Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 216/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     216/2019

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

           Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η υπό κρίση από 27-9-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……. έφεση των εναγόντων στην από 10-3-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …… αγωγή. Η άνω έφεση η οποία πλήττει τη με αριθμό 1943/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών επί της άνω αγωγής καθώς και επί: α) της από 8-1-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …. ανακοίνωσης δίκης μετά προσεπικλήσεως σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσας αγωγής ενώπιον του άνω Δικαστηρίου και β) της πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της πρώτης κυρίως εναγομένης που άσκησαν προφορικά στο ακροατήριο του άνω Δικαστηρίου οι καθ’ ων η ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως σε παρέμβαση – παρεμπιπτόντως εναγόμενοι ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει πάροδος της προθεσμίας ασκήσεώς της ή άλλος λόγος απαραδέκτου (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.). Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της άσκησής της δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015).

Με την από 10-3-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …… αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο μετά και την παραδεκτή διευκρίνισή του με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν ότι προσλήφθηκαν, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος στις 1-10-1995 και η δεύτερη στις 1-8-1998, από την πρώτη εναγόμενη …. η οποία δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα και αντιστρόφως με επιβατικά – οχηματαγωγά πλοία πλοιοκτησίας των λοιπών εναγόμενων μετόχων της προκειμένου να εργασθούν ως ταμίες στα κουβούκλια έκδοσης εισιτηρίων της πρώτης εναγομένης που βρίσκονται στην προκυμαία Περάματος ή Σαλαμίνας, ακριβώς προ των υπό αναχώρηση πλοίων. Ότι η εργασία τους συμφωνήθηκε να παρέχεται υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί 8 ώρες ημερησίως και με κυλιόμενο ωράριο εναλλάξ ανά ημέρα, από ώρα 06.00 έως 14.00, από ώρα 14.00 έως 22.00 και από ώρα 22.00 έως 06.00. Ότι επρόκειτο καθαρά για εργασία πρακτορειακού υπαλλήλου, καθόσον τα καθήκοντά τους, κατά το κρίσιμο για την αγωγή χρονικό διάστημα, περιελάμβαναν: α) όσον αφορά τον πρώτο (κεντρικό ταμία), να παραλαμβάνει το ταμείο του κάθε ταμία και να παραδίδει τις εισπράξεις της εκάστοτε βάρδιας στην πρώτη εναγομένη και β) όσον αφορά τη δεύτερη, να παραλαμβάνει από τον πρώτο (κεντρικό ταμία) εισιτήρια και χρήματα, να κόβει εισιτήρια, να εισπράττει το αντίτιμο και να παραδίδει τις εισπράξεις στον κεντρικό ταμία στο τέλος της βάρδιάς της. Ότι οι ίδιοι εργάσθηκαν πέραν του νομίμου ωραρίου επί δυο ώρες ημερησίως κατά τα έτη 2010, 2011 και 2012 και επί μια ώρα ημερησίως κατά τα έτη 2013 και 2014, εκτελώντας ώρες υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, για τις οποίες δικαιούνται αποζημίωση κατά τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ότι οι δεδουλευμένες αποδοχές που τους κατέβαλε η πρώτη εναγομένη υπολείπονταν των νομίμων που ορίζονταν από την οικεία εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», η οποία ήταν αυτή του έτους 2008- 2009 σε συνδυασμό με την αντίστοιχη του 2012, που άρχισε να ισχύει από την 1-1-2010. Ζητούν δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η µεν πρώτη (………) ως εργοδότριά τους, οι δε λοιπές ως μέτοχοι αυτής – οιονεί ομόρρυθμα μέλη της, να τους καταβάλουν, από κοινού και εις ολόκληρο, στο μεν πρώτο το ποσό των 77.582,77 ευρώ ως διαφορές αποδοχών, διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31- 12-2014 και το ποσό των 42.402,00 ευρώ ως υπερωριακή αμοιβή για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, ήτοι συνολικά για όλες τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 119.984,77 ευρώ και στη δεύτερη το ποσό των 60.275,77 ευρώ ως διαφορές αποδοχών, διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2014 και το ποσό των 35.947,10 ευρώ ως υπερωριακή αμοιβή για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, ήτοι συνολικά για όλες τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 96.222,87 ευρώ. Επίσης, ζητούν η απόφαση που θα εκδοθεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στα δικαστικά τους έξοδα.

