Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 208/2019

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    208 / 2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 4244/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ισχύει μετά  την τροποποίηση των διατάξεών της με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, όπως εν προκειμένω, ασκήθηκε νομότυπα  και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς η επίδοση της εκκαλουμένης προς τους ενάγοντες έλαβε χώρα στις 22-2-2018 (όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. ………, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …….) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 9-3-2018, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, έκθεση κατάθεσης. Έχει κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3εδ.α ΚΠολΔ, το παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.    Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 400/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του επίδικου δικαιώματος (ΑΠ 197/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπάρχει δηλαδή μεταξύ τους δεσμός προδικαστικότητας (ΑΠ 2182/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς απόκειται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 194/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ευχέρεια αυτή του δικαστηρίου, ακόμη και του δευτεροβάθμιου, υπάρχει εφόσον προβλέπεται ακόμη ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση της πορείας της δίκης που θα πρέπει να αναβληθεί. Η αναστολή που από τη φύση της επιβραδύνει τη διαδικασία, θα πρέπει να ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος και να μην παρελκύει απλώς τη δίκη. Έτσι δεν είναι δυνατή η αναστολή της δίκης, εάν αυτή έχει ως συνέπεια την παρέλκυση της δίκης για πολλά χρόνια, χωρίς να διευκολύνεται η οικονομία της δίκης και ο σκοπός εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης (Eφ.Αθ. 1147/2012, ΕλλΔνη 2013.1092, Εφ.Θεσ. 63/2009, ΕΦΑΔ 2009.826) .

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες – ήδη εκκαλούντες, εξέθεταν στην ως άνω από 7-2-2015 (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ ……..) αγωγή τους, ότι στις 17-1-2007 στον Πειραιά, συνήψαν με την εναγόμενη τραπεζική εταιρία, αμφότεροι ως συνοφειλέτες, την με αριθμό …… σύμβαση στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, για την αγορά ενός διαμερίσματος, μιας θέσης στάθμευσης και δύο αποθηκών, ευρισκομένων επί της οδού …… στη ……. Αττικής, ποσού 154.802.50 ελβετικών φράγκων και διάρκειας 360 μηνών, με επιτόκιο, για το χρονικό  διάστημα από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου μέχρι το τέλος του μήνα εκταμίευσης αυτού και για τον επόμενο μήνα, ίσο με το Libor μηνιαίας διάρκειας, όπως αυτό θα ίσχυε δύο εργάσιμες μέρες πριν την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, προσαυξημένο κατά 0,95% και εφεξής για τον υπόλοιπο χρόνο ίσο με το εκάστοτε Libor μηνιαίας διάρκειας, όπως αυτό θα ίσχυε δύο εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη κάθε προηγούμενου, προσαυξημένο κατά 0,95%. Ότι, σύμφωνα με τον προδιατυπωμένο όρο 7α παρ. 2 της εν λόγω σύμβασης στεγαστικού δανείου, εφόσον το δάνειο η οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα