Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 304/2018

Αριθμός    304/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη με αριθμό …….. έφεση κατά της με αριθμό 538/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ………αγωγής του ήδη εκκαλούντος κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως και εμπροθέσμως, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε με τη με αριθμό ……/2015 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε σε εκτέλεση του από 2.12.2013 προσυμφώνου ναυτικής εργασίας διάρκειας μέχρι τις 31.12.2014, στον Πειραιά μεταξύ αυτού και της εταιρείας «………», διαχειρίστριας του με ελληνική σημαία πλοίου αναψυχής «Μ/V Ο.», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., κοχ 1.809, πλοιοκτησίας της ήδη εφεσίβλητης εναγομένης, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε σε αυτό, με την ειδικότητα του υποπλοίαρχου. Ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει κλειστό μηνιαίο μισθό ποσού 5.003,94 ευρώ μικτά, και 2,5 ημέρες άδεια επιπλέον της προβλεπόμενης ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων και ότι κατά τα λοιπά η εργασιακή του σχέση διεπόταν από την αμέσως προαναφερόμενη σύμβαση, καθώς επίσης και από τη Σύμβαση Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) του 2006 για τη ναυτική εργασία. Ότι με βάση την τελευταία έχει δικαίωμα να λάβει για το διάστημα της ναυτολόγησής του τη διαφορά μεταξύ του μηνιαίου μισθού του Ιταλού υποπλοίαρχου ………. ο οποίος ήταν επίσης ναυτολογημένος το ίδιο διάστημα με την ίδια ειδικότητα και εργασιακά καθήκοντα, πλην όμως αμειβόταν επιπλέον με το ποσό των 3.158 ευρώ μηνιαίως των δικών του αποδοχών. Ότι κατά το διάστημα της ναυτoλόγησής του κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες διότι σε αυτό διενεργούνταν εργασίες επισκευής, προς κάλυψη των δημιουργουμένων αναγκών, λόγω των συνθηκών, που περιγράφει στην αγωγή του, εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών επί 16 ώρες την ημέρα. Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης του  πληρεξουσίου του δικηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αιτήθηκε με την κύρια βάση της αγωγής του με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η ήδη εφεσίβλητη εναγομένη να του καταβάλει το  ποσό των 18.948 ευρώ που αφορά σε τμήμα των διαφορών μισθών σύμφωνα με τη ΔΟΕ (και συγκεκριμένα στο πρώτο εξάμηνο), καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ήδη εφεσίβλητης εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.106,51 ευρώ για διαφορές μισθών για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα και για αποζημίωση για μη ληφθείσας άδειας έτους 2014, επικουρικά δε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.536,79 ευρώ, για διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (τις καθημερινές τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες), καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.790,11 ευρώ για αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια έτους 2014. Όλα τα ανωτέρω κονδύλια αιτήθηκε να του καταβληθούν νομιμότοκα από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την απόλυσή του στις 24-12-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επικουρικά επιχείρησε να στηρίξει την αγωγή του στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον η εφεσίβλητη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του, χωρίς νόμιμη αιτία, ο δε πλουτισμός σώζεται μέχρι σήμερα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς αμφότερες τις βάσεις της την απέρριψε όμως στη συνέχεια κατ’ουσίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο ήδη εκκαλών ενάγων με την κρινόμενη έφεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  και κακή εκτίμηση αποδείξεων αφού εσφαλμένα κρίθηκε ότι αυτός δεν δικαιούται τις υπέρτερες αποδοχές του Ιταλού συναδέλφου του, εσφαλμένα κρίθηκε ότι αυτός δεν δικαιούτο επιπλέον 2,5 μέρες άδεια το μήνα πλέον των προβλεπομένων οκτώ ημερών της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων και ότι τέλος κακώς κρίθηκε ότι έχει εξοφληθεί για οποιαδήποτε παροχή υπερωριακής απασχόλησης, και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή του. Η εφεσίβλητη με τις κατατεθείσες προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι το υπέρτερο ποσό που λάμβανε ο Ιταλός ναυτικός αποτελούσε επιμίσθιο, ότι ο εκκαλών έλαβε την συμφωνηθείσα και νόμιμη άδεια και ότι έχει εξοφληθεί οποιαδήποτε παροχή υπερωριακής απασχόλησης.

