Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 309/2018

Αριθμός απόφασης 309/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον

αυτού του Δικαστηρίου, η από 6-3-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……….) έφεση του ενάγοντος, ως ολικά ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της με αριθμό 2508/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 13-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής του κατά της εναγομένης, περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, από αδικοπραξία, και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § § 1,2, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β’, 516 § 1, 517, 518 § 2, όπως η πρώτη και η τελευταία από τις διατάξεις αυτές ισχύουν ήδη μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού) δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοση της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ή άλλος λόγος απαραδέκτου ενώ έχει καταβληθεί, κατά το άρθρο 495 § 3 Αβ) όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 35 § 2 και 45 του ν.4446/2016, ισχύοντος από τις 23-1-2017, το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεση της (e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, με κωδικό συναλλαγής της Τράπεζας Πειραιώς ΡΧ …… και κωδικό πληρωμής ………..). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).

  1. Ο ενάγων, επικαλούμενος με την αγωγή του, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της, αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, συνιστάμενη στην απόπειρα εξαπάτησης του Δικαστηρίου, δια των ψευδών ισχυρισμών που διαλαμβάνονται σε αίτηση της περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής, απευθυνόμενης στο Ειρηνοδικείο Κυθήρων, στρεφόμενης και κατ’αυτού, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, πέραν της ταλαιπωρίας του, την προσβολή της τιμής και της υπόληψης του, ζητούσε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το ποσό των 22.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη, επιβάλλοντας στον ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία καθορίστηκαν στο ποσό των 450 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εκκαλών, για τον ειδικότερα μνημονευόμενο στην έφεση του μοναδικό λόγο, συνιστάμενο στην κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απόρριψη της αγωγής του ως μη νόμιμης, και ζητεί την εξαφάνιση της με σκοπό να γίνει αυτή εξ ολοκλήρου δεκτή.

III. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’ 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας (ΑΠ 273/2008 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 880/2011 ΕΕμπΔ 2011.1026). Η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης έχει αυτοτέλεια και είναι ανεξάρτητη από την αξίωση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ», τόμος IV, σελ. 815, αρ.4).

Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 386 του ΠΚ προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος (ΑΠ 359/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με κάθε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, εξ αιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το απατηλό μέσο που χρησιμοποιήθηκε, υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βούλησης ή την επιχείρηση της πράξης (ΑΠ 709/2017, ΕφΑνΚρ 70/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, συνεπεία της μη αναγκαίας ταυτίσεως του απατηθέντος και του υφιστάμενου τη βλάβη είναι ότι η απάτη μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή ψευδών κατά το περιεχόμενο αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία παραπλανήθηκε ο δικαστής και εξέδωσε οριστική απόφαση ευνοϊκή για τα συμφέροντα του και προς βλάβη της περιουσίας του αντιδίκου του (ΑΠ 1341/2015, ΑΠ 1184/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση που η πολιτική δίκη διεξάγεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, κατά την οποία δεν τηρούνται οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν τα μέσα αποδείξεως και τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, αλλά αρκεί η πιθανολόγηση των ισχυρισμών των διαδίκων, οπότε, το έγκλημα της απάτης ενώπιον δικαστηρίου θεμελιώνεται με μόνη την υποβολή από τον διάδικο ψευδούς ισχυρισμού (ΑΠ 1887/2012, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1184/2014 ό.π, ΑΠ 535/2011, ΠοινΧρον 2012.185). Εξάλλου, η απάτη είναι ολοκληρωμένη όταν επέλθει η περιουσιακή βλάβη, έστω και μερικά (ΑΠ 347/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ αν ο δικαστής δεν πειστεί και απορρίψει την αγωγή, τελειούται το έγκλημα της απόπειρας απάτης (ΑΠ 1184/2014, ΑΠ 535/2011, ό.π). Σημειώνεται, τέλος, ότι η απάτη, ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, δημιουργεί υποχρέωση αυτού προς αποζημίωση του απατηθέντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, ανεξαρτήτως αν αυτή αποτελεί και ποινικό αδίκημα (ΑΠ 1756/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Επομένως, με βάση όσα προεκτέθηκαν, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 346, 914 και 932 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 386 και 363 του ΠΚ, και 176 του ΚΠολΔ, γι’ αυτό και πρέπει, γενομένου δεκτού ως κατ’ουσίαν βάσιμου του ανωτέρω, μοναδικού λόγου της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή (ΕφΠειρ 501/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 658/2011 ΕλλΔνη 2011/1443, ΕφΠειρ (Μον) 612/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξη της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΠειρ 90/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 5/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.148).

