Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 301/2018

Αριθμός 301/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Οι κρινόμενες από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) και από 14-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεις α) του ……… κατά …….. και β) του …….. κατά του …….., αντίστοιχα, κατά της υπ΄ αρ. 3791/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή τους ή άλλος λόγος απαραδέκτου τους, ούτε οι κάθε εφεσίβλητοι αντίστοιχα ισχυρίζονται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως την 26-10-2015 μέχρι την άσκησή τους (εφέσεων) κατά την 8-12-2015 και 23-12-2015 αντίστοιχα (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).  Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό των ένδικων εφέσεων δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ).

Με την από 2-3-2015 (αρ. καταθ. …./2015) αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι στον …. την 1-1-2012 προσελήφθη από τον εναγόμενο, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως μηχανικός – χειριστής προβολής Α΄ στην επιχείρηση προβολής κινηματογράφου που ο ίδιος (εναγόμενος) διατηρεί στον …. Ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εργαζόταν επτά ημέρες την εβδομάδα, και συγκεκριμένα κατά τα έτη 2012 και 2013 από Δευτέρα έως Παρασκευή 11:00-13:00 και 17:00-00:00 και τα Σαββατοκύριακα 9:00-13:00 και 17:00-00:00, ενώ κατά το έτος 2014 εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή 11:00-13:00 και 17:00-00:00 και τα Σαββατοκύριακα 11:00-13:00 και 17:00-00:00, αντί συμφωνηθέντος μισθού του προβλεπόμενου από τις εκάστοτε ισχύουσες οικείες ΣΣΕ, ο οποίος (μισθός) κατά το επίδικο διάστημα ανερχόταν στο ποσό των 1.384,51 ευρώ. Ότι κατά το χρόνο που προσελήφθη γνωστοποίησε στον εναγόμενο την εικοσαετή προϋπηρεσία του ως χειριστή προβολής Α’ σε προηγούμενους εργοδότες με ομοειδές αντικείμενο. Ότι παρείχε την εργασία του με την ανωτέρω ειδικότητα συνεχώς και αδιαλείπτως έως τις 14-11-2014 οπότε ο εναγόμενος προέβη αιφνιδίως σε καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του, ισχυριζόμενος ότι είχε τελέσει ποινικό αδίκημα σε βάρος του, υποβάλλοντας μάλιστα την ίδια ημέρα και μήνυση ενώπιον του Β΄ Τ.Α. Περιστερίου. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι του οφείλονται διαφορές των καταβαλλόμενων από τις νόμιμες αποδοχές, ότι δεν καταβλήθηκε σε αυτόν αμοιβή για τις ώρες υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας που πραγματοποίησε (συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής για την εργασία του Σαββάτου), αμοιβή για την εργασία του την Κυριακή με τη νόμιμη προσαύξηση 75%, επίδομα αδείας ετών 2012, 2013 και 2014, αποδοχές μη ληφθείσας αδείας ετών 2012, 2013 και 2014 και επιδόματα (δώρα) Χριστουγέννων και Πάσχα ετών 2012, 2013 και 2014. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαµβάνεται και στις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζήτησε, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, κυρίως με τις διατάξεις από τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά, σε περίπτωση που η προαναφερόμενη σύμβαση εργασίας του κριθεί άκυρη, με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού απορρέουν (οι αξιώσεις του) από ακύρως παρασχεθείσα εργασία και αντιστοιχούν στην ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος, η οποία συνίσταται στις αποδοχές που θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας (ειδικότητα, καθήκοντα) με εκείνες του ιδίου (ενάγοντος): α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλλει το συνολικό ποσό των 19.045,86 ευρώ για οφειλόμενες αποδοχές, επιδόματα (δώρα) εορτών, επίδομα αδείας, υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση, εργασία Σαββάτου και Κυριακής έτους 2012 και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 39.847,89 ευρώ για τις λοιπές ως ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Ο εναγόμενος, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξειδίκευσε περαιτέρω με τις προτάσεις του, άσκησε παραδεκτώς, ήτοι μέχρι το τέλος της συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την οποία ισχυρίστηκε ότι ο αντεναγόμενος επ΄ ευκαιρία και στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, παρέβη την υποχρέωση πίστεως που επιβάλει το άρθρο 652 του ΑΚ, και ενεργώντας υπαίτια, τέλεσε σε βάρος του τα ποινικά αδικήματα της εκβίασης (άρθρο 385 του ΠΚ), της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 του ΠΚ), της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 381 του ΠΚ), της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 του ΠΚ) και του αθέμιτου ανταγωνισμού (Ν. 146/1914) – για τα οποία έχει ήδη υποβάλει έγκληση σε βάρος του – προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι ο αντεναγόμενος λειτούργησε εν αγνοία του εταιρεία με το διακριτικό τίτλο …….., όπως αυτή τιτλοφορείται στη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης Facebook, που λειτουργεί από αυτόν (αντεναγόμενο), αναρτώντας στην ως άνω σελίδα χωρίς την άδεια, συναίνεση ή συγκατάθεσή του φωτογραφίες από έργα που είχε αναλάβει η επιχείρησή του (αντενάγοντος), διαφημίζοντας μέσω της προβολής των ως άνω φωτογραφιών και αφήνοντας λανθασμένη εντύπωση στο καταναλωτικό κοινό ότι τελεί σε σχέση εμπορικής συνεργασίας και οικονομικής συναλλαγής με τον εμφανιζόμενο στις εν λόγω φωτογραφίες πάροχο οθονών AIRSCREEN, με τον οποίο η επιχείρησή του (αντενάγοντος) συνεργάζεται αποκλειστικά, ότι στις ως άνω φωτογραφίες προβάλλει και ανταγωνιστικό προς αυτόν κινηματογράφο, και ότι με τις ανωτέρω ενέργειές του τέλεσε το αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού. Περαιτέρω, ότι στις 10-11-2014 ο αντεναγόμενος αφαίρεσε από το ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του (του αντενάγοντος) που βρισκόταν στην κατοχή του (αντεναγομένου), τον εγκέφαλο από τη μηχανή, σε σχετική δε ερώτηση από την προϊσταμένη του .. ., κατόπιν εντολής του αντενάγοντος, απάντησε «πες του …. ότι αν θέλει το φορτηγό να ξαναλειτουργήσει θα μου δώσει αυτό που μου ανήκει πρώτα, πες του να με πάρει τηλέφωνο να του απαντήσω εγώ τι έγινε με το φορτηγό», ενώ σε ερώτηση της συζύγου του αντενάγοντος απάντησε «Δώστε μου τα 500 ευρώ που μου χρωστάτε και σας βάζω πίσω τον εγκέφαλο», τελώντας με τις ανωτέρω πράξεις του τα αδικήματα της υπεξαίρεσης, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και της εκβίασης. Περαιτέρω ότι περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2014 ο αντεναγόμενος είχε επικοινωνήσει με τους συνεργάτες του (αντενάγοντος) στην εταιρεία ……. και τους είχε αναφέρει ότι κακώς του δάνεισαν (στον αντενάγοντα) έναν συγκεκριμένο προτζέκτορα, τον οποίο θα χρησιμοποιούσε για εξωτερικές προβολές, γιατί δεν ήξερε να χειριστεί το μηχάνημα και θα το καταστρέψει. Ότι το γεγονός αυτό είναι αναληθές, διότι ο αντενάγων διατηρεί έως σήμερα άριστες σχέσεις με την ανωτέρω εταιρεία, η ανωτέρω δε πράξη του αντεναγομένου έγινε με σκοπό να θίξει την τιμή και την υπόληψη του ως επιχειρηματία και την φήμη της επιχείρησής του. Ότι από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του αντεναγομένου, υπέστη θετική ζημία, αλλά και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί σε αυτόν χρηματική ικανοποίηση. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο αντενάγων ζήτησε, να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος να του καταβάλει τα κάτωθι ποσά, ήτοι α) ποσό 221,40 ευρώ, ως θετική ζημία του, ήτοι ως έξοδα τοποθέτησης νέου μεταχειρισμένου εγκεφάλου στο φορτηγό ιδιοκτησίας του με το νόμιμο τόκο από την επομένη εκδόσεως του υπ΄ αρ. …./28-11-2014 τιμολογίου, επικουρικά δε από την επομένη της συζήτησης της ανταγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και β) το ποσό των 25.050 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία της προσβολής της προσωπικότητάς του από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντεναγομένου, το οποίο περιορίζει κατά το ποσό των 50 ευρώ, το οποίο επιφυλάσσεται να ζητήσει ενώπιον των αρμοδίων ποινικών Δικαστηρίων παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων, με το νόμιμο τόκο από την συζήτηση της ανταγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3791/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανταγωγή αρμοδίως εισήχθη ενώπιον αυτού, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ενόψει του ότι τα ιστορούμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά έχουν ως αφορμή την επίδικη σύμβαση εργασίας μεταξύ των διαδίκων) και αφού συνεκδίκασε την ένδικη αγωγή και την ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή, δέχθηκε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, πλην των αιτούμενων κονδυλίων που αφορούν την οφειλόμενη αμοιβή για παροχή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου, ως έκτη ημέρα απασχόλησης στο σύστημα της πενθήμερης εργασίας και κατά την ημέρα της Κυριακής, ως υποχρεωτικής ημέρας ανάπαυσης, τα οποία έκρινε απορριπτέα ως μη νόμιμα κατά την κύρια βάση της αγωγής, ότι ωστόσο, τα παραπάνω κονδύλια είναι νόμιμα, κατά την επικουρική βάση της αγωγής, ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη είναι η αγωγή, ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή, αναφορικά με το αναγνωριστικό αίτημα της (αγωγής), καθώς επίσης έκρινε ότι η ανταγωγή είναι απορριπτέα λόγω αοριστίας, όσον αφορά στο αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης διότι τελέσθηκε σε βάρος του (αντενάγοντος) το αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού, ότι κατά το μέρος που η ανταγωγή κρίθηκε ορισμένη ότι είναι νόμιμη, πλην του αιτήματος να καταβληθεί το ποσό των 221,40 ευρώ εντόκως από την 29-11-2014, επομένη της ημερομηνίας καταβολής του από τον αντενάγοντα, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο, επιπλέον έκρινε απορριπτέο ως μη νόμιμο το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την τέλεση σε βάρος του αντενάγοντος του αδικήματος της υπεξαίρεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης. Επιπρόσθετα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του Α) δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (1.478,15 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα αναλυτικά σ΄ αυτή (απόφαση) εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση, κήρυξε την απόφαση εν όλω προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πέντε ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (14.205,61 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα αναλυτικά σ΄ αυτή (απόφαση) εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση, επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ και Β) δέχθηκε εν μέρει την ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή, υποχρέωσε τον αντεναγόμενο – ενάγοντα να καταβάλει στον αντενάγοντα – εναγόμενο το συνολικό ποσό των επτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (721,40 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του αντενάγοντος – εναγομένου σε βάρος του αντεναγομένου – ενάγοντος, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των εκατό (100) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση, ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων-αντεναγόμενος και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή καθ΄ όλο αυτής το αιτητικό η ένδικη αγωγή του και να απορριφθεί η ανταγωγή του εφεσίβλητου. Επίσης με την από 14-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση παραπονείται ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος-αντενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική της εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η αγωγή του εφεσίβλητου και να γίνει δεκτή η ανταγωγή του, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (ανταγωγή) αναφερόμενα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 652 του ΑΚ «Ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλεια του. Ο βαθμός της επιμέλειας, για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος, κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων του εργαζομένου που ο εργοδότης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.». Με τη διάταξη αυτή, για την ευθύνη του εργαζομένου υιοθετείται η αρχή της υπαιτιότητας (άρθρο 330 του ΑΚ), που αποτελεί το θεμέλιο της αστικής ευθύνης στο ισχύον σύστημα αποζημίωσης, με συνέπεια ο εργαζόμενος να υποχρεούται σε αποζημίωση του εργοδότη για τη ζημία που του προκάλεσε κατά την εκτέλεση της εργασίας υπαίτια, δηλαδή έστω και από ελαφρά αμέλειά του, επειδή και ο εργαζόμενος, όπως και κάθε άλλος οφειλέτης, οφείλει να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 του ΑΚ), πολύ δε περισσότερο επειδή η επίδειξη επιμέλειας, προθυμίας, πνεύματος συνεργασίας και εντιμότητας από τον εργαζόμενο έχει στη σύμβαση εργασίας ιδιαίτερη σημασία, λόγω του σημαντικού ρόλου των αμοιβαίων παρεπομένων καθηκόντων πίστης που τη χαρακτηρίζουν. Έτσι, το απαιτούμενο μέτρο επιμέλειας κρίνεται κάθε φορά από το είδος της εργασίας, την τυχόν ύπαρξη συμφωνίας για περιορισμό της ευθύνης, τις ικανότητες, τη μόρφωση και τις ειδικές γνώσεις που έχει ο μέσος τυπικός εκπρόσωπος του συγκεκριμένου επαγγελματικού κύκλου, στις οποίες απέβλεψε κάθε φορά ο εργοδότης (ΕφΘεσ 1944/2003 Αρμ 2004.1716, ΕφΘεσ 540/2000 ΔΕΕ 2000.1022, ΕφΘεσ 1219/1995 Αρμ 49.637, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ, άρθρο 652, αρ. 6-72, σελ. 452 επ.). Εξάλλου, από την ίδια παραπάνω διάταξη του άρθρου 652 του ΑΚ, σαφώς προκύπτει και ότι -σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω υποχρέωσης του εργαζομένου (δηλαδή σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του)- ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης, χωρίς να αποκλείεται η αδικοπρακτική ευθύνη και η ευθύνη για αποθετική ζημία ή και για ικανοποίηση ηθικής βλάβης (ΕφΠειρ 269/2015, Λ. Ντάσιου: Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τομ. Α/1, παρ. 151, 155, σελ. 245 και 249, αντίστοιχα). Εξάλλου, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Μόνη δε η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν, μια υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος, και το οποίο επομένως αυτός όφειλε να σεβαστεί, χωρίς να απαιτείται προς τούτο άλλο στοιχείο (ΑΠ 1801/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 του ΑΚ, το Δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι  ψευδές  και  ο  υπαίτιος  γνώριζε  ότι  τούτο  είναι  ψευδές  τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Εξάλλου από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές.  Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα (ΑΠ 308/2016,  ΑΠ 109/2012). Το τελευταίο αυτό δεν συμβαίνει όταν οι χαρακτηρισμοί εκφράζονται αυτοτελώς και ασχέτως με τέτοιο «γεγονός». Απλές μόνο κρίσεις ή γνώμες που εκφράζει κάποιος, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα γεγονότα δεν αρκούν προς ύπαρξη δυσφημήσεως. Το γεγονός, σύμφωνα με την έννοια των παραπάνω διατάξεων, πρέπει να είναι πρόσφορο για να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου (ΑΠ 1252/2003, ΕφΛαμ 85/2010).  Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, οι συλλογικές (πλην των εθνικών γενικών) συμβάσεις εργασίας (επομένως και οι εξομοιούμενες με αυτές, κατά το άρθρο 16 παρ. 3 του ίδιου νόμου, διαιτητικές αποφάσεις) δεσμεύουν τους εργαζομένους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινούς εξουσιοδοτημένους εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, όπως ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 43 του εν λόγω νόμου. Κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 11 του ίδιου νόμου «με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία, δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος. Η επέκταση ισχύει από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης του Υπουργού και, στην περίπτωση που υπάρχει αίτηση, από την ημερομηνία υποβολής της». Από τις ως άνω παρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας ισχύει μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, αν δε αυτή επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν από τα πρόσωπα αυτά και δη στους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, οι οποίοι, θα μπορούσαν με τις δραστηριότητές τους να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή τους. Η επέκταση ισχύει από τη χρονολογία εκδόσεως της αποφάσεως του Υπουργού (όχι αναδρομικώς) και, στην περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει αίτηση, από τη χρονολογία υποβολής της. Ειδικότερα, ο χρόνος διάρκειας της δεσμεύσεως από την κηρυσσόμενη ως γενικώς υποχρεωτική συλλογική σύμβαση εργασίας ταυτίζεται, με το χρόνο ισχύος της τελευταίας, αρχίζει όμως όχι από το χρόνο ενάρξεως της ισχύος αυτής, αλλά από το χρόνο (χρονολογία) δημοσιεύσεως της σχετικής υπουργικής αποφάσεως, η οποία επεκτείνει την ισχύ της, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε η εν λόγω υπουργική απόφαση αποκτά νομική ισχύ. Εξάλλου, για το προηγούμενο της κηρύξεως της Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., που ήδη είχε κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από το χρόνο κηρύξεώς της ως γενικώς υποχρεωτικής (ΑΠ 74/2009 ΔΕΕ 2010.599). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 6/28-2-2012 «Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του 4046/2012» (ΦΕK, Τεύχος Α΄, 38/28-02-2012): «1. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, 2. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14-2-2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14-2-2013. 3. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 1876/1990 (Α΄ 27). 4. Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης. 5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 του ν. 1876/1990 (Α΄ 27) παύουν να ισχύουν. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τις Διαιτητικές Αποφάσεις». Κατ΄ ορθή ερμηνεία του γράμματος του νόμου της προκειμένης διατάξεως, όσον αφορά τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (στο εξής Σ.Σ.Ε.), που έχουν ήδη λήξει ή καταγγελθεί μέχρι την 14-2-2012 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 4046/2012) πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση. Οι Σ.Σ.Ε., που έληξαν ή καταγγέλθηκαν εντός του τελευταίου εξαμήνου, πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4046/2012, εξακολουθούν να ισχύουν για ένα τρίμηνο, ήτοι από τις 14-2-2012 έως τις 14-5-2012. Αντιθέτως, για τις Σ.Σ.Ε., που έχουν ήδη λήξει ή καταγγελθεί πριν το τελευταίο εξάμηνο πριν την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (4046/2012), η τριμηνιαία παράταση δίνεται μόνο για τη σύναψη νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Τούτο, διότι για τις τελευταίες έχει ήδη παρέλθει το εξάμηνο παράτασης της ισχύος τους, που προέβλεπε η πλέον καταργηθείσα διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990, με αποτέλεσμα οι όροι τους, παρόλη την άρση του χαρακτήρα τους, ως κανονιστικών και την παύση της άμεσης και αναγκαστικής τους ενέργειας, να έχουν επιβιώσει, ως κοινοί ενοχικοί όροι και να έχουν ενσωματωθεί στις ατομικές συμβάσεις, μέχρι την τροποποίησή τους με νεότερη ατομική συμφωνία ή με μεταγενέστερη Σ.Σ.Ε.. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα των προϊσχυσάντων ρυθμίσεων των Ν. 3239/1955 και Ν. 1576/1990, κατά το οποίο, ληξάσης της ισχύος της Σ.Σ.Ε., αίρεται μεν ο χαρακτήρας των σχετικών αυτής όρων ως κανονιστικών και παύει η άμεση και αναγκαστική τούτων ενέργεια, οι υπ΄ αυτών, όμως, μέχρι τότε διεπόμενες ατομικές συμβάσεις εργασίας εξακολουθούν ισχύουσες, όπως μέχρι τότε είχαν διαμορφωθεί υπό τούτων, μέχρι της κατά κάποιο νόμιμο τρόπο λύσεώς τους ή της αντικαταστάσεώς τους δια νέας συλλογικής ρυθμίσεως, έστω και αν αυτή περιέχει όρους δυσμενέστερους των πρότερων ισχυόντων (ΑΠ 453/2010 ΠειρΝομ 2010.286). Ακολούθως, σύµφωνα µε το άρθρο 2 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1346/1983, για να αποκτήσει ο εργαζόµενος το δικαίωµα της ετήσιας άδειας µε πλήρεις αποδοχές, απαιτούνται δύο βασικές προϋποθέσεις, δηλαδή η ύπαρξη σχέσεως εξαρτηµένης εργασίας και η συµπλήρωση δωδεκάµηνης συνεχούς απασχόλησης στην υπόχρεη επιχείρηση, που θεωρείται ο βασικός χρόνος δηµιουργίας του δικαιώµατος (βλ. όµως ήδη το άρθρο 1 Ν. 3302/2004). Ο εργοδότης υποχρεούται, µόλις λήξει το έτος κατά το οποίο ο µισθωτός δικαιούται την άδεια, να καταβάλει σε αυτόν τις αποδοχές που αντιστοιχούν στις ηµέρες της αδείας του, έστω και αν ο τελευταίος δεν παρέσχε την εργασία του από υπαιτιότητα του εργοδότη, ο οποίος περιήλθε σε υπερηµερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών που του προσέφερε ο µισθωτός (ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 48.170). Αν ο εργοδότης δεν χορήγησε τη ζητηθείσα άδεια, έως το τέλος του ηµερολογιακού έτους, ο µισθωτός δικαιούται, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3755/1957, να αξιώσει την πληρωµή των αποδοχών της αδείας στο διπλάσιο και επίδοµα αδείας. Για τη θεµελίωση της αξίωσης του διπλασιασµού των αποδοχών αδείας, που έχει χαρακτήρα αστικής ποινής, δεν αρκεί απλώς η µη χορήγηση της αδείας έως το τέλος του ηµερολογιακού έτους, αλλά απαιτείται και υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθµό ελαφράς αµέλειας (άρθρο 330 του ΑΚ), η οποία υπάρχει, όταν ο µισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε, αλλά εξανάγκασε το µισθωτό να εργαστεί κατά το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει αυτήν (ΑΠ 1420/2015, 1130/2015, 1240/2014, ΑΠ 1749/2008 ΕΕργΔ 68.487, ΑΠ 1305/2008 ΧρΙΔ 2009.363, ΑΠ 1392/2003 ΕλλΔνη 46.777, ΑΠ 1234/2003 ΕΕργΔ 63.210). Έτσι, όταν ζητούνται αποδοχές αδείας παρελθόντων ετών στο διπλάσιο, πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή ότι οι άδειες δεν χορηγήθηκαν από υπαιτιότητα του εργοδότη, παρόλο που ο ενάγων τις ζητούσε (ΑΠ 1469/2001 ΕΕργΔ 62.1146). Επιπλέον, από τις διατάξεις του νόμου 146/1914 «Περί αθεμίτου ανταγωνισμού», προκύπτει ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται: α) σκοπός ανταγωνισμού, β) ανάπτυξη της ανταγωνιστικής ενέργειας σε μία ευρύτερη σχετική αγορά και γ) αντίθεση της ανταγωνιστικής ενέργειας στα χρηστά ήθη, δηλαδή να προσκρούει στην αντίληψη κάθε ανθρώπου που σκέπτεται δίκαια και ορθά ή να γίνεται χρήση μεθόδων και μέσων αντιθέτων προς την ομαλή ορθότητα των συναλλαγών, έστω και αν η πράξη, επιφανειακά ή μεμονωμένα θεωρούμενη, φαίνεται θεμιτή και νομικά άψογη, ενώ για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (βλ. ΟλΑΠ 2/2008 ΕλλΔνη 49.374, ΑΠ 439/2012, ΑΠ 1477/2011, ΑΠ 1125/2011, ΑΠ 1529/2008 ΕΕμπΔ 2009.679, ΑΠ 870/2008 ΕΕμπΔ 2009.420, ΑΠ 2067/2007 ΕΕμπΔ 2008.145, ΑΠ 1803/2007 ΕΕμπΔ 2008.377, ΑΠ 1388/2004, ΑΠ 1123/2002 ΕΕμπΔ 2002.887, ΑΠ 1780/1999 