Αριθμός 305/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………, η οποία στρέφεται κατά της 499/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικού Τμήματος), που εκδόθηκε, κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της από 12-10-2015 αγωγής του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ σε συνδ με άρθρο 614 παρ. 3 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα καθώς από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκηση αυτής, ούτε εξάλλου ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται το αντίθετο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ) μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθεσε ότι κατά τη ναυτολόγησή του με την ειδικότητα του ναύτη στο ε/γ-ο/γ πλοίο «SII» που ανήκει στην εναγόμενη εταιρία, υπέστη ναυτικό ατύχημα στις 29-8-2011 συνεπεία του οποίου απολύθηκε αυθημερόν και νοσηλεύτηκε λόγω συντριπτικού επιπλεγμένου κατάγματος κνήμης και περόνης στο αριστερό πόδι και κάκωση μαλακών μορίων δεξιού ποδιού. Ότι στις 6-9-2013, αφού εξετάστηκε από την Ανωτάτη Υγειονομική Επιτροπή του Πολεμικού Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε.) και κρίθηκε ικανός προς εργασία, κατάρτισε νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας με την εναγομένη σε εκτέλεση της οποίας ναυτολογήθηκε στις 2-10-2013, στο ίδιο πλοίο, με την ίδια ειδικότητα, όπου εργάστηκε κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα πλην εκείνου από 27-8-2014 έως 17-9-2014 κατά το οποίο ναυτολογήθηκε ως υποναύκληρος. Ότι από την πρώτη ημέρα της ναυτολόγησής του και παρά τις αντίθετες ιατρικές οδηγίες, απασχολούνταν όπως και πριν τον τραυματισμό του, εργαζόμενος υπερωριακά και σε όλες τις εργασίες της ειδικότητάς του ακόμα και αν απαιτούσαν μεγάλη καταπόνηση. Ότι από τον Απρίλιο 2014 λόγω της πολύωρης ορθοστασίας και της κόπωσης άρχισε να αισθάνεται πόνους στο αριστερό πόδι, που οξύνθηκαν με την πάροδο του χρόνου, ότι στις αρχές Αυγούστου 2014 η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε τόσο ώστε να αδυνατεί να στηριχτεί σ’ αυτό, ότι στις 9-8-2014 ο πλοίαρχος του χορήγησε άδεια στη διάρκεια της οποίας υποβλήθηκε σε εξετάσεις από τις οποίες διαπιστώθηκε πλήρης ατροφία και νέκρωση – ίνωση των μυών του πρόσθιου διαμερίσματος της κνήμης, ότι ο ίδιος επέστρεψε στην εργασία του αλλά λόγω της επιδείνωσης της κατάστασής του στις 30-11-2014 του χορηγήθηκε νέα άδεια μιας εβδομάδας, ότι κατά την επιστροφή του ήταν αδύνατο να εργαστεί και ότι ο πλοίαρχος, μετά την διάγνωση του θεράποντος ιατρού του περί πλήρους ανάπαυσης επί ένα μήνα, τον απέλυσε στις 19-12-2014. Τέλος ότι στις 15-9-2015 η Α.Ν.Υ.Ε. τον έκρινε πλήρως ανίκανο για ένα (ακόμα) έτος έως την 15η-9-2016. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος ότι η, κατά τα άνω, πλήρης ανικανότητά του προς εργασία, οφείλεται σε εργατικό ατύχημα εξ αφορμής της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης και αυτό διότι η τελευταία, αν και γνώριζε τη σωματική βλάβη αυτού συνεπεία του προηγηθέντος τραυματισμού του και τις ιατρικές οδηγίες για αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας και υπερβολικής κόπωσης, τον προσέλαβε και τον απασχολούσε εξαντλητικά με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η κατάστασή του και να καταστεί εκ νέου πλήρως, πρόσκαιρα, ανίκανος προς εργασία επί 21 μήνες, ζητά αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του κν 551/1915 συνολικού ποσού 72.301,10 ευρώ και περαιτέρω τη διαφορά της υπερωριακής του αμοιβής ποσού 8.369,97 ευρώ, αμοιβής για δρομολόγια εξπρές ποσού 646,41 ευρώ και επιδομάτων εορτών Πάσχα 2014 ποσού 1.555,83 ευρώ και Χριστουγέννων 2014 ποσού 3.438,67 ευρώ, μετατρέποντας παραδεκτά το αίτημα της αγωγής του, τόσο με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις του όσο και με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασία, σε μερικά αναγνωριστικό κατά το ποσό που αφορά την διαφορά της αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές .
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε ως ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι η επιδείνωση της υγείας του ενάγοντα και η πρόσκαιρη πλήρης ανικανότητά του προς εργασία συνιστά εργατικό ατύχημα και περαιτέρω ότι παρείχε υπερωριακή εργασία 12 ωρών ημερησίως, επιδικάζοντας το συνολικό ποσό των 58.399,02 ευρώ. Κατά της εκκαλούμενης απόφασης παραπονείται η εναγόμενη εταιρία με την κρινόμενη έφεσή της και με τους λόγους της οι οποίοι, στο σύνολό τους, ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής, καθώς και την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη της καταβολής του προσωρινώς επιδικασθέντος ποσού, κατάσταση.
Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατ’ άρθρον 38 του ΕισΝΑΚ), το οποίο εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β’ του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (βλ. ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004 767). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βιαίου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι συντρέχουν οι όροι του βίαιου συμβάντος, όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου, η οποία μπορεί και να προϋπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση, συνεχίζεται η απ’ αυτόν παροχή της εργασίας, έστω και υπό κανονικές συνθήκες και για μικρό ακόμη χρόνο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασής του, εφόσον ενόψει της εξασθένησης των δυνάμεων του εργαζομένου, του είδους της εργασίας και των εν γένει περιστάσεων, είναι αντίθετη προς τις αρχές των άρθρων 288 και 662 του ΑΚ, η από τον εργοδότη (και τους προστηθέντες του) αξίωση εξακολούθησης της εργασίας, γιατί οι ίδιες συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας που ήταν πριν κανονικές, μετά τον κλονισμό της υγείας του εργαζομένου έχουν πλέον το χαρακτήρα των ασυνήθων και εξαιρετικών. Στην τελευταία περίπτωση, όμως, βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικώς δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα εργατικό ατύχημα με την ως άνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχόλησής του. Σημειωτέον ότι βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθένειας και με βάση αυτή την πληροφόρηση ο πλοίαρχος οφείλει να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Σε κάθε όμως περίπτωση, όταν τα συμπτώματα αυτά είναι έκδηλα και εμφανή, ο πλοίαρχος μπορεί να έχει άμεση γνώση. Έτσι, χωρίς την ύπαρξη βίαιου συμβάντος, κατά τα αμέσως προηγουμένως αναλυθέντα, δεν δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον νόμο 551/1915, να καταβάλει αποζημίωσης στον εργαζόμενο (ΑΠ 1424/2015, 1690/2013 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013. 17, ΕφΠειρ 151/2015 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ ΕφΠειρ 23/2013 ΠειρΝ 2013.164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013. 22, Εφ Πειρ 482/2008 ΕΝαυτΔ 2008.401, ΕφΠειρ 37/2004 ΕΝαυτΔ 2004.200).
