Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 350/2018

Αριθμός   350/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 5.10.2017 (αριθ.κατ. …………) κλήση του εκκαλούντος νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπό κρίση από 25-11-2015 (αριθ.κατ. …./2015) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1656/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε την ένδικη διαφορά, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την κατάθεση της εφέσεως δεν παρήλθε τριετία, καταβλήθηκε δε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 200 ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. ……. παράβολα Δημοσίου και …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ). Συνεπώς, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω  ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (αρθ. 495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις του ν. 4335/2015 (ΦΕΚΑ’ 87/23-7-2015), που τροποποίησε τον ΚΠολΔ, γιατί η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε πριν την 1-1-2016 (αρθ. 9 παρ. 2 ν. 4335/2015).

ΙΙ. Η εκκαλουμένη, εφαρμόζοντας το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό δίκαιο, στο οποίο, όπως αμφότερα τα διάδικα μέρη συνομολογούν, υπήχθη  κατά ρητή συμβατική πρόβλεψη το ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, απέρριψε ως μη νόμιμη ως προς την από αδικοπραξία βάση της και κατά τα λοιπά ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την από 17-6-2014 αγωγή (αριθ.κατ. …../2014) του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, με την οποία αυτός ζητούσε αφενός να αναγνωριστεί η ακυρότητα της υπαναχωρήσεως της εναγομένης από την ένδικη ασφαλιστική σύμβαση και η ισχύς της τελευταίας αφετέρου να υποχρεωθεί η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία είχε ασφαλίσει το αναφερόμενο ταχύπλοο φουσκωτό σκάφος του, να του καταβάλει συνολικό ποσό 82.000 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, εκ των οποίων ποσό 79.000 ευρώ ως αποζημίωσή του λόγω επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου και ποσό 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, όπως όλα τα προηγούμενα αναλύονται στην αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή.

ΙΙΙ. Α.  Η υπαίτια πράξη ή παράλειψη που συνιστά συμβατική αθέτηση και γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του, αν και χωρίς τη συμβατική σχέση, η ενέργειά του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ (Ολ ΑΠ 967/1973, ΑΠ 1268/1994, Δνη 37, 1360-1, ΑΠ 1672/2008, “Νόμος”). Η  αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως δεν αποτελεί καθ` εαυτή αδίκημα (πρβλ. ΑΠ 269/93 Δνη 1994.1075, ΑΠ 1801/01 Δνη 2002. 1350, ΕφΑΘ 2529/92 Δνη 1995. 709, ΕφΑΘ 12380/90 Δνη 1993. 147, ΕφΑΘ 5486/00 Δνη 2001. 788, ΕφΛαρ 26/2012 – “Νόμος”).  Στην προκειμένη περίπτωση, τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά (άρνηση της εναγομένης να καταβάλει το ασφάλισμα, καθυστέρηση στη διαδικασία ελέγχου της αναγγελίας επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, άκυρη υπαναχώρηση από την ασφαλιστική σύμβαση), συνιστούν παράβαση συμβατικής υποχρεώσεως, χωρίς δε την ύπαρξη της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, τα ανωτέρω περιστατικά δεν θα αποτελούσαν καθεαυτά παράνομη πράξη. Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμα την από το άρθρο 914 ΑΚ βάση της αγωγής και με το αυτή συνεχόμενο αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και ο πρώτος λόγος εφέσεως με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙΙΙ. Β. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (ΟλΑΠ 46/1987 ΕΕΝ 1987.864, ΑΠ 1459/2014 – “Νόμος” ) ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α΄ ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού).  Το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφ’ όσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Ρractice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985, περί σκαφών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονομασία “Institute Yacht Clauses 1.11.1985” (Ι.