Οι εναγόμενες στην παραπάνω αγωγή, με την από 8-1-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ….. ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, αφού εκθέτουν ότι εναντίον τους ασκήθηκε η προαναφερόμενη (κύρια) αγωγή, ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι καθ’ ων η ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή ναυτικές εταιρίες, καίτοι διετέλεσαν μέλη της πρώτης εναγόμενης κοινοπραξίας, δεν ενάγονται από τους ενάγοντες για την αναλογία της περιόδου και κατά το ποσοστό που κοινοπράκτησαν στη συγκεκριμένη γραμμή (Παλούκια – Πέραμα). Ενόψει τούτων, ανακοινώνουν την εκκρεμή δίκη που ανοίχθηκε με την έγερση της κύριας αγωγής και προσεπικαλούν τους καθ’ ων η ανακοίνωση – προσεπίκληση να παρέμβουν σε αυτήν ως πρωτοφειλέτες, κατά τον έκαστο αυτής λόγο και μερίδιο, στην εναντίον τους υπόθεση, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή και να καταδικασθούν οι τελευταίοι στα δικαστικά τους έξοδα.

Οι καθ’ ων η άνω ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπιπτόντως εναγόμενες, με την πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης κυρίως εναγομένης που άσκησαν με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αναλύεται στις πρωτόδικες προτάσεις τους, επικαλούμενες έννομο συμφέρον να παρέμβουν στην παρούσα δίκη, ενόψει του ότι, κατά το κρίσιμο για την αγωγή χρονικό διάστημα, αποτελούσαν μέλη και μετόχους στην πρώτη εναγομένη κοινοπραξία και αναγκαίους ομοδίκους αυτής και των λοιπών εναγομένων ναυτικών εταιριών, ζητούν να απορριφθεί η κύρια αγωγή και να καταδικαστούν οι ενάγοντες στα δικαστικά τους έξοδα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, συνεκδίκασε τις προαναφερόμενες κύρια αγωγή, ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή και πρόσθετη παρέμβαση, για τις οποίες έκρινε εαυτό καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 31 παρ. 1, 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Ακολούθως: α) έκρινε ορισμένη και νόμιμη την κύρια αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ, 904 επ. ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ, 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 Κ.Υ.Α. Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, 4 Ν. 2874/2000, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της από 3-6-2008 Εθνικής Κλαδικής Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας» που έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με την Υ.Α. 58032/2713/2008 (πράξη κατάθεσης 41/20-6-2008, Φ.Ε.Κ. Β’ 1657/14-8-2008) και της από 23-12-2011 Εθνικής Κλαδικής Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», β) έκρινε νόμιμη την ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 76, 86, 89, 91, 176 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ,  γ) απέρριψε τη σωρευόμενη στο αμέσως παραπάνω δικόγραφο παρεμπίπτουσα αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και δ) έκρινε νόμιμη την πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης εναγομένης, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 76 έως 78, 80, 82, 83, 84 και 180 σε συνδ. με 182 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.  Στη συνέχεια, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την κύρια αγωγή και καταδίκασε τους  ενάγοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων και των προσθέτως παρεμβαινουσών. Ήδη, κατά της παραπάνω απόφασης, κατά το μέρος αυτής που αναφέρεται στην κύρια αγωγή, παραπονούνται με την υπό κρίση από 27-9-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……… έφεσή τους οι εκκαλούντες – κυρίως ενάγοντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους ειδικότερα εκτιθέμενους παραδεκτούς λόγους και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε η αγωγή τους να γίνει δεκτή στο σύνολό της.

