Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 403/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης 403 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

 

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Η κρινόμενη από 29.9.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …./30.9.2015 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …/…/29.10.2015 έφεση των εκκαλούντων-εναγομένων, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 3222/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την σε βάρος τους από 1.9.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./2011 αγωγή της ενάγουσας εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 2-9-2015, στους εναγομένους συντασσομένων των υπ’αριθμ……. εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………., που προσκομίζονται από την εφεσίβλητη, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 30-9-2015, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχουν κατατεθεί τα αναλογούντα παράβολα υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
  2. II. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την προαναφερθείσα αγωγή της, όπως παραδεκτά διορθώθηκε και περιορίστηκε, εξέθεσε ότι δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα των διεθνών μεταφορών, αποθηκεύσεων και ασφαλίσεων φορτίων, εκτελωνισμών, πρακτορεύσεων και εφοδιασμού πλοίων και δυνάμει προφορικής σύμβασης παροχής υπηρεσιών, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ αυτής και του τρίτου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, η οποία ενεργούσε κατ’εντολή και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας του υπό σημαία Παναμά πλοίου «GA», πλοιοκτησίας της, ανέλαβε και παρείχε υπηρεσίες εκτελωνισμού και μεταφοράς, εντός και εκτός Ελλάδος, ανταλλακτικών στο εν λόγω πλοίο, εκδίδοντας τα ενσωματωμένα στην αγωγή οικεία τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 17.884,67 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., το οποίο αρνούνται να της καταβάλλουν. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι προς διασφάλιση της εν λόγω απαίτησης της προέβη στην συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου στην Τυνησία και για τον σκοπό αυτό δαπάνησε το ποσό των 2.530 ευρώ για δικαστικά έξοδα και αμοιβή του εν Τυνησία πληρεξουσίου της δικηγόρου. Ακολούθως ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων τετρακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (20.414,67 €), ευρώ, με το νόμιμο τόκο, όσον αφορά κάθε επιμέρους ποσό από τα τιμολόγια, από την επομένη ημέρα έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου.

III. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, κατ’επιλογή των συμβληθέντων μερών, έγινε ολικά δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 20.414,67 ευρώ και επιπλέον το ποσό των 2.530 ευρώ.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι εκκαλούντες-εναγόμενοι με την κρινόμενη έφεση τους για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

  1. IV. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, εκτός εάν πρόκειται για έγγραφο ενσωματωμένο στην αγωγή, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011 591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011 1594, ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 29 1385). Αν δε το Δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή, αν και το δικόγραφο της σε ό,τι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, είναι αόριστο, αλλά προβαίνει στην κατ` ουσία εξέταση της, παραλείπει κατά παράβαση της άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1330/2002) και όχι από τον αριθμό 1 ή 19 του ίδιου άρθρου, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης στην περίπτωση μόνο της νομικής αοριστίας της αγωγής, σε συνδυασμό με ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικού τοιούτου, όπως εκείνη του άρθρου 216 ΚΠολΔ (ΑΠ 571/2004).