ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός 214/2019
ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 31 παρ. 1, 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), οι υπό κρίση: α) από 15-6-2016 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …….. έφεση των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, πέμπτης, έβδομης, όγδοης, ένατης, δέκατης, ενδέκατης, δωδέκατης, δέκατης τρίτης, δέκατης τέταρτης και δέκατης πέμπτης των εναγομένων στην από 7-6-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …… αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, β) από 2-4-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …… πρόσθετοι λόγοι έφεσης των ίδιων εναγομένων, γ) από 2-4-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……. πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία «……» υπέρ των άνω εναγομένων – εκκαλούντων και δ) από 3-11-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ….. πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία «…….» υπέρ των άνω εναγομένων – εκκαλούντων, πρέπει δε να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, ενόψει του ότι η άνω έφεση και οι άνω πρόσθετοι λόγοι αυτής πλήττουν την ίδια απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ενώπιον του οποίου εκκρεμούν, από τη συνεκδίκαση αυτών και των άνω πρόσθετων παρεμβάσεων, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.).
Η υπό κρίση από 12-12-2014 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …… έφεση των εναγομένων στην από 7-6-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …… αγωγή – η οποία πλήττει τη με αριθμό 4745/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών) – ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β’ εδ. α’, 516 παρ.1, 517 εδ. α’ και 518 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495 και 518 ίσχυαν πριν τροποποιηθούν με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις εκκαλούσες στις 1-12-2014, όπως προκύπτει από τις με ίδια ημερομηνία υπ’ αριθ. ……… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, ενώ η έφεσή τους κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-12-2014. Επομένως, η άνω έφεση – για την οποία δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλουσών, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, ως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν.4055/2012) – πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται απ’ αυτούς (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Ομοίως, οι από 2-4-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……. πρόσθετοι λόγοι έφεσης των ιδίων εναγομένων, που πλήττουν την προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι αναφέρονται σε κεφάλαια της απόφασης που πλήττονται με την έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, έχουν δε ασκηθεί με ιδιαίτερο δικόγραφο που έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και έχει επιδοθεί στον ενάγοντα – εφεσίβλητο τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης στο Δικαστήριο τούτο, που για πρώτη φορά έλαβε χώρα κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την υπ’ αριθ. ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …..). Είναι, επομένως, παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν και αυτοί κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους(άρθρα 522, 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Ακόμη, οι από 2-4-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……. και από 3-11-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……. πρόσθετες παρεμβάσεις των προαναφερθέντων ναυτικών εταιριών, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου προς υποστήριξη της άμυνας των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση (εναγομένων) και υπέρ της έφεσής τους, ασκήθηκαν νόμιμα, κατά τα άρθρα 68, 76-78, 80, 81 παρ. 1, 82, 83, 84, 180, 182 παρ. 3 και 215 επ. Κ.Πολ.Δ, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τούτου με αυτοτελή δικόγραφα, κατά τις, περί ασκήσεως της αγωγής, διατάξεις (Α.Π. 651 & 652/2009, Εφ.Θεσ. 2471/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Α.θ 5920/2011, Εφ.Αθ. 1813/2011, Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Θεμελιώνεται δε ειδικό έννομο συμφέρον των προσθέτως παρεμβαινόντων να παρέμβουν στην παρούσα δίκη, αφού, κατά το κρίσιμο για την αγωγή χρονικό διάστημα, φέρεται ότι αποτελούσαν μέλη και μετόχους κατά λόγο κέρδους και ζημίας στην πρώτη εναγομένη κοινοπραξία (όπως και οι λοιπές εκκαλούσες – εναγόμενες ναυτικές εταιρίες) και ότι κινδυνεύουν, σε περίπτωση που απορριφθεί η έφεση των εναγομένων αναγκαίων ομοδίκων τους, να κληθούν να συμμετάσχουν, κατά το αναφερόμενο μερίδιο συμμετοχής τους στην πρώτη εναγομένη, στην καταβολή παντός ποσού που θα επιδικαστεί στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, αφού η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί επί της κύριας δίκης θα επεκταθεί και στις δικές τους έννομες σχέσεις προς τον τελευταίο. Να σημειωθεί εδώ ότι οι πρόσθετες αυτές παρεμβάσεις, οι οποίες συνιστούν αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, δεν περιέχουν αίτημα, αφού δεν ζητούν οι παρεμβαίνουσες παροχή έννομης προστασίας για τις ίδιες ούτε υποβάλλουν δικαίωμα προς διάγνωση, γι’ αυτό δεν γεννιέται ζήτημα παραδεκτού ή απαράδεκτου, βάσιμου ή αβασίμου αυτών, αλλά εγκυρότητας ή ακυρότητας αυτών και συνεπώς δεν απαιτείται στην απόφαση ή στο διατακτικό αυτής να περιλαμβάνεται διάταξη γι’ αυτές (Εφ.Πειρ. 111/2016, Εφ.Αθ. 5722/ 2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Τόμο, Α, υπ’ άρθρο 80, αριθ. 2-3, σ. 560 και υπ’ άρθρο 83, αριθ. 4, 5, 20, σ.σ. 586, 589).
