Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 303/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     303/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

           Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η υπό κρίση από 6-12-2016 και με Γ.Α.Κ. …../7-12-2016 και Ε.Α.Κ. …./7-12-2016 έφεση του εναγομένου ……..  στην από 5-5-10 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./12-5-2010 αγωγή των …. και . …. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία (έφεση) απευθύνεται κατά των ανωτέρω εναγόντων και κατά της με αριθ. 293/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε επί της άνω αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, η οποία είχε προηγουμένως παραπεμφθεί στο αμέσως ανωτέρω Δικαστήριο ως καθ’ ύλην αρμόδιο με τη με αριθ. 1332/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλη. Η άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 496, 498, 499, 500, 511, 516 παρ. 1, 517 εδάφ. α’, 518 και 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αφού δεν προκύπτει επίδοση της πρωτόδικης απόφασης προς τον εκκαλούντα (εναγόμενο) και δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστεί, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ώστε να διακριβωθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει και του ότι καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο άσκησης έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015.

Το άρθρο 138 A.K. ορίζει στην πρώτη μεν παράγραφο: «Δήλωση βούλησης που δεν έγινε σοβαρά παρά μόνον φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη», στη δε δεύτερη παράγραφο: «άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της». Από την πρώτη διάταξη συνάγεται ότι η δήλωση βούλησης που δεν έγινε σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε (άρθρο 180 Α.Κ.). Επομένως, εικονική είναι η δήλωση βούλησης η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και έχει ως σκοπό να δημιουργήσει σε άλλους την εντύπωση μεταβολής ορισμένης νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πρόθεση στον δηλούντα τέτοιας νομικής μεταβολής, αυτή δε μπορεί να υφίσταται όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, οπότε, για την αντίστοιχη ακυρότητα της τελευταίας προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο κατάρτισής της αντισυμβαλλομένων ότι η σύμβαση που συνάφθηκε δεν παράγει έννομες συνέπειες (Α.Π. 25/2016, Α.Π. 563/2016, Α.Π. 563/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η έννοια της εικονικότητας είναι ορισμένη αφεαυτής και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του ισχυρισμού περί εικονικότητας ορισμένης δικαιοπραξίας, αντιστοίχως δε και για την πληρότητα της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης που την καταφάσκει, να περιέχεται και το στοιχείο ότι όλοι οι συμβαλλόμενοι ήσαν εν γνώσει της εικονικότητας κατά το χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αφού αυτό, ως σύμφυτο με την έννοιά της, θεωρείται αυτονόητο ως συντρέχον (Α.Π. 1659/2006, Α.Π. 1169/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται σ’ αυτήν ότι η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, ηθελημένη από τα μέρη, αλλά τούτο προβάλλεται από τον εναγόμενο και αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (Α.Π. 1807/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 Α.Κ.) ή γενικότερα πρόθεση εξαπάτησης κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαίτησης προγενέστερης της εικονικής εκποίησης (Α.Π. 160/2013, Εφ.Λαρ. 152/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 513 Α.Κ. προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της πώλησης είναι το πράγμα, το τίμημα και η περί τούτων συμφωνία, η έλλειψη δε έστω και ενός από τα στοιχεία αυτά, καθιστά άκυρη την πώληση. Από τον συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνες των άρθρων 138, 180 και 1033 Α.Κ. συνάγεται ότι, σε περιπτώσεις καταχωρημένης σε συμβολαιογραφικό έγγραφο σύμβασης πώλησης και, εξαιτίας της πώλησης, μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου από τον κύριο τούτου σε άλλον, αν οι αντίστοιχες για την πώληση δηλώσεις βούλησης αφενός του πωλητή και αφετέρου του αγοραστή ήσαν εικονικές, υπό την έννοια ότι δεν έγιναν στα σοβαρά αλλά έγιναν μόνο φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις των συμβαλλομένων ήσαν, είτε να μην υπάρχουν η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει το πωλούμενο πράγμα και η υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, είτε να μην υπάρχει η μία μόνον από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις, η σύμβαση πώλησης είναι λόγω της εικονικότητας άκυρη, θεωρούμενη γι’ αυτό ως μη γενομένη, η ακυρότητα δε αυτή επισύρει και την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου, λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της τελευταίας. Εξάλλου, το τίμημα, ήτοι η αντιπαροχή που οφείλεται από τον αγοραστή για την παροχή του πράγματος ή του δικαιώματος πρέπει να είναι αληθινό, δηλαδή η περί αυτού συμφωνία να είναι ειλικρινής και σπουδαία, διότι ναι μεν η μη καταβολή του δεν επηρεάζει το κύρος της σύμβασης, αφού η ενοχή προς καταβολή του μπορεί να αφεθεί ή κατ’ άλλο τρόπο να αποσβεσθεί, πλην όμως μπορεί το στοιχείο τούτο, κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής πρόθεσης των συμβληθέντων, να αποτελέσει, κατά τις περιστάσεις, τεκμήριο περί της εικονικότητας και έτσι, εάν η συμφωνία που αφορά το τίμημα έγινε κατά το φαινόμενο μόνο, υπάρχει εικονικότητα κατά την έννοια του άρθρου 138 παρ. 1 Α.