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής της εφεσίβλητης, ως προς τον εδώ ερευνώμενο πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο διαλαμβάνεται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι ορισμένη, ενώ είναι αόριστη, προκύπτει ότι με το ανωτέρω περιεχόμενο στο ιστορικό της και το αντίστοιχο αίτημα περί καταβολής του ποσού των τιμολογίων, που αντιστοιχεί στην αμοιβή της ενάγουσας για τις περιγραφόμενες αναλυτικά σ’αυτά παρεχόμενες υπηρεσίες, η αγωγή είναι επαρκώς ποιοτικά και ποσοτικά ορισμένη, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 118 και 216 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την έννομη σχέση της μίσθωσης έργου παροχής υπηρεσιών στην οποία στηρίζεται το εν λόγω αίτημα. Ειδικότερα, στα ενσωματωμένα σε φωτοτυπίες στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών εκδόσεως της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, που αφορούν το πλοίο «GA», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, προσδιορίζονται αναλυτικά κατ’είδος οι εκτελεσθείσες εργασίες και τα διάφορα αναγκαία έξοδα εκτελωνισμού και μεταφοράς ανταλλακτικών και άλλων ειδών στο ανωτέρω πλοίο από προμηθευτές του εξωτερικού ή του εσωτερικού, που υποβλήθηκε η ενάγουσα εταιρεία και παρατίθενται εκτενώς οι τιμές χρέωσης για κάθε αιτία και μνεία του αναλογούντος ΦΠΑ, καθώς επίσης η συνολική αξία της οφειλόμενης αμοιβής της ενάγουσας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της από την επίδικη σύμβαση, που συνήψε με την δεύτερη εναγομένη, δια του νομίμου εκπροσώπου της, ως διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου, χωρίς στην προκειμένη περίπτωση να απαιτούνται για την θεμελίωση του ανωτέρω αιτήματος της αγωγής επιπλέον στοιχεία περί του τρόπου καθορισμού της αμοιβής της, ούτε αν αυτή ετύγχανε συνήθης, αγοραία ή εύλογη, μήτε αν ο επιρριπτόμενος φόρος έχει αποδοθεί στην Δ.Ο.Υ., όπως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή, καθόσον αφορά το ανωτέρω αίτημα, είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης, κατά το μέρος με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εν λόγω πλημμέλεια, απορριπτέος κρίνεται, ως αβάσιμος.

Όσον αφορά όμως την αξίωση της ενάγουσας περί καταβολής του ποσού των 2.530 ευρώ, που ισχυρίζεται ότι δαπάνησε για δικαστικά έξοδα και αμοιβή του εν Τυνησία πληρεξουσίου της δικηγόρου, για την λήψη του αναγκαστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης του εν λόγω πλοίου, προς διασφάλιση της επίδικης απαίτησης της επιτυγχάνοντας με διαταγή του αρμοδίου Δικαστηρίου την απαγόρευση απόπλου τούτου από τον λιμένα της Τυνησίας, όπου είχε καταπλεύσει, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων, κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον το αιτούμενο κονδύλι δεν μπορεί να στηριχθεί στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ή αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 1345/2008, ΑΠ 1609/2007), αλλά εδράζεται αποκλειστικά στις οικείες διατάξεις για την εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων και την διαδικασία είσπραξης τους, που προβλέπονται στο εφαρμοστέο δικονομικό δίκαιο του δικάζοντος Δικαστή (lex fori). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε νόμιμη την αγώγιμη απαίτηση των εν Τυνησία δικαστικών εξόδων και ακολούθως, υποχρέωσε εις ολόκληρον τους εναγομένους να καταβάλουν το ανωτέρω ποσό στην ενάγουσα, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και, ως εκ τούτου, ο συναφής τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της περί καταψήφισης του εν λόγω ποσού, να κρατηθεί η υπόθεση προς εξέταση της αγωγής, κατά το μέρος αυτό, από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή, αναφορικά με το κρινόμενο αίτημα, ως νόμω αβάσιμη.

