Αντίθετες εφέσεις κατ’ αποφάσεως επί αγωγής για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων ναυλομεσίτη από την παροχή εξαρτημένης εργασίας σε επιχείρηση που διαμεσολαβεί στη διαπραγμάτευση και σύναψη ναυλοσυμφώνων. Αποκλειστική υλική και τοπική αρμοδιότητα του ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Οι συμβάσεις ναυλώσεως παράγουν ναυτικές διαφορές, διότι αποτελούν πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου και αφορούν στη χρησιμοποίηση εμπορικού πλοίου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διαφορές εκ συμβάσεων επιβοηθητικών της ναύλωσης, όπως εκείνες που συνάπτει ο διαμεσολαβών επιχειρηματίας με το ναυλωτή ή τον εκναυλωτή. Στην έννοια του άρθρου 51 § 3Α του Ν. 2172/1993 υπάγεται και κάθε διένεξη του ναυλομεσίτη με την επιχείρηση που τον απασχολεί ως υπάλληλο, εφόσον από το αντικείμενο της εργασίας του και το περιεχόμενο των εκατέρωθεν συμβατικών υποχρεώσεων προκύπτει ότι η εργασιακή του σύμβαση σχετίζεται με τη χρησιμοποίηση πλοίου και επηρεάζεται από την έκβαση πράξεων του θαλάσσιου εμπορίου, ανεξαρτήτως του ότι η εργασία παρέχεται σε χερσαίο χώρο. Δεν συνάδει προς την κοινή πείρα και τη λογική η εξακολούθηση της μισθοδοσίας και της ασφάλισης εργαζομένου αν αυτός επί χρονικό διάστημα μηνών αδικαιολόγητα δεν προσέρχεται στην εργασία του. Όταν η καταβολή της μισθοδοσίας του υπαλλήλου έχει αιτία την παροχή της εργασίας του δεν είναι αχρεώστητη και η ένσταση του εργοδότη που προβάλλει τα καταβληθέντα σε συμψηφισμό άλλων απαιτήσεων του εργαζομένου απορρίπτεται κατ’ ουσίαν. Η πρόσθετη αμοιβή, που, επιπλέον του μισθού του, συμφωνήθηκε να λαμβάνει ο ναυλομεσίτης ως ποσοστό του μεσιτικού ανταλλάγματος που εισπράττει η διαμεσολαβούσα στη σύναψη ναυλοσυμφώνων επιχείρηση που τον απασχολεί από το ναυλωτή ή εκναυλωτή του πλοίου αποτελεί προμήθεια ναυλομεσιτείας και όχι προσαύξηση του συμβατικού μισθού ή επιμίσθιο καταβαλλόμενο εξ ελευθεριότητας του εργοδότη, αφού, πέραν των άλλων, φορολογείται με ειδικό τρόπο και όχι ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Οφειλή της αμοιβής αυτής όμως μόνο επί των συμβάσεων που συνάπτει ο εργοδότης με πελάτες που ο εργαζόμενος ναυλομεσίτης προσέλκυσε στην επιχείρησή του και όχι επί όλων των συμβάσεων εντός του κύκλου εργασιών της μεσιτικής επιχείρησης, που συνάπτονται ως προϊόν της εργασίας του υπαλλήλου, αφού τότε ο τελευταίος θα αποκτούσε εταιρική ιδιότητα. Απορρίπτει τις εφέσεις.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 150/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 22.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……. και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ….. και β) από 30.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …… και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……. εφέσεις των εκκαλούντων και, συγκεκριμένα, α) της εταιρίας με την επωνυμία «…….», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη … της Λιβερίας, έχει όμως εγκατασταθεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 378/1968 και διατηρεί γραφείο στην .. Αττικής, επί της οδού .. αρ.., όπως νόμιμα εκπροσωπείται (Α έφεση) και β) του ………, κατοίκου ….. (Β έφεση), αντίστοιχα, που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 2172/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, περ. α, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 19.7.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …….. αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 1 εδαφ. α, γ και 520 § 1 ΚΠολΔ, εντός τριάντα [30] ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που πραγματοποιήθηκε με την επιμέλεια του εκκαλούντος της Β έφεσης, που επισπεύδει τη συζήτηση αμφοτέρων, στις 20.7.2017 (βλ. τη με αριθμό ……. επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….) και αφετηρίασε τη γνήσια προθεσμία για την άσκηση εφέσεως και για τον ίδιο τον επιδόσαντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1207/1975, ΝοΒ 1975/516, ΕφΑθ. 1716/2004, ΝοΒ 2005/94, ΕφΘεσ. 898/1999, ΑρχΝ 2000/146, ΜονΕφΠειρ. 23/2015, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 26, αρ. 13, σελ. 349), η οποία ανεστάλη κατά το χρονικό διάστημα από 1ης.8 έως και 31.8.2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 § 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 666/2005, Δνη 2005/1124, ΑΠ 198/2000, ΕΕΝ 2001/580, ΑΠ 336/1996, Δνη 1997/577, Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 518, αρ. 33, σελ. 140). Οι ίδιες εφέσεις, που αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Να σημειωθεί και ότι, αν και οι ένδικες εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής.
ΙΙ. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών της Β έφεσης με την ως άνω αγωγή του ισχυρίστηκε ότι έναντι της εναγομένης εταιρίας, που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της παροχής προς ναυτιλιακές εταιρίες υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη διαπραγμάτευση, τη σύναψη και την εκπλήρωση συμβάσεων αγοραπωλησίας και ναυλώσεως εμπορικών πλοίων, διατηρεί απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του στην επιχείρησή της, στην οποία απασχολήθηκε ως ναυλομεσίτης αντί μηνιαίου μισθού ύψους δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) από τις 14.11.2011, οπότε προσελήφθη με σύμβαση που καταρτίστηκε ατύπως, έως την 26η.2.2016, οπότε εξαναγκάστηκε σε αποχώρηση από την εργασία του λόγω της εκτιθέμενης υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, που ισοδυναμεί με εκ μέρους της καταγγελία της εργασιακής του συμβάσεως. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω προς θεμελίωση των αξιώσεών του κυρίως μεν τη σύμβασή του και, επικουρικώς, τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ ζήτησε ο ενάγων, όπως παραδεκτώς περιόρισε πρωτοδίκως το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αίτημά του σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι ευρώ (19.720 €) συνολικά ως υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από 1.6.2015 έως και 26.2.2016 και ως αποζημίωση για την απόλυσή του και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της αντιδίκου του στην καταβολή i] είκοσι τριών χιλιάδων εβδομήντα επτά ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (23.077,34 €) ως αποζημίωσή του για τη μη χορήγηση άδειας αναψυχής καθ’ όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της εργασιακής του σύμβασης, για επίδομα άδειας των ετών 2015 και 2016 και για δώρα Χριστουγέννων του έτους 2015 και Πάσχα του έτους 2016 και ii] του ισόποσου σε ευρώ τριάντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι έξι δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα τριών σεντς (38.926,93 $), με την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της πληρωμής άλλως κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, που του οφείλεται