Με το ν. 4078/2012 κυρώθηκε και έχει την ισχύ από 19.9.2012 που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, η οποία υιοθετήθηκε στη Γενεύη την 23η Φεβρουαρίου 2006 από τη Γενική Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας κατά την 94η συνοδό της (βλ. και πδ 3/2017 (φεκ α 6/24.1.2017) περί αποδοχής τροποποιήσεων των «κώδικα που εφαρμόζει τους κανονισμούς 2.5 κα 4.2 και παραρτημάτων της ΣΝΕ 2006 (MLC 2006) που υιοθετήθηκαν από την Ειδική τριμερή επιτροπή την 11.4.2014). Σκοπός της ήταν να δημιουργήσει ένα ενιαίο, συνεκτικό όργανο που να ενσωματώνει, όσο το δυνατόν περισσότερο, όλα τα σύγχρονα πρότυπα των υφιστάμενων διεθνών Συμβάσεων και Συστάσεων ναυτικής εργασίας, καθώς και τις θεμελιώδεις αρχές που υπάρχουν σε άλλες διεθνείς Συμβάσεις εργασίας που αφορούν μεταξύ άλλων τη Σύμβαση για την Ισότητα της Αμοιβής, 1951 (No. 100). Στο άρθρο III του κεφαλαίου περί θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών της κυρωθείσας συμβάσεως ορίζεται ότι κάθε Μέλος πρέπει να εξασφαλίζει το ίδιο ότι οι διατάξεις των νόμων και των κανονισμών του σέβονται, στο πλαίσιο της παρούσας Σύμβασης, τα θεμελιώδη δικαιώματα, μεταξύ άλλων, για: … (δ) εξάλειψη των διακρίσεων σε σχέση με την απασχόληση και την εργασία. Στον τίτλο 2 περί συνθηκών εργασίας ορίζεται ότι : Σκοπός του κανονισμού 2.1 που ρυθμίζει τις συμβάσεις εργασίας ναυτικών είναι να διασφαλιστεί ότι οι ναυτικοί διαθέτουν δίκαιη σύμβαση εργασίας αφού ορίζεται ότι  οι όροι και οι συνθήκες εργασίας του ναυτικού πρέπει να καθορίζονται ή να αναφέρονται σε σαφή, γραπτή, νομικώς εκτελεστή σύμβαση και πρέπει να συνάδουν με τα πρότυπα που παρατίθενται στον Κώδικα (άρθρο 1), ότι οι συμβάσεις εργασίας των ναυτικών πρέπει να συνάπτονται από τον ναυτικό υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν ότι ο ναυτικός έχει την ευκαιρία να αναθεωρήσει και να αναζητήσει συμβουλές σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις της σύμβασης και ότι πριν υπογράψει τους αποδέχεται ελεύθερα (άρθρο 2) και ότι στο βαθμό που είναι συμβατό με την εθνικό δίκαιο και πρακτική του Μέλους, οι συμβάσεις εργασίας των ναυτικών πρέπει να θεωρείται ότι ενσωματώνουν οποιεσδήποτε συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται (άρθρο 3). Όλα τα παραπάνω εμπεριέχονται στο πρότυπο Α2.1 που πέραν των γενικών επιταγών περί αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και διαβίωσης ορίζει ότι ο ενδιαφερόμενος πλοιοκτήτης και ναυτικός λαμβάνουν έκαστος υπογεγραμμένο πρωτότυπο της σύμβασης εργασίας ναυτικού (περ. γ), ότι πρέπει οι ναυτικοί, συμπεριλαμβανομένου του πλοιάρχου, να μπορούν να αποκτούν με εύκολο τρόπο επί του πλοίου σαφείς πληροφορίες για τις συνθήκες απασχόλησής τους και ότι οι εν λόγω πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου του αντίγραφου της σύμβασης εργασίας ναυτικών, είναι επίσης προσβάσιμες για έλεγχο από αξιωματούχους της αρμόδιας αρχής συμπεριλαμβανομένων εκείνων στους λιμένες προσέγγισης (περ. δ), και  ότι οι ναυτικοί πρέπει να λαμβάνουν έγγραφο που να περιέχει το αρχείο της απασχόλησής τους επί του πλοίου (περ. ε).  Επιπλέον όταν μια συλλογική σύμβαση εργασίας αποτελεί το σύνολο ή μέρος της σύμβασης εργασίας ενός ναυτικού, αντίγραφο της εν λόγω σύμβασης πρέπει να είναι διαθέσιμο επί του πλοίου οπωσδήποτε στα αγγλικά (με εξαίρεση τα πλοία που εκτελούν μόνο εσωτερικούς πλόες) τόσο το τυποποιημένο έντυπο της σύμβασης όσο και τα μέρη της συλλογικής σύμβασης εργασίας που υπόκεινται σε επιθεώρηση του Κράτους λιμένα υπό τον Κανονισμό 5.2. Το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1(ε) του παρόντος Προτύπου δεν πρέπει να περιέχει καμία δήλωση σχετικά με την ποιότητα της εργασίας των ναυτικών ή σχετικά με τους μισθούς τους. Ο τύπος του εγγράφου, τα στοιχεία που πρέπει να εγγράφονται και ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να καταχωρούνται τα εν λόγω στοιχεία σε αυτό πρέπει να προσδιορίζονται από την εθνική νομοθεσία ενώ τέλος κάθε Μέλος πρέπει να υιοθετήσει νόμους και κανονισμούς που να προσδιορίζουν τα θέματα που πρέπει να περιλαμβάνονται σε όλες τις συμβάσεις εργασίας ναυτικών που διέπονται από την εθνική νομοθεσία του. Περαιτέρω οι συμβάσεις εργασίας ναυτικών πρέπει να περιέχουν, σε κάθε περίπτωση, τα ακόλουθα στοιχεία:  (α) το ονοματεπώνυμο (πλήρες όνομα) του ναυτικού, ημερομηνία γέννησης ή ηλικία και τόπο γέννησης,  (β) το όνομα και τη διεύθυνση του πλοιοκτήτη, (γ) τον τόπο και την ημερομηνία κατά την οποία συνήφθη η σύμβαση ναυτικής εργασίας, (δ) την ειδικότητα με την οποία θα απασχολείται ο ναυτικός, (ε)  το ποσό των μισθών του ναυτικού ή, όπου αρμόζει, τον τύπο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του, (στ) τις ημέρες της ετήσιας άδειας μετ` αποδοχών ή, όπου αρμόζει, τον τύπο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της, (ζ) τη λύση της σύμβασης κα τις προϋποθέσεις γι` αυτή, συμπεριλαμβάνοντας τα ακόλουθα:  (αα) εάν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οποιοδήποτε μέρος έχει το δικαίωμα λύσης της καθώς και την απαιτούμενη περίοδο ειδοποίησης, η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη για τον πλοιοκτήτη από ότι για τον ναυτικό, (ββ) εάν η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου, την ημερομηνία που ορίσθηκε για τη λήξη της, και  (γγ) εάν η σύμβαση συνάπτεται για ένα ταξίδι, τον λιμένα προορισμού και τον χρόνο που πρέπει να παρέλθει μετά τον κατάπλου για να απολυθεί ο ναυτικός,  (η) τα επιδόματα υγείας και προστασίας κοινωνικής ασφάλειας που πρέπει να παρέχονται στο ναυτικό από τον πλοιοκτήτη, (θ) το δικαίωμα παλιννόστησης του ναυτικού,  (ι) αναφορά στη συλλογική σύμβαση εργασίας, όπου αρμόζει, και  (ια) κάθε άλλο στοιχείο που μπορεί να απαιτεί η εθνική νομοθεσία.

