντιθέτως, η εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται για πλημμέλεια εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν στα πλαίσια του προσδιορισμού αυτού έλαβε υπόψη γεγονότα, που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμήσει για την κρίση του αυτή, διότι δεν δύνανται να επηρεάσουν το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως. (Ολ.ΑΠ 18/2008, ΑΠ 275/2018, ΑΠ 752/2018, ΑΠ 91/2017, ΑΠ 361/2016, ΑΠ 150/2015, 560/2013, ΑΠ 1435/ 2013, ΑΠ 509/2013, ΑΠ 317/2013, ΑΠ 313/2013, ΑΠ 72/2012 ΑΠ 1355/2011- “Νόμος”).
  1. Στην προκειμένη περίπτωση, ο παθών ισχυρίζεται ότι ο ένδικος τραυματισμός τον κατέστησε ολικά και μόνιμα ανίκανο για κάθε εργασία και αξιώνει ποσό 870 ευρώ μηνιαίως  ως αποζημίωσή του κατ’ άρθρο 929 ΑΚ από το έτος 2014 έως το έτος 2070,νομιμοτόκως κατά τα ειδικότερον στην αγωγή αναφερόμενα. Το κονδύλι αυτό της αγωγής είναι απορριπτέο ως κατ΄ουσίαν αβάσιμο αφενός γιατί δεν προσκομίζονται ιατρικά πιστοποιητικά περί της ανωτέρω ανικανότητας, αφετέρου διότι, κατά την κοινή των πραγμάτων πείρα, η αναπηρία του παθόντος δεν αρκεί από μόνη της να τον καταστήσει εφ’όρου ζωής ανίκανο για κάθε εργασία , καθόσον άνθρωποι με σοβαρές αναπηρίες άνω του 50 % (πχ τυφλοί, κωφάλαλοι, με κινητικές δυσλειτουργίες) είναι δυνατό να ασκήσουν και πράγματι ασκούν επαγγέλματα ανάλογα των δυνατοτήτων τους, όπως π.χ. δικηγόροι ασκούν το επάγγελμά τους στηριζόμενοι σε βακτηρίες ή μετακινούμενοι με αναπηρικά αμαξίδια κ.ο.κ.           Βέβαια,  ο ακρωτηριασμός του αριστερού κάτω άκρου του παθόντος, από το ύψος του μηρού (πάνω από το γόνατο) , αποτελεί μόνιμη αναπηρία , η οποία μάλιστα συνέβη σε πολύ νεαρή ηλικία αυτού ( 8 ετών) , πριν δηλαδή προλάβει ο παθών να αποκτήσει μόρφωση και επαγγελματικά προσόντα. Το γεγονός αυτό (της προκληθείσας αναπηρίας σε παιδική ηλικία), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας θα επιδράσει δυσμενώς στο οικονομικό μέλλον του,  εφόσον ο παθών, εξερχόμενος στην αγορά εργασίας θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση ανταγωνιζόμενος τους αρτιμελείς συνομηλίκους του. Γι΄αυτό, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι του οφείλεται από την εναγομένη ως αποζημίωση κατ΄άρθρο 931 ΑΚ το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000,00) ευρώ, δεκτού γενομένου εν μέρει του αντίστοιχου αγωγικού κονδυλίου ύψους 150.000 ευρώ. Τέλος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου,  δικαιούται ο παθών εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο ατύχημα, το ύψος της οποίας λαμβανομένων υπόψη: α) των συνθηκών υπό τις οποίες προκλήθηκε η ως άνω σωματική βλάβη, β) του βαθμού της αμέλειας της εναγομένης, γ) της σοβαρότητας και του μεγέθους της σωματικής βλάβης και της ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε ο παθών για τη θεραπεία του,  δ) της προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του παθόντος, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο τελέσεως της επίδικης αδικοπραξίας ήταν οκτώ ετών, ο πατέρας του ασκούσε το επάγγελμα του ναυτικού και η μητέρα του ήταν οικοκυρά, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας που αξιοποιεί και εκμεταλλεύεται τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία και τις κυριότερες εμπορικές περιοχές του λιμένος Πειραιώς μετά από σύμβαση παραχώρησης μεταξύ αυτής και του Ελληνικού Δημοσίου και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00€)”, δεκτού γενομένου εν μέρει του ύψους  000 ευρώ αγωγικού κονδυλίου.

Ενόψει των ανωτέρω, έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, κατά τον πρώτο λόγο της και το μερικότερο τμήμα του δεύτερου λόγου της, που αφορούν κακή εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των λοιπών λόγων ως αβάσιμων, του μεν τέταρτου και εν μέρει του δεύτερου κατά τα προαναφερόμενα, του δε τρίτου διότι με αυτόν διατυπώνονται παράπονα για τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η εκκαλουμένη στη διατύπωση της κρίσεώς της και δεν πλήττονται αυτοτελή κεφάλαιά της. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την από 18-10-2003 (αριθ.κατ. 8359/2003) αγωγή πλην αυτής που απέρριψε τα υπό στοιχεία 1 έως και 3 ανωτέρω αγωγικά κονδύλια συνολικού ύψους 9.276,32 ευρώ, να κρατηθεί η υπόθεση κι αφού δικασθεί κατ΄ουσίαν, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ήδη ενήλικο παθόντα ….., συνολικό ποσό διακοσίων είκοσι χιλιάδων (220.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ,  ανάλογο της νίκης του, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (186, 183, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), στην οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του πραγματογνώμονα ύψους  4.920 ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. 431/2.10.2012 ΑΠΥ του Μ. Θεοδωρίδη), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται την έφεση τυπικώς και κατ΄ουσίαν.

-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αριθ. 3107/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την από 18-10-2003 (αριθ.κατ. ….) αγωγή, κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα στο σκεπτικό.

-Κρατεί και δικάζει την από 18-10-2003 (αριθ.κατ. ……) αγωγή.

-Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

-Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

-Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ………, συνολικό ποσό διακοσίων είκοσι χιλιάδων (220.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

-Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του …….., αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 7η Μαρτίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 18 Μαρτίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