  1. V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εναγόμενος προτείνων, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (ΑΠ 1422/2007 ΕλΔνη 2009 103, ΑΠ 929/2004 ΕλΔνη 46 1661, ΕφΑθ 2044/1998 ΕλΔνη 39 606, ΕφΑθ 6693/1997 ΝοΒ 46 650, ΕφΑθ 9826/1989 ΕλΔνη 32 1631). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους και εν γένει της διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Στην περίπτωση αυτή, η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής που συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες, που ενεργεί ο διαχειριστής, με την ως άνω ιδιότητα του, ενώ αυτός (πλοιοκτήτης) ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις, που δημιουργούνται από τις σχετικές δικαιοπραξίες. Εφόσον, λοιπόν, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται αυτός (διαχειριστής) υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έχει τέτοια ευθύνη μόνον, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Σημειωτέον ότι ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών (ΑΠ 689/2013 ΔΕΕ 2014 65, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝαυτΔ 2013 190, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012 269, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012 168, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012 39, ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝαυτΔ 2008 315).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή: α) αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο. Έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το Δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 752/2011). Η δε σχετική παράβαση ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, ως απαράδεκτο αυτοτελή ισχυρισμό κατά παράβαση της οικείας δικονομικής διάταξης των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, καθώς και με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, εφόσον ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός και όλα τα θεμελιωτικά του στοιχεία προβλήθηκαν παραδεκτά και νόμιμα στο Δικαστήριο της ουσίας. Με την προσθήκη των προτάσεων προβάλλονται παραδεκτά νέοι ισχυρισμοί (αντενστάσεις) μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών (ενστάσεων) που έχουν ήδη προβληθεί με τις προτάσεις (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 999/2010, ΑΠ 1253/2004). Από τον κανόνα του “άνευ επικουρίας δικάζεσθαι” εξαιρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο ή οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (προνομιακοί), η δε σχετική εξαίρεση ισχύει για τη δίκη στα Δικαστήρια του πρώτου και δεύτερου βαθμού, αλλά όχι στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (άρθρα 527 και 573 ΚΠολΔ). Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή. Αντίθετα, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το Δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το Δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματoς του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αίτιας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής. (ΑΠ 1087/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/1998 ΕλΔνη 1999, 107, ΕφΠειρ 211/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. α` και β` ΚΠολΔ, (όπως ίσχυαν και εφαρμόζονται εν προκειμένω, πριν την κατάργηση του άρθρου 270 με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1.1.2016), στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων (Ειρηνοδικείων, Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνον εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η πραγματική έννοια του όρου “συμπληρωματικά” στην παρ. 2 εδάφ. β΄ του άρθρου 270 ΚΠολΔ. Έτσι, στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ` αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νομική διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 εδάφ. γ` ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 432, 433 και 435 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι ένα ιδιωτικό έγγραφο για να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να συγκαταλέγεται στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να είναι αναγνώσιμο, να μην έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε τεκμαίρεται πως έχει εκμηδενιστεί η αποδεικτική του δύναμη (άρθρο 433 ΚΠολΔ) και να είναι γνήσιο. Τέλος, ένα ιδιωτικό έγγραφο για να έχει αποδεικτική δύναμη, δηλαδή να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη (άρθρο 433 ΚΠολΔ και άρθρο 160 ΑΚ), ενώ δεν αποδεικνύει, καταρχήν, υπέρ του εκδότη του (άρθρο 447 ΚΠολΔ). Επομένως, ένα ιδιωτικό έγγραφο που απλώς περιέχει κάποιες “ιδιόγραφες σημειώσεις” χωρίς καμιά υπογραφή δεν έχει, καταρχήν, αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 443 και 447 ΚΠολΔ. Δεν παύει όμως να έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατό ως έγγραφο. Αποτελεί ένα αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. β` ΚΠολΔ και συνεπώς, λαμβάνεται υπόψη στην τακτική διαδικασία (Ολ.ΑΠ 15/2003, ΑΠ 1842/2013, ΑΠ 1707/2009).

