Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 332/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως     332 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

       Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

               Ι. Το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, παρέχεται η ευκαιρία στον ερημοδικασθέντα πρωτοδίκως εκκαλούντα,  εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (ΑΠ 1075/2013, ΕφΛαμ. 54/2013 – “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη άσκησε κατά των εκκαλούντων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-5-2013 (αριθ.κατ. …../2013) αγωγή της περί αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της σε αυτή (αγωγή) αναφερόμενης αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος της που έγκειται στην εκ μέρους τους έκδοση ακάλυπτων εις διαταγήν της επιταγών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, οι οποίοι κατά τη συζήτηση ενώπιόν του δεν παραστάθηκαν, αν και είχαν κληθεί νομοτύπως, προσηκόντως και εμπροθέσμως. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την ήδη εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 601/2015 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχθηκε εν όλω την αγωγή ως προς την αξίωση για αποζημίωση και εν μέρει ως προς την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα συνολικό ποσό ευρώ 90.769,23 (εκ των οποίων ποσό 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και καταδίκασε αυτούς στα δικαστικά έξοδα ποσού 4.000 ευρώ.  Κατά της αποφάσεως αυτής, οι εκκαλούντες-εναγόμενοι, ως ηττηθέντες διάδικοι, άσκησαν την υπό κρίση από  18-5-2015 έφεση (αριθ.κατ. ……/2015) νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, στις 10-6-2015, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 11-5-2015, όπως προκύπτει από την επισημείωση επιδόσεως επί του επιδοθέντος αντιγράφου αυτής της δικαστικής επιμελήτριας ………. (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 522, 524 παρ. 1, 2, 525 παρ. 1, 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εφόσον, λοιπόν, η έφεση ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην πρέπει, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία οι εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή κατά την ίδια διαδικασία ως προς το νόμιμο και βάσιμο αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

ΙΙ. Α.  Από τις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν 5960/1993, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ΝΔ 1325/1972, 914 επ., 297 και 298 του ΑΚ προκύπτει ότι εκείνος  που εκδίδει επιταγή εις διαταγήν, εν γνώσει του ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα, είτε κατά το χρόνο εκδόσεως είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει παράνομα τον κομιστή από τη μη πληρωμή  της επιταγής κατά την εμφάνισή της. Δηλαδή, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, η οποία χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του  εκδότη της επιταγής ποινικό αδίκημα, εισάγεται απαγορευτικός κανόνας δικαίου. Αρκεί  για το υποκειμενικό στοιχείο, ο εκδότης να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενο, την έλλειψη των διαθεσίμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και  να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία (πράξη) προξενείται, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, στο νόμιμο κομιστή της επιταγής, η ζημία από τη μη είσπραξη του ποσού που ενσωματώνει κατά το χρόνο εμφανίσεώς της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο με αυτό της επιταγής. Επομένως, ο εκδότης της επιταγής υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, αφού η διάταξη  έχει θεσπιστεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον αλλά και το συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής, το οποίο συνίσταται στη μη διάψευση της εμπιστοσύνης του στην επιταγή, ως μέσον πληρωμής, κατά το χρόνο της εμφανίσεώς της προς πληρωμή. (ΑΠ 1380/2013 ΔΕΕ 2014.256, ΑΠ 1565/2013 ΕΕμπΔ 2014.132, ΑΠ 495/2010 ΝοΒ 2011.302). Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση (ισόποση με την αξία της επιταγής) από το άρθρο 914 του ΑΚ, η οποία προϋποθέτει το έγκυρο της εκδοθείσας επιταγής (ΑΠ 740/2001 “Νόμος”), συρρέει με την αξίωση από επιταγή από το άρθρο 40 του Ν 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να επιλέξει ποια αγωγή θα ασκήσει, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης. Στοιχεία της αγωγής προς αποζημίωση, είναι η ύπαρξη ζημίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια με την έκδοση της επιταγής, χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα  κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής αυτής και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας του κομιστή και παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη. Σε περίπτωση που ασκείται αγωγή από αδικοπραξία εξαιτίας εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, ο ενάγων μπορεί να ζητήσει αποζημίωση, όχι μόνο για το ποσό της επιταγής αλλά και για κάθε άλλη ζημία που υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπραξία του εκδότη της επιταγής καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (ΑΠ Ολ 30/2003 ΝοΒ 52, 957, ΑΠ 1380/2013 ΔΕΕ 2014.256, ΑΠ 1676/2008 ΕλλΔνη 2011.453, ΑΠ 12/2007 Αρχ Ν 2007, 713, ΑΠ 281/2003 ΕλλΔνη 45,442, ΑΠ 1442/2003 ΕλλΔνη 46.773). Για την θεμελίωση της αγωγής από αδικοπραξία απαιτείται ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τον χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός προθεσμίας οκτώ ημερών (ΑΠ 687/2010, 577/2010). Δεν είναι στοιχείο της εξ αδικήματος αγωγής η βεβαίωση της μη πληρωμής της επιταγής με διαμαρτυρικό ή με έγγραφη δήλωση του πληρωτή, γραφόμενη επί του τίτλου, ή με δήλωση γραφείου συμψηφισμού, πράγμα που επιβάλλεται με βάση το άρθρο 40 του Ν. 5960/1933 για την εξ επιταγής αγωγή (ΑΠ 571/2010, ΑΠ 577/2010, ΕφΑθ 2372/2011 – “Νόμος”) .