Περαιτέρω o κανονισμός 2.2 αφορά το μισθό του ναυτικού και σκοπό έχει να εξασφαλιστεί ότι οι ναυτικοί πληρώνονται για τις υπηρεσίες τους. Σε αυτόν ορίζεται ότι: 1. Όλοι οι ναυτικοί πρέπει να πληρώνονται για την εργασία τους τακτικά και πλήρως, σύμφωνα με τις συμβάσεις εργασίας τους. Το πρότυπο Α2.2- περί μισθού ορίζει ειδικότερα ότι «1. Κάθε Μέλος πρέπει να απαιτεί οι πληρωμές που οφείλονται σε ναυτικούς που εργάζονται σε πλοία που φέρουν τη σημαία του, να γίνονται σε διαστήματα όχι μεγαλύτερα του ενός μηνός και σύμφωνα με οποιαδήποτε συλλογική σύμβαση εργασίας εφαρμόζεται.  2. Οι ναυτικοί πρέπει να λαμβάνουν μηνιαίο λογαριασμό των οφειλόμενων πληρωμών και των ποσών που καταβλήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των πρόσθετων πληρωμών και της συναλλαγματικής ισοτιμίας που χρησιμοποιήθηκε, όταν η πληρωμή έγινε σε νόμισμα ή με ισοτιμία διαφορετική από τη συμφωνημένη.  3. Κάθε Μέλος πρέπει να απαιτεί οι πλοιοκτήτες να λαμβάνουν μέτρα, όπως αυτά που ορίζονται στην παράγραφο 4 του παρόντος Προτύπου, που να παρέχουν στους ναυτικούς τρόπο αποστολής του συνόλου ή τμήματος των αποδοχών τους στις οικογένειες ή στα εξαρτώμενα μέλη ή στους νόμιμους δικαιούχους τους.  4. Μέτρα που εξασφαλίζουν ότι οι ναυτικοί μπορούν να αποστείλουν τις αποδοχές τους στις οικογένειές τους περιλαμβάνουν:   (α) σύστημα που να δίδει στους ναυτικούς τη δυνατότητα, κατά το χρόνο εισόδου τους στην εργασία ή κατά τη διάρκεια αυτής να κατανείμουν, εάν το επιθυμούν, ποσοστό του μισθού τους που θα εμβάζεται, μέσω τράπεζας ή με παρόμοια μέσα, ανά τακτά διαστήματα στις οικογένειες τους και  (β) απαίτηση ότι τα εισοδήματα αυτά πρέπει να εμβάζονται εγκαίρως και απευθείας στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που όρισαν οι ναυτικοί.  5. Οποιαδήποτε χρέωση για την υπηρεσία που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος Προτύπου πρέπει να είναι μέσα σε λογικά πλαίσια, όσον αφορά το ποσό, και η συναλλαγματική ισοτιμία, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά, πρέπει να είναι, σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους ή κανονισμούς, η επικρατούσα ισοτιμία αγοράς ή η επίσημα δημοσιευμένη ισοτιμία και δεν πρέπει να είναι δυσμενής για τον ναυτικό.  6. Κάθε Μέλος που υιοθετεί εθνικούς νόμους ή κανονισμούς που διέπουν τους μισθούς των ναυτικών πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την καθοδήγηση που παρέχεται στο Μέρος Β του Κώδικα.

Στην οδηγία Β2.2 περί μισθών συγκεκριμενοποιούνται οι ορισμοί ως εξής : 1. Για το σκοπό της παρούσας Οδηγίας, ο όρος:  (α) ικανός ναυτικός σημαίνει κάθε ναυτικό που θεωρείται ικανός να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον που μπορεί να απαιτείται από βαθμοφόρο που υπηρετεί στο τμήμα καταστρώματος εκτός των καθηκόντων εποπτεύοντος ή εξειδικευμένου βαθμοφόρου, ή αυτός που ορίζεται ως τέτοιος από τους εθνικούς νόμους ή κανονισμούς ή την πρακτική ή από συλλογική σύμβαση,  (β) βασική πληρωμή ή μισθός σημαίνει την πληρωμή, ανεξάρτητα από τη σύνθεσή της, για κανονικές ώρες εργασίας και δεν περιλαμβάνει πληρωμές για υπερωρίες, δώρα, επιδόματα, αδεία ή όποιες άλλες πρόσθετες αμοιβές,  (γ) ενοποιημένος μισθός σημαίνει τον μισθό ή τις αποδοχές που περιλαμβάνουν τον βασικό μισθό και άλλα επιδόματα που σχετίζονται με τον μισθό. Ο ενοποιημένος μισθός μπορεί να περιλαμβάνει αποζημίωση για όλες τις υπερωρίες που έχουν δουλευτεί και όλα τα επιδόματα που σχετίζονται με τον μισθό ή μπορεί να περιλαμβάνει μόνο ορισμένα επιδόματα σε μερική ενοποίηση, (δ) ώρες εργασίας σημαίνουν τον χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου οι ναυτικοί πρέπει να εργάζονται για λογαριασμό του πλοίου, (ε) υπερωρία σημαίνει τον χρόνο εργασίας πέραν των κανονικών ωρών εργασίας. Στην παράγραφο 2 της προαναφερόμενης οδηγίας περί υπολογισμού και πληρωμής ορίζεται ότι :  1. Για ναυτικούς οι αποδοχές των οποίων περιλαμβάνουν ξεχωριστή αποζημίωση για υπερωρίες: (α) για τον σκοπό του υπολογισμού των μισθών, οι κανονικές ώρες εργασίας στη θάλασσα και στο λιμένα δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις οκτώ ώρες ανά ημέρα, (β) για τον σκοπό υπολογισμού των υπερωριών, ο αριθμός των κανονικών ωρών ανά εβδομάδα που καλύπτει η βασική πληρωμή ή ο μισθός θα πρέπει να ορίζεται από εθνικούς νόμους ή κανονισμούς, εάν δεν καθορίζεται από συλλογικές συμβάσεις αλλά δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 48 ώρες ανά εβδομάδα. Οι συλλογικές συμβάσεις μπορούν να προβλέπουν διαφορετική αλλά όχι λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση, (γ) η