ως υπόλοιπο του ανταλλάγματος που συμφωνήθηκε να λαμβάνει επιπλέον του συμβατικού του μισθού, ως ποσοστό της μεσιτικής αμοιβής που η εναγομένη θα εισέπραττε από τους πελάτες της, για τα ναυλοσύμφωνα που θα καταρτίζονταν είτε με τη δική του διαμεσολάβηση και εργασία είτε για λογαριασμό πελατών τους οποίους εκείνος θα προσέλκυε στην επιχείρησή της, όπως ειδικότερα κάθε επιμέρους αξίωση αναλυτικά εκτέθηκε στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του (26.2.2016) άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού κατέφασκε την τοπική αρμοδιότητά του θεωρώντας την επίδικη διαφορά ναυτική κατά την έννοια του άρθρου 51 § 3Α του Ν. 2172/1993, δέχθηκε ακολούθως την αγωγή ως νόμιμη και εν μέρει βάσιμη και, απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν ένσταση της εναγομένης, που προέβαλε σε συμψηφισμό έναντι των απαιτήσεων του ενάγοντος των σχετικών με τα επιδόματα αδείας του και δώρων εορτών το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (4.500 €), που υποστήριξε ότι του είχε καταβάλει μετά το μήνα Ιούνιο του έτους 2015 αχρεωστήτως, επειδή ο ενάγων απουσίαζε αδικαιολόγητα από την εργασία του, επιδίκασε στη συνέχεια στον τελευταίο καταψηφιστικώς μεν το χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων δέκα εννέα ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (19.719,99 €) για τις ως άνω αντίστοιχες αιτίες και αναγνωριστικώς, αφενός, δεκατέσσερις χιλιάδες οκτακόσια είκοσι επτά ευρώ και τριάντα τρία λεπτά (14.827,33 €) για επιδόματα αδείας και δώρων εορτών και, αφετέρου, το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δύο δολαρίων ΗΠΑ και σαράντα δύο σεντς (13.682,42 $), άπαντα δε τα χρηματικά αυτά ποσά με το νόμιμο τόκο κατά τις στην εκκαλουμένη αναφερόμενες ειδικότερες διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι διάδικοι και αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, η μεν εναγόμενη καθολικώς, ο δε ενάγων μόνον ως προς το κεφάλαιό της το αντίστοιχο προς το αίτημά του το σχετικό με την προμήθειά του επί της μεσιτικής αμοιβής της εργοδότριάς του, που κρίθηκε εν μέρει μόνον βάσιμο, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την κατά το εκκληθέν κεφάλαιο παραδοχή της ο ενάγων και την εν συνόλω απόρριψή της η εναγόμενη.
ΙΙΙ. Κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων νοείται το ποσοστό της δικαιοδοσίας, δηλαδή της πολιτειακής εξουσίας να ασκήσει τη δικαστική της λειτουργία προς το σκοπό πραγματώσεως της έννομης τάξης, που προσνέμεται σε ορισμένο είδος δικαστηρίων ή σε συγκεκριμένο δικαστήριο για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών. Υπό την έννοια της πρώτης διακρίσεως γίνεται λόγος για υλική και υπό την έννοια της δεύτερης για τοπική αρμοδιότητα των δικαστηρίων (Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 32, σελ. 15 επομ.). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατανέμεται αποκλειστικά από το νομοθέτη με γνώμονα τη σπουδαιότητα του αντικειμένου της διαφοράς που εξαρτάται είτε από την αξία του ή τη φύση και το είδος της, σε συνδυασμό προς τη δυσχέρεια της διαγνώσεώς της (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 14, αρ. 1, σελ. 128 – 129) είτε από συνδυασμό των παραγόντων αυτών (βλ. άρθρο 14 ΚΠολΔ). Η κατά τόπον αρμοδιότητα (ή δωσιδικία: η αυτή έννοια από την άποψη όχι πλέον του δικαστηρίου αλλά του διαδίκου ή της διαφοράς), όταν καθορίζεται νομίμως, όταν δηλαδή δεν παρεμβάλλεται συμφωνία των διαδίκων που την παρεκτείνει, κατανέμει τις αγωγές και γενικότερα τις υποθέσεις αστικής φύσεως σε ατομικά ορισμένο υλικά αρμόδιο δικαστήριο με κριτήριο την τοπική περιφέρειά του και τη σχέση προς αυτήν της υποθέσεως ή των διαδίκων (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 1978, § 71, σελ. 156 επομ.) και, ανάλογα με το εύρος των διαφορών που αφορά, διακρίνεται σε γενική, στην οποία υπάγονται όλες καταρχήν οι διαφορές, πλην εκείνων για τις οποίες προβλέπεται ειδική αποκλειστική δωσιδικία και σε ειδικές δωσιδικίες είτε αποκλειστικές έναντι της γενικής είτε συντρέχουσες με αυτήν κατά την επιλογή του ενάγοντος (Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, τεύχος Α, 1972, σελ. 215). Για τον προσδιορισμό της νόμιμης γενικής δωσιδικίας ο αποφασιστικός σύνδεσμος της υποθέσεως προς το δικαστήριο είναι καθαρά υποκειμενικός και θεμελιώνεται στην κατοικία του εναγομένου ή, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στην έδρα του, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη αντικειμενικά στοιχεία ούτε οι ουσιαστικές ιδιαιτερότητες της υπόθεσης (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 100). Η νομοθετική αυτή επιλογή θάλπει υπέρτερα αγαθά και αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία του αμυνόμενου εναγομένου αντισταθμίζοντας την, καταρχήν απεριόριστη ως προς το χρόνο εκδηλώσεώς της και ως προς την ευχέρεια καθορισμού του αντικειμένου της δίκης, δυνατότητα επιθέσεως του ενάγοντος, στους ώμους του οποίου επιρρίπτεται το βάρος διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα στην περιφέρεια της κατοικίας ή της έδρας του αντιδίκου του, επειδή αυτός είναι που επιδιώκει τη μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης (Κ. Κεραμέας, ο.π., αρ. 40, σελ. 50, Κ. Μπέης, σε Κ. Μπέη/Κ. Καλαβρού/Σ. Σταματόπουλου, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, Ι, Γενικό Μέρος, 1999, 16.3.1.1, σελ. 262, Ν. Κατηφόρης, Τελολογικοί στόχοι και αξιολογικές σταθμίσεις στη ρύθμιση των αποκλειστικών δωσιδικιών κατά τον ΚΠολΔ, 2005, σελ. 29). Αντιθέτως, οι ειδικές δωσιδικίες διευκολύνουν τη θέση του ενάγοντος και προσδιορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο με βάση τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της διαφοράς (Ν. Νίκας, ο.π., § 16, αρ. 6, σελ. 170), δηλαδή με κριτήρια όμοια με αυτά που προσδιορίζουν την υλική αρμοδιότητα. Διάκριση της αρμοδιότητας αποτελεί και η λειτουργική τοιαύτη, η οποία εκφράζει την εξουσία κάθε επιμέρους δικαστηρίου ή δικαστικού υπαλλήλου στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 303) και κύρια νομοθετική έκφανσή της αποτελεί ο δημοσίας τάξεως κανόνας «των δύο βαθμών δικαιοδοσίας», που καθιερώνεται στο άρθρο 12 του ΚΠολΔ υπό την έννοια της δυνατότητας διπλής κρίσεως της αυτής διαφοράς από πρωτοβάθμιο και υπερκείμενο δικαστήριο. Κατά τη βούληση του νομοθέτη, που διατυπώνεται τότε σε ειδικό νομοθέτημα, η εξουσία αυτή μπορεί να αναφέρεται κάποτε και σε συγκεκριμένο τμήμα ορισμένου δικαστηρίου, οπότε η προσνομή (λειτουργικής) αρμοδιότητας στο τμήμα αυτό καθιστά (λειτουργικώς) αναρμόδια τα υπόλοιπα τμήματα του ιδίου, καταρχήν, δικαστηρίου (Αθ. Πανταζόπουλος, Η λειτουργική αρμοδιότητα – ειδικότερα η λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών, του τμήματος πνευματικών διαφορών και του τμήματος κοινοτικών σημάτων, του κτηματολογικού δικαστή, καθώς και του τμήματος οικογενειακών υποθέσεων, σε ΕΠολΔ 2011/572 επομ. [573]), που άλλως θα είχαν υλική αρμοδιότητα κατά τις γενικές διατάξεις. Περίπτωση τέτοιας ειδικής νομοθεσίας αποτελεί το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756.1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 207/16.12.1993), με την § 1 του οποίου και προς το σκοπό εκδίκασης από αυτό ιδιωτικών διαφορών που χαρακτηρίζονται ως ναυτικές συνεστήθη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς όχι οργανικά αυτοτελές [ειδικό] δικαστήριο αλλά ειδικό τμήμα (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58, Ν. Νίκας, ο.π., § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1) στους κόλπους του ήδη υπάρχοντος δικαστικού σχηματισμού. Με τη σύστασή του ο νομοθέτης απέβλεψε στην προοπτική βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ναυτικών διαφορών, που εμφανίζουν ιδιαίτερες νομικές και τεχνικές δυσχέρειες, αναφυόμενες κατά κανόνα στο πλαίσιο περισσοτέρων της μιας εννόμων τάξεων, μέσω της ταχύτερης και ορθότερης επίλυσής τους αλλά και στη δημιουργία σταθερής νομολογίας κατά την αντιμετώπιση των συναφών νομικών θεμάτων (Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363 = ΠειρΝ 2015/101 επομ., Δ. Καμβύσης, σημείωση σε ΕΝαυτΔ 1994/47). Νομοθετικός σκοπός δηλαδή ήταν η ανάθεση της εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237 – 238]). Ενόψει του ότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537 = Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ.) και μάλιστα αποκλειστική (Γ. Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319]), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015, ΜονΕφΠειρ. 442/2014, ΜονΕφΠειρ. 228/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος Ι, 1996, σελ. 45 επομ. [57]). Έτσι, στην § 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, το οποίο άρχισε να ισχύει από την 16η.3.1994 κατά την § 9 εδαφ. δ αυτού (ΕφΠειρ. 145/2006, ΠειρΝ 2006/359), ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Επομένως, από της ισχύος της διατάξεως αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17), ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο § 17 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην § 2 του ως άνω άρθρου 51, κατά το οποίο «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ’ ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤριμΕφΠειρ. 112/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2768/2004, ΠειρΝ 2006/354, Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 64, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 389), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής (ΕφΑθ. 9139/2000, αδημ., επικυρωθείσα με την ΑΠ 832/2002, ο.π.) και συντρεχόντως όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας, ειδικώς, πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή οριοθετήθηκε με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της φύσης των υπαγόμενων διαφορών. Είναι προφανές ότι το (λειτουργικώς αρμόδιο ναυτικό τμήμα στο) Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική εντός της περιφέρειας του νομού Αττικής τοπική αρμοδιότητα, εφόσον καταφαθεί η υλική του αρμοδιότητα, και η σχετική κρίση προϋποθέτει την παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατόπιν αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1, 2, σελ. 280). Για να διευκολύνει την κρίση ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα (§ 3Α του άρθρου 51), στην οποία χαρακτηρίζονται ως ναυτικές οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από (δηλαδή αιτία έχουν) πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά και όχι περιοριστικά (ΤριμΕφΠειρ. 253/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφερόμενες στην § 3Β του ως άνω άρθρου και Νόμου ναυτικές διαφορές, μεταξύ άλλων, και εκείνες που αιτία έχουν συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου (περ. ε), μεταξύ των οποίων αναμφίβολα συγκαταλέγονται και οι συμβάσεις ναυλώσεως (ΕφΠειρ. 562/1995, ΕΝαυτΔ 1996/2270, βλ. και ΕφΠειρ. 1016/2001 και 1082/2001, σε ΕΝαυτΔ 2002/56 και 209 αντίστοιχα), αφού αυτές ως αντικείμενο έχουν, κατά το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, την έναντι ανταλλάγματος χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω ή εν μέρει για θαλάσσιες μεταφορές (βλ. σχετ. Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 247, σελ. 138, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, ΙΙ, 2007, § 114, σελ. 19, Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 27, αρ. 1, σελ. 209, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος [Άρθρα 84 – 189], 2005, άρθρο 107, αρ. 1, σελ. 96, Δ. Μυλωνόπουλου, Δημόσιο και Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2012, σελ. 293), υπό την έννοια της εμπορικής εκμεταλλεύσεώς του (ΕφΑθ. 4969/2001, Δνη 2002/472 = ΕπισκΕΔ 2001/1126, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου ναυτικές είναι και οι διαφορές που αφορούν το κύρος, την ερμηνεία και την εκπλήρωση ή αναφύονται κατά την ανώμαλη εξέλιξη άλλων συμβάσεων, βοηθητικών της σύμβασης ναυλώσεως, όπως είναι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ναυλώσεων, που κατατείνει στην εξυπηρέτηση του ίδιου οικονομικού σκοπού (της εμπορικής εκμετάλλευσης πλοίου δια της ανευρέσεως ναυλωτή ή εκναυλωτή με σκοπό τη διενέργεια επ’ αμοιβή θαλάσσιων μεταφορών προσώπων ή πραγμάτων), καθόσον, άλλωστε, για τον χαρακτηρισμό μιας υποθέσεως ως ναυτικής δεν αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, αναγκαία προϋπόθεση η ενασχόληση των υποκειμένων της αντιδικίας με το θαλάσσιο εμπόριο (ΕφΠειρ. 403/2002, ΕΝαυτΔ 2002/129), καθώς αρκεί η μεταξύ τους διαφορά να έχει αιτία (να πηγάζει από) την χρησιμοποίηση του πλοίου για εμπορικό σκοπό. Επομένως, στο πλαίσιο της τέτοιας (οικονομικής – εμπορικής) χρησιμοποίησης του πλοίου εντάσσεται και η σύμβαση διαμεσολάβησης στη σύναψη ναυλοσυμφώνου, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε εξ αυτού ή εξ αφορμής του διαφορά μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του αντισυμβαλλομένου της, ναυλωτή ή εκναυλωτή εμπορικού πλοίου, να είναι ναυτική κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, καθόσον μάλιστα για τη δικανική διάγνωση και αυτής αναγκαιούν οι ειδικές γνώσεις και η δικαστική εμπειρία που είναι απαραίτητες και για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των μερών στη σύμβαση ναυλώσεως. Το γεγονός ότι η δραστηριότητα (διαμεσολάβηση στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ναυλοσυμφώνου), από την οποία ανακύπτει η διαφορά, αναπτύσσεται στην ξηρά δεν ασκεί έννομη επιρροή για το χαρακτηρισμό της ως ναυτικής, δεδομένου ότι η νομοθετική ρύθμιση καταλαμβάνει και συμβατικές σχέσεις που εξελίσσονται σε χερσαίο χώρο, αρκεί να σχετίζονται με εμπορικό πλοίο ή με πράξεις θαλάσσιου εμπορίου (βλ. γνμδ Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 