ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 420/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και της πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά δικάσθηκε, ερήμην ,όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της. (ΑΠ 1015/2005 Ελ.Δ.46,110, ΑΠ 884/2007, Εφ.Αθ.2142/2011, Εφ.Αθ.933/2011, Εφ.Αθ. 337/2009, Εφ.φΘεσ.431/2009, Εφ.Δωδ.136/2009, Εφ.Αθ.6514/2009, Εφ.Πατρ. 150/2009, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου, κατά της υπ΄αρ. 1899/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί αγωγής της ενάγοντος – ήδη εφεσίβλητου, που αφορούσε αποζημίωση από αδικοπραξία ένεκα έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου – ήδη εκκαλούντος, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ) , δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 24-4-2014 , (βλ. σχετική σημείωση, στο σώμα της, του δικαστικού επιμελητή Αθήνας …….) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 22-5-2014, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, έκθεση κατάθεσης. Έχουν καταβληθεί δε και τα προβλεπόμενα από το άρθρο 495 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της έφεσης, παράβολα εκ μέρους του εκκαλούντος συνολικού ποσού 200 ευρώ (υπ’ αρ. ….. ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ έκαστο και υπ’αρ. …… Δημοσίου, ποσού 40 ευρώ έκαστο), κατά τα αναφερόμενα στην έκθεση της γραμματέα κάτωθεν του δικόγραφου της έφεσης. Δεδομένου δε ότι ο εκκαλών – εναγόμενος, επικαλούμενος λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, κατά το μέρος που αυτή έκανε δεκτή την αγωγή του αντιδίκου του ως ουσιαστικά βάσιμη, (θεωρώντας ομολογημένα τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, λόγω της ερημοδικίας του), η κρινόμενη έφεση σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να γίνει τυπικά αλλά και κατ΄ουσίαν δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, ακολούθως δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ανασυζητηθεί η αγωγή κατά την τακτική διαδικασία (όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 ,όπως η ένδικη), ενώ ,ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης, πρέπει κατ΄ άρθρο 495 παρ.4 εδ.δ΄, να διαταχθεί η απόδοση των αναφερομένων παραπάνω παραβόλων στον εκκαλούντα.
Από το άρθρο 79 Ν. 5960/1933, μετά την τροποποίηση τούτου με το άρθρο 1 Ν.Δ. 1325/1972, σε συνδυασμό με τα άρθρα 71, 297, 298, 914 και 926 ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται στο ως άνω άρθρο 79 εκείνος που εκδίδει επιταγή, η οποία στη συνέχεια εμφανίζεται μεν εμπρόθεσμα από τον νόμιμο κομιστή της προς πληρωμή στον πληρωτή της, αλλά δεν πληρώνεται από αυτόν εξαιτίας έλλειψης αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων. Για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του άνω αδικήματος αρκεί ο εκδότης της επιταγής να τελεί εν γνώσει της έλλειψης αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης, είτε κατά τον χρόνο της πληρωμής. Αρκεί, δηλαδή, για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθεσίμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. (ΑΠ 1069/2017, Εφ.θεσ. 1284/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, όταν, στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη είσπραξης του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά το χρόνο εμφανίσεως της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Η εν λόγω ευθύνη γεννιέται, γιατί η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχει θεσπιστεί για να προστατεύει παράλληλα προς το δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον του κομιστή της επιταγής (Ολ.ΑΠ 18/2004 ΝοΒ 53.61, ΑΠ 29/2011, ΑΠ 1686/2010, Εφ.