Β.  Περαιτέρω, από το άρθρο 71 του ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 του ΑΚ το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που  η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως ευθύνεται και αυτό εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, στην ανώνυμη εταιρία (όπως και στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης) οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία (ή ΕΠΕ) κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τούτων. Έτσι στην περίπτωση εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από το νόμιμο εκπρόσωπο κεφαλαιουχικής εταιρείας, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας, η υποχρέωση προς αποζημίωση του κομιστή της επιταγής βαρύνει, τόσο το νόμιμο εκπρόσωπο που υπέγραψε την επιταγή εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής, όσο και το ίδιο το νομικό πρόσωπο, αφού όπως προεκτέθηκε, η αστική ευθύνη του νόμιμου αντιπροσώπου, που είναι και ποινικά υπεύθυνος (άρθρο 79 του Ν 5960/1933), είναι αυτοτελής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. β του ΑΚ έναντι εκείνης του νομικού προσώπου. (ΑΠ 1565/2013, ΕφΑθ 3835/2009 ΔΕΕ 2010.1205, ΕφΘεσ 279/2012 , ΕφΠειρ 119/2015- “Νόμος”).

Γ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ με τη σύμβαση της εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι  στο  δανειστή την ευθύνη ότι θα  καταβληθεί η οφειλή. Επομένως, περιεχόμενο της εγγυήσεως είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρεώσεως απέναντι στο δανειστή να  εκπληρώσει την παροχή  του πρωτοφειλέτη, αν  δεν  το κάνει ο τελευταίος  (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Α.Κ. άρθρο 847, αριθ. 1, σελ. 362 και τις εκεί παραπομπές). Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής, με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.π. αριθ.  4, 5, 7, σελ. 362 – 363), καταρτίζεται  δε  μεταξύ  εγγυητή  και  δανειστή  χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη ή συναίνεση του οφειλέτη (Α.Π. 238/1977 ΝοΒ 25. 1183). Με  βάση  τ` ανωτέρω, η  σύμβαση  της  εγγυήσεως  διαφέρει από  την  εγγυοδοσία, δηλαδή την εξασφάλιση που παρέχεται με  μετρητά, χρεώγραφα κ.λ.π. από  ένα  πρόσωπο (π.χ. ταμία, λογιστή, επίτροπο ανηλίκου) για  την  καλή  εκπλήρωση  των καθηκόντων του ή από τον οφειλέτη ή τρίτο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Η σύμβαση της εγγυοδοσίας αποτελεί  εξασφαλιστική  σύμβαση  και ορίζεται ειδικότερα ως η αυτόνομη υπόσχεση που ένα πρόσωπο (ο εγγυοδότης) δίνει προς τρίτο πρόσωπο (τον εγγυολήπτη),  ότι θα ευθύνεται  απέναντι  του για την περίπτωση που πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος που αφορά τον εγγυολήπτη. Κατά την  κρατούσα άποψη η εγγυοδοτική σχέση αποτελεί σύμβαση sui generis που θεμελιώνεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (βλ. ΕΑ 14663/1988 ΕΕμπΔ 1993. 205). Η διαφορά μεταξύ της σύμβασης εγγυήσεως  και  της  συμβατικής εγγυοδοσίας συνίσταται στο ότι η ευθύνη του οφειλέτη στη  δεύτερη περίπτωση είναι κύρια και όχι παρεπόμενη, όπως  στην εγγύηση.  