Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 227/2019

Σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών σε Μαρίνα (τουριστικό λιμένα). Νομική φύση, υλική αρμοδιότητα για τις αναφυόμενες διαφορές και διαδικασία εκδικάσεώς τους. Το αντάλλαγμα που λαμβάνει ο φορέας διαχείρισης του τουριστικού λιμένα (τέλος ελλιμενισμού) καθορίζεται από αυτόν και υπόκειται σε διοικητική έγκριση, οφείλεται δε για την παροχή της δυνατότητας χρήσεως της θέσης ελλιμενισμού, ανεξαρτήτως αν ο μισθωτής τη χρησιμοποιεί πράγματι ή αν, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αδυνατεί ή δεν θέλει να τη χρησιμοποιήσει. Ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων έχει ισχύ νόμου και προβλέπει ότι αν ο πλοιοκτήτης ή ο κυβερνήτης του σκάφους που ελλιμενίζεται δεν δηλώσει εγγράφως στο φορέα διαχείρισης του λιμένα ότι προτίθεται να αναχωρήσει οριστικά, η χρέωσή του νομίμως εξακολουθεί μέχρι τη λήξη της συμβατικής διάρκειας. Επιπλέον, κατά τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας της Μαρίνας Ζέας, ο φορέας διαχείρισης δικαιούται να επιμισθώσει τη θέση ελλιμενισμού όταν το σκάφος που τη μίσθωσε απουσιάζει, χωρίς ο πλοιοκτήτης του να δύναται να αξιώσει μείωση μισθώματος ή οποιαδήποτε άλλη αποζημίωση εκ του λόγου αυτού. Η ρύθμιση παρεκκλίνει από τον ενδοτικού δικαίου κανόνα του άρθρου 596 εδαφ. β ΑΚ και, αν περιληφθεί στη σύμβαση ελλιμενισμού, συνιστά κατ’ ουσίαν παραίτηση του μισθωτή από το δικαίωμα συμψηφισμού του οφέλους του εκμισθωτή από την κατ’ άλλο τρόπο χρήση του μισθίου διαρκούσης της μισθώσεως. Στην ίδια περίπτωση είναι αλυσιτελής η εκ μέρους του μισθωτή επίκληση συντρέχοντος πταίσματος του εκμισθωτή που μολονότι ευχερώς ηδύνατο εντούτοις δεν αποκόμισε τέτοιο όφελος δια της παραχώρησης της χρήσης της θέσης ελλιμενισμού σε τρίτον κατά την απουσία του μισθωτή. Πάντως, αν ο πλοιοκτήτης δεν αποδέχεται το τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της Μαρίνας σύμβαση δεν καταρτίζεται, διότι ελλείπει συμφωνία ως προς ουσιώδη όρο αυτής. Αν συμφωνηθεί ειδικό [εκπτωτικό] τιμολόγιο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η σύμβαση ελλιμενισμού έχει ορισμένη διάρκεια και μετά τη λήξη της δεν εξακολουθεί νομίμως η χρέωση του μισθωτή που έπαυσε να χρησιμοποιεί τη θέση ελλιμενισμού, ανεξαρτήτως αν αναχώρησε χωρίς να ειδοποιήσει το φορέα διαχείρισης. Σε περίπτωση μεταβολής του φορέα της πλοιοκτησίας εξ επαχθούς αιτίας για την εξόφληση των τελών ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πωλητή του σκάφους και ο αγοραστής. Περιστατικά. Δέχεται εν μέρει την έφεση και την αγωγή περί καταβολής τελών ελλιμενισμού

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός       227/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  ΚΔ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η ένδικη από 9.8.2017 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………… και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……….), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 3504/17.7.2017 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών και δέχθηκε στο σύνολό της την από 6.3.2014 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……..) της ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της, συνοδευόμενου από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 31.8.2017 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ALPHA BANK), στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου (άρθρα 495, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 499 και 518 §§ 1 ΚΠολΔ), αφού η κατάθεσή της πραγματοποιήθηκε εντός των νόμιμων χρονικών ορίων από τη, με παραγγελία της εφεσίβλητης, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στους εκκαλούντες στις 20.7.2017, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ……. δύο [2] εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, σε καθεμία από τις οποίες έχει επισυναφθεί έκθεση εγχειρίσεως και βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής θυροκολληθέντος δικογράφου. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η εφεσίβλητη, μισθώτρια του Τουριστικού Λιμένα …….. και παραχωρησιούχος των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου της εκεί ευρισκόμενης Μαρίνας επικαλέστηκε τους γενικούς και ειδικούς κανονιστικούς όρους που διέπουν τη λειτουργία της και τη νομιμοποιούν να αξιώνει τέλη ελλιμενισμού για την παροχή της χρήσης των εγκαταστάσεών της από τους εκάστοτε πλοιοκτήτες των ελλιμενιζόμενων σκαφών και τους νομίμους εκπροσώπους τους και ενήγαγε, κατά την τακτική διαδικασία, την αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………», πλοιοκτήτρια από τις 25.5.2012 του υπό φιλανδική έκτοτε σημαία ιδιωτικού σκάφους αναψυχής Κ. και ειδική διάδοχο στην πλοιοκτησία του της αναφερόμενης ημεδαπής κεφαλαιουχικής εταιρίας και τον ………, νόμιμο εκπρόσωπο της ειδικής διαδόχου και ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να της καταβάλουν α] χρηματικό ποσό δεκατριών χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα ευρώ (13.530 €) για ανεξόφλητα τέλη ελλιμενισμού του εν λόγω σκάφους γεννηθέντα κατά τη χρονική περίοδο από 1.4.2013 έως 28.2.2014 και οφειλόμενα δυνάμει άτυπης σύμβασης αόριστης διάρκειας που η ενάγουσα συνήψε με την πρώτη εναγόμενη στις 25.5.2012 για τον ελλιμενισμό του εν λόγω σκάφους στις εγκαταστάσεις της αντί μηνιαίου ανταλλάγματος (τέλους), προκαταβαλλόμενου εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, το οποίο κατόπιν χορηγηθείσας εκπτώσεως ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από τη σύναψη της συμβάσεως και έως και το έτος 2013 σε χίλια ευρώ (1.000 €), πλέον του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και β] χρηματικό ποσό τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (4.368,08 €), που αντιστοιχούσε σε υπόλοιπο τελών ελλιμενισμού του ιδίου σκάφους της περιόδου από 1.9.2011 έως και 24.5.2012, οφειλομένων από την ως άνω δικαιοπάροχο της πρώτης εναγομένης, όπως το ποσό αυτό διαμορφώθηκε μετά από μερική άφεση του προκύψαντος μεγαλύτερου χρέους εκείνης, επελθούσα με την από 29.3.2013 συμφωνία των διαδίκων, το ακριβές περιεχόμενο της οποίας προσδιορίζει η ενάγουσα στην αγωγή της, είχε δε εκθέσει στους αντιδίκους της και προηγουμένως όταν τους προσκάλεσε στις 25.4.2013 εξωδίκως, πλην ακάρπως, στην εξόφλησή του. Επί του συνολικού κεφαλαίου της απαιτήσεώς της (ύψους δεκαεπτά χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών [17.898,08 €]) η ενάγουσα ζήτησε νομίμους τόκους με αφετηρία την ημέρα που το κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέφασκε τη διεθνή δικαιοδοσία του ως προς τη πρώτη εναγόμενη, έκρινε ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο και, αφού διέταξε την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, αντί της τακτικής κατά την οποία είχε εσφαλμένως εισαχθεί, απέρριψε ως αβάσιμες τις ενστάσεις των εναγομένων περί απαλλαγής τους κατ’ άρθρο 596 εδαφ. β ΑΚ, συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας ως προς την πρόκληση και την έκταση της επικαλούμενης ζημίας της και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματός της και με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή στο σύνολό της. Την κρίση αυτή μέμφονται ήδη με την ένδικη έφεσή τους οι εναγόμενοι ως προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και τη συνολική απόρριψη της εναντίον τους αγωγής.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 29 § 1 του Ν. 2160/1993 «Ρυθμίσεις για τον Τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 118/19.7.1993) τουριστικός λιμένας είναι ο χερσαίος και θαλάσσιος χώρος που προορίζεται κατά κύριο λόγο για τον ελλιμενισμό σκαφών αναψυχής και ναυταθλητισμού, τον οποίο και υποστηρίζει λειτουργικά. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών σε τέτοιους λιμένες (Μαρίνες) θεωρείται σύμβαση μίσθωσης ακινήτου (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, Fonden Marselisborg Lystbadehavn κατά Skatteministeriet και Skatteministeriet κατά Fonden Marselisborg Lystbadehavn, σκέψη 36, Συλλογή 2005.Ι.1527, δημοσιευμένη και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και κατά τη νομική της φύση αποτελεί σύμβαση ενοχική, διαρκή και αμφοτεροβαρή, διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ. 126/2017, ΔΕΕ 2017/801, ΜονΕφΠειρ. 585/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 734/2013, ΔΕΕ 2014/984, ΕφΑθ. 10868/1988, ΑρχΝ 1989/426) και από το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας και έχει ισχύ νόμου (ΕφΠειρ. 