Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 356/2018

Αριθμός   356/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 29.3.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/30.3.2017) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ’ αριθ. 202/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 15.12.2015 αγωγή της (κατά το σκέλος της αναφορικά με την ακύρωση της από 15.3.2013 δήλωσης συναίνεσης αυτής στην υιοθεσία του  γεννηθέντος την 22.11.2010 τέκνου της), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια των εναγομένων, στην ενάγουσα την 1.3.2017 (βλ. την σχετική από 1.3.2017 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …….. επί του σώματος της εκκαλουμένης), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε την 30.3.2017, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 30.3.2017 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο των 150 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 με έναρξη ισχύος την 23.1.2017). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη ως άνω έφεση.

ΙΙ. Με την από 15.12.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./15.12.2015) αγωγή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα, …. . (ήδη εκκαλούσα), ισχυρίσθηκε ότι είναι μητέρα τριών ανηλίκων τέκνων, ήτοι του ….., ηλικίας 8 ετών, της …….., ηλικίας 6 ετών και  ενός άρρενος αβάπτιστου τέκνου, που γεννήθηκε στις 22.11.2010 και είναι ηλικίας 5 ετών. Ότι είναι διαζευγμένη με τον τέως σύζυγό της ……… δυνάμει της υπ’ αριθ. 3380/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ότι απέκτησε το τελευταίο ως άνω τέκνο της όχι από τον σύζυγό της αλλά από τον αναφερόμενο τότε σύντροφό της, ο οποίος, στη συνέχεια, την εγκατέλειψε. Ότι κατά τον χρόνο γέννησης του ως άνω άρρενος τέκνου της, η θυγατέρα της ……. αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας, για το οποίο παρέμεινε νοσηλευόμενη για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που απαιτούσε τη συνεχή παρουσία της ιδίας δίπλα της. Ότι εξαιτίας του γεγονότος αυτού, αλλά και της κακής οικονομικής της κατάστασης, αυτή (ενάγουσα) αναγκάστηκε, τον Σεπτέμβριο του έτους 2011, να παραδώσει το ως άνω μικρότερο άρρεν τέκνο της προσωρινά, μέχρι να αντιμετωπίσει τα προβλήματα υγείας της θυγατέρας της, προς φιλοξενία στους εναγόμενους ….. και ………, αδελφή και γαμπρό της αντίστοιχα (ήδη εφεσίβλητους), οι οποίοι τότε κατοικούσαν στη Χίο. Ότι το έτος 2013, οι εναγόμενοι εκδήλωσαν την επιθυμία να υιοθετήσουν το ως άνω φιλοξενούμενο απ’ αυτούς ανήλικο τέκνο της, καταθέτοντας μάλιστα την σχετική από 6.3.2013 αίτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ενώ όταν η ίδια εξέφρασε την αντίθεσή της στην υιοθεσία, οι εναγόμενοι, ενεργώντας από κοινού με τους γονείς και τα αδέλφια της, την απείλησαν ότι εάν δεν συναινούσε στην υιοθεσία, αυτοί θα έπειθαν τις αρμόδιες δικαστικές αρχές και τις κοινωνικές υπηρεσίες ότι είναι ακατάλληλη μητέρα, ώστε να αφαιρεθεί από αυτήν η επιμέλεια και των υπολοίπων τέκνων της και να παραδοθούν αυτά σε ίδρυμα και, επιπλέον, θα συμμαχούσαν με τον τέως σύζυγό της ………, στις εκκρεμείς μεταξύ τους δίκες, ώστε να εκδοθούν σε βάρος της δυσμενείς δικαστικές αποφάσεις. Ότι αυτή (ενάγουσα), τελώντας υπό καθεστώς φόβου εξαιτίας των ως άνω απειλών, έδωσε τελικά την συναίνεσή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 15.3.2013, ώστε να υιοθετηθεί το ως άνω ανήλικο άρρεν τέκνο της από τους εναγομένους, πλην όμως η διαδικασία αυτή ουδέποτε ολοκληρώθηκε και ήδη οι εναγόμενοι, λόγω της μετέπειτα άρνησής της προς συναίνεση, έχουν υποβάλλει, την 4.4.2014, νέα αίτηση περί δικαστικής αναπλήρωσης της συναίνεσής της προς υιοθεσίας του ιδίου τέκνου της, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι η ανωτέρω από 15.3.2013 δήλωσή της για συναίνεση σε υιοθεσία του ανηλίκου τέκνου της, είναι άκυρη, γιατί δεν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης, αλλά αποτέλεσμα εξαναγκασμού, εξαιτίας των απευθυνόμενων εναντίον της απειλών εκ μέρους των εναγομένων και των λοιπών στενών συγγενών της. Ότι, αν και η ίδια, από τον Ιούνιο του 2013 και εφεξής, ζήτησε από τους εναγόμενους να της επιστρέψουν το ως άνω ανήλικο τέκνο της, οι τελευταίοι αρνούνται να της το αποδώσουν, αφενός παρακρατώντας αυτό παράνομα και αφετέρου αποκλείοντας αυτήν από την άσκηση του δικαιώματός της, ως βιολογικής μητέρας, περί επιμέλειας του ανηλίκου. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε α) να ακυρωθεί η από 15.3.2013 δήλωσή της για συναίνεση στην υιοθεσία του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου της, που δόθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν το τέκνο αυτό, με την απειλή εναντίον τους, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με την εκδοθησόμενη απόφαση, χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού διέταξε τον χωρισμό του σωρευόμενου στην αγωγή αιτήματος περί υποχρέωσης των εναγομένων να αποδώσουν στην ενάγουσα το ανήλικο αβάπτιστο άρρεν τέκνο της, το οποίο (αίτημα) παρέπεμψε σε ιδιαίτερη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία του άρθρου 681Β ΚΠολΔ (διαφορές από επιμέλεια τέκνων) και αφού διέγνωσε ότι η αγωγή, κατά το σκέλος της αναφορικά με την ακύρωση, λόγω απειλής, της δοθείσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από 15.3.2013 δήλωσης συναίνεσης της ενάγουσας στην υιοθεσία του ως άνω τέκνου της, είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 150, 151, 153, 154, 155 και 184 ΑΚ, απέρριψε αυτήν (αγωγή κατά το ανωτέρω σκέλος της) ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά το ανωτέρω σκέλος της και να ακυρωθεί η από 15.3.2013 δήλωσή της για συναίνεση στην υιοθεσία του εν λόγω τέκνου της. Σημειώνεται, ότι η απόφαση που διατάσσει το χωρισμό των σωρευόμενων αγωγών, παραπέμποντας την μία από αυτές στο αρμόδιο δικαστήριο και δικάζοντας κατ’ ουσία την άλλη, υπόκειται σε έφεση ως προς το τμήμα εκείνο με το οποίο έκρινε κατ’ ουσία τη διαφορά, αφού είναι οριστική ως προς το τμήμα αυτό (ΑΠ 1365/2002 ΧρΙΔ 2003.32, ΕφΑθ 1653/1988 και ΕφΑθ 3117/1989 ΕλλΔνη 1989, 819 και 1188 αντίστοιχα, ΕφΘεσ 337/2010 ΕΠολΔ 2010.851, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, άρθρο 513, αρ. 8, σελ. 872). Τέλος, η εκκαλούμενη απόφαση δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης ως προς τη διάταξή της περί της παραπομπής του σωρευόμενου αγωγικού αιτήματος περί υποχρέωσης των εναγομένων να αποδώσουν στην ενάγουσα το ανήλικο αβάπτιστο άρρεν τέκνο της, λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να δικάσει το αίτημα αυτό.

ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150 και 151 ΑΚ προκύπτει ότι για την ακύρωση δικαιοπραξίας, λόγω απειλής, απαιτείται: α) απειλή, ήτοι εξαγγελία επικείμενου κακού για την ζωή, την σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή, την περιουσία του απειληθέντος ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν, β) η απειλή να είναι σοβαρή, δηλαδή ικανή να προξενήσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο και γ) η απειλή να είναι παράνομη ή αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και να έγινε προς τον σκοπό να εξαναγκάσει τον απειληθέντα σε δήλωση βούλησης ορισμένου περιεχομένου, στην οποία να οδηγήθηκε αυτός εξ αιτίας της απειλής. Για την στοιχειοθέτηση, όμως, της απειλής, πρέπει το απειλούμενο κακό να εξαρτάται αμέσως ή εμμέσως από την βούληση του απειλούντος. Τέλος, απειλή δεν υπάρχει αν ο δηλών φοβήθηκε αυθόρμητα ή η δήλωσή του προήλθε από πειθώ, προτροπές και πιέσεις (ΑΠ 909/2015 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2189/2013 ΧρΙΔ 2014.602, ΑΠ 1912/2008 Αρμ 2009.1506).

ΙV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……… και …, που εξετάσθηκαν, ο πρώτος με επιμέλεια της ενάγουσας και ο δεύτερος με επιμέλεια των εναγομένων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους υπ’ αριθ. … και …../14.2.2018 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και …… αντίστοιχα ενώπιον της Ειρηνοδίκου Νίκαιας, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθ. ….. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται: α) η προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα-ενάγουσα υπ’ αριθ. …./4.12.2015 ένορκη βεβαίωση του …….. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία έχει ληφθεί πριν την άσκηση της ως άνω αγωγής, στο πλαίσιο προγενέστερης δίκης της (επί της με αριθ. κατάθ. …../9.10.2015 αγωγής της) με τους ήδη εφεσίβλητους-εναγόμενους, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των τελευταίων (βλ. τις υπ’ αριθ. ……. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …….), β) η προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα-ενάγουσα υπ’ αριθ. ……. ένορκη βεβαίωση του …….., η οποία έχει ληφθεί στο πλαίσιο προγενέστερης δίκης της με τους ήδη εφεσίβλητους-εναγόμενους και γ) οι προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους υπ’ αριθ. ……. καθώς και …….. ένορκες βεβαιώσεις των ……….. αντίστοιχα ενώπιον της Ειρηνοδίκου Νίκαιας, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα …….. (ήδη εκκαλούσα) και ο ………. (μη διάδικος στην προκειμένη δίκη) τέλεσαν στη Νίκαια Αττικής την 20.9.2007 νόμιμο πολιτικό γάμο, ενώ την 20.9.2008 τέλεσαν και νόμιμο θρησκευτικό γάμο σύμφωνα με το τυπικό της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο γάμος αυτός έχει λυθεί με την (ήδη αμετάκλητη) υπ’ αριθ. 3380/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας γαμικών διαφορών), με την οποία, κατ’ αποδοχή της σχετικής αγωγής του ………., κρίθηκε ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός στις σχέσεις των ως άνω συζύγων από λόγο που αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο της συζύγου του (ήδη ενάγουσας). Κατά τη διάρκεια του γάμου αυτού και πριν την αμετάκλητη λύση του, η ενάγουσα απέκτησε τρία τέκνα και συγκεκριμένα τον ……., που γεννήθηκε την 27.11.2007 (ήδη ηλικίας 11 ετών), την ………, που γεννήθηκε την 27.8.2009 (ήδη ηλικίας 9 ετών) και ένα ακόμα άρρεν τέκνο, που γεννήθηκε την 22.11.2010 (ηλικίας ήδη 8 ετών) και είναι εγγεγραμμένο στο Δημοτολόγιο του Δήμου Νίκαιας-Αγ. Ι. Ρέντη με το επώνυμο …… χωρίς να φέρει όνομα (βλ. το προσκομιζόμενο από 22.2.2013 πιστοποιητικό γέννησης που εκδόθηκε από τον ως άνω Δήμο). Το τελευταίο αυτό ανήλικο άρρεν τέκνο αποκαλείται από τους διαδίκους στα δικόγραφά τους ως «…..», χωρίς όμως να προκύπτει ότι αυτό έχει βαπτιστεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω τεκμαιρόμενος πατέρας των τριών ανηλίκων τέκνων, …….., αμφισβήτησε την πατρότητα των τέκνων αυτών, ασκώντας τις από 13.10.2008, 8.1.2010 και 4.4.2013 αγωγές του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τις δύο πρώτες) και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (την τρίτη), με τις οποίες ζήτησε, αντίστοιχα, την προσβολή της πατρότητας των ανηλίκων …., ………. και του αβάπτιστου άρρενος τέκνου, επικαλούμενος ότι από ιδιωτικό έλεγχο πατρότητας που διενεργήθηκε την 6.5.2008 στο Γ.Ν.Α. «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», αναφορικά με την πατρότητα του πρώτου τέκνου Παναγιώτη, εξήχθη το συμπέρασμα ότι αποκλειόταν η πιθανότητα να είναι αυτός βιολογικός πατέρας του εν λόγω τέκνου. Επί των δύο πρώτων ως άνω αγωγών, οι οποίες αφορούν στην προσβολή της πατρότητας των ανηλίκων …… και ……., εκκρεμεί ακόμη η µετ’ απόδειξη συζήτηση των υποθέσεων, ενώ επί της τρίτης ως άνω αγωγής, που αφορούσε στην προσβολή της πατρότητας του γεννηθέντος την 22.11.2010 αβάπτιστου άρρενος τέκνου, εκδόθηκε ήδη η υπ’ αριθ. 1633/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας διαφορών από τις σχέσεις γονέων-τέκνων), με την οποία αναγνωρίσθηκε ότι το ως άνω ανήλικο είναι µη γνήσιο τέκνο του ……., αφού έγινε δεκτό ότι το τέκνο αυτό προήλθε από ερωτική σχέση που διατηρούσε η μητέρα του (ήδη ενάγουσα) κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης με άλλον άνδρα, όπως και η ίδια συνομολόγησε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι περί τον Απρίλιο του έτους 2010 ασθένησε σοβαρά η ανήλικη θυγατέρα της ενάγουσας, ………, και κατά το χρονικό διάστημα μέχρι και τον Νοέμβριο του έτους 2011, εισήχθη επανειλημμένως στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού» για νοσηλεία, αφού διαγνώσθηκε ότι έπασχε από «νευροβλάστωµα σε επιθετικό στάδιο 3». Κατόπιν αυτού, έπρεπε η ενάγουσα, ως φυσική μητέρα της ανήλικης, να βρίσκεται συνεχώς δίπλα της για να της συμπαραστέκεται. Ταυτόχρονα, όμως, όφειλε η ίδια να μεριμνήσει και για την καθημερινή φροντίδα και των άλλων δύο αρρένων τέκνων της και ιδίως του νεογέννητου τότε (22.11.2010), τρίτου κατά σειρά, αβάπτιστου τέκνου της, το οποίο, όντας τότε νεογνό, είχε ανάγκη από ιδιαίτερη φροντίδα και περιποίηση. Επίσης, κατά τον ως άνω χρόνο, η ενάγουσα στερείτο επαρκών οικονομικών πόρων για την συντήρηση των τριών ανηλίκων τέκνων της, αφού ήταν άνεργη, ενώ βρισκόταν και σε ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση, λόγω της δικαστικής διαμάχης της µε τον τότε σύζυγό της, ………, για την έκδοση διαζυγίου. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η ενάγουσα αποδέχθηκε, αμέσως μετά την γέννηση του ως άνω τέκνου της, πρόταση της δεύτερης εναγόμενης αδελφής της, ……, και του τότε συντρόφου της και μετέπειτα συζύγου της, πρώτου εναγόμενου γαμβρού της, ………., να κρατήσουν και να φροντίσουν αυτοί το τέκνο αυτό, το οποίο επιθυμούσαν να υιοθετήσουν. Την επιθυμία τους δε αυτή αποδέχθηκε τελικά η ενάγουσα, ευρισκόμενη σε ψυχολογική φόρτιση εξαιτίας των προαναφερόμενων καταστάσεων (ήτοι του σοβαρού προβλήματος υγείας της ανήλικης θυγατέρας της …….., της καθημερινής φροντίδας των άλλων δύο ανήλικων αρρένων τέκνων της, του γεγονότος ότι ήταν άνεργη και της δικαστικής διαμάχης της µε τον τότε σύζυγό της). Κατόπιν δε της απόφασής της αυτής, η ενάγουσα παρέδωσε, με