Από την επανεκτίμηση των ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσκομισθέντων, νομότυπα, αποδεικτικών μέσων, των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριό του, της ……… ένορκης βεβαίωσης του ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς που λήφθηκε νομότυπα κατ’ άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ (σχετ. ….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..) και όλων των εγγράφων που προσκόμισαν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι, είτε προς άμεση είτε προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων απόδειξη σε συνδυασμό τα διδάγματα της κοινής πείρας και με όσα οι διάδικοι ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ο ενάγων, έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, σε εκτέλεση σύμβασης ναυτικής εργασίας που είχε καταρτίσει με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια εταιρία του υπό ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίου «SII», ναυτολογήθηκε, στη Ραφήνα Αττικής, στις 23-8-2011, προκειμένου να εργαστεί σ’ αυτό με την ειδικότητα του ναύτη και υπό τους προβλεπόμενους όρους και αποδοχές της εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας των πληρωμάτων ελληνικών επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων. Στις 29-8-2011 απολύθηκε λόγω τραυματισμού του που συνέβη ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Μύκονο συνεπεία του οποίου υπέστη κάταγμα κνήμης και περόνης αριστερά και σύνδρομο διαμερίσματος αριστερής κνήμης και δεξιού μηρού. Νοσηλεύτηκε μέχρι 13-9-2011, κατόπιν μεταφοράς του, στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής Κ.Α.Τ., όπου υποβλήθηκε σε εξωτερική οστεοσύνθεση αριστερής κνήμης και δεξιού μηρού καθώς και διάνοιξη όλων των διαμερισμάτων αριστερού μηρού. Παρέμεινε δε ανίκανος προς εργασία μέχρι την 6-9-2013 οπότε η Ανωτάτη Ναυτικού Υγειονομική Επιτροπή (Α.Ν.Υ.Ε.) του Πολεμικού Ναυτικού έκρινε αυτόν πλήρως ικανό προς εργασία. Ενόψει των, συνεπεία του τραυματισμού του, αξιώσεων που ήγειρε ο ενάγων σε βάρος της εναγόμενης εργοδότριας εταιρίας επιτεύχθηκε συμβιβασμός ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς και με βάση τα συμφωνηθέντα (σχετ. η με αριθμ. ……… Έκθεση Πρακτικών Συμβιβασμού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των 58.932 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή, χωρίς επιφύλαξη, εξόφληση κάθε απαίτησής του για αποζημίωση από το ατύχημα, το οποίο ποσό συμπεριελάμβανε αποζημίωση σύμφωνα με το ν. 551/1915, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και μισθούς ασθενείας. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, όπως και η κατάρτιση νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας μεταξύ των διαδίκων, επίσης στη Ραφήνα, στις 2-10-2013 και την ναυτολόγηση του ενάγοντα στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και υπό τους αυτούς όρους και συνθήκες εργασίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε αμέσως προηγουμένως, ο ενάγων στις 6-9-2013 κρίθηκε από την Α.Ν.Υ.Ε. ικανός προς εργασία, χωρίς άλλη παρατήρηση ή σημείωση, με την …../2013 γνωμάτευσή της στην οποία κατέληξε η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, μετά από εξέταση του φακέλου και του ίδιου του ναυτικού, την πλήρη λειτουργική αποκατάστασή του. Με βάση αυτήν την γνωμάτευση καταρτίστηκε η νέα σύμβαση μεταξύ των διαδίκων η οποία σημειωτέον, ως σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, διέπεται από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και στηρίζεται στην σύμπτωση των δηλώσεων της ελεύθερης βούλησης αμφοτέρων των συμβαλλομένων τόσο κατά την κατάρτισή της όσο κατά την διάρκειά της. Έτσι ο ενάγων όντας υγιής, χωρίς εμφανή συμπτώματα οποιασδήποτε δυσχέρειας κατά την βάδιση και γενικά την κίνησή του αφού, σύμφωνα με την αδελφή του που εξετάστηκε ως μάρτυρας απόδειξης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, « περπατούσε καλά, δεν είχε κανένα πρόβλημα και ήταν χαρούμενος που θα ξαναπήγαινε στη δουλειά του γιατί δεν είχε πώς να ζήσει …» «…και έκανε πολύ καλά που ξαναπήγε στο πλοίο γιατί δεν είχε κανένα πρόβλημα», ναυτολογήθηκε εκ νέου με την ειδικότητα του ναύτη, πλην ενός μικρού χρονικού διαστήματος που εκτέλεσε καθήκοντα υποναύκληρου (από 27-8-2014 έως 17-9-2014). Συνέχισε να εργάζεται στο πλοίο της εναγομένης το οποίο εκτελούσε το βασικό δρομολόγιο Ραφήνα -Άνδρο-Τήνο-Μύκονο και επιστροφή από τα ίδια λιμάνια στη Ραφήνα, από ώρα 7.50 έως 18.30 και κατά κύριο λόγο το ίδιο δρομολόγιο με εκ νέου αναχώρηση ώρα 19.15 για Άνδρο και επιστροφή Ραφήνα ώρα 23.30, της ίδιας πάντα ημέρας.