Στο δίκαιο των εταιριών υπό ευρεία έννοια, δηλαδή των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση και επιδιώκουν κοινό σκοπό με τη συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφότου όμως εμφανίστηκε και δρα στην πράξη, η κοινοπραξία είναι δυνατό να έχει το χαρακτήρα είτε αστικής εταιρίας, εάν από τη φύση της και το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε δεν θα έχει νομική προσωπικότητα και θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. Α.Κ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο του εμπορικού δικαίου και θα πρέπει να υπαχθεί σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται απ’ αυτό, γιατί στις εταιρίες του εμπορικού δικαίου, για λόγους προστασίας των τρίτων αλλά και των εταίρων, ισχύει η αρχή του κλειστού αριθμού, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η υιοθέτηση άλλου τύπου εταιρίας, διαφορετικού από εκείνους που αυτό αναγνωρίζει. Επομένως, στη δεύτερη αυτή περίπτωση η κοινοπραξία, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπ. Νόμου, μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, φυσικών ή νομικών προσώπων που την αποτελούν, η οποία προσομοιάζει με την ετερόρρυθμη εταιρία, με μόνο τον εμφανή εταίρο απεριορίστως ευθυνόμενο, είτε ομόρρυθης “εν τοις πράγμασι” εταιρίας, οπότε τα μέλη αυτής θα ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της, κατ’ άρθρο 22 του Εμπ.Ν. και μπορούν κατά συνέπεια να εναχθούν αυτοί για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων, ενώ το έναντι αυτής δεδικασμένο ισχύει κατά το άρθρο 329 Κ.Πολ.Δ. και έναντι των μετεχόντων σε αυτήν φυσικών ή νομικών προσώπων. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 741 Α.Κ. 18, 20 Εμπ.Ν. και 2 του δ/τος της 2/14.5.1835 “περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων” συνάγεται ότι η κοινοπραξία, που με ιδιαίτερη επωνυμία, ή με τα ονόματα όλων των μελών της αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου, το οποίο συνιστά αντικειμενικά εμπορική πράξη, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, έχει το χαρακτήρα ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας. Εάν όμως δεν υποβλήθηκε στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπουν τα άρθρα 42-45 του Εμπ.Ν. για τις ομόρρυθμες εταιρίες, λειτουργεί ως ομόρρυθμη εμπορική εταιρία “εν τοις πράγμασι” (Ολ.Α.Π. 22/1998, ΕλλΔνη 1998, 532, Α.Π. 36/2011, ΕλλΔνη 2011, 1389, Α.Π. 654/2010, Αρμ. 2011, 1177, Α.Π. 362/2009, Ε.Εμπ.Δ. 2010, 63, Εφ.Θεσ. 1704/2011, Επισκ.Εμπ.Δ. 2012, 457, Εφ.Πατρ. 88/2008, Αχα.Νομ. 2009, 571) με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας σε όλη του την έκταση, ως προς τη διαχείριση της εταιρίας, την ευθύνη των εταίρων, τη λύση και τις συνέπειες αυτής (Α.Π. 36/2011, ό.α, Α.Π. 654/2010, ό.α, Εφ.Δωδ. 125/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εφαρμόζονται σε αυτήν, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, οι περί εταιριών διατάξεις του Αστικού Κώδικα, δηλαδή τα άρθρα 741 επ. αυτού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία, έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β Κ.Πολ.Δ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 Κ.Πολ.Δ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ’ επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρίες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ’ ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης, ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 14/2007, Ολ.Α.Π. 22/1998, Α.Π. 35/2015, Εφ.Αθ. 4588/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1β’, 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 και 3 του Ν 1876/1990 προκύπτει ότι οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε δεσμεύουν μόνο τους μισθωτούς και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από τον χρόνο εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και στους εργαζόμενους και εργοδότες του ίδιου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των ως άνω οργανώσεων (Α.