Θεσ. 2006/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποχρέωση δε αυτή του εκδότη δεν έχει ως προϋπόθεση την προηγούμενη καταδίκη του για το ποινικό αδίκημα (ΑΠ 1442/2003 ΕλλΔνη 46.772). Περαιτέρω,η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρα 914 επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 Ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει (ΑΠ 343/2013 ΕπισκΕΔ 2013.352, ΑΠ 449/2012 ΔΕΕ 2013.68, ΑΠ 1051/2012 ΔΕΕ 2013.490, ΑΠ 157/2010 ΕλλΔνη 53.87, ΑΠ 45/2009 ΕλλΔνη 50.480). Κάθε μία από τις ανωτέρω συρρέουσες αξιώσεις, δηλαδή η αξίωση από το άρθρο 914 ΑΚ και η αξίωση από τον νόμο περί επιταγών (άρθρο 40), έχει διαφορετική ιστορική και νομική αιτία και διαφορετικό αντικείμενο, με αποτέλεσμα η κάθε αξίωση να υπόκειται σε αυτοτελή παραγραφή (ΑΠ 157/2010 ΕλλΔνη 2012.87, Εφ.Θεσ. 485/2010 Αρμ 2012.88, Εφ.Λαρ. 57/2012 Δικογραφία 2012.273, Εφ.Λαρ 67/2012 ΕπισκΕΔ 2012.494) και, ειδικότερα, η αξίωση από αδικοπραξία στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ και η αξίωση από το άρθρο 40 του Ν. 5960/1933 στην εξάμηνη παραγραφή του άρθρου 52 του ιδίου νόμου (Ολ.ΑΠ 21/2003 ΕλλΔνη 44.946, ΑΠ 772/2002 ΕλλΔνη 42.1687, Εφ.ΘεΣ. 485/2010 Αρμ 2012.88). Από άποψη, δε, εννόμου συμφέροντος, εκείνος που δικαιούται αποζημίωση από την παραπάνω αδικοπραξία νομιμοποιείται στην άσκηση σχετικής αγωγής ακόμη και στην περίπτωση που έχει εφοδιαστεί με εκτελεστό τίτλο, όπως διαταγή πληρωμής ή δικαστική απόφαση με βάση την αξίωση από επιταγή, εφόσον με αυτή ζητεί και μπορεί να επιτύχει προσωπική κράτηση του υπόχρεου (Εφ.Αθ 589/2004 ΕλλΔνη 45.860, Εφ.Αθ. 5916/2002 ΕλλΔνη 44.833). Τέλος, με βάση το άρθρο 1047 παρ. 1 περ. β` ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 62 του Ν. 3994/2011, με την άσκηση αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία παρέχεται στον κομιστή της επιταγής η ευχέρεια να ζητήσει και την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατά του εναγόμενου εκδότη ακάλυπτης επιταγής, η ανωτέρω δε ευχέρεια του κομιστή της επιταγής δεν καταργήθηκε ούτε περιορίστηκε από το άρθρο II του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ΟΗΕ (ΑΠ 60/2011, ΤΝΟΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41.712), που εισάγει διακωλυτικό κανόνα, ως προς την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατ` εμπόρου για εμπορικές απαιτήσεις, όταν η μη εξόφληση των συμβατικών υποχρεώσεων οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική αδυναμία αυτού (Ολ.ΑΠ 23/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2005 ΕλλΔνη 2006.137,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 2224/2009 Αρμ 2012.1677). Η προσωπική κράτηση απαγγέλλεται χωρίς να απαιτείται η αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση των οικονομικών δυνατοτήτων, της αφερεγγυότητας και της δυνατότητας εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου, δεδομένου ότι η απαγγελία προσωπικής κράτησης λόγω αδικοπραξίας είναι δυνητική και απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, αρκεί δε στην αιτιολογία της απόφασης να αναφέρεται το αποδεδειγμένο της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου οφειλέτη και των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος δανειστή, χωρίς να απαιτείται να γίνει επιπλέον αναφορά στην αφερεγγυότητα ή την απόκρυψη τυχόν περιουσίας του οφειλέτη και σε άλλες ειδικές συνθήκες ή περιστάσεις (Εφ.Θεσ. 618/2009, Εφ.Πειρ. 29/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δικαιούχος της εν λόγω αποζημίωσης και συνεπώς και νομιμοποιούμενος ενεργητικά να ασκήσει τη σχετική αγωγή είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο της εμφανίσεως της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωνής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή δικαιούχος της αποζημίωσης από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής αυτής, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, που έχει προστεθεί με το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 2408/1996, κατά την οποία η ποινική δίωξη (για την πράξη της παρ. 1) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Τούτο δε διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο όρος «κομιστής» της επιταγής χρησιμοποιείται στην παραπάνω διάταξη μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Συνεπώς, ως «κομιστής», θεωρείται κατά τη διάταξη αυτή και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Άλλωστε, η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε ήδη από το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 και ορίζεται, πλέον, ρητώς, ότι δικαίωμα υποβολής έγκλησης, έχουν τόσον ο κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Στην ίδια διάταξη προστέθηκε με το παραπάνω άρθρο 15 παρ. 3 Ν 3472/2006, για την άρση κάθε αμφισβήτησης, ότι ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος εξόφλησε την επιταγή δικαιούται να λάβει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες (Ολ.ΑΠ 23,24/2007, ΑΠ 377/2013, 1841/2011, 1353/2011, ΑΠ 287/2008, Εφ.Πειρ. 533/2015, Εφ.Πειρ. 415/2015, Εφ.Πειρ.794/2014, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την πληρότητα ,τέλος του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας επιταγής, απαιτείται, κατ` αρθρ. 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνεται σ` αυτό, 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή (ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41.712, Εφ.Πειρ. 621/2010, Εφ.Αθ. 3835/2009 ΔΕΕ 2010. 1324,1205). Εξάλλου ,κατά τη διάταξη του άρθρου 22 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής », η οποία είναι ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 17 του Ν. 5325/1932 «περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν», τα πρόσωπα, που ενάγονται από την επιταγή, μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις μεταξύ αυτών και του εκδότη ή των προηγούμενων κομιστών της επιταγής, μόνο εάν ο κομιστής κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του οφειλέτη. Η αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη αυτή, από την οποία, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 5960/1933, απορρέει ο αναιτιώδης χαρακτήρας της ενοχής από την επιταγή, του απροβλήτου των ουσιαστικών ενστάσεων κατά την οποία τα πρόσωπα που ευθύνονται από την επιταγή δεν μπορούν να προτείνουν κατά του νόμιμου κομιστή αυτής ενστάσεις, που στηρίζονται στις προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή με τους προηγούμενους κομιστές, κάμπτεται μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση η επιταγή τελούσε κατά την κτήση της σε γνώση της ύπαρξης των ενστάσεων αυτών και με την αποδοχή της μεταβίβασης σε αυτόν της επιταγής ενεργούσε με πρόθεση βλάβης του οφειλέτη. Τέτοια ενέργεια λαμβάνει χώρα, όταν αυτός γνωρίζει κατά την απόκτηση του τίτλου, ότι με τη μεταβίβαση προς αυτόν είναι δυνατόν να ματαιωθεί η προβολή των προαναφερόμενων ενστάσεων και ότι με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η πληρωμή, η οποία χωρίς τη μεταβίβαση αυτή δεν θα πραγματοποιούνταν. Η γνώση του κομιστή είναι απαραίτητο να υφίσταται κατά το χρόνο της οπισθογράφησης σε αυτόν της επιταγής και δεν ασκεί επίδραση η μεταγενέστερη γνώση. Σε περίπτωση δε, που εκείνος κατά του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωμής με τίτλο επιταγή, στην πληρωμή της οποίας ενέχεται, ασκήσει ανακοπή, πρέπει να εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ακολούθως δε πρέπει και να αποδεικνύει, τα περιστατικά αυτά, γιατί η καλή πίστη του κομιστή τεκμαίρεται. Συνακόλουθα, ο οφειλέτης από την επιταγή, εκτός από τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της σχετικής ένστασής του, πρέπει στην ανακοπή του να περιλαμβάνει και τον ισχυρισμό ότι ο κομιστής της επιταγής, κατά το χρόνο της κτήσης αυτής, γνώριζε την ένσταση και επιπλέον αυτός είχε συνείδηση, ότι με την απόκτηση του τίτλου ήταν ενδεχόμενο να υποστεί βλάβη ο οφειλέτης με τη πληρωμή της επιταγής. Συνήθης στην πράξη είναι η έκδοση καταπιστευτικών αξιογράφων, συναλλαγματικής ή επιταγής, που εκδίδονται χάριν εγγύησης. Με τον όρο αυτό νοούνται οι περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες προσπορίζεται μεν η νομική θέση δικαιούχου του τίτλου, συγχρόνως όμως συμφωνείται – ως ένα είδος pactum fiduciale – ότι ο δικαιούχος αυτού κατά ορισμένο μόνο τρόπο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα είναι δυνατό να ενασκήσει το δικαίωμά του από τον τίτλο της επιταγής. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται στον οφειλέτη ένσταση αναβλητική ή ανατρεπτική, κατά τις περιστάσεις, βασιζόμενη στην αιτιώδη (υποκείμενη) σχέση, την οποία αυτός ως ενιστάμενος οφείλει να αποκαλύψει και να αποδείξει. Η ένσταση είναι προσωπική και υπόκειται στον περιορισμό του ως άνωάρθρου 22 του Ν. 5960/1933 (ΑΠ 353/2015, Εφ.Αθ.1326/2017, Εφ.Πειρ. 39/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων -ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε στην από 17-4-2012 (με αρ. καταθ. ……./2012) αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ότι έχει καταστεί εξ αναγωγής κοµιστής των υπ΄αρ. ……… επιταγών της Τράπεζας Πειραιώς, ποσών 10.000 ευρώ, 9.920 ευρώ και 10.285 ευρώ και με ημερομηνία έκδοσης τις 20-1-2009, 10-2-2009 και 25-2-2009, αντίστοιχα, που εξέδοσε ο εναγόμενος, εις διαταγήν της εταιρίας περιορισµένης ευθύνης µε την επωνυµία ‘………΄΄,η οποία οπισθογράφησε τις επιταγές αυτές σε αυτόν (ενάγοντα), που με τη σειρά του τις μεταβίβασε περαιτέρω, δια οπισθογράφησης, στην ανώνυμη εταιρία ‘……….. ‘’, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στην αγωγή. Ότι οι εν λόγω επιταγές δεν πληρώθηκαν, όταν εµφανίστηκαν νοµότυπα από την ως άνω κομίστριά τους προς τούτο, λόγω έλλειψης των αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων από λογαριασμό του εναγομένου στην πληρώτρια τράπεζα, γεγονός που ο τελευταίος γνώριζε ότι συμβαίνει κατά το χρόνο έκδοσης και εμφάνισής τους. Ότι ο ίδιος ο ενάγων πλήρωσε τις τρεις ως άνω επιταγές στην παραπάνω νόµιµη κοµίστριά τους, των οποίων, με τον τρόπο αυτό, έγινε εκ νέου, εξ αναγωγής, πλέον κοµιστής. Ότι, η παραπάνω, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, είχε ως αποτέλεσμα να ζημιωθεί αυτός (ενάγων) κατά τα ποσά των επίδικων επιταγών, ήτοι συνολικά κατά το ποσό των 30.205 ευρώ, το οποίο αναγκάστηκε αυτός να καταβάλει, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, όπως προαναφέρθηκε,και να αναλάβει τις επιταγές αυτές. Ζητούσε δε ακολούθως, με βάση το ιστορικό αυτό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, να του καταβάλει το παραπάνω ποσό ,κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί η προσωπική κράτηση του εναγομένου, διάρκειας ενός έτους, λόγω της αδικοπραξίας του, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης και να επιβληθούν εις βάρος του τελευταίου, τα δικαστικά του έξοδα.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (όπως προκύπτει από το υπ΄αρ. ……../16-4-2013, σειράς VI,τύπου Β, διπλότυπο είσπραξης της Γ Δ.Ο. Υ. Πειραιά µε τα επικολληµένα σε αυτό ένσηµα του ΕΤΑΑ – ΤΑΝ και του ΕΤΑΑ – Τοµέα Υγείας Δικηγόρων Πειραιά), είναι ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, όπως αυτά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ενώ δεν είναι αναγκαίο για το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος που ο ενάγων πλήρωσε τις επίδικες επιταγές στη νόμιμη κομίστρια εταιρία (΄΄. …….) καθιστάμενος, έτσι, ο ίδιος εξ αναγωγής κομιστής, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου, που επικαλείται στον τελευταίο σκέλος του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσής του. Περαιτέρω, η αγωγή είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 79 Ν. 5960/1933, 297, 298,346,914, ΑΚ,951 παρ΄.1 εδ.α, 1047 παρ.1, 176 ΚΠολΔ. Υφίσταται δε ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος ως εξ αναγωγής κομιστή των επίδικων επιταγών, καθώς, σύμφωνα με όσα επίσης αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, δικαιούχος της αποζημίωσης είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε κατά το χρόνο της εμφάνισης της (τελευταίος κομιστής), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται οι εναγόμενος -εκκαλών, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής. Πρέπει, συνεπώς, (η αγωγή), να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της .