Τα εργασιακά καθήκοντα της ειδικότητας του ενάγοντα ρυθμίζονται στα οικεία άρθρα του β.δ. 683/1960 «περί κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας των επιβατηγών πλοίων άνω των 500 κ.ο.χ.» σύμφωνα με τα οποία «Οι Ναύται τελούσιν υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθούσιν αυτόν και τον Υποναύκληρον εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων των» (άρθρο 62 – γενικά καθήκοντα) καθώς και «οι Ναύται εκτελούσι κατά φυλακάς τας εργασίας πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γεφύρας και εκτός φυλακής τας γενικάς συντηρήσεως και καθαριότητος του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρησιν και χειρισμόν σωσιβίων μέσων, εργασίαν υπολόγου αποθηκαρίου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει πάσαν εργασίαν σχετικήν προς την ειδικότητά των». (Ειδικά καθήκοντα άρθρο 63). Στο τρίτο μέρος του εν λόγω β.δ. με τίτλο «ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΤΗΣ ΕΝ ΤΩ ΠΛΟΙΩ ΕΡΓΑΣΙΑΣ» προβλέπεται η κατανομή του προσωπικού καταστρώματος, στο οποίο ανήκουν οι ναύτες, σε εργασία γέφυρας και εργασία καταστρώματος, άρθρο 132, ενώ στα επόμενα περιγράφονται τα ειδικότερα καθήκοντα καθεμιάς των εργασιών αυτών. Στα άρθρα 133 και 135 ρυθμίζεται η εργασία γέφυρας των ναυτών, η κατανομή της σε τετράωρης διάρκεια φυλακές, η υποχρέωση των συμμετεχόντων ναυτικών να αναλαμβάνουν εργασία πέντε λεπτά πριν την έναρξη της κάθε φυλακής αλλά και τα συγκεκριμένα καθήκοντα του πηδαλιούχου, του οπτήρα, καθώς και εκείνου που εκτελεί χρέη αγγελιαφόρου. Στο επόμενο άρθρο 136 περιγράφονται τα καθήκοντα της εργασίας καταστρώματος σύμφωνα με το οποίο «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόσληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου, πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου», προβλέπεται διακοπή μιας ώρας για γεύμα καθώς και η συμμετοχή τους σε γυμνάσια διαρροής, πυρκαγιάς, καθαίρεσης εφολκίων ή εγκατάλειψης του πλοίου. Τέλος στο άρθρο 137 ρυθμίζεται η θέση των μελών του προσωπικού καταστρώματος κατά τον κατάπλου-απόπλου του πλοίου και αντίστοιχα κατά την αγκυροβολία και άπαρση.
Όπως ισχυρίστηκε ο ενάγων και δεν αμφισβητήθηκε από την εναγομένη, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του απασχολείτο τόσο στη γέφυρα του πλοίου εκτελώντας δυο τετράωρες φυλακές (βάρδιες) όσο και ως ημερεργάτης εκτελώντας τα αμέσως προηγουμένως περιγραφόμενα καθήκοντα, αυτά δηλαδή που προβλέπει ο εν λόγω Κανονισμός για τους ναυτολογημένους με την ειδικότητα του ναύτη σε επιβατηγά πλοία άνω των 500 κοχ, όπως και το πλοίο της εναγομένης. Συνεπώς οι εργασίες που περιγράφει ο ενάγων στην αγωγή του ότι εκτέλεσε κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο της εναγόμενης εταιρίας είναι αυτές που οφείλει κάθε ναυτικός, ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναύτη, να παρέχει σε εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνει κατά την κατάρτιση της σύμβασης ναυτικής εργασίας με την αντισυμβαλλόμενή του πλοιοκτήτρια εταιρία. Στην κρινόμενη περίπτωση από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά την κατάρτιση της σύμβασής του, στις 2-10-2013, ενημέρωσε την εργοδότριά του ότι οι θεράποντες ιατροί του είχαν συστήσει να αποφεύγει πολύωρη ορθοστασία και γενικά την καταπόνηση, δεν προσκομίζει σχετική ιατρική βεβαίωση, αντίθετα σύμφωνα με την γνωμάτευση της Α.Ν.Υ.Ε. της οποίας έλαβε γνώση η εναγομένη, προσήλθε να ναυτολογηθεί εκ νέου πλήρως αποθεραπευμένος και ικανός προς εργασία και χωρίς κανένα εμφανές δείγμα οποιασδήποτε αδυναμίας να ανταποκριθεί στα προπεριγραφόμενα εργασιακά του καθήκοντα. Εξάλλου και ο συνάδελφός του ……… δεν επιβεβαιώνει στην προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ότι η εναγομένη ενημερώθηκε για οποιοδήποτε πρόβλημα της υγείας αυτού, απότοκο του τραυματισμού του, ούτε ότι ανάλογη ενημέρωση είχαν οι προστηθέντες αυτής πλοίαρχος, ύπαρχος και ναύκληρος του πλοίου της, προϊστάμενοι του ενάγοντα, οι οποίοι συνεπώς δεν γνώριζαν αν αυτός αντιμετώπιζε πρόβλημα οφειλόμενο στον τραυματισμό του το έτος 2011. Άλλωστε και η αδελφή του στην κατάθεσή της αναφέρει ότι περπατούσε καλά, επομένως ούτε συμπτώματα εμφάνιζε που να καθιστούν εμφανή την κατά τους ισχυρισμούς του κατάσταση της υγείας του ενώ δεν προσκομίζει ιατρικά πιστοποιητικά από τα οποία να επιβεβαιώνονται οι ισχυρισμοί του ότι κατά την πρόσληψή του είχε οδηγίες να μην κουράζεται ή να προκύπτει η φαρμακευτική αγωγή που, ισχυρίζεται, ότι ακολουθούσε, καθώς και εκείνοι (ισχυρισμοί) σύμφωνα με τους οποίους, κατά την άδεια που του χορηγήθηκε στις 9-8-2014, υποβλήθηκε σε νέες ιατρικές εξετάσεις από τις οποίες διαπιστώθηκε πλήρης ατροφία και νέκρωση-ίνωση των μυών του πρόσθιου διαμερίσματος της κνήμης. Αντίθετα τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκομίζει αφορούν το διάστημα από 29-8-2011 έως 8-3-2013 και είναι τα αντίστοιχα πιστοποιητικά και εξιτήρια από τα νοσηλευτικά ιδρύματα στα οποία αντιμετωπίστηκε ο τραυματισμός του κατά το ατύχημα της 23-8-2011 καθώς και οι γνωματεύσεις της Α.Ν.Υ.Ε. για την ανικανότητα αυτού προς εργασία, ……. και η τελευταία με αριθμό ……., που ήδη αναφέρεται παραπάνω και με την οποία η εν λόγω επιτροπή τον έκρινε ικανό προς εργασία.