Υ.C. 1-11-1985). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής : 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906). Μεταξύ των κινδύνων που μπορούν να ασφαλιστούν με την υπόψη ασφαλιστική σύμβαση είναι και η κλοπή. Σύμφωνα δε με τον κανόνα 9 του κεφαλαίου (παραρτήματος) του ίδιου πιο πάνω νόμου με τον τίτλο “Κανόνες για την Κατάρτιση Ασφαλιστηρίων Συμβολαίων”, ως κλοπή νοείται εκείνη που συνοδεύεται (διαπράττεται) από τη χρήση βίας, δηλαδή με άσκηση δυνάμεως ή την απειλή ασκήσεως δυνάμεως κατά προσώπων ή περιουσίας, και όχι η μη βίαιη ή λαθραία κλοπή. Με τον παραπάνω πάντως κανόνα, με τον οποίο ορίζεται ο ασφαλιζόμενος, στο τυπικό ασφαλιστήριο, κίνδυνος, με τον όρο “κλοπή”, δεν αποκλείεται η δυνατότητα να συμφωνηθεί, με πρόσθετο όρο στην οικεία ασφαλιστική σύμβαση, ο οποίος θα συμπληρώνει το περιεχόμενο του τυπικού ασφαλιστηρίου, ότι ασφαλίζεται και η απλή κλοπή, η παράνομη δηλαδή ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, η οποία δεν συνοδεύεται από τη χρήση βίας (βλ. σχετ. Εφ. Πειρ. 1592/1989 ΕΝΔ 18.64 και ΕφΠειρ 679/2006 – “Νόμος”). 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906).  3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906).  4) Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απουσία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906).  5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος.  Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων: Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191).  Το βάρος αποδείξεως ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος.  6) Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε πραγματική είτε τεκμαρτή (άρθρο 56 παρ. 1 – 2 Μ.Ι.Α.). Πραγματική ολική απώλεια υπάρχει όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος (άρθρο 57 Μ.Ι.Α.) 7) Το ποσόν, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (άρθρο 67 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Κατά το δίκαιο αυτό, επί συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, η έννοια της οποίας δίνεται στην παρ. 1 του ως άνω νόμου και αφορά στην κάλυψη του ασφαλισμένου από ζημίες ή απώλειες που προκλήθηκαν από κινδύνους  συναφείς με τη θαλάσσια περιπέτεια, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου και της εξαιτίας αυτού προκληθείσας ζημίας ή απώλειας υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλισμένου. Εξάλλου, το περιεχόμενο κάθε συμβάσεως ασφαλίσεως προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, τα παραρτήματά του, όπως αυτά τροποποιούνται κατά κανόνα και συμπληρώνονται από συνήθως επισυναπτόμενους τυπικούς όρους με τη μορφή ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής κ.λπ., άπαντα δε τα ανωτέρω απαρτίζουν την ασφαλιστική σύμβαση ως ενιαίο όλο. Περαιτέρω, το Αγγλικό Δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, οι περιλαμβανόμενοι στη δεύτερη ομάδα δε, προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως. Ειδικότερα, οι τελευταίοι διακρίνονται: 1) Στους κανόνες των άρθρων 17 έως 21 Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν στην αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως, που πρέπει να διέπει την ασφαλιστική σύμβαση και τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως (to avoid the contract) στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν την αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως και τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη και 2) Στους κανόνες περί warranties των άρθρων 33 έως 211 του Μ.Ι.Α 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης του από την ασφαλιστική σύμβαση. Ειδικότερα, σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Όσον αφορά στην πρώτη ομάδα κανόνων, στο άρθρο 17 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι «η ναυτική ασφάλιση βασίζεται επί της αρχής της υπέρτατης καλής πίστεως και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από οποιονδήποτε των συναλλασσομένων, η σύμβαση δύναται να ακυρωθεί από το άλλο μέρος». Η έννοια της «υπέρτατης καλής πίστεως» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου και συγκεκριμένα έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή την λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλισμένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία (βλ. ΕφΠειρ 143/2015 – “Νόμος”). Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι: «1) Ο ασφαλιζόμενος οφείλει να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό που είναι γνωστό σε αυτόν και ο ασφαλιζόμενος θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών που κατά την κανονική πορεία των εργασιών, θα έπρεπε να του ήταν γνωστά. Αν ο ασφαλιζόμενος παραλείψει να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο, 2) Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώδες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο… 4) Κατά πόσον ένα περιστατικό συγκεκριμένο, το οποίο δεν ανακοινώθηκε, είναι ή όχι ουσιώδες, κρίνεται κατά περίσταση». Σύμφωνα δε, με το άρθρο 20 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906, «1) Οποιαδήποτε ουσιώδης απεικόνιση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγμάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν είναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2) Η απεικόνιση είναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανάληψη του κινδύνου». Τόσο δε η παράλειψη ανακοινώσεως (non disclosure), που αναφέρεται στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906, όσο και η αναληθής απεικόνιση (mispresentation) του άρθρου 20 του Μ.Ι.Α. 1906, οι οποίες αμφότερες είναι αρχές που απορρέουν και έχουν τις ρίζες τους στην «υπέρτατη καλή πίστη», έχουν ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεών τους, ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτόμενου μέρους και συγκεκριμένα του ασφαλιστή, ο οποίος δικαιούται να αποστεί του συμβολαίου (βλ. Arnould`s Law of Marine Insurance 16 ™ ed (1981) P. 438, Α.Π.308/2009, Α.Π.1657/2006 ΕΝΔ 37.118 και ΕλλΔνη 49.1383, αντιστοίχως, ΕφΠειρ 480/2014, ΕφΠειρ.530/2011 – “Νόμος”,  Εφ.Πειρ.890/2003 ΕΝΔ 31.372). Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι και για τον μετά την κατάρτιση της συμβάσεως χρόνο εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση του άρθρου 17 Μ.Ι.Α. 1906 και διατηρείται έτσι ενεργό το καθήκον του ασφαλισμένου για μετασυμβατική (post contractual) επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστεως προς τον ασφαλιστή σε σχέση με κάθε ζήτημα, για το οποίο απαιτείται ο ασφαλισμένος να παρέχει πληροφορίες προς τον ασφαλιστή, ιδίως δε όπου υπάρχει περίπτωση επίτασης του κινδύνου. Έτσι, ο ασφαλισμένος υπόκειται στο καθήκον της υπέρτατης καλής πίστεως και κατά το χρόνο υποβολής στοιχείων της ζημιάς προς τον σκοπό υποβολής απαίτησης της αποζημιώσεως και για το λόγο αυτό επιβάλλεται η από τον ασφαλισμένο πλήρης και ολοκληρωμένη επίδειξη των εγγράφων του πλοίου καθώς και άλλων ουσιωδών εγγράφων (βλ. Essential Law “Marine Insurance Legislation” by Robert Merkin, ed 2000, σελ. 15 και 16), Β) ΄Οσον αφορά στη δεύτερη ομάδα κανόνων, οι όροι αυτοί ονομάζονται εγγυήσεις (warranties). Το άρθρο 33 του «Marine Insurance Act 1906» δίδει τον ακόλουθο ορισμό για το τι σημαίνει «warranty»: «warranty», για τους σκοπούς των επομένων άρθρων που αναφέρονται εις «warranties», σημαίνει υποσχετική εγγύηση (promissory warranty), δηλ. εγγύηση, δια της οποίας ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει την ευθύνη ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα θα γίνει ή δεν θα γίνει, ή ότι κάποιος όρος θα πληρωθεί ή δια του οποίου ο ασφαλισμένος καταφάσκει ή αρνείται την ύπαρξη μιας ορισμένης καταστάσεως πραγμάτων. «Warranty» μπορεί να έχει συμφωνηθεί ρητώς ως «συμφωνηθείσα εγγύηση» (express warranty) ή να εξυπακούεται (implied warranty) και υπό την έννοια του άρθρου 33 επ. Μ.Ι.