ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 308/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις από 27-1-2017 και αρ. κατάθ. ../2017 και …/2017 κλήσεις του εφεσίβλητου νόμιμα φέρονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι Α) από 2-7-2014 και με αρ. κατάθ. …/2014 και Β) από 19-6-2014 και με αρ. κατάθ. …./2014 εφέσεις κατά της με αρ. 2463/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, καθώς είναι συναφείς μεταξύ τους, αφού προσβάλλουν την ίδια απόφαση, ενώ με την συνεκδίκαση τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διαδικασία και επέρχεται μείωση των εξόδων.
Με την υπ’ αρ. 2463/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, έγινε εν μέρει δεκτή η με χρονολογία 29-10-2012 και με αρ. κατάθ. …./2012 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης η εν μέρει ηττηθείσα εναγόμενη ….. άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 19-6-2014 και με αριθ. κατάθ. …./2014 έφεσή της (υπό στοιχ. Β), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης με επιμέλεια του εφεσίβλητου. Όπως δε προκύπτει από τις με αρ. … και …. εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Πρωτοδικείου Λασιθίου ……. και Πρωτοδικείου Αθηνών …… αντίστοιχα, που προσκομίζει ο εφεσίβλητος, αντίγραφο της ένδικης έφεσης και της κλήσης για συζήτηση αυτής στην παραπάνω δικάσιμο επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην άνω εκκαλούσα. Ωστόσο, κατά την ανωτέρω ορισθείσα δικάσιμο, στην οποία συζητήθηκε η υπόθεση, η ως άνω εκκαλούσα δεν εμφανίσθηκε στο δικαστήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από την σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο. Επομένως, αυτή πρέπει να δικαστεί ερήμην και να απορριφθεί η έφεσή της ως ανυποστήρικτη, λόγω της ερημοδικίας της. Ακολούθως, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση που ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την ερημοδικασθείσα διάδικο (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, να επιβληθούν σε βάρος της άνω εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), και ακολούθως να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 494 § 3 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, η από 2-7-2014 και με αρ. κατάθ. …./2014 (υπό στοιχ. Α) έφεση των λοιπών εναγομένων, ήτοι α) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «. …..» και β) του ……, κατά της ίδιας προαναφερόμενης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με αρ. .. και …./4-6-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ….., η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους άνω εκκαλούντες στις 4-6-2014 και η έφεση κατατέθηκε στις 2-7-2014 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ ). Επομένως, ενόψει της ερημοδικίας στον πρώτο βαθμό των εναγομένων, και ήδη εκκαλούντων, και εφόσον αυτοί προβάλλουν άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει η έφεσή τους να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των λόγων της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, κατά το μέρος που τους αφορά και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να προχωρήσει αυτό σε εκδίκαση της ένδικης αγωγής κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 528, 535 § 1 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις του άρθρου 330 ΑΚ, συνάγεται ότι, οι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας, που προκλήθηκε. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που προσβάλλει τα προστατευόμενα από τον νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Εξάλλου, πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας, που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά τον χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία. Αδικοπρακτική συμπεριφορά, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 386 ΠΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με κάθε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, εξ αιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το απατηλό μέσο που χρησιμοποιήθηκε, υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βούλησης ή την επιχείρηση της πράξης. Εξάλλου, η απάτη μπορεί να τελεστεί και με τη συνδρομή άμεσου συνεργού, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 46 § 1β ΠΚ. Για τη στοιχειοθέτησή της απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλικής φύσης, που λαμβάνει χώρα μόνο κατά την πράξη και όχι πριν ή μετά την τέλεση αυτής, χωρίς τη βοήθεια της οποίας δεν θα ήταν δυνατή η διάπραξη με βεβαιότητα του εγκλήματος και επιπλέον δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή, θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του αυτουργού και η γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει τη συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της και τη διάρκεια της ίδιας πράξης (ΑΠ 709/2017 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατά το άρθρο 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που, κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ, το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν την βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί, και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος ζημιωθείς μπορεί να εναγάγει, παραλλήλως προς το νομικό πρόσωπο, και το υπαίτιο όργανο, υφισταμένης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (άρθρα 481 και 926 ΑΚ) και σχέσης απλής ομοδικίας, αφού η κοινή εναγωγή αυτών δεν αποτελεί υποχρέωση, αλλά δικαίωμα του τρίτου (ΑΠ 1761/2014, ΑΠ 427/2013 ΝΟΜΟΣ).
Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι, ο δεύτερος εναγόμενος, ….., ενεργώντας ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της πρώτης εναγομένης εταιρείας «. ….», η οποία δραστηριοποιείται στις εισαγωγές -εξαγωγές καινούριων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και ανταλλακτικών, του παρέστησε ψευδώς ότι δύναται, λόγω των γνωριμιών του με υψηλόβαθμα στελέχη της Εθνικής Τράπεζας αλλά και λόγω της ιδιότητας της εταιρείας του ως διαμεσολαβήτριας έναντι προμήθειας στις εν λόγω αγοραπωλησίες για λογαριασμό της τράπεζας, να του εξασφαλίσει τη νόμιμη αγορά μεταχειρισμένων οχημάτων, τα οποία η τελευταία είχε αποκτήσει μετά από κατάσχεση από τους ιδιοκτήτες τους, και έτσι τον έπεισε να προβεί στην αγορά ενός μεταχειρισμένου ΙΧΕ αυτοκινήτου και έξι μεταχειρισμένων μοτοσικλετών, όπως τα ειδικότερα χαρακτηριστικά τους αναφέρονται στην αγωγή, αντί συνολικού τιμήματος 51.780 ευρώ. Ότι αφού ακολούθησε τη διαδικασία, που του όρισε ο δεύτερος εναγόμενος, κατέβαλε, τμηματικά, το σύνολο του άνω ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό, που του υπέδειξε. Ότι ο λογαριασμός αυτός ήταν επ’ ονόματι της τρίτης εναγομένης, για την οποία του παρέστησε ψευδώς ο δεύτερος εναγόμενος ότι είναι δικαστική επιμελήτρια, που λειτουργεί ως εξωτερική συνεργάτης της Εθνικής Τράπεζας και εντεταλμένη να εισπράττει για λογαριασμό της για τον προαναφερθέντα σκοπό. Ότι το αληθές ήταν ότι ο δεύτερος εναγόμενος ουδέποτε είχε τη δυνατότητα να του μεταβιβάσει τα επίδικα οχήματα, αφού ο ίδιος και η πρώτη εναγομένη εταιρεία, που εκπροσωπούσε, δεν ήταν μεσολαβητές στις σχετικές αγοραπωλησίες της τράπεζας καθώς και ότι η τρίτη εναγομένη ήταν ξενοδοχοϋπάλληλος και δεν συνδέεται με καμία επαγγελματική σχέση με την τράπεζα αυτή. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος με την συνέργεια της τρίτης εναγομένης, η οποία ομοίως ενεργούσε δολίως, προέβη στην ανωτέρω εξαπάτηση του προκειμένου να αποκομίσουν παράνομο όφελος σε βάρος της περιουσίας του, το οποίο συνίσταται στην είσπραξη του ανωτέρω ποσού των 51.780 ευρώ. Ότι με την ανωτέρω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά τους, πλην της ζημίας που υπέστη, του προξένησαν και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση ύψους 100.050 ευρώ, επιφυλασσόμενος για το ποσό των 50 ευρώ, το οποίο πρόκειται να διεκδικήσει από τα ποινικά δικαστήρια ως πολιτικώς ενάγων. Με βάση αυτά, κατόπιν μερικής μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, ζητεί 1) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό της ζημίας, που υπέστη, και ανέρχεται σε 51.780 ευρώ καθώς και το ποσό των 20.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, 2) να αναγνωριστεί ότι αυτοί οφείλουν, εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, να του καταβάλλουν για χρηματική ικανοποίηση και επιπλέον 80.000 ευρώ, όλα δε τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής του και μέχρι την εξόφληση, 3)να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, 4) να διαταχθεί κατά του δευτέρου και τρίτης των εναγομένων, λόγω της αδικοπραξίας τους, προσωπική κράτηση διάρκειας 1 έτους για έκαστο αυτών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί, και τέλος να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 299, 330 εδ. α’, 914, 926, 932, 346 ΑΚ, 76, 1047 και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, δεδομένου ότι η υπόθεση εκδικάζεται ήδη σε δεύτερο βαθμό.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων διατηρεί ατομική επιχείρηση εμπορίας μοτοσικλετών, ανταλλακτικών και εξαρτημάτων καθώς και συνεργείο επισκευών με το διακριτικό τίτλο «,,,,,,,», που εδρεύει στην Αθήνα, στην περιοχή ,,,,, επί της λεωφ. ,,,,. Η πρώτη εναγόμενη με την επωνυμία «, , ,,,, ,» και το διακριτικό τίτλο «… ….», η οποία έχει έδρα στον Πειραιά, επί της οδού …, ασχολείται με τις εισαγωγές -εξαγωγές καινούριων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και ανταλλακτικών καθώς και με την εκμετάλλευση εξουσιοδοτημένου συνεργείου της ….. με service, ανταλλακτικά, φανοποιϊα, βαφές και αξεσουάρ. Ο ενάγων επιθυμώντας να προμηθευτεί για την επιχείρηση του μεταχειρισμένες μοτοσικλέτες σε φθηνές τιμές, περί τα μέσα του μηνός Ιουλίου 2012, επικοινώνησε με τον δεύτερο εναγόμενο, . ….., πρόεδρο του ΔΣ και διευθύνοντα σύμβουλο της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, για τον οποίο είχε την πληροφορία ότι μπορούσε να του προμηθεύσει από τα κατασχεμένα οχήματα ιδιοκτησίας της Εθνικής Τράπεζας σε συμφέρουσες τιμές. Κατά την επικοινωνία αυτή ο δεύτερος εναγόμενος πράγματι διαβεβαίωσε τον ενάγοντα ότι είχε γνωριμίες με στελέχη της Εθνικής Τράπεζας, από το τμήμα που διαχειρίζεται τα κατασχεμένα οχήματα (το τμήμα δικαστικού), οχήματα δηλαδή που η τράπεζα είχε αφαιρέσει τηρώντας την νόμιμη διαδικασία από τους ιδιοκτήτες τους και πωλούσε στη συνέχεια σε τρίτους, και ότι ο ίδιος έχει τη δυνατότητα να τον προμηθεύσει με τέτοια