Ο ενάγων έντεκα μήνες μετά την ναυτολόγησή του, στις 10-9-2014 επισκέφθηκε, με δική του πρωτοβουλία, ιδιώτη ιατρό, τον . .., ορθοπαιδικό χειρουργό τραυματιολόγο, ο οποίος, αφού τον εξέτασε, συνέταξε με την ίδια ημερομηνία βεβαίωση σύμφωνα με την οποία ο εξετασθείς παρουσιάζει άλγος ΑΡ κνήμης επί εδάφους παλαιότερου τραυματισμού με (μεσολαβεί δυσανάγνωστη λέξη) έλλειμμα προσθίου κνημιαίου και γνωμάτευση ότι χρήζει να φέρει ελαστικές κάλτσες μέχρι το γόνατο και αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας. Καμία αναφορά περί πλήρους ατροφίας και νέκρωσης των μυών του πρόσθιου κνημιαίου διαμερίσματος δεν εμπεριέχεται στην βεβαίωση αυτή από τον θεράποντα ιατρό, ο οποίος γνώριζε την επαγγελματική ιδιότητα του ενάγοντα αφού ο ίδιος στις 7-3-2013 τον υπέβαλε σε μυοπλαστική μυών προσθίου διαμερίσματος ΑΡ κνήμης και τενόδεση προσθίου κνημιαίου (σχετ. το από 8-3-2013 εξιτήριο του ιδιωτικού νοσοκομείου MEDITERRANEO HOSPITAL), όπως και καμία σύσταση για αποφυγή εργασίας, καταπόνησης ή βάδισης παρά μόνο για αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας. Καμία επίσης πρόταση δεν έγινε από μέρους του ίδιου θεράποντος ιατρού περί θεραπείας με ενέσεις με αυξητικούς παράγοντες. Αντιθέτως από την κατά πολύ μεταγενέστερη με ημερομηνία 12-1-2015 βεβαίωση αυτού, αποδεικνύεται ότι, κατά την επίσκεψη του ενάγοντα στο ιατρείο του, μετά από παράπονα του τελευταίου για χρόνιο πόνο και ενοχλήσεις, αφού τον εξέτασε και ακολούθησε εκτεταμένη συζήτηση, τότε, την εν λόγω ημερομηνία για πρώτη φορά, πρότεινε αυτός (ο θεράπων ιατρός) στον ενάγοντα τις ενέσεις με τους αυξητικούς παράγοντες, προκειμένου να αναπτυχθεί πολύ περισσότερος συνδετικός ιστός για να καλύψει το κενό από τις κατεστραμμένες μυϊκές μάζες του πρόσθιου διαμερίσματος ώστε να υπάρχει συνέχεια κατά τη σύσπαση και το καλύτερο λειτουργικό αποτέλεσμα. Ο ενάγων χωρίς να ζητήσει την απόλυσή του συνέχισε την εργασία του στο πλοίο μέχρι 30-11-2014 οπότε έλαβε εκ νέου άδεια και επέστρεψε στις 8-12-2014 για να απολυθεί λόγω ασθενείας στις 19-12-2014, μετά την προσκόμιση της από 18-12-2014 νέας βεβαίωσης του ίδιου ιατρού στην οποία αναφέρεται ότι λόγω επίμονου άλγους που επιδεινώνεται μετά από άνοδο/κάθοδο σε κλίμακα και παρατεταμένη ορθοστασία, συνιστάται αναρρωτική άδεια ενός μήνα και επανεξέταση «σε επιμονή» των συμπτωμάτων. Μάλιστα επειδή ο πλοίαρχος αρνήθηκε να δεχτεί την ιδιωτική ιατρική γνωμάτευση προκειμένου να προχωρήσει σε απόλυσή του λόγω ασθενείας θεωρώντας ότι έπρεπε να υπάρχει αντίστοιχη δημόσιου νοσοκομείου, ο ενάγων απευθύνθηκε στην αρμόδια λιμενική αρχή της Ραφήνας η οποία έκρινε ότι επαρκεί η ιδιωτική γνωμάτευση και τελικά αποναυτολογήθηκε λόγω ασθένειας, την προαναφερόμενη ημερομηνία.
Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά δεν αποδεικνύεται στη συνέχεια ότι η επιδείνωση της υγείας του ενάγοντα οφείλεται στις εργασιακές του συνθήκες και στην παραμέληση έναντι του ιδίου του καθήκοντος πρόνοιας από μέρους της εναγομένης και των προστηθέντων της και αυτό διότι 1] δεν αποδείχθηκε ότι κατά τη ναυτολόγησή του υπήρχαν οδηγίες θεράποντος ιατρού για αποφυγή σωματικής καταπόνησης, δεν επικαλείται συγκεκριμένα εξ άλλου ο ενάγων ούτε και αποδεικνύει ποιος ιατρός τις εξέδωσε, το περιεχόμενό τους αλλά, κυρίως, δεν προσκομίζει σχετικό έγγραφο (ιατρική βεβαίωση) που να εμπεριέχει τέτοιες οδηγίες. Αντίθετα από την αρμόδια Επιτροπή είχε διαπιστωθεί η λειτουργική αποκατάσταση και η πλήρης εργασιακή ικανότητα του ενάγοντα ενώ δεν αποδεικνύεται ότι ήταν έκδηλη οποιαδήποτε δυσκολία αυτού κατά τη βάδιση, σύμφωνα και με την κατηγορηματική στο σημείο αυτό κατάθεση της μάρτυρος αδελφής του. Γεννάται εύλογα το ερώτημα γιατί, αν πράγματι χώλαινε και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί πλήρως στα καθήκοντά του, η εναγομένη και ιδίως οι μέτοχοι αυτής, με την οποία ουδείς διατείνεται ότι υπήρχε κάποιος σύνδεσμος φιλικός ή άλλος, προχώρησε στη ναυτολόγηση αυτού, αντί άλλου, πλήρως υγιούς ναυτικού που δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα στην κατανομή των εργασιών στο πλοίο και κυρίως δεν θα εξέθετε την ίδια ή τους προστηθέντες της σε πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες. 2] Δεν αποδείχθηκε ότι μέχρι την απόλυσή του, στις 19-12-2014, οι προϊστάμενοι του ενάγοντα στο πλοίο, πλοίαρχος και ύπαρχος, γνώριζαν ότι αυτός είχε έντονες ενοχλήσεις και πόνους στο αριστερό του πόδι, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων στις 9-8-2014 επισκέφθηκε τον θεράποντα ιατρό του ο οποίος τον εξέτασε και διαπίστωσε νέκρωση και ίνωση των μυών και του συνέστησε τις ενέσεις που αναφέρονται παραπάνω, περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν είτε υπό έκτατες και δυσμενείς συνθήκες είτε υπό εξαντλητικές συνθήκες αντίθετα ότι εργαζόταν σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται και είναι συμφυή με την ειδικότητα ναύτη σε επιβατηγό πλοίο άνω των 500 κ.ο.