Π. 1351/2001, ΕλλΔικ. 2003, 753, ΑΠ 376/2006, Ε.Εργ.Δ. 2006, 808, Α.Π. 425/2004, ΕλλΔικ. 2006, 145). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4, 6 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζόμενους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε μεταξύ πρωτοβάθμιων ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που καλύπτουν εργαζόμενους, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή ειδικότητα, σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις (και εκμεταλλεύσεις) και εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο στην τοπική έκταση ισχύος της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 περ. β’, 8 παρ. 2 και 11, παρ. 2 και 3 του ίδιου του ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οι ίδιες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν κατ’ αρχήν τα μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων (Α.Π. 1405/2014, Α.Π. 1137/2013, Α.Π. 1561/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σύμφωνα με τον ανωτέρω κανόνα της αμφιμερούς δέσμευσης, δεν αρκεί το ένα μέρος της εργασιακής σχέσης (εργαζόμενος ή εργοδότης) να είναι μέλος της αντίστοιχης εργατικής ή εργοδοτικής οργάνωσης που συμβλήθηκε για τη σύναψη κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αλλά αυτό θα πρέπει να συμβαίνει ταυτόχρονα και για τα δύο μέρη (βλ. Ιωάννη Ληξουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, έκδ. 2013, σελ 290). Ωστόσο, αν η κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας κηρυχθεί, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, γενικώς υποχρεωτική, η ισχύς της επεκτείνεται από τον χρόνο έκδοσης της σχετικής Υπουργικής απόφασης (όχι αναδρομικώς) σε όλους τους εργοδότες και τους εργαζομένους του κλάδου ή του επαγγέλματος που αυτή αφορά, που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή τους, με την επιφύλαξη ότι μία κλαδική Σ.Σ.Ε. (ή Δ.Α.) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε. (Α.Π. 132/2016, Α.Π. 1409/2014, Α.Π. 56/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε. ως γενικά υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η, αυτεπάγγελτα εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε. που ήδη είχε κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική, από τον χρόνο κήρυξής της ως γενικά υποχρεωτικής (Α.Π. 43/2017, Α.Π. 1405/2014, Α.Π. 1137/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο αυτό, όμως, ενόψει της πιο πάνω φύσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξής της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη συλλογική σύμβαση εργασίας, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ. και να αποδείξει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τούτο όμως, δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία, η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, με την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση, και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε ή Δ.Α ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε ή Δ.Α που είχε ήδη κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από τον χρόνο κήρυξης της ως γενικώς υποχρεωτικής (Α.Π. 1561/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, που ρυθμίζει Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση (διαδοχή Σ.Σ.Ε). Διαδοχή Σ.Σ.Ε υπάρχει όταν νεότερη χρονικά Σ.Σ.Ε. αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή Σ.Σ.Ε, η νεότερη Σ.Σ.Ε. μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή Σ.Σ.Ε. δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή της τάξης (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων). Κατά συνέπεια, νεότερη Σ.Σ.Ε. καταργεί την προηγούμενη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, κατά την οποία οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους των συλλογικών συμβάσεων είναι επικρατέστεροι εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Εκτός εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της Σ.