Κ, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της υποσχετικής σύμβασης της πώλησης, κατ’ επέκταση δε και της εμπράγματης μεταβιβαστικής της κυριότητας του πωληθέντος πράγματος, εάν αφορά ακίνητο, αφού αυτή κατ’ άρθρο 1033 Α.Κ. είναι αιτιώδης (Α.Π. 160/2013, ό.α, Α.Π. 614/2016, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Πάντως, όταν στο πωλητήριο συμβόλαιο αναφέρεται ότι το τίμημα καταβλήθηκε εκτός του συμβολαιογραφείου, δεν στοιχειοθετείται περί της καταβολής του τιμήματος άμεση κατά το άρθρο 438 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ. απόδειξη, αλλά τούτο εκτιμάται ελεύθερα, διότι τέτοια αναφορά δεν συνιστά τεκμήριο (Α.Π. 1994/2009, A.Π. 269/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι …….. και ……., με την προαναφερθείσα από 5-5-2010 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./12-5-2010 αγωγή τους, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, ισχυρίστηκαν ότι είναι οι μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιωσάσης στη Νίκαια Αττικής την 8-9-2009 ……., το γένος …….. (αδελφής του αποβιώσαντος τον Ιούνιο 2008 πατέρα τους ……..). Ότι τέσσερις περίπου μήνες πριν το θάνατό της και συγκεκριμένα στις 15-5-2009 και στις 26-5-2009, η άνω θεία τους πώλησε και μεταβίβασε στον εναγόμενο . …. (σύζυγο της επί έτη οικιακής βοηθού της) την ψιλή κυριότητα των δυο περιγραφόμενων στην αγωγή ακινήτων (ισόγειας μονοκατοικίας 45 τ.μ. με οικόπεδο 90,72 τ.μ. στη Νίκαια και ισογείου διαμερίσματος 38,15 τ.μ. στον Πειραιά) συγκυριότητάς της κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου εκάστου των άνω ακινήτων, κρατώντας για τον εαυτό της την ισόβια επικαρπία τους, συνταχθέντων σχετικά των υπ’ αριθ. …./15-5-2009 και ……/25-6-2009 αντίστοιχα πωλητηρίων συμβολαίων της συμβολαιογράφου Αθηνών … .. Ότι οι άνω συμβάσεις πώλησης, εν γνώσει των συμβαλλομένων μερών, καταρτίστηκαν εικονικά, με πρόσχημα την παροχή βοήθειας για τη νομιμοποίηση της οικογένειας του εναγομένου αλλοδαπού υπηκόου στην Ελλάδα με την απόκτηση απ’ αυτόν κυριότητας ακινήτου επί ελληνικού εδάφους, ενώ η αληθής συμφωνία των αντισυμβαλλομένων ήταν οι συμβάσεις αυτές να γίνουν μόνο για τους τύπους και να μην παράγουν υποχρέωση της πωλήτριας για μεταβίβαση του εξ αδιαιρέτου ποσοστού ψιλής κυριότητάς της επί των ακινήτων, ούτε υποχρέωση του αγοραστή να καταβάλει τίμημα, παρά τις αντίθετες τυπικές αναγραφές στα άνω πωλητήρια συμβόλαια. Ότι το δικαίωμα συγκυριότητάς της επί των άνω ακινήτων σε καμία περίπτωση η άνω θεία τους δεν θα δεχόταν πραγματικά να το μεταβιβάσει χωρίς αντάλλαγμα στον εναγόμενο και μάλιστα εν αγνοία τους, αφενός διότι επρόκειτο για τα μοναδικά ακίνητα περιουσιακά της στοιχεία, που την εξασφάλιζαν, εάν στο μέλλον είχε οικονομική ανάγκη και αφετέρου διότι οι ίδιοι ήταν ήδη συγκύριοι των ακινήτων αυτών κατά επιπλέον ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου ο καθένας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του άνω προαποβιώσαντος πατρός τους και εάν η θεία τους σκεφτόταν να πουλήσει το δικό της ποσοστό επ’ αυτών, το φυσιολογικό θα ήταν να τους ενημέρωνε προηγουμένως για τις προθέσεις της και να πρότεινε σ’ εκείνους να τα αγοράσουν. Ότι η εικονικότητα των άνω υποσχετικών συμβάσεων πώλησης καθιστά τις πωλήσεις άκυρες και θεωρούμενες ως μη γενόμενες, η ακυρότητα δε αυτή επιφέρει κατ’ επέκταση και την ακυρότητα των εμπράγματων συμβάσεων μεταβίβασης του ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας των πωληθέντων ακινήτων, αφού αυτές, κατ’ άρθρο 1033 Α.Κ, είναι αιτιώδεις. Με βάση τα περιστατικά αυτά οι ενάγοντες ζήτησαν: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα λόγω εικονικότητας των άνω συμβάσεων πώλησης του ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της θείας τους επί των άνω ακινήτων, β) να αναγνωριστεί ότι οι ίδιοι είναι συγκύριοι στα άνω ακίνητα κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της και γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και κάθε τρίτος που αντλεί δικαιώματα απ’ αυτόν, να τους παραδώσει το άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας των άνω ακινήτων που κληρονόμησαν και σε περίπτωση άρνησής του, να διαταχθεί η βίαιη αποβολή του απ’ αυτά και η εγκατάσταση αυτών (εναγόντων), με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Επί της αγωγής αυτής – η οποία, με τη με αριθ. 1332/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ως το καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο – εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν α) ως μη νόμιμο το αίτημα να εκτελεστεί πριν την τελεσιδικία της η απόφαση που θα εκδοθεί ως προς την απόδοση των επιδίκων ακινήτων στους ενάγοντες και β) ως αβάσιμα κατ’ ουσία τα αιτήματα αναγνώρισης της συγκυριότητας των εναγόντων επί των κληρονομιαίων ακινήτων και απόδοσής τους σ’ αυτούς, έγινε κατά τα λοιπά δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνωρίστηκε η ακυρότητα λόγω εικονικότητας των άνω συμβάσεων πώλησης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή εναντίον του.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα υπ΄ αριθ. 1332/2011 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και  απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη  είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση  της ουσίας της υπόθεσης  [στα οποία περιλαμβάνονται και οι πιο κάτω ληφθείσες ύστερα από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (άρθρο 671 παρ. 1 εδ. β’  Κ.Πολ.