605/2010, ΔΕΕ 2011/220, Μ. Μπάκαβου/Φ. Φωτόπουλος, Περί Λιμένων, Μαρίνες – Αγκυροβόλια – Τουριστικά – Αλιευτικά καταφύγια, 2017, σελ. 223), δεδομένου ότι εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 1323/16.9.2003), οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 § 1 εδαφ. β, 16 αρ. 1 και 29 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 και κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (ΜονΕφΠειρ. 847/2014, ΔΕΕ 2015/411) των άρθρων, πιο πριν 648 επομ. και ήδη, μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, 614 περ. 1 και 615 επομ. του ΚΠολΔ. Για τη σύναψη της σύμβασης ελλιμενισμού οι, ειδικότερες των κοινών, διατάξεις του ως άνω Γενικού Κανονισμού προβλέπουν ότι «Η δυνατότητα ελλιμενισμού παρέχεται κατόπιν αποδοχής από το φορέα διαχείρισης [δηλαδή το νομικό πρόσωπο που έχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του τουριστικού λιμένα] σχετικού αιτήματος και σύναψης σχετικής συμφωνίας κατά την οποία ο αιτών αποδέχεται τον παρόντα Κανονισμό, τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του τουριστικού λιμένα και το εγκεκριμένο τιμολόγιο αυτού» (άρθρο 7.2) και ότι «Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα» (άρθρο 8.2). Αντικείμενο της σύμβασης που συνάπτεται είναι η έναντι ανταλλάγματος παραχώρηση του δικαιώματος ελλιμενισμού ενός σκάφους στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) και η παροχή προς αυτό των υπηρεσιών, ευκολιών και εξυπηρετήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2.1 του Γενικού Κανονισμού, ενώ αντισυμβαλλόμενος του φορέα διαχείρισης είναι ο πλοιοκτήτης, ο κυβερνήτης, ο εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους (σημεία 1 και 4 του άρθρου 8). Η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως και, καταρχήν, έχει ορισμένη διάρκεια, αφού η θέση ελλιμενισμού μπορεί να μισθώνεται είτε για ένα έτος είτε επί μηνιαίας βάσεως είτε ακόμη για βραχύτερη περίοδο, δηλαδή για μία ή και περισσότερες ημέρες (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, ο.π., σκέψεις 8 – 14), δύναται, όμως, μετά τη λήξη της ορισμένης διάρκειάς της να παραταθεί και με άτυπη ακόμα συμφωνία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφόσον ο φορέας διαχείρισης εξακολουθεί να παρέχει τη δυνατότητα ελλιμενισμού του σκάφους στις εγκαταστάσεις του τουριστικού λιμένα και ο αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να αποδέχεται τους όρους της λειτουργίας της Μαρίνας και το εγκεκριμένο τιμολόγιο για την παροχή των υπηρεσιών που απολαμβάνει. Το αντάλλαγμα που οφείλεται για την παραχώρηση στο σκάφος της χρήσης των εγκαταστάσεων του τουριστικού λιμένα, που καλείται τέλος ελλιμενισμού, αποτελεί αντικειμενικώς ουσιώδες στοιχείο (essentiale) της ομώνυμης σύμβασης και καθορίζεται βάσει τιμολογίου, το οποίο καταρτίζει ο φορέας διαχείρισης της Μαρίνας και εγκρίνεται με υπουργική απόφαση (άρθρο 2.3 εδαφ. β). Το τιμολόγιο αυτό καθορίζει το τέλος για κάθε ελλιμενιζόμενο σκάφος με κριτήρια το μέγεθός του σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια της σύμβασης, την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από το λιμένα εξυπηρετήσεις (βλ. σχετ. Β. Κορμπή, Οι τουριστικοί λιμένες – Το θεσμικό πλαίσιο και η σχετική νομολογία, σε ΝοΒ 2004/1960 επομ. [1968]), η δε διοίκηση του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα νομιμοποιείται να προβαίνει σε εκπτώσεις όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν και το κρίνει απαραίτητο. Υπόχρεος για την καταβολή των τελών ελλιμενισμού και των λοιπών δικαιωμάτων του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα είναι ο πλοιοκτήτης ή, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, και ο νόμιμος εκπρόσωπός του ατομικά, καθώς και ο χρήστης του σκάφους, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης (άρθρο 2.4 του Γενικού Κανονισμού). Η ευθύνη των προσώπων αυτών για την καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος ανακύπτει από την παράδοση της χρήσης του πράγματος και, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ, εξακολουθεί καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που παραμένει υφιστάμενη η δυνατότητα της χρήσεώς του, ανεξαρτήτως αν ο μισθωτής χρησιμοποιεί πράγματι τη θέση ελλιμενισμού ή αν, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αδυνατεί ή δεν θέλει να τη χρησιμοποιήσει (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1730/2013, ΧρΙΔ 2014/277, ΑΠ 2035/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 585/1997, Δνη 1998/112, ΤριμΕφΠειρ. 126/2017, ο.π., ΤριμΕφΛαρ. 95/2012, Δικογραφία 2012/494, ΕφΠειρ. 481/2001, ΕΔΠ 2003/352, Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, ΙΙ, 2013, § 28.3, αρ. 18, σελ. 90 επομ., Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος Ι, 2004, § 24, αρ. 34, σελ. 327, Κ. Καυκάς, Ενοχικόν Δίκαιον, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Ειδικόν Μέρος, τόμος Α, 1955, άρθρο 596, § 2, σελ. 269). Η υποχρέωση καταβολής του τέλους για θέση ελλιμενισμού, η οποία έπαυσε να χρησιμοποιείται, είναι συμβατική και προϋποθέτει ότι η συμφωνία από την οποία απορρέει εξακολουθεί να έχει υπόσταση και να παράγει ενοχή και τούτο συμβαίνει για όσο χρόνο εξακολουθεί η σύμπτωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων επί όλων των ουσιωδών όρων της σύμβασης. Αν κατά τη διάρκειά της ανακύψει διαφωνία επί ουσιώδους όρου, όπως είναι το οφειλόμενο από τον πλοιοκτήτη τέλος ελλιμενισμού, η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί από αυτόν, που δικαιούται να εξοφλήσει τις μέχρι τότε οφειλές του και να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα χωρίς να έχει στο εξής άλλη υποχρέωση, εφόσον τηρήσει τις ειδικότερες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Γενικό Κανονισμό και συγκεκριμένα εφόσον γνωστοποιήσει εγκαίρως και εγγράφως τις προθέσεις του στο φορέα διαχείρισης της Μαρίνας (άρθρο 8.9), οπότε η σύμβαση λύνεται αζημίως γι’ αμφότερα τα μέρη. Αν σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ορισμένης διάρκειας της αρχικής σύμβασης, που έχει πλέον καταστεί αορίστου χρόνου, η διαφωνία των μερών ως προς το ύψος του τέλους ελλιμενισμού διευθετηθεί με νέα συμφωνία τους, στην οποία οι συμβαλλόμενοι προσδώσουν περιορισμένη χρονική ισχύ, η αορίστου χρόνου σύμβαση ελλιμενισμού τρέπεται εφεξής σε ορισμένης διάρκειας και, αν κάτι άλλο δε συμφωνηθεί, λύνεται με την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε, αφού έκτοτε επί ενός από τα essentialia negotii της συμβάσεως (του τέλους ελλιμενισμού) επανεπιβεβαιώνεται η σχετική και προσωρινώς αρθείσα διαφωνία των μερών και ανακύπτει διάσταση των βουλήσεών τους, που έχει ως αποτέλεσμα την ανυπαρξία συμβάσεως (negotium non existens, ΑΠ 882/2010, ΔΕΕ 2010/1210 = Ε7 2012/766, ΑΠ 1638/2001, ΧρΙΔ 2002/23 = Δνη 2002/767, ΕφΑθ. 5892/2011, Δνη 2012/1611, Μ. Καράσης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Γενικές Αρχές, Τόμος Ιβ, δεύτερη έκδοση [2016], άρθρο 195, αρ. 5, σελ. 790, Κ. Παντελίδου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2016, § 7, αρ. 90, σελ. 327, Δ. Κλαβανίδου, σε Δ. Παπαστερίου/Δ. Κλαβανίδου, Δίκαιο της δικαιοπραξίας, 2008, § 34, αρ. 3, σελ. 214, Α. Γαζής, γνμδ σε ΝοΒ 1999/202 επομ., Ι. Σπυριδάκης, Essentialia, naturalia, accidentalia negotii, NoB 1994/1 επομ.). Τέλος, η άφεση χρέους αποτελεί κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 454 ΑΚ σύμβαση, συναπτόμενη με την αποδοχή εκ μέρους του οφειλέτη της ρητής ή σιωπηρής, συναγόμενης έστω από τις περιστάσεις πλην όμως σαφώς και αναμφιβόλως, δήλωσης του δανειστή ότι θεωρεί το χρέος εξοφλημένο (ΤριμΕφΑθ. 901/2015, Δνη 2016/473 = Αρμ. 2016/799, ΜονΕφΘεσ. 1015/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 495/2008, ΑχΝομ. 2009/99), που καταρτίζεται καταρχήν ατύπως (ΜονΕφΛαρ. 70/2015, Δικογραφία 2016/701) και επιφέρει με τη σύναψή της αμέσως την απόσβεση της ενοχής που αφίεται (ΑΠ 1694/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την έννοια της δυνατότητας του οφειλέτη με την επίκληση και την απόδειξή της να αποκρούσει αποτελεσματικά την αξίωση του δανειστή, αν αυτός επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της αξιώσεώς του στη λήψη της αρχικής παροχής (ΑΠ 934/2014, ΧρΙΔ 2014/732, ΑΠ 426/2004, ΧρΙΔ 2004/700 = ΝοΒ 2005/684 = Δνη 2006/166 = ΕΤρΑξΧρΔ 2005/154), χωρίς μάλιστα το κύρος της αφέσεως να εξαρτάται από την αιτία για την οποία τα μέρη θέλησαν την απόσβεση της αρχικής ενοχής (ΑΠ 300/2007, ΝοΒ 2007/2063).