235). Ο χαρακτήρας της διαφοράς μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του αντισυμβαλλομένου της ως ναυτικής δεν παραλλάσσει έστω και αν στη δίκη κατάγεται συμβατική αξίωση ή υποχρέωση της πρώτης, που γενεσιουργό αιτία έχει τη δράση υπαλλήλου της, από την οποία αυτή, αντιστοίχως, είτε αντλεί οφέλη αποκομίζοντας κέρδος από το προϊόν της εργασίας του είτε υφίσταται τις αστικές συνέπειες του πταίσματός του, που καταλογίζονται στην ίδια κατ’ άρθρο 334 ΑΚ. Όταν η διαφορά ανακύπτει μεταξύ της διαμεσολαβούσας σε ναυλώσεις πλοίων, δηλαδή σε πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, επιχείρησης και υπαλλήλου της, απασχολούμενου σ’ αυτήν με σύμβαση εξαρτημένης (χερσαίας) εργασίας και αιτία έχει την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης αυτής, κρίσιμο για την υπαγωγή της στην έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 αποβαίνει το αντικείμενο της παρεχόμενης εργασίας και το περιεχόμενο της συμβατικής υποχρέωσης εκάστου συμβαλλομένου, η επικαλούμενη παραβίαση της οποίας υπήρξε η αιτία της αντιδικίας. Εφόσον για την επάρκεια της συμβατικής παροχής του εργαζομένου απαιτείται ανάλυση και εκτίμηση της καταστάσεως και των τάσεων της σχετικής αγοράς (ναυλαγοράς), σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο και στο βαθμό που το αντικείμενο της εργασίας του μισθωτού συνίσταται στον, για λογαριασμό του εργοδότη, εντοπισμό ευκαιριών κερδοφόρας συναλλαγής και στην προσέλκυση ενδιαφερομένων για τη ναύλωση ή την εκναύλωση πλοίου για εμπορικό σκοπό, στη διαπραγμάτευση των όρων της σκοπούμενης σύμβασης με βάση τις διατάξεις της ειδικής εμπορικής νομοθεσίας, τα ναυτικά συναλλακτικά ήθη και τις ιδιαίτερες, στο συγκεκριμένο τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας επικρατούσες, εμπορικές αντιλήψεις, στην παρακολούθηση της συμβατικής εξέλιξης και στη συμμετοχή στο διακανονισμό, με βάση και τις σχετικές διεθνείς συνήθειες, των αμφισβητήσεων που ενδεχομένως ανακύψουν μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση ναυλώσεως, που μετέχουν στη θαλάσσια εμπορική δραστηριότητα που αναπτύσσεται με επίκεντρο το πλοίο, το δε παρεχόμενο στον υπάλληλο αντάλλαγμα του εργοδότη για το αποτέλεσμα της εργασίας του αυτής αποτιμάται με βάση τα ιδιαίτερα οικονομικά συμφέροντα που στο συγκεκριμένο κύκλο συναλλαγών εξυπηρετούνται και καθορίζεται [και] με βάση διεθνώς αποδεκτή στις ναυτικές συναλλαγές πρακτική, είναι αναμφίβολο ότι η εκ της παροχής της εν λόγω εργασίας ή η επ’ αφορμή της αναφυόμενη διένεξη μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου έχει ναυτική την καταγωγή και προκαλεί ως εκ τούτου την εφαρμογή της γενικής ρήτρας του άρθρου 51 § 3Α του Ν. 2172/1993, αφού κατ’ ουσίαν σχετίζεται με την οικονομική χρησιμοποίηση πλοίου, κατ’ αποτέλεσμα επηρεάζεται από το οικονομικό εξ αυτής όφελος και από τη φύση της προϋποθέτει, για τη διάγνωσή της, ειδικές γνώσεις των (πραγματικών, νομικών και οικονομικών) δεδομένων της συγκεκριμένης ναυτικής συναλλαγής (Α. Αντάπασης, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2016, σελ. 201), προς εξυπηρέτηση, άλλωστε, της οποίας συνάπτεται τελικά η σύμβαση εργασίας, εξ ης απορρέει η διαφορά.
Με τον πρώτο λόγο της ένδικης Α έφεσης η εκκαλούσα αυτής – εναγόμενη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί τοπικής αναρμοδιότητας του δικάσαντος Δικαστηρίου, που δεν μπορεί να θεμελιωθεί με βάση το αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας αλλά προσδιορίζεται από τον τόπο της έδρας της. Με την εκκαλουμένη ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε, επειδή κρίθηκε ότι το ιστορικό της υποθέσεως επέτρεπε την υπαγωγή της στην έννοια της ναυτικής διαφοράς, αφού «αυτή απορρέει μεν καταρχήν από σύμβαση χερσαίας εργασίας [ναυλομεσίτη], στα πλαίσια ωστόσο της οποίας … διενεργούνταν πράξεις της παραγράφου 3Α του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 [συμβάσεις ναυλώσεως] και ως εκ τούτου υπάγεται στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, ως Τμήματος Ναυτικών Διαφορών, η δικαιοδοσία του οποίου εκτείνεται σε ολόκληρο το Νομό Αττικής». Η αιτιολογία αυτή είναι μεν συνοπτική, αποδίδει όμως την ουσία του πράγματος, καθόσον με βάση το αγωγικό δικόγραφο και τους, μη αμφισβητούμενους, εκατέρωθεν ισχυρισμούς το περιεχόμενο των συμβατικών υποχρεώσεων του ενάγοντος ταυτίζεται με το αντικείμενο της επιχειρηματικής δράσης της εναγομένης και η αμοιβή του καθορίζεται και με βάση πρακτική επικρατούσα στους εγχώριους και διεθνείς ναυτιλιακούς κύκλους. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν τη σύμβαση της (χερσαίας) εργασίας του ενάγοντος εξυπηρετική νομικών πράξεων σχετικών με το θαλάσσιο εμπόριο και τη χρησιμοποίηση πλοίου και εντάσσουν ομαλά τη διένεξη που ανέκυψε περί την εκπλήρωσή της στην έννοια της ναυτικής διαφοράς. Επομένως, πρέπει, αφού συμπληρωθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) να απορριφθεί ο ερευνώμενος λόγος έφεσης ως αβάσιμος.
- IV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως …….., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η μαρτυρία του περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του, από τις με αριθμούς ……. ένορκες βεβαιώσεις των …….. αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. με την επιμέλεια του ενάγοντος, που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθμ. ……. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες τους, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια, οι οποίες συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), χωρίς, όμως, όπως και πρωτοδίκως συνέβη (χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να πλήττεται με λόγο έφεσης), να λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, η με αριθμό …… ένορκη βεβαίωση του ……., που δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς με την επιμέλεια της εναγομένης, που την επαναπροσκομίζει χωρίς όμως και να την επικαλείται στην κατ’ έφεση δίκη και η οποία δόθηκε υπό το καθεστώς του Ν. 4335/2015 χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, δεδομένου ότι η από 21.20.2016 κλήση που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα για την παράστασή του κατά τη λήψη της δεν περιείχε τα αναγκαία κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ στοιχεία, πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρία έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Λιβερίας, στην πρωτεύουσα της οποίας (……) και εδρεύει κατά το καταστατικό της, αναπτύσσει όμως εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα, όπου έχει εγκατασταθεί κατά τις διατάξεις του ΑΝ 378/1968 και του Ν. 27/1975, όπως ισχύουν και διατηρεί γραφείο, έχοντας λάβει προς τούτο την απαιτούμενη διοικητική έγκριση με την υπ’ αριθμ. 