Με την από 7-6-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……… αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο μετά και την παραδεκτή συμπλήρωσή του με τις πρωτόδικες προτάσεις του ενάγοντος (άρθρο 224 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ.), ο τελευταίος εκθέτει ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε στις 1-3-1983 από την εδρεύουσα στη ….. πρώτη εναγόμενη …, η οποία δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών, με τα Ε/Γ-Ο/Γ πλοία πλοιοκτησίας των λοιπών εναγομένων μετόχων της και οιονεί ομορρύθμων μελών της, από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα και αντιστρόφως, προκειμένου να εργασθεί ως ταμίας στα κουβούκλια έκδοσης εισιτηρίων της που βρίσκονται στην προκυμαία Περάματος ή Σαλαμίνας, ακριβώς προ των υπό αναχώρηση πλοίων. Ότι επρόκειτο καθαρά για εργασία πρακτορειακού υπαλλήλου, καθόσον στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν να χορηγεί εισιτήρια έκδοσης της πρώτης εναγομένης για οχήματα και επιβάτες, να λαμβάνει το αντίτιμο και να αποδίδει λογαριασμό στο τέλος της βάρδιάς του. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 έως 31-3-2013 οι δεδουλευμένες αποδοχές που του κατέβαλε η πρώτη εναγόμενη ήταν κατώτερες των νομίμων αποδοχών που ορίζονταν από την οικεία ισχύουσα Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», η οποία ήταν αυτή του έτους 2008-2009, σε συνδυασμό µε την αντίστοιχη του έτους 2012, που άρχισε να ισχύει αναδρομικά από την 1-1-2010. Ζητεί δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η µεν πρώτη (Κοινοπραξία), που είναι οιονεί ομόρρυθμη εταιρία, ως εργοδότριά του, οι δε λοιπές ως μέτοχοι αυτής – οιονεί ομόρρυθμα μέλη της, να του καταβάλουν, από κοινού και εις ολόκληρον, για διαφορές αποδοχών, διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας, αμοιβή υπερωριακής εργασίας και υπερεργασίας, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή, το συνολικό ποσό των 152.753,50 ευρώ, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθ. 4745/2014 οριστική του απόφαση, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ερήμην της δεύτερης, τρίτης, πέμπτης, έβδομης, όγδοης, ένατης, δέκατης, ενδέκατης, δωδέκατης, δέκατης τρίτης, δέκατης τέταρτης και δέκατης πέμπτης των εναγομένων (ως προς τις οποίες ερευνήθηκε η υπόθεση κατ’ ουσία σα να ήταν παρούσες) και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια την απέρριψε ως παθητικά ανομιμοποίητη ως προς την τέταρτη εναγόμενη, ενώ τη δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία ως προς τις λοιπές εναγόμενες, τις οποίες ακολούθως υποχρέωσε να καταβάλλουν στον ενάγοντα, από κοινού και εις ολόκληρον έκαστη, το συνολικό ποσό των 144.162,71 ευρώ, με απόφαση που κήρυξε προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 20.000,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες με την κρινόμενη έφεση και τους συνεκδικαζόμενους πρόσθετους λόγους αυτής, για μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η παραπάνω απόφαση, ώστε η αγωγή εναντίον τους να απορριφθεί στο σύνολό της.
Από το άρθρο 51 παρ. 1, 2, 6 και 9 β’ του Ν. 2172/1993, ο οποίος, ως προς το άρθρο 51, άρχισε να ισχύει από 16-3-1994, συνάγονται τα εξής: Για την υπαγόμενη στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πρωτοδικείων πρωτοβάθμια δίκη επί ναυτικών διαφορών, συνιστάται ειδικό τμήμα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, με περιφέρεια εκείνη του Νομού Αττικής, το οποίο και καθίσταται καθ’ ύλην αρμόδιο γι’ αυτή τη δίκη, ενώ η αντίστοιχη καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών καταργείται, για δε τη σχετική δευτεροβάθμια δίκη συνιστάται ειδικό τμήμα στο Εφετείο Πειραιώς, το οποίο και καθίσταται καθ’ ύλην αρμόδιο γι’ αυτή τη δίκη, ενώ η αντίστοιχη καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Εφετείου Αθηνών επίσης καταργείται. Ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς ασκούνται υποχρεωτικά και εισάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών αυτού και οι εφέσεις που αφορούν ναυτική διαφορά για την οποία εκδόθηκε απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3Α του ίδιου νόμου, ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν είναι ναυτική η διαφορά που πηγάζει από την παροχή χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας σε πλοίο (Α.