  1. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ….. …., που εξετάσθηκε νομότυπα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών-η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε έγγραφα-αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Οι διάδικοι είναι ιδιοκτήτες όμορων ακινήτων στην περιοχή «……….», πρώην Κοινότητας Κυθήρων και ήδη ΔΔ Κυθήρων του Δήμου Κυθήρων. Ειδικότερα, με το υπ’αριθμ. …../2012 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κυθήρων, ………, η ……. μεταβίβασε στον ενάγοντα, αιτία πωλήσεως, ένα ακίνητο (ελαιόφυτο) επιφάνειας 4.058,05 τμ., το οποίο φέρετο να της ανήκει και αποτυπώνεται στο συνοδεύον την υπ’αριθμ. ……../2012 πράξη της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού, ……., υπό τα περιμετρικά στοιχεία Α-1-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-2-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Α. Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα και την περιγραφή του ακινήτου στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο, αυτό έχει πρόσωπο προς τα νοτιοανατολικά, επί πλευράς μήκους 9,72 μέτρων, με δημοτική οδό (προς …), και συνορεύει νότια με ακίνητο της εναγομένης, στην οποία περιήλθε, αιτία κληρονομικής διαδοχής από τον σύζυγο της, …. ….. που απεβίωσε το έτος 2006. Κατά τους ισχυρισμούς της, όπως αυτοί διατυπώθηκαν στην από 16-10-2013 αίτηση της προς το Ειρηνοδικείο Κυθήρων περί ασφαλιστικών μέτρων νομής, ο ενάγων λίγο αφ’ότου απέκτησε το παραπάνω ακίνητο και συγκεκριμένα στις 4-5-2013, κατέστρεψε τον υπάρχοντα μικρό αναβαθμό που αποτελούσε το όριο μεταξύ των ιδιοκτησιών τους, εισήλθε στο ακίνητο της με γεωργικό ελκυστήρα, το όργωσε και το περιέφραξε, καταλαμβάνοντας έτσι τμήμα του επιφάνειας 76,039 τμ, που αποτυπώνεται στο συνημμένο στην αίτηση της τοπογραφικό διάγραμμα, και αποβάλλοντας την κατ’αυτόν τον τρόπο από τη νομή του, γεγονός που προκάλεσε την άμεση αντίδραση της. Απηύθυνε προφορικό αίτημα προς το Δασονομείο Κυθήρων και ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πρώην αγροφύλακας, μετέβη στο ακίνητο της και πραγματοποίησε αυτοψία στις 23-5-2013, χωρίς να έχει μέχρι τότε γνώση του ποίος ήταν πράγματι νομέας του ακινήτου και χωρίς να προβεί σε κάποια αντικειμενική διαπίστωση που να επιτρέπει κάποιο σχετικό συμπέρασμα (πχ. ίχνη κατεστραμμένου αναβαθμού και διακοπή υπάρχοντος, τυχόν υπάρχουσες καλλιέργειες και το είδος τους μέχρι ακριβώς το όριο του επιδίκου), αρκούμενος σε παλαιότερες αεροφωτογραφίες, στις οποίες, κατά την άποψη του, ήταν εμφανής η διαφορά στην καλλιέργεια των δύο ακινήτων. Η αναφορά του, ωστόσο, αυτή είναι γενική, δεν εξειδικεύει τις διαφορετικές καλλιέργειες, όπως γενική άλλωστε είναι και η μνεία εκ μέρους της εναγομένης στην αίτηση της, περί πράξεων νομής στο ακίνητο της και συγκεκριμένα περί της καλλιέργειας αμπέλων και οπωροκηπευτικών, χωρίς όμως να ισχυρίζεται ότι κατά την αποβολή της από την επίδικη έκταση, ο ενάγων κατέστρεψε τις καλλιέργειες αυτές. Ο ……….., ιδιοκτήτης παρακείμενης ιδιοκτησίας, που εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντος και της συζύγου του-και καθών η αίτηση-που γεννήθηκε και κατοικούσε μέχρι την εξέταση του στα Κύθηρα, βεβαιώνει με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα ότι το επίδικο το γνώριζε ως ιδιοκτησία της δικαιοπαρόχου των καθών, η οποία μάλιστα του είχε απευθύνει και πρόταση αγοράς του, γεγονός που δεν αντικρούεται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία και, κυρίως, την κατάθεση του έτερου μάρτυρα, ……….., κατοίκου ομοίως της περιοχής και ιδιοκτήτη παρακείμενης ιδιοκτησίας, που είχε εξεταστεί με επιμέλεια της αιτούσας, λόγω της ασάφειας και κυρίως της αντιφατικότητας της. Ειδικότερα, ο συγκεκριμένος μάρτυρας, ενώ ισχυρίζεται ότι το επίδικο ανήκει στην εναγομένη, ταυτόχρονα δηλώνει ότι τα όριά του όμορου ακινήτου του ενάγοντος, του τα υπέδειξε ο ίδιος και η περίφραξη τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις υποδείξεις του. Επιπλέον, διατείνεται ότι το ακίνητο του ενάγοντος δεν είχε πρόσωπο προς την εκεί υπάρχουσα δημοτική οδό, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της ίδιας της εναγομένης, αφού, από την αποτύπωση των ιδιοκτησιών των διαδίκων στο τοπογραφικό διάγραμμα που έχει επισυνάψει στην αίτηση της, προκύπτει ότι η ιδιοκτησία