1241.1451/35/21584/22.11.1995 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 287/ΤΑΠΣ/30.11.1995). Αντικείμενο της επιχείρησής της είναι η παροχή υπηρεσιών μεσιτείας και διαμεσολάβησης για τη σύναψη ναυτικών συναλλαγμάτων, δηλαδή συμβάσεων διαφόρων τύπων (λ.χ. αγοραπωλησίας, ναυλώσεως, ναυπηγήσεως) που αφορούν εμπορικά πλοία, έναντι αμοιβής ανερχομένης σε ποσοστό 1,25% επί του χρηματικού αντικειμένου εκάστης συμβάσεως (λ.χ. επί της αξίας του ναύλου ή επί της αποζημιώσεως που οφείλεται συνεπεία καθυστερήσεων κατά την εκπλήρωση του ναυλοσυμφώνου και διακανονίζεται με τη διαμεσολάβησή της). Ο ενάγων επαγγέλλεται το ναυλομεσίτη, έχοντας μέχρι το έτος 2011 δωδεκαετή τουλάχιστον προϋπηρεσία σε διαφόρους ιδιώτες εργοδότες. Στις 14.11.2011 καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος στην εναγόμενη με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, εργαζόμενος σε πενθήμερη βάση επί σαράντα [40] ώρες εβδομαδιαίως είτε στο γραφείο της επί της οδού …….. στην …… Αττικής είτε και εκτός αυτού, ακόμα και κατ’ οίκον. Το ειδικότερο αντικείμενο της εργασίας του ενάγοντος συνίστατο στη μεσολάβηση για τη σύναψη ναυλοσυμφώνων και στα καθήκοντά του ανάγονταν η εξυπηρέτηση των πελατών της εναγομένης, για λογαριασμό των οποίων αναζητούσε και πρότεινε ευκαιρίες σύναψης εμπορικών συμφωνιών για τη ναύλωση ή την εκναύλωση πλοίων και η εκπροσώπησή τους καθ’ όλη τη διάρκεια των σχετικών διαπραγματεύσεων μέχρι τη σύναψη της τελικής σύμβασης αλλά και κατά τη διευθέτηση των ζητημάτων που ενδεχομένως προέκυπταν κατά την εκπλήρωση αυτής. Για την εκτέλεση της εργασίας του η εναγόμενη είχε προμηθεύσει στον ενάγοντα το λογισμικό της διαδικτυακής πλατφόρμας «TELiX», προϊόν της εταιρίας ανάπτυξης εφαρμογών LGMAR SOFTWARE προς χρήση σε ευρεία κλίμακα από ναυτιλιακές και ναυλομεσιτικές εταιρίες, προκειμένου να το εγκαταστήσει στον προσωπικό του ηλεκτρονικό υπολογιστή και να εργάζεται μέσω διαδικτύου από οποιονδήποτε χώρο. Του χορήγησε δε προς τούτο και προσωπικό κωδικό πρόσβασης στην εν λόγω ηλεκτρονική εφαρμογή, στο αρχείο της οποίας καταγράφονταν όλες οι εργασίες που διενεργούσε και καταχωρούταν κάθε επικοινωνία του είτε με τα λοιπά στελέχη της εργοδότριας είτε με τους τρίτους (πελάτες της ή αντισυμβαλλομένους αυτών). Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη. Με την εξαίρεση των πρόσθετων προμηθειών του ενάγοντος, περί των οποίων θα γίνει λόγος εκτενέστερα πιο κάτω και των οποίων η πληρωμή γινόταν με άτακτες καταβολές της εναγομένης, που δεν εξοφλούσαν την αντίστοιχη εκάστοτε οφειλή της, η εργασιακή σχέση εξελίχθηκε ομαλά μέχρι το μήνα Ιούνιο του έτους 2015, οπότε η τελευταία διέκοψε την καταβολή της μισθοδοσίας του υπαλλήλου της, μολονότι αυτός εξακολουθούσε να παρέχει προσηκόντως τις υπηρεσίες του. Ο ενάγων υποστηρίζει ότι τούτο συνέβη επειδή η εργοδότριά του αποσκοπούσε να τον εξαναγκάσει σε αποχώρηση από την εργασία του, προκειμένου να προσλάβει στη θέση του άλλον εργαζόμενο με χαμηλότερες αποδοχές, ενώ η εναγόμενη αιτιολογεί την παράλειψή της αυτή με την επίκληση όχι οικονομικής δυσχέρειάς της αλλά του γεγονότος ότι έκτοτε, δηλαδή από το ως άνω χρονικό σημείο, ο ενάγων έπαυσε αυθαίρετα και αδικαιολόγητα να προσέρχεται στην εργασία του, ενέργεια την οποία η ίδια θεώρησε ως μονομερή και υπαίτια καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Πράγματι, από τους προσκομιζόμενους σε αντίγραφα ατομικούς λογαριασμούς ασφάλισης του ενάγοντος στο ΙΚΑ («λογαριασμοί ασφαλισμένου») που τηρούσε το εν λόγω ασφαλιστικό ταμείο με βάση τις αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις (ΑΠΔ), με τις οποίες η εργοδότρια γνωστοποιούσε σ’ αυτό τις ημέρες εργασίας και τα λοιπά στοιχεία ασφάλισης εκάστου υπαλλήλου της, προκύπτει ότι η ασφάλιση του ενάγοντος εξακολούθησε μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του επομένου έτους 2016, γεγονός που δε μπορεί να εξηγηθεί με την παραδοχή «σφάλματος» του λογιστηρίου της, όπως η εναγόμενη επιχειρεί να πείσει, απορριπτομένου επομένως του σχετικού πέμπτου λόγου της ένδικης Α έφεσής της, με τον οποίο επαναφέρεται ο ίδιος όπως και πρωτοδίκως προβληθείς αμυντικός ισχυρισμός της, καθόσον η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνει χώρα σε μηνιαία βάση, γεγονός που δε δικαιολογεί την εξακολούθηση του «σφάλματος» επί οκτάμηνο μετά την επικαλούμενη οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος από την εργασία του. Άλλωστε, σε αναγγελία της αποχωρήσεως αυτής προς το ΙΚΑ η εναγόμενη προέβη μόλις στις 29.2.2016, ημέρα Δευτέρα. Είχε προηγηθεί η αποστολή δύο [2] μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e – mails) προς το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης εργοδότριας ……., με τα οποία ο αποστολέας τους ενάγων διαμαρτυρόταν για τις καθυστερήσεις στην καταβολή των αποδοχών του, τα οποία παρέμειναν αναπάντητα. Με το πρώτο, που απεστάλη στις 22.2.2016, ημέρα Δευτέρα, ο ενάγων χρησιμοποιώντας αιχμηρές εκφράσεις («… με έχετε φέρει στο απροχώρητο … με κοροϊδεύετε … αν θέλετε πραγματικά να με διώξετε, όπως είναι προφανές, θα ήταν πιο τίμιο να μου το πείτε ευθέως και όχι να με εξωθείτε στα άκρα …»), ζητούσε να του διευκρινιστούν οι προθέσεις της εργοδότριας σε σχέση με τη σύμβαση εργασίας του και με το δεύτερο, που απεστάλη στις 26.2.2016, ημέρα Παρασκευή, γνωστοποιούσε την απόφασή του να διακόψει τη συνεργασία του με την εναγομένη επιφυλασσόμενος των νομίμων δικαιωμάτων του και αποδίδοντάς της υπαιτιότητα για την εξέλιξη αυτή («… είναι πλέον σαφές ότι δεν έχετε καμία πρόθεση να μου πληρώσετε αυτά που χρωστάτε και ότι θέλετε να με αναγκάσετε να φύγω …». Πάντως, μέχρι τα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2016, η μεν εναγόμενη συνέχιζε να παρέχει δια των προεστημένων οργάνων της οδηγίες στον ενάγοντα περί του τρόπου εκτελέσεως των καθηκόντων του, να γνωστοποιεί στους τρίτους ότι αυτός περιλαμβάνεται στο προσωπικό της και να διατηρεί ενεργό τον κωδικό πρόσβασής του στην ηλεκτρονική εφαρμογή που προαναφέρθηκε (βλ. σχετ. τα από 2.10.2015, 4.11.2015, 21.12.2015 και 5.1.2016 e – mails που απεστάλησαν από την εναγόμενη προς τον ενάγοντα και προς τρίτους αλλά και από τον ενάγοντα προς την εναγόμενη και προς τρίτους μέσω της πλατφόρμας «TELiX»), ο δε ενάγων εξακολούθησε να παρέχει την εργασία του διαπραγματευόμενος τη σύναψη ναυλώσεων και επιτυγχάνοντας μάλιστα και την κατάρτιση δύο [2] ναυλοσυμφώνων, πρώτα στις 27.8.2015 μεταξύ της εκναυλώτριας του υπό ολλανδική σημαία φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου «M/V ZA.» εταιρίας με την επωνυμία «…..» και της εταιρίας με την επωνυμία «………», που το ναύλωσε για το χρονικό διάστημα από 29.8.2015 έως 16.10.2015, αντί συνολικού ναύλου ύψους τριακοσίων ογδόντα μιας χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ και σαράντα πέντε σεντς (381.694,45 $) και στη συνέχεια στις 30.1.2016 μεταξύ της πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Χονγκ Κονγκ Φ/Γ πλοίου «M/V MS» και της εταιρίας με την επωνυμία «…….», που το ναύλωσε για το χρονικό διάστημα από 4.2.2016 έως 18.6.2016, αντί συνολικού ναύλου ύψους εξακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι δολαρίων ΗΠΑ και πενήντα σεντς (675.166,50 $), για την κατάρτιση των οποίων με τη δική του μεσολάβηση η εναγόμενη εισέπραξε μεσιτικές αμοιβές ύψους τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ενός δολαρίων ΗΠΑ και δεκαοκτώ σεντς (4.771,18 $) και οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα εννέα δολαρίων ΗΠΑ (8.439 $) αντίστοιχα. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το μήνα Ιούνιο του έτους 2015 έως την ως άνω αναγγελία της εναγομένης προς το ΙΚΑ αποδεικνύεται (από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις αποστολής εμβάσματος αλλά και συνομολογείται) ότι η τελευταία προέβη σε τμηματικές καταβολές στον λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος που τηρούταν στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», τον οποίο πίστωσε με πεντακόσια ευρώ (500 €) στις 31.8.2015, στις 30.9.2015 και στις 31.10.2015 και με χίλια ευρώ (1.000 €) στις 14.8.2015, στις 6.10.2015 και στις 3.12.2015. Στις ως άνω τραπεζικές αποδείξεις αναγράφεται ότι από τις καταβολές αυτές οι μισές έγιναν έναντι της μισθοδοσίας του ενάγοντος για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2015 και οι λοιπές σε εξόφληση των αντίστοιχων μισθών του, που συμποσούνται σε τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (4.500 €). Για τους μισθούς αυτούς η εναγόμενη υποστηρίζει ότι καταβλήθηκαν αχρεωστήτως μιας και ο ενάγων ήδη «είχε στην πραγματικότητα καταγγείλει τη σύμβασή του». Ο ισχυρισμός της αυτός κρίνεται αβάσιμος για όσους λόγους προαναφέρθηκαν αλλά και επειδή δεν συμφωνεί προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής η εκ μέρους του εργοδότη εξακολούθηση της μισθοδοσίας επί τρίμηνο αλλά και της ασφαλίσεως επί οκτάμηνο υπαλλήλου που αδικαιολόγητα δεν παρέχει την εργασία του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος εξακολούθησε ενεργή μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2016, δεχόμενο για το λόγο αυτό ότι οι προαναφερθείσες καταβολές της εναγομένης είχαν αιτία (την εκπλήρωση της συμβατικής της υποχρέωσης) και δεν ήσαν αχρεώστητες και αφού απέρριψε κατ’ ουσίαν την ένσταση περί συμψηφισμού τους με τις αγωγικές απαιτήσεις επί των επιδομάτων αδείας του ενάγοντος για το έτος 2015 και δώρων εορτών Χριστουγέννων του έτους 2015 και Πάσχα του έτους 2016, επιδίκασε τελικώς σ’ αυτόν το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι επτά ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (14.827,33 €) για τις ως άνω αιτίες, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και οι συναφείς αντίθετες αιτιάσεις της εκκαλούσας που προβάλλονται με τους τρίτο και τέταρτο λόγους της Α έφεσής της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο καθαρός (άνευ κρατήσεων ασφαλιστικών εισφορών και φόρου) μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €), όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη. Την ουσιαστική αυτή παραδοχή της πλήττει η εναγόμενη με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ως άνω έφεσής της ως εσφαλμένη, υποστηρίζοντας ότι οι μηνιαίες αποδοχές του αντιδίκου της ανέρχονταν σε χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500 €). Το ποσόν αυτό αναγράφεται πράγματι στους από εκείνην προσκομιζόμενους ατομικούς λογαριασμούς ασφάλισης του ενάγοντος στο ΙΚΑ, προκύπτει από τις έγγραφες βεβαιώσεις αποδοχών του ενάγοντος που η ίδια εξέδωσε για καθένα των ετών της απασχόλησής του έως και το 2014 αλλά και από τις προαναφερθείσες τραπεζικές αποδείξεις αποστολής εμβάσματος, επιβεβαιώνεται δε και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης. Το ίδιο ποσό θα αναγραφόταν οπωσδήποτε, σε συμφωνία προς τις ως άνω βεβαιώσεις αποδοχών του, και στις δηλώσεις εισοδήματος που ο ενάγων υπέβαλλε κατά τα κρίσιμα έτη στην αρμόδια φορολογική αρχή. Οι δηλώσεις αυτές δεν απετέλεσαν αποδεικτικό υλικό της δίκης στον πρώτο βαθμό και με την εκκαλουμένη απερρίφθη σιγή σχετικό αίτημα της εναγομένης, το οποίο επαναφέρεται στα πλαίσια του ίδιου λόγου της Α έφεσης. Όμως, το Δικαστήριο αυτό πείθεται ότι το αληθές ύψος του συμβατικού μισθού του ενάγοντος ανερχόταν σε δύο χιλιάδες ευρώ (2.000 €) και τούτο γιατί όχι μόνον περί αυτού είναι σαφής η ένορκη βεβαίωση του ………, που απασχολήθηκε ομοίως ως ναυλομεσίτης στην επιχείρηση της εναγομένης και είχε άμεση αντίληψη των όρων εργασίας του ενάγοντος αλλά, κυρίως, επειδή σε μία εκ των προσκομιζόμενων χειρόγραφων σημειώσεων του ως άνω νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης επί των εγγράφων που εξέδιδε για την τιμολόγηση των μεσιτικών αμοιβών της για τις ναυλώσεις πλοίων με τη μεσολάβησή της, αναγράφεται ως μηνιαίος μισθός του ενάγοντος το ποσόν αυτό («salary March 2000»). Για την χειρόγραφη αυτή εγγραφή (πρόκειται, συγκεκριμένα, για την καταχώρηση επί του από 29.2.2012 τιμολογίου, που αφορά τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V P» με το από 13.2.2012 ναυλοσύμφωνο και τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V E» με το από 16.12.2011 ναυλοσύμφωνο) η εναγόμενη δεν παρέχει καμία εξήγηση ούτε της προσδίδει άλλη σημασία. Άλλωστε, ο ενάγων είχε κατά το χρόνο πρόσληψής του μεγάλη εμπειρία στο αντικείμενο της ναυλομεσιτείας, διαθέτοντας ήδη λόγω της σχετικής προϋπηρεσίας του, έναν κύκλο πελατών, οι οποίοι τον ακολούθησαν και στην εναγόμενη εταιρία και έγιναν πελάτες της, όπως η εταιρεία «……», η εταιρεία «……..» και η αδελφή αυτής «……..». Η προσέλκυση αυτών των εταιριών αποσκοπούσε να αυξήσει και πράγματι αύξησε τον κύκλο εργασιών της εναγομένης και εντεύθεν την κερδοφορία της, με αποτέλεσμα το ύψος του μηνιαίου μισθού του ενάγοντος ευλόγως να αποτέλεσε κατά την κατάρτιση της εργασιακής του σύμβασης συνάρτηση και των παραγόντων αυτών. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος της Α έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του. Εξάλλου, με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι μεταξύ των διαδίκων είχε συμφωνηθεί να καταβάλλεται στον ενάγοντα, επιπλέον του μηνιαίου μισθού του και πρόσθετη αμοιβή, ως ποσοστό (1/3) επί της αμοιβής που εισέπραττε η εναγόμενη από τους πελάτες της ως αντάλλαγμα της μεσιτείας της. Η πραγματική καταβολή αυτής της προμήθειας συνομολογήθηκε από τους διαδίκους, όμως, με τον έκτο λόγο της Α έφεσης και το μοναδικό λόγο της Β έφεσης επανεγείρεται στην έκκλητη δίκη η αμφισβήτηση για το χαρακτήρα της, για το ακριβές ύψος της και για το εύρος των συμβάσεων, η συμμετοχή του ενάγοντος στις οποίες δικαιολογούσε την καταβολή της σ’ αυτόν. Ειδικότερα, ο τελευταίος υποστηρίζει ότι προμήθεια εδικαιούτο για κάθε ναυλοσυμφωνία της εναγομένης εντός του κύκλου εργασιών της, εφόσον στη διαπραγμάτευση και τη σύναψή της μεσολαβούσε δια της παροχής της εργασίας του ο ίδιος, ενώ η εργοδότρια ισχυρίζεται ότι η συμφωνημένη προμήθεια αποτελούσε, κατά τη συνήθη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, επιμίσθιο (bonus), καταβαλλόμενο από την επιχείρηση στο ναυλομεσίτη υπό μορφή δώρου και το ύψος της προσδιόριζε κάθε φορά η ίδια, δια του νομίμου εκπροσώπου της, ανάλογα με το αντικείμενο εκάστης ναυλώσεως και το καθαρό της κέρδος, μετ’ αφαίρεση δηλαδή των εξόδων εκάστης συναλλαγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η καταβολή του 1/3 της μεσιτικής αμοιβής (33,3% επί του 1,25% της αξίας εκάστης συμβάσεως) που εισέπραττε η εναγόμενη αφορούσε μόνο τις ναυλώσεις στις οποίες συμβαλλόμενο μέρος θα ήταν κάποια από τις εταιρίες που αποτελούσαν προσωπικούς πελάτες του ενάγοντος, τις οποίες ο ίδιος είχε προσελκύσει στην επιχείρησή της, όχι δε και τις συμβάσεις που καταρτίζονταν με τη μεσολάβησή του μεν, μεταξύ εταιριών, όμως, που δεν περιλαμβάνονταν στο πελατολόγιό του. Με την παραδοχή αυτή, από τις σαράντα δύο [42] συνολικά επίδικες συμβάσεις ναυλώσεως, για τη μεσολάβησή του στη σύναψη των οποίων ο ενάγων αξίωνε προμήθεια σε ποσοστό 33,3% επί του χρηματικού αντικειμένου της μεσιτικής αμοιβής που έλαβε γι’ αυτές η εναγόμενη, το υπόλοιπο της οποίας (απαιτήσεώς του) μετά από γενόμενες πριν την έναρξη της αντιδικίας καταβολές της εναγομένης συνολικού ύψους εβδομήντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων δεκαπέντε δολαρίων ΗΠΑ και δεκαεννέα σεντς (78.915,19$) ανερχόταν σε τριάντα οκτώ χιλιάδες εννιακόσια είκοσι έξι δολάρια ΗΠΑ και ενενήντα τρία σεντς (38.926,93 $), η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι μόνον οι τριάντα τέσσερις [34] είχαν καταρτιστεί μεταξύ εταιριών, από τις οποίες το ένα συμβαλλόμενο μέρος ήταν κάποια από τις προαναφερθείσες εταιρίες «……», «…..» και «………», που ανήκαν στο πελατολόγιο του ενάγοντος ήδη πριν την πρόσληψή του από την εναγομένη και ο ίδιος τις είχε προσελκύσει στην επιχείρησή της και για το λόγο αυτό, αφού προσδιόρισε το συνολικό ύψος της προμήθειάς του, ως ποσοστό επί της μεσιτικής αμοιβής της εναγομένης, σε ενενήντα δύο χιλιάδες πεντακόσια ενενήντα επτά δολάρια ΗΠΑ και εξήντα ένα σεντς (92.597,61 $) και αφαίρεσε από αυτό τα ήδη ως άνω καταβληθέντα, επιδίκασε τελικά στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δύο δολαρίων ΗΠΑ και σαράντα δύο σεντς (13.682,42 $), καταβλητέο σε ευρώ κατά την ισοτιμία των νομισμάτων κατά το χρόνο της πραγματικής πληρωμής και με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το μέρος του σχετικού κονδυλίου, ύψους είκοσι πέντε χιλιάδων διακοσίων σαράντα τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ και πενήντα ενός σεντς (38.926,93 $ – 13.682,51 $ = 25.244,51 $), που αποδικάστηκε, αντιστοιχούσε σε ποσοστό 1/3 επί της, ανερχόμενης σε 1,25% επί της αξίας εκάστου, μεσιτικής αμοιβής της ενάγουσας για τα ακόλουθα ναυλοσύμφωνα που καταρτίστηκαν: 1] το από 2.12.2011 μεταξύ της εταιρίας ……., που ενεργούσε υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας και αντιπροσώπου της εδρεύουσας στη …. της … εταιρίας …… και της εδρεύουσας στην ….. της .. εταιρίας ….., 2] το από 10.3.2012 ναυλοσύμφωνο μεταξύ της εταιρίας ……., που ενεργούσε ως διαχειρίστρια και αντιπρόσωπος της εδρεύουσας στα ….. εταιρίας ….. και της εδρεύουσας στον …. εταιρίας …….., 3] το από 27.7.2012 ναυλοσύμφωνο μεταξύ της εδρεύουσας στην …. εταιρίας …….. και της εδρεύουσας στην … εταιρίας …….., 4] το από 24.7.2013 ναυλοσύμφωνο μεταξύ της εδρεύουσας στην .. εταιρίας ….. και της εδρεύουσας στο …. εταιρίας ……, 5] το από 4.10.2013 ναυλοσύμφωνο μεταξύ της εταιρίας ……. με έδρα στις Νήσους ……. και της εταιρίας ……. με έδρα στο . της .., 6] το από 4.10.2013 συμφωνητικό μεταξύ των πιο πάνω εταιριών για το διακανονισμό του αντιτίμου σταλιών που προέκυψε από την εκτέλεση του αμέσως ανωτέρω αναφερόμενου ναυλοσυμφώνου, 7] το από 1.5.2014 ναυλοσύμφωνο μεταξύ της εταιρίας ……, που ενεργούσε ως διαχειρίστρια και αντιπρόσωπος της εδρεύουσας στο . Αττικής εταιρίας …… και της εταιρίας ….. με έδρα στη .. και 8] το από 11.7.2014 ναυλοσύμφωνο μεταξύ της εδρεύουσας στην … εταιρίας ….. και της εταιρίας …… με έδρα στις Νήσους …. Οι παραδοχές αυτές της εκκαλουμένης είναι απότοκες ορθής αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού. Πράγματι, το γεγονός ότι η συνομολογηθείσα προμήθεια του ενάγοντος αποτελούσε στην πραγματικότητα προμήθεια ναυλομεσιτείας και όχι προσαύξηση του συμβατικού μισθού του υπό μορφή δώρου (επιμίσθιου ή bonus) ούτε παροχή καταβαλλόμενη εξ ελευθεριότητας της εργοδότριας, δικαιούμενης στον καθορισμό του ύψους της κατά την ελεύθερη κρίση της, προκύπτει από τις χειρόγραφες σημειώσεις του νομίμου εκπροσώπου της (εναγομένης) επί των τιμολογίων που η ίδια εξέδιδε για την είσπραξη της μεσιτικής αμοιβής της από τους τρίτους – πελάτες της, σε ορισμένα από τα οποία αναγράφηκε το ποσοστό (33,3%), επί του οποίου ο ενάγων είχε δικαίωμα να λάβει επ’ αυτής προμήθεια. Πρόκειται, ειδικότερα, για τα προσκομιζόμενα σε αντίγραφο 1] από 29.2.2012 τιμολόγιο που αφορά τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V P.» με το από 13.2.2012 ναυλοσύμφωνο και τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V E.» με το από 16.12.2011 ναυλοσύμφωνο, επί του δεύτερου από τα οποία ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης υπολόγισε ιδιόχειρα το ποσοστό της προμήθειας του ενάγοντος για την κατάρτιση των ναυλοσυμφώνων σε 33,3% επί της συνολικής αξίας των συμβατικών ναύλων, 2] από 3.4.2012 τιμολόγιο που αφορά τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V E.» με το από 16.3.2012 ναυλοσύμφωνο, στο οποίο αναγράφεται το ίδιο ποσοστό προμήθειας του ενάγοντος, όπως συμβαίνει και με 3] το από 10.5.2012 τιμολόγιο που αφορά τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V A.» με το από 2.12.2012 ναυλοσύμφωνο, 4] το από 8.8.2012 τιμολόγιο που αφορά τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V P.W» με το από 6.6.2012 ναυλοσύμφωνο, 5] το από 11.9.2012 τιμολόγιο που αφορά τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V M.F» με το από 11.9.2012 ναυλοσύμφωνο, 6] το από 9.10.2012 τιμολόγιο που αφορά τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «MV C.E.» με το από 2.8.2012 ναυλοσύμφωνο, 7] το από 19.10.2012 τιμολόγιο που αφορά τις ναυλώσεις των Φ/Γ πλοίων «M/V I.E.» και «MV C.E.» με τα από 13.9.2012 και 2.8.2012 αντίστοιχα ναυλοσύμφωνα, καθώς και το από 25.10.2012 τιμολόγιο που αφορά τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V M.F» με το από 24.10.2012 ναυλοσύμφωνο, επί του τελευταίου από τα οποία ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης υπολόγισε ιδιόχειρα το ποσοστό της προμήθειας του ενάγοντος για την κατάρτιση των ναυλοσυμφώνων αυτών σε 33,3% επί της συνολικής αξίας των συμβατικών ναύλων και 8] το από 26.11.2012 τιμολόγιο που αφορά τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «MV C.E.» με το από 25.10.2012 ναυλοσύμφωνο, που μόλις προαναφέρθηκε. Το ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή η πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος αποτελούσε προμήθεια ναυλομεσιτείας και όχι επιμίσθιο, τμήμα δηλαδή του μισθού του ούτε δωρεάν παροχή του εργοδότη ελευθέρως ανακλητή (περί των οποίων βλ. ΜονΕφΠειρ. 