αναλογία ή οι αναλογίες της αποζημίωσης για υπερωρίες, που δεν θα πρέπει να είναι μικρότερες από 1,25 φορές της βασικής αμοιβής ή του μισθού ανά ώρα, θα πρέπει να ορίζονται από εθνικούς νόμους ή κανονισμούς ή από συλλογικές συμβάσεις, εάν εφαρμόζονται, και  (δ) αρχεία όλων των υπερωριών θα πρέπει να τηρούνται από τον πλοίαρχο ή από πρόσωπο που ορίζει ο πλοίαρχος και να προσυπογράφονται από τον ναυτικό ανά διαστήματα όχι μεγαλύτερα του ενός μήνα.  2. Για ναυτικούς ο μισθός των οποίων είναι πλήρως ή εν μέρει ενοποιημένος  (α) η σύμβαση εργασίας του ναυτικού θα πρέπει να ορίζει με σαφήνεια, όπου χρειάζεται, τον αριθμό των αναμενόμενων ωρών εργασίας από τον ναυτικό προς αντάλλαγμα για την αμοιβή και τυχόν επιπλέον επιδόματα που μπορεί να οφείλονται επιπροσθέτως του ενοποιημένου μισθού και σε ποιες συνθήκες, (β) όταν καταβάλλονται ωριαίες υπερωρίες για ώρες εργασίας πέραν αυτών που καλύπτει ο ενοποιημένος μισθός, το ωριαίο ποσοστό δεν θα πρέπει να είναι μικρότερο από 1,25 φορές του βασικού ποσοστού που αντιστοιχεί στις κανονικές ώρες εργασίας, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 της παρούσας Οδηγίας. Η ίδια αρχή θα πρέπει να εφαρμόζεται για τις υπερωρίες που περιλαμβάνονται στον ενοποιημένο μισθό, (γ) η αποζημίωση για το τμήμα του πλήρως ή εν μέρει ενοποιημένου μισθού που αντιπροσωπεύει τις κανονικές ώρες εργασίας, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1(α) της παρούσας Οδηγίας, δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από τον ισχύοντα ελάχιστο μισθό, και  (δ) για ναυτικούς ο μισθός των οποίων είναι εν μέρει ενοποιημένος, θα πρέπει να τηρούνται αρχεία όλων των υπερωριών και να προσυπογράφονται όπως προβλέπει η παράγραφος 1(δ) της παρούσας Οδηγίας.  3. Οι εθνικοί νόμοι ή κανονισμοί ή οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορεί να προβλέπουν για αποζημίωση λόγω υπερωριών ή εργασίας που εκτελείται κατά την εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης και σε δημόσιες αργίες χρόνο τουλάχιστον ίσο εκτός υπηρεσίας και εκτός πλοίου ή πρόσθετη άδεια αντί αμοιβής ή όποια άλλη προβλεπόμενη αποζημίωση.  4. Οι εθνικοί νόμοι και κανονισμοί που υιοθετούνται ύστερα από διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες οργανώσεις εκπροσώπων των πλοιοκτητών και των ναυτικών ή, όπως αρμόζει, οι συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ακόλουθες αρχές:  (α) ίση αμοιβή για εργασία ίσης αξίας θα πρέπει να ισχύει για όλους τους ναυτικούς που εργάζονται στο ίδιο πλοίο χωρίς διάκριση βάσει φυλής, χρώματος φύλου, θρησκείας πολιτικής άποψης, εθνικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, (βλ. και σύσταση με αριθμό 111 σε Ληξουριώτη Διεθνές εργατικό δίκαιο 2005, 158), (β) η σύμβαση εργασίας των ναυτικών που προσδιορίζει τους ισχύοντες μισθούς ή τις κλίμακες των μισθών θα πρέπει να υπάρχει επί του πλοίου. Πληροφορίες για τα ποσά των μισθών ή τις κλίμακες των μισθών θα πρέπει να είναι διαθέσιμες σε κάθε ναυτικό, είτε παρέχοντας τουλάχιστον ένα υπογεγραμμένο αντίγραφο των σχετικών πληροφοριών στον ναυτικό σε γλώσσα που κατανοεί ή αναρτώντας αντίγραφο της σύμβασης σε χώρο όπου έχουν πρόσβαση οι ναυτικοί ή με άλλα κατάλληλα μέσα,  (γ) οι μισθοί θα πρέπει να καταβάλλονται σε νόμιμο χρήμα. Όπου απαιτείται, μπορεί να καταβάλλονται με τραπεζική μεταφορά, τραπεζική επιταγή, ταχυδρομική επιταγή ή χρηματικό ένταλμα,  (δ) κατά τη λήξη της απασχόλησης το σύνολο της οφειλόμενης αμοιβής θα πρέπει να καταβάλλεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, (ε) επαρκείς κυρώσεις ή άλλα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα θα πρέπει να επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή όταν οι πλοιοκτήτες καθυστερούν αδικαιολόγητα ή αποτυγχάνουν να πραγματοποιήσουν τις πληρωμές όλων των οφειλόμενων ποσών,  (στ) οι μισθοί θα πρέπει να καταβάλλονται απευθείας στους τραπεζικούς λογαριασμούς που όρισαν οι ναυτικοί, εκτός εάν ζητήσουν κάτι διαφορετικό εγγράφως,  (ζ) υπό τον όρο της υποπαραγράφου (η) της παρούσας παραγράφου, ο πλοιοκτήτης δεν θα πρέπει να επιβάλλει κανένα όριο στην ελευθερία των ναυτικών να διαθέτουν την αμοιβή τους,  (η) κρατήσεις από την αμοιβή θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο εάν:  (αα) υπάρχει ρητή διάταξη στους εθνικούς νόμους ή κανονισμούς ή στην συλλογική σύμβαση που εφαρμόζεται και ο ναυτικός έχει ενημερωθεί, κατά τρόπο που θεωρείται καταλληλότερος από την αρμόδια αρχή, σχετικά με τις προϋποθέσεις των εν λόγω κρατήσεων, και  (ββ) οι κρατήσεις δεν