Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 162/2019

Αριθμός   162/2019

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά,  Εφέτη και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια, και  από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση, από 19.7.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. …..) έφεση της πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης κατά του πρωτοδίκως εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος και της υπ΄αριθ. 1911/17.3.2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, (518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης), για δε το παραδεκτό της, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, καταβλήθηκε το παράβολο έφεσης,  (βλ. συνημμένο υπ΄αριθ. …….. e – Παράβολο). Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α` ΚΠολΔ, «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή  τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί». Από τη διατύπωση και το σκοπό της παραπάνω διάταξης, που έχει θεσπισθεί για την εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, ή ορθότερα, και παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, την αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής (ΑΠ 263/2008, δημ. Νόμος, ΑΠ 729/2006, δημ. Νόμος), όταν η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιον του εξαρτάται, ολικά ή μερικά, από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή, να συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα πρέπει να αναβληθεί. Ο Δικαστής, που καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αναστολής της δίκης, σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσής της, ώστε να διατάσσει την αναστολή της, μόνο όταν αυτό ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος, προκειμένου να μην παρελκύεται η δίκη (ΕφΛαρ 268/2012, Δικογραφία 2012, 371, ΕφΘεσ 673/2009, δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 675/2009, δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 219/2004, δημ, Νόμος). Η κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολή συζήτησης μιας αγωγής μπορεί να διαταχθεί και όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα έχει παραπεμφθεί ήδη στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 602/2015, ΑΠ 355/2014, δημ. Νόμος). Τέλος, η απόφαση, που αναστέλλει τη δίκη, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, είναι μη οριστική και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα, η δε επαναλαμβανόμενη μετά την αναστολή συζήτηση θεωρείται συνέχεια της αρχικής (Χρ. Τριανταφυλλίδη/Π. Ρεντούλη, σε Χαρ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ` άρθρο, 1ος τόμος, έκδ. 2016, άρθρ. 249, αριθ. 6, σελ. 741).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30.6.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. …..016) αγωγή, του …….  κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……..», ο ενάγων εξέθετε τα ακόλουθα : Ότι περί τα μέσα του έτους 2007 απευθύνθηκε προς την εναγομένη τραπεζική εταιρεία στο υποκατάστημα αυτής στον Πειραιά προκειμένου να λάβει δάνειο που θα εξυπηρετούσε την αγορά, αποπεράτωση και βελτίωση μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος στον 4ο όροφο και μιας αποθήκης του υπογείου ορόφου, κειμένων επί οικοδομής ευρισκόμενες στην Αγία Παρασκευή Αττικής. Ότι η εναγόμενη κατά το χρόνο εκείνο προωθούσε στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, τα οποία διαφημίζονταν όπως και από τις περισσότερες ελληνικές τράπεζες, ως προς το ανταγωνιστικό και χαμηλό και άρα συμφέρον επιτόκιο που εξασφάλιζαν,  δηλαδή το επιτόκιο Libor. Ότι στις 8/6/2007, πράγματι κατήρτισε με την εναγομένη την αναφερόμενη στην αγωγή δανειακή σύμβαση στεγαστικού δανείου, δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε τοκοχρεωλυτικό στεγαστικό δάνειο ποσού συναλλάγματος σε ελβετικό φράγκο ύψους 391.416 CHF, συνολικής διάρκειας 360 μηνών και με κυμαινόμενο επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση το Libor, μηνιαίας διάρκειας προσαυξημένο κατά 0,9%. Ότι συνήψε τη σύμβαση με τους προδιατυπωμένους και μη τεθέντες υπό διαπραγμάτευση όρους αυτής, χωρίς η εναγόμενη με τον ενημερώσει για τους πιθανούς κινδύνους από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά και για τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα επέφερε η ενδεχόμενη αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του ελβετικού Φράγκου, τόσο στη μηνιαία δόση όσο και στο υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου του δανείου, ενώ Επίσης η εναγόμενη ουδέποτε του πρότεινε κάποιο πρόγραμμα Προστασίας του Από πιθανές διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας αλλά ούτε και η ίδια διέθετε τέτοιο πρόγραμμα. Ότι, ότι το ποσό της προαναφερόμενης δανειακής σύμβασης σε ελβετικό φράγκο εκταμιεύτηκε σε ευρώ, ποσού 235.000, το οποίο του μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα χωρίς στην πραγματικότητα να λάβει κανένα ποσό συναλλάγματος, ανεξάρτητα από τη μετατροπή που έκανε η τράπεζα στην αντίστοιχη ισοτιμία συναλλάγματος, μόνο λογιστικά. Ότι όπως ήταν γνωστό στην εναγόμενη τράπεζα,  ο ίδιος δεν διέθετε εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο και θα εξοφλούσε  τις μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις αποπληρωμής  σε ευρώ, ανερχομένων των δόσεων   κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ, με μικρές αποκλίσεις, πλην της αρχικής περιόδου, κατά την οποία  το τοκοχρεωλύσιο θα ήταν αυξημένο. Ότι ενώ η εν λόγω μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις κατά τη διάρκεια των ετών 2009 και 2010 ανέρχονταν στο ποσό των 900 ευρώ με μικρές αποκλίσεις, από το 2011 αυξήθηκαν σταδιακά και έτσι στις αρχές του έτους 2015 διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.150 ευρώ, ενώ κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα οι υπάλληλοι της εναγόμενης τράπεζας συνέχιζαν να τον καθησυχάζουν ότι η αύξηση των δόσεων με την αλλαγή της ισοτιμίας ήταν κάτι παροδικό. Ότι παρόλο που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να καταβάλει εμπρόθεσμα και κανονικά τις μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις του δανείου, οι οποίες έφερναν αυξανόμενες, το άληκτο κεφάλαιο αυτού ανήρχετο στις 4.5.2016 στο ισόποσο των 273.556,2 €, δηλαδή, 38.556,2 € περισσότερα από εκείνα που είχε αρχικά δανειστεί, (235.000 €), ο ίδιος δεν κατέβαλε προς εξόφληση του άληκτου κεφαλαίου του δανείου το ισόποσο σε 112.675,91 ευρώ, δηλαδή 52.732,92 ευρώ περισσότερο, από το ποσό των 59.942,99 ευρώ που θα κατέβαλε εάν ίσχυε η συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού Φράγκου και Ευρώ κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Ότι παράλληλα αντιλήφθηκε ότι η τράπεζά του είχε επιρρίψει τον κίνδυνο αλλαγής της ανωτέρω  συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία όμως είχε αλλάξει υπέρ του ελβετικού Φράγκου, με αποτέλεσμα την εκτίναξη της οφειλής του, πράγμα που διαπίστωσε κατόπιν έρευνας του πληρεξούσιου του δικηγόρου στις αρχές του έτους 2015. Ότι σε εκείνο το χρονικό σημείο αντιλήφθηκε ότι, στην πραγματικότητα, η τράπεζα μέσω των υπαλλήλων της, τον είχε παρασύρει στην υπογραφή της ανωτέρω δανειακής σύμβασης χωρίς να του επισημάνει, όπως όφειλε, ότι το άληκτο κεφάλαιο της οφειλής του θα υπολογιζόταν με βάση την τρέχουσα ισοτιμία ελβετικού Φράγκου – ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής και όχι κατά τον χρόνο της εκταμίευσης, αλλά και με δόσεις που δεν ήταν αρχικώς προκαθορισμένες όπως είχε υπονοηθεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης, αλλά ήταν αόριστες και απροσδιόριστες, εξαρτώμενες πλήρως από τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της καταβολής τους. Ότι εάν ο ίδιος γνώριζε όλους τους κινδύνους που εγκυμονούσε η μετατροπή του νομίσματος της δανειακής σύμβασης και κυρίως τη μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου στον ίδιο, δεν θα προέβαινε στην κατάρτιση της σύμβασης, αφού αυτή (σύμβαση) φέρει τα χαρακτηριστικά της παροχής επενδυτικού προϊόντος, ενόψει του ότι συνδέει την οφειλή του με τη διεθνή αγορά συναλλάγματος, χωρίς να υφίστανται βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος και χωρίς να δύναται αυτός να καταβάλει σε αυτούσιο συνάλλαγμα τις οφειλόμενες δόσεις οι οποίες, σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους, προσδιορίζονταν στο ισάξιο σε ευρώ ποσό με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία αυτού προς το ελβετικό φράγκο. Ότι τέλος, είναι άκυρη οι με αριθμούς 7α και 9 όροι της επίδικης σύμβασης, που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγομένη και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι οποίοι προέβλεπαν αντίστοιχα στην υποχρέωση του δανειολήπτη προς εξόφληση του χορηγηθέντος σε συνάλλαγμα δανείου, είτε στο νόμισμα χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, καθώς και το δικαίωμα της Τράπεζας, σε περίπτωση καταγγελίας δανειακής σύμβασης, να μετατρέψει το υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου του δανείου σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας. Με βάση το προαναφερόμενο ιστορικό ζητούσε, α) να αναγνωριστεί το ανυπόστατο της, από την επίδικη δανειακή σύμβαση, οφειλής του σε ελβετικό φράγκο, διότι το δάνεισμα που αληθώς  μεταβιβάστηκε σε αυτόν και που  ο ίδιος υποχρεούται να επιστρέψει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, ήταν σε ευρώ και όχι σε ελβετικό φράγκο, β) επικουρικά, να αναγνωριστεί ο λύκος η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης για το λόγο ότι I) αντίκειται σε απαγορευτικές διατάξεις νόμου και δη σε αυτές των AK 806 και ΠΔΤΕ 1955/1991, που απαγορεύουν τη χορήγηση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα, ΙΙ) επικουρικά δε, ως αντικείμενη στην ΠΔΤΕ  2325/1994, εφόσον δεν υπήρχε ανάγκη από τον ίδιο χορήγησης δανείων σε συνάλλαγμα και αφετέρου διότι ουδέποτε έλαβε χώρα αυτούσια απόδοση του ποσού των 391.416 ελβετικών Φράγκων, αλλά η σχετική έγγραφη έλαβε χώρα λογιστικά, η τράπεζα δεν διαθέτει τις απαιτούμενες βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος Και άρα κατ εκτίμηση του δικογράφου ως εικονική, III) επικουρικά, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης ολικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, λόγω της ακυρότητας των όρων 7α και 9 της δανειακής σύμβασης, γ) επικουρικά να αναγνωριστεί μερικώς η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, ενόψει των καταχρηστικών ΓΟΣ που περιέχει και συγκεκριμένα των όρων 7α και 9 αυτής περί εξόφλησης του εκάστοτε υπολοίπου της οφειλής με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού Φράγκου και ευρώ που ισχύει κατά την ημέρα της εξόφλησης και περί του δικαιώματος της τράπεζας σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, να μετατρέψει το υπόλοιπο της οφειλής σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας, καθόσον επιφέρουν σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του και δεν τυγχάνουν εφαρμογής, κατά την παράγραφο 7 και 6 του άρθρου 2, ν. 2251/1994, πληρωμένου του δημιουργουμένου κενού, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως αναλύονται στο αιτητικό. Επίσης ζητούσε να υποχρεωθεί η τράπεζα να συμψηφίσει όλες τις χρεώσεις, τόκους δόσεων και καταβολές εκ μέρους του που έγιναν κατόπιν μετατροπής του ελβετικού Φράγκου σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου, άλλως, με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο. Ακόμα ζητούσε να αναγνωριστεί ότι μέχρι τις 4.5.2016 ο ίδιος έχει καταβάλει στην εναγόμενη προς εξόφληση άληκτου κεφαλαίου συνολικό ποσό, 112.675,91 ευρώ, δηλαδή ποσό κατά 52.732,92 ευρώ περισσότερο, από το ποσό των 59.942,99 ευρώ που θα κατέβαλε εάν εφαρμοζόταν η συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού Φράγκου και Ευρώ κατά το χρόνο της εκταμίευσης και τέλος, να  καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη ως άνω απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την τρίτη επικουρική της βάση, αναγνώρισε ότι οι όροι 7α και 9 της επίδικης δανειακής σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων τυγχάνουν καταχρηστικοί και ως εκ τούτου άκυροι, με συνέπεια, α) οι καταβολές που ο ενάγων πραγματοποίησε σε ευρώ ή σε ελβετικό φράγκο προς εκπλήρωση των απορρεουσών  από την ανωτέρω σύμβαση υποχρεώσεών του και β) το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, να πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη τράπεζα, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ελβετικού Φράγκου και του ευρώ, όπως ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, (12.6.2007), ανερχόμενη σε 1,665. Επιπλέον υποχρέωσε την εναγομένη τράπεζα να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, δηλαδή τόκων δόσεων, αλλά και καταβολών εκ μέρους του ενάγοντος που είχαν γίνει κατόπιν μετατροπής του ελβετικού Φράγκου σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία ελβετικού Φράγκου – ευρώ, κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου, (12.6.2007), άλλως με βάση το ποσό των ευρώ  που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο, συμψήφισε δε  μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