218/2016, 265/2016, 11/2015, 56/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στις από 21.2.2014 και 4.6.2015 έγγραφες βεβαιώσεις, που η ίδια η εναγόμενη εξέδωσε, προκειμένου να προσκομισθούν από τον ενάγοντα στην αρμόδια φορολογική αρχή, τα χρηματικά ποσά που του καταβλήθηκαν για την ερευνώμενη αιτία κατά τις χρήσεις του έτους 2013 και της περιόδου από 1.1.2015 έως 4.6.2015 αντίστοιχα, προσδιορίζονται ως «έκτακτες αμοιβές που έχουν καταβληθεί στην ημεδαπή από νομίμως εγκατεστημένο στην Ελλάδα γραφείο αλλοδαπής εταιρίας», με αποτέλεσμα να μη θεωρούνται εισόδημα από μισθωτή εργασία που ασκείται στην ημεδαπή, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει αν επρόκειτο για τμήμα του μισθού του, υπαγόμενο στο (γενικό) φορολογικό καθεστώς του άρθρου 5 § 1 του Ν. 4172/2013 «Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012, του Ν. 4093/2012 και 4127/2013 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 167/23.7.2013) αλλά μέρισμα εισπραττόμενο από φυσικό πρόσωπο, φορολογικό κάτοικο Ελλάδας, από αλλοδαπή επιχείρηση που διατηρεί γραφείο ή υποκατάστημα εγκατεστημένο νομίμως στην ημεδαπή και ασχολούμενη αποκλειστικά με τη ναύλωση, ασφάλιση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων ή ασφαλίσεων πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία και φορολογούμενο με τον ειδικό συντελεστή 10%, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 45 § 5 του Ν. 4141/2013 «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 81/5.4.2013), του φόρου καταβαλλομένου, κατά την ίδια διάταξη, από τον δικαιούχο του μερίσματος, ο οποίος δια της καταβολής αυτής εξαντλεί κάθε φορολογική του υποχρέωση για το αποκτώμενο με τη μορφή αυτή εισόδημα. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της Α έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγόμενη υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, το γεγονός ότι η συμβατική υποχρέωση της εργοδότριας περί καταβολής της εν λόγω προμήθειας αφορούσε μόνον εκείνες τις ναυλώσεις που καταρτίζονταν μεταξύ τρίτων εταιριών, από τις οποίες το ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος ανήκε στο πελατολόγιο του ενάγοντος και προσελκύστηκε στην επιχείρησή της από αυτόν και όχι το σύνολο των ναυλώσεων που καταρτίζονταν με τη μεσολάβησή του ή η σύναψή τους αποτελούσε προϊόν της εργασίας του, προκύπτει από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως που αναφέρει ότι «Είναι σύνηθες να εισπράττουν προμήθειες [ενν. οι ναυλομεσίτες]. Προϋπόθεση ήταν να φέρει πελάτες». Η αντίθετη εκδοχή, περί συμμετοχής του ενάγοντος στο σύνολο των κερδών της εναγομένης από την επιχειρηματική και εμπορική της δραστηριότητα, θα παρέπεμπε σε άλλου τύπου σχέση του με αυτήν και, συγκεκριμένα, θα του προσέδιδε εταιρική και όχι υπαλληλική ιδιότητα, όπως βάσιμα η εργοδότριά του υποστηρίζει. Άλλωστε, τα τιμολόγια επί των οποίων σημειώθηκε κατά τα προαναφερθέντα το ποσοστό της προμήθειας του ενάγοντος επί της μεσιτικής αμοιβής της εναγομένης αφορούν όλα, πλην ενός, σε συναλλαγές (ναυλοσύμφωνα), στις οποίες μετείχαν εταιρίες ανήκουσες στο προσωπικό πελατολόγιό του. Το συμπέρασμα αυτό δεν παραλλάσει από μόνο το γεγονός ότι το υπ’ αριθμ. 3 ανωτέρω από 10.5.2012 τιμολόγιο, που εκδόθηκε για τη ναύλωση του Φ/Γ πλοίου «M/V AL.» με το από 2.12.2012 ναυλοσύμφωνο, αφορά σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ εταιριών που δεν καταλέγονται στους πελάτες του ενάγοντος, συγκεκριμένα δε την εταιρία με την επωνυμία ….. με έδρα στη ……, που κατά τη σύναψή της εκπροσωπήθηκε από τη διαχειρίστριά της εταιρία ……. και την εταιρία με την επωνυμία …… με έδρα στην ……., καθόσον η προμήθεια αυτή (ύψους δύο χιλιάδων δεκαπέντε δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι τριών σεντς [2.015,23 $]) έγινε από ελευθεριότητα της εναγομένης. Να σημειωθεί ότι το ποσό αυτής της προμήθειας δεν θα του επιδικαστεί με την παρούσα, διότι ο ενάγων δεν επικαλείται ότι δεν συμπεριλαμβάνεται στο συνολικό ποσό των εβδομήντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων δεκαπέντε δολαρίων ΗΠΑ και δεκαεννέα σεντς (78.915,19 $), που συνομολογεί ότι εισέπραξε για την αιτία αυτή τμηματικά με περισσότερες καταβολές της εναγόμενης που πραγματοποιήθηκαν αρχικώς μέχρι τα τέλη του έτους 2013 τοις μετρητοίς (ύψους τριάντα μιας χιλιάδων ενενήντα δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι οκτώ σεντς [31.090,28 $] συνολικά) και στη συνέχεια στις 21.2.2014 και στις 4.6.2015 με ισάριθμες καταβολής στον τραπεζικό του λογαριασμό ποσών είκοσι έξι χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα επτά δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα εννέα σεντς (26.867,69 $) και είκοσι χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα επτά δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι δύο σεντς (20.957,22 $) αντίστοιχα. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο μοναδικός λόγος της Β έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων εμμένει στον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του ότι το δικαίωμά του στις επίμαχες προμήθειες εκτεινόταν στο σύνολο των συμβάσεων, που είχαν καταρτιστεί ως αποτέλεσμα της εργασίας του, επί των οποίων η εναγομένη εισέπραττε μεσιτική αμοιβή, ανεξαρτήτως του προσώπου των συμβαλλομένων και αποδίδει σφάλμα στο αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης που τον απέρριψε ως αβάσιμο. Σημειωτέον ότι απορριπτέος ως απαράδεκτος τυγχάνει και ο ειδικότερος ισχυρισμός του, με τον οποίο μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση επειδή «δέχθηκε πραγματικά περιστατικά που δεν προτάθηκαν», ο οποίος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (σελ. 5 και 6) η εναγόμενη είχε υποστηρίξει ότι είχε συμφωνήσει να του καταβάλλει (υπό τη μορφή δώρου) μέρος της προμήθειας που εισέπραττε η επιχείρησή της από ναυλώσεις στις οποίες συμμετείχε ο ενάγων και αφορούσαν τις εταιρίες που ανήκαν στο προσωπικό πελατολόγιό του, οι οποίες ασχολούνταν με τη διακίνηση φορτίων δια θαλάσσης και συμβάλλονταν με πλοιοκτήτριες εταιρίες από αυτές που ανήκαν στο δικό της πελατολόγιο.
- Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρα 179, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 22.8.2017 και από 30.8.2017 αντίθετες εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 2172/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και τις απορρίπτει κατ’ ουσίαν.
Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