Σ.Ε, οπότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό δεν μπορούν να μεταβληθούν σε μεταγενέστερη Σ.Σ.Ε. που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης που με συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να καταστεί όμως, όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη Σ.Σ.Ε. και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και του μισθωτού Σ.Σ.Ε, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη Σ.Σ.Ε. (διαδοχή τάξεων), έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τον μισθωτό διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα ισχύσει η εκάστοτε συλλογική Σ.Σ.Ε. (Α.Π. 256/2016, Α.Π. 228/2014, Α.Π. 252/2012, Α.Π. 1690/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 806/2005, Δ.Ε.Ε. 2006, 317). Χωρίς δε την ύπαρξη ειδικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με την οποία να γίνεται ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης συλλογικής σύμβασης εργασίας, μόνη η έγγραφη ενημέρωση του εργαζομένου, κατά τις διατάξεις του π.δ 156/1994, για τις ισχύουσες κατά τον χρόνο της ενημέρωσης συλλογικές ρυθμίσεις, δεν καθιστά αυτοδικαίως τους όρους της συγκεκριμένης Σ.Σ.Ε. και όρους της ατομικής σύμβασης του μισθωτού, αφού η ενημέρωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόταση του εργοδότη για κατάρτιση σύμβασης και συνεπακόλουθα δε νοείται η κατάρτιση οιασδήποτε σύμβασης με την από τους εργαζόμενους αποδοχή της παραπάνω ενημέρωσης. Με την εκτέλεση, δηλαδή, εκ μέρους του εργοδότη των όσων επιβάλλουν οι διατάξεις του π.δ 156/1994, γίνεται απλώς ενημέρωση του εργαζομένου για τους ισχύοντες όρους, που διέπουν τη σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται ήδη από τον νόμο και την ατομική σύμβαση και δεν επέρχεται κάποια μεταβολή στη συγκεκριμένη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας από μόνη την ενέργεια αυτή (Α.Π. 651/2009, ΕλλΔικ. 2011, 1622).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων …….. που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τη νόμιμα προσαγόμενη από τους ενάγοντες υπ’ αριθ. ….. ένορκη βεβαίωση της …… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και τις νόμιμα προσαγόμενες από τις εναγόμενες υπ’ αριθ. …….. ένορκες βεβαιώσεις των ………… αντίστοιχα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα, κατόπιν εμπρόθεσμης, προ δυο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κλήσης των αντιδίκων εκάστης πλευράς (βλ. τις υπ’ αριθ. …….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… και τις υπ’ αριθ. ……… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..), όπως επιτάσσει πλέον η διάταξη του άρθρου 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 Ν. 4335/2015, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσκομιζόμενη από τους ενάγοντες υπ’ αριθ. …… ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, καθόσον λήφθηκε χωρίς νομότυπη κλήτευση προ δυο τουλάχιστον εργασίμων ημερών των προσθέτως παρεμβαινουσών, οι οποίες ως αναγκαίες ομόδικοι των εναγομένων από την προσεπίκλησή τους, που έλαβε χώρα την 12-1-2017 (βλ. τις υπ’ αριθ. ……. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..) και κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες την 12-1-2017 (βλ. τις υπ’ αριθ. ……… εκθέσεις επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή), κατέστησαν διάδικοι στην παρούσα δίκη κι ως εκ τούτου έπρεπε να κληθούν σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, 2003, Τόμος I, παρ. 31, σ. 394 επ.), απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ.), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νόμιμα προσκομιζόμενες από τις εναγόμενες υπ’ αριθ. ……… ένορκες βεβαιώσεις των ………., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης και εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 192/2017, Α.