Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 497/2018

Αριθμός   497/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή   Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 27.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/28.9.2017) έφεση του εναγόμενου …….. και Β) η από 27.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../29.9.2017) αντίθετη έφεση (σημειωτέον ότι εκ προφανούς παραδρομής αναγράφεται ως χρόνος σύνταξης αυτής, η 27.12.2017) της ενάγουσας …….., οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθ. 3509/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015 (άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 (και ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, ήτοι μετά την 1-1-2016) ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση». Με την ανωτέρω διάταξη, η οποία (όπως και υπό την προηγούμενη διατύπωσή της) ισχύει και για τις ειδικές διαδικασίες (ΑΠ 574/2016, ΑΠ 187/2012, ΕφΠειρ 593/2015, ΕφΠειρ 334/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καταργήθηκε η επελθούσα με το άρθρο 44 παρ. 1 του Ν. 3994/2011 τροποποίηση του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά την οποία, επί ερημοδικίας του εκκαλούντος, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος (βλ. Ε. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. 1ος, άρθρο 524, αρ. 9, σελ. 1342). Προκειμένου δε να υφίσταται ερημοδικία, θα πρέπει προηγουμένως να διαπιστωθεί ποιος επισπεύδει τη συζήτηση και εάν προηγήθηκε έγκυρη και νόμιμη κλήτευση του εκκαλούντος (άρθρο 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα). Δηλαδή, πρέπει να προηγηθεί η διακρίβωση από το Δικαστήριο για το ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Και εάν μεν ο εκκαλών δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το Δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει αυτός (εκκαλών) τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον εφεσίβλητο να παραστεί σε αυτήν, η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη δε αυτή είναι πάντοτε κατ’ ουσίαν (ως ανυποστήρικτη) και όχι κατά τους τύπους (βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας έκδ. 2016, παρ. 114, σελ. 829, αρ. 23), γιατί, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 60/2017, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 361/2011, ΕφΠειρ 90/2016, ΕφΠειρ 102/2016, ΕφΠατρ 62/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ως προς την ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου, ………., στρεφόμενη, όπως προαναφέρθηκε, κατά της υπ’ αριθ. 3509/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015 και δέχθηκε εν μέρει την από 29.7.2016 αγωγή της ……., πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από την Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου δημοσίως στο ακροατήριό του, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο (της 1.3.2018), από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο ως άνω εκκαλών δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η δε συζήτηση της έφεσης επισπεύδεται από την εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη, με επίκληση απ’ αυτήν, με αριθμό ……… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, …….. Ειδικότερα, από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα, με επιμέλεια της εφεσίβλητης, δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (της 1.3.2018), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον εκκαλούντα (άρθρο 126 παρ. 1 α΄ ΚΠολΔ). Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όμως, ο εκκαλών δεν εμφανίσθηκε, όπως προαναφέρθηκε και, συνεπώς, πρέπει αυτός να δικασθεί ερήμην. Συνακόλουθα, σύμφωνα με την αναφερόμενη στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως τροποποιηθείσα ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, ήτοι μετά την 1.1.2016 – βλ. την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του Ν. 4335/2015, κατά την οποία οι διατάξεις του νόμου αυτού για τα ένδικα μέσα τυγχάνουν εφαρμογής για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα), πρέπει να απορριφθεί, ως ανυποστήρικτη, η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος. Λόγω δε της ήττας του τελευταίου, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν με το με αριθμό κωδικού ……. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 28.9.2017 βεβαίωση πληρωμής παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015 και με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Επίσης, ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τον εκκαλούντα, που δικάζεται ερήμην, πρέπει να ορισθεί το κατά νόμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΙΙΙ. Από την υπ’ αριθ. …… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, …….., την οποία προσκομίζει η εκκαλούσα ……, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω (υπό στοιχ. Β΄) έφεσής της με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 1.3.2018) επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον εφεσίβλητο ….. (άρθρο 126 παρ. 1 α΄ ΚΠολΔ). Κατά την ανωτέρω, όμως, δικάσιμο, ο ως άνω εφεσίβλητος, όταν η εν λόγω υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και, συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, της έφεσης της …. θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 29.9.2017 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το  νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ (όπως ήδη ισχύει). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙV. Με την από 29.7.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2.8.2016) αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) η ενάγουσα ….. (ήδη εκκαλούσα) ισχυρίσθηκε ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2015, ενώ ήταν 21 ετών και φοιτούσε στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνωρίσθηκε με τον εναγόμενο ………. (ήδη εφεσίβλητο), με τον οποίο, κατόπιν συνεχούς επιμονής του, συνήψε ερωτικό δεσμό τον Ιούνιο 2015. Ότι, σταδιακά, ο τελευταίος άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα παρεμβατικός στη ζωή της, χρησιμοποιώντας, προς τούτο, ακόμα και σωματική βία και απειλές, με αποτέλεσμα αυτή (ενάγουσα), σταδιακά, να αρχίσει να αποξενώνεται από το οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον. Ότι, κατόπιν των έντονων πιέσεών του, δέχτηκε να συνάψουν πολιτικό γάμο τη 12.11.2015, εν αγνοία των συγγενών και φίλων της. ‘Ότι η συμπεριφορά του απέναντί της μετά τη σύναψη του γάμου αυτού, επιδεινώθηκε και, επιπλέον, την πίεζε να ζητάει χρήματα από τους γονείς της. ‘Ότι, πολλές φορές, τόσο πριν όσο και μετά τη σύναψη του μεταξύ τους γάμου, υπέστη βίαιη και συνοδευόμενη από χυδαία εξύβριση, εξευτελιστική συμπεριφορά, στην οποία ο εναγόμενος ωθήθηκε λόγω ζηλοτυπίας, όπως η συμπεριφορά αυτή εκτίθεται στην αγωγή, αδιαφορώντας ακόμα και αν, κατά τα επεισόδια αυτά, γινόταν αντιληπτός από τρίτους. ‘Ότι, παρά τις προσπάθειες αυτής να επιστρέψει στην πατρική της οικία, εκείνος δεν της το επέτρεπε, συνεχίζοντας την ίδια τακτική, μεταχειριζόμενος ξυλοδαρμούς, ύβρεις και απειλές όχι μόνο εναντίον της αλλά και προς συγγενικά της πρόσωπα, όπως στην αγωγή αναφέρεται. ‘Ότι η ενάγουσα κατόρθωσε να απεμπλακεί από την κατάσταση αυτή την 18.12.2015, όταν αποχώρησε, με την βοήθεια της οικογένειάς της, από την Σαλαμίνα, όπου αυτός την είχε αναγκάσει να διαμένει μαζί του και υπό την επιτήρησή του. Ότι, αυθημερόν, αυτή υπέβαλε έγκληση κατά του εναγομένου στο Α.Τ. Νίκαιας για παράβαση του Ν. 3500/2006 «περί ενδοοικογενειακής βίας» και ότι εκείνος, εμφανισθείς στο ανωτέρω Α.Τ., την εξύβρισε, όταν αυτή δεν ενέδωσε στις απειλές του να αποσύρει την έγκλησή της. ‘Ότι, και στο μεταγενέστερο διάστημα, ο εναγόμενος συνέχισε να την παρενοχλεί, όπως στην αγωγή εκτίθεται, με συνέπεια αυτή, λόγω μεγάλου φόβου, να καταθέσει την από 22.12.2015 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του. Ότι επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 500/2016 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία υποχρέωσε τον ήδη εναγόμενο να παραλείπει κάθε συμπεριφορά μειωτική της προσωπικότητάς αυτής (ήδη ενάγουσας), να απέχει από κάθε προσβλητική της προσωπικότητάς της πράξη, καθώς και να παραλείπει να την προσεγγίζει σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων, με την απειλή, σε βάρος του, χρηματικής ποινή και προσωπικής κράτησης. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του εναγομένου προσέβαλε κατάφωρα την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψή της, θέτοντας σε κίνδυνο την σωματική της ακεραιότητα και τραυματίζοντας σοβαρά την ψυχική της υγεία κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ζήτησε: α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παύσει την προσβολή της προσωπικότητάς της, να διαταχθεί η απαγόρευση της προσβολής της προσωπικότητάς της από αυτόν στο μέλλον, να απαγορευθεί σ’ αυτόν η με οποιονδήποτε τρόπο επικοινωνία του (τηλεφωνική, ηλεκτρονική κλπ.) με εκείνη ή με μέλη της πατρικής της οικογένειας και να απαγορευθεί η προσέγγισή του σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τον τόπο όπου αυτή βρίσκεται (ήτοι από την πατρική οικία της και από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου φοιτά), με απειλή, σε βάρος του, προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί και β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 169.950 ευρώ (αφού επιφυλάχθηκε, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, για ποσό 50 ευρώ, το οποίο πρόκειται να αξιώσει, ως πολιτικώς ενάγουσα, στα ποινικά δικαστήρια) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί από την ανωτέρω συμπεριφορά του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού διέταξε τον χωρισμό της αντικειμενικά σωρευόμενης αγωγής με το ανωτέρω υπό στοιχ. α΄ αίτημα (ήτοι περί υποχρέωσης του εναγομένου να παύσει την προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, περί απαγόρευσης της προσβολής της προσωπικότητας αυτής στο μέλλον, περί απαγόρευσης στον εναγόμενο της με οποιονδήποτε τρόπο επικοινωνίας του με αυτήν και περί απαγόρευσης της προσέγγισής του σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τον τόπο όπου αυτή βρίσκεται), κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην προς εκδίκαση της αγωγής αυτής και παρέπεμψε αυτήν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, ενώ ως προς την σωρευόμενη αγωγή με το ανωτέρω υπό στοιχ. β΄ αίτημα (ήτοι για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης), αφού δέχθηκε ότι αυτή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ,  την δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει, για την ως άνω αιτία, στην ενάγουσα το ποσό των 15.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν (ήτοι κατά το αιτούμενο ποσό των 169.950 ευρώ) η ως άνω αγωγή της για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Σημειώνεται, ότι η απόφαση που διατάσσει το χωρισμό των σωρευόμενων αγωγών, παραπέμποντας την μία από αυτές στο αρμόδιο δικαστήριο και δικάζοντας κατ’ ουσία την άλλη, υπόκειται σε έφεση ως προς το τμήμα εκείνο με το οποίο έκρινε κατ’ ουσία τη διαφορά, αφού είναι οριστική ως προς το τμήμα αυτό (ΑΠ 1365/2002 ΧρΙΔ 2003.32, ΕφΑθ 1653/1988 και ΕφΑθ 3117/1989 ΕλλΔνη 1989, 819 και 1188 αντίστοιχα, ΕφΘεσ 337/2010 ΕΠολΔ 2010.851, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, άρθρο 513, αρ. 8, σελ. 872). Τέλος, η εκκαλούμενη απόφαση δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης ως προς τη διάταξή της περί της παραπομπής της αντικειμενικά σωρευόμενης αγωγής (περί παύσης προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας κλπ.), λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να δικάσει την αγωγή αυτή.

  1. V. Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ επιπλέον, κατά το άρθρο 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι, με τα ανωτέρω άρθρα, η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο. 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1397/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις-εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, πλην όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις δε για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των ως άνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΑΠ 712/2016 και ΑΠ 1007/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57 εδ. γ΄ ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (ΑΠ 271/2012 ΝοΒ 2012.864).