  1. IV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως ………., υποδιευθυντή της ενάγουσας και την ανώμοτη εξέταση του δευτέρου εναγομένου, το περιεχόμενο των οποίων περιλαμβάνεται απομαγνητοφωνημένο στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες τους, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια, οι οποίες συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως που καταρτίστηκε στην Αθήνα στις 23.12.2002 μεταξύ της ενάγουσας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….», η δεύτερη παραχώρησε στην πρώτη τη χρήση και την εκμετάλλευση του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου του τουριστικού λιμένα … από την 1.1.2003 και για σαράντα [40] έτη. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 της σύμβασης αυτής στο δικαίωμα εκμεταλλεύσεως συμπεριλαμβάνεται και η είσπραξη των τελών που οφείλονται για τον ελλιμενισμό σκαφών αναψυχής, που ναυλοχούν στις εγκαταστάσεις της Μαρίνας …. και αποτελούν το αντάλλαγμα για την παραχώρηση της χρήσης των εγκαταστάσεων αυτών και για την παροχή των ευκολιών και εξυπηρετήσεων που περιγράφονται στο άρθρο 5 του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα …., που εγκρίθηκε με την, εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 και νομίμως δημοσιευθείσα (ΦΕΚ Β 1.476/28.7.2008) υπ’ αριθμ. 14.350/11.7.2008 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης. Υπόχρεοι για την καταβολή των τελών και των δικαιωμάτων της Μαρίνας είναι, σύμφωνα και με τις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 4.5 του Ειδικού Κανονισμού, τα ίδια πρόσωπα που ευθύνονται και κατά το άρθρο 4.2 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων. Σε περίπτωση μεταβολής, εξ επαχθούς αιτίας, του φορέα της πλοιοκτησίας (αλλαγής της ιδιοκτησίας) σκάφους που ελλιμενίζεται στον Τουριστικό Λιμένα της …. ο Ειδικός Κανονισμός του επαναλαμβάνει στο άρθρο 7.5 αυτού την ταυτόσημου περιεχομένου ρύθμιση του άρθρου 8.5 του Γενικού Κανονισμού, που καθιστά συνυπόχρεο για την εξόφληση των οφειλών του σκάφους που είχαν γεννηθεί πριν από αυτήν τον αγοραστή, ευθυνόμενο μάλιστα εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με τον πωλητή για την αποπληρωμή κάθε απαιτήσεως του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα από τη σύμβαση που είχε συνάψει με τον προηγούμενο πλοιοκτήτη. Περαιτέρω, στο άρθρο 8.9 του Γενικού Κανονισμού ορίζεται ότι «Εάν το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα, ο ιδιοκτήτης, κυβερνήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, υποχρεούται να το δηλώσει εγγράφως και εγκαίρως στο φορέα διαχείρισης άλλως ο φορέας διαχείρισης δε φέρει ευθύνη για την χρέωση του σκάφους μέχρι να ενημερωθεί εγγράφως για την οριστική αναχώρηση αυτού» και ανάλογη ρύθμιση περιλαμβάνεται στο άρθρο 3.25 του Ειδικού Κανονισμού, όπου ορίζεται ότι «Σε περίπτωση οριστικής αναχώρησης σκάφους από το λιμένα πρέπει να ενημερώνεται έγκαιρα η Διεύθυνση με δήλωση του πλοιοκτήτη ή κυβερνήτη του σκάφους για την ημερομηνία αναχώρησης καθώς και ότι δεν επιθυμεί πλέον να ελλιμενίζεται στον τουριστικό λιμένα». Συναφείς προβλέψεις περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3.24 και 4.7 του Ειδικού Κανονισμού, που ορίζουν αντιστοίχως ότι «Σε περίπτωση απουσίας σκάφους από τη θέση του, το γραφείο αγκυροβολίας έχει δικαίωμα να ελλιμενίζει στη θέση του κάποιο άλλο σκάφος, χωρίς το σκάφος που απουσιάζει να δύναται να αξιώσει μείωση μισθώματος ή οποιαδήποτε άλλη αποζημίωση εκ του λόγου αυτού» και ότι «Ημέρες απουσίας των σκαφών από τον λιμένα περιλαμβάνονται στη συμφωνηθείσα χρέωση αυτών για τον αντίστοιχο χρόνο παραμονής, προκειμένου τα σκάφη να διατηρούν το δικαίωμα ελλιμενισμού στο λιμένα. Η χρέωση των σκαφών αυτών διακόπτεται μόνο στην περίπτωση που ειδοποιηθεί εγγράφως η Διεύθυνση του λιμένα από τον ιδιοκτήτη ή τον κυβερνήτη του σκάφους ότι δεν επιθυμούν τη διατήρηση του δικαιώματος ελλιμενισμού από την ημέρα υποβολής της πιο πάνω έγγραφης ειδοποίησης και μετά». Με τις διατάξεις αυτές, που συμπορεύονται καταρχήν προς τα γενικώς ισχύοντα στις μισθωτικές συμβάσεις, στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, το μίσθωμα οφείλεται ως αντάλλαγμα για την παροχή της δυνατότητας χρήσης του μισθίου και δεν εξαρτάται από την πραγματική χρήση του, επιρρίπτεται ο κίνδυνος από την προσωρινή ή οριστική εγκατάλειψη του μισθίου πριν τη λήξη της ορισμένης ή αόριστης διάρκειας της σύμβασης ελλιμενισμού στον μισθωτή – πλοιοκτήτη, ο οποίος, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής των τελών ελλιμενισμού, οφείλει να γνωστοποιήσει στο φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα την πρόθεσή του να απομακρύνει το σκάφος του από τις εγκαταστάσεις της Μαρίνας και να παραιτηθεί έτσι από το δικαίωμά του να διατηρεί θέση ελλιμενισμού μόνιμα καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβατικής ισχύος. Η γνωστοποίηση αυτή, για λόγους που σχετίζονται με την ασφάλεια των συναλλαγών, πρέπει να περιβληθεί τον έγγραφο τύπο, η έλλειψη του οποίου απαλλάσσει τον εκμισθωτή από την ευθύνη για την εξακολούθηση της χρέωσης του πλοιοκτήτη με τα τέλη ελλιμενισμού του σκάφους που αναχώρησε, χωρίς καταρχήν ο τελευταίος να διατηρεί το δικαίωμα της δι’ άλλων μέσων ανταποδείξεως του γεγονότος ότι, πριν την αναχώρηση του σκάφους του, είτε γνωστοποίησε την πρόθεσή του στο φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα είτε αυτή έγινε γνωστή στον αντισυμβαλλόμενό του με άλλον τρόπο. Περαιτέρω, στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας ελλιμενιζόταν ήδη από το έτος 2004 τουλάχιστον, όπως συνομολογείται, το μηχανοκίνητο σκάφος αναψυχής Κ. (Κ.), μήκους είκοσι έξι μέτρων και εξήντα τεσσάρων εκατοστών (26,64 μ.), πλάτους επτά μέτρων και πενήντα έξι εκατοστών (7,56 μ.), μέγιστου βυθίσματος τριών μέτρων και σαράντα έξι εκατοστών (3,46 μ.) και μεταφορικής ικανότητας έως δέκα [10] επιβατών, το οποίο είχε κατασκευαστεί από ξύλο στην Ιταλία το έτος 1982 από τον Οίκο «Cantieri Di Pisa» και έφερε τρεις [3] πετρελαιοκινητήρες εσωτερικής καύσεως, που κατασκευάστηκαν το ίδιο έτος (1982) από το γερμανικό εργοστάσιο Motoren und Turbinen Union (MTU), τύπου 12Υ 331 ΤC 92, ισχύος εκάστου χιλίων πεντακοσίων (1.500) ίππων, όσης και η μέγιστη ισχύς του, που του παρείχαν δυνατότητα να αναπτύξει ταχύτητα έως τους τριάντα έναν [31] κόμβους. Το εν λόγω σκάφος κατά το έτος 2004 και μέχρι τις 25.2.2012 ήταν εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο του λιμένα του Πειραιώς με αριθμό νηολογίου ……, έφερε ελληνική σημαία και ανήκε στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στην …, επί της οδού …….., εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», η οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …….. συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς και πρώην Αθηνών ………, που καταχωρήθηκε στα Βιβλία Εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμούς …….. (γενικό) και ……. (ειδικό) στις 13.11.2002 και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ 11.502/13.11.2002, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), είχε συσταθεί μεταξύ του ……… (πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγομένων στην παρούσα αντιδικία), της …….. και του ………, για τριάντα [30] έτη, με εταιρικό κεφάλαιο διακοσίων χιλιάδων εκατό ευρώ [200.100 €], διαιρούμενο σε ισάξια εταιρικά μερίδια, η αξία του 80% των οποίων καταβλήθηκε από τον πρώτο ανωτέρω για τη σύστασή της συμβληθέντα και με εταιρικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την αγορά και τη διαχείριση του ιδιόκτητου σκάφους ή πλοίου. Η εταιρία αυτή, της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι ορίστηκαν από κοινού οι ……. και …….., λύθηκε στις 5.10.2012 με απόφαση των τότε εναπομεινάντων εταίρων της, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. …….. πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο [ΓΕΜΗ] με κωδικό αριθμό ……, η δε σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. …… τεύχος ΑΕ – ΕΠΕ και ΓΕΜΗ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, ενώ εκκαθαριστής της ορίστηκε ο προαναφερθείς ……… Στο μεταξύ, δυνάμει της από 1ης.1.2011 συμβάσεως ελλιμενισμού που κατήρτισαν εγγράφως οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ως άνω πλοιοκτήτριας του σκάφους και της ενάγουσας, το σκάφος Κ. συμφωνήθηκε να ελλιμενίζεται στις εγκαταστάσεις της Μαρίνας ….. καθ’ ολόκληρο το έτος 2011, αντί συνολικού ετήσιου μισθώματος που ορίστηκε στο χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων επτακοσίων είκοσι ευρώ (6.720 €) και, επιμεριζόμενο σε μηνιαία βάση, αντιστοιχούσε τέλος ύψους πεντακοσίων εξήντα ευρώ (560 €), απαλλασσόμενο από ΦΠΑ, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το τότε ισχύον διοικητικώς εγκεκριμένο τιμολόγιο της ενάγουσας το μηνιαίο τέλος