της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος είχε πρόσωπο στη δημοτική οδό. Συνακόλουθα, τα όσα ισχυρίστηκε η αιτούσα με την αίτηση της αφίστανται της αληθείας, γεγονός που η ίδια μετά βεβαιότητας γνώριζε, αφού διέμενε-μέχρι το έτος 2000 επί εξάμηνο κάθε έτος και έκτοτε καθ’όλη τη διάρκεια του έτους- και εξακολουθεί να διαμένει σε οικία που βρίσκεται πλησίον το επιδίκου, επομένως γνώριζε τα όρια τόσο του δικού της ακινήτου όσο και του όμορου ακινήτου της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και του συζύγου της. Παράλληλα, το ισχυρισθέν δια της αιτήσεως της, περί αυθαίρετης κατάληψης του επιδίκου, του οποίου έλαβαν γνώση ο δικαστικός επιμελητής που προέβη στην επίδοση της αίτησης, ο γραμματέας της έδρας που τήρησε τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίας και άλλα πιθανώς πρόσωπα, μη δυνάμενα να προσδιοριστούν, είναι αναμφίβολα δυσφημιστικό για τον ενάγοντα, κατ’αντικειμενική κρίση, αφού, από την ανάγνωση του, η εντύπωση που σχηματίζει οποιοσδήποτε αναγνώστης μέσου μορφωτικού επιπέδου είναι ότι αυτός προσπάθησε δολίως να ιδιοποιηθεί ξένο περιουσιακό στοιχείο, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση την εντιμότητα και υπόληψη του. Σκοπός δε της εναγομένης ήταν να παραπλανήσει την Ειρηνοδίκη, που προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσης, δια της εξετάσεως με επιμέλεια της και του ανωτέρω μάρτυρα, ώστε να εκδώσει ευνοϊκή απόφαση για τα συμφέροντα της σε βάρος και του ενάγοντος. Η πράξη της, ωστόσο, δεν ολοκληρώθηκε αφού η ανωτέρω δεν πείστηκε και με την εκδοθείσα υπ’αριθμ. 19/2014 απόφαση απορρίφθηκε η αίτηση της, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Από την προαναφερθείσα άδικη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης, ο ενάγων δοκίμασε θλίψη και στενοχώρια, υποβαλλόμενος σε δικαστικό αγώνα για την αντίκρουση των ισχυρισμών της, ενώ προσβλήθηκε και στην προσωπικότητα του, επομένως, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τέλεσης της, το είδος της προσβολής, και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο. Ζήτημα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, κατά το σχετικό αίτημα της εφεσίβλητης, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της -μη προσκομιζόμενης από την ίδια αλλά συνομολογούμενης της ασκήσεως της από τον εκκαλούντα-εφέσεώς της κατά της προαναφερθείσας απόφασης του Ειρηνοδικείου Κυθήρων, κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’έφεση δίκη (άρθρο 524 § 1 του ΚΠολΔ) δεν τίθεται, καθώς, πέραν του ότι τούτο εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η τυχόν διατυπωθείσα κρίση περί της νομής των διαδίκων, στο πλαίσιο αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων, δεν είναι σε κάθε περίπτωση δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, ως προδικαστικό ζήτημα.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για τη μνημονευόμενη στο σκεπτικό αιτία το ποσό των 1.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, λόγω της μερικής νίκης του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε του ΚΠολΔ, η επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατέβαλε, κατά την άσκηση της και να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων του, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, ανάλογα προς την έκταση της νίκης του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσό της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης είναι υπέρογκο, κατά το μέρος που υπερβαίνει εκείνο των 2.000 ευρώ, γεγονός που δεν μπορούσε να αξιολογηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 58 παρ. 3 και 5, 63 § 1ί περ.α, 68 § 1 και 69 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 6-3-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………) έφεση του ενάγοντος, κατά της υπ’αριθμ. 2508/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατέβαλε κατά την άσκηση της εφέσεως, με το e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, με κωδικό συναλλαγής της Τράπεζας Πειραιώς ΡΧ …. και κωδικό πληρωμής …..

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 13-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………..) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 17/5/2018

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