  1. VI. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της ενάγουσας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του, τις υπ’αριθμ….. και …./27-9-2012 ένορκες βεβαιώσεις της ……. και …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……., που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 270 παρ.2 εδ.γ΄ ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων (υπ’αριθμ………/21-9-2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 270 παρ.2 εδ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών προφορικών συμβάσεων, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από 26.8.2010 μέχρι 18.3.2011, μεταξύ του τρίτου εναγομένου, ……….., με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης εταιρείας με καταστατική έδρα στις … … και την επωνυμία «………», νομίμως εγκατεστημένης στον Πειραιά, διαχειρίστριας του υπό σημαία Παναμά πλοίου «GA», η οποία ενεργούσε, ως αντιπρόσωπος της εδρεύουσας στις …. πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……», πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου, ήδη εκκαλούντων και της ενάγουσας μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την αρχική επωνυμία «………..» και κατόπιν τροποποίησης αυτής με την επωνυμία «……..», με αντικείμενο δραστηριότητας κυρίως την εκμετάλλευση εκτελωνιστικού γραφείου για την πραγματοποίηση εκτελωνιστικών εργασιών, την διεξαγωγή διεθνών και εθνικών μεταφορών, την πρακτόρευση μεταφορών, τον εφοδιασμό πλοίων και αεροσκαφών, την αποθήκευση και ασφάλιση φορτίων και την πρακτόρευση και διαχείριση πλοίων, νομίμως εκπροσωπουμένης, αυτή ανέλαβε την διενέργεια των αναγκαίων εργασιών εκτελωνισμού και μεταφοράς, από προμηθευτές εντός και εκτός Ελλάδος, διαφόρων ανταλλακτικών και συναφών ειδών στο εν λόγω πλοίο στον εκάστοτε τόπο ελλιμενισμού τούτου, αντί των συνομολογηθεισών τιμών, που διαλαμβάνονται στα εκδοθέντα οικεία τιμολόγια, κατόπιν αποδοχής της υποβληθείσης από την ενάγουσα, μεταξύ άλλων, προσφοράς από τον νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, ως διαχειρίστριας εταιρείας ή σε επείγουσες περιπτώσεις με απευθείας ανάθεση, εφόσον οι τιμές χρέωσης της ενάγουσας ήταν οικονομικές και γνωστές στους εναγομένους από την πολυετή συνεργασία και εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Επομένως, ενόψει του ότι η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, δια του εναγομένου νομίμου εκπροσώπου της, ενήργησε κατά την σύναψη των επίδικων συμβάσεων παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, όπως διαλαμβάνεται στο αγωγικό δικόγραφο και συνάγεται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου, κατ’εντολή και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εναγομένης, γεγονός που αναμφισβήτητα γνώριζε η ενάγουσα, όπως προκύπτει ιδίως από την ηλεκτρονική αλληλογραφία, που αντήλλασσαν με την εναγομένη διαχειρίστρια στα πλαίσια των επίδικων συναλλαγών τους, κατά την υποβολή των σχετικών παραγγελιών και προσφορών, ήτοι ως άμεσος αντιπρόσωπος της, τα έννομα αποτελέσματα των ενεργειών της, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας της, αφορούν ευθέως την πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια, η οποία είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση της διαχειρίστριας και εκείνη (πλοιοκτήτρια) ευθύνεται για τις αξιώσεις της ενάγουσας, που απορρέουν από τις επίδικες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή εξ αφορμής αυτών και δεν ενέχει προσωπική ευθύνη η αντιπρόσωπος αυτής, δεύτερη εναγομένη διαχειρίστρια εταιρεία, για την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας, μήτε ο νόμιμος εκπρόσωπος της, που ενήργησε στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας και συνεπώς, τα αποτελέσματα των συμβάσεων, που συνήψε, ως αντιπρόσωπος της αντιπροσώπου διαχειρίστριας εταιρείας, επέρχονται αμέσως υπέρ και κατά της αντιπροσωπευομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, κατά παραδοχή των συναφών ισχυρισμών των εναγομένων τούτων, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τον δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης τους, ως ουσιαστικά βασίμων. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι τα τιμολόγια εκδίδονταν στο όνομα της διαχειρίστριας εναγομένης εταιρείας, καθ’υπόδειξη της τελευταίας για φορολογικούς λόγους, μήτε θεμελιώνεται εις ολόκληρον ευθύνη του τρίτου εναγομένου, ως συνοφειλέτη ή εγγυητή, στις επικαλούμενες προφορικές διαβεβαιώσεις του περί εξόφλησης τους, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Εξάλλου, ο ισχυρισμός που αυτή προέβαλε για πρώτη φορά απαραδέκτως με την προσθήκη-αντίκρουση της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επιχειρώντας αλυσιτελώς να θεμελιώσει την ευθύνη τούτου, επικαλούμενη ότι πραγματικός μέτοχος των δύο εναγομένων εταιρειών είναι ο τρίτος εναγόμενος και συνεχώς «έμπαινε μπροστά» καταστρατηγώντας την νομική προσωπικότητα τους, ανεξαρτήτως του ότι πάσχει εγγενούς αοριστίας, καθόσον για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας έναντι του βασικού μετόχου ή εταίρου της, δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου, ως μοναδικού μετόχου ή εταίρου ή κατόχου του μεγαλύτερου μέρους των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, τα περιστατικά δε αυτά, που καταδεικνύουν την εκ μέρους του εναγομένου κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του μόνου μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας για τα χρέη αυτής, κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ, που δεν συμβαίνει εν προκειμένω και κατά συνέπεια, συντρέχει ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής της, που επιχειρείται να υποκατασταθεί με νέα ουσιώδη αυτοτελή γεγονότα, η δε προβολή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της ίδιας ένστασης περί καταστρατήγησης των εναγομένων νομικών προσώπων από τον τρίτο εναγόμενο, κρίνεται απαράδεκτη, για τον λόγο ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν επικαλέστηκε, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή της και ειδικότερα, επειδή η ιστορική βάση της ένστασης αυτής δεν προέκυψε μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της αντιδίκου της, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι υφίσταται εις ολόκληρον ευθύνη και της δεύτερης εναγομένης και του τρίτου εναγομένου για την καταβολή της οφειλομένης αμοιβής και δέχθηκε την αγωγή, κατ’ουσίαν και ως προς αυτούς, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων των δεύτερου και τρίτου λόγων της κρινόμενης έφεσης, ως ουσιαστικά βασίμων και συνεπώς, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της περί αποδοχής κατ’ουσίαν της αγωγής, ως προς την δεύτερη εναγομένη διαχειρίστρια εταιρεία και ως προς τον τρίτο εναγόμενο εκπρόσωπο της, να κρατηθεί η υπόθεση προς ουσιαστική εξέταση της αγωγής, κατά το μέρος αυτό, από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή, ως προς αυτούς τους εναγομένους, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, η ενάγουσα εταιρεία παρείχε προσηκόντως τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες εκτελωνισμού και μεταφοράς ανταλλακτικών και άλλων συναφών ειδών στο ανωτέρω πλοίο, από προμηθευτές του εξωτερικού ή του εσωτερικού και εξέδωσε τα ενσωματωμένα στην αγωγή οικεία τιμολόγια παροχής υπηρεσιών υπ’αριθμ…………….,   συνολικού ποσού 17.884,67 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., με αναλυτική καταγραφή των εκτελεσθεισών εργασιών εκτελωνισμού και μεταφοράς, κατ’είδος και αξία, μετά του αναλογούντος Φ.Π.Α. 23% και εξειδικευμένο  προσδιορισμό των διαφόρων αναγκαίων εξόδων, που υποβλήθηκε για την διεκπεραίωση των εκτελωνιστικών και μεταφορικών υπηρεσιών (τελωνειακοί δασμοί, έκδοση φορτωτικής, ναύλος, επίναυλος καυσίμων, αγορά ειδικών εντύπων, δικαιώματα πράκτορα κ.