για τον ελλιμενισμό του θα έπρεπε με βάση τις διαστάσεις του να ανέρχεται σε χίλια πεντακόσια ογδόντα τρία ευρώ (1.583 €), πλέον ΦΠΑ. Ο καθορισμός ελαττωμένου του μισθώματος συνομολογείται ότι οφείλεται στο γεγονός ότι το σκάφος Κ. είχε κατά το χρόνο εκείνο άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, την οποία είχε λάβει κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2743/1999 «Πλοία αναψυχής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 211/13.10.1999). Όμως, κατά τη διάρκεια ισχύος της μισθώσεως, στις 3.10.2011, εκδόθηκε η με αριθμό Φ.3344.2/443/2011 διαπιστωτική απόφαση του Τμήματος Θαλάσσιου Τουρισμού της Διεύθυνσης Θαλάσσιων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση της τότε πλοιοκτήτριας περί ανακλήσεως της επαγγελματικής του άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 19 § 2 του Ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση – Θέματα αρμοδιότητας Υπουργείων Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης» (ΦΕΚ Α 180/22.8.2011). Μέχρι τις 31.8.2011 δεν (προκύπτει ότι) υπήρχαν ανεξόφλητες οφειλές της πλοιοκτήτριας προς την ενάγουσα από τον ελλιμενισμό του σκάφους Κ., η απώλεια της επαγγελματικής άδειας του σκάφους, όμως, είχε ως αποτέλεσμα την υπαγωγή του στην κατηγορία των ιδιωτικών σκαφών αναψυχής, την εφαρμογή στο εξής του ισχύοντος τιμολογίου της ενάγουσας, χωρίς την έκπτωση που πιο πριν δικαιούταν η πλοιοκτήτριά του ως μέλος της «….» (…..) και τη χρέωσή της του λοιπού με μηνιαία τέλη ελλιμενισμού ύψους χιλίων πεντακοσίων ογδόντα τριών ευρώ (1.583 €), πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ εκ ποσοστού 23%, δηλαδή συνολικού ποσού χιλίων εννιακοσίων σαράντα επτά ευρώ και εννέα λεπτών (1.947,09 €). Στη συνέχεια, το σκάφος αυτό μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα στις 25.5.2012 στην πρώτη εναγόμενη εταιρία, που έχει συσταθεί κατά την εμπορική νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου και νηολογήθηκε αυθημερόν στο λιμένα του Ελσίνκι της Φιλανδίας με αριθμό νηολογίου ΑΑ …., φέρον έκτοτε φιλανδική σημαία, χωρίς, όμως, να παύσει να ελλιμενίζεται στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας. Κατά το χρόνο μεταβολής της πλοιοκτησίας του, από τη σύμβαση ελλιμενισμού του υπήρχαν ανεξόφλητες απαιτήσεις της εκμισθώτριας – ενάγουσας, συνολικού ύψους δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων πέντε ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (12.305,17 €), οι οποίες κατά τους γενικούς και ειδικούς κανονιστικούς της λειτουργίας της όρους, που προαναφέρθηκαν, βάρυναν τη νέα πλοιοκτήτρια εις ολόκληρον με τη δικαιοπάροχό της. Οι οφειλές αυτές περιελάμβαναν: α] χρηματικό ποσό πεντακοσίων εξήντα ευρώ [560 €] για τέλη ελλιμενισμού της περιόδου 1.9.2011 έως 30.9.2011, για την εξόφληση των οποίων η ενάγουσα εξέδωσε στο όνομα της δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγομένης την υπ’ αριθμ. ……… απόδειξη παροχής υπηρεσιών, β] χρηματικό ποσό πέντε χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ενός ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (5.841,27 €), συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για τέλη ελλιμενισμού της περιόδου από 1.10.2011 έως 31.12.2011, υπολογιζόμενα με βάση το τιμολόγιο της ενάγουσας χωρίς έκπτωση [3 μήνες Χ 1.947,09 €], σύμφωνα με τη σχετικώς εκδοθείσα υπ’ αριθμ. ……. απόδειξη παροχής υπηρεσιών και γ] χρηματικό ποσό πέντε χιλιάδων εννιακοσίων τριών ευρώ και ενενήντα λεπτών (5.903,90 €), συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για τέλη ελλιμενισμού της περιόδου από 1.1.2012 έως και 24.5.2012, τα οποία υπολογίστηκαν με μηνιαίο μίσθωμα χιλίων ευρώ (1.000 €), το οποίο διαμορφώθηκε σ’ αυτό το ύψος κατόπιν εκπτώσεως εκ ποσοστού 37% επί του προηγουμένου μισθώματος, στην οποία η ενάγουσα προέβη προς τη δικαιοπάροχο της πρώτης εναγόμενης σε αδιευκρίνιστο χρόνο. Για την εξόφληση της απαιτήσεώς της αυτής η δανείστρια εξέδωσε τη με αριθμό …….. απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Μετά την εκ μέρους της τότε πλοιοκτήτριας καταβολή τριακοσίων ογδόντα ευρώ (380 €) στις 4.4.2012, την οποία η ενάγουσα καταλόγισε κατ’ άρθρο 422 ΑΚ στο αρχαιότερο χρέος (της περιόδου 1.9.2011 – 30.9.2011), το υπόλοιπο της συνολικής οφειλής της «……….» διαμορφώθηκε σε ένδεκα χιλιάδες εννιακόσια είκοσι πέντε ευρώ και δεκαεπτά λεπτά (11.925,17 €) και παρέμεινε ανεξόφλητο και μετά την μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους Κ. στην πρώτη εναγόμενη, η οποία ουδέν κατέβαλε σε εξόφληση του χρέους της δικαιοπαρόχου της αλλά ούτε και της δικής της οφειλής από τον ελλιμενισμό του σκάφους στον τουριστικό λιμένα της …., όπου εξακολούθησε να παραμένει, στα πλαίσια συμβατικής δεσμεύσεως των διαδίκων, για την οποία η μεν ενάγουσα ισχυρίζεται ότι παρήχθη το πρώτον στις 25.5.2012 με άτυπη σύμβαση που κατάρτισε με τη νέα πλοιοκτήτρια, η δε πρώτη εναγόμενη υποστηρίζει ότι αποτελεί συνέχεια της παλαιάς (της συμβάσεως του έτους 2011), που μετά τη λήξη της ορισμένης διάρκειάς της κατέστη αορίστου χρόνου και στην οποία, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, υπεισήλθε η ίδια ως ειδική διάδοχος της αρχικώς συμβληθείσας [τότε πλοιοκτήτριας] ημεδαπής εταιρίας. Για τη δικαστική επιδίωξη της ικανοποιήσεως της χρηματικής απαίτησής της η ενάγουσα στις 26.3.2013 επέδωσε στους εναγομένους (βλ. την υπ’ αριθμ. …… επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..) το δικόγραφο της από 12.3.2013 (προηγούμενης της ένδικης) αγωγής της, την οποία ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …….), με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι και τότε εναγόμενοι να της καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (24.471,27 €) για τέλη ελλιμενισμού του σκάφους Κ.. Το συνολικό ποσό της απαιτήσεως εκείνης προέκυπτε ως άθροισμα των εκ μέρους της πρώην πλοιοκτήτριάς του «………» έως την 24η.5.2012 οφειλομένων (11.925,17 €), πλέον χρηματικού ποσού δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα έξι ευρώ και δέκα λεπτών (12.546,10 €), που αντιστοιχούσε στα ανεξόφλητα μηνιαία τέλη ελλιμενισμού της περιόδου 25.5.2012 έως και 31.3.2013, οπότε η πλοιοκτησία είχε μεταβιβαστεί στην διάδοχο της ως άνω ημεδαπής εταιρίας, δηλαδή την ήδη πρώτη εναγόμενη, καθένα των οποίων ανερχόταν σε χίλια ευρώ πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, όπως κατ’ εκείνο το αγωγικό δικόγραφο είχε συμφωνηθεί να ισχύει από τις 25.5.2012, οπότε συνήφθη η σύμβαση ελλιμενισμού και στο εξής «τόσο για το έτος 2012 όσο και για το έτος 2013» [10,2 μήνες Χ 1.230 € = 12.546,10 €]. Η αγωγή εκείνη προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στις 18.4.2013. Στις 28.3.2013 η ενάγουσα επέδωσε στην πρώτη από τους τότε και τώρα εναγομένους (βλ. την υπ’ αριθμ. …… επιδοτήρια έκθεση του αυτού ως ανωτέρω δικαστικού επιμελητή) την από 26.3.2013 αίτησή της (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……..), με την οποία ζητούσε από το ίδιο Δικαστήριο να επιτρέψει ως ασφαλιστικό μέτρο τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της μέχρι του ποσού των είκοσι οκτώ χιλιάδων ευρώ (28.000 €) για την εξασφάλιση της απαιτήσεώς της για την ικανοποίηση της οποίας είχε ασκηθεί η παραπάνω αγωγή. Στο δικόγραφο της αίτησης εκείνης σώρευσε και αίτημα εκδόσεως προσωρινής διαταγής περί απαγορεύσεως, αφενός, κάθε πραγματικής και νομικής μεταβολής της περιουσίας της τότε καθ’ ης και ήδη πρώτης εναγόμενης και, αφετέρου, της απομακρύνσεως του σκάφους Κ. από τη θέση ελλιμενισμού του στις εγκαταστάσεις της (προβλήτα ., θέση ..) μέχρι τη συζήτηση της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων. Το αίτημα προσωρινής διαταγής προσδιορίστηκε για να συζητηθεί ενώπιον του Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς την επομένη, 29.3.2013 και ώρα 14:15, όμως συζήτησή του δεν επακολούθησε, επειδή μεσολάβησε διευθέτηση της διαφοράς το πρωινό της 29ης.3.2013 κατά τη συνάντηση που είχαν στα γραφεία της ενάγουσας ο Γενικός Διευθυντής αυτής ……. και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων ….., παρουσία του δευτέρου εναγομένου, κυβερνήτη του σκάφους Κ….., ο οποίος είχε οριστεί ως νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας ήδη από 14.2.2012 (βλ. το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα έγγραφο πληρεξούσιο). Ο Γενικός Διευθυντής της Μαρίνας είχε, όπως δεν αμφισβητείται, δικαίωμα να εκπροσωπεί το φορέα διαχείρισής της κατά την κατάρτιση, υπογραφή, τροποποίηση ή λύση όλων των συμβάσεων εκμίσθωσης θέσεων ελλιμενισμού εντός των εγκαταστάσεων του Τουριστικού Λιμένα …. και να διαπραγματεύεται οποιουσδήποτε όρους των συμβάσεων αυτών, ανεξαρτήτως ποσοτικού ορίου. Κατά τη συνάντηση εκείνη συμφωνήθηκε ο περιορισμός της τότε επίδικης απαίτησης της ενάγουσας υπό τη μορφή άφεσης χρέους, για την οποία