Δ), προσκομιζόμενες με επίκληση από τον εναγόμενο υπ’ αριθ. …./27-10-2010 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη  Νικαίας  (βλ. την υπ’ αριθ. …/21-10-2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο  Πρωτοδικείο Αθηνών …….) και υπ’ αριθ. ……./1-11-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών (βλ. τις υπ’ αριθ. …./27-10-2017 και …../27-10-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), εκ των οποίων η τελευταία λήφθηκε παραδεκτά μετά τη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Α.Π. 186/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, υπ’ άρθρο 529, αριθ. 2208, σ. 549), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη (άρθ. 336 παρ. 4, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα εξής: Στις 8-9-2009 απεβίωσε στη Νίκαια Αττικής η θεία των εναγόντων (………) ……, το γένος ……… Ήταν 79 ετών, χήρα, άτεκνη και συνταξιούχος του Ι.Κ.Α.  Από το θάνατο του συζύγου της και επί δεκαπέντε περίπου χρόνια διέμενε μόνη της σε ισόγεια οικία 45 τ.μ, με αριθμό 10, επί οικοπέδου 90,72 τ.μ. στον ……….. Αττικής, επί της οδού …. αριθ. ….. Η οικία αυτή ανήκε στην κυριότητά της κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου και το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ανήκε στον αδελφό της ……… (πατέρα των εναγόντων). Ο τελευταίος απεβίωσε στις 26-7-2008 και στο άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητάς του επί της άνω οικίας, καθώς και στο ½ εξ αδιαιρέτου κυριότητάς του επί ενός διαμερίσματος 38,15 τ.μ. ισογείου ορόφου στον Πειραιά επί της οδού … αριθ. …. (το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου του οποίου ανήκε στην κυριότητα της άνω αδελφής του), υπεισήλθαν ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του οι ενάγοντες (τέκνα του), οι οποίοι ήταν και οι πλησιέστεροι συγγενείς της άνω αδελφής του (ανίψια της). Καθ’ όλα τα άνω χρόνια της χηρείας της …….., από τους συγγενείς της μόνο η οικογένεια των εναγόντων της συμπαραστεκόταν και εκδήλωνε ενδιαφέρον γι’ αυτή (την επισκέπτονταν, της πήγαιναν πράγματα που χρειαζόταν, τη συνόδευαν στο νοσοκομείο όταν αρρώσταινε, την καλούσαν στην οικία τους, τη μετέφεραν με αυτοκίνητο πίσω στη δική της οικία, κ.ά.). Από την πλευρά της η τελευταία τους είχε ως στήριγμα και καταφύγιο, χαρακτηριστικό δε της εμπιστοσύνης της είναι ότι είχε βάλει τους γονείς των εναγόντων (…… και  . …) συνδικαιούχους  στον υπ’ αριθ. …….. λογαριασμό της στην τράπεζα «EUROBANK EFG», στον οποίο κατατίθετο η σύνταξή της και φυλάσσονταν οι αποταμιεύσεις της. Η άνω θεία των εναγόντων ήταν φιλάσθενη, πάσχουσα, εκτός άλλων, από χρόνια υπερτασική καρδιοπάθεια και κατάθλιψη (βλ. ενδεικτικά το από 15-6-1999 εξιτήριο του Π.Γ.Ν. Νικαίας, με μνεία οκταήμερης νοσηλείας της μετά από οξύ πνευμονικό οίδημα λόγω υπερτασικής καρδιοπάθειας και το αντίγραφο του ατομικού της βιβλιαρίου υγείας Ι.Κ.Α, με επανειλημμένη συνταγογράφηση από 3-11-2008 του αντικαταθλιπτικού φαρμάκου «effexor»). Λόγω της επιδεινούμενης κατάστασης της υγείας της, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της,  χρειάστηκε τη βοήθεια τρίτου προσώπου για να της συμπαραστέκεται στις καθημερινές της δραστηριότητες και να τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούσε από το 1999 και μέχρι το θάνατό της στις 8-9-2009 ως εξωτερική οικιακή βοηθό, τη σύζυγο του εναγομένου (. …) …….., η οποία εργάζονταν στην οικία της από Δευτέρα έως Σάββατο, από ώρα 9.00 π.μ. έως ώρα 3.00 μ.μ. (εκτός από το έτος 2005, κατά το οποίο εργάζονταν επί δυο μόνο ημέρες εβδομαδιαίως, με το ίδιο ωράριο) και ελάμβανε μισθό που, κατά τον άνω χρόνο θανάτου της άνω εργοδότριάς της ανέρχονταν στα 400,00 ευρώ μηνιαίως. Η εξάρτηση της θείας των εναγόντων από την άνω οικιακή βοηθό της για την κάλυψη των αναγκών της καθημερινότητάς της (καθαριότητα οικίας,  ψώνια, μαγείρεμα, περιποίηση, μπάνιο, συνοδεία σε περιπάτους – επισκέψεις – ιατρούς, οικονομικές συναλλαγές, κ.ά.) αυξήθηκε με τα χρόνια και την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της. Ιδιαίτερα όμως αυξήθηκε η εξάρτηση αυτή δυο μήνες μετά το θάνατο του άνω αδελφού της, οπότε εμφάνισε κάποιας μορφής ψυχρότητα στη συμπεριφορά της απέναντι στους ενάγοντες και στη μητέρα τους, υποπτευόμενη ότι η τελευταία, ως συνδικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού της στον οποίο κατατίθετο η σύνταξή της και υπήρχε επί πολλά έτη σταθερό κεφάλαιο αποταμιεύσεών της, ποσού 9.000,00 ευρώ, έκανε εν αγνοία της αναλήψεις σημαντικών χρηματικών ποσών από το λογαριασμό αυτό, ανερχομένων συνολικά στο ποσό των 5.500,00 ευρώ. Στις υποψίες αυτές ωθήθηκε από αμφιβολίες ως προς τη διαχείριση του άνω λογαριασμού της που της δημιούργησε, στην ευάλωτη άνω σωματική και ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, η άνω οικιακή βοηθός της, η οποία τη συνέδραμε στις οικονομικές συναλλαγές της. Και ναι μεν οι υποψίες της αυτές αποδείχθηκαν αβάσιμες όταν μαζί με την άνω χήρα του αδελφού της και τα τέκνα της (ενάγοντες) επισκέφτηκαν το υποκατάστημα Αιγάλεω της τράπεζας «EUROBANK EFG», όπου τηρούνταν ο άνω κοινός λογαριασμός και παρουσία του διευθυντή του καταστήματος έλεγξαν όλες τις αναλήψεις, που είχαν πραγματοποιηθεί και διαπιστώθηκε ότι, από τις αρχές του 2002, που άνοιξε, μέχρι τις 31-10-2008, που μεταφέρθηκαν 9.000,00 ευρώ σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό της στην ίδια τράπεζα, το πιστωτικό υπόλοιπο του άνω κοινού λογαριασμού παρέμενε το ίδιο, δηλαδή περί τα 9.000,00 ευρώ και όλες οι αναλήψεις του ποσού της μηνιαίας σύνταξής της είχαν γίνει από την ίδια, η οποία είχε υπογράψει όλα τα σχετικά γραμμάτια είσπραξης, πλην όμως στο μεταξύ η άνω οικιακή βοηθός της, η οποία τη συνέδραμε και στις τραπεζικές συναλλαγές της, φρόντισε ώστε να μεταφέρει αυτή το άνω ποσό των αποταμιεύσεών της (9.000,00 ευρώ) σε ατομικό λογαριασμό της στην ίδια τράπεζα, αποκόπτοντας τη δυνατότητα ελέγχου των κινήσεων του λογαριασμού αυτού από τη χήρα του αδελφού της. Ακολούθως, μέσα σε ένα οκτάμηνο από την άνω μεταφορά (περίοδος από 2-12-2008 έως 14-8-2009) έγιναν αναλήψεις συνολικού ποσού 5.500,00 ευρώ από το κεφάλαιο αποταμιεύσεων του νέου ατομικού λογαριασμού της άνω θείας των εναγόντων (και δη 1.000,00 ευρώ στις 2-12-2008, 1.000,00 ευρώ στις 29-12-2008, 1.000,00 ευρώ στις 21-1-2009, 1.000,00 ευρώ στις 3-3-2009, 500,00 ευρώ στις 21-5-2009, 500,00 ευρώ στις 16-7-2009 και 500,00 ευρώ στις 14-8-2009), οι οποίες δεν δικαιολογούνταν από τις ανάγκες της, αφού δεν αντιμετώπισε έκτακτα έξοδα, ελάμβανε μηνιαία σύνταξη περί τα 750,00 ευρώ και μηνιαίο μίσθωμα 115,00 ευρώ για το ποσοστό της στο άνω ισόγειο διαμέρισμα 38,15 τ.