καταβολής. Ότι, πριν τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης, είχε προηγηθεί επίσκεψή τους στο κατάστημα της εναγόμενης στο Νέο Κόσμο Αθηνών, προκειμένου να ενημερωθούν σχετικά με τα δανειακά προϊόντα αυτής, όπου ο υπάλληλός της ……… τους ενημέρωσε ότι η καλύτερη επιλογή γι΄ αυτούς ήταν να λάβουν το δάνειο σε ελβετικό φράγκο, διότι θα εξασφάλιζαν την αποπληρωμή του δανείου με χαμηλό επιτόκιο, λόγω Libor και με την καταβολή μικρότερων δόσεων, συγκρίνοντας μάλιστα τα δύο μεγέθη (επιτοκίου-δόσης) σε ευρώ και ελβετικό φράγκο, ενώ επιπλέον τους διαβεβαίωσε, ότι η ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου διακρίνεται για τη σταθερότητά της. ‘Ότι στον Πειραιά, στις 18-1-2007, αμφότεροι και πάλι οι ενάγοντες, ως συνοφειλέτες, συνήψαν επίσης, (προκειμένου προβούν στην αγορά του ίδιου ως άνω ακινήτου), με την εναγόμενη τράπεζα, την με αριθμό …… σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, ποσού 115.000 ευρώ και διάρκειας 360 μηνών, με επιτόκιο που, μετά την παρέλευση και του επόμενου μήνα του μήνα εκταμίευσης αυτού, θα ήταν ίσο με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως αυτό θα ισχύει την τελευταία μέρα κάθε προηγούμενου μήνα, προσαυξημένο κατά 1,40%. Προς εξασφάλιση, δε, των απαιτήσεων της εναγόμενης από τα δάνεια αυτά, εγγράφηκαν δύο προσημειώσεις υποθήκης επί των παραπάνω ακινήτων των εναγόντων. Ότι, το ποσό του πρώτου δανείου εκταμιεύθηκε και κατατέθηκε σε καταθετικό λογαριασμό ταμιευτηρίου σε ευρώ των εναγόντων, που τηρούνταν στην εναγόμενη τράπεζα στις 26-1-2007, ενώ το ποσό του δεύτερου δανείου εκταμιεύτηκε και κατατέθηκε τμηματικά στον ίδιο λογαριασμό. Ότι, μετά την τελευταία εκταμίευση του δεύτερου δανείου, μετέβησαν στο ως άνω υποκατάστημα της εναγόμενης στο Νέο Κόσμο κι αναζήτησαν τον προαναφερθέντα υπάλληλό της, αλλά επειδή, όπως τους ενημέρωσαν, δεν εργαζόταν πλέον εκεί, μετέβησαν στο υποκατάστημα της εναγόμενης στον Πειραιά, όπου συνάντησαν έτερο υπάλληλο αυτής (…..), ο οποίος επίσης τους επιβεβαίωσε ότι το πλέον συμφέρον γι’ αυτούς ήταν να προβούν σε τροποποίηση της σύμβασης του δεύτερου δανείου και μετατροπή αυτής από ευρώ σε ελβετικό φράγκο για τους αναφερόμενους και ανωτέρω λόγους. Ότι, στη συνέχεια, δυνάµει της από 4-9-2007 πρόσθετης πράξης τροποποίησης της ως άνω µε αριθµό ……… σύµβασης στεγαστικού δανείου, το, µέχρι τότε, οφειλόµενο ποσό, µετατράπηκε σε ελβετικά φράγκα µε σταθερό επιτόκιο, ανερχόµενο σε 3,80%  για τα επόµενα τρία χρόνια, ενώ, µετά την παρέλευση µήνα από τη λήξη της περιόδου αυτής, συµφωνήθηκε το επιτόκιο να είναι κυµαινόµενο, αναπροσαρµοζόµενο κάθε µήνα και θα ήταν ίσο µε το εκάστοτε Libor µηνός, όπως θα καθοριζόταν δύο εργάσιµες µέρες πριν την λήξη κάθε προηγούµενου µήνα, προσαυξηµένο κατά 1,15 % . Ότι, σύµφωνα µε τον προδιατυπωμένο όρο 7α παρ. 2 κι αυτής της σύµβασης στεγαστικού δανείου (……..), εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τµήµα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγµα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόµισµα χορήγησης, είτε σε ευρώ, µε βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νοµίσµατος χορήγησης κατά την ηµέρα καταβολής, ενώ µε την ίδια ως άνω πρόσθετη πράξη, συµφωνήθηκε πως, κατά τα λοιπά, θα ισχύουν οι όροι και οι συµφωνίες της ως άνω