οχήματα, καθόσον και πολλές άλλες φορές έχει μεσολαβήσει σε πωλήσεις τέτοιων οχημάτων για λογαριασμό της τράπεζας, ενώ και η εταιρεία συμφερόντων του, πρώτη εναγόμενη, διαμεσολαβούσε σε αγοραπωλησίες τέτοιων οχημάτων λαμβάνοντας την αντίστοιχη προμήθεια. Στη συνέχεια ο δεύτερος εναγόμενος ενημέρωσε τον ενάγοντα για τη συνήθη διαδικασία, που ακολουθείται, προκειμένου να αγοράσει κάποιος κατασχεμένο όχημα, ήτοι ότι θα του απέστειλε μέσω τηλεομοιοτυπίας την κατάσταση με τα προς πώληση οχήματα και εκείνος (ο ενάγων), αφού επέλεγε ποια οχήματα θα αγόραζε, θα έπρεπε να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη μία προκαταβολή, ώστε αυτή να προχωρήσει στη διαδικασία αγοράς και μεταβίβασης (με έκδοση των πινακίδων και πληρωμή των τελών κυκλοφορίας) στο όνομα του ενάγοντος των εν λόγω οχημάτων, ενώ εντός 8 ημερών από την ημέρα παράδοσης των οχημάτων στον ενάγοντα θα εξέδιδε αυτή (η πρώτη εναγόμενη) τα σχετικά τιμολόγια. Κατόπιν τούτων στις 27-7-2012 και στις 1-8-2012 εστάλησαν στον ενάγοντα μέσω τηλεομοιοτυπίας δύο καταστάσεις, με τα προς πώληση μοντέλα αυτοκινήτων και μοτοσικλετών, και συγκεκριμένα μία δακτυλογραφημένη κατάσταση με το λογότυπο της Εθνικής Τράπεζας/Διεύθυνση Δικαστικού, στην οποία αναφέρονταν τα προς πώληση αυτοκίνητα, και μία χειρόγραφη κατάσταση με επιπλέον μοντέλα αυτοκινήτων και τις προς πώληση μοτοσικλέτες. Έτσι ο ενάγων, πεισθείς από τις ανωτέρω διαβεβαιώσεις και παραστάσεις του δεύτερου εναγόμενου συμφώνησε να αγοράσει, αρχικά, ένα μεταχειρισμένο ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής MERCEDES, τύπου Ε220 Elegance, χρώματος μαύρου, πετρελαιοκίνητο, αντί τιμήματος 26.000 ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένων των εξόδων τελών και έκδοσης πινακίδων. Ακολούθως, την 10-8-2012 ο ενάγων, σύμφωνα με τις ανωτέρω υποδείξεις του δεύτερου εναγόμενου, μετέβη στα γραφεία της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, όπου κατέβαλε στον δεύτερο εναγόμενο, υπό την ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, ως προκαταβολή για την αγορά του παραπάνω αυτοκινήτου το ποσό των 1.000 ευρώ. Για το υπόλοιπο ποσό τιμήματος των 25.000 ευρώ, του ζητήθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο να το καταθέσει σε τραπεζικό λογαριασμό, που θα του υπεδείκνυε εντός των επόμενων ημερών αναγράφοντας ως αιτιολογία κατάθεσης τον κωδικό, που ο δεύτερος εναγόμενος θα του έδινε και θα αντιστοιχούσε στο προαναφερόμενο αγορασθέν αυτοκίνητο. Στις 21-8-2012, ο ενάγων μετέβη στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος προκειμένου να καταθέσει το προαναφερόμενο ποσό στον υπ’ αρ. ……….. λογαριασμό, κατόπιν υποδείξεως του δεύτερου εναγόμενου. Εκεί λοιπόν ο ενάγων ενημερώθηκε για πρώτη φορά ότι τον εν λόγω λογαριασμό διατηρούσε η τρίτη εναγόμενη, και όχι η ως άνω τράπεζα, όπως ανέμενε δεδομένου ότι το αγορασθέν όχημα ανήκε στην ιδιοκτησία της. Αμέσως, ο ενάγων επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον δεύτερο εναγόμενο και, αφού του ανέφερε το γεγονός αυτό, εκείνος του απάντησε ότι ήταν εν γνώσει του και ότι η τρίτη εναγόμενη είναι δικαστική επιμελήτρια στην Κρήτη, στενή εξωτερική συνεργάτης της προαναφερόμενης τράπεζας και εντεταλμένο πρόσωπο να εισπράττει για λογαριασμό της τελευταίας το τίμημα από την πώληση των κατασχεμένων οχημάτων. Μετά από αυτά, ο ενάγων προέβη στην κατάθεση στον ως άνω λογαριασμό του υπολοίπου ποσού του τιμήματος, των 25.000 ευρώ αναγράφοντας ως αιτιολογία τον κωδικό 10133. Στη συνέχεια