μ. στον Πειραιά, ενώ δεν πλήρωνε μίσθωμα για την οικία που διέμενε. Εξαρτώμενη πλέον απόλυτα από την άνω οικιακή βοηθό της η οποία, έχουσα επιτύχει την ψυχική απομάκρυνσή της από τους άνω μόνους κοντινούς συγγενείς της και τον έλεγχο των αποταμιεύσεών της, είχε στρέψει πλέον το ενδιαφέρον της στα άνω ακίνητα συγκυριότητάς της η ………. δέχτηκε στη συνέχεια να τα πουλήσει εικονικά στο σύζυγο της οικιακής βοηθού της (εναγόμενο), υπό το πρόσχημα της παροχής βοήθειας για τη νομιμοποίηση της οικογένειάς του στην Ελλάδα με την απόκτηση απ’ αυτόν κυριότητας ακινήτων επί ελληνικού εδάφους, αφού έλαβε τη διαβεβαίωση ότι η μεταβίβαση γινόταν για τυπικό λόγο και στη συνέχεια θα ακυρωνόταν. Η μεταβίβαση αυτή συμφωνήθηκε να μη γίνει στο όνομα της άνω οικιακής βοηθού της, η οποία είχε την απόλυτη εμπιστοσύνη της, αλλά στο όνομα του συζύγου της, με τη δικαιολογία ότι στην Αλβανία κατ’ έθιμο η ακίνητη περιουσία αποκτάται στο όνομα του άντρα και ενόψει και του ότι μόνο ο σύζυγός της είχε εμφανές εισόδημα στην Ελλάδα. Κατόπιν τούτων στις 15-5-2009 συντάχθηκε μεταξύ της άνω θείας των εναγόντων και του εναγομένου ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……..: α) το υπ’ αριθ. ………./15-5-2009 συμβόλαιο αγοραπωλησίας ψιλής κυριότητας ποσοστού εξ αδιαιρέτου ακινήτου (οικοπέδου) μετά ισογείου οικίας, που καταχωρήθηκε με ΚΑΕΚ ……. στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο Νικαίας, με το οποίο η πρώτη φέρεται να μεταβιβάζει, με αιτία την πώληση, στο δεύτερο το ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της προαναφερθείσας ισόγειας μονοκατοικίας 45 τ.μ. με οικόπεδο 90,72 τ.μ. στη Νίκαια, αντί τιμήματος 22.823,92 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι ο εναγόμενος της κατέβαλε προηγουμένως και εκτός του γραφείου της συμβολαιογράφου, κατά ρητή δήλωση των συμβαλλομένων και ενόψει της κατάρτισης του συμβολαίου αυτού. Και β) το υπ’ αριθ. ……../25-6-2009 συμβόλαιο αγοραπωλησίας ψιλής κυριότητας ποσοστού εξ αδιαιρέτου οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος), με παρακράτηση ισόβιας επικαρπίας, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, με το οποίο η πρώτη φέρεται να μεταβιβάζει, με αιτία την πώληση, στο δεύτερο το ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του προαναφερθέντος ισογείου διαμερίσματος 38,15 τ.μ. στον Πειραιά, αντί τιμήματος 7.787,18 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι ο εναγόμενος της κατέβαλε προηγουμένως και εκτός του γραφείου της συμβολαιογράφου, κατά ρητή δήλωση των συμβαλλομένων και ενόψει της κατάρτισης του συμβολαίου αυτού. Οι ανωτέρω συμβάσεις πώλησης μεταξύ της …….. και του εναγομένου ήταν εικονικές και επομένως άκυρες (άρθ. 138 παρ.1, 180 Α.Κ.), διότι δεν συνομολογήθηκαν στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, αφού δεν υπήρχε αληθινή βούληση της πωλήτριας θείας των εναγόντων να μεταβιβάσει το εξ αδιαιρέτου ποσοστό ψιλής κυριότητάς της επί των άνω ακινήτων, ούτε του εκκαλούντος αγοραστή να τα αποκτήσει καταβάλλοντας τίμημα, λόγος για τον οποίον άλλωστε δεν συμφωνήθηκε και δεν καταβλήθηκε τίμημα. Για την εικονικότητα των ανωτέρω συμβάσεων πώλησης απόλυτα πειστική  κρίνεται η κατάθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του μάρτυρος απόδειξης ……….. (συζύγου της δεύτερης ενάγουσας), ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι η θεία είχε ιδιαίτερα καλή σχέση μαζί του και τον εμπιστευόταν, ότι την επισκέφτηκε στην οικία της δυόμισι εβδομάδες περίπου πριν πεθάνει και δεν του είπε ότι είχε πουλήσει τα ποσοστά που της ανήκαν στα άνω ακίνητα, ότι κατά τους χρόνους των πωλήσεων η θεία δεν είχε καμία έκτακτη οικονομική ανάγκη και δεν είχε λόγο να μεταβιβάσει τα άνω ακίνητά της, ότι από τη στιγμή που υποτίθεται ότι παρέλαβε το τίμημα που αναγράφουν τα συμβόλαια η θεία άρχισε να αντλεί χρήματα από τον άνω τραπεζικό λογαριασμό της στον οποίον επί έτη είχε για ασφάλεια 9.000,00 ευρώ, ότι χρήματα από την πώληση των άνω ακινήτων δεν φαίνονται πουθενά, ότι η σύζυγος του εναγομένου πληρώνονταν ανελλιπώς και αποκλείεται να ήθελε η θεία να την ανταμείψει και με τα ακίνητά της, ότι τα δέκα χρόνια που η σύζυγός του εργάζονταν στη θεία των εναγόντων ο εναγόμενος ήταν φάντασμα και δεν τον είχε συναντήσει, ότι η θεία του έλεγε ότι ο εναγόμενος είναι ακαμάτης και η γυναίκα του τον συντηρεί, ότι μετά το θάνατο του πεθερού του κάποιος διέβαλε και συκοφάντησε όλους τους συγγενείς ότι καταχράστηκαν χρήματα από το λογαριασμό της και ότι πήγαν στο διευθυντή της τράπεζας και είπε στη θεία να ζητήσει συγνώμη από τους συγγενείς γιατί δεν έχουν καταχραστεί ούτε ένα ευρώ. Η κατάθεση αυτή, χωρίς να αναιρείται από κάποιο άλλο κρίσιμο αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω, ενισχύεται: α) από το στενό συγγενικό