Έτσι, στη  συμβατική εγγυοδοσία  δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εγγυήσεως (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ό.π. αριθ. 32, 37, σελ. 367 – 368, Ι. Μάρκου,  «Η  αιτία στις εγγυοδοτικές  συμβάσεις» ΕλλΔνη 35. 257) λ.χ  οι  διατάξεις  του  άρθρου 855 ΑΚ, αλλά οι γενικές διατάξεις περί συμβάσεων. Η νομιμότητα  της  αιτίας  της κυρίας  συμβάσεως  δεν  επιδρά  στο  κύρος της εγγυοδοτικής, όπου η ευθύνη του οφειλέτη (εγγυοδότη) έχει αυτόνομο – μη παρεπόμενο – χαρακτήρα λ.χ., στην περίπτωση της εγγυοδοτικής  συμβάσεως  προς  εξασφάλιση  απαιτήσεως,  δεν εξαρτάται από  την  ύπαρξη  και  το  κύρος  της  ασφαλιζόμενης  απαιτήσεως. Διότι η αιτία στην εγγυοδοτική σύμβαση είναι η εξασφάλιση του εγγυολήπτη  με  την  παροχή  σ`  αυτόν  μιας πρόσθετης  και  ανεξάρτητης από το κύρος της ασφαλιζόμενης  απαιτήσεως αξιώσεως. Ερευνάται μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων που  θέτει  σαφώς  η   ίδια   η   εγγυοδοτική  σύμβαση, για  τη  δυνατότητα  του  εγγυολήπτη  να  στραφεί  κατά  του  εγγυοδότη (βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των Πιστώσεων, 2001, σ. 124-5  και  131-2,  EφΔωδ 31/2004  – “Νόμος”).

ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι οι δεύτερος και τρίτος των  εναγομένων  εξέδωσαν στην Αθήνα, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, τις αναφερόμενες επιταγές της τράπεζας HSBC Bank Plc, ποσού 30.769,23 ευρώ και 55.000,00 ευρώ, αντιστοίχως, με ημερομηνία εκδόσεως 15.03.2012 και 25.03.2012, αντιστοίχως, σε διαταγή της (ενάγουσας) ως εγγυοδοσία για την αναφερόμενη απαίτηση. ‘Οτι η ενάγουσα τις εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στο κατάστημα της πληρώτριας τράπεζας στον Πειραιά αλλά δεν πληρώθηκαν ελλείψει αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας. ‘Οτι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων γνώριζαν, τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως όσο και κατά το χρόνο πληρωμής των επιταγών την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό της  πρώτης εναγομένης εταιρείας από τον οποίο σύρονταν η επιταγή. Ότι από την προεκτεθείσα παράνομη και υπαίτια πράξη των εναγομένων, ζημιώθηκε η ενάγουσα κατά τη συνολική αξία των επίδικων επιταγών, δηλαδή κατά το ποσό των 85.769,23 ευρώ. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημά της, κατ’ άρθρο 223 παρ. 1 του ΚΠολΔ,  η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το ως άνω ποσό ως αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 50.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, συνιστάμενης στην τρώση της φερεγγυότητάς της και της φήμης της με αποτέλεσμα τη μείωση των εμπορικών συναλλαγών της. Η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 65, 67, 68, 71, 297, 298, 299, 330, 341, 346, 481, 914 και 932 ΑΚ, 79 ν. 5960/1933, 70 ΚΠολΔ, πλην της επικουρικής βάσης της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η από την αδικοπραξία αγωγή (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν.

Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα …….. και της χωρίς όρκο εξετάσεως του δεύτερου εναγομένου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η ενάγουσα τουρκική εταιρεία με έδρα στη …. αντικείμενο εργασιών έχει την αγορά παλαιών πλοίων με σκοπό τη διάλυσή τους (σκραπ) στις ναυπηγικές εγκαταστάσεις της στο ….. Η πρώτη εναγομένη είναι εξωχώρια εταιρεία με έδρα στα …… (και όχι στη …, όπως από προφανή παραδρομή αναγράφεται στα δικόγραφα), η οποία έχει νομίμως εγκαταστήσει στην Ελλάδα γραφείο (… …), σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 378/68 και Ν. 27/75 (βλ. την υπ’ αριθ πρωτ. ……./22-5-2012  βεβαίωση της Διεύθυνσης Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Υπουργείου Ναυτιλίας, που προσκομίζουν οι εναγόμενοι).  Σύμφωνα με αντίγραφο του από 28 Φεβρουαρίου 2008 πρακτικού συνεδριάσεως του Δ.Σ. της παραπάνω εταιρείας, εκπρόσωπος του γραφείου της στην Ελλάδα  φέρεται ο ……., δηλαδή ο δεύτερος εναγόμενος. Η υπ’ αριθ. 3122.1/4079/24443/ 22-3-2007 υπουργική απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η ανωτέρω εγκατάσταση έχει δημοσιευθεί στο προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …./20-4-2007 ΦΕΚ τ. Β’ . Αντικείμενο εργασιών της πρώτης εναγομένης είναι μεταξύ άλλων η μεσιτεία για  αγοραπωλησίες πλοίων και η επιμέλεια κάθε θέματος σχετικού με αυτή. Οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων συνεργάζονται μεταξύ τους  επαγγελματικά για την ανάπτυξη της ανωτέρω δραστηριότητας της πρώτης εναγομένης ως διαμεσολαβητές-μεσίτες στην αγοραπωλησία παλαιών πλοίων, τα οποία αγοράζουν Τουρκικές εταιρείες με σκοπό τη διάλυσή τους στο λιμάνι ……. της Τουρκίας, μεταξύ των οποίων εταιρειών περιλαμβάνεται η ενάγουσα. Για τη διευκόλυνση των ανωτέρω τουρκικών εταιρειών συστήνουν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων εξωχώριες εταιρείες μέσω των οποίων πραγματοποιούνται οι σχετικές μεταβιβάσεις πλοίων. Στα πλαίσια της ανωτέρω επιχειρηματικής δραστηριότητας, η ενάγουσα αγόρασε, στις 27-9-2011, το υπό σημαία Παναμά πλοίο με την ονομασία I. . (IMO …..), πλοιοκτησίας της εταιρείας “.. ….”, με καταστατική έδρα στη … Λιβερίας και πραγματική στον …, αντί τιμήματος 627.640 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο εξοφλήθηκε εκ μέρους της ενάγουσας στις 6-10-2011. ‘Ομως, το πλοίο κατά τη διάρκεια του πλού από τις Μπαχάμες στην Τουρκία, όπου, κατά τα συμφωνηθέντα στην αγοραπωλησία, έπρεπε να καταπλεύσει στον λιμένα του Αλί Αγά, ακινητοποιήθηκε στον λιμένα Λας Πάλμας της Ισπανίας εξαιτίας οφειλών που βάρυναν την πωλήτρια εταιρεία για προμήθεια καυσίμων και αμοιβές πληρώματος. Προκειμένου δε το αγορασθέν πλοίο να συνεχίσει το ταξίδι του και να φθάσει στον τελικό προορισμό του, η ενάγουσα προέβη, μετά από σχετική συμφωνία με τη πωλήτρια εταιρεία, στην άμεση εξόφληση των ανωτέρω οφειλών, με την αντίστοιχη  οικονομική επιβάρυνση της πωλήτριας, στις δε σχετικές συμφωνίες μεταξύ πωλήτριας και αγοράστριας (ενάγουσας) μεσολάβησε ο εκ των εναγομένων …. .. Για να εξασφαλισθεί δε η ενάγουσα ως προς την ανωτέρω απαίτησή της, δηλαδή ως προς το ότι η πωλήτρια πράγματι θα της εξοφλούσε τα καταβληθέντα για τις ανωτέρω οφειλές, η πρώτη εναγομένη παρείχε σε αυτή εγγυοδοσία (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ Γ), με την έκδοση εις διαταγήν της (ενάγουσας), δύο μεταχρονολογημένων επιταγών, ποσού 30.769,23 ευρώ και 55.000 ευρώ, με αριθμούς …. και ……., αντιστοίχως, της Τράπεζας HSBC Bank plc, με ημερομηνίες εκδόσεως 15/3/2012 και 25/3/2012, αντιστοίχως. Ως εκδότης αυτών των επιταγών, υπό την εταιρική σφραγίδα της πρώτης εναγομένης, στην οποία αναγράφεται η επωνυμία και η έδρα της (…. .), υπογράφει ο δεύτερος εναγόμενος, …….., που κατά τα προαναφερθέντα είναι ο νόμιμος εκπρόσωπός της στην Ελλάδα. Οι εν λόγω επιταγές, εμφανίστηκαν από νομίμως εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο της ενάγουσας στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τις ανωτέρω ημεροχρονολογίες εκδόσεως καθεμιάς εξ αυτών (βλ. την από 27-2-2012 εξουσιοδότηση), δηλαδή εμπροθέσμως αφού πρόκειται για επιταγές μεταχρονολογημένες, οι οποίες νομίμως μπορούν να εμφανισθούν προς πληρωμή εντός του χρονικού διαστήματος από τον πραγματικό χρόνο εκδόσεως αυτών έως την τελευταία ημέρα του οκταημέρου που ακολουθεί τον αναγραφόμενο στο σώμα τους χρόνο εκδόσεως (ΟλΑΠ (ποιν.) 462/1992, ΑΠ 193/1999- “Νόμος”). ‘Ομως, οι επιταγές δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στον τηρούμενο από την πρώτη εναγομένη λογαριασμό, ωστόσο δεν σφραγίσθηκαν, γεγονός που , όπως προαναφέρεται (ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ Α), είναι αδιάφορο για τη στοιχειοθέτηση της αδικοπραξίας από ακάλυπτη επιταγή. Ο δεύτερος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης, ασφαλώς γνώριζε την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στον εν λόγω λογαριασμό, τόσο κατά την έκδοση όσο και κατά την εμφάνιση των επιταγών προς πληρωμή, καθώς και το ότι από τη μη πληρωμή τους θα ζημιωνόταν η ενάγουσα, η οποία πράγματι ζημιώθηκε κατά το συνολικό ποσό των 85.769,23 ευρώ. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ένδικες επιταγές  ήταν επιταγές “ευκολίας” και δόθηκαν στην ενάγουσα  προκειμένου να εξεύρει κεφάλαια ώστε να εξοφλήσει τις ανωτέρω οφειλές της πωλήτριας του πλοίου και να αποπλεύσει αυτό από την Ισπανία, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, γιατί η περί τούτου κατάθεση του δεύτερου εναγομένου δεν κρίνεται πειστική αφού η ενάγουσα ούτε  οικονομική  δυσχέρεια είχε ούτε κατέθεσε τις επιταγές σε τραπεζικό λογαριασμό χρηματοδότησης (“πλαφόν”) , όπως συνήθως γίνεται με τις επιταγές “ευκολίας” αλλά εξακολουθεί να τις έχει στην κατοχή της. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, από την παράνομη και υπαίτια πράξη του δεύτερου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης, η ενάγουσα υπέστη την ανωτέρω ζημία, για την οποία ευθύνονται εις ολόκληρον η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ Β). Ο τρίτος των εναγομένων, ανεξαρτήτως της όποιας ευθύνης του έναντι της ενάγουσας για τις πράξεις του κατά τη μεσιτεία στην αγοραπωλησία του ανωτέρω πλοίου, ουδεμία ευθύνη υπέχει έναντι αυτής από την ένδικη αδικοπραξία αφού δεν είναι εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, η οποία, εξάλλου, είναι κεφαλαιουχική και όχι προσωπική εταιρεία, ούτε δεσμεύει αυτή με την υπογραφή του ούτε υπέγραψε τις ένδικες επιταγές. Λόγος για άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης δεν μπορεί να γίνει, όπως ζητεί με τις προτάσεις της η ενάγουσα, προεχόντως διότι σχετικό αίτημα με τα θεμελιούντα αυτό περιστατικά δεν περιλαμβάνεται στην υπό κρίση αγωγή και δευτερευόντως διότι ο σκοπός αυτής της άρσεως, που είναι να ευθύνεται για τα χρέη του νομικού προσώπου και το φυσικό πρόσωπο που μέσω αυτού ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, πραγματώνεται εν προκειμένω ούτως ή άλλως, καθόσον ο δεύτερος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης και εκδότης των ακάλυπτων, επ’ ονόματί της, επιταγών, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτή (πρώτη εναγομένη εταιρεία) για τη ζημία που προκλήθηκε από τις ακάλυπτες επιταγές.  