Π. 1285/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε αξιώσεις από σύμβαση εργασίας, την οποία παρέσχε ως ταμίας στο κουβούκλιο έκδοσης εισιτηρίων της πρώτης εναγομένης, που εδρεύει στη ………. και δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα με Ε/Γ-Ο/Γ πλοία πλοιοκτησίας των μετόχων – μελών των λοιπών εναγομένων ναυτικών εταιριών. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της έφεσης και τον πρώτο λόγο των προσθέτων παρεμβάσεων προβάλλεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα δέχθηκε ότι ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο για εκδίκαση της ένδικης αγωγής, η οποία στηριζόταν σε αξίωση από ναυτική διαφορά. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, εφόσον η ένδικη διαφορά πηγάζει από σύμβαση χερσαίας εργασίας και επομένως δεν είναι ναυτική. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχτηκε τα ίδια, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες εναγόμενες και οι προσθέτως παρεμβαίνουσες είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Στο δίκαιο των εταιριών υπό ευρεία έννοια, δηλαδή των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση και επιδιώκουν κοινό σκοπό με τη συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφότου όμως εμφανίστηκε και δρα στην πράξη, η κοινοπραξία είναι δυνατό να έχει το χαρακτήρα είτε αστικής εταιρίας, εάν από τη φύση της και το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε δεν θα έχει νομική προσωπικότητα και θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. Α.Κ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο του εμπορικού δικαίου και θα πρέπει να υπαχθεί σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται απ’ αυτό, γιατί στις εταιρίες του εμπορικού δικαίου, για λόγους προστασίας των τρίτων αλλά και των εταίρων, ισχύει η αρχή του κλειστού αριθμού, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η υιοθέτηση άλλου τύπου εταιρίας, διαφορετικού από εκείνους που αυτό αναγνωρίζει. Επομένως, στη δεύτερη αυτή περίπτωση η κοινοπραξία, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπ. Νόμου, μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, φυσικών ή νομικών προσώπων που την αποτελούν, η οποία προσομοιάζει με την ετερόρρυθμη εταιρία, με μόνο τον εμφανή εταίρο απεριορίστως ευθυνόμενο, είτε ομόρρυθης “εν τοις πράγμασι” εταιρίας, οπότε τα μέλη αυτής θα ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της, κατ’ άρθρο 22 του Εμπ.Ν. και μπορούν κατά συνέπεια να εναχθούν αυτοί για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων, ενώ το έναντι αυτής δεδικασμένο ισχύει κατά το άρθρο 329 Κ.Πολ.Δ. και έναντι των μετεχόντων σε αυτήν φυσικών ή νομικών προσώπων. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 741 Α.Κ. 18, 20 Εμπ.Ν. και 2 του δ/τος της 2/14.5.1835 “περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων” συνάγεται ότι η κοινοπραξία, που με ιδιαίτερη επωνυμία, ή με τα ονόματα όλων των μελών της αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου, το οποίο συνιστά αντικειμενικά εμπορική πράξη, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, έχει το χαρακτήρα ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας. Εάν όμως δεν υποβλήθηκε στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπουν τα άρθρα 42-45 του Εμπ.Ν. για τις ομόρρυθμες εταιρίες, λειτουργεί ως ομόρρυθμη εμπορική εταιρία “εν τοις πράγμασι” (Ολ.Α.Π. 22/1998, ΕλλΔνη 1998, 532, Α.Π. 36/2011, ΕλλΔνη 2011, 1389, Α.Π. 654/2010, Αρμ. 2011, 1177, Α.Π. 362/2009, Ε.Εμπ.Δ. 2010, 63, Εφ.Θεσ. 1704/2011, Επισκ.Εμπ.Δ. 2012, 457, Εφ.Πατρ. 88/2008, Αχα.Νομ. 2009, 571) με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας σε όλη του την έκταση, ως προς τη διαχείριση της εταιρίας, την ευθύνη των εταίρων, τη λύση και τις συνέπειες αυτής (Α.Π. 36/2011, ό.α, Α.Π. 654/2010, ό.α, Εφ.Δωδ. 125/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εφαρμόζονται σε αυτήν, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, οι περί εταιριών διατάξεις του Αστικού Κώδικα, δηλαδή τα άρθρα 741 επ. αυτού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία, έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β Κ.Πολ.Δ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 Κ.Πολ.Δ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ’ επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρίες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ’ ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης, ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 14/2007, Ολ.Α.Π. 22/1998, Α.Π. 35/2015, Εφ.