την συναίνεσή της, στους εναγομένους το ανωτέρω άρρεν τέκνο της, την 14.12.2010 (δηλαδή αμέσως μετά την έξοδο του τέκνου από το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας, στο οποίο γεννήθηκε την 22.11.2010 και νοσηλεύθηκε στην μονάδα νεογνών αυτού μέχρι την 14.12.2010), χορηγώντας τους παράλληλα και την από 15.12.2010 έγγραφη «δήλωση», υπογεγραμμένη από την ίδια και τους εναγομένους, στην οποία αναφέρονται, επί λέξει, τα εξής: «Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι …….. και ……….. δηλώνουμε υπεύθυνα ότι η ………… γέννησε στις 22.11.2010 άρρεν τέκνο στο Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας. Το παιδί μετά τη γέννα νοσηλεύτηκε στη μονάδα νεογνών του ιδίου νοσοκομείου από 13.12.2010 μέχρι 14.12.2010. Μετά το εξιτήριο από την μονάδα πήγαμε το παιδί για δύο μέρες στο σπίτι και μετά αναχωρήσαμε για Χίο στις 16.12.2010 ο ………, η …….. και ο …… άρρεν. Η υπογράφουσα ……… δεν έχει καμία απαίτηση από την κηδεμονία, την επιμέλεια και την ανατροφή του άρρεν τέκνου αυτού. Η μόνη επαφή που υπάρχει ανάμεσά τους είναι η συγγενική σχέση της θείας με τον ανιψιό. Οι λόγοι που η …… έγινε παρένθετη μητέρα του τέκνου στην αναφερθείσα αδελφή της είναι: α) λόγω του ζαχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που πάσχει ο …….. δεν μπορεί να κάνει παιδιά και β) Λόγω της κόρης της ……. που πάσχει από νευροβλάστημα στάδιο 3 υψηλού κινδύνου και εκείνη την περίοδο μπορεί να χρειαζόταν μυελό των οστών που μπορούσε μόνο να δώσει το μωρό αν χρειαζόταν. Αθήνα, 15/12/2010. Ο Δηλών ……… Η Δηλούσα ……. Η αποδεχόμενη την δήλωση ……. (Ακολουθούν υπογραφές». Επίσης, αποδείχθηκε ότι την επόμενη ημέρα (16.12.2010) οι εναγόμενοι αναχώρησαν μαζί με το ως άνω ανήλικο τέκνο για την Χίο, όπου τότε κατοικούσαν, επιμελούμενοι έκτοτε της ανατροφής και επίβλεψής του, ενώ από τον Σεπτέμβριο του έτους 2013 έχουν επιστρέψει στην Νίκαια Αττικής, όπου πλέον κατοικούν μόνιμα μαζί με το τέκνο αυτό, που είναι ήδη ηλικίας 8 ετών. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της διαμονής των εναγομένων στην Χίο, αυτοί είχαν εγγράψει τον ανήλικο με το όνομα «……….» στον βρεφονηπιακό σταθμό ……., όπου ο ανήλικος παρακολούθησε το σχολικό πρόγραμμα του σταθμού τα (σχολικά) έτη 2011-2012 και 2012-2013, ενώ ζητούσαν επανειλημμένως από την μητέρα του (ενάγουσα) να συμπράξει στην επίσπευση των διαδικασιών της υιοθεσίας του. Μάλιστα η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια διαμονής του ως άνω ανηλίκου τέκνου στη Χίο, κατά τα έτη 2011 και 2012, μετέβη ορισμένες φορές στο νησί αυτό, προκειμένου να επισκεφθεί τους εναγομένους και το τέκνο της και σε μία από τις επισκέψεις της, την 10.10.2011, έδωσε στους εναγόμενος και δεύτερη, με ίδια ημεροχρονολογία (10.10.2011) έγγραφη «δήλωση», υπογεγραμμένη από την ίδια και τους εναγομένους, στην οποία αναφέρονται, επί λέξει, τα εξής: «Η υπογράφουσα …….. … σας δηλώνω ότι κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ της ……. … και του …….. … , σας έχω δώσει προς επιμέλεια και ανατροφή το άρρεν τέκνο που γέννησα στις 22.11.2010 και συμφωνώ να παραμείνει στην οικία σας στη Χίο, διότι είμαι ικανοποιημένη από την φροντίδα και το ενδιαφέρον που του δείχνετε. Χίος 10/10/2011. Η δηλούσα ……. Οι αποδεχόμενοι τη δήλωση ……… (Ακολουθούν υπογραφές)». Ακόμη, η ενάγουσα, έχοντας πλέον αποδεχθεί το γεγονός της παράδοσης του ανωτέρω τέκνου της προς υιοθεσία στους εναγομένους, κατά την χωρίς όρκο εξέτασή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 9.3.2012, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του διαζυγίου της με τον τότε σύζυγό της ……,  δήλωσε, αναφορικά με το ανωτέρω αβάπτιστο άρρεν τέκνο της, τα ακόλουθα: «Όχι, τα δύο είναι δικά του. Το τρίτο (παιδί) είναι παράθετη μάνα. Υπάρχει διαφορά. Δεν είναι. Είναι άσχετο το τρίτο. Μπορεί να το γέννησα εγώ, αλλά είναι αλλουνού. Υπάρχει συμβολαιογράφος υπάρχουν τα πάντα. Που είναι αλλουνού το παιδί. Και μάνας και πατέρα. Απλά δεν μπορούσαν και το έκανα εγώ … » (βλ. στην 16η σελίδα των υπ’ αριθ. …./2012 πρακτικών του ως άνω Δικαστηρίου). Ακολούθως, τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, οι εναγόμενοι κατέθεσαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) την από 25.9.2012 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../25.9.2012) αίτησή τους, με την οποία ζήτησαν να κηρυχθεί θετό τέκνο τους, το ανωτέρω ανήλικο και αβάπτιστο άρρεν τέκνο της ενάγουσας. Στο πλαίσιο της δίκης αυτής συντάχθηκε η από 6.3.2013 έκθεση κοινωνικής έρευνας της Κοινωνικής Λειτουργού ……., με την οποία προτείνεται να γίνει δεκτή η ως άνω αίτηση για