VΙ. Από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εκκαλούσα-ενάγουσα υπ’ αριθ. ……../5.12.2016 ένορκες βεβαιώσεις των ………, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Νίκαιας, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εφεσίβλητου-εναγόμενου (σημειωτέον ότι, κατ’ άρθρο 422 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 Ν. 4335/2015, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη μέχρι 5 ένορκες βεβαιώσεις για κάθε διάδικο), και από όλα τα έγγραφα που η εκκαλούσα-ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει νομίμως (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς-βλ. ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ΄, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα …. (ήδη εκκαλούσα) γεννήθηκε την 8.4.1994 και, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα του έτους 2015, ήταν φοιτήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο εισήχθη το έτος 2012 κατόπιν πανελλήνιων εξετάσεων. Μάλιστα αυτή, κατά το πανεπιστημιακό έτος 2013-2014, ήταν μία από τους καλύτερους φοιτητές των Τμημάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών, διακριθείσα για το ήθος και την πρόοδό της, λόγος για τον οποίο της απονεμήθηκε χρηματικό έπαθλο, από τα έσοδα της κληρονομίας …….., µε σχετική απόφαση που ελήφθη από την Σύγκλητο του ως άνω Πανεπιστημίου κατά τη συνεδρίαση της 31.8.2015 (βλ. το προσκομισθέν υπ’ αριθ. πρωτ. …./4.9.2015 έγγραφο της Γραμματείας της Συγκλήτου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, από τον Φεβρουάριο του έτους 2015, η ενάγουσα (ηλικίας τότε 21 ετών), κάτοικος Νίκαιας Αττικής, άρχισε να γυμνάζεται στο πλησίον της οικίας της γυμναστήριο «…..», όπου τον Μάιο του ιδίου έτους (2015) γνώρισε τον εναγόμενο ….., ήδη εφεσίβλητο, ηλικίας τότε 32 ετών (γεννηθέντα την 21.7.1983), ο οποίος διατηρούσε ακόμη τη φοιτητική ιδιότητα, όντας φοιτητής της Φαρμακευτικής Σχολής του ιδίου εκπαιδευτικού ιδρύματος (Πανεπιστημίου Αθηνών). Στη συνέχεια και συγκεκριμένα περί τον Ιούνιο του ίδιου έτους (2015), οι διάδικοι συνήψαν ερωτικό δεσμό. Η ενάγουσα, μέχρι τη σύναψη της εν λόγω σχέσης της µε τον εναγόμενο, ήταν, πέραν της προόδου που είχε επιτύχει στον τομέα των σπουδών της, ένα κοινωνικό άτομο, δηλαδή ήταν πρόσχαρη, ευγενική και επικοινωνιακή στο μέτρο της ηλικίας και των δραστηριοτήτων της. Η συμπεριφορά της ενάγουσας, όμως, άρχισε βαθμιαία να αλλάζει από τον καιρό της γνωριμίας της µε τον εναγόμενο, ο οποίος, κυρίως λόγω της ηλικίας του (αφού ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερος από αυτήν) και του σωματικού παραστήματος του, το οποίο είχε ενισχύσει, γυμναζόμενος εντατικά για πολλά έτη σε καθημερινή βάση, ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή στην ενάγουσα, επιδιώκοντας να την αποκόψει από το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της. Πράγματι, η ενάγουσα, από το ως άνω χρονικό σημείο, δηλαδή από τότε που συνήψε σχέση με τον εναγόμενο, άρχισε, σταδιακά, να αποκόπτεται από το κοινωνικό περιβάλλον της και να παραμελεί τις υποχρεώσεις της ως φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο, κυρίως από τον Σεπτέμβριο του έτους 2015 και μετέπειτα. Η κρίση του Δικαστηρίου για τα ανωτέρω περιστατικά στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και στην προσκομισθείσα από 5.12.2016 ένορκη βεβαίωση της ……. (συμφοιτήτριας της ενάγουσας), η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά για την συμπεριφορά της ενάγουσας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, τα εξής: «Στο χρονικό αυτό διάστημα άλλαξε σε τέτοιο βαθμό η συμπεριφορά της που κυριολεκτικά έμοιαζε άλλος άνθρωπος. Ενώ είχε αριστεύσει στην εξεταστική μας περίοδο του Ιουνίου σε όσα μαθήματα είχε δώσει, δεν έδωσε κανένα μάθημα στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου αλλά και οι συναντήσεις μας πλέον μόνο στην Σχολή ήταν ελάχιστες αφού καθημερινά ερχόταν μία ή δύο φορές την εβδομάδα και από αισιόδοξη και χαρούμενη έγινε μελαγχολική και απόμακρη και πολύ αγχωμένη με τον χρόνο παραμονής της στην Σχολή. Στις συνεχείς ερωτήσεις μου για την αιτία της αλλαγής της αυτής, μου απαντούσε ότι δεν της επέτρεπε ο σύντροφός της να έρχεται περισσότερο στην Σχολή αλλά να αφιερώνει τον χρόνο της μόνο σε αυτόν και μάλιστα από τον μήνα Νοέμβριο που παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο μόνοι τους χωρίς κανένα συγγενή ή φίλο τους κατόπιν δικής του επιθυμίας της ζητούσε να σταματήσει εντελώς την Σχολή. Εγώ προσπάθησα με κάθε τρόπο να την αποτρέψω από μια τέτοια απόφαση». Σημειωτέον, ότι η ένορκη αυτή βεβαίωση κρίνεται ιδιαίτερα αξιόπιστη, αφού προέρχεται από πρόσωπο που ουδέν εξαρτά από την έκβαση της δίκης και το οποίο είχε την ικανότητα, εκ των πραγμάτων, να αντιληφθεί τη σταδιακή μεταβολή της συμπεριφοράς της ενάγουσας, αφού έκανε παρέα με αυτήν τόσο πριν (δηλαδή από την έναρξη των σπουδών τους) όσο και μετά την σύναψη της σχέσης της με τον εναγόμενο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος χρησιμοποίησε και σωματική βία εναντίον της ενάγουσας, όπως κατωτέρω θα αναφερθεί. Σημειώνεται, ότι ο εναγόμενος είχε επιδείξει βίαιη συμπεριφορά και στις αρχές του έτους 2012, όταν είχε συνδεθεί με την ανήλικη …….. (μαθήτρια τότε της Β’ Λυκείου), την οποία μάλιστα είχε πείσει, εν αγνοία των γονέων της, να τον νυμφευθεί, αφού κατατέθηκε από αυτήν αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί χορήγησης άδειας τέλεσης γάμου με τον εναγόμενο. Οι γονείς της, όμως, αντέδρασαν, ασκώντας κύρια παρέμβαση, με σκοπό απόρριψης της εν λόγω αίτησης, επικαλούμενοι ότι η ανήλικη θυγατέρα τους είχε εξαφανιστεί με τον εναγόμενο. Τελικά, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από το ως άνω Δικαστήριο (δεκτής γενομένης της παρέμβασης των γονέων) με την υπ’ αριθ. 880/2013 απόφασή του, με την οποία έγινε δεκτό α) ότι πριν την υποβολή της αίτησης, οι γονείς της ανήλικης είχαν υποβάλλει έγκληση για το αδίκημα της απαγωγής ανηλίκου κατά του εναγομένου, επειδή λίγο καιρό μετά την μεταξύ τους γνωριμία και συγκεκριμένα την 21.6.2012, η ανήλικη εγκατέλειψε την πατρική της οικία, β) ότι η απόφαση της ανήλικης να συνάψει γάμο με τον εναγόμενο δεν ήταν προϊόν ώριμης σκέψης και γ) ότι η εν λόγω αίτηση ασκήθηκε, μετά την υποβολή της ως άνω έγκλησης των γονέων της, για να μετριάσει τις συνέπειες από την παράνομη αρπαγή της από τον εναγόμενο. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι η ανήλικη έφτασε να διαγραφεί, κατόπιν πιέσεων του ήδη εναγομένου, από την Γ΄ Λυκείου, όπου τότε θα φοιτούσε. Όλα τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκαν από την προσκομισθείσα από 5.12.2016 ένορκη βεβαίωση του ……. (πατέρα της ως άνω ανήλικης), ο οποίος ανέφερε ότι ο εναγόμενος είχε εξαφανιστεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών (ήτοι από την 21.6.2012), με την ανήλικη θυγατέρα τους, χωρίς να δίνει κανένα σημείο ζωής, αδιαφορώντας πλήρως για την αγωνία της οικογένειάς της για την τύχη της ανήλικης, ενώ την ίδια αδιαφορία επέδειξαν και οι γονείς του εναγομένου, οι οποίοι, αν και επανειλημμένα ρωτήθηκαν σχετικά, αρνήθηκαν να δώσουν στους γονείς της οποιαδήποτε πληροφορία, υποκρινόμενοι ότι δήθεν αγνοούσαν που βρίσκεται ο υιός τους, αν και γνώριζαν ότι αυτός βρισκόταν με την κόρη τους στη Λευκάδα. Αναφέρει, επίσης, ότι τελικά, μετά από πολλές προσπάθειες, ο ίδιος (……..) και η οικογένειά του κατόρθωσαν να αποσπάσουν την ανήλικη από την επιρροή του εναγομένου και να την επαναφέρουν στην οικία της, με τη θέλησή της, τον Ιανουάριο του έτους 2014, παρά την σε βάρος τους μεταγενέστερη βίαιη συμπεριφορά του εναγομένου, για την οποία υποβλήθηκε έγκληση, με βάση την οποία ο τελευταίος παραπέμφθηκε στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, κατηγορούμενος για τις πράξεις της απλής σωματικής βλάβης, της εξύβρισης και της