δεσμό της θανούσας με τους ενάγοντες, οι οποίοι ήταν τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού της ….., τον οποίον εμπιστευόταν απόλυτα κατά τα χρόνια της χηρείας της και είχε την οικογένειά του ως κύριο στήριγμα και καταφύγιο, καθότι η ίδια ήταν μεγάλης ηλικίας, χήρα, άτεκνη και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με την καρδιά της, β) από το ότι η τελευταία δεν είχε άμεση ανάγκη χρημάτων όταν, λίγους μήνες πριν πεθάνει, απαλλοτρίωσε όλα τα ακίνητα περιουσιακά της στοιχεία, αφού δεν αντιμετώπιζε έκτακτα έξοδα, ελάμβανε μηνιαία σύνταξη 750,00 ευρώ περίπου και μηνιαία αναλογία μισθώματος 115,00 ευρώ από το άνω ισόγειο διαμέρισμα συγκυριότητάς της στον Πειραιά που επαρκούσαν για τη συντήρησή της, δεν πλήρωνε μίσθωμα στην οικία όπου διέμενε και διέθετε και αποταμιεύσεις, κατά τα προεκτεθέντα, γ) από το ότι η πώληση και μεταβίβαση του άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστού της ψιλής κυριότητας των άνω μοναδικών ακινήτων της (το ένα εκ των οποίων αποτελούσε την κατοικία της και το άλλο ήταν μισθωμένο ως κατοικία) έγινε χωρίς να ενημερωθούν οι ενάγοντες συγκύριοι των ακινήτων αυτών (είτε εκ μέρους της είτε εκ μέρους της οικιακής βοηθού της, της οποίας ο σύζυγος τα αγόρασε) και μόνο πέντε ημέρες μετά το θάνατό της ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου τηλεφώνησε στη δεύτερη ενάγουσα και της ζήτησε να μην συμπεριλάβει στη δήλωση φόρου κληρονομίας τα άνω ακίνητα, γιατί η θανούσα είχε πουλήσει και μεταβιβάσει εν ζωή στον εναγόμενο την ψιλή κυριότητα αυτών κατά το άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου, δ) από το ότι, ακόμη και εάν ο εναγόμενος είχε χρήματα για να πληρώσει το αναγραφόμενο στα άνω συμβόλαια τίμημα (συνολικά 30.619,11 ευρώ), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ως οικονομικός μετανάστης χωρίς σταθερή εργασία και ιδιόκτητη κατοικία στην Ελλάδα και με τετραμελή οικογένεια, δεν θα τα είχε αναλώσει για ένα άδηλο μελλοντικό δικαίωμα στο ½ εξ αδιαιρέτου δυο ακινήτων που δεν θα του ανήκαν εξ’ ολοκλήρου και ε) από το ότι δεν αποδείχθηκε ότι η άνω θεία των εναγόντων έλαβε πράγματι τίμημα για την μεταβίβαση του άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας των ακινήτων της και συγκεκριμένα το αναγραφόμενο στα συμβόλαια συνολικό ποσό των 30.619,11 ευρώ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, δεν καταβλήθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου που συνέταξε τα συμβόλαια, αλλά εκτός του γραφείου της και πριν την υπογραφή των συμβολαίων, κατά ρητή δήλωση των συμβαλλομένων μερών, με συνέπεια να μη στοιχειοθετείται περί της καταβολής αυτού άμεση, κατά το άρθρο 438 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ, απόδειξη και η σχετική αναφορά στα άνω συμβόλαια να μη δύναται να εκτιμηθεί ούτε ως δικαστικό τεκμήριο, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι στους προαναφερθέντες λογαριασμούς που τηρούσε η θεία των εναγόντων στην τράπεζα «Eurobank EFG», κατά τους αντίστοιχους χρόνους αλλά και μετέπειτα, δεν εμφανίζεται καμία κατάθεση αντίστοιχων χρηματικών ποσών, όπως θα ήταν αναμενόμενο εάν αυτή είχε πράγματι λάβει το φερόμενο ως καταβληθέν τίμημα. Επιπλέον, από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τα παραπάνω ποσά για την αγορά του άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστού της ψιλής κυριότητας των άνω ακινήτων, αφού δεν προσκόμισε σχετικά κάποιο επίσημο φορολογικό παραστατικό, όπως αντίγραφο λογαριασμού τράπεζας ή φορολογική δήλωση του χρόνου αυτού, από το οποίο να προκύπτει η οικονομική του δυνατότητα να καταβάλει τα ποσά αυτά στη θεία των εναγόντων και μάλιστα εφάπαξ, όπως ισχυρίζεται. Η επικαλούμενη απ’ αυτόν από 3-4-2009 συμβολαιογραφική δήλωση του πατέρα του (. …) ενώπιον του συμβολαιογράφου Τιράνων …….. για δωρεά του προς τη νύφη του (σύζυγο του εναγομένου) ποσού 60.000,00 ευρώ δεν αποτελεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, αφού πρόκειται για απλή δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου κατά την Αλβανική νομοθεσία, της οποίας η αλήθεια δεν ελέγχθηκε από το συμβολαιογράφο και δεν επιβεβαιώνεται με έμβασμα και μεταφορά των χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό της συζύγου του εναγομένου ή με παραστατικό εκταμίευσης απ’ αυτήν, την ημέρα της φερομένης καταβολής, αντιστοίχου ποσού χρημάτων από την τράπεζα για καταβολή στη  φερόμενη ως πωλήτρια θεία των εναγόντων. Αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν θεωρείται από το Δικαστήριο τούτο ούτε το φωτοτυπικό αντίγραφο της χειρόγραφης από 12-2-2009 απόδειξης του δικηγόρου του εναγομένου …… ότι εισέπραξε για λογαριασμό του το ποσό των 10.000,00 ευρώ από την εναγόμενη ……… σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση (κατόπιν συμβιβασμού) της από 23-3-2007 αγωγής του εναντίον της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Περιστερίου, της επ’ αυτής εκδοθείσας με αριθ. 86/2008 απόφασης του αμέσως ανωτέρω Δικαστηρίου και της επί επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης αυτής από 8-2-2009 επιταγής προς εκτέλεση σε βάρος της ανωτέρω εναγόμενης για συνολικό ποσό 11.959,47 ευρώ, το μεν διότι η άνω επιδικασθείσα απαίτηση υπολείπεται κατά πολύ του τιμήματος, που ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι κατέβαλε τοις μετρητοίς στη θεία των εναγόντων, το δε διότι η ύπαρξη της άνω χρηματικής απαίτησης δεν αποδεικνύει την καταβολή αντίστοιχου τιμήματος, αν συνεκτιμηθεί και το ότι το εισπραχθέν ποσό ήταν αναγκαίο για να αντιμετωπιστούν τα μηνιαία έξοδα της τετραμελούς οικογένειας του εναγομένου, καθώς και το ότι ο τελευταίος δεν είχε σταθερή εργασία αλλά εργαζόταν περιστασιακά σε επιχείρηση διανομής αλεύρων, σε πιτσαρία και στη λαχαναγορά ως φορτοεκφορτωτής, ενώ η σύζυγός του ελάμβανε ως οικιακή βοηθός μηνιαίο μισθό μόλις 400,00 ευρώ. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την κατάθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της μάρτυρος ανταπόδειξης ………. (συζύγου του εναγομένου και οικιακής βοηθού της θείας των εναγόντων), η οποία δεν δικαιολόγησε πειστικά στην κατάθεσή της ότι για τα ακίνητα μαζί με το σύζυγό της κατέβαλαν τίμημα σε μετρητά στην οικία της θείας των εναγόντων το πρωί της ημέρας, που καταρτίστηκαν τα πωλητήρια συμβόλαια, ενόψει του ότι δεν εξήγησε: i) γιατί ο εναγόμενος σύζυγός της δεν ζήτησε από την «πωλήτρια» αποδείξεις με αναφορά των ποσών του τιμήματος που της κατέβαλε και της αιτίας των καταβολών, ώστε στην περίπτωση απροόπτου συμβάντος να μπορεί να αποδείξει έναντι αυτής ή έναντι τρίτων ότι κατέβαλε τίμημα για την αγορά των ακινήτων, ii) γιατί η «πωλήτρια» επέλεξε να εισπράξει σε μετρητά στην οικία το τίμημα 30.620,11 ευρώ, ενώ μπορούσε ευχερώς να το εισπράξει μέσω της άνω τράπεζας όπου αποταμίευε επί έτη τις οικονομίες της, iii) γιατί μετά την υπογραφή των συμβολαίων και την «είσπραξη» του τιμήματος η «πωλήτρια» ανέλαβε σημαντικά χρηματικά ποσά από τον ατομικό της τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος, όχι μόνο δεν αυξήθηκε με την κατάθεση του «τιμήματος», αλλά μειώθηκε κατά 5.500,00 ευρώ μέσα σε οκτώ μήνες, iv) πως γίνεται η ίδια, που ήταν η έμπιστη οικιακή βοηθός της «πωλήτριας» και ισχυρίζεται ότι μαζί με το σύζυγό της κατέβαλαν στην τελευταία σε μετρητά στην οικία της το τίμημα των 31.620,11 ευρώ, να μη γνώριζε τι έκανε στη συνέχεια το ποσό αυτό η αντισυμβαλλόμενη του συζύγου της εργοδότριά της, να υποθέτει ότι μπορεί να το έδωσε στην εκκλησία ή για φιλανθρωπικούς σκοπούς και παράλληλα να ισχυρίζεται ότι αυτή πούλησε το ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας των άνω ακινήτων της, γιατί είχε ανάγκη χρημάτων, για να εξασφαλίσει τα γηρατειά της από απρόσμενο ενδεχόμενο, v) γιατί ο σύζυγός της, που είχε τετραμελή οικογένεια, να αναλώσει 31.000,00 ευρώ περίπου σε μετρητά για ένα άδηλο, μελλοντικό δικαίωμα, στο ½ εξ αδιαιρέτου δυο ακινήτων που δεν θα του ανήκαν εξ’ ολοκλήρου, ενώ δεν είχε σταθερή εργασία και ιδιόκτητη κατοικία και vi) υπό ποιες συνθήκες εισέπραξε ο πεθερός της στην Αλβανία τίμημα πώλησης ακινήτου σε ευρώ και σε μετρητά και πως αποδεικνύεται ότι κατέληξε νόμιμα το ποσό αυτό στην Ελλάδα και στα χέρια του συζύγου της. Σε άλλη κρίση δεν οδηγεί το Δικαστήριο ούτε η υπ’ αριθ. …/27-10-2010 ένορκη βεβαίωση της παιδικής φίλης και γειτόνισσας της θείας των εναγόντων …….. (γεννηθείσας στις 15-3-1932), αφού αυτή δεν βεβαίωσε κάτι συγκεκριμένο για τις ένδικες πωλήσεις και επιπλέον, με την από 5-7-2011 χωρίς όρκο κατάθεσή της ενώπιον του Πταισματοδίκη Νικαίας, ανακάλεσε όσα ανέφερε στην άνω ένορκη βεβαίωσή της περί αναλήψεων χρημάτων της ….. εν αγνοία της από τη συνδικαιούχο σε κοινό λογαριασμό της χήρα του αδελφού της …….., τονίζοντας ότι κανείς δεν της διάβασε την άνω ένορκη βεβαίωση πριν την υπογράψει, ότι την υπέγραψε χωρίς να γνωρίζει το κείμενο αυτής και ότι όσα αναφέρονται σ’ αυτή, για το λογαριασμό της ….. στην τράπεζα δεν τα έχει πει αυτή γιατί δεν τα γνωρίζει. Σε άλλη κρίση δεν οδηγεί το Δικαστήριο ούτε η υπ’ αριθ. ……/1-11-2017 ένορκη βεβαίωση του ετέρου μάρτυρος του εναγομένου ……. (συζύγου ανιψιάς του), διότι, πέραν του αντίθετου άνω αποδεικτικού υλικού που για τους προαναφερθέντες λόγους κρίνεται περισσότερο πειστικό, δεν γίνεται λόγος από τον άνω μάρτυρα, με σαφήνεια, τεκμηρίωση και πειστικότητα, για συμφωνία του εναγομένου και της θείας των εναγόντων για πώληση των ακινήτων της με συγκεκριμένο τίμημα, καθώς και για πραγματική καταβολή του τιμήματος από τον εναγόμενο. Επίσης δεν κλονίζεται η άνω κρίση του Δικαστηρίου από τη με αριθ. 1005/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Πειραιά, με την οποία ο εναγόμενος απαλλάχθηκε της κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας της άνω ενόρκως βεβαιώσασας μάρτυρός του …… σε ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμιση κατά της μητέρας των εναγόντων και εγκαλούσας ……., ενόψει του ότι το αντικείμενο της σχετικής ποινικής δίκης, που συνίστατο στο εάν έγιναν αναλήψεις χρημάτων της θανούσας …….εν αγνοία της από τον άνω τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η ίδια με την ανωτέρω εγκαλούσα και το σύζυγό της στην τράπεζα «Eurobank EFG» από τους τελευταίους, χωρίς να της έχουν επιστρέψει τα χρήματα, δεν ταυτίζεται με αυτό της προκείμενης αστικής διαφοράς, που συνίσταται στην εικονικότητα ή μη των άνω συμβάσεων πώλησης και συνεκτιμούμενου και του ότι, υπό το κράτος της ισχύος του Κ.Πολ.Δ, η τελεσίδικη απαλλακτική απόφαση ποινικού Δικαστηρίου δεν παράγει δεδικασμένο για το πολιτικό Δικαστήριο (άρθρο 321 Κ.Πολ.Δ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, υπ’ άρθρο 522, αριθ. 1463, σ. 369, Α.Π. 1422/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, επί των λόγων της κρινόμενης έφεσης πρέπει ειδικότερα να σημειωθούν τα εξής: Με τον πρώτο λόγο έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη του άρθρου 138 Α.