αμφότερες οι διάδικες πλευρές ομονοούν ότι ήταν μερική, διαφωνούν όμως ως προς την έκταση του χρέους που αφέθηκε. Το περιεχόμενο της συμφωνίας τους αποτυπώθηκε πάντως σε έγγραφο, το κείμενο του οποίου καταλαμβάνει έκταση μιας [1] σελίδας και είναι δακτυλογραφημένο μέχρι το πρώτο μισό της σελίδας αυτής και χειρόγραφο κατά το υπόλοιπο μέρος του, φέρει δε στην επάνω δεξιά γωνία του ημεροχρονολογία 21.3.2013 και στην κάτω αριστερή τη μη αμφισβητούμενης γνησιότητας ιδιόχειρη υπογραφή του Άγγελου Κόπιτσα παραπλεύρως της ομοίως ιδιοχείρως τεθείσας ημεροχρονολογίας 29.3.2013. Στη σελίδα 16 των εγγράφων προτάσεων που η ενάγουσα κατέθεσε πριν τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως ρητώς συνομολογεί ότι το εν λόγω έγγραφο συνέταξε ο ………. Τούτο σημαίνει ότι η δια μηχανικού μέσου (δακτυλογραφημένη) αποτύπωση της πρώτης ανωτέρω ημεροχρονολογίας τέθηκε όταν το έγγραφο άρχισε να συντάσσεται και τούτο συνέβη πριν ακόμη την επίδοση τόσο της από 12.3.2013 αγωγής της ενάγουσας όσο και της από 26.3.2013 αιτήσεως περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Πράγματι, στο πρώτο μισό του κειμένου γίνεται περιγραφή της οφειλής μέχρι την 31η.3.2013 και, ειδικότερα, σημειώνεται το μήκος του σκάφους Κ., που αποτελούσε κατά νόμο το κριτήριο της υπαγωγής του σε συγκεκριμένη χρέωση με βάση το τιμολόγιο της ενάγουσας, ως και η κατηγορία του, ως ιδιωτικού, «από 1.10.2011 μετά από άρση της επαγγελματικής άδειας», ενώ ρητή γίνεται μνεία ότι υπαγόταν στην κατηγορία «….» έως 30.9.2011». Συμφώνως προς τα ανωτέρω (στο δακτυλογραφημένο τμήμα του) στο ίδιο κείμενο καταγράφεται ως «Μηνιαίο μίσθωμα: 1.583,00 + ΦΠΑ = 1.947,09 Μηνιαίο μίσθωμα με ειδική συμφωνία: 1.000,00 + ΦΠΑ = 1.230,00 € (από 1/01/2012 έως 31/3/2013) 37% έκπτωση» και, στη συνέχεια, ανακεφαλαιώνεται η οφειλή ως εξής: «Περίοδος οφειλής: 1/09/2011 – 31/03/2013 Ποσό οφειλής: 24.471,27 Δικαστικά: 246,00 Τόκοι: 1.657,09 Σύνολο: 26.374,36». Ακολουθεί το χειρόγραφο κείμενο, όπου, πρώτα, αθροίζεται ο ΦΠΑ των εκδοθέντων από την ενάγουσα αποδείξεων παροχής των υπηρεσιών της στο ποσό των «ΦΠΑ (2011) 1.092,27 ΦΠΑ (2012) 1.103,98 [σύνολο] 2.196,25» το οποίο, ύστερα, αφαιρείται από το σύνολο της οφειλής των ετών 2011 και 2012 ως εξής «(2011 + 2012) 11.745,17 – [ΦΠΑ] 2.196,25», για να εξαχθεί ως υπόλοιπο «9.548,92», το οποίο στη συνέχεια αφαιρείται με τη σειρά του από το σύνολο της οφειλής, όπως αυτή πιο πάνω στο δακτυλογραφημένο τμήμα του κειμένου είχε υπολογιστεί (στο ποσό των 26.374,36 €), για να εξαχθεί νέο υπόλοιπο «26.374,36 – 9.548,92 = 16.825,44». Κάτωθι αυτής ακριβώς της αριθμητικής ποσότητας έχει τεθεί η ιδιόχειρη υπογραφή του ……… και η ημεροχρονολογία 29.3.2013, ενώ δεξιότερα αυτών αναγράφεται «Μετρητά 2.000,00 Επιταγές 14.825,44» και άνωθεν αυτής της τελευταίας εγγραφής έχει σημειωθεί «2 επιταγές 7.412,22/15.7.2013 7.412,22/15.11.2013». Στο συμβατικό αυτό κείμενο η κάθε διάδικη πλευρά αποδίδει διαφορετικό νόημα. Συγκεκριμένα, η μεν ενάγουσα, κατά συνοπτική μεν αλλά ακριβή απόδοση των περιλαμβανόμενων στις σελ. 7 και 8 των προτάσεών της στον πρώτο βαθμό και 16 της προσθήκης σ’ αυτές ισχυρισμών της, υποστηρίζει ότι η συμφωνία αφορούσε έκπτωση αναφορικά με τα οφειλόμενα από την (δικαιοπάροχο της πρώτης εναγομένης) εταιρία «……….» τέλη ελλιμενισμού για το χρονικό διάστημα από 1.10.2011 έως 24.5.2012 που το σκάφος «Κ.» απώλεσε την επαγγελματική του άδεια και κατέστη ιδιωτικό, την οποία ζήτησε και πέτυχε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων ………., ότι για το χρονικό αυτό διάστημα προέβη σε μερική άφεση του χρέους περιορίζοντας τη συγκεκριμένη αξίωσή της που ανερχόταν σε ένδεκα χιλιάδες επτακόσια σαράντα πέντε ευρώ και δεκαεπτά λεπτά (11.745,17 €), πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ ποσού δύο χιλιάδων εκατόν ενενήντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (2.196,25 €), μόνον στην καταβολή των τελών ελλιμενισμού που αντιστοιχούσαν σε επαγγελματικό σκάφος της πλοιοκτησίας μέλους της ….., δηλαδή στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (4.368,08 €), καθώς και του ΦΠΑ των τιμολογίων που είχε εκδώσει στο όνομα της άνω δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγομένης (2.196,25 €), καθώς και ότι «από προφανές αριθμητικό λάθος» από το συνολικά οφειλόμενο ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (26.374,36 €) αφαιρέθηκε το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (11.745,17 € – 2.196,25 € = 9.548,92 €), ενώ έπρεπε να αφαιρεθεί μόνον το ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν ογδόντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (9.548,92 € – 4.368,08 € = 5.180 €), που αντιστοιχούσε στο γινόμενο της διαφοράς της μηνιαίας χρέωσης του επαγγελματικού και του ιδιωτικού σκάφους επί τους μήνες που είχαν διαρρεύσει από την 1η.1.2011 μέχρι τη μεταβίβαση της πλοιοκτησίας του σκάφους Κ.. Τους ίδιους ισχυρισμούς προέβαλε μάλιστα και στην υπ’ αριθμ. ……. επιστολή που, υπογραφόμενη από τον …….., απηύθυνε η ενάγουσα στον δεύτερο εναγόμενο, με την οποία του υπενθύμιζε ότι εξακολουθεί και μετά την από 29.3.2013 συμφωνία οφειλόμενο το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (4.368,08 €), που αντιστοιχούσε στο ισόποσο της επί επτά [7] μήνες και είκοσι τέσσερις [24] ημέρες, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από 1.10.2011 έως 24.5.2012, χρεώσεως του σκάφους Κ. με τέλη ελλιμενισμού αντιστοιχούντα σε επαγγελματικό και όχι ιδιωτικό σκάφος και δεν περιλαμβανόταν στην προηγηθείσα άφεση χρέους, προσκαλώντας τον στην καταβολή του. Η επιστολή αυτή δεν απαντήθηκε, ήδη δε οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι με την επίμαχη συμφωνία αφέθηκε χρέος ύψους επτά χιλιάδων εξακοσίων σαράντα επτά ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (7.647,27 €), που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της οφειλής για την οποία είχε ασκηθεί εναντίον τους η από 12.3.2013 αγωγή (24.471,27 €) και του ποσού του οποίου συμφωνήθηκε η καταβολή προς την ενάγουσα (16.825,44 €). Ο ισχυρισμός αυτός ελέγχεται ως προς την ακρίβειά του, καθόσον ως βάση του υπολογισμού της οφειλής των εναγομένων της από 12.3.2013 αγωγής, όπως αυτός αποτυπώθηκε στην από 29.3.2013 συμφωνία, δεν τέθηκε το κεφάλαιο της απαιτήσεως που είχε τότε καταστεί επίδικη (24.471,27 €) αλλά το σύνολο της απαιτήσεως της ενάγουσας, όπως είχε διαμορφωθεί με συνυπολογισμό των τόκων επί του κεφαλαίου και των εξόδων της δικαστικής επιδίωξής της (26.374,36 €). Ανεξαρτήτως, πάντως, των διιστάμενων απόψεων των διαδίκων, η από 29.3.2013 συμφωνία είναι σαφής και από το περιεχόμενό της, χωρίς ανάγκη καταφυγής στις περί ερμηνείας των δικαιοπραξιών διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, αβίαστα προκύπτει ότι δι’ αυτής σκοπήθηκε η διευθέτηση του χρέους που γεννήθηκε κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η πλοιοκτησία του σκάφους Κ ανήκε στη δικαιοπάροχο της πρώτης εναγομένης και διακανονίστηκε η αποπληρωμή δεκαέξι χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (16.825,44 €), ποσό στο οποίο συμπεριλήφθηκαν οι απαιτήσεις της ενάγουσας: α] για τα τέλη ελλιμενισμού της περιόδου από 25.5.2012 έως 31.3.2013, κατά την οποία η πλοιοκτησία του σκάφους Κ. ανήκε στην πρώτη εναγομένη ύψους δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα έξι ευρώ και δέκα λεπτών (12.546,10 €), β] για τον συνολικού ύψους δύο χιλιάδων εκατόν ενενήντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (2.196,25 €) ΦΠΑ των υπ’ αριθμ. …… και ……. αποδείξεων, με τις οποίες η ενάγουσα τιμολόγησε τις υπηρεσίες που παρείχε στην τότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω σκάφους «………» κατά τα, αντίστοιχα, χρονικά διαστήματα από 1.10.2011 έως 31.12.2011 και από 1.1.2012 έως 24.5.2012, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται αναλογούν ΦΠΑ ύψους χιλίων ενενήντα δύο ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (1.092,27 €) και χιλίων εκατόν τριών ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (1.103,98 €) αντίστοιχα [1.092,27 € + 1.103,98 € = 2.196,25 €], τον οποίο δεν αμφισβητείται ότι η ενάγουσα είχε ήδη μέχρι την 29η.3.2013 αποδώσει στο Δημόσιο Ταμείο, γ] για το ανεξόφλητο υπόλοιπο των τελών ελλιμενισμού της περιόδου 1.9.2011 έως 30.9.2011, οπότε πλοιοκτήτρια του σκάφους Κ. ήταν ακόμα η δικαιοπάροχος της πρώτης εναγομένης, ύψους εκατόν ογδόντα ευρώ (560 € – 380 € = 180 €), δ] για τους τόκους του κεφαλαίου της συνολικής απαιτήσεως της ενάγουσας, η ικανοποίηση της οποίας επιδιώχθηκε με την από 12.3.2013 αγωγή της, οι οποίοι στο κείμενο της από 29.3.2013 συμφωνίας προσδιορίστηκαν σε χίλια εξακόσια πενήντα επτά ευρώ και εννέα λεπτά (1.657,09 €) και ε] για τα έως τότε δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, που κατά την ίδια συμφωνία ανέρχονται σε διακόσια