απειλής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, αναφορικά με την ενάγουσα, ότι τον Ιούλιο του έτους 2015, ο εναγόμενος άρχισε να εμφανίζει βίαιη συμπεριφορά σε βάρος αυτής, παρακινούμενος από κίνητρα ζήλιας. Ειδικότερα, όταν επέστρεφαν, αρχές Ιουλίου του 2015, από θαλάσσιο μπάνιο στην περιοχή Μαύρο Λιθάρι Βουλιαγμένης, την χαστούκισε, θεωρώντας ότι προκαλούσε με την εμφάνισή της. Επίσης, κατά τα μέσα του ιδίου μήνα, η ενάγουσα προσήλθε στην οικία της χωλαίνοντας και γεμάτη μελανιές στα χέρια και στα πόδια και, προκειμένου να διασκεδάσει την εύλογη υπόνοια των δικών της ανθρώπων ότι αυτουργός της σε βάρος της σωματικής βλάβης υπήρξε ο εναγόμενος, εκείνη ψευδώς τους ανέφερε ότι είχε τραυματιστεί την προηγούμενη ημέρα στο γυμναστήριο κάνοντας βάρη, ενώ η αλήθεια ήταν ότι είχε δεχτεί, την προηγούμενη ημέρα, τα λακτίσματα και τα χαστούκια του εναγομένου σε χώρο πίσω από το Κατράκειο Θέατρο της Νίκαιας, ο οποίος ταυτόχρονα την εξύβριζε σε δημόσιο χώρο, μη δίνοντας καμία σημασία για την παρουσία τρίτων προσώπων. Οι σκηνές δε ζηλοτυπίας συνεχίστηκαν και τους επόμενους μήνες, εφόσον σε πολλές από τις νυχτερινές εξόδους τους, ο εναγόμενος δημιουργούσε εντάσεις που κατέληγαν σε διαπληκτισμούς του ζεύγους, μη διστάζοντας να την απειλεί, δημιουργώντας στην ενάγουσα φόβο, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις χειροδικίας σε βάρος της και μάλιστα σε δημόσιους χώρους. Παρά την κατάσταση, όμως, αυτή η ενάγουσα, που τελούσε σε κατάσταση πλήρους συναισθηματικής εξάρτησης από τον εναγόμενο, δέχθηκε να τον παντρευτεί με νόμιμο πολιτικό γάμο, που έλαβε χώρα την 12.11.2015 στο Δημαρχείο Βουλιαγμένης εν αγνοία του οικογενειακού περιβάλλοντος αυτής. Σημειώνεται, ότι οι γονείς της, κατά τον ανωτέρω χρόνο, βρίσκονταν στο Λεωνίδιο για την περισυλλογή ελαιοκάρπου και ενημερώθηκαν για το γεγονός, μόλις επέστρεψαν, εκφράζοντας την έντονη διαφωνία τους, για την απόφαση αυτή, φοβούμενοι για την κατάληξη της συναισθηματικής αυτής σχέσης, την οποία, στην αρχή, θεωρούσαν επιπόλαιη. Ωστόσο, και μετά την τέλεση του γάμου, η συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε αρμονικά. Ειδικότερα, περί το τέλος Νοεμβρίου του 2015 η ενάγουσα προσήλθε στην οικία των γονέων της, ζητώντας την βοήθεια τους για να χωρίσει από τον ήδη σύζυγό της, ενώ, όταν με την συνοδεία συγγενικών της προσώπων μετέβη στην οικία όπου διέμενε με τον εναγόμενο για λάβει τα προσωπικά της αντικείμενα, ο τελευταίος την εξανάγκασε να παραμείνει, υποχρεώνοντάς την να επικοινωνήσει τηλεφωνικά µε την μητέρα της και να της αναφέρει ότι εφεξής θα διέμενε µε τον σύζυγό της. Κατά το ως άνω χρονικό σημείο, οι διάδικοι αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην εξοχική κατοικία, που είχε η μητέρα του εναγομένου στην Σαλαμίνα Αττικής. Περαιτέρω, η ενάγουσα δέχθηκε έντονες πιέσεις από τον εναγόμενο, ώστε να εγκαταλείψει τις σπουδές της στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών με την οριστική διαγραφή της από την σχολή της, όπως αυτός επιθυμούσε. Έτσι την 7.12.2015 μετέβη στη σχολή της για να πληροφορηθεί τα δικαιολογητικά, που απαιτούνταν για τη διαγραφή της από το Πανεπιστήμιο. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν από την προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωση της ………, η οποία, ως αυτόπτης μάρτυρας του συμβάντος, αναφέρει για την πίεση και τον φόβο που βίωσε η ενάγουσα την ημέρα εκείνη, τα εξής: «Την 07.12.2015 και ενώ βρισκόμουν στην αίθουσα των computer της Σχολής µας, είδα την ….. να έρχεται και ενώ σηκώθηκα να την συναντήσω την είδα σε κατάσταση πανικού να χαιρετά τον καθηγητή µας που βρισκόταν στην αίθουσα και αμέσως μετά να τρέχει σαν κυνηγημένη προς τις σκάλες, ενώ πίσω την κυνηγούσε ο σύντροφός της µε άγριες διαθέσεις όπως τον αναγνώρισα από φωτογραφίες που µου είχε δείξει η ….. γιατί ο ίδιος ουδέποτε είχε δεχθεί να συναντηθούμε µε την …. αλλά ούτε και µε τους γονείς της όπως η ίδια µε είχε διαβεβαιώσει. Τους ακολούθησα ανησυχώντας πολύ για την αγαπημένη µου φίλη όμως βγαίνοντας έξω, τους έχασα». Επίσης, αποδείχθηκε ότι την