ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης: 313/2018
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Δ.Π..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18α του ν. 2207/1994 και ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, ορίζεται ότι: «Έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό: α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών της διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη». Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 308, 309, 321, 539 και 533 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής και απεκδύει το δικαστήριο της περαιτέρω εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα (ΑΠ 178/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 140/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2072/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1875/2014 ΝΟΜΟΣ). Η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι οριστική, γι’ αυτό και δεν υπόκειται σε έφεση και η ασκούμενη απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 532 του ΚΠολΔ (ΑΠ 7/2003 ΕλλΔνη 44, 482, ΕφΔωδ 201/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 337/2010 ΕΠολΔ 2010, 851, ΕφΘεσ ΑΡΜ 2012, 86, ΕφΑθ 1380/2008 ΝΟΜΟΣ). Δεν έχει σημασία αν νόμιμα ή όχι κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση, καθ’ όσον εάν δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου της συζήτησης, η απόφαση ως μη οριστική υπόκειται σε ανάκληση από το ίδιο δικαστήριο (ΕφΑθ 2866/2016 ΝΟΜΟΣ σχετ. ΕφΑθ 6264/2007 ΕλλΔνη 49, 561).
Στην κρινόμενη υπόθεση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, ότι η εκκαλούσα άσκησε την από 28/4/2011 αγωγή της, στην οποία ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της, ………, η οποία απεβίωσε την 28/7/1997, απέκτησε το έτος 1965 δυνάμει άτυπης δωρεάς από το …… την νομή του περιγραφόμενου στην αγωγή της ακινήτου που βρίσκεται στον Πειραιά, αποτελούμενο από ισόγεια κατοικία, δυο ισόγειους αποθηκευτικούς χώρους και μια κατοικία στον πρώτο όροφο, ότι από τότε η μητέρα της ασκούσε σε αυτό διανοία κυρίας με καλή πίστη τις προσιδιάζουσες στη φύση και το προορισμό του πράξεις νομής συνεχώς και αδιατάρακτα έως το θάνατο της, δηλαδή για χρονικό διάστημα πλέον των 20 ετών, έχοντας αποκτήσει την κυριότητά του με τις διατάξεις της έκτακτης χρησικτησίας, ότι και η ίδια, μετά το θάνατο της μητέρας της, οπότε απέκτησε άτυπα το ακίνητο ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, ασκούσε σε αυτό διανοία κυρίας με καλή πίστη τις αναφερόμενες στην αγωγή της πράξεις νομής συνεχώς και αδιατάρακτα, έχοντας από το έτος 2006 εγκατασταθεί στην ισόγεια κατοικία και έτσι απέκτησε και η ίδια την κυριότητα του ακινήτου με τις διατάξεις της έκτακτης χρησικτησίας και ότι οι εναγόμενοι, ισχυριζόμενοι ότι έχουν αποκτήσει αυτοί την κυριότητα του συγκεκριμένου ακινήτου δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../25.10.2008 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητέρας τους …………, ότι παραχώρησαν σε αυτή τη χρήση τη ισόγειας κατοικίας λόγω χρησιδανείου και ότι ζήτησαν να τους παραδώσει την κατοικία, αμφισβητούν το δικαίωμα κυριότητάς της σε ολόκληρο το ακίνητο. Ζητούσε, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, να αναγνωριστεί η κυριότητα της στο εν λόγω διώροφο κτίσμα και η ακυρότητα της πιο πάνω πράξης αποδοχής κληρονομίας. Επί της ως άνω αγωγής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 3570/2015 προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς το πρώτο αίτημα της, διότι δεν προσκομίστηκε από την ενάγουσα το πιστοποιητικό του ΕΝΦΙΑ για το επίδικο ακίνητο, κατ’ άρθρο 54Α του ν. 4174/2013 και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το δεύτερο αίτημα της. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα – εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση της παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου ισχυριζόμενη ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη της συζήτηση της αγωγής για τον ανωτέρω λόγο, διότι η πάνω διάταξη αντίκειται στο Σύνταγμα και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ και επομένως είναι ανίσχυρη και γιαυτό δεν είχε υποχρέωση προσκόμισης του εν λόγω πιστοποιητικού. Με τέτοιο περιεχόμενο όμως η έφεση της πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ’ αυτεπάγγελτη κρίση του Δικαστηρίου, διότι στρέφεται μόνο κατά της διάταξης της απόφασης με την οποία κήρυξε τη συζήτηση της αγωγής απαράδεκτης, η οποία είναι σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν μη οριστική και δεν υπόκειται σε έφεση, διότι με αυτή το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του αιτήματος της αγωγής ως προς την κυριότητα της, με την παραδοχή ή την απόρριψη των προβαλλόμενων αξιώσεων της ενάγουσας και δεν απεκδύθηκε από κάθε σχετική με την υπόθεση αυτή εξουσία, με συνέπεια η απόφαση να μην υπόκειται σε έφεση και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν ο λόγος της κήρυξης της συζήτησης της αγωγής της ενάγουσας – εκκαλούσας ως απαράδεκτης είναι ορθός ή όχι.
Περαιτέρω με την υπ’ αριθμ. ../21.12.29016 πράξη του Πρόεδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου αυτού η ενάγουσα κρίθηκε δικαιούχος παροχής νομικής βοήθειας και απαλλάχθηκε από τα έξοδα της παρούσας δίκης, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων που πρέπει να επιδικαστούν στους εφεσίβλητους (άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3226/2004) λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3570/2015 εν μέρει οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων τριάντα (430) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 3η Μαΐου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 21 Μαΐου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