Π. 173/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη …., με έδρα τη  ….., δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα µετ’ επιστροφής και έχει σκοπό την είσπραξη των σχετικών κομίστρων και τη διανομή τους στα κοινοπρακτούντα µέλη της, που είναι οι λοιπές εναγόμενες και οι προσθέτως παρεμβαίνουσες, οι οποίες τυγχάνουν ναυτικές εταιρίες και είναι πλοιοκτήτριες των επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων δια των οποίων γίνεται η άνω μεταφορά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο σκοπός της πρώτης εναγομένης κοινοπραξίας είναι εμπορικός, πλην όμως δεν προκύπτει ότι έχει υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 42 του Εμπορικού Νόμου και συνεπώς δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα ούτε μπορεί να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά έχει μόνο τη δικονομικού χαρακτήρα ικανότητα να ενάγει ή να ενάγεται, υποκείμενα δε της ουσιαστικής έννομης σχέσης είναι τα μέλη της. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία συνιστά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία, για τις υποχρεώσεις της οποίας ευθύνεται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 22 του Εμπορικού Νόμου, κάθε µία των κοινοπρακτούντων μελών ναυτική εταιρία ευθέως, απεριόριστα και εις ολόκληρον, κατά τα εκτεθέντα σε παραπάνω μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν μεταξύ της πρώτης εναγόμενης – εργοδότριας και των εναγόντων – εργαζομένων, προσλήφθηκαν από την πρώτη, ο πρώτος ενάγων την 1-8-1995 και η δεύτερη ενάγουσα την 1-8-1998 προκειμένου να εργασθούν ως ταμίες, υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, επί σαράντα ώρες εβδομαδιαίως. Ως εφαρμοστέα Συλλογική ρύθμιση (Σ.Σ.Ε, Δ.Α, Υ.Α.) συμφωνήθηκε αυτή των υπαλλήλων γραφείου, ενώ ως τόπος παροχής της εργασίας τους συμφωνήθηκε το κατάστημα ή γραφείο της πρώτης εναγόμενης. Οι ίδιοι εκθέτουν στην αγωγή τους, όπως αυτή, κατά τα προαναφερθέντα, παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι εκτελούσαν καθαρώς καθήκοντα πρακτορειακών υπαλλήλων, ενώ, σε κάθε περίπτωση, είχαν την ιδιότητα των υπαλλήλων ναυτιλιακής εταιρίας, η οποία αρκούσε για να εμπίπτουν στο άρθρο 1 της οικείας Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός είναι αβάσιμος. Συγκεκριμένα, προέκυψε ότι η γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας – Πέραμα είναι τοπική πορθμειακή γραμμή απόστασης 1,5 ναυτικού μιλίου, που απαλλάσσεται, σύμφωνα με το νόμο, της υποχρέωσης πρακτόρευσης. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του Π.Δ 814/1974 και 9 παρ. 1 του Π.Δ 229/1995 «Ναυτικοί Πράκτορες», συνάγεται ότι δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δρομολογιακές γραμμές εκτεινόμενες μέσα στα όρια του ίδιου νομού και επί απόστασης μέχρι 3 ναυτικών μιλίων. Άλλωστε, στο υπ’ αριθ. 3127/8-4-2015 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, σαφώς αναφέρεται ότι τα πλοία που δραστηριοποιούνται στη γραμμή Πέραμα – Παλούκια Σαλαμίνας δεν υποχρεούνται σε πρακτόρευση. Επίσης, η Πανελλήνια Ένωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας, στην από 16-11-2016 βεβαίωσή της αναφέρει ότι, τα Ε/Γ – O/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης που εκτελούν δρομολόγια στην τοπική δρομολογιακή γραμμή Περάματος – Παλουκιών Σαλαμίνας δεν μπορούν να ασκούν πρακτόρευση, όπως δεν ασκούν και δεν μπορούν να ασκούν και οι τοπικές δρομολογιακές γραμμές στον Ελλαδικό χώρο αποστάσεως μέχρι 3 ναυτικά μίλια και επομένως δεν δύνανται να είναι µέλη του ανωτέρω σωματείου. Ούτε ακόμη αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη είχε ποτέ την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, αφού δεν προκύπτει, ούτε οι ενάγοντες επικαλούνται, ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Π.Δ 229/1995, ούτε ότι της χορηγήθηκε σχετική άδεια από την αρμόδια λιμενική αρχή. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ασκούσαν καθήκοντα όμοια με αυτά του ναυτικού πράκτορα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 9 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ, ήτοι ότι εξέδιδαν, υπ’ ευθύνη τους, τα εισιτήρια των επιβατών και τις αποδείξεις μεταφοράς των οχημάτων. Αντίθετα, όπως οι ίδιοι αναφέρουν στις πρωτόδικες προτάσεις τους, αντικείμενο της εργασίας τους ήταν η πώληση εισιτηρίων στους επιβάτες και οδηγούς αυτοκινήτων και δικύκλων των πλοίων της κοινοπραξίας που εξέδιδε η πρώτη εναγόμενη (και όχι οι ίδιοι) και η είσπραξη για λογαριασμό της του αντίστοιχου αντίτιμου, που αποτελούσε το κύριο έσοδο της κοινοπραξίας. Εφόσον, λοιπόν, η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία – εργοδότρια των εναγόντων και οι λοιπές εναγόμενες – μέλη και  μέτοχοι αυτής δεν είχαν την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και δεδομένου ότι στα Ε/Γ-Ο/Γ πλοία που εκτελούσαν τη συγκεκριμένη τοπική δρομολογιακή γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας – Πέραμα, δεν είχε οριστεί ναυτικός πράκτορας, οι ενάγοντες δεν μπορούσαν να έχουν την ιδιότητα υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης. Συνακόλουθα, οι ενάγοντες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των από 3-6-2008 και 23-12-2011 Εθνικών Κλαδικών Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ούτε όμως εάν οι ενάγοντες θεωρηθούν υπάλληλοι ναυτιλιακής εταιρίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω Σ.Σ.Ε. Ειδικότερα, η πρώτη από τις ανωτέρω αναφερθείσες κλαδικές Σ.Σ.Ε, ήτοι η από 3-6-2008 Σ.Σ.Ε, ίσχυσε από  1-1-2008 έως 31-12-2009, παρατάθηκε δε η ισχύς της επί ένα εξάμηνο, σύμφωνα µε το άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 1876/1990, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 2 παρ., 5 της Π.Υ.Σ. 6/2012 και κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική µε την Υ.Α. 58032/2713/2008, υπεγράφη από το «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», την «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας» και την «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» από πλευράς των εργοδοτών και από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισµό» από πλευράς των εργαζομένων. Όμως, η πρώτη εναγόμενη – εργοδότρια των εναγόντων δεν ήταν μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της παραπάνω Σ.Σ.Ε. και δεν θα μπορούσε να είναι, κατά τα αναλυτικώς προεκτεθέντα. Αυτό αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από τις εναγόμενες – εφεσίβλητες εταιρίες, υπ’ αριθ. πρωτ. . ……… βεβαίωση του «Συνδέσµου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», όπου ρητώς βεβαιώνεται ότι η πρώτη εναγόμενη …. ουδέποτε υπήρξε µέλος του εν λόγω Συνδέσμου και ότι δεν θα μπορούσε να είναι µέλος του, καθόσον η γραμμή που εκτελούν τα πλοία της (Πέραμα – Παλούκια) δεν είναι ακτοπλοϊκή, αλλά τοπική πορθμειακή γραμμή. Επίσης, εφόσον τα πλοία µε τα οποία δραστηριοποιείται η πρώτη εναγόμενη, είναι επιβατηγά – οχηματαγωγά και όχι φορτηγά ακτοπλοϊκά, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι µέλος ούτε της συμβαλλόμενης εργοδοτικής οργάνωσης «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων», όπως επίσης δεν θα μπορούσε να είναι µέλος της εργοδοτικής Οργάνωσης «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας», η οποία μετονομάστηκε και διαλύθηκε το έτος 2012. Τέλος, σύμφωνα µε το υπ’ αριθ. 3972/11-1-2016 έγγραφο της Ένωσης Πλοιοκτητών Πορθμείων Εσωτερικού, τα Ε/Γ- Ο/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης που εκτελούν τη γραμμή Περάματος – Σαλαμίνας είναι µέλη της και η Ένωση αυτή ουδέποτε συμμετείχε (και δεν θα ήταν δυνατόν να συμμετάσχει, καθώς η εν λόγω δρομολογιακή γραμμή αποστάσεως 1,5 ν.