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος-εφεσίβλητου, ….. . του .., ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά αυτού, (ο εναγόμενος- εκκαλών δεν επιμελήθηκε την εξέταση μάρτυρα) καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά .
Ο εναγόμενος εξέδωσε στη Νίκαια Αττικής τις υπ΄αρ. ……… επιταγές της Τράπεζας Πειραιώς, ποσών 10.000 ευρώ, 9.920 ευρώ και 10.285 ευρώ και με ημερομηνία έκδοσης 20-1-2009, 10-2-2009 και 25-2-2009, αντίστοιχα, εις διαταγήν της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ΄΄……’’ με χρέωση του υπ΄αρ. …… λογαριασμού, που αυτός διατηρούσε στην ως άνω τράπεζα. Τις εν λόγω επιταγές μεταβίβασε περαιτέρω η παραπάνω εταιρία περιορισμένης ευθύνης, δια οπισθογράφησης στον ενάγοντα, το ποσό των οποίων αφορούσε την αμοιβή του για τεχνικές εργασίες που η επιχείρηση του τελευταίου διενήργησε στο κατάστημα της εταιρίας αυτής, όπως αναφέρει στην κατάθεσή του ο μάρτυρας απόδειξης, ο οποίος εργάζεται, από το έτος 2000, στην επιχείρηση του εναγομένου. Ο ενάγων, με τη σειρά του, οπισθογράφησε τις επίδικες επιταγές στην εταιρία με την επωνυμία ΄΄. ……..΄΄, η οποία τις οπισθογράφησε στην Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε (κατάστημα Άρτας 2400) ως αξία λόγω ενεχύρου, χωρίς ειδοποίηση για μη πληρωμή. Στη συνέχεια, οι ως άνω επιταγές εμφανίστηκαν στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή στις 20-1-2009, 10-2-2009 και 25-2-2009, αντίστοιχα, αλλά αυτές δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εναγόμενου και σφραγίστηκαν, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα όπισθεν του σώματος αυτών. Ακολούθως, η παραπάνω ανώνυμη εταιρία (΄΄. ……) εξόφλησε την παραπάνω τράπεζα και ανέλαβε τα σώματα των επιταγών, και κατέστη, με αυτόν τον τρόπο, νόμιμη εξ αναγωγής δικαιούχος των ποσών αυτών, ενώ, τέλος, ο ενάγων κατέβαλε τα παραπάνω ποσά στην ως άνω εταιρία και ανέλαβε τις επίμαχες επιταγές, καθιστάμενος, έτσι, αυτός, πλέον, νόμιμος κομιστής τους, εξ αναγωγής. Συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, το αδίκημα του άρθρου 79 Ν. 1560/1933 έχει συντελεστεί κατά την ως άνω ημερομηνία που εμφανίστηκαν οι επιταγές και δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στον ως άνω λογαριασμό, πράγμα που γνώριζε ο εκδόσας αυτές εναγόμενος, τουλάχιστον ως ενδεχόμενο, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης προς πληρωμή, δεδομένου, μάλιστα, ότι, όπως καταθέτει κι ο ως άνω μάρτυρας του ενάγοντος και δεν αντικρούστηκε από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως έμαθαν από την τράπεζα, ο εναγόμενος, αρκετούς μήνες πριν την έκδοση των επίδικων επιταγών, είχε προβλήματα με την κάλυψη κι άλλων επιταγών του. Η παραπάνω δε παράνομη και υπαίτια (αδικοπρακτική) συμπεριφορά του εναγομένου, είχε ως αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο ενάγων ως νόμιμος εξ αναγωγής δικαιούχος, των ως άνω επιταγών κατά την αξία αυτών ήτοι κατά το συνολικό ποσό των 30.205 ευρώ (10.000 + 9.920 + 10.285 ευρώ), το οποίο οφείλει, κατά τα προαναφερθέντα, να καταβάλει, στον ενάγοντα.