σαράντα έξι ευρώ (246 €). Οι απαιτήσεις αυτές συμποσούνται σε δεκαέξι χιλιάδες οκτακόσια είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (12.546,10 € + 2.196,25 € + 180 € + 1.657,09 € + 246 € = 16.825,44 €) και συμφωνήθηκε να εξοφληθούν τμηματικά δια της αυθημερόν (29.3.2013) καταβολής χρηματικού ποσού δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) τοις μετρητοίς και δια της παραδόσεως στην ενάγουσα δύο [2] ισόποσων μεταχρονολογημένων επιταγών που εκδόθηκαν σε διαταγή της από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγομένων, συρόμενες από προσωπικό του λογαριασμό με αριθμό ……., τηρούμενο στο κατάστημα … της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ……., για ποσό επτά χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (7.412,22 €) η καθεμία. Κατά την εξέλιξη των γεγονότων, που συνομολογούνται από τους διαδίκους, αποδεικνύονται άλλωστε και εξ εγγράφων, η πρώτη από τις επιταγές αυτές, της οποίας ο αριθμός σειράς δεν προκύπτει, φερόταν, όμως, εκδοθείσα στις 15.7.2013, εξοφλήθηκε όταν εμφανίστηκε στην πληρώτρια, σε αντίθεση με τη δεύτερη, συγκεκριμένα δε, την υπ’ αριθμ. ………επιταγή με ημεροχρονολογία φερομένης εκδόσεώς της την 15η.11.2013, της οποίας η εμφάνιση προς πληρωμή απέβη άκαρπη, με αποτέλεσμα να σφραγιστεί και να αντικατασταθεί στις 20.12.2013 από τον εκδότη της με άλλη (την υπ’ αριθμ. …………, συρόμενη από τον ίδιο προσωπικό λογαριασμό του), που εκδόθηκε μεταχρονολογημένη (με ημεροχρονολογία φερομένης εκδόσεώς της την 28η.2.2014) σε διαταγή της ενάγουσας για ποσό τριών χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα ευρώ (3.412 €) και παραδόθηκε από τρίτο πρόσωπο που ενεργούσε για λογαριασμό του εκδότη της στα χέρια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας ………, στον οποίο την ίδια εκείνη ημέρα (20.12.2013) καταβλήθηκε τοις μετρητοίς και το ισόποσο της διαφοράς της αξίας των δύο [2] επιταγών (τέσσερις χιλιάδες ευρώ [4.000 €]). Για την ανωτέρω συναλλαγή συντάχθηκε η από 20.12.2013 έγγραφη «απόδειξη είσπραξης – πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής επιταγής και επιστροφής επιταγής», που υπογράφεται από τα ανωτέρω πρόσωπα που μετείχαν σ’ αυτήν, την οποία προσκομίζει η ενάγουσα και από την οποία επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός της περί ενεργού παρουσίας του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγομένων ……. στις υποθέσεις των εταιριών που διαδέχθηκαν η μία την άλλη στην πλοιοκτησία του σκάφους Κ., ο οποίος δεν αμφισβητείται, προκύπτει, άλλωστε, και από το γεγονός ότι ο εν λόγω πληρεξούσιος δικηγόρος υπήρξε ο κάτοχος της πλειοψηφίας των εταιρικών μεριδίων που συνέθεταν το εταιρικό κεφάλαιο της αρχικής πλοιοκτήτριας του εν λόγω σκάφους, ενώ κατά το χρόνο της αναλήψεως της εξ επιταγών υποχρεώσεώς του ασκούσε καθήκοντα εκκαθαριστή της. Βέβαια, τα χρήματα που καταβλήθηκαν από τον …….. (σημειώνεται ότι για την επιταγή που παραδόθηκε στον πληρεξούσιο της ενάγουσας σε αντικατάσταση της προηγούμενης που σφραγίστηκε δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι εμφανισθείσα δεν εξοφλήθηκε) απέσβεσαν την οφειλή όχι της εταιρίας, της οποίας ήταν εκκαθαριστής αλλά της ειδικής διαδόχου της στην πλοιοκτησία του σκάφους Κ., δηλαδή της πρώτης ενάγουσας. Πράγματι, αφαιρουμένου από την επίδικη στις 29.3.2013 οφειλή των εναγομένων (26.374,36 €) του ποσού που καταβλήθηκε (16.825,44 €) απομένει υπόλοιπο ύψους εννέα χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (9.548,92 €), το οποίο αντιστοιχεί στα τέλη ελλιμενισμού της περιόδου 25.5.2012 έως και 31.3.2013. Για το χρέος αυτό ακριβώς η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι αφέθηκε μεν, εν μέρει όμως και όχι στο σύνολό του, επειδή κατά το ακριβές περιεχόμενό της η από 29.3.2013 σύμβαση κατέτεινε στην απαλλαγή της τότε πλοιοκτήτριας από το ποσό της χρεώσεώς της που υπερέβαινε το μηνιαίο τέλος που αντιστοιχούσε σε σκάφη αναψυχής που διέθεταν επαγγελματική άδεια, την οποία το εν λόγω σκάφος είχε απολέσει ήδη από 3.10.2011. Αποσκοπούσε δηλαδή στην αναδρομική χορήγηση έκπτωσης στην πρώτη εναγόμενη, η οποία α] αντί του ποσού των χιλίων πεντακοσίων ογδόντα τριών ευρώ (1.583 €), πλέον ΦΠΑ, που όφειλε ως τέλη ελλιμενισμού για καθέναν των μηνών της περιόδου από 1.10.2011 έως 31.12.2011 και β] αντί του ποσού των χιλίων ευρώ (1.000 €), πλέον ΦΠΑ, που όφειλε ως τέλη ελλιμενισμού για καθέναν των μηνών από 1.1.2012 έως και 24.5.2012 και στο οποίο είχε ανέλθει η χρέωσή της μετά την (επικαλούμενη στο υπό κρίση αγωγικό δικόγραφο και μη αμφισβητούμενη, επιβεβαιούμενη δε και από το κείμενο της επίμαχης σύμβασης άφεσης χρέους) ειδική συμφωνία χορήγησης έκπτωσης εκ ποσοστού 37% [1.583 € Χ 37% = 997,29 €], που συμποσούνται σε ένδεκα χιλιάδες επτακόσια σαράντα πέντε ευρώ και δεκαεπτά λεπτά [(1.947,09 € Χ 3 μήνες =) 5.841,27 € + (1.230 € Χ 4 μήνες και 24 ημέρες = 5.903,90 €) = 11.745,17 €], θα όφειλε πλέον το ποσό των πεντακοσίων εξήντα ευρώ (560 €), άνευ ΦΠΑ, για καθέναν των μηνών του ως άνω χρονικού διαστήματος και συνολικώς το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών [560 € Χ 7 μήνες και 24 ημέρες = 4.368,08 €], ωσάν δηλαδή το σκάφος Κ. να είχε διατηρήσει την επαγγελματική του άδεια. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Πράγματι, από την από 29.3.2013 συμφωνία με σαφήνεια προκύπτει ότι δι’ αυτής προσδιορίστηκε το υπόλοιπο της οφειλής των εναγομένων στο χρηματικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (16.825,44 €) και διακανονίστηκε ο τρόπος και ο χρόνος της αποπληρωμής του, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στις αριθμητικές ποσότητες «4.368,08 €» και «5.180,84 €» ούτε και μνεία της επικαλούμενης υπαγωγής της οφειλής στο τιμολόγιο των επαγγελματικών σκαφών […..] για το χρονικό διάστημα από 1.10.2011 έως και 24.5.2012. Αντιθέτως, ρητώς εκεί αναγράφεται ότι το σκάφος Κ. τελούσε υπό το τιμολογιακό καθεστώς των μελών της ….. μόνο μέχρι τις 30.9.2011, ενώ από 1.10.2011 και εφεξής είχε υπαχθεί σε άλλης κλίμακας τιμολογιακή μείωση, κατόπιν ειδικής συμφωνίας περί χορηγήσεως εκπτώσεως εκ ποσοστού 37%. Δεν εξηγεί, άλλωστε, η ενάγουσα το λόγο για τον οποίο προέβη σε νεώτερη της προηγούμενης και ειδικότερη αυτής συμφωνία, προκειμένου να ελαττώσει έτι περαιτέρω το ήδη μειωμένο μίσθωμα. Σε κάθε περίπτωση, αν οι ισχυρισμοί της αλήθευαν, θα έπρεπε οι αριθμητικοί υπολογισμοί που καταγράφηκαν στο κείμενο της επίμαχης συμφωνίας να εκκινούν από το σύνολο της οφειλής της πρώην πλοιοκτήτριας εταιρίας «………» για την περίοδο από 1.10.2011 έως και 24.5.2012 (11.745,17 €) και, μετά την αφαίρεση του ποσού του αναλογούντος στις αποδείξεις που είχαν εκδοθεί ΦΠΑ (2.196,25 €), να αφαιρείται από το προκύπτον υπόλοιπο (9.548,92 €) το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν ογδόντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (5.180,84 €), στο οποίο ανερχόταν το σύνολο των τελών ελλιμενισμού του σκάφους Κ. για την εν λόγω χρονική περίοδο κατά το μέρος τους που υπερέβαιναν το τιμολόγιο για τα μέλη της …. {[1,583 € (τέλη ελλιμενισμού για καθέναν των μηνών της περιόδου από 1.10.2011 έως και 31.12.2011) – 560 € (τιμολόγιο επαγγελματικού σκάφους) = 1.023 € Χ 3 μήνες =] 3.069 € + [1.000 € (τέλη ελλιμενισμού για καθένα των μηνών της περιόδου από 1.1.2012 έως και 30.4.2012) – 560 € = 444 € Χ 4 μήνες =] 1.760 € + [(444 € ÷ 30 ημέρες =) 14,67 € Χ 24 ημέρες του μηνός Μαΐου 2012 =] 351,84 € = 5.180,84 €} και κατά το οποίο, υπό την εκδοχή της ενάγουσας, η απαίτησή της περιορίστηκε, ώστε να καταγραφεί το χρέος που εξακολουθούσε οφειλόμενο (9.548,92 € – 5.180,84 € = 4.368,08 €) και, στη συνέχεια, να αφαιρείται το ποσό της αφέσεως (5.180,84 €) από το σύνολο της επίδικης στις 29.3.2013 απαίτησης της ενάγουσας, πλέον τόκων κεφαλαίου και δικαστικών εξόδων (26.374,36 €), ώστε να καταγραφεί ως υπόλοιπο της αφαιρέσεως το χρηματικό ποσό του οποίου έπρεπε να διακανονιστεί η αποπληρωμή σε είκοσι μία χιλιάδες εκατόν ενενήντα τρία ευρώ και πενήντα δύο λεπτά (21.193,52 €) και όχι σε δεκαέξι χιλιάδες τετρακόσια είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (16.425,44 €), όπως συνέβη. Η ουσιώδης διαφορά των υπολογισμών αυτών, που θα οδηγούσαν σε εξαγωγή υπολοίπου αυξημένου κατά τέσσερις χιλιάδες τριακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτά (4.368,08 €) έναντι του αποτυπωθέντος στην από 19.3.2013 συμφωνία [21.193,52 € – 16.825,44 € = 4.368,08 €), δεν δικαιολογείται με μόνη την επίκληση απλού αριθμητικού λάθους. Άλλωστε, αν τα πράγματα είχαν συμβεί όπως η ενάγουσα τα περιγράφει θα ήταν αναμενόμενο, όπως ακριβώς διακανόνισε την αποπληρωμή του καταγεγραμμένου υπολοίπου, καθ’ όμοιο τρόπο να διευθετήσει το χρόνο και τον τρόπο της εξόφλησης της επικαλούμενης υπέρτερης απαίτησής της, ζητώντας είτε την καταβολή του ποσού της διαφοράς [των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (4.368.08 €)] μετρητοίς είτε την έκδοση σε διαταγή της και την παράδοση στα χέρια του …….. ισόποσης, έστω και μεταχρονολογημένης, επιταγής, μιας ή περισσότερων. Τίποτε από αυτά δε συνέβη. Ούτε η από 12.3.2013 αγωγή συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 18.4.2013, εξακολούθησε δε να εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μέχρι την ρητή παραίτηση της ενάγουσας από το δικόγραφό της, που δηλώθηκε με το δικόγραφο της ένδικης αγωγής. Ούτε μετά την σιωπή των εναγομένων στους ισχυρισμούς που προέβαλε με την από 25.4.2013 επιστολή της έσπευσε η ενάγουσα να λάβει δικαστικά μέτρα για την είσπραξη ή έστω την εξασφάλιση της αποπληρωμής του κατά την άποψή της υφισταμένου υπολοίπου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υιοθέτησε την εκδοχή της ενάγουσας περί αφέσεως σε περιορισμένη μόνον έκταση του προς αυτήν χρέους της εταιρίας «……….», απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς των εναγομένων ότι είχε αφεθεί και η χρηματική οφειλή των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (4.368,08 €). Για το σχηματισμό της κρίσης του αυτής παρέλειψε να αξιολογήσει την από 29.3.2013 συμφωνία των διαδίκων, το περιεχόμενο της οποίας ούτε καν σχολίασε και την ύπαρξή της ουσιαστικά αγνόησε. Με τον τρόπο αυτό, όμως, απέτυχε να εξαγάγει ορθό αποδεικτικό πόρισμα και, επομένως, η εκκαλουμένη πρέπει, δεκτού γενομένου ως και ουσιαστικά βάσιμου του τέταρτου λόγου της ένδικης εφέσεως, να εξαφανιστεί κατά τη διάταξή της με την οποία επιδικάστηκε στην ενάγουσα το συναφές δεύτερο αγωγικό κονδύλιο. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το σκάφος Κ. στις 10.4.2013 αναχώρησε από τη Μαρίνα … (βλ. ειδικότερα την προσκομιζόμενη από 10.4.2013 έγγραφη κατάσταση επιβατών και πληρώματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς) με προορισμό τις εγκαταστάσεις της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», που βρίσκονται στο … Αττικής, όπου ανελκύστηκε στην ξηρά, προκειμένου να εκτελεστούν εργασίες επισκευής του. Παρέμεινε δε εκεί έως την 1η.7.2013, οπότε καθελκύστηκε (βλ. τα προσκομιζόμενα με αριθμούς .. και ……. δύο [2] αποδεικτικά εισπράξεως τελών καθελκύσεως που εξέδωσαν το Μετοχικό Ταμείο Ναυτικού και το ΕΚΟΕΜΝ αντίστοιχα), για να πλεύσει προς τον Τουριστικό Λιμένα της Γλυφάδας, στη Γ΄ λεκάνη του οποίου προσέγγισε στις 4.7.2013 και ελλιμενίστηκε παραμένοντας έκτοτε εκεί έως τουλάχιστον και την 31η.3.2017, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ……. έγγραφη βεβαίωση του Γραφείου Ελέγχου και Διαχείρισης Μαρινών του Τμήματος Δημόσιας Περιουσίας της Διεύθυνσης Οικονομικού του Δήμου Γλυφάδας. Ο ελλιμενισμός του εκεί έγινε σε εκτέλεση σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ του δεύτερου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας του σκάφους πρώτης εναγομένης και του νομίμου εκπροσώπου της Μαρίνας .. αντί τέλους που ανήλθε για το χρονικό διάστημα από 4.7.2013 έως 31.12.2014 σε είκοσι πέντε χιλιάδες επτακόσια σαράντα επτά ευρώ και είκοσι τρία λεπτά (25.747,23 €) συνολικά ή, επιμεριζόμενο σε μηνιαία βάση, σε χίλια τετρακόσια τριάντα ευρώ και σαράντα λεπτά (1.430,40 €), συμπεριλαμβανομένου του ανάλογου ΦΠΑ και ήταν μικρότερο έναντι του τέλους που προέβλεπε το τιμολόγιο της ενάγουσας για τα ιδιωτικά σκάφη με τις διαστάσεις του Κ. (βλ. την προσκομιζόμενη καρτέλα συναλλασσομένου που εξέδωσε ο Δήμος Γλυφάδας και έχει επισυναφθεί στο υπ’ αριθμ. ….. έγγραφο του Δήμου αυτού μαζί με το με αριθμό …….. διπλότυπο είσπραξης της Ταμειακής του Υπηρεσίας). Παρά την αναχώρηση του σκάφους της από τις εγκαταστάσεις της η ενάγουσα εξακολούθησε να τιμολογεί την πρώτη εναγόμενη με μηνιαία τέλη ελλιμενισμού και στις 30.9.2013 εξέδωσε την υπ’ αριθμ. ……. απόδειξη παροχής υπηρεσιών για ποσό έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), που αντιστοιχούσε στο εξάμηνο (1.4.2013 – 30.9.2013) πλέον ΦΠΑ ύψους χιλίων τριακοσίων ογδόντα ευρώ (1.380 €) και συνολικώς για επτά χιλιάδες τριακόσια ογδόντα ευρώ (7.380 €), συνέχισε δε να εκδίδει αποδείξεις ανά μήνα μέχρι και το Φεβρουάριο του επομένου έτους 2014 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθμ. ………. πέντε [5] αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού, καθεμία των οποίων εκδόθηκε για ποσό χιλίων ευρώ [1.000 €] πλέον ΦΠΑ 23% και συνολικώς για ποσό χιλίων διακοσίων τριάντα ευρώ [1.230 €]), ενώ στις 10.3.2014 κατέθεσε την ένδικη αγωγή, στην οποία συμπεριέλαβε την αντίστοιχη χρηματική απαίτησή της, συνολικού ύψους δεκατριών χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα ευρώ ([1.230 € Χ 11 μήνες =] 13.530 €). Το συναφές (πρώτο) αγωγικό κονδύλιο επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη, η οποία, όμως, κατέληξε ως προς αυτό σε εν μέρει εσφαλμένη κρίση και στο αποδεικτικό της πόρισμα οδηγήθηκε και πάλι από την παράλειψη αξιολόγησης του περιεχομένου της από 29.3.2013 συμφωνίας των διαδίκων. Συγκεκριμένα, παρέβλεψε η εκκαλουμένη ότι στο κείμενο της συμφωνίας αυτής περιελήφθη όρος σχετικός με τη χρονική διάρκεια της τιμολόγησης της αμοιβής της ενάγουσας για την παραχώρηση δυνατότητας ελλιμενισμού του σκάφους Κ. στις εγκαταστάσεις της με έκπτωση 37% επί του ανταλλάγματος που αναλογούσε κατά το διοικητικώς εγκεκριμένο τιμολόγιό της στον ελλιμενισμό ιδιωτικών, μη επαγγελματικών, σκαφών με τις διαστάσεις του συγκεκριμένου. Πράγματι, η εκεί αναφερόμενη ως προϊόν ειδικής συμφωνίας έκπτωση ρητώς συμφωνήθηκε να έχει ισχύ μέχρι την 30η.6.2013. Μέχρι το χρονικό αυτό σημείο θα εξακολουθούσε η δέσμευση των μερών για τη συνέχιση της συνεργασίας τους στο μέλλον, αφού μόνον μέχρι τότε η μισθώτρια δήλωσε τη συγκατάθεσή της στην εφαρμογή του [εκπτωτικού] τιμολογίου της εκμισθώτριας κατ’ άρθρο 7.2 του ως άνω Γενικού Κανονισμού. Τούτο σημαίνει ότι για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα δεν υπήρχε συμφωνία ως προς το ύψος των τελών ελλιμενισμού του σκάφους Κ. στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η εξακολούθηση της χρέωσης της πλοιοκτήτριάς του με βάση είτε την αναγραφόμενη στο διοικητικώς εγκεκριμένο τιμολόγιό της τέλος (1.583 €, σύμφωνα με το μήκος του σκάφους σε μέτρα) είτε το μειωμένο κατά ποσοστό 37% μίσθωμα (1.000 € μηνιαίως πλέον ΦΠΑ), που είχε μεν συμφωνηθεί προηγουμένως, για περιορισμένο όμως χρονικό διάστημα. Από κανένα δε στοιχείο της δικογραφίας δε συνάγεται ότι μετά τη λήξη της συμφωνημένης χρονικής διάρκειας χορηγήσεως της ως άνω εκπτώσεως θα ήταν αυτόματη είτε η παράταση της μειωμένης χρεώσεως είτε η επάνοδός της στο ποσό του ανταλλάγματος που όφειλαν όλα τα υπόλοιπα ιδιωτικά σκάφη αναψυχής που δεν είχαν τύχει ευμενέστερης (εκπτωτικής) τιμολόγησης. Επομένως, για το μετά την 1η.7.2013 περίοδο δε μπορεί να γίνει λόγος για σύμπτωση των βουλήσεων των διαδίκων επί ουσιώδους σημείου της σύμβασης ελλιμενισμού (το τέλος) και, συνεπώς, ούτε για υποστατή σύμβαση. Ως εκ τούτου η επικαλούμενη οφειλή των εναγομένων για το χρονικό διάστημα από 1.7.2013 έως 28.2.2014 δεν έχει συμβατικό έρεισμα και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης. Να σημειωθεί εδώ και ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι οι ως άνω αποδείξεις παροχής υπηρεσιών τις οποίες εξέδωσε για το χρονικό διάστημα από 1.4.2013 έως 28.2.2014 παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από την πρώτη εναγόμενη δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αφού στο σώμα αυτών που προσκομίζεται σε ακριβές φωτοαντίγραφο δεν έχει τεθεί καμία υπογραφή για την παραλαβή τους. Αντιθέτως, κατά την περίοδο από 1.4.2013 έως και 30.6.2013, για την οποία ρητώς στο κείμενο της 29ης.3.2013 συνομολογήθηκε η δέσμευση της πρώτης εναγομένης να καταβάλλει τέλος ελλιμενισμού ύψους χιλίων ευρώ (1.000 €) πλέον ΦΠΑ εκ ποσοστού 23%, δηλαδή συνολικού ύψους χιλίων διακοσίων τριάντα ευρώ (1.230 €) ανά μήνα, παρήχθη οφειλή της συνολικού ύψους τριών χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ευρώ ([1.000 € + 23% =] 1.230 € 3 μήνες = 3.690 €), η οποία παρέμεινε ανεξόφλητη και επιδικάστηκε στην ενάγουσα με την εκκαλουμένη, κατ’ ορθή στο σημείο αυτό κρίση, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός της οριστικής, όπως αποδεικνύεται, αναχωρήσεως του σκάφους στις 10.4.2013 από τη Μαρίνα …., των εγκαταστάσεων της οποίας δεν έκανε του λοιπού χρήση, αφού από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι πριν την αναχώρησή του αυτή η πλοιοκτήτρια προέβη σε έγγραφη σχετική ειδοποίηση της Διεύθυνσης της ενάγουσας, όπως κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 8.9 του Γενικού Κανονισμού, 3.25 και 4.7 του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα της ενάγουσας είχε υποχρέωση, προκειμένου να αναιρέσει τη δυνατότητά της να χρεώνει τέλη ελλιμενισμού για το διάστημα της απουσίας του σκάφους.