ΕλλΔνη 41.973, ΑΠ 630/1990, ΑΠ 956/1988 ΕλλΔνη 30.1344, ΑΠ 1409/1980 ΝοΒ 29.695, ΕφΑθ 4091/2010, ΕφΛαρ 134/2008, ΕφΑθ 7405/2004). Από τις διατάξεις δε του άρθρου 1 του ως άνω νόμου 146/1914 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, για το ορισμένο της αγωγής προστασίας από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, βάσει του πρώτου παραπάνω άρθρου, απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής αυτής η σχέση ανταγωνισμού, η ανταγωνιστική πράξη, η διενέργεια αυτής με σκοπό ανταγωνισμού και η αντίθεση της στα χρηστά ήθη, καθώς επίσης και σχετικό αίτημα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 13 του Ν. 146/1914, 914 και 919 του ΑΚ, προκύπτει ότι η αξίωση αποζημιώσεως αναγνωρίζεται στο ζημιωθέντα τόσο στην περίπτωση του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, όσο και στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ. ιβ του ίδιου νόμου, στη δεύτερη όμως περίπτωση μόνο αν ο παραβάτης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι διά της καταχρήσεως του ξένου διακριτικού γνωρίσματος μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (ΑΠ 241/1991 ΕλλΔνη 34.560, ΕφΠατρ 453/2004, ΕφΑθ 7369/1996 ΔΕΕ 1996.1153). Περαιτέρω, αν η πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 αποτελεί ταυτόχρονα και αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, όταν δηλαδή είναι και παράνομη, επειδή αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, αλλά και υπαίτια, επειδή προήλθε από δόλο ή αμέλεια εκείνου που ενήργησε και επιπλέον από την πράξη αυτήν επήλθε κατά τρόπο αιτιώδη ζημία σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται, όπως και στην περίπτωση κατά την οποία η, αντίθετη, ούτως ή άλλως, στα χρηστά ήθη πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, χωρίς να είναι παράνομη με την ανωτέρω έννοια, προκάλεσε αιτιώδη ζημία σε βάρος εκείνου κατά του οποίου στρέφεται και, παράλληλα, συντρέχει για τη ζημία αυτήν και το στοιχείο της πρόθεσης, έστω με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, οπότε πληρούται το πραγματικό του άρθρου 919 του ΑΚ, τότε, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, ο θιγόμενος από την πράξη του αθέμιτου ανταγωνισμού δικαιούται να ζητήσει, εκτός από εκείνα που προβλέπει η παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 και χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης από την παραπάνω πράξη (ΕφΙωαν 147/2008). Περαιτέρω από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δύναται να εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο, στερείται των απαραιτήτων στοιχείων για τη θεμελίωσή της ή ασκήθηκε απαράδεκτα με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως μερικά ή στο σύνολο κατ΄ ουσίαν και κατά της αποφάσεως παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση με λόγο της από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεσης ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή ως προς το κονδύλιο που αφορά την προσαύξηση 100% της ετήσιας άδειας, που δεν έλαβε κατά τα έτη 2012, 2013 και 2014 για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε ότι ζήτησε την άδειά του από τον εναγόμενο και αυτός αρνήθηκε να του τη χορηγήσει. Ωστόσο, το αιτούμενο κονδύλιο είναι αόριστο, καθόσον  δεν αναφέρεται σ΄ αυτήν (αγωγή) ότι οι άδειες δεν χορηγήθηκαν από υπαιτιότητα του εναγομένου-εργοδότη, παρόλο που ο ενάγων τις ζητούσε. Επομένως, στην περίπτωση αυτή που με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η από 2-3-2015 (αρ. καταθ. …./2015) αγωγή ως προς το ως άνω κονδύλιο ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, αντί ως αόριστη, και ο εκκαλών με τον ως άνω λόγο της από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεσής του παραπονείται για την απόρριψη αυτής ως προς το ως άνω κονδύλιο, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την ως άνω διάταξή της και να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτό (το κονδύλιο) ως αόριστη, δοθέντος ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα της από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεσης.      Περαιτέρω, με αυτό το ιστορικό η ένδικη αγωγή, είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από τον εναγόμενο με τον σχετικό λόγο της από 14-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) εφέσεώς του, καθόσον γίνεται σαφής έκθεση [στο δικόγραφό της (αγωγής)] των αναγκαίων για τη νομική θεμελίωσή της γεγονότων. Ειδικότερα στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής εκτίθενται επαρκώς ο χρόνος κατάρτισης της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους του (ενάγοντος) παροχή της εργασίας του, οι όροι παροχής της, ο συμβατικός μισθός, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν τα επίδικα ποσά, ενώ δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής να προσδιορίζονται οι Κυριακές που εργάσθηκε ο ενάγων με ακριβή χρονολογία, γιατί αυτές προκύπτουν από το ημερολόγιο και το νόμο. Επίσης, αναφέρονται αναλυτικά τόσο η ημερήσια, όσο και η εβδομαδιαία απασχόληση του ενάγοντος καθ΄ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε δύναται να υπολογιστεί η τυχόν παρασχεθείσα υπερεργασία, καθώς και η παράνομη υπερωριακή απασχόλησή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή κατά τα ως άνω και απέρριψε τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς που προέβαλε ο εναγόμενος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της από 14-12-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) εφέσεως πρέπει να απορριφθούν. Επιπροσθέτως, με αυτό το ιστορικό η ένδικη ανταγωγή είναι απορριπτέα λόγω αοριστίας, όσον αφορά το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την τέλεση σε βάρος του αντενάγοντος του αδικήματος του αθέμιτου ανταγωνισμού, καθόσον από τα αναφερόμενα από τον αντενάγοντα, όπως αυτά αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν προκύπτει ποια είναι η ζημία που υπέστη ο αντενάγων από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού στις οποίες προέβη ο αντεναγόμενος και ποιος ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πράξεων αυτών και της ζημίας. Επιπλέον, απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την τέλεση σε βάρος του αντενάγοντος του αδικήματος της υπεξαίρεσης, αφού από τα εκτιθέμενα στην ανταγωγή προκύπτει ότι σκοπός του αντεναγομένου δεν ήταν να ενσωματώσει τον εγκέφαλο στην περιουσία του, αλλά να προκαλέσει φθορά στο όχημα. Επίσης όσον αφορά στη συκοφαντική δυσφήμηση που ισχυρίζεται ο αντενάγων ότι τελέσθηκε σε βάρος του, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανταγωγή, τα όσα εξέφρασε ο αντεναγόμενος και αληθή υποτιθέμενα, δεν αποτελούν γεγονός, αλλά κρίση, η οποία εκφράστηκε αυτοτελώς και δεν συνδέθηκε με κάποιο γεγονός. Επομένως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και συνεπώς το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για την αιτία αυτή είναι μη νόμιμο. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της ένδικης από 14-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η ένδικη ανταγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και ως προς τα ως άνω αιτήματα πρέπει να απορριφθεί, όπως επίσης πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι της από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζεται α) ότι η ανταγωγή είναι αόριστη στο σύνολό της και β) ότι το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που επικαλείται ότι υπέστη ο αντενάγων από τον αθέμιτο ανταγωνισμό έπρεπε να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο και όχι ως αόριστο.