σύµβασης, καθόσον αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα της. Ότι, στις 26-9-2007, το υπόλοιπο του (δεύτερου) δανείου, ανερχόµενο σε 114.660,75 ευρώ, µετατράπηκε λογιστικά σε ελβετικά φράγκα µε ισοτιµία 1,6632, και ανήλθε σε 190.703,76 ελβετικά φράγκα (CHF), ενώ στις 26-1-2007, κατά την εκταµίευση του πρώτου δανείου η ισοτιµία του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ ανέρχονταν σε 1,6295. ‘Οτι,  κανείς από τους προαναφερθέντες υπαλλήλους της εναγόμενης, δεν έκανε αναφορά, για το κεφάλαιο του δανείου και το ενδεχόµενο μεταβολής του, ενόψει αλλαγής στη συναλλαγµατική ισοτιµία, ότι το κόστος δανεισµού θα είναι αόριστο και διακυµαίνεται το ίδιο το κεφάλαιο που θα καλούνταν να επιστρέψουν, ούτε εξέτασαν αν είχαν τη δυνατότητα και τις απαιτούμενες γνώσεις, για να εκτιμήσουν τον  συναλλαγµατικό κίνδυνο, αλλά η πληροφόρησή τους περιορίστηκε µόνο στη σύγκριση του επιτοκίου των δανείων σε ευρώ µε εκείνο των δανείων σε ελβετικό φράγκο και στη σύγκριση των δύο µηνιαίων δόσεων κατά τη συγκεκριµένη χρονική στιγµή, µε συνέπεια να τους δηµιουργηθεί η εντύπωση πως τα ποσά του κεφαλαίου των παραπάνω δανείων θα παρέµεναν σταθερά, (δεδομένου μάλιστα ότι οι ίδιοι είχαν πλήρη άγνοια για οτιδήποτε σχετικό με πράξεις συναλλάγµατος, αφού ο πρώτος ήταν ιδιωτικός υπάλληλος στον τοµέα λογισµικών προγραµµάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών και η δεύτερη καθηγήτρια φυσικής αγωγής), διαφορετικά δεν συνέτρεχε λόγος να συνάψουν δάνειο σε ελβετικό φράγκο και να µετατρέψουν το δάνειό τους από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, αντίστοιχα. ‘Οτι, από την ηµέρα της εκταµίευσης του πρώτου δανείου, επήλθε σταδιακά µεταβολή της ανωτέρω ισοτιµίας σε βάρος του ευρώ, µέχρι που ανήλθε σε 1,0175 στις 4-2-2015, κατά την οποία έγινε και η τελευταία μηνιαία καταβολή από τους ενάγοντες προς εξόφληση των ως άνω δανείων, με αποτέλεσμα, κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και με βάση την τελευταία αυτή ισοτιμία α) το άληκτο κεφάλαιο του πρώτου επίδικου δανείου, κατά την εναγόμενη τράπεζα, να ανέρχεται στο ποσό των 120.777,80 CHF ή στο ποσό των 118.700,54 ευρώ, δηλαδή κατά 23.700,54 ευρώ περισσότερα από το αρχικό κεφάλαιο του δανείου, με αποτέλεσμα να υφίστανται επιβάρυνση της τάξεως των 49.914,77 ευρώ, καθόσον από το συνολικό ποσό των 40.398,44 ευρώ που κατέβαλαν στην εναγόμενη, καταλογίστηκε, προς αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, ποσό 26.214,23 ευρώ και 23.700,54 ευρώ είναι το φερόμενο οφειλόμενο ποσό πλέον του αρχικού κεφαλαίου και  β) το άληκτο κεφάλαιο του επίδικου δεύτερου δανείου, κατά την εναγόμενη τράπεζα, να ανέρχεται στο ποσό των 154.368,44 CHF ή στο ποσό των 151.713,45 ευρώ, δηλαδή κατά 37.052,70 ευρώ περισσότερα από το αρχικό κεφάλαιο του δανείου, κατά το χρόνο της μετατροπής, με αποτέλεσμα να υφίστανται επιβάρυνση της τάξης των 65.724,86 ευρώ, καθόσον από το συνολικό ποσό των 51.403.22 ευρώ, που κατέβαλαν στην εναγόμενη, καταλογίστηκε, προς αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, ποσό 28.672,16 ευρώ και 37.052,70 ευρώ είναι το φερόμενο οφειλόμενο ποσό πλέον του αρχικού κεφαλαίου. ΄Οτι, ο προαναφερθείς όρος αμφότερων των δανειακών συμβάσεων (7α παρ. 2), που είχε προδιατυπωθεί από την