Α. αποτελεί ουσιώδη όρο της ασφαλιστικής συμβάσεως, προς το περιεχόμενο του οποίου απαιτείται πάντοτε ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση. Η μη συμμόρφωση ελευθερώνει τον ασφαλιστή από κάθε ευθύνη εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως. Από τα εκτεθέντα προκύπτει ότι ο όρος «warranty», διατηρεί στο ασφαλιστικό δίκαιο έννοια διαφορετική από εκείνη που επικράτησε στο γενικό δίκαιο των συμβάσεων. Στο ασφαλιστικό δίκαιο και στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφαλίσεως ειδικότερα «warranty» σημαίνει «condition». Αποτελεί ακριβέστερα ιδιαίτερο είδος «condition» που απαντά στις ασφαλιστικές συμβάσεις και του οποίου η παράβαση παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί τη δέσμευση εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως (ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165). Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας (ad hoc ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, βλ. και Arnould’s «Law of Marine Insurance and Average» 16th ed. 1981 παρ. 683, Colinvaux «The law of insurance» 3rd ed. , παρ. 181). Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως (βλ. ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165), το βάρος δε της αποδείξεως φέρει ο ασφαλιστής. Εξάλλου, οι ως άνω εγγυήσεις (warranties) μπορούν να δημιουργηθούν με μία ποικιλία τρόπων, όταν δε η ασφάλιση ξεκινάει με την συμπλήρωση πρότασης ασφαλίσεως από τον ασφαλιζόμενο ή για λογαριασμό του, είναι σύνηθες να εγγυάται ο ασφαλιζόμενος, δυνάμει ρήτρας «βάσης της σύμβασης» («Basis of the contract» clause), που περιέχεται στην πρόταση, ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς. Η συνέπεια τέτοιας δήλωσης είναι να μετατρέψει όλες τις απαντήσεις του ασφαλισμένου στη σύμβαση σε εγγυήσεις (βλ. Colinvaux & Merkins Insurance Contract Law τόμος 1 ας παρ. Α – 0654). Η λέξη  δηλαδή «εγγύηση» (warranty) σημαίνει υποσχετική εγγύηση και υποδηλώνει συμβατική δέσμευση, με βάση την οποία ο ασφαλισμένος, είτε αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να πληρωθεί ένας όρος, είτε βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη ορισμένων γεγονότων (παρ. 33 (1)). Η «εγγύηση», όπως παραπάνω ορίσθηκε, δύναται να είναι ρητή (express  warranty) ή εξυπακουομένη (implied warranty), αποτελεί δε προϋπόθεση (condition) ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, με την οποία πρέπει να συμμορφώνεται ο ασφαλισμένος, είτε αυτή είναι ουσιώδες στοιχείο του κινδύνου είτε όχι. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του με τον όρο αυτό και εφόσον δεν υπάρχει α) αντίθετη πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο ή β) παραίτηση του ασφαλιστή από το δικαίωμα επικλήσεως της μη συμμορφώσεως, ο ασφαλιστής, από την ημερομηνία της παραβάσεως της εγγυήσεως, απαλλάσσεται της ευθύνης προς αποζημίωση (ΕφΠειρ. 671/2010, – “Νόμος”, ΕφΠειρ.85/2001- “Νόμος”, Χρ. Στυλιανέα «Αι δηλώσεις εγγυήσεως (warranty) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν»  ΕΝΔ 4,55). Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας. Αναφέρεται,  συγκεκριμένως, ότι καμία αιτία, οσονδήποτε επαρκής, κανένα κίνητρο, οσονδήποτε αγαθό, καμία ανάγκη,  οσονδήποτε αναπόφευκτη, δεν δικαιολογεί μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Εξαιρέσεις από τον γενικό αυτό κανόνα προβλέπονται στο άρθρο 34 το οποίο ορίζει τα εξής : 1. Μη συμμόρφωση προς μία εγγύηση δικαιολογείται, όταν, λόγω αλλαγής των συνθηκών, η εγγύηση παύει να είναι εφαρμοστέα στις συνθήκες της συμβάσεως ή όταν η συμμόρφωση προς την εγγύηση καθίσταται παράνομη δυνάμει οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου. 2. Όταν μια εγγύηση παραβιάζεται, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να προβάλει την άμυνα ότι έγινε επανόρθωση της παραβιάσεως και συμμόρφωση προς την εγγύηση πριν από τη ζημία. 3. Ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από την επίκληση παραβιάσεως της εγγυήσεως. Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτήν, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως (ΑΠ 1584/2011, – “Νόμος”, ΕφΠειρ. 182/2008 αδημοσίευτη, ΕφΠειρ 204/2014 – “Νόμος”).