ο ενάγων συμφώνησε με τον δεύτερο εναγόμενο την αγορά και έξι μεταχειρισμένων μοτοσικλετών και συγκεκριμένα δύο τύπου BEVERLY 350 SPORT ABS, δύο εργοστασίου κατασκευής YAMAHA τύπου Τ-ΜΑΧ 500, μίας εργοστασίου κατασκευής BMW τύπου R 1200 GS Adventure και μίας εργοστασίου κατασκευής SUZUKI τύπου V STROM 650-1 αντί συνολικού τιμήματος 25.780 ευρώ μη συμπεριλαμβανομένων των εξόδων τελών και έκδοσης πινακίδων. Ο ενάγων προέβη, κατόπιν, στην εξόφληση του τιμήματος για τις μοτοσικλέτες με τον ίδιο τρόπο, που είχε ακολουθήσει για το αυτοκίνητο. Ειδικότερα, στις 24-8-2012 κατέβαλε σε μετρητά στον δεύτερο εναγόμενο το ποσό των 1.300 ευρώ ως προκαταβολή για την αγορά των πιο πάνω μοτοσικλετών. Στη συνέχεια, την 27-8-2012 κατέθεσε στον προαναφερόμενο λογαριασμό της τρίτης εναγόμενης στην Εθνική Τράπεζα το ποσό των 12.880 ευρώ με αιτιολογία κατάθεσης τους κωδικούς 1013, 1016 και 1047 και την 29-8-2012 κατέθεσε το ποσό των 11.600 ευρώ με αιτιολογία κατάθεσης τους κωδικούς 1024 και 1021. Έτσι, ο ενάγων κατέβαλε το συνολικό ποσό των 51.780 (1.000 +25.000 +1.300 +12.880 +11.600) ευρώ. Τις επόμενες ημέρες ο ενάγων ανέμενε την παράδοση των αγορασθέντων οχημάτων, πλην όμως αυτά ουδέποτε του παραδόθηκαν. Στις τηλεφωνικές επικοινωνίες, που είχε με τον δεύτερο εναγόμενο, ο τελευταίος επικαλείτο διάφορες δικαιολογίες για την μη παράδοση των οχημάτων, ενώ στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Κατόπιν δε έρευνας του ο ενάγων πληροφορήθηκε ότι η τρίτη εναγόμενη δεν είναι δικαστική επιμελήτρια, αλλά ξενοδοχοϋπάλληλος, και δεν συνδέεται με καμία επαγγελματική σχέση ή συνεργασία με την Εθνική Τράπεζα. Ομοίως πληροφορήθηκε ότι ούτε ο δεύτερος εναγόμενος ούτε και η πρώτη εναγόμενη εταιρεία συνεργάζονται με την Εθνική Τράπεζα με οποιονδήποτε τρόπο και φυσικά ο δεύτερος εναγόμενος δεν είχε καμία πρόσβαση, μέσω γνωριμιών, στο δικαστικό τμήμα της εν λόγω τράπεζας. Σε επικοινωνία που είχε ο ενάγων με την τρίτη εναγόμενη μέσω μηνυμάτων κινητού τηλεφώνου, η τελευταία του δήλωσε ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε χρησιμοποιήσει τον τραπεζικό λογαριασμό της, χωρίς να έχει οποιαδήποτε συμμετοχή στην όλη συναλλαγή, και ότι εκείνη είχε καταθέσει με τραπεζικές επιταγές των ΕΛΤΑ στον δεύτερο εναγόμενο όλα τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, τα οποία αρχικά είχε καταθέσει ο ενάγων στο λογαριασμό αυτής. Ωστόσο, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι οποιοσδήποτε από τους εναγόμενους επέστρεψε τα χρήματα που κατέβαλε ο ενάγων. Από όλα τα παραπάνω, συνεπώς, προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας στα πλαίσια των καθηκόντων του ως πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος της πρώτης εναγόμενης εταιρείας και με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, με εν γνώσει του ψευδείς παραστάσεις, ήτοι ότι έχει διασυνδέσεις και σημαντικές γνωριμίες με υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη και δη της Διεύθυνσης Δικαστικού της προαναφερόμενης τράπεζας, μέσω των οποίων θα εξασφάλιζε στον ενάγοντα τη νόμιμη αγορά από τα κατασχεμένα οχήματα της τράπεζας, ότι η εκπροσωπούμενη από αυτόν πρώτη εναγόμενη εταιρεία δραστηριοποιείται ως διαμεσολαβήτρια στις εν λόγω αγοραπωλησίες καθώς και ότι η τρίτη εναγόμενη είναι δικαστική επιμελήτρια, συνεργάτης της τράπεζας και εντεταλμένη να εισπράττει το αντίστοιχο τίμημα από τις άνω αγοραπωλησίες, έπεισε τον ενάγοντα να συμβληθεί μαζί του για την αγορά των προπεριγραφόμενων οχημάτων και