Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 361/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 361/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισεν η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Από τα άρθρα 110§2, 498, 524§1, 226§4 και 242§§2&3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, εάν το δικόγραφον της εφέσεως επεδόθη υπό του ενός προς τον άλλον διάδικον διά την αρχικώς προσδιορισθείσαν δικάσιμον, τότε η αναβολή εκ του πινακίου επέχει ισχύν κλητεύσεως πάντων των διαδίκων. Εάν, όμως, το δικόγραφον της εφέσεως δεν επεδόθη υπό του εκκαλούντος προς τον εφεσίβλητον κατά την αρχικώς προσδιορισθείσα δικάσιμον και η υπόθεσις αναβληθεί εκ του πινακίου διά μεταγενεστέραν δικάσιμον, καθ’ ήν απολείπεται ο εφεσίβλητος, απαιτείται διά το παραδεκτόν της κλητεύσεως του κατά την νέαν δικάσιμον απολειπομένου διαδίκου η προς αυτόν επίδοσις τόσον του δικογράφου της εφέσεως όσον και πρακτικού του δικαστηρίου ή βεβαιώσεως του γραμματέως περί της αναβολής της υποθέσεως υπό της αρχικής διά την μεταγενεστέραν δικάσιμον, καθ’ ήν συνεζητήθη η υπόθεσις, και δεν αρκεί η πλασματική κλήτευσις διά της εγγραφής της αναβληθείσης υποθέσεως στο πινάκιον της νέας δικασίμου (βλ. ΑΠ 1269 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Η εκ του πινακίου αναβολή επέχει, κατ’ άρθρον 226§4εδ.β’&γ’ ΚΠολΔ, θέσιν κλητεύσεως (ήτοι ισχύει ως πλασματική κλήτευσις) των διαδίκων ουχί μόνον κατά την πρώτην εκ του πινακίου αναβολήν αλλά και κατά τις μεταγενέστερες αντίστοιχες (βλ. ΑΠ 871 /2013, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1812 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1681 /2011 και ΑΠ 1296 /2006, ΤΝΠΔΣΑ). Εν περιπτώσει οίκοθεν (αυτεπαγγέλτου εκ μέρους του δικαστηρίου) αναβολής εκ του πινακίου αύτη επέχει ισχύν κλητεύσεως πάντων των διαδίκων υπό την προϋπόθεσιν, όμως, της παρουσίας αυτών κατά την αρχικήν δικάσιμον, ενώ οι εξ αυτών απόντες πρέπει να κλητεύονται (βλ. ΟλΑΠ 1689/1983, ΑΠ 1484/2013, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 451 /2008 και ΑΠ 300 /1999, ΤΝΠΔΣΑ). Μετά δε την οίκοθεν αναβολήν δεν είναι πλέον επιτρεπτή ούτε ισχυρά η παραίτησις του καλούντος από το δικόγραφον της κλήσεως (βλ. ΑΠ 1223 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και 1222 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Όμως, η αναγραφή της υποθέσεως εις το πινάκιον προς συζήτησιν κατά την νέαν δικάσιμον δεν ισχύει (κατ’ εξαίρεσιν των αναφερομένων εν τω άρθρω 226§4εδ.γ’ ΚΠολΔ) ως κλήτευσις όλων των διαδίκων αλλά μόνον των παρισταμένων ή των μη εμφανισθέντων κατά την αρχικήν (ή προγενεστέραν μετ’ αναβολήν) δικάσιμον διαδίκων, οι οποίοι είχαν νομοτύπως κλητευθεί να παραστούν κατ’ αυτήν. Αντιθέτως οι διάδικοι, οι οποίοι κατά την αρχικήν ή κατά την πρώτην ή τις επόμενες μετ’ αναβολήν δικάσιμους είχαν καταθέσει δήλωσιν του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου δεν ήσαν παρόντες κατ’ αυτές, πρέπει να καλούνται κατά τις εκ του πινακίου μετά μίαν ή περισσότερες αναβολές (μοναδικήν ή διαδοχικές) δικάσιμους εντός των υπό του νόμου οριζομένων προθεσμιών, άλλως η συζήτησις της υποθέσεως κηρύσσται απαράδεκτος ως προς αυτούς (βλ. ΑΠ 359 /2016, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 892 /2014, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 375 /2011, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 202 /2011, ΤΝΠΔΣΑ). Εις την προκειμένην περίπτωσιν διά της υπ’ αριθ. …….. εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του πρωτοδικείου Πειραιώς ……. (και των συνημμένων από 17-10-2017 αποδείξεως παραλαβής δικογράφου