εναγόμενη, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, συνιστά, δε, δεσμευτική ρήτρα, είναι καταχρηστικός και, ως εκ τούτου, άκυρος, διότι αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2, 6, 7 Ν. 2251/1994. Πιο συγκεκριμένα, παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας διότι, αν και η γραμματική διατύπωση του όρου είναι σαφής, εντούτοις δεν κατέστη κατανοητός από τους ενάγοντες ελλείψει οποιασδήποτε συναφούς επεξήγησης στο κείμενο των συμβάσεων και της από 4-9-2007 πράξης τροποποίησης της δεύτερης σύμβασης, παρασχεθείσας, πριν και κατά τη σύναψή τους, από τους υπαλλήλους της εναγόμενης, παρά το γεγονός ότι είχαν αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης των εναγόντων, βάσει της Π.Δ/ΤΕ 2501/2002, αφού οι τελευταίοι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν και να κατανοήσουν: α) την μεταβλητότητα του είδους των συναλλαγών και την ανάληψη υψηλού ρίσκου με τη λήψη και τη μετατροπή του δανείου σε ελβετικό φράγκο, β) τους οικονομικούς λόγους, για τους οποίους η εξόφληση έπρεπε να υπολογίζεται βάσει της τιμής πώλησης του ξένου νομίσματος την ημέρα καταβολής της δόσης, βάσει της ισχύουσας την ημέρα της εκταμίευσης και μετατροπής συναλλαγματικής ισοτιμίας, γ) τις οικονομικές συνέπειες της ρήτρας ως προς το συνολικό ποσό που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου και ειδικότερα ότι το κεφάλαιο του δανείου δεν θα ήταν σταθερό, αλλά µεταβαλλόµενο από άγνωστους παράγοντες, έτσι ώστε βάσει της πληροφόρησης αυτής, ως καταναλωτές, να αποφασίσουν, αν επιθυµούν, να δεσµεύονται από τους όρους που έχει διατυπώσει, εκ των προτέρων, ο επαγγελµατίας. Ότι, περαιτέρω, ο όρος αυτός εµφανίζει αοριστία, αφού επιτρέπει στην εναγόµενη να προσδιορίζει µονοµερώς και κατά την απόλυτη κρίση της το ύψος της εκάστοτε δόσης, σύµφωνα µε την τιµή που η ίδια διαµορφώνει και επιλέγει, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά σε αυτούς τα κριτήρια, βάσει των οποίων προκύπτει η συναλλαγματική ισοτιµία και, άρα, η οφειλή τους, µε συνέπεια τη διάψευση των δικαιολογηµένων προσδοκιών τους ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσης. Επιπρόσθετα, δε, συγκαταλέγεται στις, κατ΄ αµάχητο τεκµήριο, απαγορευµένες ρήτρες των περιπτώσεων ε και ια της παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, που αξιολογούνται  νομοθετικά ως καταχρηστικές. Ότι, το προσάρτηµα ΙΙ  της δανειακής σύµβασης για την προστασία της δόσης από πιθανές διακυµάνσεις της συναλλαγµατικής ισοτιµίας, δεν καταδεικνύει γνώση εκ µέρους των εναγόντων για την ουσιαστική και πραγµατική έννοια του συναλλαγµατικού κινδύνου, καθώς δεν περιέχει ανάλυση ή εξειδίκευση αυτού. Ζητούσαν, ακολούθως, οι ενάγοντες, να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρος ο όρος 7α παρ. 2 των εν λόγω µε αριθµό ………συμβάσεων στεγαστικού δανείου ως καταχρηστικός, να αναγνωριστεί ως εφαρµοστέα ρήτρα για τη µετατροπή των οφειλόµενων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ η συναλλαγματική ισοτιµία των δύο νοµισµάτων, που εφαρμόστηκε, όσον αφορά στην πρώτη δανειακή σύµβαση, κατά την ημέρα εκταμίευσης και πίστωσης του δανεισθέντος ποσού, δηλαδή η συναλλαγµατική ισοτιµία 1,6295 της 26ης-1-2007 και όσον αφορά στη δεύτερη δανειακή σύµβαση, κατά την ήµερα µετατροπής του νοµίσµατος της δανειακής