  1. IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση α) των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά, τα οποία προσκομίζονται με επίκληση σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο, β) των υπ΄αριθ. ………. ενόρκων βεβαιώσεων των ……………, αντιστοίχως, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., τις οποίες επαναπροσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών-ενάγων και των οποίων  προηγήθηκε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσίβλητης-εναγομένης (βλ. …………. έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας  στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), γ) των υπ’ αριθ. ……….. ενόρκων βεβαιώσεων των ……….., αντιστοίχως, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που με επίκληση επαναπροσκομίζει η εφεσίβλητη-εναγομένη και λήφθησαν μετά νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου της (βλ. υπ’ αριθ……. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………) και δ) όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ενάγων και ήδη εκκαλών είναι κύριος ενός  ταχύπλοου φουσκωτού σκάφους με την ονομασία “Α”  με αριθμό λεμβολογίου στο Λιμεναρχείο Ναυπλίου Α.Μ.Τ.Ν. ….., μήκους 7,10 μέτρων και πλάτους 2,87, έτους κατασκευής 2009, κινούμενου με έναν εξωλέμβιο κινητήρα ισχύος 250 ίππων, το οποίο απέκτησε με αγορά από ιδιώτη (τη ……..), στις 04.10.2011, έναντι τιμήματος 15.000 ευρώ, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του. Το εν λόγω σκάφος με τη μηχανή και τον όλο εξοπλισμό του (βοηθητική μηχανή, τρέιλερ, βοηθητική λέμβο), ασφάλισε η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία κατά των θαλασσίων κινδύνων συμπεριλαμβανομένης της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……. ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στις 29-12-2011, με ασφαλιζόμενη αξία 79.000 ευρώ, για ένα έτος και με ετήσιο ασφάλιστρο 930 ευρώ. Στο ανωτέρω συμβόλαιο επισυνάφθηκαν και αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος αυτούς οι Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht clauses) και συμφωνήθηκε ότι η ασφάλιση του πλοίου διέπεται από το Αγγλικό Δίκαιο και κυρίως τις διατάξεις του Νόμου περί θαλάσσιας ασφάλισης-Marine Insurance Act 1906-και την ερμηνεία τους ενώ η ασφάλιση αστικής ευθύνης συμφωνήθηκε ότι διέπεται από το Ελληνικό Δίκαιο, σε κάθε δε περίπτωση συμφωνήθηκε ότι αρμόδια για την επίλυση των σχετικών διαφορών είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά. Στο ανωτέρω συμβόλαιο δηλώθηκε (“warranted”) υπό την ανωτέρω έννοια της “εγγύησης” ότι “ σε περίπτωση ολικής απώλειας ή τεκμαρτής ολικής απώλειας ή μερικής απώλειας ή ζημιάς του σκάφους, η ασφαλιζόμενη αξία η οποία αναγράφεται στο συμβόλαιο είναι η εμπορική αξία του κατά την ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης”. Της συνάψεως του συμβολαίου αυτού είχε προηγηθεί έγγραφη “πρόταση” εκ μέρους του ενάγοντος προς την εναγομένη , με ημερομηνία 29-12-2011, βάσει της από 23-12-2011 ενδεικτικής προσφοράς της εναγομένης, στην οποία ο ενάγων δήλωσε ότι η  συνολική ασφαλιζόμενη αξία του σκάφους ανέρχεται στο ποσό των 79.000 ευρώ αναλυομένη ως εξής: αξία σκάφους 48.000 ευρώ, αξία μηχανής 20.000 ευρώ, αξία τρέιλερ 6.000 ευρώ, αξία βοηθητικών λεμβών 2.000 ευρώ,  αξία βοηθητικών μηχανών 3.000 ευρώ. Η ασφαλισμένη αξία καθορίστηκε με βάση τις ανωτέρω προσυμβατικές δηλώσεις του ενάγοντος και όχι μετά από έλεγχο και διενέργεια “πραγματογνωμοσύνης” επί του ασφαλιστέου σκάφους από συνεργάτη της εναγομένης, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων στην ένδικη αγωγή, ισχυρισμό που ρητά αρνείται η εναγομένη και ο οποίος δεν αποδεικνύεται βάσιμος αφού ούτε το όνομα του προσώπου που διενήργησε τον ανωτέρω έλεγχο αναφέρει ο ενάγων ούτε σχετική έκθεση ελέγχου ή πραγματογνωμοσύνης προσκομίζει αλλ΄ αντιθέτως ο ίδιος ανέλαβε την ευθύνη της αλήθειας της δηλώσεώς του περί της αξίας του ασφαλισμένου με την υπογραφή του στην προαναφερθείσα πρόταση ασφαλίσεως, ενώ εξάλλου ούτε στο ένδικο συμβόλαιο ούτε στις προηγηθείσες προσφορά και πρόταση (βλ. ανωτέρω) αναφέρεται ότι διενεργήθηκε σχετικός έλεγχος από τη εναγομένη για την αξία του σκάφους. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το περιεχόμενο της καταθέσεως του μάρτυρα αποδείξεως ούτε της ανωτέρω ……… ενόρκου βεβαιώσεως του ναυτικού επιθεωρητή-πραγματογνώμονα ………, στην οποία δεν γίνεται μνεία της αξίας του σκάφους κατά το χρόνο αγοράς του από τον ενάγοντα ούτε βεβαιώνεται ότι πράγματι έλαβε χώρα επιθεώρηση αυτού από την εναγομένη για τον προσδιορισμό της αξίας του αλλά μόνο ότι συστάθηκε στον ενάγοντα (από τον ενόρκως βεβαιώσαντα) να γίνει τέτοια πριν την ασφάλισή του. Περαιτέρω, στο ίδιο συμβόλαιο περιελήφθη η “δήλωση-εγγύηση” ότι το ασφαλισμένο σκάφος χρησιμοποιείται μόνο για την προσωπική αναψυχή του ιδιοκτήτη του. Σύμφωνα με τα αναφερθέντα ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ.Β, η παράβαση των προαναφερόμενων δηλώσεων και “εγγυήσεων” συνεπάγεται το δικαίωμα του ασφαλιστή να ακυρώσει τη σύμβαση ασφαλίσεως και την απαλλαγή του από τις υποχρεώσεις του απέναντι στον ασφαλισμένο. Στη συνέχεια, στις  26-6-2012, ο ενάγων ανήγγειλε εγγράφως προς την εναγομένη ότι στις 23-6-2012 έδωσε τα κλειδιά του σκάφους στο φίλο του …….. για να βάλει καύσιμα και να πάει βόλτα με την οικογένειά του αλλά αυτός του τηλεφώνησε και του είπε ότι το σκάφος δεν ήταν σταθμευμένο στο σημείο, δηλαδή στη θέση 2 δίπλα από τη θέση του Λιμενικού ταχύπλοου μόλις λίγα μέτρα από το σκοπό του ναυτικού ομίλου Χαλκίδας και ότι ο ενάγων το αναζήτησε και στη συνέχεια έκανε δήλωση απωλείας στο Λιμεναρχείο και μήνυση κατά αγνώστων. Επικαλέστηκε δηλαδή κατ΄αυτό τον τρόπο ο ενάγων επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής του ασφαλισμένου σκάφους και ζήτησε από την εναγομένη να του καταβάλει το ασφάλισμα. Η εναγομένη, όπως είχε δικαίωμα, προέβη σε έρευνα του αναγγελθέντος συμβάντος και τελικά αρνήθηκε να καταβάλει το ασφάλισμα, ακόμα και μετά την επίδοση προς αυτή της από 12-2-2013 “εξώδικης δήλωσης-όχλησης (και καταγγελίας) μετά προσκλήσεως και διαμαρτυρίας”  του ενάγοντος. Σε απάντηση δε, απέστειλε στον ενάγοντα την από 19-2-2013 “εξώδικη απάντηση-δήλωση υπαναχώρησης από ασφαλιστική σύμβαση με αναδρομική ακύρωση ασφ/ριου σκαφών αριθ. …..” με την οποία ασκώντας το δικαίωμά της από τα προαναφερθέντα υπό στοιχείο ΙΙΙ Β άρθρα  17,18, 20 και 33 επ. της “Μ.Ι.Α.  1906” υπαναχώρησε από την ένδικη σύμβαση με αναδρομική ακύρωση του ένδικου συμβολαίου ισχυριζόμενη ότι κατά την ανωτέρω έρευνά της διαπίστωσε ότι ο ασφαλισμένος ενάγων είχε παραβιάσει  το καθήκον της υπέρτατης καλής πίστεως και τις προαναφερόμενες “εγγυήσεις”. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε η εναγομένη ότι ο ενάγων προσυμβατικά προέβη σε αναληθή δήλωση της αξίας του ασφαλιζόμενου σκάφους και απέκρυψε την πραγματική αξία αυτού καθώς επίσης παρέβη τον ουσιώδη όρο της ένδικης συμβάσεως να χρησιμοποιεί το σκάφος αποκλειστικά για την προσωπική του αναψυχή καθόσον το χρησιδάνειζε σε τρίτα πρόσωπα μη μετέχοντα στην ασφάλιση. Οι ισχυρισμοί αυτοί αποδεικνύονται κατ΄ουσίαν βάσιμοι. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι η δικαιοπάροχος του ενάγοντος, ………., είχε αγοράσει το ασφαλισμένο σκάφος, στις 12-2-2009, από τον εν Ελλάδι αντιπρόσωπο της ιταλικής κατασκευάστριας εταιρείας “….”, μαζί με μία κυρία μηχανή YAMAHA F250 και μία βοηθητική μηχανή YAMAHA FT 9,9, αντί συνολικού τιμήματος 44.120 ευρώ (βλ. υπ’ αριθ …….. δελτίο αποστολής-τιμολόγιο της “…………”). Ακολούθως, αφού το λεμβολόγησε στο Λιμεναρχείο Ραφήνας με αριθμό εγγραφής B.E.M.S. …….., στις  3-6-2011 αιτήθηκε τη μετεγγραφή του  από το Λεμβολόγιο του Λιμεναρχείου Ραφήνας στο αντίστοιχο του Λιμεναρχείου Ναυπλίου. Στη συνέχεια, το μεταπώλησε στον ενάγοντα, δυνάμει του από 4-10-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού αντί τιμήματος 15.000 ευρώ. Το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό έχει κατατεθεί στη Λιμενική Αρχή Ναυπλίου και φέρει βεβαίωση των υπογραφών του  αγοραστή και της πωλήτριας από την αρμόδια αστυνομική αρχή. Η αναβίβαση της αξίας του ασφαλισμένου σκάφους, (χωρίς το τρέιλερ και τη βοηθητική λέμβο), σε 71.000 ευρώ (48.000 ευρώ το σκάφος, 20.000 ευρώ η κύρια μηχανή και  000 ευρώ η βοηθητική) που δηλώθηκε από τον ενάγοντα κατά την πρόταση καταρτίσεως της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, δεν ανταποκρίνεται επομένως στην πραγματική εμπορική αξία του κατά το χρόνο ασφαλίσεως, καθόσον αυτό αγοράστηκε καινούργιο  μαζί με τις μηχανές του από την ανωτέρω αντιπροσωπεία αντί 44.000 ευρώ, το έτος 2009 και μεταχειρισμένο, το έτος 2011, αντί 15.000 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων παραβίασε την απορρέουσα από την αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως υποχρέωσή του περί αληθούς απεικονίσεως του ασφαλισμένου πράγματος και τη σχετική “εγγύηση” περί δηλώσεως της πραγματικής αξίας του ασφαλισμένου σκάφους τόσο κατά την πρόταση και κατάρτιση της επίδικης ασφαλιστικής συμβάσεως όσο και κατά τη διάρκεια αυτής. Εάν δε η εναγομένη γνώριζε την πραγματικότητα δεν θα προέβαινε στην ασφάλιση του σκάφους (βλ. ../ ένορκη βεβαίωση ……..). Τα προαναφερόμενα, πλήρως αποδεικνύονται από όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την υπ’ αριθ. ………. “έκθεση έρευνας και επιθεωρήσεως” του …………, που με επίκληση προσκομίζει η εναγομένη-εφεσίβλητη και δεν αναιρούνται από την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπεύθυνη δήλωση της δικαιοπαρόχου του, ………., με ημερομηνία 15-12-2011, στην οποία αναφέρεται ως αξία πωλήσεως του εν λόγω σκάφους το ποσό των 80.000 ευρώ, προεχόντως διότι η υπογραφή της δηλούσας σε αυτή δεν φέρει βεβαίωση του γνησίου αυτής από αρμόδια αρχή, σε έλεγχο δε της υπογραφής αυτής από τον “πραγματογνώμονα” ……….. που διενεργήθηκε από την εναγομένη, η υπογραφή χαρακτηρίστηκε “πλαστή” (βλ. την από 17-12-2012 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης του ανωτέρω) αλλά και διότι ο σχεδόν διπλασιασμός της εμπορικής αξίας ενός σκάφους δύο χρόνια μετά την αγορά του ως καινούργιου αντιβαίνει στα διδάγματα της κοινής πείρας. Εξάλλου, ο ίδιος ο ενάγων στην αγωγή του αναφέρει ότι αγόρασε το σκάφος από την προαναφερόμενη  πωλήτρια αντί τιμήματος 15.000 ευρώ ενώ η προσκομιζόμενη από αυτόν, χωρίς ημερομηνία, προσφορά του προαναφερόμενου αντιπροσώπου ………. για πώληση ενός σκάφους ίδιας μάρκας με το ασφαλισμένο μαζί με τον εξοπλισμό του αντί τιμήματος 78.000 ευρώ δεν αποδεικνύεται ότι αφορά το ασφαλισμένο σκάφος. Περαιτέρω, ο ενάγων παραβίασε τον ουσιώδη όρο (“εγγύηση”) να χρησιμοποιεί αποκλειστικά για την προσωπική του αναψυχή το σκάφος αφού, όπως ο ίδιος ανέφερε στην