υιοθεσία, ενώ καταγράφεται σ’ αυτήν και η δήλωση της φυσικής μητέρας προς την κοινωνική λειτουργό ότι, λόγω των προβλημάτων υγείας του δεύτερου παιδιού της, ….., θεώρησε καλύτερο για το τρίτο της παιδί να δοθεί στην αδελφή της, έτσι ώστε, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην κοινωνική λειτουργό, «να μεγαλώσει σε μια οικογένεια την οποία η ίδια δεν θα μπορεί να προσφέρει» (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από 6.3.2013 έκθεση κοινωνικής έρευνας της ως άνω Κοινωνικής Λειτουργού). Τέλος, κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αίτησης υιοθεσίας, στη δικάσιμο της 15.3.2013, εμφανίστηκε η ίδια η ενάγουσα ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου και δήλωσε ρητώς ότι συναινεί να δοθεί το τέκνο της προς υιοθεσία στην αδελφή της και τον γαμβρό της, αφού στην σχετική ερώτηση της Εισηγήτριας Δικαστού «Εσείς συναινείτε να δοθεί το τέκνο σας που γεννήθηκε 22/11/2010 στην αδελφή σας;» απάντησε «Ναι συναινώ. Στην αδελφή μου και στον γαμβρό μου» (βλ.  στην 3η σελίδα των πρακτικών συνεδρίασης της 15.3.2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Όμως, η συζήτηση της αίτησης αυτής των ήδη εναγομένων (περί υιοθεσίας) ματαιώθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο της 15.3.2013, ενώ επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 8.4.2013 κλήση τους για τη δικάσιμο της 17.5.2013 και, κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 10.1.2014, οπότε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 920/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ήδη από τον Ιούνιο του έτους 2013 και ιδίως από τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, όταν οι εναγόμενοι μαζί με το ως άνω τέκνο, μετακόμισαν από τη Χίο στη Νίκαια Αττικής, όπου κατοικούσε (και μάλιστα στην ίδια γειτονιά) και η ενάγουσα με τα άλλα δύο τέκνα της, άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ τους. Ειδικότερα η μεν ενάγουσα ισχυριζόταν ότι, μετά την βελτίωση της κατάστασης υγείας της ανήλικης θυγατέρας της ………, συνειδητοποίησε πόσο σημαντικό είναι γι’ αυτήν να έχει μαζί της όλα τα τέκνα της, ως οικογένεια, οι δε εναγόμενοι ισχυρίζονταν ότι διαπιστώνοντας η ενάγουσα την μεγάλη αγάπη που επεδείκνυαν αυτοί προς το αβάπτιστο φυσικό τέκνο της και την αγωνία τους να ολοκληρωθεί η υιοθεσία του, άρχισε να τους ζητάει επανειλημμένα διάφορα οικονομικά ή άλλα σε είδος ανταλλάγματα (όπως συνδέσεις με κινητές τηλεφωνίες ή συνδρομητικά κανάλια τηλεόρασης), τα οποία εκπλήρωναν μεν αυτοί αρχικά αλλά δεν μπορούσαν συνεχώς να τα εκπληρώνουν λόγω οικονομικής αδυναμίας, ενόψει και του ότι ο πρώτος αυτών είχε απολυθεί από την εργασία του και ήταν άνεργος. Στη συνέχεια, περί τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2013, η ενάγουσα ζήτησε επιτακτικά από τους εναγόμενους να της αποδώσουν ως άνω ανήλικο άρρεν τέκνο της, χωρίς όμως αποτέλεσμα και έτσι αυτή, τον Ιανουάριο του έτους 2014, κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων) την από 27.1.2014 αίτησή της, µε την οποία, επικαλούμενη ότι οι ήδη εναγόμενοι αρνούνται να της επιστρέψουν το εν λόγω τέκνο της που τους είχε παραδώσει μόνο προς φιλοξενία, ζήτησε να της ανατεθεί η προσωρινή επιμέλεια του τέκνου της και να διαταχθεί η απόδοσή του απ’ αυτούς στην ίδια. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 796/4.4.2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε αυτήν (αίτηση) ως αόριστη αφενός γιατί δεν έγινε επίκληση περιστατικών που να θεμελιώνουν την επείγουσα περίπτωση ή τον επικείμενο κίνδυνο και αφετέρου γιατί δεν προβλήθηκαν λόγοι που να δικαιολογούν την καθυστέρηση άσκησης της αίτησης ενόψει του ικανού χρονικού διαστήματος που παρήλθε από την παράδοση από την ίδια του τέκνου αυτού στους καθ’ ων (ήδη εναγόμενους). Περί τον ίδιο ως άνω χρόνο (τους πρώτους μήνες του έτους 2014) η ενάγουσα υπέβαλε και μήνυση κατά των εναγομένων στο Τμήμα Ασφαλείας Νικαίας, συνεπεία της οποίας συντάχθηκε η από 13.3.2014 μηνυτήρια αναφορά του Διευθυντή του Τμήματος αυτού, η οποία, στη συνέχεια, υποβλήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Κατόπιν της ανωτέρω μηνυτήριας αναφοράς, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των εναγομένων για την αξιόποινη πράξη της από κοινού αρπαγής από µη ανιόντες ανηλίκου, µη συμπληρώσαντος τα δεκατέσσερα έτη, για την οποία (πράξη), μετά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, αυτοί παραπέμφθηκαν ως κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς με το υπ’ αριθ. 935/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς (το οποίο επικυρώθηκε