Αθ. 4588/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 118 και 216 του Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι σε περίπτωση ενώσεως προσώπων ή εταιρίας χωρίς νομική προσωπικότητα, για το κύρος του δικογράφου της αγωγής, είτε αυτή ενάγει, είτε ενάγεται, αρκεί η μνεία της επωνυμίας της κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, χωρίς να απαιτείται και να μνημονεύονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που την αποτελούν, ούτε το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα (Ολ.Α.Π. 14/2007), αρκεί να εκτίθενται τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία που θα επιτρέψουν στο δικαστή να διαγνώσει τον τύπο της εταιρίας που πράγματι έχει συσταθεί και τον οποίο αυτός θα χαρακτηρίσει, χωρίς να δεσμεύεται από τον τυχόν δοθέντα από τους συμβληθέντες χαρακτηρισμό (Α.Π. 289/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα παραπάνω, η αγωγή, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, ήταν αρκούντως ορισμένη ως προς την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων και την εις ολόκληρον ευθύνη τους να καταβάλλουν στον ενάγοντα τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά, δεδομένου ότι περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θεμελιώνουν τη σχετική υποχρέωση, της μεν πρώτης εναγομένης ως εργοδότριας του ενάγοντος και οιονεί ομόρρυθμης (αδημοσίευτης) εταιρίας, η οποία δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών με Ε/Γ – Ο/Γ πλοία πλοιοκτησίας των λοιπών εναγομένων ναυτικών εταιριών, των δε τελευταίων ως μετόχων της και οιονεί ομορρύθμων μελών της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έστω χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, έκρινε την αγωγή ορισμένη και απέρριψε την ένσταση των εναγομένων περί αοριστίας της όσον αφορά την παθητική τους νομιμοποίηση και την εις ολόκληρον ευθύνη τους για το λόγο ότι δεν διακρίνεται εάν η πρώτη εναγόμενη είναι αστική ή εμπορική κοινοπραξία και δεν αναφέρεται εάν στη δεύτερη περίπτωση έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας (ένσταση που στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενες – εκκαλούσες με σχετικό λόγο της έφεσής τους, και οι προσθέτως παρεμβαίνουσες υπέρ αυτών με τις παρεμβάσεις τους, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1β’, 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 και 3 του Ν 1876/1990 προκύπτει ότι οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε δεσμεύουν μόνο τους μισθωτούς και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από τον χρόνο εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και στους εργαζόμενους και εργοδότες του ίδιου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των ως άνω οργανώσεων (Α.Π. 1351/2001, ΕλλΔικ. 2003, 753, ΑΠ 376/2006, Ε.Εργ.Δ. 2006, 808, Α.Π. 425/2004, ΕλλΔικ. 2006, 145). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4, 6 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζόμενους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε μεταξύ πρωτοβάθμιων ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που καλύπτουν εργαζόμενους, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή ειδικότητα, σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις (και εκμεταλλεύσεις) και εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο στην τοπική έκταση ισχύος της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 περ. β’, 8 παρ. 2 και 11, παρ. 2 και 3 του ίδιου του ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οι ίδιες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν κατ’ αρχήν τα μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων (Α.Π. 1405/2014, Α.Π. 1137/2013, Α.Π. 1561/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σύμφωνα με τον ανωτέρω κανόνα της αμφιμερούς δέσμευσης, δεν αρκεί το ένα μέρος της εργασιακής σχέσης (εργαζόμενος ή εργοδότης) να είναι μέλος της αντίστοιχης εργατικής ή εργοδοτικής οργάνωσης που συμβλήθηκε για τη σύναψη κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αλλά αυτό θα πρέπει να συμβαίνει ταυτόχρονα και για τα δύο μέρη (βλ. Ιωάννη Ληξουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, έκδ. 2013, σελ 290). Ωστόσο, αν η κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας κηρυχθεί, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, γενικώς υποχρεωτική, η ισχύς της επεκτείνεται από τον χρόνο έκδοσης της σχετικής Υπουργικής απόφασης (όχι αναδρομικώς) σε όλους τους εργοδότες και τους εργαζομένους του κλάδου ή του επαγγέλματος που αυτή αφορά, που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή τους, με την επιφύλαξη ότι μία κλαδική Σ.Σ.Ε. (ή Δ.Α.) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε. (Α.Π. 132/2016, Α.Π. 1409/2014, Α.Π. 56/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε. ως γενικά υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η, αυτεπάγγελτα εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε. που ήδη είχε κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική, από τον χρόνο κήρυξής της ως γενικά υποχρεωτικής (Α.Π. 43/2017, Α.Π. 1405/2014, Α.