αυτής σύµβασης από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, ήτοι η συναλλαγµατική ισοτιµία 1,6632 της 26ης-9-2007, οπότε να αναγνωριστεί ότι το οφειλόµενο στις 4-2-2015 υπόλοιπο της πρώτης σύµβασης δανείου (με αρ. 650000227915) ανέρχεται σε 112.086,42 ελβετικά φράγκα και ότι για κάθε αποπληρωµή δόσης ή τυχόν ληξιπρόθεσµου οφειλόµενου ποσο, έκτοτε και στο εξής, θα εφαρµόζεται ως ρήτρα για τη µετατροπή των οφειλόµενων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ η ως άνω συναλλαγματική ισοτιµία  των δύο νομισμάτων που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα εκταμίευσης και πίστωσης του δανεισθέντος ποσού, άλλως, επικουρικά,  να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να εφαρμόσει για τη μετατροπή του  καταβληθέντος έως σήμερα προς εξόφληση της πρώτης δανειακής σύμβασης ποσού των 40.398,44 ευρώ, τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα εκταμίευσης και πίστωσης του δανεισθέντος ποσού, ήτοι τη συναλλαγματική ισοτιμία 1,6295 της 26ης -1-2007 και να επαναπροσδιορίσει το άληκτο κεφάλαιο με βάση αυτήν, καθώς και στο εξής να εφαρμόζει, για κάθε αποπληρωμή δόσης ή τυχόν ληξιπρόθεσμου οφειλόμενου ποσού ως ρήτρα για τη μετατροπή των οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ, την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα εκταμίευσης και πίστωσης του δανεισθέντος ποσού. Επίσης, οι ενάγοντες ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι το οφειλόμενο στις 4-2-2015, υπόλοιπο της δεύτερης σύμβασης δανείου (με αρ. …..), ανέρχεται σε 143.016,22 ελβετικά φράγκα και ότι για κάθε αποπληρωμή δόσης ή τυχόν ληξιπρόθεσμου οφειλόμενου ποσού, έκτοτε και στο εξής, θα εφαρμόζεται, ως ρήτρα για τη μετατροπή των οφειλόμενων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα μετατροπής του νομίσματος της δανειακής σύμβασης από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, ήτοι η συναλλαγματική ισοτιμία 1,6632 της 26ης-9-2007, άλλως, επικουρικά, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόµενης να εφαρµόσει, για τη µετατροπή του  καταβληθέντος έως σήµερα προς εξόφληση της δανειακής σύµβασης, ποσού των 51.403,22 ευρώ, τη συναλλαγματική ισοτιµία των δύο νοµισµάτων, που εφαρµόστηκε κατά την ηµέρα µετατροπής του νοµίσµατος της δανειακής σύµβασης από ευρώ σε ελβετικά φράγκα και να επαναπροσδιορίσει το άληκτο κεφάλαιο µε βάση αυτήν, καθώς και στο εξής να εφαρμόζει, για κάθε αποπληρωμή δόσης ή τυχόν ληξιπρόθεσµου οφειλόµενου ποσού ως ρήτρα για τη µετατροπή των οφειλόµενων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ,ν ίδια ως άνω συναλλαγματική ισοτιµία των δύο νοµισµάτων (1,6632), που εφαρµόστηκε κατά την ηµέρα µετατροπής του νοµίσµατος της δανειακής σύµβασης από ευρώ σε ελβετικά φράγκα.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ.4244/2017) το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη   κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν, και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, κατ΄ άρθρο 179 ΚΠολΔ.

Ήδη δε οι ενάγοντες – εκκαλούντες προσβάλλουν, με την κρινόμενη έφεσή τους, την εκκαλουμένη απόφαση για τους λοιπούς λόγους που εκθέτουν  σ΄αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή τους και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου τους.