Κ, αφού δεν δέχτηκε ότι κατά το χρόνο κατάρτισης των επιδίκων πωλήσεων οι αντισυμβαλλόμενοι γνώριζαν και συμφώνησαν ότι οι συμβάσεις που κατήρτισαν είναι εικονικές και δεν παράγουν έννομες συνέπειες, αλλά δέχθηκε ότι ο εναγόμενος και η σύζυγός του εξαπάτησαν και παραπλάνησαν την αποβιώσασα ώστε να προβεί στις σχετικές δηλώσεις βούλησης, προκειμένου να αποκτήσει αυτός την επίδικη ακίνητη περιουσία της, έχοντας αυτός την πραγματική βούληση να μεταβιβαστούν στον ίδιο κατά ψιλή κυριότητα και κατά το άνω ποσοστό τα ανωτέρω ακίνητα, προβαίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε παραδοχές που αντιφάσκουν προς την αληθή έννοια της εικονικότητας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι από την επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε ότι ο εκκαλών και η σύζυγός του εξαπάτησαν την πωλήτρια, για να τους μεταβιβάσει τα ακίνητα, αλλά ότι αυτή δέχθηκε ότι αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη τελούσαν σε γνώση και συμφωνία για τις εικονικές δικαιοπραξίες και ότι για το λόγο αυτό δεν καταβλήθηκε τίμημα αγοράς. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (και ειδικότερα των άρθρων 340, 347 και 233 επ. του Κ.Πολ.Δ. και 93 παρ. 3 του Συντάγματος) στήριξε την απόφασή του σε πιθανολόγηση όσον αφορά το λόγο, για τον οποίο δέχθηκε ότι ο ίδιος και η σύζυγός του έπεισαν την αποβιώσασα να προβεί στην εικονική πώληση προς αυτόν των επιδίκων ακινήτων, όπως προκύπτει από το κάτωθι απόσπασμα της εκκαλουμένης απόφασης «η ……… και ο εναγόμενος σύζυγός της, πιθανά προφασιζόμενοι κάποιο λόγο, που θα είχε σχέση με την εξακολούθηση της παραμονής τους στην Ελλάδα, έπεισαν την .. … να πωλήσει εικονικά στο σύζυγο της . το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητάς της στα επίδικα ακίνητα». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, αφού η αναφορά ότι οι εικονικές συμβάσεις πώλησης ακινήτων είχαν πιθανό κίνητρο κάποιο λόγο, που θα είχε σχέση με εξακολούθηση της παραμονής του εκκαλούντα και της οικογενείας του στην Ελλάδα, δεν αφορά στο αποδεικτέο θέμα της εικονικότητας και ειδικότερα σε στοιχείο, που κρίνει τη σοβαρότητα ή μη της μεταβίβασης, αλλά στο γενεσιουργό λόγο της απόφασης των συμβαλλομένων να συνάψουν τις εικονικές συμβάσεις πώλησης, ο οποίος δεν είναι ανάγκη να προκύπτει από την απόφαση και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη της εικονικότητας (Α.Π. 160/2013, ό.α, Εφ.Λαρ. 152/2014, ό.α.), κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας. Με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ότι δεν καταβλήθηκε τίμημα για την αγοραπωλησία των επιδίκων ακινήτων παρότι: α) η πωλήτρια προέβη σε αντίθετη δήλωση στα πωλητήρια συμβόλαια και τουλάχιστον το τίμημα του πρώτου συμβολαίου καταβλήθηκε, καθώς διαφορετικά η ……… δεν θα προέβαινε στη μεταβίβαση του δεύτερου ακινήτου (3ος λόγος), β) τα ανίψια της πωλήτριας (ενάγοντες), τα οποία από το θάνατο της θείας τους έχουν τα κλειδιά της οικίας της, δεν σφράγισαν αυτή μετά το θάνατό της για να διασφαλισθεί ότι δεν θα χαθεί τίποτα, ενώ η δήλωσή τους ότι δήθεν δεν βρήκαν τα χρήματα του τιμήματος δεν έχει καμία αξία, καθώς έχουν έννομο συμφέρον να αποκρύπτουν ότι τα βρήκαν, προκειμένου να αποφύγουν το φόρο κληρονομίας και να μπορέσουν να ανατρέψουν τις πωλήσεις των άνω ακινήτων λόγω εικονικότητας (4ος λόγος) και γ) ο ίδιος (εναγόμενος) είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει κατά τις ημερομηνίες κατάρτισης των πωλητηρίων συμβολαίων (15-5-2009 και 25-6-2009 αντίστοιχα) το αναγραφόμενο σ’ αυτά τίμημα αγοράς των ακινήτων, συνολικού ποσού 30.619,11 ευρώ, λόγω της άνω δωρεάς 60.000,00 ευρώ στις 3-4-2009 στην Αλβανία του πατέρα του προς τη σύζυγό του, της είσπραξης στις 12-2-2009 απαίτησής του 10.000,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές του από την εργοδότριά του . … και των αποταμιεύσεών του σε μετρητά από προηγηθείσα ενδεκαετή αδήλωτη εργασία του στην Ελλάδα. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσία, με βάση όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα, με τις πρόσθετες επισημάνσεις ότι: 1) η εικονικότητα δεν εμποδίζεται όταν η δήλωση βούλησης έγινε ενώπιον συμβολαιογράφου, αφού αυτός είναι εντεταλμένος απλά να πιστοποιεί τη δήλωση του ή των δικαιοπρακτούντων, όπως αυτή εμφανίζεται εξωτερικά και όχι να συμπράξει με τη βούλησή του στη δικαιοπραξία (Εφ.Θεσ. 244/2008, Αρμ. 2009, 521, Εφ.Πατρ. 536/2008, ΑχαΝομ 2009, 113), 2) το ότι επακολούθησε δεύτερο συμβόλαιο πώλησης σε ένα μήνα από το πρώτο δεν συνιστά αποδεικτικό στοιχείο περί καταβολής του τιμήματος του πρώτου συμβολαίου, 3) εφόσον ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι κατέβαλε το τίμημα πριν τη σύνταξη των συμβολαίων, θα έπρεπε να κατέχει τουλάχιστον απόδειξη της  πωλήτριας ότι το κατέβαλε, προς κατοχύρωσή του απέναντί της, 4) η τελευταία δε δικαιολογείται να ανάλωσε ποσό 30.000,00 ευρώ σε τρεις μήνες πριν το θάνατό της, χωρίς νοσηλεία ή δημιουργία ιδιαίτερων δαπανών, 5) επίσης δε δικαιολογείται η τελευταία να μεταβίβασε δεύτερο περιουσιακό της δικαίωμα επί ακινήτου της ένα μήνα μετά την πρώτη μεταβίβαση, η οποία φέρεται να της απέφερε έσοδο 22.832,92 ευρώ, ποσό υπεραρκετό γι’ αυτήν, που ζούσε με 900,00 ευρώ περίπου μηνιαίως και οι ανάγκες της ήταν περιορισμένες, όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι για μια οκταετία δεν πείραζε το υπόλοιπο του τραπεζικού της λογαριασμού, που έμενε σταθερό στις 9.000,00 ευρώ, 6) δεν υπήρχε κάποιος λόγος για τους ενάγοντες να σφραγίσουν το σπίτι της θείας τους αμέσως μετά το θάνατό της, αφού δεν υπήρχε αμφισβήτηση για το κληρονομικό τους δικαίωμα και 7) μόνη η επικαλούμενη από τον εναγόμενο ύπαρξη μετρητών χρημάτων στην οικογένειά του από δωρεά 60.000,00 ευρώ του πατέρα του προς τη σύζυγό του, από είσπραξη 10.000,00 ευρώ δεδουλευμένων αποδοχών του από πρώην εργοδότριά του και από αποταμιεύσεις του από ενδεκαετή αδήλωτη εργασία του, ακόμη και εάν