χ.. Η κρίση του Δικαστηρίου για τους ανωτέρω μη αποδειχθέντες αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντα, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 338 ΚΠολΔ φέρει το βάρος για την απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητάς τους, στηρίζεται α] στην από 9-2-2015 έκθεση ένορκης εξέτασης του ίδιου ενώπιον του αρμόδιου (προ)ανακριτικού υπαλλήλου στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ραφήνας όπου εξεταζόμενος κατέθεσε ενόρκως ότι στις 10-9-2014 ενημέρωσε τον πλοίαρχο και ύπαρχο του πλοίου σχετικά με το πρόβλημα που αντιμετώπιζε προσκομίζοντας την από 10-9-2014 ιατρική βεβαίωση χωρίς να αναφέρεται με σαφήνεια, για το αν και πότε συγκεκριμένα ενημέρωσε αυτούς για ενοχλήσεις και αδυναμία να ανταποκριθεί στα εργασιακά του καθήκοντα ή απλά ζήτησε να τον παραπέμψουν για εξετάσεις, ενώ ουδόλως αναφέρεται στη εξ αρχής γνώση αυτών για προβλήματά του, όπως ισχυρίζεται στην αγωγή του, περαιτέρω, δεν αναφέρεται στις συνθήκες εργασίας του για το επόμενο χρονικό διάστημα από 10-9-2014 μέχρι την 18-12-2014 κατά το οποίο σημειωτέον ο θεράπων ιατρός είχε συστήσει ελαστικές κάλτσες και αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας, ωστόσο σύμφωνα με την απάντηση που έδωσε ο ίδιος στον διενεργούντα την προανάκριση στο πλοίο της εναγομένης τηρούνταν στο πλοίο οι προβλεπόμενες διατάξεις περί ωρών ανάπαυσης και εργασίας β] στην προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωση του ……….. συναδέλφου του ενάγοντα, ο οποίος, αν και είχε απολυθεί όταν ναυτολογήθηκε ο τελευταίος, διατηρούσε επικοινωνία με τους (πρώην) συναδέλφους του και ο οποίος, κατά την περιγραφή των προβλεπόμενων εργασιακών καθηκόντων τους, κατά τους πλόες του πλοίου που επί σειρά ετών εκτελεί τα ίδια δρομολόγια, δεν επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του ενάγοντα περί εξαντλητικής εργασίας του υπό εξαιρετικές και δυσμενείς συνθήκες ή την εργασία του εν γνώσει των προϊσταμένων του για ιατρικές συστάσεις περί αποφυγής καταπόνησης, ούτε την προσκόμιση της από 10-9-2014 ιατρικής βεβαίωσης στον πλοίαρχο την ίδια ημερομηνία. Αντίθετα βεβαιώνει ότι « ….άρχισε (εννοεί ο ενάγων) να δουλεύει στο πλοίο όπως δουλεύαμε όλοι οι ναύτες» και συνεχίζει την περιγραφή των εργασιών οι οποίες συμπίπτουν με αυτές που ορίζονται στα άνω αναφερόμενα άρθρα 132 επ. του β.δ. 683/1960, δεν κάνει καμία αναφορά στην από μέρους του πλοιάρχου ή υπάρχου γνώση περί ενοχλήσεων ή ανάγκης αποφυγής παρατεταμένης ορθοστασίας του ενάγοντα, ούτε αναφέρεται σε άρνηση αυτών ή του ναυκλήρου να του επιτρέψουν να επισκεφθεί γιατρό ενώ, τέλος, δεν επιβεβαιώνει ότι εξ αρχής ή σε κάποιο άλλο χρονικό σημείο, ο ενάγων είχε εμφανή συμπτώματα που αποκάλυπταν την κατάσταση της υγείας του.
Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί με βάση την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης η οποία δε έχει προσωπική αντίληψη για όσα καταθέτει και ιδίως για τον αν γνώριζε η εναγομένη την κατάσταση της υγείας του ενάγοντα αδελφού της, αφού οι πληροφορίες της αντλούνται από τον ίδιο τον ενάγοντα, καθιστώντας ενόψει και της στενής συγγενικής τους σχέσης την εν λόγω κατάθεση ως προς αυτές μη αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών περί εργατικού ατυχήματος. Κατά συνέπεια η επιδείνωση της υγείας του ενάγοντα δεν συνιστά εργατικό ατύχημα αφού δεν (αποδείχθηκε ότι) εργαζόταν υπό εξαιρετικές και δυσμενείς συνθήκες και περαιτέρω διότι η εναγομένη και οι προστηθέντες της εξακολουθούσαν να τον απασχολούν με κανονικές, έστω και δυσμενείς, συμφυείς όμως με τη φύση της εργασίας του συνθήκες, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του, αγνοώντας ανυπαίτια την κατάσταση αυτής αφού ο ίδιος δεν τους είχε ενημερώσει ως προς, τυχόν, ενοχλήσεις που ένιωθε και χωρίς, τέλος, να (αποδειχθεί ότι) εμφάνιζε έκδηλα συμπτώματα αδυναμίας να ανταποκριθεί στα εργασιακά του καθήκοντα, όπως όλα τα προηγούμενα αναλύονται στις σκέψεις που προηγουμένως εκτίθενται. Ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι στις 10-9-2014 ο ενάγων προσκόμισε την ως άνω ιατρική βεβαίωση η εναγόμενη και οι προστηθέντες της ενημερώνονται όχι για αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του αλλά για την ανάγκη αποφυγής παρατεταμένης ορθοστασίας. Άλλωστε τίποτα δεν εμπόδιζε τον ενάγοντα να ζητήσει ο ίδιος την απόλυσή του ή να ζητήσει τη συνδρομή της λιμενικής αρχής, πλην όμως, όπως εμμέσως, πλην σαφώς, κατέθεσε η αδελφή του επανειλημμένα, απατώντας ιδίως στις ερωτήσεις του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης, η προφανής ανάγκη του για εργασία τον κρατούσε ναυτολογημένο και η ίδια ανάγκη τον έκανε να αποσιωπά τις, τυχόν, ενοχλήσεις που είχε. Ουδόλως επομένως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, εξαιτίας των συνθηκών εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης, κατέστη πλήρως και διαρκώς ανίκανος προς εργασία και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ως άνω κατάσταση της υγείας του ενάγοντα κρίνεται ότι δεν υπάγεται στις διατάξεις του κν. 551/1915, δηλαδή δεν οφείλεται σε εργατικό ατύχημα και, συνεπώς, εξ αυτού του λόγου, ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωση, όπως εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και πλημμελώς εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης (πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έβδομος) πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν ενώ ο δέκατος λόγος έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη εταιρία επαναφέρει το αίτημά της για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, ενόψει όσων έγιναν δεκτά παραπάνω.