Εν προκειμένω, κρίσιμο είναι το ζήτημα εάν οι επίμαχοι όροι της πρώτης ως άνω δανειακής σύμβασης (με αρ. ……), η οποία εξ΄αρχής συνήφθη  σε ελβετικό φράγκο, αλλά και της δεύτερης ως άνω δανειακής σύμβασης (με αρ. ……..), όπως τροποποιήθηκε με την από 4-9-2007 πρόσθετη πράξη μετατροπής του δανείου σε δάνειο «Libor» ξένου νομίσματος, (ελβετικού φράγκου),  εντάσσονται στους δηλωτικούς όρους της σύμβασης (naturalia negotii), απηχώντας εθνικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου και συγκεκριμένα εκείνη του άρθρου 291 του ΑΚ, με αποτέλεσμα να εκφεύγουν του ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (βλ. και 13η σκέψη του Προοιμίου της ανωτέρω Οδηγίας), όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση κι απέρριψε την αγωγή,  ή, εάν αντίθετα, δεν αποτελούν τέτοιους όρους, και, επομένως, υπόκεινται σε τέτοιο έλεγχο, κατά τις ανωτέρω διατάξεις. Συγκεκριμένα δε, οι όροι, κατά των οποίων βάλλουν οι εκκαλούντες, με την αγωγή αλλά και την έφεσή τους, είναι εκείνοι που προβλέπουν τη μετατροπή του χρεωστικού υπολοίπου τους, ως οφειλετών, όπως αυτό ειδικότερα προσδιορίζεται, σε οφειλή ξένου νομίσματος και δη ελβετικού φράγκου (όρος 7α παρ.2), τον καθορισμό ως επιτοκίου του δανείου, του επιτοκίου «Libor CHF» ενός μήνα, προσαυξανόμενου ως αναφέρθηκε ανωτέρω, όπως αυτό ισχύει για τις χορηγήσεις του συγκεκριμένου νομίσματος, για την περίοδο εξυπηρέτησης της χορήγησης και την εξόφληση των δανείων σε συνεχείς, μηνιαίες, τοκοχρεωλυτικές δόσεις, το ύψος των οποίων θα εξαρτάται από το ύψος του επιτοκίου, κατά την ημερομηνία της καταβολής τους.

Ήδη δε, με την προσκομιζόμενη υπ’ αρ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (η οποία είναι δημοσιευμένη και στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του ίδιου Δικαστηρίου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, το παραπάνω νομικό ζήτημα, δηλαδή, αν ο όρος δανειακής σύμβασης, που αφορά σε ελβετικό φράγκο, ο οποίος ορίζει ότι, εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα, είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα καταβολής, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του ενδοτικού δικαίου, και δη του άρθρου 291 ΑΚ, αποτελώντας έτσι δηλωτικό όρο της σύμβασης, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του ελέγχου της καταχρηστικότητας, κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο, ή, αντίθετα, δεν αποτελεί δηλωτικό όρο και υπόκειται στον έλεγχο για καταχρηστικότητα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις.

Ενόψει τούτων, δεδομένου ότι η κρίση επί του ως άνω παραπεμφθέντος στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος, επηρεάζει άμεσα την παρούσα δίκη, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι αφορά στη νομιμότητα της σχετικής βάσης της ένδικης αγωγής, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 92/2015, ΑΠ 2250/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε αυτήν, με την υπ’ αρ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού του Τμήματος, νομικού ζητήματος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, δεν θα περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθώς και περί του, κατατεθέντες από τους εκκαλούντες, παραβόλου, διότι η παρούσα απόφαση  είναι μη οριστική.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 4244/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά αυτήν.

Αναβάλλει, κατά τα λοιπά, τη συζήτησή της, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε αυτήν, με την υπ` αρ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος που αναφέρεται στο σκεπτικό.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στον Πειραιά  στις 7 Μαρτίου 2019 2019 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις  8 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

          Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