από το υπ’ αριθ. 131/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς), πλην όμως, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, όπως αναφέρεται από την ίδια την εκκαλούσα-ενάγουσα με το δικόγραφο της έφεσής της, αυτοί κηρύχθηκαν αθώοι, γιατί κρίθηκε ότι δεν υπάρχει αφαίρεση του τέκνου λόγω της προηγηθείσας συναίνεσης της μητέρας. Ήδη οι εναγόμενοι, μετά την διάψευση των προσδοκιών τους να υιοθετήσουν το προαναφερόμενο ανήλικο, αβάπτιστο, άρρεν τέκνο της ενάγουσας, µε την αυτοπρόσωπη ενώπιον του Δικαστηρίου συναίνεση της τελευταίας, η οποία είχε υπαναχωρήσει πλέον οριστικά από την δοθείσα προς αυτούς προφορική υπόσχεσή της να συναινέσει στην υιοθεσία, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας) νέα (την από 10.3.2014) αίτηση περί κηρύξεως θετού τέκνου τους, του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου της ενάγουσας, µε την οποία (αίτηση) ζήτησαν να αναπληρωθεί δικαστικά η συναίνεση της φυσικής μητέρας (ενάγουσας), κατ’ άρθρο 1552 παρ. 1 εδ. ε΄ ΑΚ, λόγω της εκ των υστέρων καταχρηστικής άρνησής της να συναινέσει στην τέλεση της υιοθεσίας. Επί της αίτησης αυτής ήδη εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2111/2015 µη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου α) να προσκομιστεί αμετάκλητη απόφαση επί της από 4.4.2013 αγωγής προσβολής της πατρότητας, που άσκησε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου ο τεκμαιρόμενος πατέρας του προς υιοθεσία τέκνου, ……. (ήδη, όπως προαναφέρθηκε, έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 1633/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που αναγνώρισε ότι το τέκνο αυτό είναι µη γνήσιο τέκνο του ………) και β) να εμφανιστούν, στην επόμενη δικάσιμο, οι αιτούντες (εναγόμενοι) για να δηλώσουν τη συναίνεσή τους στην τέλεση της υιοθεσίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η ενάγουσα με την ως άνω αγωγή της πρόβαλε τον ισχυρισμό (τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης) ότι η ίδια ουδέποτε αποδέχθηκε την πρόταση των εναγομένων να υιοθετήσουν αυτοί το προαναφερόμενο τέκνο της, καθόσον η ανωτέρω από 15.3.2013 δηλωθείσα συναίνεσή της για υιοθεσία του εν λόγω τέκνου της από του εναγομένους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είναι άκυρη ως μη γενόμενη, αφού έλαβε χώρα υπό το καθεστώς φόβου που προκλήθηκε σ’ αυτήν από προηγηθείσα απειλητική συμπεριφορά των εναγομένων και των στενών συγγενών της (γονέων και αδελφών της), σε βάρος της. Ειδικότερα, η ενάγουσα επικαλείται ότι παρέδωσε το ανήλικο άρρεν τέκνο της στους εναγομένους τον Οκτώβριο του 2011 (και όχι τον Δεκέμβριο του 2010, όπως αυτοί ισχυρίζονται), προκειμένου οι τελευταίοι να το φροντίσουν προσωρινά και μέχρι αυτή να αντιμετωπίσει την κατάσταση της υγείας της ανήλικης θυγατέρας της …….. και να εξέλθει από την δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν εξαιτίας των προαναφερόμενων προβλημάτων της, χωρίς η ίδια να έχει ουδεμία πρόθεση για υιοθεσία του ανηλίκου αβάπτιστου τέκνου της, πλην όμως οι εναγόμενοι, εκμεταλλευόμενοι την ως άνω δύσκολη κατάστασή της, ξεκίνησαν, περί τις αρχές του έτους 2013, να την απειλούν, από κοινού με τους γονείς της και τα υπόλοιπα αδέλφια της, ότι εάν δεν συναινούσε στην υιοθεσία του εν λόγω τέκνου της, θα προέβαιναν σε καταγγελίες στις αρμόδιες δικαστικές αρχές και στις κοινωνικές υπηρεσίες ότι η ίδια είναι ακατάλληλη μητέρα, ώστε να αφαιρεθεί απ’ αυτήν η επιμέλεια και των υπολοίπων τέκνων της και να παραδοθούν αυτά σε ίδρυμα, ενώ επιπλέον θα συμμαχούσαν και με τον πρώην σύζυγό της, …….., στις προαναφερόμενες εκκρεμείς μεταξύ τους δίκες για το διαζύγιο και την πατρότητα των τέκνων της, ώστε να εκδοθούν σε βάρος της δυσμενείς δικαστικές αποφάσεις. Όμως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ενάγουσας δεν αποδείχθηκαν από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο και, για το λόγο αυτό, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται στα εξής περιστατικά: Α) Η ίδια η ενάγουσα υπέγραψε (όπως και η ίδια δεν το αμφισβητεί) τις προαναφερόμενες από 15.12.2010 (δηλαδή ένα μήνα μετά την γέννηση του τέκνου κατά την έξοδό του από το μαιευτήριο) και από 10.10.2011 έγγραφες δηλώσεις της, με τις οποίες  δηλώνει ότι επιθυμεί να αποδώσει την επιμέλεια και την ανατροφή του ως άνω τέκνου της στους εναγομένους, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τον εαυτό της ως «παρένθετη μητέρα», που πλέον θα έχει µε το τέκνο της σχέση θείας-ανιψιού. Η υπογραφή των ανωτέρω δηλώσεων από την ενάγουσα δεν δικαιολογείται, με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, εάν αυτή, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, είχε δώσει το τέκνο της στους εναγομένους αποκλειστικά και μόνο για να το φροντίζουν προσωρινά, χωρίς αυτή να γνωρίζει την πρόθεσή τους να προβούν στην υιοθεσία του, αλλά και χωρίς να αποδέχεται τέτοια πρόθεση. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω έγγραφες δηλώσεις της ενάγουσας δεν έχουν ποτέ αμφισβητηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο από αυτήν ως προς τη γνησιότητα του περιεχόμενου τους και της υπογραφής της, ενώ επιπλέον έχουν υπογραφεί από την ίδια σε  «ανύποπτο» χρόνο, δηλαδή σε χρόνο που, κατά τους ισχυρισμούς της, αυτή δεν είχε ακόμα δεχθεί οιαδήποτε απειλή από τους εναγομένους ή τους οικείους της, αφού, όπως η ίδια διατείνεται, άρχισε να δέχεται απειλές στις αρχές του έτους 2013. Β) Η ενάγουσα µε την προαναφερόμενη από 9.3.2012 χωρίς όρκο εξέτασή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (στη δίκη του διαζυγίου της με τον τότε σύζυγό της), η οποία (εξέταση) έγινε επίσης σε «ανύποπτο» χρόνο, δηλαδή πριν την τέλεση των επικαλούμενων απ’ αυτή απειλών σε βάρος της, κατέθεσε ότι το εν λόγω τέκνο της «μπορεί να το γέννησα εγώ, αλλά είναι αλλουνού και μάνας και πατέρα… απλά δεν μπορούσαν και το έκανα εγώ» (υπονοώντας τη συμφωνία της µε τους εναγομένους να παραδώσει σ’ αυτούς το τέκνο της για υιοθεσία, λόγω της αδυναμίας των τελευταίων να αποκτήσουν δικό τους παιδί), επαναλαμβάνοντας για το εαυτό της τον χαρακτηρισμό «παρένθετη μητέρα», ως προς τη σχέση της με το τέκνο αυτό. Εξάλλου το περιεχόμενο της κατάθεσής της αυτής εναρμονίζεται και με το περιεχόμενο των προαναφερόμενων εγγράφων δηλώσεών της. Γ) Στο πλαίσιο της δίκης για την υιοθεσία συντάχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, η από 6.3.2013 έκθεση κοινωνικής έρευνας της Κοινωνικής Λειτουργού ………., στην οποία (έκθεση) καταγράφεται η δήλωση της φυσικής μητέρας (ήδη ενάγουσας) προς την ως άνω κοινωνική λειτουργό ότι, λόγω των προβλημάτων υγείας του δεύτερου παιδιού της, ……, θεώρησε καλύτερο για το τρίτο της παιδί, να δοθεί στην αδελφή της, έτσι ώστε «να μεγαλώσει σε μια οικογένεια την οποία η ίδια δεν θα μπορεί να προσφέρει». Τέλος, δεν αποδείχθηκε από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι η ενάγουσα δέχθηκε απειλές είτε από τους εναγομένους είτε από το υπόλοιπο στενό οικογενειακό της περιβάλλον, προκειμένου να συναινέσει στην υιοθεσία του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου της, καθώς και ότι η σχετική από την από 15.3.2013 δήλωσή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ήταν προϊόν εξαναγκασμού, εξαιτίας των απειλών αυτών. Ειδικότερα ο εξετασθείς ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας …. …., σύντροφος της ενάγουσας, καθώς και ο ενόρκως βεβαιώσας …….., που διατηρεί φιλική σχέση με αυτήν, οι οποίοι εξετάσθηκαν με επιμέλειά της, ανέφεραν µεν ότι η τελευταία δέχθηκε απειλές από τους οικείους της πριν την ανωτέρω από 15.3.2013 δηλωθείσα συναίνεσή της στην υιοθεσία του ανηλίκου τέκνου της, πλην όμως οι μάρτυρες αυτοί δεν είχαν ιδία αντίληψη των γεγονότων που κατέθεσαν, αλλά ανέφεραν κυρίως ότι πληροφορήθηκαν από την ενάγουσα, γεγονός που αποδυναμώνει την αποδεικτική αξία των καταθέσεών τους. Από την άλλη πλευρά, ο εξετασθείς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μάρτυρας ανταπόδειξης ……., αδελφός της ενάγουσας, αλλά και οι ενόρκως βεβαιούντες ……. και ………, αδελφή και μητέρα αυτής (ενάγουσας) αντίστοιχα, οι οποίοι κατέθεσαν με επιμέλεια των εναγομένων, ανέφεραν ότι η ενάγουσα ουδέποτε δέχθηκε απειλές από τους εναγομένους ή τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της, προκειμένου να δώσει τη συναίνεσή της στην υιοθεσία του ανηλίκου τέκνου της, καθώς και ότι η σχετική από 15.3.2013 δήλωσή της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησής της στο πλαίσιο της σχετικής συμφωνίας που είχε συνάψει με τους εναγομένους αμέσως μετά την γέννηση του τέκνου της. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, είχε λάβει ήδη με την γέννηση του άρρενος τέκνου της, την απόφαση να δώσει αυτό προς υιοθεσία στους εναγομένους, αποδεχόμενη την σχετική πρόταση των τελευταίων, γνωρίζοντας εξαρχής την πρόθεσή τους να προβούν στην εν λόγω υιοθεσία. Και είναι πράγματι αληθές ότι η ενάγουσα έλαβε την ανωτέρω απόφαση και έδωσε την σχετική από 15.3.2013 συναίνεσή της στην τέλεση της υιοθεσίας, ευρισκόμενη σε κακή ψυχολογική κατάσταση λόγω των προαναφερόμενων προβλημάτων που αντιμετώπιζε -γεγονός που, άλλωστε, εξηγεί και την μετέπειτα μεταστροφή της ιδίας στο ζήτημα της υιοθεσίας αμέσως μόλις εκείνη αντιλήφθηκε ότι άρχισε να αντιμετωπίζει καλύτερα τα προβλήματά της και να βρίσκεται πλέον σε ασφαλέστερη θέση- σε καμία περίπτωση, όμως, δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω συναίνεσή της, η οποία εκφράστηκε με την ανωτέρω από 15.3.2013 δήλωσή της ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, υπήρξε αποτέλεσμα εξαναγκασμού της, εξαιτίας απευθυνόμενων σε βάρος της απειλών εκ μέρους των εναγομένων ή των υπολοίπων στενών συγγενών της (γονέων και αδελφών της), ώστε να τίθεται ζήτημα ακύρωσης της δήλωσής της αυτής λόγω απειλής κατά τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας, διατάξεις των άρθρων 150 και 151 ΑΚ. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η υλοποίηση του κατά την αγωγή απειλούμενου κακού, δηλαδή η αφαίρεση από την ενάγουσα της επιμέλειας των υπολοίπων τέκνων της, η παράδοση αυτών σε ίδρυμα και, τέλος, η έκδοση δυσμενών δικαστικών αποφάσεων σε βάρος της στις εκκρεμείς με τον τότε σύζυγό της δίκες, δεν εξαρτάτο από τη βούληση των εναγομένων ή των λοιπών συγγενών της ενάγουσας, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, για την στοιχειοθέτηση της απειλής, κατά την έννοια των ως άνω άρθρων (ΑΚ 150,151) πρέπει το απειλούμενο κακό να εξαρτάται αμέσως ή εμμέσως από την βούληση του απειλούντος, προϋπόθεση όμως που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση. Τέλος, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, δηλαδή ότι η από 15.3.2013 δήλωση της ενάγουσας δεν υπήρξε αποτέλεσμα εξαναγκασμού της λόγω απειλών, δεν αναιρείται από το επικαλούμενο, με τις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο, από την εκκαλούσα-ενάγουσα αντίγραφο εγγραφής από το δελτίο οχήματος του Α.Τ. Νίκαιας της 9.12.2013, στο οποίο καταγράφεται ότι, περί ώρα 08.40 της ίδιας ημέρας στην οδό …….. στη Νίκαια, είχε λάβει χώρα φραστικό επεισόδιο μεταξύ της ενάγουσας και της αδελφής της (δεύτερης εναγομένης) λόγω δικαστικής διαμάχης τους σχετικά με την υιοθεσία του τέκνου της πρώτης αυτών. Και τούτο γιατί το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου καταγράφει απλώς το κλίμα έντασης που υπήρχε τότε (Δεκέμβριος 2013) και συνεχίζει να υπάρχει στις σχέσεις των αντιδίκων αδελφών και δεν αποδεικνύει ότι έλαβαν χώρα απειλές της δεύτερης εναγομένης προς την ενάγουσα και μάλιστα πριν από τον κρίσιμο χρόνο της 15.3.2013, όταν η τελευταία έδωσε αρχικώς την συναίνεσή της προς υιοθεσία. Αντιθέτως, η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης με επίκληση από την εκκαλούσα-ενάγουσα «ψυχολογικής εκτίμησης» της ψυχολόγου, …………., που συντάχθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν συνάντησης μεταξύ τους που έγινε την 15.2.2014, αναφορικά με την καταλληλότητα αυτής ως φυσικής μητέρας του γεννηθέντος στις 22.11.2010 ανηλίκου και αβάπτιστου άρρενος τέκνου της, για την άσκηση της επιμέλειας επί του τελευταίου, στην οποία («ψυχολογική εκτίμηση») αναφέρονται εκτός των άλλων, και τα εξής: « … Μέσα σε μια τόσο άδικη για την ίδια (μητέρα) πραγματικότητα κλήθηκε να αποφασίσει και να καταλήξει να δεχθεί την πρόταση της αδελφής της για την υιοθεσία του μωρού της. Μια απόφαση στην οποία, όπως κατάλαβα από τα λεγόμενά της, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, αλλά και όπως η ίδια μπορώ να ερμηνεύσω, κατέληξε υπό έντονη ψυχολογική πίεση …» (βλ. σελίδες 2-3 της ως άνω ψυχολογικής εκτίμησης). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την από 15.12.2015 αγωγή κατά το σκέλος της αναφορικά με την ακύρωση, λόγω απειλής, της δοθείσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από 15.3.2013 δήλωσης συναίνεσης της ενάγουσας στην υιοθεσία του γεννηθέντος την 22.11.2010 ανηλίκου τέκνου της, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους σχετικούς λόγους (που στην πραγματικότητα αποτελούν ένα ενιαίο λόγο) της έφεσής της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

ΙV. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτήν με το ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείο Οικονομικών με κωδικό ………. σε συνδυασμό με την από 30.3.2017 εντολή πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφιο προτελευταίο ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 29.3.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2017) έφεση της …….. κατά της υπ’ αριθ. 202/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των  εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17η Μαΐου 2018   και δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους  αυτών δικηγόρους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