µ. απαλλάσσεται της πρακτόρευσης, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 229/1990) στην κατάρτιση και υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας των υπαλλήλων ναυτιλιακών πρακτορείων, ούτε έχει υπογράψει την από 23-12-2011 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το υπ’ αριθ. πρωτ. …… έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ/νσης Αμοιβής Εργασίας του Τμήματος Συλλογικών Ρυθμίσεων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που, ως κατεξοχήν αρμόδιο για το επίμαχο ζήτημα, απαντώντας στην από 11-1-2016 αίτηση της πρώτης εναγόμενης, γνωμοδότησε, για τους ως άνω λόγους, ότι η πρώτη εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση εφαρμογής της από 3-6-2008 Σ.Σ.Ε, η οποία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική. Το έγγραφο αυτό υπερισχύει ως ειδικότερο αλλά και πιο πρόσφατο, του με αριθ. πρωτ. …. από 12-1-1995 εγγράφου της Δ/νσης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας που επικαλούνται οι ενάγοντες προς επίρρωση των ισχυρισμών τους περί υπαγωγής τους στην επίμαχη Σ.Σ.Ε, το οποίο αναφέρει ότι «οι μισθωτοί που απασχολούνται στην κοινοπραξία ε/γ-ο/γ Σ…… υπάγονται στην υπ’ αριθμόν 33/94 Διαιτητική Απόφαση για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των ατμοπλοϊκών και πρακτορειακών επιχειρήσεων ακτοπλοΐας όλης της χώρας…». Σχετικά δε με την από 23-12-2011 Κλαδική Σ.Σ.Ε. (η οποία ίσχυσε από την 1-1-2010, έληξε βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012 την 14-2-2013 και παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα τρίμηνο) δεν κηρύχθηκε υποχρεωτική, οπότε ίσχυσε μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τα οποία ήταν από πλευράς των εργοδοτών ο «Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» και η «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» και από πλευράς εργαζομένων ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό», μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται, για τους λόγους που αναλυτικά προεκτέθηκαν, τόσο οι ενάγοντες όσο και η πρώτη εναγόμενη. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι οι διατάξεις των άνω εθνικών κλαδικών Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας» ενσωματώθηκαν στην ατομική σύμβαση εργασίας των εναγόντων. Ούτε ακόμα μπορεί, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, να γίνει αυθαίρετη διασταλτική ερμηνεία ότι η τοπική πορθμειακή γραμμή Περάματος – Παλουκίων Σαλαμίνας, που συνδέει λιμένες εντός του αυτού νομού και σε απόσταση μικρότερη των τριών ναυτικών μιλίων, ανήκει στην ακτοπλοΐα (κατά τα μη ορθώς υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες και όσα, προς επίρρωσή τους, αναφέρει η ενόρκως βεβαιούσα ……. στην ως άνω υπ’ αριθ. ……… ένορκη βεβαίωσή της, που προσκομίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), οδηγώντας στην εφαρμογή των άνω Σ.Σ.Ε, που αφορούν συγκεκριμένους συμβληθέντες κλάδους, στους οποίους δεν ανήκουν οι εφεσίβλητες εναγόμενες και κυρίως η πρώτη εξ αυτών – εργοδότρια των εναγόντων. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες απασχολήθηκαν κατά το επίδικο διάστημα επί δυο ώρες ημερησίως πέραν του οκταώρου, ισχυρισμός που δεν βρίσκει άλλωστε  τεκμηρίωση στην κατάσταση απασχολουμένων της πρώτης εναγομένης ….., στον πίνακα προσωπικού της και στις εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας των εναγόντων, τις οποίες προσκομίζει η πρώτη εναγόμενη και ο ενάγων δεν τις έχει ποτέ αμφισβητήσει. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσία κατά την κύρια και την επικουρική βάση της, παρελκομένης της εξέτασης της ένστασης παραγραφής που προέβαλε η πρώτη εναγόμενη και της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλλαν οι προσθέτως παρεμβαίνουσες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την αγωγή-  δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι της έφεσης των εναγόντων πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 περ. γ’, 183 εδάφ. τελευτ. και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 27-9-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……… έφεση κατά της με αριθ. 1943/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

             Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