υπερβαίνουν συνολικά το όριο που ενδέχεται να έχει καταρτιστεί από τους εθνικούς νόμους ή κανονισμούς ή από συλλογικές συμβάσεις ή δικαστικές αποφάσεις για την πραγματοποίηση των εν λόγω κρατήσεων,  (θ) καμία κράτηση δεν θα πρέπει να γίνεται από την αμοιβή των ναυτικών σε σχέση με την εύρεση ή διατήρηση της εργασίας,  (ι) χρηματικά πρόστιμα κατά ναυτικών, εκτός αυτών που επιτρέπονται από τους εθνικούς νόμους ή κανονισμούς, συλλογικές συμβάσεις ή άλλα μέτρα θα πρέπει να απαγορεύονται,  (ια) η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιθεωρεί τα εφόδια και τις υπηρεσίες που παρέχονται επί του πλοίου ώστε να εξασφαλίζει ότι ισχύουν δίκαιες και εύλογες τιμές προς όφελος των ενδιαφερόμενων ναυτικών, και  (ιβ) στο βαθμό που οι αξιώσεις των ναυτικών για μισθούς και άλλα οφειλόμενα ποσά σε σχέση με την εργασία τους δεν εξασφαλίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Ναυτικά Βάρη και Υποθήκες, 1993, οι εν λόγω αξιώσεις θα πρέπει να προστατεύονται σύμφωνα με τη Σύμβαση για την Προστασία Απαιτήσεων των Εργαζομένων (Αφερεγγυότητα- Πτώχευση Εργοδότη), 1992 (No. 173).  5. Κάθε Μέλος θα πρέπει, ύστερα από διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες οργανώσεις εκπροσώπων των πλοιοκτητών και των ναυτικών, να έχει διαδικασίες διερεύνησης παραπόνων που αφορούν σε οποιοδήποτε ζήτημα περιέχεται στην παρούσα Οδηγία. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η Σύμβαση της ΔΟΕ καθορίζει τις γενικές αρχές και ιδίως το κατώτατο όριο προστασίας του μισθού του ναυτικού αφού οι συλλογικές συμβάσεις μπορούν να προβλέπουν διαφορετική αλλά όχι λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση.

Ειδικά ως προς το δικαίωμα άδειας των ναυτικών προβλέπεται στον κανονισμό 2.4 που σκοπό έχει να εξασφαλίσει ότι οι ναυτικοί λαμβάνουν επαρκή άδεια τα εξής:  1. Κάθε Μέλος πρέπει να απαιτεί όλοι οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που φέρουν τη σημαία του να λαμβάνουν ετήσια άδεια μετ` αποδοχών υπό κατάλληλες συνθήκες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα.  2. Στους ναυτικούς πρέπει να χορηγείται άδεια εξόδου στην ξηρά με σκοπό την ωφέλεια της υγείας και της ευημερίας τους και σύμφωνα με τις λειτουργικές απατήσεις των θέσεων τους. Οι διατάξεις του προτύπου Α2.4 περί δικαιώματος αδείας ορίζουν ότι : 1. Κάθε Μέλος πρέπει να υιοθετήσει νόμους και κανονισμούς που να καθορίζουν τα ελάχιστα πρότυπα για την ετήσια άδεια των ναυτικών που υπηρετούν σε πλοία που φέρουν τη σημαία του, λαμβάνοντας κατάλληλα υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των ναυτικών όσον αφορά την εν λόγω άδεια.  2. Υπό τον όρο οποιασδήποτε συλλογικής σύμβασης ή νόμων ή κανονισμών που προβλέπουν κατάλληλη μέθοδο υπολογισμού, η οποία λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των ναυτικών κατά την άποψη αυτή, το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ` αποδοχών πρέπει να υπολογίζεται στη βάση τουλάχιστον 2,5 ημερολογιακών ημερών ανά μήνα απασχόλησης. Ο τρόπος υπολογισμού της διάρκειας υπηρεσίας πρέπει να καθορίζεται από την αρμόδια αρχή ή μέσω του κατάλληλου μηχανισμού σε κάθε χώρα. Οι δικαιολογημένες απουσίες από την εργασία δεν πρέπει να θεωρούνται ως ετήσια άδεια.  3. Κάθε συμφωνία παραίτησης από την ελάχιστη ετήσια άδεια μετ` αποδοχών που ορίζεται στο παρόν Πρότυπο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπει η αρμόδια αρχή, πρέπει να απαγορεύεται. Ο υπολογισμός της αδείας προβλέπεται στην οδηγία Β2.4 ως εξής : παράγραφος 1:  1. Υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή ή μέσω του κατάλληλου μηχανισμού σε κάθε χώρα, η περίοδος εκτός υπηρεσίας θα πρέπει να υπολογίζεται ως μέρος της περιόδου υπηρεσίας.  2. Υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή ή τη συλλογική σύμβαση που εφαρμόζεται, η απουσία από την εργασία για παρακολούθηση εγκεκριμένου προγράμματος ναυτικής επαγγελματικής κατάρτισης ή για λόγους όπως ασθένεια, τραυματισμός ή μητρότητα, θα πρέπει να υπολογίζονται ως μέρος της περιόδου υπηρεσίας.  