Αριθμός 202/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.T..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή, οι αιτούντες δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως προέκυψε δε, αντίγραφο της υπο κρίση αιτήσεως με πράξη ορισμού συζήτησης και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή επιδόθηκε νόμιμα στην καθης με επιμέλεια των αιτούντων (βλ. την από 1-4-2019 σχετική επισημείωση του δικ.επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών …… επι του προσκομιζόμενου αντιγράφου της αίτησης). Συνεπώς , αυτοί, πρέπει να δικασθούν ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο θα εξετάσει την υπόθεση σα να ήταν και αυτοί παρόντες.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Εξάλλου, η διαλαμβανομένη στην έκθεση επιδόσεως βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή ότι αυτός στον οποίο παρεδόθη το έγγραφο έχει την ιδιότητα του συνοίκου του παραλήπτη αποτελεί, κατά το άρθρο 440 Κ.Πολ.Δ. πλήρη απόδειξη, αφού το συγκεκριμένο γεγονός είναι εξ εκείνων των οποίων την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της εκθέσεως επιδόσεως δικαστικός επιμελητής, για να προβεί, σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., σε νομότυπη επίδοση. Επιτρέπεται όμως ως προς αυτήν ανταπόδειξη, η οποία βαρύνει, κατά νόμο, εκείνον που αμφισβητεί την ρηθείσα ιδιότητα του φερομένου ως συνοίκου του παραλήπτη και δύναται να γίνει με όλα τα επιτρεπόμενα νόμιμα αποδεικτικά μέσα (Α.Π.350/2013). Άλλωστε η ελαττωματικότητα της επιδόσεως κατ’ άρθρο 159 παρ. 1 και 160 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., ως παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία διαδικαστικής πράξεως, που συνεπάγεται ακυρότητα, δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση του διαδίκου και υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, και μόνο αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αυτή επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη στον προτείνοντα διάδικο, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά. Τούτο δε διότι, για την τήρηση του σχετικού τύπου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του Κ.Πολ.Δ., δεν προβλέπεται ακυρότητα, αλλά ούτε δίδεται αναψηλάφηση ή αναίρεση. Το δικαστήριο δε, έχει εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινομένου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διατάξει περί τούτου απόδειξη και η σχετική κρίση του, ως αναγομένη στα πράγματα, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.. Ο διάδικος όμως που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση, δύναται, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται, σε ελαττωματικότητα της επιδόσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, υπό την έννοια της προσδόσεως διά δικαστικής αποφάσεως στην εκπροθέσμους ασκηθείσα έφεση της εννόμου συνέπειας που αυτή θα είχε, αν είχε ασκηθεί εμπροθέσμως. Το αίτημά του δε αυτό με τη συνδρομή της ανεπανόρθωτης βλάβης και ο ισχυρισμός με τον οποίο αμφισβητεί την ιδιότητα του παραλαβόντος θα πρέπει να υποβάλλονται με το δικόγραφο της εφέσεως ή με τις προτάσεις του, στα οποία (δικόγραφα) θα πρέπει να επικαλείται και τα προς απόδειξη μέσα (Α.Π.1724/2012). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., το ένδικο μέσο της εφέσεως ασκείται με δικόγραφο, που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου, που έχει εκδώσει την εκκαλουμένη απόφαση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ιδίου Κωδικός, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα έγγραφα, το εμπρόθεσμο της ασκήσεως της εφέσεως, που είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της και, αν διαπιστώσει ότι η έφεση ασκήθηκε εκπροθέσμως, την απορρίπτει ως απαράδεκτη (Α.Π. 118/2011, 1115/2009, 1532/2009). Η διάταξη του άρθρου 532 Κ.Πολ.Δ., ως ειδική, υπερισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 106 του ιδίου Κώδικος, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, ενόψει μάλιστα και του ότι στην τελευταία διάταξη ρητώς ορίζεται ότι αυτή ισχύει εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (Α.Π. 118/2011). Ακόμη, στο άρθρο 126 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1. Η επίδοση γίνεται: α) προσωπικά σε εκείνον, στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο, …δ) για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό.». Περαιτέρω, στο άρθρο 124 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει. 2. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του. 3. ………..». Εξάλλου, στο άρθρο 129 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1. Αν ο παραλήπτης της επιδόσεως δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο που προβλέπει το άρθρο 124 παρ. 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου, σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επιδόσεως. 2. Αν κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα αναφέρονται στο άρθρο 128 παρ. 4 .». Από τον συνδυασμό των διατάξεων των ανωτέρω άρθρων σαφώς προκύπτει ότι προκειμένου να γίνει επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, αυτή γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό του είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, όταν δε ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και σε περίπτωση απουσίας τους σε ένα από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στον διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος, πρέπει δε στην έκθεση επιδόσεως να αναγράφεται η ιδιότητα και το ονοματεπώνυμο του προσώπου αυτού. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσεως του επιδιδομένου εγγράφου εκ μέρους του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 16/2000 ΕλλΔνη 2000.957 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 375/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- Οι αιτούντες, επικαλούμενοι ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητούν με την υπό κρίση αίτησή τους να ανασταλεί η εκτέλεση που επισπεύδεται εις βάρος τους από την καθής δυνάμει εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. ………. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της με αριθμό ……….. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……… μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ασκηθείσας εφέσεως τους κατά της υπ’ αριθμ. 4938/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΙV. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 937 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει δε να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
- Επί της από 9-5-2013 (αριθμ. καταθ. ……..) ανακοπής των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων-αιτούντων κατά της καθής η ανακοπή (ήδη εφεσιβλήτου-καθής η αίτηση) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε ερήμην των ανακοπτόντων, κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών διαφορών, η εκκαλούμενη με αριθμό 4938/2014 οριστική απόφαση, με την οποία αυτή απορρίφθηκε. Κατά της παραπάνω απόφασης οι δύο πρώτοι ανακόπτοντες άσκησαν την από 26-10-2016 έφεση, την οποία κατέθεσαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 31-10-2016, έλαβε δε αριθμό κατάθεσης ……, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης. Περαιτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες, στις 27-9-2016, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εφεσίβλητη, με αριθμό .. και ………. εκθέσεις επίδοσης της δικ. Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. Κατά συνέπεια, πιθανολογείται ότι η ένδικη έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, δεδομένου ότι από την επομένη της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης (28-9-2016) έως την κατάθεση αυτής, στις 31-10-2015, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τασσόμενης από το άνω άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, προθεσμίας των τριάντα ημερών, από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης Σημειώνεται δε, ότι οι εκκαλούντες ουδέν αναφέρουν στην έφεση τους ή στην αίτηση αναστολής τους σχετικά, με τυχόν ελαττωματικότητα της επιδόσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως, ούτε ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, υπό την έννοια της προσδόσεως διά δικαστικής αποφάσεως στην εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση της εννόμου συνέπειας που αυτή θα είχε, αν είχε ασκηθεί εμπροθέσμως. Μετά ταύτα, επειδή δεν πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση του ένδικου μέσου της έφεσης η υπό κρίση αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, τα δε δικαστικά έξοδα της καθής πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση ερήμην των αιτούντων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της καθής σε βάρος των αιτούντων, και τα ορίζει σε διακόσια (200) ευρώ .
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση.
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