  2. V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 596 εδαφ. α ΑΚ ο μισθωτής που δεν χρησιμοποιεί το μίσθιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος μόνον αν στη χρήση του εμποδίζεται από λόγους γενικούς που δεν αφορούν το πρόσωπό του, ενώ κατά το επόμενο εδάφιο του αυτού άρθρου, ο απαλλασσόμενος μισθωτής μπορεί να αφαιρέσει από το οφειλόμενο μίσθωμα κάθε όφελος που ο εκμισθωτής αποκόμισε επειδή χρησιμοποίησε το μίσθιο κατ’ άλλο τρόπο. Η διάταξη αυτή, που ιδρύει δικαίωμα του μισθωτή για συμψηφισμό των ωφελημάτων που απέκτησε ο εκμισθωτής από τη διαφορετική και όχι τη συμφωνημένη χρήση του μισθίου κατά το χρόνο που η μίσθωση ήταν ισχυρή (ΑΠ 1361/2010, Δνη 2011/1035, Απ. Γεωργιάδης, ο.π., αρ. 35, σελ. 327, Μ. Ραψομανίκης, σε Γεωργιάδη –Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 596, αρ. 7, σελ. 321), αποδίδει ενδοτικό δίκαιο (ΑΠ 1637/2001, ΕΔΠ 2002/71, ΤριμΕφΠειρ. 141/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Κατράς, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, § 7, αρ. 4, σελ. 82), με αποτέλεσμα να είναι νόμιμη αντίθετη συμφωνία, κατά την οποία ο εκμισθωτής δικαιούται αζημίως να εκμισθώσει σε άλλον μισθωτή το πράγμα κατά τη διάρκεια της αδυναμίας του μισθωτή να το χρησιμοποιήσει, υπό την έννοια ότι ο μισθωτής δε θα δικαιούται τότε να εκπέσει από το μίσθωμα που εξακολουθεί να οφείλει το αντάλλαγμα που έλαβε ο εκμισθωτής από την παραχώρηση της χρήσης του μισθίου σε άλλον κατά τη διάρκεια ισχύος της μισθωτικής σύμβασης. Η τέτοια συμφωνία ουσιαστικά θα συνιστά παραίτηση του μισθωτή από το δικαίωμά του να προβάλει σε συμψηφισμό το όφελος του εκμισθωτή, που επιτρεπτώς συνομολογείται και πριν γεννηθεί η απαίτησή του σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 450 § 2 ΑΚ. Στην ίδια αυτή περίπτωση ο εκμισθωτής, που παρότι είχε δικαίωμα εν τούτοις παρέλειψε να εξασφαλίσει όφελος από την κατ’ άλλο τρόπο χρήση του μισθίου, δεν αποκρούεται αποτελεσματικά, αν επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της απαίτησής του στο οφειλόμενο από τον μη απαλλασσόμενο μισθωτή μίσθωμα, ούτε με την ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του άρθρου 300 ΑΚ, αφού η επίκλησή της δε θα βελτίωνε τη θέση του εναγόμενου, δεδομένου ότι και αν έλλειπε το πταίσμα του εκμισθωτή η ζημία του μισθωτή και η έκτασή της (οφειλή ολόκληρου του μισθώματος) δε θα ήταν αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του εκμισθωτή αλλά απότοκος της συμφωνίας των μερών οποιοδήποτε όφελος του τελευταίου να μην περιορίζει τη συμβατική ευθύνη του πρώτου.

Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι με την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους Κ. στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας ο πλοιοκτήτης αυτού αποδέχθηκε τους όρους του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας της, μεταξύ των οποίων και εκείνος του άρθρου 3.24, που προαναφέρθηκε, κατά τον οποίο ο κατά την απουσία του ελλιμενισμός στη θέση του άλλου σκάφους δε θα είχε ως συνέπεια την παραγωγή αξίωσης για μείωση του μισθώματος ή άλλη αποζημίωση. Επομένως, ο ισχυρισμός των εναγομένων, περί απαλλαγής τους από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος (και για τη χρονική περίοδο από 1.4.2013 έως 30.6.2013) για το λόγο ότι ελάχιστες ημέρες μετά την αναχώρηση του ως άνω σκάφους από τον Τουριστικό Λιμένα της … η θέση που μέχρι τότε αυτό καταλάμβανε παραχωρήθηκε σε έτερο πλοιοκτήτη, για τον ελλιμενισμό του σκάφους F., αντί μηνιαίου τέλους τουλάχιστον χιλίων ευρώ (1.000 €) πλέον ΦΠΑ, είναι αβάσιμος, αφού η ενάγουσα είχε από τον Ειδικό Κανονισμό της αλλά και από τη σύμβαση με την πρώτη εναγόμενη δικαίωμα επιμισθώσεως της θέσης ελλιμενισμού του σκάφους Κ. κατά τη διάρκεια της απουσίας του, την οποία ελλείψει σχετικής έγγραφης ενημερώσεως της Διευθύνσεώς της δεν είχε λόγο να θεωρήσει οριστική. Ομοίως απορριπτέος ήταν ο συναφής και επικουρικά προβληθείς αμυντικός ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ενάγουσα παραλείποντας υπαιτίως την εκμίσθωση της ίδιας θέσης κατά τη διάρκεια της απουσίας του σκάφους Κ., παρότι τούτο ήταν ευχερές, συνετέλεσε στην επέλευση και την έκταση της ζημίας της, αφού και αν η θέση αυτή είχε παραχωρηθεί σε έτερο σκάφος το αντάλλαγμα που θα εισέπραττε από την πλοιοκτησία του η ενάγουσα δεν θα απέβαινε προς όφελος των εναγομένων, που ανέλαβαν την υποχρέωση καταβολής τέλους ελλιμενισμού και για τις ημέρες της απουσίας του σκάφους Κ. από τη θέση του σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως δηλαδή της εκμισθώσεώς της ή μη από την ενάγουσα σε τρίτο. Ο δε ισχυρισμός των εναγομένων ότι το δικαίωμα της ενάγουσας να επιβάλει τέλη ελλιμενισμού στο σκάφος τους και μετά την αναχώρησή του για το ως άνω ναυπηγείο, παρότι αυτή επέφερε τη λύση της ένδικης σύμβασης, ασκείται καταχρηστικά, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, η σύμβαση για τον ελλιμενισμό του σκάφους Κ. είχε κατά τα προαναφερθέντα ορισμένη διάρκεια και επρόκειτο να λήξει στις 30.6.2013, ενώ δε γνωστοποιήθηκε όπως έπρεπε στην ενάγουσα η πρόθεση της πρώτης εναγομένης να καταστήσει την πρόωρη αναχώρησή του οριστική. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που θεώρησε τους ισχυρισμούς αυτούς ως ενστάσεις από τα άρθρα 596 εδαφ. α, 300 και 281 ΑΚ αντίστοιχα και τους απέρριψε κατ’ ουσία, έστω με διάφορη αιτιολογία που πάντως αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και οι συναφείς δεύτερος και τρίτος λόγοι της ένδικης έφεσης, με τους οποίους επαναφέρονται πρέπει να απορριφθούν.

  1. VI. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε στο σύνολό της την ένδικη αγωγή, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, αφού δεν προβάλλεται άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και, αφού αποδοθεί στους εκκαλούντες το κατατεθέν παράβολο, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ευρώ (3.690 €), που αντιστοιχεί στα ανεξόφλητα τέλη ελλιμενισμού του σκάφους Κ. της χρονικής περιόδου από 1.4.2013 έως 30.6.2013, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, ενεχόμενοι προς τούτο εις ολόκληρον, η πρώτη ως πλοιοκτήτρια και ο δεύτερος ως νόμιμος εκπρόσωπός της, με το νόμιμο τόκο από την έκτη ημέρα κάθε μηνός ελλιμενισμού για το αντίστοιχο μηνιαίο μίσθωμα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί εκατέρωθεν αίτημα, πρέπει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 § 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος τους σε βάρος των εναγομένων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3504/2017 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της.

Κρατεί και δικάζει την από 6.3.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… αγωγή.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ευρώ (3.690) με το νόμιμο τόκο για ποσό χιλίων διακοσίων τριάντα ευρώ (1.230 €) από την 6η.4.2013, για ίσο ποσό από την 6η.5.2013 και για ίσο ποσό από την 6η.6.2013.

Επιβάλλει στους εναγομένους μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