καταβάλλει το προαναφερόμενο συνολικό ποσό, χωρίς να παραλάβει ουδέποτε τα εν λόγω οχήματα. Όλα τα παραπάνω όμως ήταν ψευδή, όπως προαναφέρθηκε, πράγμα που αν γνώριζε ο ενάγων δεν θα προέβαινε στην παραπάνω συναλλαγή. Έτσι από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά του δευτέρου εναγόμενου προκλήθηκε στον ενάγοντα ζημία ίση με το ποσό, που αυτός κατέβαλε συνολικά για την αγορά των προπεριγραφέντων οχημάτων, ύψους 51.780 ευρώ, κατά το οποίο ωφελήθηκε αντίστοιχα ο δεύτερος εναγόμενος. Κατόπιν σχετικής μήνυσης, μάλιστα, που κατέθεσε ο ενάγων εναντίον του δεύτερου και της τρίτης εναγόμενων, ασκήθηκε εναντίον τους ποινική δίωξη, ως προς μεν τον δεύτερο εναγόμενο για απάτη κατ’ εξακολούθηση με προκληθείσα ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, ως προς δε την τρίτη εναγομένη για άμεση συνέργεια στην απάτη αυτή. Για τις πράξεις τους αυτές κρίθηκαν ένοχοι στη συνέχεια με την υπ’ αρ. 2109/11-5-2017 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι δεν προέβη σε καμία εξαπάτηση του ενάγοντος, αλλά η μόνη του συμμετοχή στην όλη αγοραπωλησία συνίστατο στην μεσολάβηση του για να έρθουν σε επικοινωνία ο ενάγων με τον …. …, τον οποίο ο ίδιος (ο δεύτερος εναγόμενος) είχε γνωρίσει κατά το παρελθόν ως ιδιωτικό υπάλληλο ασχολούμενο με τραπεζικές υποθέσεις και με τον οποίο ο ενάγων ήρθε σε συμφωνία για την αγορά των επίδικων οχημάτων. Ότι, επίσης, ο …. ήταν αυτός που έστειλε τις λίστες με τα οχήματα και έδωσε τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού, όπου θα κατατίθεντο τα χρήματα, ότι η τρίτη εναγόμενη ήταν φίλη και συνεργάτης του …., την οποία ο ίδιος ουδόλως γνωρίζει, καθώς και ότι τα ποσά των 1.000 και 1.300 ευρώ, που εισέπραξε αυτός από τον ενάγοντα, δεν ήταν προκαταβολή για τις αγορές των οχημάτων, αλλά η προμήθεια για τη δική του μεσολάβηση. Οι ισχυρισμοί, ωστόσο, αυτοί δεν κρίνονται βάσιμοι, διότι όπως προκύπτει από τη σαφή κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος, η οποία είναι υπάλληλος στην επιχείρηση του και γνωρίζει από προσωπική αντίληψη για τη συναλλαγή μεταξύ του ενάγοντος και του δευτέρου εναγόμενου, ο τελευταίος ήταν εκείνος που προέβη σε ψευδείς παραστάσεις προς τον ενάγοντα κατά την προσωπική επικοινωνία που είχαν, όταν ο τελευταίος τον επισκέφτηκε στο γραφείο του, και ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος ήταν εκείνος, που κατά την τηλεφωνική επικοινωνία, που είχε με τον ενάγοντα, όταν αυτός μετέβη στην τράπεζα για να καταθέσει τα χρήματα, τον διαβεβαίωσε για την ψευδή ιδιότητα της τρίτης εναγόμενης. Επίσης, δεν δικαιολογείται να λαμβάνει ο δεύτερος εναγόμενος ως προμήθεια το συνολικό ποσό των 2.300 ευρώ, μόνο και μόνο για να φέρει σε επαφή τον ενάγοντα με τον … …., χωρίς να προβεί σε καμία άλλη ενέργεια μεσολάβησης στις επίδικες αγοραπωλησίες, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την άνευ ημερομηνίας απόδειξη είσπραξης του δεύτερου εναγόμενου ποσού 1.000 ευρώ, στην οποία έχει αναγραφεί ως αιτιολογία για την καταβολή, ότι αυτό δόθηκε ως προκαταβολή για το ΙΧΕ αυτοκίνητο. Διαφορετικό συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα των δύο πρώτων εναγόμενων, ο οποίος δεν έχει άμεση γνώση των συναντήσεων του δευτέρου εναγόμενου με τον ενάγοντα και τον οποίο δεν έχει γνωρίσει, όπως δεν έχει γνωρίσει ούτε και τον . …, ενώ ό,τι καταθέτει σχετικά με τις επίδικες αγοραπωλησίες πληροφορήθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο. Με βάση τα προαναφερθέντα, συνεπώς, αποδεικνύεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος, Πρόεδρος του Δ.