οι παραπάνω ισχυρισμοί του, οι οποίοι δεν στηρίζονται σε επίσημα φορολογικά παραστατικά, υποτεθούν αληθείς, δεν αποδεικνύει την καταβολή από μέρους του στη θεία των εναγόντων του αναγραφόμενου στα άνω συμβόλαια τιμήματος. Με τον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εφαρμογή του νόμου, δεν δέχθηκε ότι κάτω από τις εικονικές πωλήσεις των ακινήτων υποκρύπτονται άλλες έγκυρες δικαιοπραξίες και συγκεκριμένα δωρεές των ακινήτων προς αυτόν, τις οποίες ήθελαν τα συμβαλλόμενα μέρη και συστήθηκαν έγκυρα με τα προαναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα που μεταγράφηκαν νόμιμα. Από την επισκόπηση, όμως, των εγγράφων της δικογραφίας, αγωγής, προτάσεων και πρακτικών συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι ο εναγόμενος πρότεινε κατά την ενώπιον αυτού συζήτηση τέτοιο αυτοτελή ισχυρισμό. Τέτοιο ισχυρισμό δεν διατύπωσε ούτε στις προτάσεις που νομότυπα κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με τις οποίες αρνήθηκε την ιστορική βάση της αγωγής και προέβαλε τον ισχυρισμό ότι εξόφλησε το τίμημα των πωλήσεων, ούτε, τέλος, προέβαλε τέτοιον ισχυρισμό κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρίστηκε στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, ενώ δεν ήταν παραδεκτή η επίκληση, το πρώτον με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών του, ότι η βούλησή του ήταν να αποκτήσει τις άνω ιδιοκτησίες που αγόρασε, έστω και υπό το μανδύα της δωρεάς και ότι για τη μετατροπή των πωλήσεων σε δωρεές συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις (βούληση αντισυμβαλλομένων μερών και τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου). Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 269 και  527 αριθ. 3, εφόσον ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου να προτείνει τις ενστάσεις που προέβαλε παραδεκτά πρωτοδίκως προς απόκρουση της αγωγής, καθώς και νέες ενστάσεις μόνον εφόσον συντρέχουν οι όροι του  άρθρου 269 Κ.Πολ.Δ, απαράδεκτα προβάλλει με την έφεσή του και τον έκτο λόγο αυτής ισχυρισμό περί υποκρυπτόμενης δωρεάς κάτω από εικονική πώληση των επίδικων ακινήτων, καθόσον ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός δεν ανήκει σε εκείνους που παραδεκτά προβάλλονται το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού δεν ανήκει σε εκείνους που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ή σε εκείνους που προτείνονται σε κάθε στάση της δίκης, ή που προέκυψαν μεταγενέστερα, ούτε συνομολογείται η ύπαρξη υποκρυπτόμενων συμβάσεων δωρεάς από τους εφεσίβλητους, ούτε τέλος αποδεικνύονται με έγγραφο, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε ο εναγόμενος. Συνακόλουθα, ο διαλαμβάνων τον ανωτέρω απαράδεκτο ισχυρισμό τρίτος λόγος της έφεσης του εναγομένου είναι απαράδεκτος και εντεύθεν απορριπτέος (σχετ. Σ. Σαμουήλ έκδ. 2009, παρ. 701, 702, Α.Π. 636/2015, Α.Π. 1087/2014, Εφ.Πειρ. 33/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πλεοναστικά προς τα προεκτεθέντα, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανωτέρω λόγος της έφεσης είναι απαράδεκτος και λόγω αοριστίας, αφού προβάλλεται παράλληλα, και όχι σε δικονομική επικουρικότητα με τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι αγόρασε τα επίδικα ποσοστά ψιλής κυριότητας ακινήτων καταβάλλοντας πραγματικά τίμημα για την αγορά τους, με συνέπεια να μην καθορίζονται με πληρότητα οι αποδιδόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση αιτιάσεις και να μην είναι σαφές το σφάλμα που αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτή της παρούσας απόφασης, δέχθηκε ότι οι επίδικες συμβάσεις πώλησης ακινήτων καταρτίστηκαν εικονικά, με πρόσχημα την παροχή βοήθειας για τη νομιμοποίηση της οικογένειας του εναγομένου αλλοδαπού υπηκόου στην Ελλάδα με την απόκτηση απ’ αυτόν κυριότητας ακινήτου επί ελληνικού εδάφους, ενώ η αληθής συμφωνία των αντισυμβαλλομένων ήταν οι συμβάσεις αυτές να γίνουν μόνο για τους τύπους και να μην παράγουν υποχρέωση της πωλήτριας για μεταβίβαση του εξ αδιαιρέτου ποσοστού ψιλής κυριότητάς της επί των ακινήτων, ούτε υποχρέωση του αγοραστή να καταβάλει τίμημα, παρά τις αντίθετες δηλώσεις βούλησής τους στα πωλητήρια συμβόλαια και στη συνέχεια δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι οι γενόμενες με τα ανωτέρω συμβόλαια πωλήσεις ακινήτων είναι άκυρες ως εικονικές, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, δεν έσφαλε αλλά προέβη στη δέουσα εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδείξεων και στη δέουσα ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους άνω λόγους της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα και συνεπώς και η έφεση αυτή στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 6-12-2016 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …../7-12-2016 έφεση κατά της με αριθ. 293/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική  διαδικασία.

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των διακοσίων (200,00) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα με τα υπ’ αριθ. ……. παράβολα ΤΑΧ.ΔΙΚ, ποσού εξήντα (60,00) ευρώ εκάστου και τα υπ’ αριθ. ………..παράβολα Δημοσίου, ποσού είκοσι (20,00) ευρώ εκάστου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  19 Απριλίου  2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   15 Μαΐου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  λήψεως γονικής άδειας εκ μέρους του Εφέτη Θεοκλήτου Καρακατσάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Γεώργιο Βερούση,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

          Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