Με τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από 24 τουλάχιστον ώρες. Εξάλλου από την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 670, 674 παρ. 2, 237 παρ. 3 και 591 παρ. 1 εδ. β του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι στην παραπάνω διαδικασία των εργατικών διαφορών οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα προσαγωγής ενόρκων βεβαιώσεων που έχουν ληφθεί και εντός ακόμη της παρεχόμενης από το νόμο τριήμερης προθεσμίας προσθήκης και αντίκρουσης, μέσα στην οποία μπορούν να προσαχθούν αποδεικτικά στοιχεία, για την υποστήριξη ή αντίκρουση προταθέντων ισχυρισμών (ΑΠ 229/2002 ΕλλΔνη 44.132, ΑΠ 1167/1999 ΕλλΔνη 41.361). Τέλος, κλήτευση θεωρείται και η γενομένη δήλωση στο ακροατήριο του δικάσαντος Δικαστηρίου, του πληρεξούσιου Δικηγόρου του διαδίκου, ο οποίος παρίσταται κατά την εκδίκαση, η οποία (δήλωση) καταχωρίζεται στα πρακτικά περί εξετάσεως μάρτυρος, ενώπιον Συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκη, την προσδιοριζόμενη ώρα και ημέρα μετά παρέλευση 24 ωρών τουλάχιστον (ΑΠ 229/2002 ο.π., ΕφΠειρ 693/2003, ΕφΑθ 4984/1999 ΕλλΔνη 42.457). Στην προκειμένη περίπτωση κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 11-6-2015, μετά την οποία επακολούθησε η έκδοση της αναφερόμενης παραπάνω υπ΄ αρ. 3791/2015 αποφάσεως, o εναγόμενος-αντενάγων δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του με δήλωση που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, γνωστοποίησε στον παριστάμενο μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του ενάγοντα-αντεναγόμενο την εξέταση μάρτυρα τη Δευτέρα 15-6-2015 και ώρα 4:30 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Περιστερίου ……… για ανταπόδειξη. Κατά την ορισθείσα ημέρα και ώρα λήφθηκαν ενώπιον της ως άνω Συμβολαιογράφου οι υπ΄ αρ. …….. ένορκες βεβαιώσεις των α) ……, β) ….. . και …… και γ) ………, αντίστοιχα, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) εφόσον είχαν τηρηθεί οι αναφερόμενες στο άρθρο 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ διατυπώσεις ήταν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, παραδεκτά δε προσκομίστηκαν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο και νόμιμα λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, µε τη διευκρίνιση από αυτό (πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ότι λαµβάνονται υπόψη µόνο για την αντίκρουση των νέων ισχυρισµών που προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση από τον εναγόμενο όσον αφορά στην αγωγή, αλλά και προς απόδειξη της ανταγωγής αυτού, απορρίπτοντας (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), έστω σιωπηρώς, τον ισχυρισµό του ενάγοντος-αντεναγομένου περί µη λήψεως υπόψη των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον σχετικό λόγο της από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεως του ενάγοντος πρέπει να απορριφθούν. Σε κάθε δε περίπτωση και υπό την εκδοχή ότι οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις ήταν απαράδεκτες για την πρωτόδικη δίκη ως εκ της λήψεως και προσκομιδής τους εντός του τριημέρου μετά τη συζήτηση, αυτές είναι παραδεκτό αποδεικτικό μέσο στην παρούσα στάση της δίκης και θα ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, καθόσον όπως προκύπτει από το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. 1 του ΚΠολΔ στην κατ΄ έφεση δίκη επιτρέπεται η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων και συνακόλουθα και ενόρκων, κατά το άρθρο 671 παρ. 1 εδ. 4 του ΚΠολΔ, βεβαιώσεων που λήφθηκαν μετά την έκδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, άρα και δη κατά μείζονα λόγο και των ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν πριν την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, έστω και μετά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΑΠ 229/2002 ο.π., ΑΠ 884/1998 ΕλλΔνη 40.588, ΑΠ 1187/1997 ΕλλΔνη 39.544, ΑΠ 160/1997 ΕλλΔνη 38.1543).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ………… αντίστοιχα, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ιδίου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], μεταξύ των οποίων και α) η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο-αντενάγοντα, ήδη εφεσίβλητο-εκκαλούντα, υπ΄ αρ. …../14-11-2014 ένορκη βεβαίωση της ……. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Περιστερίου Αττικής . .., η οποία ελήφθη στα πλαίσια της έγκλησης που υπέβαλε ο ίδιος (εναγόμενος) σε βάρος του ενάγοντος, β) οι προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες, (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004)], γ) οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα-αντεναγόμενο, ήδη εκκαλούντα-εφεσίβλητο, υπ΄ αρ. …… ένορκες βεβαιώσεις των 1) ………, 2) …… και 3) …….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νίκαιας, μετά από νόμιμη κλήτευση του εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου-εκκαλούντος, (βλ. την υπ΄ αρ. …… έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), δ) η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο-αντενάγοντα, ήδη εφεσίβλητο-εκκαλούντα, υπ΄ αρ. …… ένορκη βεβαίωση της ….. που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος-αντεναγομένου, ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου, (βλ. την υπ΄ αρ. ….. έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), και ε) οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο-αντενάγοντα, ήδη εφεσίβλητο-εκκαλούντα, υπ΄ αρ. ……. ένορκες βεβαιώσεις των α) …….., β) …… και γ) …….. αντίστοιχα και οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) λήφθηκαν [μάλιστα δε μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που όπως αναφέρεται στον προηγούμενο λόγο της από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) εφέσεως δεν πάσχουν εκ του λόγου τούτου (βλ. ΑΠ 884/1998, ΑΠ 1187/1997, ΑΠ 160/1997 ο.π.)], ενώπιον της Συμβολαιογράφου Περιστερίου …. ., με επιμέλεια του εναγομένου-αντενάγοντος, ύστερα από προηγούµενη κλήτευση του ενάγοντος-αντεναγομένου (άρθρο 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ) που έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δηµόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, [µε τη διευκρίνιση (από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ότι λήφθηκαν υπόψη (από αυτό) µόνο για την αντίκρουση των νέων ισχυρισµών που προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατά την ενώπιόν του (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) συζήτηση από τον εναγόμενο όσον αφορά την αγωγή, αλλά και προς απόδειξη της ανταγωγής αυτού, απορρίπτοντας, έστω και σιωπηρώς, τον ισχυρισµό του ενάγοντος-αντεναγομένου περί µη λήψεως υπόψη των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε μερικά εξ  αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η προσθήκη στις προτάσεις που κατέθεσε ο ………, ως εφεσίβλητος και ως εκκαλών (δύο προσθήκες), καθόσον αυτές κατατέθηκαν εκπροθέσμως, ήτοι μετά τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά την παρούσα συζήτηση (της 8-6-2017, άρθρο 524 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στον …. στις 8-2-2012 ο ενάγων προσελήφθη από τον εναγόμενο, (ο οποίος είναι σκηνοθέτης και έχει δυνατότητα χειρισμού μηχανών λήψης και προβολής), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως μηχανικός – χειριστής προβολής Α΄ στην επιχείρηση προβολής κινηματογράφου (θερινού και χειμερινού) που ο ίδιος (εναγόμενος) διατηρεί στον … επί της οδού …… Στην επιχείρησή του αυτή απασχολούσε και άλλο προσωπικό, όπως τον …….. που έχει και εκείνος δυνατότητα χειρισμού μηχανής προβολής. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του οι ημέρες εργασίας του ενάγοντος ήταν επτά (7) την εβδομάδα από Δευτέρα έως Κυριακή [με δικαίωμα του ενάγοντος-εργαζομένου να λαμβάνει κάθε Τρίτη τη βασική εβδομαδιαία ανάπαυσή του (ημέρα αναπληρωματικής ανάπαυσης) και κάθε Πέμπτη την πρόσθετη εβδομαδιαία ανάπαυσή του], από 18:00-00:00, ενίοτε δε ανάλογα με το πρόγραμμα προβολής ταινιών από 19:00-01:00, σπανίως δε χρειαζόταν να απασχοληθεί πρωινές ώρες, εάν προέκυπτε κάτι έκτακτο, ουδέποτε όμως η ημερήσια απασχόληση του ξεπερνούσε τις 8 ώρες, ούτε η εβδομαδιαία απασχόλησή του ξεπερνούσε τις 40 ώρες. Άλλωστε ο ενάγων διατηρεί κατάστημα κινητής τηλεφωνίας στον ….. και δεν θα ήταν εφικτό να εργάζεται και όλες τις πρωινές ώρες στον κινηματογράφο, όπως ισχυρίζεται. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι από την 1-9-2012 έως την 1-9-2013 ο ενάγων απασχολείτο από Πέμπτη έως και Κυριακή επί δύο ώρες μόνο, είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον δεν αποδείχθηκε κάποιος λόγος μειώσεως των απαιτήσεων του κινηματογράφου, ώστε να μειωθούν οι ώρες εργασίας του ενάγοντος σε 8 εβδομαδιαίως και μετά να αυξηθούν εκ νέου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και οι σχετικοί λόγοι της ένδικης από 14-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω τα αιτούμενα κονδύλια για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, είναι απορριπτέα ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της ένδικης από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί.  Ο ενάγων, όπως προαναφέρθηκε, λάμβανε κάθε Τρίτη την βασική εβδομαδιαία ανάπαυσή του (ημέρα αναπληρωματικής ανάπαυσης) και κάθε Πέμπτη την πρόσθετη εβδομαδιαία ανάπαυσή του, ήτοι λάμβανε δύο ρεπό τις καθημερινές λόγω της εργασίας του το Σάββατο και την Κυριακή. Σύμφωνα δε με το άρθρο 7 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966, οι διατάξεις που αναφέρονται στην υποχρεωτική ανάπαυση των μισθωτών τις Κυριακές και σε ημέρες αργίας δεν έχουν εφαρμογή στους μισθωτούς που απασχολούνται σε επιχειρήσεις, όπως αυτή του εναγομένου, η οποία είναι επιχείρηση ψυχαγωγικών θεαμάτων, δικαιούνται όμως, να λάβουν την εβδομαδιαία ανάπαυσή τους σε άλλη ημέρα της εβδομάδας, όπως εν προκειμένω ο ενάγων. Συνεπώς, ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβή (με την ανάλογη προσαύξηση) για την εργασία του κατά την ημέρα του Σαββάτου, απορριπτόμενου ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμου του σχετικού κονδυλίου, αφού πράγματι ο ενάγων απασχολούταν μόνο πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, όπως είχε συμφωνηθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της ένδικης από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε συμφωνηθεί να αμείβεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες οικείες ΣΣΕ, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο που προσελήφθη γνωστοποίησε στον εναγόμενο, με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο, την προϋπηρεσία του ως χειριστή προβολής Α΄ σε προηγούμενους εργοδότες με ομοειδές αντικείμενο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της ένδικης από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος, σύμφωνα με την υπ΄ αρ. 24/2011 διαιτητική απόφαση «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις κινηματογραφικές επιχειρήσεις όλης της χώρας» (πράξη καταθέσεως Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης 16/12-01-2012), η οποία άρχισε να ισχύει από την 8-4-2011, διείπε την ως άνω ατομική σύμβαση εργασίας και μετά τη λήξη αυτής (διαιτητικής απόφασης) εξακολουθεί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, να ισχύει (η ατομική σύμβαση εργασίας), όπως μέχρι τότε είχε διαμορφωθεί από τους όρους αυτής (διαιτητικής απόφασης), ανερχόταν στο ποσό των 1.048,51 ευρώ μικτά (1.006,51 ευρώ ως έγγαμος με δύο τέκνα + 42 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας) καθ΄ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της ένδικης από 14-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεως με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Ο ενάγων δεν δικαιούταν επίδομα υπευθύνου, καθόσον αποδείχθηκε ότι υπεύθυνος για την καλή λειτουργία και συντήρηση του κινηματογράφου ήταν ο Δήμος …. στην κατοχή του οποίου βρίσκεται το ακίνητο που στεγάζει τον κινηματογράφο, το οποίο υπεκμισθώνει στην επιχείρηση του εναγομένου. Ο ενάγων παρείχε την εργασία του με την ανωτέρω ειδικότητα συνεχώς και αδιαλείπτως έως τις 14-11-2014, οπότε ο εναγόμενος προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του, ισχυριζόμενος ότι είχε τελέσει τα ποινικά αδικήματα της εκβίασης (άρθρο 385 του ΠΚ), της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 του ΠΚ), της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 381 του ΠΚ), της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 του ΠΚ) και του αθέμιτου ανταγωνισμού (Ν. 146/1914) σε βάρος του, υποβάλλοντας μάλιστα την ίδια ημέρα και έγκληση ενώπιον του Β΄ Τ.Α. Περιστερίου. Κατόπιν αυτού ο ενάγων προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας στις 4-12-2014 και κατήγγειλε τον εναγόμενο για μη καταβολή αποδοχών του. Όπως αποδείχθηκε, η καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος γινόταν κανονικά έως τα τέλη του έτους 2012, ενώ από τον Ιανουάριο του έτους 2013, δεν του καταβαλλόταν το σύνολο του μισθού του, αλλά μέρος αυτού. Συγκεκριμένα οφείλονταν στον ενάγοντα τα κάτωθι ποσά: για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 400 ευρώ και οφειλόταν ποσό 648,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 800 ευρώ και οφειλόταν ποσό 248,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Μάρτιο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 800 ευρώ και οφειλόταν ποσό 248,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Απρίλιο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 500 ευρώ και οφειλόταν ποσό 548,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Μάιο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 800 ευρώ και οφειλόταν ποσό 248,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Ιούνιο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 700 ευρώ και οφειλόταν ποσό 348,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Ιούλιο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 1.200 ευρώ μικτά, ήτοι είχε εξοφληθεί πλήρως για την εργασία του το μήνα αυτό, για το μήνα Αύγουστο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 500 ευρώ και οφειλόταν ποσό 548,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 300 ευρώ και οφειλόταν ποσό 748,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 300 ευρώ και οφειλόταν ποσό 