ανωτέρω προς την εναγομένη αναγγελία της απώλειας του σκάφους, είχε δώσει τα κλειδιά στον φίλο του, ….., για να πάει βόλτα με την οικογένειά του, γεγονός που είχε επαναληφθεί στο παρελθόν αφού το σκάφος είχε χρησιμοποιήσει και ο συνάδελφος του ενάγοντος . ……, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί στη σελίδα δώδεκα (12) των από 30-10-2014 ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου  προτάσεών του. Με την παραβίαση εκ μέρους του ενάγοντος της αρχής της υπέρτατης καλής πίστεως και των ανωτέρω ουσιωδών όρων και εγγυήσεων, η εναγομένη έχει δικαίωμα ακυρώσεως του ενδίκου συμβολαίου και απαλλαγής της από κάθε ευθύνη της εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως και ιδίως από την ευθύνη καταβολής αποζημιώσεως, όπως ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ  Β αναλύεται. Και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η εναγομένη, σε κάθε περίπτωση, ρητώς αρνείται την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και δη την κλοπή με χρήση βίας κατά του σκάφους. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η αναδρομική ακύρωση της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως καθώς και η υπαναχώρηση της εναγομένης από αυτή δυνάμει της από 19-2-2013 “εξώδικης απάντησης-δήλωσης υπαναχώρησης από ασφαλιστική σύμβαση με αναδρομική ακύρωση ασφ/ριου σκαφών αριθ. ……”  είναι καθ΄όλα νόμιμη και ισχυρή, καθόσον με αυτή η εναγομένη άσκησε τα προαναφερόμενα δικαιώματά της, η δε αγωγή ως προς το σκέλος της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της εν λόγω υπαναχωρήσεως και της ισχύος της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Περαιτέρω, ενόψει του ότι αποδείχθηκε πως  δεν υφίσταται ισχυρή ασφαλιστική σύμβαση, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου αιτήματος της αγωγής περί υποχρεώσεως της εναγομένης να καταβάλει το ασφάλισμα λόγω επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής. Επομένως,  ορθώς η εκκαλουμένη εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες διατάξεις του αγγλικού δικαίου κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα και απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, με εν μέρει εσφαλμένη, όμως,  αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας (534 ΚΠολΔ), καθόσον εσφαλμένως η εκκαλουμένη θεώρησε τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς της εναγομένης περί παραβάσεως της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης και των ανωτέρω ουσιωδών όρων  ως ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής ενώ αυτοί αποτελούσαν άρνηση της αγωγής. ‘Οσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο εκκαλών με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγους εφέσεως, τα οποία ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του αγγλικού δικαίου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
  2. V. Μετά τις σκέψεις που προηγήθηκαν κι αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εφέσεως προς εξέταση, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά  έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας γιατί οι διατάξεις του αγγλικού δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν δυσερμήνευτες (179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικώς την έφεση.

-Απορρίπτει αυτή  (έφεση) κατ’ ουσίαν.

-Διατάζει την εισαγωγή  του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος δικαιοδοσίας.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 3η Μαΐου 2018   και δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