Π. 1137/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο αυτό, όμως, ενόψει της πιο πάνω φύσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξής της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη συλλογική σύμβαση εργασίας, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ. και να αποδείξει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τούτο όμως, δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία, η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, με την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση, και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε ή Δ.Α ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε ή Δ.Α που είχε ήδη κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από τον χρόνο κήρυξης της ως γενικώς υποχρεωτικής (Α.Π. 1561/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, που ρυθμίζει Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση (διαδοχή Σ.Σ.Ε). Διαδοχή Σ.Σ.Ε υπάρχει όταν νεότερη χρονικά Σ.Σ.Ε. αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή Σ.Σ.Ε, η νεότερη Σ.Σ.Ε. μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή Σ.Σ.Ε. δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή της τάξης (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων). Κατά συνέπεια, νεότερη Σ.Σ.Ε. καταργεί την προηγούμενη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, κατά την οποία οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους των συλλογικών συμβάσεων είναι επικρατέστεροι εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Εκτός εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της Σ.Σ.Ε, οπότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό δεν μπορούν να μεταβληθούν σε μεταγενέστερη Σ.Σ.Ε. που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης που με συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να καταστεί όμως, όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη Σ.Σ.Ε. και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και του μισθωτού Σ.Σ.Ε, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη Σ.Σ.Ε. (διαδοχή τάξεων), έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τον μισθωτό διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα ισχύσει η εκάστοτε συλλογική Σ.Σ.Ε. (Α.Π. 256/2016, Α.Π. 228/2014, Α.Π. 252/2012, Α.Π. 1690/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 806/2005, Δ.Ε.Ε. 2006, 317). Χωρίς δε την ύπαρξη ειδικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με την οποία να γίνεται ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης συλλογικής σύμβασης εργασίας, μόνη η έγγραφη ενημέρωση του εργαζομένου, κατά τις διατάξεις του π.δ 156/1994, για τις ισχύουσες κατά τον χρόνο της ενημέρωσης συλλογικές ρυθμίσεις, δεν καθιστά αυτοδικαίως τους όρους της συγκεκριμένης Σ.Σ.Ε. και όρους της ατομικής σύμβασης του μισθωτού, αφού η ενημέρωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόταση του εργοδότη για κατάρτιση σύμβασης και συνεπακόλουθα δε νοείται η κατάρτιση οιασδήποτε σύμβασης με την από τους εργαζόμενους αποδοχή της παραπάνω ενημέρωσης. Με την εκτέλεση, δηλαδή, εκ μέρους του εργοδότη των όσων επιβάλλουν οι διατάξεις του π.δ 156/1994, γίνεται απλώς ενημέρωση του εργαζομένου για τους ισχύοντες όρους, που διέπουν τη σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται ήδη από τον νόμο και την ατομική σύμβαση και δεν επέρχεται κάποια μεταβολή στη συγκεκριμένη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας από μόνη την ενέργεια αυτή (Α.Π. 651/2009, ΕλλΔικ. 2011, 1622). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα, που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό, ως απαράδεκτα, αν, κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π, είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή το αντιπαρήλθε σιωπηρά. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α’ Κ.Πολ.Δ. είναι γενική και έτσι περιλαμβάνει, χωρίς διακρίσεις, όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων, όπως έγγραφα, όρκος, ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήρια), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων, όπως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη (Ολ.ΑΠ 23/2008, Α.Π. 1127/2013, Α.Π. 87/2013, Α.Π. 48/2013, Α.Π. 1365/2012, Α.Π. 1352/2012, Α.Π. 1182/2012, Α.Π. 133/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 46/2019, αδημ.).