ως άνω ημεροχρονολογία (7.12.2015) ο εναγόμενος χτύπησε την ενάγουσα, δίνοντάς της δύο κουτουλιές με το πίσω μέρος του κεφαλιού της, όταν επέβαιναν στην μοτοσικλέτα, ενώ αυτή δεν έφερε κράνος. Με τον τρόπο αυτό, την τραυμάτισε στην περιοχή του δεξιού της ματιού, προκαλώντας μεγάλο οίδημα και αιμάτωμα γύρω από αυτό. Η σωματική αυτή βλάβη αποδεικνύεται και από τις δύο ιατρικές βεβαιώσεις – γνωματεύσεις του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟΝ» (υπ’ αριθ. πρωτ. ……/23.12.2015 και 4.1.2016), που πιστοποιούν ότι η ενάγουσα εξετάστηκε, για τις σωματικές αυτές βλάβες, το πρώτον, την 18.12.2015, εφόσον η μετάβαση του ζεύγους των διαδίκων σε νοσοκομείο θα σήμαινε, αυτόματα, την έρευνα, σε πρώτη φάση από τους γιατρούς, της αιτίας του εν λόγω τραυματισμού της ενάγουσας, κάτι που ο εναγόμενος προσπάθησε και πέτυχε, τελικά, να αποφύγει για όσο χρονικό διάστημα τουλάχιστον η ενάγουσα διέμενε μαζί του. Ακόμη, μία εβδομάδα μετά το γεγονός αυτό, με την υπ’ αριθ. …./14.12.2015 αίτησή της προς τη Γραμματεία του Πανεπιστημίου, η ενάγουσα ζήτησε την οριστική διαγραφή της από την σχολή της, προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι, δήθεν, θα μετέβαινε σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Το γεγονός δε ότι την 21.12.2015 η ενάγουσα ανακάλεσε την αίτησή της αυτή, επικαλούμενη ότι ποτέ δεν θέλησε κάτι τέτοιο, καταδεικνύει ότι η από 14.12.2015 αίτησή της ήταν προϊόν πιέσεων και εξαναγκασμού από τον εναγόμενο. Επίσης και μετά τη μετάβαση του ζεύγους στη Σαλαμίνα, που έγινε στο τέλος Νοεμβρίου 2015, όπως προαναφέρθηκε, τα προβλήματα δεν σταμάτησαν. Στο ενδιάμεσο, όμως, χρονικό διάστημα, οι γονείς της ενάγουσας πληροφορήθηκαν την απόφασή της να διαγραφεί από τη Σχολή, όταν ο πατέρας της ζήτησε κάποιο έγγραφο από τη Γραμματεία της Σχολής της και εκεί του γνωστοποιήθηκε (μετά την 14.12.2015) το γεγονός της υποβολής της αίτησης διαγραφής. Αντιλαμβανόμενος δε ο πατέρας της τους κινδύνους που είχε η απόφαση διαγραφής της θυγατέρας του (ενάγουσας) από την σχολή της, μετέβη, την 18.12.2015, με τον αδελφό της συζύγου του στην Σαλαμίνα, έχοντας πληροφορηθεί από την ίδια, ότι πλέον δεν επιθυμούσε να’ βρίσκεται εκεί. Πράγματι, μετέβησαν εκεί και εκμεταλλευόμενοι την έξοδό της από την οικία του εναγομένου για να πετάξει απορρίμματα, κατόρθωσαν να τη φυγαδεύσουν με τη συναίνεσή της, ενώ αυτή ήταν σε πολύ κακή σωματική και ψυχολογική κατάσταση. Αμέσως μετά και συγκεκριμένα το απόγευμα της ίδιας ημέρας (18.12.2015) η ενάγουσα υπέβαλε μήνυση σε βάρος του εναγομένου, για παράβαση του Ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας. Επίσης, αυτή κατέθεσε, άμεσα, την 22.12.2015, αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 500/2016 απόφαση, με την οποία, δεκτής γενομένης της αίτησης αυτής, ο εναγόμενος υποχρεώθηκε, προσωρινά, να παραλείπει κάθε μειωτική (εξυβριστική ή βίαιη) συμπεριφορά του σε βάρος της ενάγουσας δυνάμενη να βλάπτει την προσωπικότητά της και να παραλείπει να την προσεγγίζει σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της υποχρέωσης προς παράλειψη που του επιβλήθηκε κατά τα ανωτέρω. Στη συνέχεια, η ενάγουσα επιδίωξε και τη λύση του γάμου, ασκώντας την από 29.7.2016 (με αριθμό έκθ. κατάθ. ……./2.8.2016) αγωγή της, επί της οποίας ήδη εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2925/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η συνεκδικασθείσα αντίθετη αγωγή του εναγομένου, έγινε δεκτή  η εν λόγω αγωγή της ενάγουσας και απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ των διαδίκων πολιτικού γάμου, γιατί κρίθηκε ότι η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης αυτών έχει καταστεί αφόρητη για την ενάγουσα από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου, ο οποίος με την προαναφερόμενη συμπεριφορά του προσέβαλε τις νομικές και ηθικές βάσεις του γάμου τους. Τέλος, αποδείχθηκε ότι τις πρώτες ημέρες μετά την ανωτέρω αποχώρηση της ενάγουσας, ο εναγόμενος συνέχισε να την παρενοχλεί και να θέλει να έχει επικοινωνία μαζί της, μεταβαίνοντας έξω από την οικία της και αναγράφοντας συνθήματα στον μαντρότοιχο και στο δρόμο, συμπεριφορά που διακόπηκε μετά την χορήγηση, την 24.12.2015, σχετικής προσωρινής διαταγής επί της ως άνω αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων. Όλα τα ανωτέρω περιστατικά καταδεικνύουν διάθεση οριστικής απεμπλοκής της ενάγουσας από οποιαδήποτε σχέση µε τον εναγόμενο και διακοπής κάθε επικοινωνίας μαζί του. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός της ζωής της έχει, ως ένα βαθμό, επανέλθει σε µία κανονικότητα µε την συνδρομή του οικογενειακού περιβάλλοντός της, κατά το έτος 2016 παρακολουθείτο από ψυχίατρο, εμφανίζοντας μετατραυματική αγχώδη διαταραχή (post-traumatic stress disorder), κατακλυζόμενη από έντονα συναισθήματα λόγω της αναβίωσης τραυματικών γεγονότων που δημιουργούν σε αυτή υπερδιέγερση, δυσφορία ταχυπαλμίες και μούδιασμα σε μέλη του σώματός της, υποβληθείσα σε φαρμακευτική αγωγή (βλ. την προσκομισθείσα από 13.6.2016 ιατρική γνωμάτευση της ψυχιάτρου-ψυχοθεραπεύτριας ……… Με βάση τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει υποστεί προσβολή στην προσωπικότητά της από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία πληροί τα στοιχεία της αδικοπραξίας κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο V της παρούσας. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω προσβολή της προσωπικότητάς της, το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρο 932 ΑΚ) καθώς και  σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙΔ 2015.575, ΑΠ 622/2017), λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες η προσβολή αυτή έλαβε χώρα, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγομένου, του είδους και της φύσης  των πληγέντων εννόμων αγαθών της παθούσας ενάγουσας, καθώς και της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε, για την ως άνω αιτία, το ίδιο ποσό των 15.000 ευρώ, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του μοναδικού λόγου της έφεσης της ενάγουσας περί επιδίκασης υψηλότερου του επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού για την ως άνω αιτία.

VΙΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η με αριθ. έκθ. κατάθ. …../29.9.2017 έφεση της ……. Λόγω δε της ήττας της τελευταίας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτήν με το με αριθμό κωδικού …… ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 28.9.2017 βεβαίωση πληρωμής παραβόλου της Εθνικής Τράπεζας (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015 και με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Τέλος, ως προς την έφεση αυτή, δεν τίθεται σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας ….., διάταξη για τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, γιατί ο εφεσίβλητος …….. δεν υποβλήθηκε σε τέτοια έξοδα, ούτε υπέβαλε σχετικό αίτημα λόγω της ερημοδικίας του (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει ερήμην του εκκαλούντος-εφεσίβλητου, ……., α) την από 27.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2017) έφεση του ……. και β) την από 27.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2017) έφεση της ……, που στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 3509/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015.

Ορίζει, για την περίπτωση άσκησης από τον εκκαλούντα-εφεσίβλητο ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, παράβολο εκ ποσού τριακοσίων (300) ευρώ.

Α. Απορρίπτει την από 27.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2017) έφεση του ……

Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον ως άνω εκκαλούντα παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Β. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 27.9.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2017) έφεση της ……….

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την ως άνω εκκαλούσα παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Αυγούστου 2018  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου της εκκαλούσας-εφεσίβλητης.

        Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