αλ.) και του κόστους τούτων, τα διαλαμβανόμενα δε στοιχεία αυτά ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από την εναγομένη πλοιοκτήτρια δια της διαχειρίστριας της, μήτε τώρα αμφισβητούνται ειδικά, άλλωστε συσχετίζονται με τα επισυναπτόμενα σε κάθε τιμολόγιο αντίστοιχα σχετικά παραστατικά πληρωμής εκ μέρους της ενάγουσας των σχετικών δαπανών για τον εκτελωνισμό και την μεταφορά των εμπορευμάτων στο πλοίο. Με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσης πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, διότι εσφαλμένα δέχτηκε την αγωγή, ως κατ` ουσίαν βάσιμη, με βάση τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ανωτέρω τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, εφόσον αυτά είναι ανυπόγραφα, ήτοι δεν φέρουν ούτε υπογραφή του εκδότη μήτε του παραλήπτη και συνεπώς, δεν  αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια του νόμου και στερούνται αποδεικτικής δύναμης. Ο λόγος αυτός της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, καθόσον σύμφωνα με όσα αναφέρονται και στην οικεία μείζονα σκέψη, τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα μηχανογραφικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, καίτοι ανυπόγραφα, δεν παύουν να έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατά, ως έγγραφα, αποτελούν δε αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. β` Κ.Πολ.Δ και συνεπώς, ορθά λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την απόδειξη της οφειλομένης στην ενάγουσα αμοιβής παράλληλα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, εφόσον δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά, ούτε διαπιστώθηκε μη γνησιότητα του περιεχομένου τους.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 31 της ΥΑ 8271/4879/ΠΟΛ 366/18-12-1987 (ΦΕΚ Β΄3/8-1-1988), «1. Δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ η παροχή υπηρεσιών για τη συντήρηση και επισκευή σκαφών που δικαιούνται απαλλαγής, σύμφωνα με την  περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 1642/86, καθώς και για την επισκευή και συντήρηση   των   αντικειμένων   που  είναι  ενσωματωμένα  σ`  αυτά  ή χρησιμοποιούνται για την εκμετάλλευση τους.» Εξάλλου, με το άρθρο 37 της ίδιας υπουργικής απόφασης προβλέπεται ότι: «Η  απαλλαγή από το φόρο των υπηρεσιών, που παρέχονται για τις άμεσες ανάγκες των σκαφών και του φορτίου  αυτών,  που  προβλέπεται  από  τις διατάξεις  της  περίπτ. ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν.1642/86, παρέχεται με τις  προϋποθέσεις  και  τη  διαδικασία  του  επόμενου άρθρου.», ενώ με τις διατάξεις της περιπτ. ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 ν.1642/1986 η απαλλαγή αφορά «παροχή υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση των  άμεσων  αναγκών  των πλοίων, πλωτών μέσων και αεροσκαφών, για τα οποία προβλέπεται απαλλαγή στις  περιπτώσεις α` και β` της παραγράφου αυτής, όπως η ρυμούλκηση, η πλοήγηση, η πρόσδεση, η διάσωση, η πραγματογνωμοσύνη, η χρήση λιμανιών και αεροδρομίων. Η απαλλαγή επεκτείνεται  και  στην  παροχή  υπηρεσιών εξυπηρέτησης του φορτίου των μεταφορικών αυτών μέσων», σύμφωνα δε με το άρθρο 38 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης: «1. Η  απαλλαγή  του  προηγούμενου  άρθρου  χορηγείται,  εφόσον  οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται άμεσα:  α. Στα σκάφη που δικαιούνται απαλλαγής σύμφωνα με  την  περίπτ.  α` της  παραγράφου  1  του  άρθρου  22  του  ν.  1642/86  και είναι άμεσα αναγκαίες για την ασφαλή εκτέλεση του προορισμού τους  ή  την  πλήρωση των όρων καθαριότητας και υγιεινής διαμονής σ`αυτά.  β. Στο  φορτίο  των  πιο πάνω σκαφών για τη συντήρηση ή την ασφαλή μεταφορά αυτού κατά το χρόνο που αυτό βρίσκεται επί του σκάφους. Κατ` εξαίρεση οι υπηρεσίες αυτές απαλλάσσονται όταν είναι  αναγκαίες και είναι αδύνατη η παροχή τους επί του σκάφους. γ.  Για  τη  φόρτωση  και  εκφόρτωση  του φορτίου από το κύττος του σκάφους στην πλευρά αυτού και αντίστροφα. 2. Για την οριστικοποίηση της απαλλαγής της προηγούμενης παραγράφου, η επιχείρηση που παρέχει τις υπηρεσίες εκδίδει το  σχετικό  φορολογικό στοιχείο   στην   ιδιοκτήτρια,   διαχειρίστρια  ή  εκμεταλλεύτρια  του μεταφορικού μέσου επιχείρηση με τα πλήρη στοιχεία του  σκάφους,  χωρίς φόρο,  με  την  ένδειξη “ΧΩΡΙΣ Φ.Π.Α. ΩΣ Α.Υ.Ο.