748,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Νοέμβριο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 1.000 ευρώ και οφειλόταν ποσό 48,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013 του είχε καταβληθεί ποσό 500 ευρώ και οφειλόταν ποσό 548,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 του είχε καταβληθεί ποσό 600 ευρώ και οφειλόταν ποσό 448,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2014 του είχε καταβληθεί ποσό 400 ευρώ και οφειλόταν ποσό 648,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Μάρτιο του έτους 2014 του είχε καταβληθεί ποσό 600 ευρώ και οφειλόταν ποσό 448,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Απρίλιο του έτους 2014 του είχε καταβληθεί ποσό 600 ευρώ και οφειλόταν ποσό 448,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Μάιο του έτους 2014 του είχε καταβληθεί ποσό 1.000 ευρώ και οφειλόταν ποσό 48,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014 του είχε καταβληθεί ποσό 300 ευρώ και οφειλόταν ποσό 748,51 ευρώ μικτά, για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2014 του είχε καταβληθεί ποσό 800 ευρώ και οφειλόταν ποσό 248,51 ευρώ μικτά και για το μήνα Νοέμβριο του έτους 2014 του είχε καταβληθεί ποσό 488 ευρώ και οφειλόταν ποσό 36,25 ευρώ μικτά (καθόσον ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 524,25 ευρώ, ήτοι το 1/2 του μηναίου μισθού του, αφού εργάσθηκε έως τις 14-11-2014), ήτοι συνολικά του οφείλεται το ποσό των 8.009,43 (=648,51 + 248,51 + 248,51 + 548,51 + 248,51 + 348,51 + 548,51 + 748,51 + 748,51 + 48,51 + 548,51 + 448,51 + 648,51 + 448,51 + 448,51 + 48,51 + 748,51 + 248,51 + 36,25 ) ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσδιορισμός των επιμέρους ποσών έγινε ως μικτών αποδοχών (όπως αιτείται ο ενάγων), χωρίς να αφαιρεθούν οι υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές, αφού η παρακράτηση των ασφαλιστικών εισφορών, πρέπει να γίνει κατά την εκτέλεση της αποφάσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στον ενάγοντα είχαν καταβληθεί κανονικά τα επιδόματα (δώρα) Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας των ετών 2012, 2013 και 2014. Συνεπώς τα ανωτέρω κονδύλια θα πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και οι σχετικοί λόγοι της από 7-12-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) ένδικης εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολείτο κάθε Κυριακή κατά το επίδικο διάστημα, χωρίς όμως να έχει καταβληθεί σε αυτόν η προσαύξηση 75%, η οποία υπολογίζεται επί του 1/25 του νομίμου μισθού του (ΑΠ 697/2010, ΑΠ 1108/2009). Ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του ζήτησε να του καταβληθεί το ημερομίσθιό του προσαυξημένο κατά 75%, πλην όμως, αφού όπως προεκτέθη ο ενάγων εργαζόταν επί πενθήμερο (πέντε ημέρες), λαμβάνοντας βασική εβδομαδιαία ανάπαυση και ημέρα αναπληρωματικής ανάπαυσης, και αμειβόταν με μισθό, έχει λάβει το ημερομίσθιό του και δεν έχει λάβει μόνο την προσαύξηση του 75% για την εργασία του την Κυριακή, η οποία θα πρέπει να του επιδικαστεί. Ειδικότερα: Α) για το χρονικό διάστημα από 8-2-2012 έως 31-12-2012, απασχολήθηκε 47 Κυριακές και δικαιούται για κάθε Κυριακή το ποσό των 31,45 ευρώ (ήτοι 41,94 ευρώ το 1/25 του νόμιμου μισθού του Χ 75%) και συνολικά το ποσό των 1.478,15 (= 47 Κυριακές Χ 31,45 ευρώ) ευρώ, Β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-12-2013, απασχολήθηκε 52 Κυριακές και δικαιούται για κάθε Κυριακή το ποσό των 31,45 ευρώ (ήτοι 41,94 ευρώ το 1/25 του νόμιμου μισθού του Χ 75%) και συνολικά το ποσό των 1.635,40 (= 52 Κυριακές Χ 31,45 ευρώ) ευρώ και Γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 14-11-2014, απασχολήθηκε 45 Κυριακές και δικαιούται για κάθε Κυριακή το ποσό των 31,45 ευρώ (ήτοι 41,94 ευρώ το 1/25 του νόμιμου μισθού του Χ 75%) και συνολικά το ποσό των 1.415,25 (= 45 Κυριακές Χ 31,45 ευρώ) ευρώ. Συνεπώς για την ανωτέρω αιτία δικαιούται το συνολικό ποσό των 4.528,80 (= 1.478,15 + 1.635,40 + 1.415,25) ευρώ. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν έλαβε κατά τα έτη 2012, 2013 και 2014 την ετήσια άδειά του, και επομένως δικαιούται να λάβει τις αποδοχές αδείας του, ήτοι δικαιούται: α) για το έτος 2012 το ποσό των 1.048,51 ευρώ, β) για το έτος 2013 το ποσό των 1.048,51 ευρώ και γ) για το έτος 2014 το ποσό των 1.048,51 ευρώ. Επομένως για τις ανωτέρω αιτίες ο ενάγων δικαιούται συνολικά το ποσό των 3.145,53 (= 1.048,51 + 1.048,51 + 1.048,51) ευρώ. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω ο εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 15.683,76 (= 8.009,43 + 4.528,80 + 3.145,53) ευρώ, δεκτής εν μέρει γενομένης της ενστάσεως εξοφλήσεως που προέβαλε ο εναγόμενος, (ο ενάγων είχε ήδη αφαιρέσει, με την αγωγή του, τα ως άνω καταβληθέντα ποσά). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της ένδικης από 14-12-2015 (αρ. καταθ. ……./2015) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Ο εναγόμενος πρωτοδίκως προέβαλε την ένσταση, την οποία επαναφέρει στον παρόντα βαθμό με λόγο της ένδικης εφέσεως, περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (άρθρο 281 του ΑΚ) του ενάγοντος, η οποία είναι απορριπτέα ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, καθόσον, δεν υπήρξε μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος ως προς την άσκηση της ένδικης αγωγής, αφού κοινοποίησε αυτήν στον εναγόμενο στις 9-3-2015, ήτοι σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την από 14-11-2014 καταγγελία της προαναφερόμενης σύμβασης εργασίας του, ενώ δεν αποδείχθηκαν περιστατικά από τα οποία να δημιουργήθηκε στον εναγόμενο η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν πρόκειται να εγείρει τις κρινόμενες αξιώσεις του, η άσκηση δε της ένδικης αγωγής αποτελεί νόμιμο δικαίωμά του. Άλλωστε από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων άσκησε την αγωγή του αυτή ως αντίκρουση στην έγκληση που υπέβαλε ο εναγόμενος σε βάρος του και στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του. Συνεπώς, δεν υφίσταται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος, δεδομένου ότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφενός δεν δικαιολογείται η δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον εναγόμενο περί μη διεκδίκησης των οφειλομένων σε αυτόν, αφού ουδέποτε ο ενάγων ρητά ή σιωπηρά παραιτήθηκε από τις σχετικές αξιώσεις του, αφετέρου δεν αποδεικνύεται η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων σε βάρος του εναγομένου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της ένδικης από 14-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015 εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 10-11-2014 ο εναγόμενος κάλεσε τον ενάγοντα να του παραδώσει το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ……. ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής Ford, (με εμπορική ονομασία Transit), ιδιοκτησίας του (εναγομένου), το οποίο χρησιμοποιούσε η επιχείρησή του για μεταφορά του εξοπλισμού αυτής και το οποίο βρισκόταν στην κατοχή του ενάγοντος, λόγω μεταφοράς που του είχε ζητηθεί, από τον ίδιο (τον εναγόμενο), να πραγματοποιήσει. Πράγματι ο ενάγων επέστρεψε το φορτηγό, αντί όμως να το παραδώσει στον εναγόμενο, το άφησε απέναντι από τον κινηματογράφο και παρέδωσε τα κλειδιά και την άδεια κυκλοφορίας σε παρακείμενο περίπτερο, προκειμένου να παραδοθούν στον εναγόμενο. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι υπήρχαν τεταμένες σχέσεις μεταξύ των διαδίκων, αφενός λόγω της οφειλής των ανωτέρω δεδουλευμένων αποδοχών από τον εναγόμενο στον ενάγοντα, και αφετέρου λόγω του ότι ο ενάγων λειτούργησε εν αγνοία του εναγομένου εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο …….., όπως αυτή τιτλοφορείται στη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης Facebook, αναρτώντας στην ως άνω σελίδα χωρίς την άδεια, συναίνεση ή συγκατάθεση του φωτογραφίες από έργα που είχε αναλάβει η επιχείρησή του και προβάλλοντας στις ως άνω φωτογραφίες ανταγωνιστικό προς αυτόν κινηματογράφο. Ο ενάγων προτού να παραδώσει το ανωτέρω φορτηγό, αφαίρεσε από αυτό τον εγκέφαλο από τη μηχανή, την επομένη ημέρα δε, στις 11-11-2014, επειδή ο εναγόμενος δεν μπορούσε να θέσει το όχημα σε λειτουργία, κάλεσε μηχανικό, ο οποίος διαπίστωσε ποια ήταν η βλάβη. Στις 12-11-2014 η ………., υπάλληλος στην επιχείρηση του εναγομένου, κατόπιν εντολής αυτού (εναγομένου), ρώτησε τον ενάγοντα για ποιο λόγο αφαίρεσε τον εγκέφαλο και αυτός απάντησε «πες του …. ότι αν θέλει το φορτηγό να ξαναλειτουργήσει θα μου δώσει αυτό που μου ανήκει πρώτα, πες του να με πάρει τηλέφωνο να του απαντήσω εγώ τι έγινε με το φορτηγό», ενώ σε ερώτηση της συζύγου του εναγομένου απάντησε επί λέξει «δώστε μου τα 500 ευρώ που μου χρωστάτε και σας βάζω πίσω τον εγκέφαλο». Εξαιτίας του ανωτέρω γεγονότος δε, ο εναγόμενος προέβη στις 14-11-2014 σε καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, υποβάλλοντας μάλιστα την ίδια ημέρα και έγκληση ενώπιον του Β΄  Τ.Α. Περιστερίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και οι σχετικοί λόγοι της ένδικης από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν. Με τις ανωτέρω πράξεις του ο ενάγων – αντεναγόμενος, παρέβη την κατά το άρθρο 652 του ΑΚ υποχρέωσή του να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε, τελώντας το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας του άρθρου του 381 του ΠΚ, όχι όμως και αυτό της εκβίασης του άρθρου 385 του ΠΚ, όπως ισχυρίζεται ο αντενάγων – εναγόμενος, καθόσον δεν είχε σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, αλλά να καταβληθεί σε αυτόν από τον εναγόμενο το οφειλόμενο ποσό. Από την παραπάνω υπαίτια συμπεριφορά του αντεναγομένου – ενάγοντος, ο αντενάγων – εναγόμενος υπέστη θετική ζημία, ανερχόμενη στο ποσό των 221,40 ευρώ, που δαπανήθηκε ως έξοδα τοποθέτησης νέου μεταχειρισμένου εγκεφάλου στο φορτηγό ιδιοκτησίας του, αλλά και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί σε αυτόν χρηματική ικανοποίηση ποσού 500 ευρώ, συνεπεία της προσβολής της προσωπικότητάς του από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντεναγομένου – ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της ένδικης από 14-12-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το συνολικό ποσό που οφείλει ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα ανέρχεται στο ποσό των 1.478,15 ευρώ για την εργασία του τις Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 8-2-2012 έως 31-12-2012 και το συνολικό ποσό των 14.205,61 ευρώ (ήτοι 8.009,43 ευρώ για τις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ετών 2013 και 2014, 3.050,65 (= 1.635,40 + 1.415,25) ευρώ για την εργασία του τις Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2013 έως 14-11-2014, 3.145,53 ευρώ για αποδοχές αδείας ετών 2012, 2013 και 2014). Συνεπώς, πρέπει α) να απορριφθεί η από 14-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, β) να γίνει δεκτή η από 7-12-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξή της που αφορά, όπως προαναφέρθηκε, το κονδύλιο για την προσαύξηση 100% της ετήσιας άδειας,, καθώς και ως προς τη διάταξη και τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν και όσα δεν μεταρρυθμίστηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, Α) να δικασθεί εκ νέου η από 2-3-2015 (αρ. καταθ. …./2015) αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.478,15 ευρώ (για την εργασία του τις Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 8-2-2012 έως 31-12-2012) και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 14.205,61 ευρώ (ήτοι 8.009,43 ευρώ για τις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ετών 2013 και 2014, 3.050,65 ευρώ για την εργασία του τις Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2013 έως 14-11-2014, 3.145,53 ευρώ για αποδοχές αδείας ετών 2012, 2013 και 2014), τα ανωτέρω ποσά δε νομιμότοκα από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό μέχρι την πλήρη εξόφληση, ως ακολούθως: α) για τις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και για την εργασία του τις Κυριακές από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την εργασία του και β) για την αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας από την 1-1 του επομένου έτους μέχρις εξοφλήσεως, ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα  βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος (εφεσίβλητος-εκκαλών) στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος (εκκαλούντος-εφεσίβλητου) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας, Β) να δικασθεί εκ νέου η ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος – ενάγων να καταβάλει στον αντενάγοντα – εναγόμενο το συνολικό ποσό των 721,40 ευρώ νομιμότοκα από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αντεναγόμενος – ενάγων (εκκαλών-εφεσίβλητος) στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του αντενάγοντος – εναγομένου (εφεσίβλητου-εκκαλούντος) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) και β) από 14-12-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 3791/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ)].

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 14-12-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 7-12-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 3791/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ)].

Κρατεί και δικάζει την από 2-3-2015 (αρ. καταθ. …../2015) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (1.478,15 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πέντε ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (14.205,61 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

     Κρατεί και δικάζει την ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή.

Δέχεται εν μέρει την ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή.

Υποχρεώνει τον αντεναγόμενο – ενάγοντα να καταβάλει στον αντενάγοντα – εναγόμενο το συνολικό ποσό των επτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (721,40 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει τον αντεναγόμενο – ενάγοντα στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του αντενάγοντος – εναγομένου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των 100 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  15-5-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