Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 203/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 203/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα K.Δ

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 21.12.2016 έφεση της ηττηθείσας εναγομένης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………”, κατά της οριστικής απόφασης 1367/2016 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 10.3.2015 αγωγή του ……., έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 22.11.2016, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ….. του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ……. και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 21.12.2016 (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4§2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3 περ. Α στοιχ. γ´ του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από τα με αριθμούς ……. σειράς Α παράβολα του δημοσίου και τα …….. σειράς Α παράβολα του ΤΑΧΔΙΚ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (η έφεση) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α´ του Κ.Πολ.Δ., αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή (εωσότου) εκδοθεί, από τη διοικητική αρχή, απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπιστεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια, που παρέχεται από το άρθρο 249 του Κ.Πολ.Δ., στο δικαστήριο, να εξασφαλίζει την προσφορότερη λύση για την εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού. Η κατά το τελευταίο άρθρο αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής μπορεί να διαταχθεί και όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα έχει παραπεμφθεί ήδη στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί (Α.Π. 1330/2017, Α.Π. 602/2015 και Α.Π. 355/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”).

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων ισχυρίστηκε με την από 10.3.2015 αγωγή του ότι, για την αγορά και επισκευή κατοικίας, κατάρτισε, στις 18.6.2008, με την εναγόμενη – Τράπεζα, τη σύμβαση ….. τοκοχρεωλυτικού δανείου σε Ελβετικά Φράγκα, ποσού 185.979,60 CHF, που αντιστοιχούσε σε 114.000 ευρώ. Ότι συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του δανείου να λάβει χώρα σε 366 μηνιαίες δόσεις, με κυμαινόμενο επιτόκιο, αναπροσαρμοζόμενο κάθε μήνα και ίσο με το εκάστοτε libor μηνός της προτελευταίας εργάσιμης ημέρας της προηγούμενης περιόδου μεταβολής του επιτοκίου, προσαυξημένο κατά 1,50%, πλέον της εισφοράς του ν. 128/1975. Ότι η επίδικη σύμβαση, για την οποία έλαβαν χώρα εκτεταμένες διαφημιστικές καμπάνιες από την εναγόμενη, που αναδείκνυαν μόνο τα πλεονεκτήματά της (χαμηλή δόση και χαμηλό επιτόκιο λόγω libor), αποτελούσαν ουσιαστικά επενδυτικά προϊόντα, συνδεδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος, με την υπογραφή της δε ενεπλάκη σε μία σύμβαση υψηλού ρίσκου, που διέφερε ουσιωδώς από εκείνες των στεγαστικών δανείων που πράγματι επιθυμούσε. Ότι, η εναγόμενη, αν και είχε υποχρέωση, μέσω των τραπεζικών εξειδικευμένων υπαλλήλων της, να του παράσχει ειδική και εμπεριστατωμένη πληροφόρηση για τους κινδύνους από τη σύναψη μιας τέτοιας σύμβασης και για τη δυνατότητα και το κόστος κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου που αυτή περιείχε και τον οποίο ο ίδιος δεν μπορούσε να αντιληφθεί, ουδέν έπραξε. Ότι με τον τρόπο αυτό (ανάδειξη μόνο των πλεονεκτημάτων και μη επαρκή πληροφόρησή του για τους κινδύνους από μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών) υπέγραψε την ως άνω σύμβαση σε ελβετικά φράγκα, αν και ζει και πληρώνεται σε χώρα με νόμισμα το ευρώ, σύμφωνα δε με τον όρο 3.1 του Β´ μέρους αυτής, έπρεπε να αποπληρώνει τις δόσεις του δανείου του με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος, κατά την ημέρα καταβολής της κάθε δόσης. Ότι, ενώ η εναγόμενη είχε πλήρη επίγνωση της πορείας του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, προχώρησε στη σύναψη μαζί του της υπό κρίση σύμβασης, με τον ανωτέρω όρο (3.1), που είχε διατυπωθεί εκ των προτέρων, για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, χωρίς, όχι μόνο ενημέρωση για τους κινδύνους, αλλά και διαπραγμάτευση, αφήνοντας επιπλέον το τίμημα αόριστο, χωρίς τη δυνατότητα προσδιορισμού του, με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Ότι ο πιο πάνω όρος της σύμβασης ήταν καταχρηστικός και αντίθετος με το ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13 ΕΟΚ του Συμβουλίου. Ότι, ενώ κατά την εκταμίευση του πιο πάνω ποσού, η ισοτιμία ενός ελβετικού φράγκου ανερχόταν σε 1,6314 ευρώ, υπήρξε δραματική μεταβολή της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων, με σημαντική υποχώρηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, καθώς τον Ιανουάριο του 2015 η ισοτιμία αυτή ανερχόταν σε 1,1687, με αποτέλεσμα τη σημαντική επιβάρυνσή του, αφού η δόση που κατέβαλλε τον Ιανουάριο του 2009 ανερχόταν σε 586,88 ευρώ, ενώ έξι χρόνια αργότερα σε 606,82 ευρώ. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα του καταχρηστικού όρου 3.1 του Β´ μέρους της ως άνω σύμβασης δανείου, που σύναψε με την εναγόμενη, η οποία ήταν αντίθετη με τις διατάξεις του άρθρου 2 §§§2, 6 και 7 του ν. 2251/1994 και προς συμπλήρωση του κενού της σύμβασης που θα δημιουργούνταν, κατόπιν ερμηνείας της, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να αναγνωριστεί ότι θα έπρεπε να υπολογιστεί το δάνειο αυτό, με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσής του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 §§§2, 6 και 7 του ν. 2251/1994, 174, 180, 200, 281και 806 του Α.Κ., περαιτέρω δε, την έκρινε και ως ουσιαστικά βάσιμη. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται η εναγόμενη, με την έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε ν’ απορριφθεί η αγωγή. Για τον έλεγχο της νομιμότητας της αγωγής, ο οποίος εξετάζεται και αυτεπάγγελτα, εφόσον ζητείται η απόρριψή της (Α.Π. 710/2010 Τ.Ν.Π. “Νόμος” και Α.Π. 911/2008 Νο.Β. 2008, σελ. 2467), αποτελεί δε και τον πρώτο λόγο της έφεσης της εκκαλούσας, κρίσιμο είναι το ζήτημα του εάν ο υπό κρίση όρος της σύμβασης εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους αυτής (naturalia negotii), απηχώντας εθνικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου και συγκεκριμένα εκείνη του άρθρου 291 του Α.Κ., με αποτέλεσμα να εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 §2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (βλ. τη 13η σκέψη του Προοιμίου της ανωτέρω Οδηγίας), ή, εάν αντίθετα, δεν αποτελεί τέτοιο όρο και, επομένως, υπόκειται σε έλεγχο, κατά τις ανωτέρω διατάξεις. Ήδη δε, με την απόφαση 884/2018 του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr), παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του ανώτατου ακυρωτικού, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, το παραπάνω νομικό ζήτημα, δηλαδή, εάν ο όρος δανειακής σύμβασης που αφορά σε ελβετικό φράγκο, ο οποίος ορίζει ότι, εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις από αυτό υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα, είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης, κατά την ημέρα καταβολής, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του ενδοτικού δικαίου και μάλιστα του άρθρου 291 του Α.Κ., αποτελώντας έτσι δηλωτικό όρο της σύμβασης, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 §2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ ή, αντίθετα, δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις. Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι η κρίση επί του ως άνω νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος επηρεάζει άμεσα τη δίκη αυτή, πρέπει το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης της υπό κρίση έφεσης, κατ’ άρθρο 249 του Κ.Πολ.Δ., μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του νομικού ζητήματος που παραπέμφθηκε σ’ αυτήν, με την απόφαση 884/2018 του Α1 Πολιτικού του Τμήματος, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, δεν θα περιληφθεί διάταξη για δικαστικά και για το παράβολο της έφεσης, διότι η απόφαση, με την οποία διατάσσεται η αναβολή της συζήτησης, είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 21.12.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. έφεση της εναγομένης – εταιρείας με την επωνυμία “……….”, κατά της απόφασης 1367/2016 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Και

Διατάσσει την αναβολή της συζήτησης της έφεσης, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος, που παραπέμφθηκε σ’ αυτήν, με την απόφαση 884/2018 του Α1 Πολιτικού του Τμήματος.

Κρίθηκε, και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 7 Μαρτίου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης, στις 8 Απριλίου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