Π. 8271/4879/18.12.87” και επισυνάπτει στο στέλεχος αυτού σχετική βεβαίωση  του  πλοιάρχου  ή του Κυβερνήτη του σκάφους, από την οποία προκύπτουν το είδος, ο τόπος, ο  χρόνος, η αναγκαιότητα της παροχής των υπηρεσιών αυτών, τα στοιχεία του σκάφους και ο επαγγελματικός προορισμός αυτού.» Ενόψει των ανωτέρω, οι παρεχόμενες από την ενάγουσα υπηρεσίες εκτελωνισμού και μεταφοράς ανταλλακτικών στο πλοίο, δεν εμπίπτουν σε απαλλαγή φόρου, άλλωστε οι θεσμοθετημένες απαλλαγές για τις προβλεπόμενες, ως άνω, υπηρεσίες παρέχονται στο όνομα της πλοιοκτήτριας, η οποία όφειλε να συνδράμει την επιχείρηση, που παρείχε τις υπηρεσίες, στην έκδοση των σχετικών φορολογικών στοιχείων χωρίς ΦΠΑ παρέχοντας σχετική βεβαίωση, στην περίπτωση που δεν υπόκειτο σε φόρο, γεγονός που δεν έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση και καταδεικνύει την γνώση της εναγομένης πλοιοκτήτριας, μέσω της διαχειρίστριας της, περί μη απαλλαγής της από το Φ.Π.Α. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι οφείλεται Φ.Π.Α. για τις παρεχόμενες από την ενάγουσα υπηρεσίες, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του έκτου λόγου της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο διαλαμβάνονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα δικαιούται στην απόληψη της αμοιβής της, συνολικού ποσού 17.884,67 ευρώ, που αντιστοιχεί στο άθροισμα των ποσών των επίδικων τιμολογίων συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και όχι από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, εφόσον το εκάστοτε οφειλόμενο ποσό είχε πιστωθεί, όπως αναγράφεται ρητά σε κάθε τιμολόγιο, χωρίς να προκύπτει, ούτε επικαλείται η ενάγουσα, δήλη ημερομηνία ή ορισμένη προθεσμία για την καταβολή του, μήτε προκύπτει όχληση και συνεπώς, υπερημερία της πρώτης εναγομένης σε χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που υπερέβη την δικαιοδοσία του και επιδίκασε για την αιτία αυτή στην ενάγουσα το ποσό των 20.414,67 ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας στο εν λόγω κονδύλι εσφαλμένα, αφενός το ποσό των 1.661,62 ευρώ, κατά το οποίο παραιτήθηκε η ενάγουσα με παραδεκτό περιορισμό της αγωγής της και αφετέρου το δεύτερο αγωγικό κονδύλι ποσού 2.530 ευρώ, το οποίο επιδίκασε επιπλέον αυτοτελώς, με τον νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσού από την επομένη έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή της σχετικής αιτίασης περί του εσφαλμένου τοκοδοσίας, που περιλαμβάνεται στον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμης.

VII. Κατ’ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η έφεση των εναγομένων-εκκαλούντων, κατά τους ανωτέρω λόγους αντίστοιχα και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί κατ’ουσίαν, ως προς την δεύτερη και τον τρίτο εναγομένους-εκκαλούντες και να γίνει εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, ως προς την πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα, να υποχρεωθεί δε αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το ποσό των 17.884,67 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας- εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθεί και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ), κατά μερική παραδοχή του έβδομου λόγου της έφεσης περί εσφαλμένης ολικής επιδίκασης της δικαστικής δαπάνης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή των κατατεθέντων για την άσκηση της έφεσης από τους εκκαλούντες παραβόλων (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται αυτήν τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.3222/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 1.9.2011 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν, ως προς την δεύτερη εναγομένη εταιρεία και τον τρίτο εναγόμενο.

Δέχεται αυτήν εν μέρει, ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία «……………».

Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα εταιρεία να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη εταιρεία το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τεσσάρων και εξήντα επτά λεπτών (17.884,67) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες των κατατεθέντων για την άσκηση της έφεσης παραβόλων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 26 Ιουνίου 2018.

 

  Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