Από τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος του ενάγοντος ………. και του μάρτυρος των εναγομένων ……., που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τις νόμιμα προσαγόμενες από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. . ένορκες βεβαιώσεις των ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και τις νόμιμα προσαγόμενες από τις πρώτη, τέταρτη και έκτη των εναγομένων και τη συμπαριστάμενη με αυτές (με τους ίδιους πληρεξούσιους δικηγόρους) υπό στοιχείο Β προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθ. …….. ένορκες βεβαιώσεις των …….. αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα, κατόπιν εμπρόθεσμης, προ δυο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κλήσης των αντιδίκων εκάστης πλευράς (βλ. την υπ’ αριθ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, τις υπ’ αριθ. …… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. και τις υπ’ αριθ. ……. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………), απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ.), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νόμιμα προσκομιζόμενες από τους διαδίκους ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών και εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 192/2017, Α.Π. 173/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και απ’ όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη .., με έδρα τη …, δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα µετ’ επιστροφής και έχει σκοπό την είσπραξη των σχετικών κομίστρων και τη διανομή τους στα κοινοπρακτούντα µέλη της, που είναι οι λοιπές εναγόμενες και οι προσθέτως παρεμβαίνουσες, οι οποίες τυγχάνουν ναυτικές εταιρίες και είναι πλοιοκτήτριες των επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων δια των οποίων γίνεται η άνω μεταφορά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο σκοπός της πρώτης εναγομένης κοινοπραξίας είναι εμπορικός, πλην όμως δεν προκύπτει ότι έχει υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 42 του Εμπορικού Νόμου και συνεπώς δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα ούτε μπορεί να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά έχει μόνο τη δικονομικού χαρακτήρα ικανότητα να ενάγει ή να ενάγεται, υποκείμενα δε της ουσιαστικής έννομης σχέσης είναι τα μέλη της. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία συνιστά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία, για τις υποχρεώσεις της οποίας ευθύνεται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 22 του Εμπορικού Νόμου, κάθε µία των κοινοπρακτούντων μελών ναυτική εταιρία ευθέως, απεριόριστα και εις ολόκληρον, κατά τα εκτεθέντα σε παραπάνω μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 1-3-1983 σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης εναγόμενης – εργοδότριας και του ενάγοντος – εργαζομένου, ο τελευταίος προσλήφθηκε από την πρώτη, προκειμένου να εργασθεί ως ταμίας, απασχολούμενος πέντε ημέρες την εβδομάδα, επί οκτώ ώρες ημερησίως. Ως εφαρμοστέα Συλλογική ρύθμιση (Σ.Σ.Ε, Δ.Α, Υ.Α.) συμφωνήθηκε αυτή των υπαλλήλων γραφείου, ενώ ως τόπος παροχής της εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε το κατάστημα ή γραφείο της πρώτης εναγόμενης και για το κρίσιμο για την αγωγή διάστημα, τα κουβούκλια έκδοσης εισιτηρίων της που βρίσκονται στην προκυμαία Περάματος ή Σαλαμίνας, ακριβώς προ των υπό αναχώρηση πλοίων. Ο ενάγων εξέθετε στην ένδικη αγωγή, όπως αυτή, κατά τα προαναφερθέντα, παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι εκτελούσε καθαρώς καθήκοντα πρακτορειακού υπαλλήλου, ενώ, σε κάθε περίπτωση, είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου ναυτιλιακής εταιρίας, η οποία αρκούσε για να εμπίπτει στο άρθρο 1 της οικείας Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ο ισχυρισμός του όμως αυτός είναι αβάσιμος. Συγκεκριμένα, προέκυψε ότι η γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας – Πέραμα είναι τοπική πορθμειακή γραμμή απόστασης 1,5 ναυτικού μιλίου, που απαλλάσσεται, σύμφωνα με το νόμο, της υποχρέωσης πρακτόρευσης. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του Π.Δ 814/1974 και 9 παρ. 1 του Π.Δ 229/1995 «Ναυτικοί Πράκτορες», συνάγεται ότι δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δρομολογιακές γραμμές εκτεινόμενες μέσα στα όρια του ίδιου νομού και επί απόστασης μέχρι 3 ναυτικών μιλίων. Άλλωστε, στο υπ’ αριθ. 3127/8-4-2015 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, σαφώς αναφέρεται ότι τα πλοία που δραστηριοποιούνται στη γραμμή Πέραμα – Παλούκια Σαλαμίνας δεν υποχρεούνται σε πρακτόρευση. Επίσης, η Πανελλήνια Ένωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας, στην από 16-11-2016 βεβαίωσή της αναφέρει ότι, τα Ε/Γ – O/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης που εκτελούν δρομολόγια στην τοπική δρομολογιακή γραμμή Περάματος – Παλουκιών Σαλαμίνας δεν μπορούν να ασκούν πρακτόρευση, όπως δεν ασκούν και δεν μπορούν να ασκήσουν οι τοπικές δρομολογιακές γραμμές στον Ελλαδικό χώρο αποστάσεως μέχρι 3 ναυτικά μίλια και επομένως δεν δύνανται να είναι µέλη του ανωτέρω σωματείου. Ούτε ακόμη αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη είχε ποτέ την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, αφού δεν προκύπτει, ούτε ο ενάγων επικαλείται, ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Π.Δ 229/1995, ούτε ότι της χορηγήθηκε σχετική άδεια από την αρμόδια λιμενική αρχή. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ασκούσε, κατά τα υποστηριζόμενα απ’ αυτόν, καθήκοντα όμοια με αυτά του ναυτικού πράκτορα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 9 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ, ήτοι ότι εξέδιδε, υπ’ ευθύνη του, τα εισιτήρια των επιβατών και τις αποδείξεις μεταφοράς των οχημάτων. Αντίθετα, όπως ο ίδιος αναφέρει στις πρωτόδικες προτάσεις του, αντικείμενο της εργασίας του ήταν η χορήγηση των εισιτηρίων επιβατών και οχημάτων που εξέδιδε η πρώτη εναγόμενη (και όχι ο ίδιος) και η είσπραξη για λογαριασμό της του αντίστοιχου αντίτιμου, για το οποίο της απέδιδε λογαριασμό στο τέλος της βάρδιάς του. Εφόσον, λοιπόν, η πρώτη εναγόμενη ……. – εργοδότρια του ενάγοντος και οι λοιπές εναγόμενες – μέλη αυτής δεν είχαν την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και δεδομένου ότι στα Ε/Γ-Ο/Γ πλοία που εκτελούσαν τη συγκεκριμένη τοπική δροµολογιακή γραµµή Παλούκια Σαλαµίνας – Πέραµα, δεν είχε οριστεί ναυτικός πράκτορας, ο ενάγων δεν μπορούσε να έχει την ιδιότητα υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης. Συνακόλουθα, ο ενάγων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των από 3-6-2008 και 23-12-2011 Εθνικών Κλαδικών Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ούτε όμως εάν ο ενάγων θεωρηθεί υπάλληλος ναυτιλιακής εταιρίας, όπως επικουρικά ζητούσε με την αγωγή του, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω Σ.Σ.Ε. Ειδικότερα, η πρώτη από τις ανωτέρω αναφερθείσες κλαδικές Σ.Σ.Ε, ήτοι η από 3-6-2008 Σ.Σ.Ε, ίσχυσε από 1-1-2008 έως 31-12-2009, παρατάθηκε δε η ισχύς της επί ένα εξάμηνο, σύμφωνα µε το άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 1876/1990, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 2 παρ., 5 της Π.Υ.Σ. 6/2012 και κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική µε την Υ.Α. 58032/2713/2008, υπεγράφη από το «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», την «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας» και την «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» από πλευράς των εργοδοτών και από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισµό» από πλευράς των εργαζομένων. Όμως, η πρώτη εναγόμενη – εργοδότρια του ενάγοντος δεν ήταν μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της παραπάνω Σ.Σ.Ε, και δεν θα μπορούσε να είναι, κατά τα αναλυτικώς προεκτεθέντα. Αυτό αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από τις εναγόμενες – εφεσίβλητες εταιρίες, υπ’ αριθ. πρωτ. ……… βεβαίωση του «Συνδέσµου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», όπου ρητώς βεβαιώνεται ότι η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία ουδέποτε υπήρξε µέλος του εν λόγω Συνδέσμου και ότι δεν θα μπορούσε να είναι µέλος του, καθόσον η γραμμή που εκτελούν τα πλοία της (Πέραμα – Παλούκια) δεν είναι ακτοπλοϊκή, αλλά τοπική πορθμειακή γραμμή. Επίσης, εφόσον τα πλοία µε τα οποία δραστηριοποιείται η πρώτη εναγόμενη, είναι επιβατηγά – οχηματαγωγά και όχι φορτηγά ακτοπλοϊκά, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι µέλος ούτε της συμβαλλόμενης εργοδοτικής οργάνωσης «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων», όπως επίσης δεν θα μπορούσε να είναι µέλος της εργοδοτικής Οργάνωσης «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας», η οποία μετονομάστηκε και διαλύθηκε το έτος 2012. Τέλος, σύμφωνα µε το υπ’ αριθ. …../11-1-2016 έγγραφο της Ένωσης Πλοιοκτητών Πορθμείων Εσωτερικού, τα Ε/Γ- Ο/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης που εκτελούν τη γραμμή Περάματος – Σαλαμίνας είναι µέλη της και η Ένωση αυτή ουδέποτε συμμετείχε (και δεν θα ήταν δυνατό να συμμετάσχει, καθώς η εν λόγω δρομολογιακή γραμμή αποστάσεως 1,5 ν.µ. απαλλάσσεται της πρακτόρευσης, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 229/1990) στην κατάρτιση και υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας των υπαλλήλων ναυτιλιακών πρακτορείων, ούτε έχει υπογράψει την από 23-12-2011 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το υπ’ αριθ. πρωτ. ……. έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ/νσης Αμοιβής Εργασίας του Τμήματος Συλλογικών Ρυθμίσεων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που, ως κατεξοχήν αρμόδιο για το επίμαχο ζήτημα, απαντώντας στην από 11-1-2016 αίτηση της πρώτης εναγόμενης, γνωμοδότησε, για τους ως άνω λόγους, ότι η πρώτη εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση εφαρμογής της από 3-6-2008 Σ.Σ.Ε, η οποία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική. Το έγγραφο αυτό υπερισχύει ως ειδικότερο αλλά και πιο πρόσφατο, του με αριθ. πρωτ. ….. από 12-1-1995 εγγράφου της Δ/νσης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας που επικαλείται ο ενάγων προς επίρρωση των ισχυρισμών του περί υπαγωγής του στην επίμαχη Σ.Σ.