Στη συνέχεια, όπως ήδη εκτίθεται, το πλοίο της εναγομένης εκτελούσε πλόες διάρκειας περί τις 10,8 ώρες, με αφετηρία το λιμάνι της Ραφήνας προς τα νησιά Άνδρο, Τήνο, Μύκονο και επιστροφή, από τα ίδια λιμάνια, στη Ραφήνα από ώρα 7.50 έως 18.30, ωστόσο κάποιες περιόδους τα δρομολόγια αυτά επεκτείνονταν και διαρκούσαν περί τις 15,8 ώρες καθώς μετά την επιστροφή του το πλοίο αναχωρούσε ώρα 19.15 για Άνδρο και επέστρεφε ώρα 23.30 στο λιμάνι αφετηρίας του ή με κάποιες άλλες διαφοροποιήσεις που εξακολουθούσαν να αφορούν πλόες 15 ωρών. Με δεδομένο ότι η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ούτε παραπονείται με σχετικό λόγο έφεσης για τα ανωτέρω δρομολόγια του πλοίου, την διάρκεια τους καθώς και τους λιμένες που αυτό προσέγγιζε, το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και τα διδάγματα της κοινής πείρας κρίνει ότι κατά τους πλόες που διαρκούσαν περί τις 10,8 ώρες ο ενάγων εργαζόταν επί 10 ώρες ημερησίως, δεν θα μπορούσε δε να εργάζεται 12 ώρες, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη ή 14 ώρες, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, δεδομένου ότι όπως και ο ίδιος ανέφερε στην από 9-2-2015 ένορκη κατάθεσή του τηρούνταν οι ώρες ανάπαυσης και εργασίας και συνεπώς μεσολαβούσε ωριαίο διάλειμμα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Στους πλόες που είχαν διάρκεια τουλάχιστον 15 ωρών οι ώρες εργασίας του ανέρχονταν σε 12 ώρες ημερησίως. Έτσι ο ενάγων ναυτικός δικαιούνταν για την πέραν του νομίμου οκταώρου τις καθημερινές και για την εργασία του σε ημέρα Σάββατο και αργία, το προβλεπόμενο από την εφαρμοστέα σσνε ωρομίσθιο που ανερχόταν για την ειδικότητα του ναύτη σε 8,38 ευρώ για τις καθημερινές και Κυριακές και σε 10,05 ευρώ για τα Σάββατα και τις αργίες και για εκείνη του υποναύκληρου αντίστοιχα σε 8,65 ευρώ και 10,39 ευρώ. Με βάση τις μη αμφισβητούμενες από την εκκαλούσα κρίσεις της εκκληθείσας απόφασης, μεταξύ άλλων για τις ημέρες κατά τις οποίες ο ενάγων εργάστηκε, τις ημέρες των απεργιών και αδειών αυτού, ο τελευταίος απασχολήθηκε επί δυο ώρες πλέον του νομίμου ωραρίου του τις ακόλουθες καθημερινές και Κυριακές : 2, 3, 5 και 7 Ιανουαρίου 2014,, 27 Φεβρουαρίου 2014, 2, 4, 5, 6, 10, 11, 12, 13, 17, 18, 19, 20, 24, 26 και 27 Μαρτίου 2014, 3, 7, 8, 9, 10, 14, 15, 23, 24, 28, 29 και 30 Απριλίου 2014, 2, 5, 6, 7, 8, 9, 12, 13, 14, 15, 19, 20, 21, 22, 26, 27, 28, 29 Μαΐου 2014, 2, 3, 4, 5, 10, 11, 12, 16, 17, 18, 19, 24, 25 και 26 Ιουνίου 2014, 1, 2, 3, 8, 9, 10, 15, 16, 22, 23, 29 και 30 Ιουλίου 2017, 5 και 6 Αυγούστου ως ναύτης και ως υποναύκληρος 27 Αυγούστου 2014 και 2, 3, 4, 9, 10, 11, 15, 16, 17, (ως ναύτης και πάλι:) 18, 22, 23, 24, 25, 29 και 30 Σεπτεμβρίου 2014, 1, 2, 6, 7, 8, 9, 13, 14, 15, 16, 20, 21, 22, 23, 27, 29 και 30 Οκτωβρίου 2014, 3, 4, 5, 6, 10, 11, 12, 13, 17, 18, 19, 20, 24, 25 και 26 Νοεμβρίου , 8, 9, 10, 11, 15, 16, 17 και 18 Δεκεμβρίου 2014. Επί τέσσερις ώρες τις ακόλουθες καθημερινές και Κυριακές: 28-2-2014, 3, 7, 9, 14, 16, 21, 23, 28 και 30 Μαρτίου 2014, 4, 6, 11, 13, 16, 17, 22, 25 και 27 Απριλίου, 4, 11, 16, 18, 23, 25 και 30 Μαΐου, 1, 6, 8, 13, 15, 20, 22, 23, 27, 29 και 30 Ιουνίου, 4, 6, 7, 11, 13, 14, 17, 18, 20, 21, 24, 25, 27, 28 και 31 Ιουλίου 2014, 1, 3, 4, 7 και 8 Αυγούστου 2014 ως ναύτης, 28, 29 και 31 Αυγούστου ως υποναύκληρος, 1, 5, 7, 8, 12 και 14 Σεπτεμβρίου 2014 ως υποναύκληρος, στη συνέχεια ως ναύτης: 19, 21, 26 και 28 Σεπτεμβρίου 2014, 3, 5, 10, 12, 17, 19, 24, 26 και 31 Οκτωβρίου 2014, 2, 7, 9, 14, 16, 21, 23, 28 και 30 Νοεμβρίου 2014 και 12, 14 και 19 Δεκεμβρίου 2014. Επί 9 ώρες τις ακόλουθες αργίες και Σάββατα: 6 Ιανουαρίου 2014, 1, 8, 15, 22, 25 και 29 Μαρτίου 2014, 5, 12 και 26 Απριλίου 2014, 3, 10, 17, 24 και 31 Μαΐου 2014, 7, 9, 14, 21 και 28 Ιουνίου 2014, 5, 12, 19 και 26 Ιουλίου 2014, ως υποναύκληρος 30 Αυγούστου και 6 και 13 Σεπτεμβρίου 2014, ως ναύτης 20 και 27 Σεπτεμβρίου 2014, 4, 18, 25 και 28 Οκτωβρίου 2014, 1, 8, 15 και 22 Νοεμβρίου 2014 και 13 Δεκεμβρίου 2014. Επί 12 ώρες τα ακόλουθα Σάββατα και αργίες: 3 Μαρτίου, 18, 19, 21 Απριλίου, 9 Ιουνίου και 2 Αυγούστου 2014. Επομένως δικαιούται για 123 καθημερινές/Κυριακές χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας χ 8,38 ευρώ ωρομίσθιο + 83 καθημ/Κυριακές χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας χ 8,38 ευρώ + 10 καθημ/Κυριακές χ 2 ώρες χ 8,65 ευρώ + 9 καθημ/Κυριακές χ 4 ώρες χ 8,65 ευρώ (ως υπαναύκληρος) = 5.328,04 ευρώ και για 35 Σάββατα/αργίες χ 10 ώρες εργασία χ 10,05 ευρώ ωρομίσθιο + 6 Σάββατα/αργίες χ 12 ώρες χ 10,05 ευρώ + 6 Σάββατα/αργίες χ 8 ώρες χ 10,05 ευρώ + 3 Σάββατα/αργίες χ 10 ώρες χ 10,39 ευρώ ωρομίσθιο + 1 Σάββατο χ 12 ώρες χ 10,39 ευρώ ωρομίσθιο (ως υποναύκληρος) = 5.035,2 ευρώ. Όπως συνομολογεί ο ενάγων για την υπερωριακή εργασία του τις καθημερινές/Κυριακές έχει λάβει συνολικά 1.150,84 ευρώ και για εκείνη των Σαββάτων/αργιών συνολικά 4.821,10 ευρώ και επομένως δικαιούται, αντίστοιχα, το υπόλοιπο ποσό των 4.177,20 ευρώ (καθημερινές/ Κυριακές) και των 214,10 ευρώ (Σάββατα/αργίες) και συνολικά για την άνω αιτία 4.391,3 ευρώ. Επομένως εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε κατά μέσο όρο, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης, πλην του χρονικού διαστήματος από 8-1 έως 25-1-2014 και από 3-2 έως 26-2-2014 κατά το οποίο απασχολείτο επί 8 ώρες καθημερινές, Κυριακές και Σάββατα, υπερωριακή εργασία 4 ωρών ημερησίως και επιδίκασε σ’ αυτόν ως (διαφορά) αμοιβή το συνολικό ποσό των 1.466,42 ευρώ για υπερωρίες Σαββάτου /αργιών και 6.276,52 ευρώ για υπερωρίες καθημερινών/Κυριακών, όπως βάσιμα υποστηρίζει με τον όγδοο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη-εκκαλούσα εταιρία ο οποίος κατόπιν αυτού πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος.