3. Το επίπεδο του μισθού κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας θα πρέπει να είναι στο κανονικό επίπεδο αμοιβής του ναυτικού που προβλέπουν οι εθνικοί νόμοι ή κανονισμοί ή η σύμβαση εργασίας του ναυτικού. Για ναυτικούς που εργάζονται για περιόδους μικρότερες του ενός έτους ή σε περίπτωση τερματισμού της σχέσης εργασίας το δικαίωμα αδείας θα πρέπει να υπολογίζεται σε αναλογική βάση.  4. Τα ακόλουθα δεν θα πρέπει να υπολογίζονται ως μέρος της ετήσιας άδειας μετ` αποδοχών:  (α) δημόσιες και εθιμικές αργίες, αναγνωρισμένες ως τέτοιες από το Κράτος σημαίας, ανεξάρτητα εάν συμπίπτουν με την ετήσια άδεια μετ` αποδοχών ή όχι,  (β) περίοδοι ανικανότητας προς εργασία ως αποτέλεσμα ασθένειας, τραυματισμού ή μητρότητας, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή ή μέσω του κατάλληλου μηχανισμού σε κάθε χώρα,  (γ) προσωρινή άδεια εξόδου στην ξηρά που χορηγείται σε ναυτικό σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας, και  (δ) αντισταθμιστική άδεια κάθε είδους, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή ή μέσω του κατάλληλου μηχανισμού σε κάθε χώρα. Τέλος ο χρόνος λήψης της ετήσιας αδείας σύμφωνα με την οδηγία Β2.4.2 θα πρέπει, εκτός εάν καθορίζεται από κανονισμό, συλλογική σύμβαση, απόφαση διαιτησίας ή άλλα μέσα σύμφωνα με την εθνική πρακτική, να καθορίζεται από τον πλοιοκτήτη, κατόπιν διαβούλευσης και στο μέτρο του δυνατού, σε συμφωνία με τους ενδιαφερόμενους ναυτικούς ή τους εκπρόσωπους του.

Από την εκτίμηση από το δικαστήριο αυτό των αποδεικτικών μέσων που νομίμως προσκομίζονται με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των µαρτύρων των διαδίκων μερών δηλαδή του ναύτη ……….. και του πλοιάρχου του πλοίου ……….. που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δηµοσίας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, και από όλα τα έγγραφα που παραδεκτά επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι στα οποία περιλαμβάνονται και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και τις ομολογίες των διαδίκων μερών σχετικά με το χρόνο ναυτολόγησης του εκκαλούντος πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:  Σε εκτέλεση του από 2-12-2013 προσυµφώνου ναυτικής εργασίας διάρκειας µέχρι τις 31.12.2014, που καταρτίστηκε στον Πειραιά µεταξύ του εκκαλούντος και της εταιρείας «……..», διαχειρίστριας του µε ελληνική σηµαία πλοίου αναψυχής «Μ/V  Ο..», µε αριθµό νηολογίου Πειραιά …., κοχ 1.809, πλοιοκτησίας της εφεσίβλητης, αυτός προσελήφθη και ναυτολογήθηκε σε αυτό, µε την ειδικότητα του υποπλοίαρχου, αντί κλειστού µηνιαίου µισθού ποσού 5.003,94 ευρώ µικτά. Ειδικότερα με την ατομική σύμβαση του εκκαλούντος είχε συμφωνηθεί αυτός να λαμβάνει τον κλειστό μηνιαίο μισθό των 5.003,94 ευρώ {βασικός µισθός 1.574,66 ευρώ + επίδοµα Κυριακών 346,43 ευρώ + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 21,24 ευρώ + επίδοµα αδείας από 8 ηµεροµίσθια το µήνα µετά τροφοδοσίας αδείας 826,02 ευρώ [ήτοι 1.574,66 ευρώ + επίδοµα Κυριακών 346,43 ευρώ: 22 Χ 8 ηµέρες αδείας µηνιαίως = 698,58 ευρώ και 127,44 ευρώ (15,93 ευρώ Χ 8 µέρες τροφή αδείας) = 826,02 ευρώ] + πάγια υπερωριακή αµοιβή 1.081,10 ευρώ + υπερωρίες Σαββάτων – αργιών 614,25 ευρώ + πρόσθετες αµοιβές 540,25 ευρώ = 5.003,94 ευρώ µικτά} όπως αποδεικνύεται από τους προσκομιζόμενους από αμφότερα τα διάδικα μέρη ατομικούς λογαριασμού του εκκαλούντος. Η ανωτέρω υπογραφείσα σύµβαση ναυτολόγησης περιλάµβανε τα αναγκαίως προβλεπόµενα από την Σύµβαση Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας 2006 και όριζε ως ειδικώς εφαρµοστέα και διέπουσα τους όρους εργασίας και αµοιβής του ανωτέρω ναυτικού την ισχύουσα Συλλογική Σύµβαση Εργασίας Πληρωµάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση τυχόν ευμενέστεροι όροι της Ελληνικής ΣΣΝΕ δεν θίγονται από την εφαρμογή της σύμβασης της Διεθνούς Οργάνωσης εργασίας του 2006. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως τις 20-03-2014 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, ναυτολογήθηκε δε εκ νέου στις 28-03-2014 και εργάσθηκε έως τις 24-12-2014, οπότε απολύθηκε αµοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου. Στο πλοίο το ίδιο διάστημα συνυπηρετούσε με την ίδια ειδικότητα ο Ιταλός ναυτικός ,……… ο οποίος πράγματι λάμβανε μεγαλύτερες μηνιαίες αποδοχές, σύμφωνα με την κατάθεση του πλοιάρχου του πλοίου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες όμως αποτελούσαν bonus καθώς αυτός ήταν εκπρόσωπος της εταιρίας ναυτολογημένος στο πλοίο με αυξημένα υπηρεσιακά καθήκοντα αφού επέβλεπε το πλοίο κανόνιζε τις επισκευές και εκτελούσε εντολές της πλοιοκτήτριας. Μάλιστα για το λόγο αυτό δεν έκανε βάρδιες όπως οι υπόλοιποι ναυτολογημένοι τρεις Έλληνες υποπλοίαρχοι ναυτικοί. Επομένως δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ναυτικού ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας στην αμοιβή στο πλοίο υφίστατο διαφορά αποδοχών ανάμεσα σε ναυτολογημένους με την ίδια ειδικότητα και τα ίδια εργασιακά καθήκοντα. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Από το ίδιο προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό αποδεικνύεται ότι το ανωτέρω πλοίο, από την πρόσληψη του εκκαλούντος µέχρι την 31.1.2014 βρισκόταν ακινητοποιηµένο στη µαρίνα του ΣΕΦ. Από 1.2.2014 µέχρι 30.4.2014 βρισκόταν στο ναυπηγείο “…………” για µετασκευή καµπινών, ενώ κατά το χρονικό διάστηµα από 1.05.2014 µέχρι 30.04.2014 βρισκόταν στην Ακτή … στην πέτρινη δεξαµενή για εργασίες συντήρησης και επισκευής. Στις 10.5.2014 µεταφέρθηκε εκ νέου στη µαρίνα του ΣΕΦ, ενώ στις 22.5.2014 εκδηλώθηκε φωτιά στο πλοίο και κάηκε το κατάστρωµα. Παρέµεινε, λόγω των ανακρίσεων που ακολούθησαν στη µαρίνα του ΣΕΦ µέχρι την 30.6.2014, όταν και µεταφέρθηκε µε ρυµουλκό στο ναυπηγείο ……. για την αποκατάσταση της ζηµιάς. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι ο εκκαλών ναυτικός, κατά το ως άνω χρονικό διάστηµα της ναυτολόγησής του, απασχολείτο µε ανατιθέµενα σε αυτόν καθήκοντα συναφή µε την ειδικότητά του, εργαζόµενος το τριήμερο 32 ώρες σύμφωνα με τα όσα κατέθεσαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αμφότεροι οι μάρτυρες των διαδίκων μερών. Ειδικότερα στο πλοίο ήταν ναυτολογημένοι τέσσερις υποπλοίαρχοι εκ των οποίων όπως προαναφέρθηκε ο Ιταλός υπήκοος δεν εκτελούσε βάρδιες. Οι υπόλοιποι τρεις ναυτολογημένοι εργάζονταν εκτός από το οκτάωρο τους ανά τρεις μέρες επί 24 ωρο, οπότε και την επομένη απαλλάσσονταν του  οκταώρου και επομένως η μέση ημερήσια απασχόληση με αυτό το καθεστώς εργασία ανέρχεται στις 10 ώρες (συµπεριλαµβανοµένων των Κυριακών, αργιών και Σαββάτων). Να σημειωθεί ότι το 24ωρο που εκτελούσαν ανά τριήμερο βάρδια οι τρεις ναυτολογημένοι υποπλοίαρχοι θεωρείται στη συγκεκριμένη περίπτωση παροχή εργασίας και όχι μη γνήσια ετοιμότητα προς εργασία που δεν αμείβεται και λόγω της ιδιαιτερότητας του ναυτικού επαγγέλματος που υποχρεώνει το ναυτικό να βρίσκεται στο πλοίο σε απλή ετοιμότητα προς εργασία με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται το άρθρο 361 του ΑΚ και να οφείλεται ο συμφωνηθείς μισθός (ενώ αντίθετα στη γνήσια ετοιμότητα προς εργασία εφαρμόζονται οι συλλογικές συμβάσεις). Και τούτο διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες και η βάρδια φυλάξεως ήταν το αιτούμενο της απασχόλησης και για το λόγο αυτό οι ναυτικοί μετά την 24ωρη βάρδια δεν εκτελούσαν και το οκτάωρο τους αλλά λάμβαναν ημερήσια ανάπαυση και επέστρεφαν την επομένη για να εργαστούν επί οκτάωρο και τη μεθεπομένη επί 24ωρο. Επομένως και με βάση τις ευνοϊκότερες διατάξεις της ελληνικής ΣΣΝΕ που ορίζει ότι για εργασία πέραν του οκταώρου ο ναυτικός πρέπει να πληρωθεί με το 1/173 του μισθού με προσαύξηση 25% τις Κυριακές και καθημερινές και με το 1/173 του μισθού προσαυξημένο κατά 50% για κάθε ώρα απασχόλησης τα Σάββατα και τις αργίες στον εκκαλούντα ενάγοντα για 288 Κυριακές και καθημερινές που εργάστηκε δύο ώρες επιπλέον του 8κταώρου δηλαδή για 288 χ 2 = 576 ώρες υπερωριακής απασχόλησης οφείλεται το ποσό των 11,38 χ 576 = 6.554,88 ευρώ. Επίσης για τα 49 Σάββατα και τις 12 αργίες του διαστήματος που ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση (ήτοι τις: 1/1, 6/1, 3/3, 18/4, 21/4, 23/4, 1/5, 29/5 (Αναλήψεως), 15/08, 14/9, 28/10 και 6/12), ήτοι συνολικά 61 ηµέρες  απασχολήθηκε ημερησίως 10 ώρες υπερωριακά και συνεπώς δικαιούται για 610 ώρες (61 Χ 10) το ποσό των 8.326,50 ευρώ (610 Χ 13,65 ευρώ/ώρα), έναντι του οποίου έλαβε από την εκκαλούσα το συνολικό ποσό των 7.248,15 ευρώ σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους ατομικούς λογαριασμούς και συνεπώς του οφείλεται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 14.881,38 – 7.248,15 = 7.633,23 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι στον εκκαλούντα δεν οφείλεται υπερωριακή απασχόληση και απέρριψε το αγωγικό κονδύλι που επικουρικά είχε έρεισμα στη ΣΣΝΕ πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014 εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού δεύτερου λόγου εφέσεως θα πρέπει κατά το κεφάλαιο αυτό να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει τη με αριθμό 5434/2015 αγωγή κατά το αγωγικό αίτημα περί υπερωριακής απασχόλησης στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι με βάση την εφαρµοσθείσα ΣΣΕ για τις αποδοχές και τους όρους εργασίας του εκκαλούντος προβλέπεται ότι ο ναυτικός δικαιούται ετήσια άδεια 96 ηµερών υπολογιζοµένης σε 8 ηµέρες για κάθε µήνα υπηρεσίας, για δε τις τυχόν λιγότερες του µηνός ηµέρες αντίστοιχο κλάσµα (άρθρο 8 οικείας σύμβασης). Ο εκκαλών ισχυρίζεται με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιούται επιπλέον 2,5 ημέρες άδεια το μήνα κρίνοντας ότι η ΣΣΕ που εφαρµόσθηκε και ίσχυσε στην σύµβαση εργασίας του, προσδιορίζει µεγαλύτερο αριθµό ηµερών αδείας του ναυτικού, ήτοι 8 ηµέρες αδείας κάθε µήνα (96 ετησίως) σε σχέση µε τις 2,5 ηµέρες αδείας κάθε µήνα (30 ετησίως) που προβλέπει η Σύµβαση Ναυτικής Εργασίας 2006, καθόσον είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων μερών οι 2,5 ημέρες άδειας να λαμβάνονται επιπλέον των 8 ημερών της Ελληνικής ΣΣΝΕ. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο της σχετικής ατομικής σύμβασης εργασίας. Αντιθέτως εκεί ορίζεται με τρόπο ώστε να μην χρειάζεται προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για την ερμηνεία της βούλησης των διαδίκων μέρων δηλαδή με έντυπο όρο που δεν προκύπτει ότι ήταν προδιατυπωμένος ότι ο ναυτικός δικαιούται να λαμβάνει άδεια 2,5 μέρες μηνιαίως, ενώ δύο σελίδες μετά ορίζεται ότι εφαρμογή έχει η σύμβαση μεσογειακών τουριστικών του 2010 για τους Έλληνες ναυτικούς και επομένως οι 8 ημέρες άδειας το μήνα. Λεκτέον στο σημείο αυτό ότι από την ίδρυση της ΔΟΕ και κατ’επιταγή του καταστατικού της, τα όργανα της επεξεργάζονται και στο πλαίσιο διεθνών διασκέψεων εργασίας υιοθετούνται οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και οι Διεθνείς Συστάσεις Εργασίας. Με τα νομικά αυτά κείμενα που υιοθετούνται από τη διεθνή συνδιάσκεψη εργασίας προσδιορίζονται οι ελάχιστοι κανόνες που πρέπει να σέβονται τα κράτη μέλη σε όλους τους τομείς της εργασιακής ζωής και γενικότερα στο πλαίσιο ανάπτυξης της κοινωνικής πολιτικής τους αφού συχνά υιοθετούνται άλλα κείμενα χωρίς υποχρεωτικό χαρακτήρα ή με έμμεση υποχρεωτικότητα όπως οι συλλογές πρακτικών οδηγιών, οι αποφάσεις επί διαφόρων θεμάτων και οι δηλώσεις (βλ. Ληξουριώτη Διεθνές Εργατικό Δίκαιο 2005, 25επ. και άρθρα 13 και 14 τροποποιήσεων κώδικα για εφαρμογή κανονισμού 2.5 που αφορά την παλιννόστηση και νέο άρθρο 8 του προτύπου Α4.2 σε ΕΝΔ τόμος 45 σελ. 46 επ.). Επομένως εκ του νόμου σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα συρροής των προβλεπόμενων από τη Σύµβαση Ναυτικής Εργασίας 2006 και της οικείας ΣΣΝΕ δικαιωμάτων, και επιπλέον ουδεμία σωρευτική εφαρμογή δε συμφώνησαν τα διάδικα μέρη, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης εφέσεως. Ακολούθως στον εκκαλούντα που όπως αποδεικνύεται από τις προσκοµιζόµενες µετ’ επικλήσεως καταστάσεις µισθοδοσίας του, έλαβε για όλους τους µήνες που διήρκεσε η απασχόλησή του τις αποδοχές της µη ληφθείσας αδείας που αντιστοιχούσαν σε 8 ηµέρες αδείας κάθε µήνα, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 8 της ΣΣΕ του έτους 2014 και κατά τα ειδικώς προβλεπόµενα στην παράγραφο 3 εδ. γ. του άνω άρθρου και συγκεκριµένα έλαβε το συνολικό ποσό των 8.243,24 ευρώ (698,58 χ 11 = 7.684,38 + 558,86), όπως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη και δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από τον εκκαλούντα, ουδέν ποσό του οφείλεται λόγω μη χορηγηθείσας αδείας.  Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης περί του αντιθέτου τόσο ως προς την κύρια όσο  και ως προς την επικουρική βάση της αγωγή είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακολούθως των ανωτέρω πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της επικουρικής βάσης της αγωγής στο κονδύλι των υπερωριών, όπως ήδη προαναφέρθηκε να υποχρεωθεί η εναγομένη εφεσίβλητη να καταβάλει στον εκκαλούντα ενάγοντα το ποσό των 7.633,23 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 ΑΚ). Τέλος όταν εξαφανίζεται μερικώς ή ολικώς η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται ολικώς και το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 ΕλΔικ 39, 825, ΕφΠειρ 808/2009 ΕΝΔ 39, 258). Ακολούθως μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος την εφεσίβλητη εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό ……. έφεση κατά της με αριθμό 538/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …….. αγωγής

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται τη με αριθμό έφεση τυπικά και στην ουσία της

Εξαφανίζει τη με αριθμό 538/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει στην ουσία  την από και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. αγωγής

Δέχεται εν μέρει την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων τριάντα τριών ευρώ και είκοσι τριών λεπτών του ευρώ (7.633,23) με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλει στην εφεσίβλητη εναγομένη ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  17 Μαΐου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