Ε, το οποίο αναφέρει ότι «οι μισθωτοί που απασχολούνται στην κοινοπραξία ε/γ-ο/γ Σ. υπάγονται στην υπ’ αριθμόν 33/94 Διαιτητική Απόφαση για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των ατμοπλοϊκών και πρακτορειακών επιχειρήσεων ακτοπλοΐας όλης της χώρας…». Σχετικά δε με την από 23-12-2011 Κλαδική Σ.Σ.Ε. (η οποία ίσχυσε από την 1-1-2010, έληξε βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012 την 14-2-2013 και παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα τρίμηνο) δεν κηρύχθηκε υποχρεωτική, οπότε ίσχυσε μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τα οποία ήταν από πλευράς των εργοδοτών ο «Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» και η «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» και από πλευράς εργαζομένων ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό», μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται, για τους λόγους που αναλυτικά προεκτέθηκαν, τόσο ο ενάγων όσο και η πρώτη εναγόμενη. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι οι διατάξεις των άνω εθνικών κλαδικών Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας» ενσωματώθηκαν στην ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος. Ούτε ακόμα μπορεί, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, να γίνει αυθαίρετη διασταλτική ερμηνεία ότι η τοπική πορθμειακή γραμμή Περάματος – Παλουκίων Σαλαμίνας, που συνδέει λιμένες εντός του αυτού νομού και σε απόσταση μικρότερη των τριών ναυτικών μιλίων, ανήκει στην ακτοπλοΐα (κατά τα μη ορθώς υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα και όσα, προς επίρρωσή τους, αναφέρει η ενόρκως βεβαιούσα στην ως άνω υπ’ αριθ. ….. ένορκη βεβαίωσή της, που προσκομίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), οδηγώντας στην εφαρμογή των άνω Σ.Σ.Ε, που αφορούν συγκεκριμένους συμβληθέντες κλάδους, στους οποίους δεν ανήκουν οι εκκαλούσες εναγόμενες και κυρίως η πρώτη εξ αυτών – εργοδότρια του ενάγοντος. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε κατά το επίδικο διάστημα επί δυο ώρες ημερησίως πέραν του οκταώρου, ισχυρισμός που δεν βρίσκει άλλωστε τεκμηρίωση στον πίνακα ωρών εργασίας του, στην υποβληθείσα στο Υπουργείο Εργασίας κατάσταση ωρών εργασίας προσωπικού και στις αποδείξεις μισθοδοσίας του, τις οποίες προσκομίζει η πρώτη εναγόμενη και ο ενάγων δεν προκύπτει ότι τις έχει ποτέ αμφισβητήσει. Κατόπιν τούτων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο – που έκρινε την αγωγή εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία ως προς τις εκκαλούσες – εναγόμενες, δεχόμενο ότι η εργασιακή σχέση του ενάγοντος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των επικαλούμενων συλλογικών ρυθμίσεων [συλλογικών συμβάσεων εργασίας (Σ.Σ.Ε.) και αποφάσεων διαιτησίας (Δ.Α.) για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας] και ότι η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία (μέτοχοι και μέλη της οποίας είναι οι λοιπές εναγόμενες), υπάγεται στις ρυθμίσεις για τις πρακτορειακές επιχειρήσεις και ακολούθως επιδίκασε στον ενάγοντα μέρος των αιτούμενων κονδυλίων, ανερχόμενο συνολικά σε 144.162,71 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης αμοιβήε υπερωριακής εργασίας και υπερεργασίας – εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε, κατά τους βάσιμα προβαλλόμενους σχετικούς λόγους της έφεσης των εναγομένων, που αναδιατυπώνονται και με πρόσθετους λόγους αυτής. Επομένως, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της έφεσης και των λοιπών προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη με αριθ. 4745/2014 οριστική απόφαση ως προς τις εκκαλούσες εναγόμενες. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να ερευνηθεί η αγωγή ως προς τις εκκαλούσες εναγόμενες (ως προς τις οποίες πρωτόδικα έγινε εν μέρει δεκτή) και ν’ απορριφθεί ως προς αυτές ως αβάσιμη κατ’ ουσία και κατά την κύρια και κατά την επικουρική βάση της. Τα δικαστικά έξοδα των αμέσως ανωτέρω διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 περ. γ’, 183 εδάφ. τελευτ. και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 12-12-2014 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …….. έφεση, β) τους από 2-4-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……. πρόσθετους λόγους αυτής, γ) την από 2-4-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …… πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εκκαλούντων εναγομένων και δ) την από 3-11-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……. πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εκκαλούντων εναγομένων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθ. 4745/2014 οριστική απόφαση του Moνομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών) ως προς τις εκκαλούσες εναγόμενες.
Κρατεί και δικάζει επί της από 7-6-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …… αγωγής ως προς τις ανωτέρω εναγόμενες.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς αυτές.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των ανωτέρω διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