Σ κα διευθύνων σύμβουλος της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, με την παραπάνω αδικοπρακτική του συμπεριφορά, την οποία τέλεσε στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, σε συνέργεια με την τρίτη εναγόμενη, προκάλεσε στον ενάγοντα ζημία συνολικού ύψους 51.780 ευρώ, για την αποκατάσταση της οποίας ευθύνονται αμφότεροι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι εις ολόκληρον. Επίσης, από την ανωτέρω αδικοπραξία των άνω εναγόμενων σε βάρος του ενάγοντος ο τελευταίος υπέστη ηθική βλάβη και πρέπει, άρα, να επιδικαστεί σ’ αυτόν χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να οριστεί στο ποσό των 2.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο μετά στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων και ιδίως του είδους και του μεγέθους της ζημίας, που αυτός υπέστη, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του επαγγέλματος, της κοινωνικής κατάστασης καθώς και της περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που μεταβιβάστηκε στο παρόν δικαστήριο με την από 2-7-2014 (αρ. κατάθ. …./2014) έφεση (υπό στοιχ. Α) των δύο πρώτων εναγόμενων, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν αυτοί, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 53.780 (51.780 + 2.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ακόμη, πρέπει λόγω της αδικοπραξίας του δευτέρου εναγόμενου -φυσικού προσώπου, να απαγγελθεί εναντίον του προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της προκείμενης απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος -εφεσίβλητου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει κατά ένα μέρος να επιβληθούν σε βάρος των δύο πρώτων εναγόμενων- εκκαλούντων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την ως άνω έφεση παραβόλου στους καταθέσαντες (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις Α) από 2-7-2014 με αρ. κατάθ. …/2014 και Β) από 19-6-2014 με αρ. κατάθ. …/2014 εφέσεις κατά της με αρ. 2463/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην της εκκαλούσας στην υπό στοιχ. (Β) έφεση και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων στην υπό στοιχ. (Α) έφεση.
Α. ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 2-7-2014 και με αρ. κατάθ. …./2014 έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την υπ’ αρ. 2463/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ως προς τους δύο πρώτους εναγόμενους -εκκαλούντες).
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους δύο πρώτους εναγόμενους, εις ολόκληρον τον καθένα, να καταβάλλουν στον ενάγοντα πενήντα τρεις χιλιάδες επτακόσια ογδόντα (53.780) ΕΥΡΩ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ σε βάρος του δευτέρου εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος των δύο πρώτων εναγόμενων, τα οποία καθορίζει σε τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος για την άνω έφεση παραβόλου στους καταθέσαντες.
Β. ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την ερημοδικασθείσα εκκαλούσα, …., στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-6-2014 και με αρ. κατάθ. …../2014 έφεση της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην ως άνω έφεση σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία καθορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άνω έφεση παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 17-5-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