Εν προκειμένω, κρίσιμο είναι το ζήτημα, ενόψει και της σχετικής αμφισβήτησης από την πλευρά της εναγόμενης, που επαναλαμβάνεται με τους λόγους έφεσης, εάν ο υπ` αριθ. 7α παρ. 2 όρος της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της σύμβασης (naturalia negotii), επαναλαμβάνοντας τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (βλ. και 13η σκέψη του Προοιμίου της ανωτέρω Οδηγίας), ή, εάν αντίθετα, δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και, επομένως, υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις. Η κρίση δε περί του όρου αυτού αποτελεί προϋπόθεση της κρίσης για τον όρο 9 της επίδικης δανειακής σύμβασης. Ήδη, με την υπ’ αριθ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου) παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, το παραπάνω νομικό ζήτημα, δηλαδή, αν ο όρος δανειακής σύμβασης σε ελβετικά φράγκα, που ορίζει ότι εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα, είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε EURO, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα καταβολής, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του ενδοτικού δικαίου, και δη του άρθρου 291 ΑΚ, αποτελώντας έτσι δηλωτικό όρο της σύμβασης, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο, ή, αντίθετα, δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις. Ενόψει τούτων, δεδομένου ότι η κρίση επί του ως άνω παραπεμφθέντος στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος, επηρεάζει άμεσα την παρούσα δίκη, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη που προπαρατίθεται, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ανασταλεί, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, η έκδοση απόφασης επί της κρινόμενης έφεσης, μέχρι την έκδοση απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε αυτήν, με την υπ’ αριθ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, δίχως να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθώς η παρούσα απόφαση (ως προς την κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ  αναστολή) είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Αναστέλλει την έκδοση απόφασης επί της έφεσης, μέχρι την έκδοση απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε αυτήν, με την υπ` αριθ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    23 Μαρτίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

επειδή βρίσκεται

σε αναρρωτική άδεια

η αρχαιότερη της

σύνθεσης Εφέτης,

Χρυσούλα Πλατιά.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  26 Μαρτίου 2019, με άλλη σύνθεση, κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία ευρίσκεται σε αναρρωτική άδεια,  αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη, Παρασκευή Μπερσή και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