Ο εναγόμενος-εκκαλών ισχυρίζεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, ότι δεν οφείλει τα ποσά των επιταγών, διότι αυτές εκδόθηκαν από τον ίδιο, εις διαταγήν της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία ΄΄……..΄΄, ως εγγύηση , κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση, κι ως εκ τούτου ο ενάγων-εφεσίβλητος προέβη σε καταχρηστική άσκηση της αγωγής του. Όμως, πέραν του ότι ο παραπάνω ισχυρισμός του εναγομένου (περί εγγύησης) δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο (έγγραφο ή μάρτυρα), σε κάθε περίπτωση η ένσταση αυτή, η οποία ανήκει στις προσωπικές ενστάσεις και ως τέτοια ,σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 22 του νόμου 5960/1933 δηλ. δεν μπορεί να αντιταχθεί από τον εκδότη ή άλλον υπόχρεο προς πληρωμή των επιταγών, κατά του καλόπιστου κομιστή εξ οπισθογράφησης, η καλή πίστη του οποίου τεκμαίρεται, ανεξάρτητα αν κατέστη τέτοιος εξ αναγωγής ή όχι, παρά μόνο αν ο υπόχρεος- εναγόμενος επικαλεστεί και αποδείξει ότι ο κομιστής αυτός και εν προκειμένω ο ενάγων, γνώριζε ότι οι επιταγές αυτές είχαν δοθεί χάριν εγγυήσεως και ότι είχε πρόθεση βλάβης του (εναγομένου), πράγμα που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς ούτε ο εναγόμενος επικαλείται, τουλάχιστον ορισμένως, κάτι τέτοιο, αλλά ούτε προέκυψε και από την αποδεικτική διαδικασία. Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται, με βάση τα αναφερόμενα παραπάνω από τον εναγόμενο περιστατικά, καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος. Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός του εναγόμενου – εκκαλούντος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος.
Περαιτέρω, η βραχυχρόνια παραγραφή των 6 μηνών, από την λήξη της προθεσμίας προς εμφάνιση των επιταγών, που προβλέπεται από το άρθρο 52 του ν. 5960/1933, την οποία επικαλείται ο εναγόμενος με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, αφορά την εκ της επιταγής αξίωση και όχι την αξίωση εξ αδικοπραξίας, όπως η ένδικη, για την οποία ισχύει η προβλεπόμενη από το άρθρο 937 ΑΚ πενταετής παραγραφή, από της εκ μέρους του παθόντος (ενάγοντος) γνώσης της ζημίας και του υπόχρεου (βλ. και Εφ.Λαρ.42/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός του είναι, επίσης, απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Δεδομένου δε ότι, από την εμφάνιση των τριών ένδικων επιταγών προς πληρωμή, που έλαβε χώρα, όπως προαναφέρθηκε, στις 20-1-2009, 10-2-2009 και 25-2-2009, αντίστοιχα, και κατόπιν τούτου, ο ενάγων, κατέβαλε την αξία τους, καθιστάμενος εξ αναγωγής κομιστής, (οπότε υπέστη και την αντίστοιχη με την αξία αυτή, ζημία), μέχρι την επίδοση στον εναγόμενο της ένδικης αγωγής, που έγινε στις 2-5-2012, (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), έχει παρέλθει διάστημα πολύ μικρότερο της πενταετίας, οπότε η ένδικη αξίωση δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος με τον ως άνω λόγο της έφεσης .
Κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, να γίνει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς το ως άνω ποσό της αξίας των επίδικων επιταγών (συνολικά 30.205 ευρώ) και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, έως την εξόφληση. Πρέπει, επίσης, ενόψει του ότι η απαίτηση είναι μεγαλύτερη των 30.000 ευρώ, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του εναγομένου, διάρκειας δύο (2) μηνών, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, σύμφωνα και με τα όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, λόγω της αδικοπραξίας που τέλεσε, ενόψει του βαθμού υπαιτιότητας του, της περιουσιακής του κατάστασης, και των εν γένει συνθηκών.
Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, του ενάγοντος – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εναγομένου –εφεσίβλητου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσίαν.
Διατάσσει την απόδοση των αναφερομένων στο σκεπτικό παραβόλων στον εκκαλούντα .
Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 1899/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 17-4-2012 (υπ’αρ. εκθ. κατάθεσης ……/2012) αγωγή.
Δέχεται αυτήν.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα χιλιάδων διακοσίων πέντε (30.205) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, έως την εξόφληση .
Απαγγέλλει εναντίον του εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.
Επιβάλλει σε βάρος του εναγόμενου-εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος- εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ .
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 29 Ιουλίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