Δεκτός πρέπει να γίνει και ο συναφής με τον προηγούμενο, ένατος, λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για τα ποσά που επιδικάστηκαν ως επιδόματα εορτών με προσμέτρηση σ’ αυτά υπέρτερου ποσού για αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Συγκεκριμένα και ενόψει των όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα διαμορφώνονται στο συνολικό ποσό των 3.949,39 ευρώ με τον συνυπολογισμό στο ποσό των νομίμων μηνιαίων αποδοχών του το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 2.822,96 ευρώ και δεν αμφισβητείται, του μηνιαίου μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του που ανέρχεται σε 1.126,43 ευρώ και όχι 1.268,21 ευρώ, όπως κατόπιν εσφαλμένης εκτίμησης των ωρών υπερωριακής εργασίας του ενάγοντα δέχθηκε η εκκαλουμένη (10.363,24 το σύνολό της αμοιβής του για υπερωρίες : 9,9 μήνες διάρκεια της ναυτολόγησής του). Επομένως ο ενάγων δικαιούται σύμφωνα και με την α] ως δώρο Πάσχα 2014: 3.949,39 : 2 : 15 χ (112/8=) 14 οκταήμερα που διάρκεσε η εργασιακή του σχέση από 1-1 έως 30-4-2014 = 1.843,04 ευρώ και μετά την αφαίρεση του ποσού των 1.278,05 ευρώ που έλαβε δικαιούται το υπόλοιπο από 564,99 ευρώ β] Ως δώρο Χριστουγέννων 2014 : 3.949,39 ευρώ : 25 χ 2 χ (209/19) 11 19ήμερα που διάρκεσε η ναυτολόγησή του από 1-5 έως 31-12-2014 = 3.475,46 και μετά την αφαίρεση του ήδη καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού των 2.343,24 ευρώ, δικαιούται το υπόλοιπο από 1.132,22 ευρώ.
Από το συνδυασμό των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι ενστάσεις του εναγομένου, που είχαν προταθεί πρωτοδίκως και απορριφθεί, επαναφέρονται στο εφετείο από τον εκκαλούντα – εναγόμενο, εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, μόνο με λόγο έφεσης περιεχόμενο στο εφετήριο ή στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο), διαφορετικά, αν προταθούν με τις προτάσεις, είναι απαράδεκτοι. Κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι το εφετείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό παρά μόνο αν προτάθηκε παραδεκτά στον πρώτο βαθμό και επαναφέρεται νόμιμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολΔ ή αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ (ΑΠ 442/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 571/2011, ΑΠ 443/2011, ΕφΠειρ 52/2012 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 19 του Ν. 2915/2001, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σε αυτές, τις καταθέσεις των μαρτύρων κ.λπ.. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) συνάγεται σαφώς ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση”, σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων (του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠολΔ) συνάγεται ότι η, κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 442/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 450/2013, ΑΠ 93/2013, ΕφΠειρ 31/2013, ΕφΠειρ 319/2013 (Μον.), ΕφΛαμ 14/2013 (Μον.) δημος όλες στην τνπ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης και όπως αυτός εκτιμάται ορθά από το Δικαστήριο, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε την αγωγή ενόψει του ότι αυτή ασκήθηκε κατά κατάχρηση δικαιώματος. Πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας – εναγομένης, που συνιστά ένσταση (άρθρο 281 Α.Κ.), στην προκειμένη υπόθεση, στην οποία δεν εφαρμόζεται ο νόμος 4335/2015 αφού η αγωγή κατατέθηκε πριν την 1-1-2016, η οποία δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων (άρθρο 666 σε συνδ. με 115 παρ. 3 ΚΠολΔ), δεν προτάθηκε παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ήτοι προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, με συνοπτική ανάπτυξη των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και καταχώριση στα πρακτικά, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, στα οποία μάλιστα αναφέρεται ότι από την πλευρά της εναγομένης δεν υπάρχουν ενστάσεις παρά μόνον άρνηση της αγωγής. Επομένως, ενόψει του ότι η ένσταση αυτή δεν προτάθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς την επίκληση συνδρομής λόγου που συγχωρεί τη βραδεία προβολή της, πρέπει, σύμφωνα με τα όσα αναλύονται αμέσως προηγουμένως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και συνακόλουθα ο σχετικός έκτος λόγος της ένδικης έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Τέλος το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, που, σύμφωνα με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, έχει η έφεση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της και τους, τυχόν, πρόσθετους λόγους αυτής, εξετάζει όλους τους ισχυρισμούς που προβάλλονται παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 525 έως 527 ΚΠολΔ και έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που είχε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μπορεί επομένως, και χωρίς ειδικό παράπονο, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τη νομική βασιμότητα της αγωγής και, αν την κρίνει νομικά αβάσιμη, μπορεί ακόμα και να εξαφανίσει για το λόγο αυτό την εκκαλούμενη απόφαση, έστω και αν ο ενάγων παραπονείται για την απόρριψή της από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης και αφού κρατήσει την υπόθεση να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη. (ΕΠ 34/2014 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση και με βάση τις ανωτέρω σκέψεις το αίτημα της αγωγής που αφορά την καταβολή νομίμων τόκων επί των επιδικαζόμενων ποσών είναι νόμιμο από την λύση της εργασιακής του σύμβασης, πλην του επιδόματος Χριστουγέννων 2014, το οποίο είναι καταβλητέο και απαιτητό στις 21-12-2014, σύμφωνα με την ΥΑ 70109/8008/14-12-81/7-1-82 ΥΕΝ (ΦΕΚ Β 1/7-1-1982) και όχι, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη, από 19-12-2014 ημερομηνία κατά την οποία δεν είχε καταστεί ακόμα απαιτητό.