Το δε αίτημα της ενάγουσας για επίδειξη των συστατικών της πρώτης εναγομένης εγγράφων κατέστη άνευ αντικειμένου, μετά την προσκόμιση από τους εναγομένους των προαναφερομένων εγγράφων (βλ. ανωτέρω ΦΕΚ και βεβαίωση υπουργείου Ναυτιλίας), ενώ το αίτημα για επίδειξη του εγγράφου που τηρείται στην προαναφερόμενη πληρώτρια των ένδικων επιταγών Τράπεζα και φέρει το δείγμα υπογραφής του προσώπου που δικαιούται να εκπροσωπεί την πρώτη εναγομένη υπογράφοντας τις από αυτήν εκδιδόμενες επιταγές, είναι μη νόμιμο αφού το εν λόγω έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή της Τράπεζας και όχι των εναγομένων και μεταξύ των προϋποθέσεων για την επίδειξη εγγράφου είναι αυτό να βρίσκεται στην κατοχή του προσώπου κατά του οποίου υποβάλλεται το σχετικό αίτημα (βλ. αρθ 450-452 ΚΠολΔ και 902-903 ΑΚ). Τέλος, αφού ληφθεί περαιτέρω υπ’ όψιν το είδος και η έκταση της προσβολής της φερεγγυότητας και της φήμης της ενάγουσας εταιρείας,  εξαιτίας της προπεριγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας πράξεως του δευτέρου των εναγομένων ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης, του βαθμού του πταίσματος αυτού (δόλος) και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, η ανάλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται η ενάγουσα, κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου, ανέρχεται στο ποσό των  χιλίων (1.000,00) ευρώ.

Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς τον τρίτο εναγόμενο και να καταδικασθεί η ενάγουσα στα δικαστικά του έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αφού ως εκ της ερημοδικίας του στον πρώτο βαθμό ο ανωτέρω δεν υπεβλήθη σε έξοδα πρώτου βαθμού. Περαιτέρω, πρέπει  η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των ανωτέρω εναγομένων να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (85.769,23 + 1.000,00=) 86.769,23 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής ,  να καταδικασθούν δε οι ηττηθέντες εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της,  (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

-Διατάζει την  επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες.

-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ.  601/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 20-5-2013 (αριθ.κατ. …../2013) αγωγή.

-Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

-Απορρίπτει την αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο.

-Καταδικάζει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του τρίτου εναγομένου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

-Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων.

-Αναγνωρίζει ότι η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων υποχρεούνται, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα συνολικό ποσό ογδόντα έξι χιλιάδων επτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (86.769,23), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

-Καταδικάζει την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την 1η Ιουνίου 2018.

   Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