Κατά συνέπεια όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα θα πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση και να εκδικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, να γίνει μερικά δεκτή η με αριθμ έκθ κατάθ …………. αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (4.177,20 + 214,10 + 564,99+ 1.132,22=) 6.088,51 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσής του ημέρα, πλην του ποσού των 1.132,22 ευρώ που αντιστοιχεί στο επίδομα Χριστουγέννων 2014 το οποίο φέρει τόκους από τις 21-12-2014 και μέχρι την εξόφληση.
Στη συνέχεια, από την διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, εάν η έφεση γίνεται δεκτή κατ’ ουσίαν και απορριφθεί ολικά ή μερικά η αγωγή, προαποδεικνύεται δε εγγράφως ή με δικαστική ομολογία ότι η προσβληθείσα απόφαση έχει ολικά ή μερικά εκτελεσθεί, κατ’ αναγκαστικό ή εκούσιο τρόπο, το δικαστήριο, μετά από αίτημα του καθ’ ου η εκτέλεση που μπορεί να υποβληθεί και με το δικόγραφο της έφεσης και των προσθέτων λόγων, διατάσσει την επαναφορά της πριν την εκτέλεση της εξαφανισθείσας ή μεταρρυθμισθείσας απόφασης, κατάστασης, εάν δε υφίσταται σχετικό αίτημα, η επιστροφή των καταβληθέντων διατάσσεται έντοκα με βάση τις διατάξεις των άρθρων 340, 345 και 346 ΑΚ από την επίδοση της απόφασης που επαναφέρει την προτέρα κατάσταση των πραγμάτων (ΑΠ 225/2008, 39/2006 ΧρΙΔ 6.451, ΕφΑΘ 7688/2005 ΕλλΔικ 47.849, ΕΠ 366/2016 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη εταιρία επικαλείται με το δικόγραφο της έφεσής της ότι σε εκτέλεση της καταψηφιστικής διάταξης της εκκαλουμένης, η οποία είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, μερικά, ως προς το ποσό των 20.000 ευρώ από το συνολικό ποσό των 58.399,02 ευρώ που επιδίκασε στον ενάγοντα, έχει καταβάλει εκουσίως στον ενάγοντα το άνω κηρυχθέν εκτελεστό ποσό και ζητά να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην πριν την καταβολή κατάσταση και να υποχρεωθεί ο ενάγων να της καταβάλει το εν λόγω ποσό νομιμοτόκως. Η αίτηση, η οποία ως προς την εκτέλεση της εκκαλουμένης προαποδεικνύεται με την προσκόμιση της από 21 Μαρτίου 2017 «απόδειξης καταβολής μερικώς υπό αίρεση ευρώ 20.000», όπως τιτλοφορείται, του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος καθώς και της … επιταγής ποσού 5.000 ευρώ, πληρωτέας σε διαταγή του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγόμενης στην Εθνική Τράπεζα και της εκτύπωσης ηλεκτρονικής συναλλαγής (i-bank) από την οποία εμφαίνεται μεταφορά σε λογαριασμό του ενάγοντα ποσού 15.000 ευρώ, ασκείται παραδεκτά και έχει νόμιμο έρεισμα τις προαναφερθείσες διατάξεις. Πρέπει, συνεπώς, μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη της αγωγής ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης σύμφωνα με τον κν 551/1915, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, να διαταχθεί η επαναφορά της προτέρας κατάστασης και, ενόψει του ότι το επιδικασθέν καταψηφιστικά στον ενάγοντα ποσό των 6.088,51 ευρώ υπολείπεται του ανωτέρω προαποδεικνυομένου καταβληθέντος σ’ αυτόν ποσού των 20.000 ευρώ, να διαταχθεί η απόδοση του ποσού της διαφοράς (μεταξύ του καταβληθέντος και του καταψηφιστικά επιδικασθέντος) από τον ενάγοντα στην εναγομένη και συγκεκριμένα να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην εναγομένη το ποσόν των 13.911,49 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της παρούσας απόφασης, ημέρα μέχρι την εξόφληση (ΟλΑΠ 5/2001, ΕλΔ 42, 379 ΑΠ 188/2003 ΕλΔ 44,746). Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρα 100 παρ.1, 107 παρ.1, 110 παρ.1 Ν.Δ. 3026/1954 περί «Κώδικος Δικηγόρων»), κατά το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….. έφεση, η οποία στρέφεται κατά της 499/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικού Τμήματος), που εκδόθηκε, κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών.Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.Κρατεί και δικάζει την από 12-10-2015 και με αριθμό κατάθ. ……. αγωγή.Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό.Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη – εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των έξι χιλιάδων ογδόντα οκτώ ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (6.088,51), με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της 19-12-2013 μέχρι την εξόφληση, πλην του μερικότερου ποσού των χιλίων εκατόν τριάντα δύο ευρώ και είκοσι δυο λεπτών (1.132,22), που φέρει νομίμους τόκους από τις 21-12-2014 και μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει στην εναγομένη – εκκαλούσα την καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.Διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.Υποχρεώνει τον εφεσίβλητο ενάγοντα να αποδώσει στην εκκαλούσα -εναγομένη το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων εννιακοσίων έντεκα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (13.911,49), με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της παρούσας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Μαΐου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