του αξιωματικού υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Αιγίνης ……. και από 20-10-2014 βεβαιώσεως παραλαβής συστημένης επιστολής της ταχυδρομικής υπαλλήλου του Κεντρικού Ταχυδρομείου ΕΛΤΑ Πειραιώς . …) προκύπτει ότι επικυρωμένον ακριβές αντίγραφον της ενδίκου εφέσεως μετά πράξεως ορισμού δικασίμου και κλήσεως προς συζήτησιν διά την αρχικώς προσδιορισθείσαν δικάσιμον της 7ης Μαίου 2015 επεδόθη νομοτύπως και εμπροθέσμως υπό του εκκαλούντος στον δεύτερον εφεσίβλητον. Κατ’ εκείνην την δικάσιμον η υπόθεσις ανεβλήθη διά την αντίστοιχον της 17ης Μαρτίου 2016 και εξ αυτής οίκοθεν λόγω της απεργίας των δικηγόρων διά την εις την αρχήν της παρούσης αναφερομένην δικάσιμον. Κατά την πρώτην μετ’ αναβολήν δικάσιμον ο δεύτερος εφεσίβλητος παρέστη βάσει δηλώσεως (άρθρον 242§2 ΚΠολΔ), ενώ κατά την δευτέραν μετ’ αναβολήν δικάσιμον, καθ’ ήν η υπόθεσις εξεφωνήθη και συνεζητήθη από την σειράν του πινακίου, ο ως άνω διάδικος δεν ενεφανίσθη. Ούτως, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει αναφερθέντα, δεν υφίσταται νομότυπος κλήτευσις του απολειπομένου δευτέρου εφεσίβλητου, αφού η αναβολή εκ του πινακίου από την πρώτη μετ’ αναβολήν διά την δευτέραν μετ’ αναβολήν δικάσιμον δεν δύναται να ισχύσει ως πλασματική κλήτευσις αυτού, ο οποίος κατ’ εκείνην την δικάσιμον είχε παραστεί βάσει δηλώσεως και δεν ήτο παρών. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτος η συζήτησις της εφέσεως έναντι αυτού (απλού ομοδίκου).

Β) Αναφορικώς προς τον πρώτον εφεσίβλητον η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ. … /6-10-2014) κατά της υπ’ αριθ. 3389 /2015 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί, κατά τα άρθρα 144§1, 495§1, 511, 513§1περ.β’, 518§2 και 520§1 ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως (προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης). Έχει δε καταβληθεί δι’ αυτήν το εκ του άρθρου 495§4εδ.δ’ ΚΠολΔ, οριζόμενον παράβολον εφέσεως (βλ. υπ’ αριθ. …… σειράς Α’ παράβολα του Ελληνικού Δημοσίου και υπ’ αριθ. …… παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Κρίνεται, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν, την νομικήν και ουσιαστική βασιμότητα των επί μέρους λόγων αυτής.

Γ) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. …. /2009 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο ενάγων εξέθεσεν τα ακόλουθα: α) ότι κατά το καλοκαίρι του έτους 2006 οι εναγόμενοι συναπεφάσισαν αφ’ ενός να συκοφαντήσουν αυτόν προς τον σκοπόν εξαναγκασμού αυτού εις παραίτησιν από πληρεξουσίου της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου «……..» και αφ’ ετέρου να εκβιάσουν αυτόν διά απαιτήσεως καταβολής «αποζημιώσεως χιλιάδων ευρώ ως αμοιβής των δολοφονικών συκοφαντιών αυτών», β) ότι ο πρώτος εναγόμενος ενεργήσας ατομικώς και ως πληρεξούσιος δικηγόρος του δευτέρου εναγομένου και των κατά την παρούσα δίκη μη διαδίκων …. και ……, επέδωσε προς αυτόν τριάντα πέντε ως προς τον αριθμόν αγωγές {εκ των οποίων αι δέκα ως προς τον αριθμόν [και δή αι μη προσδιοριζόμενες ως ενώπιον ποίου Μονομελούς (Δικαστηρίου) ασκηθείσαι υπ’ αριθ. καταθ. …………] εμπεριείχαν προσωπική αξίωση του πρώτου εναγομένου} διά επιδίκασιν χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης συνολικού χρηματικού ύψους 750.000 ευρώ, γ) ότι ο κατά την παρούσα δίκην μη διάδικος ……. επέδωσε προς αυτόν δέκα τρείς ως προς τον αριθμόν [και δή τις μη προσδιοριζόμενες ως ενώπιον ποίου Μονομελούς (Δικαστηρίου) ασκηθείσες υπ’ αριθ. καταθ. ………..] αγωγές μετά ψευδούς και συκοφαντικού περιεχομένου, διά τον λόγον ότι ο ίδιος (ενάγων) «είχε βοηθήσει» (συντελέσει) εις την διά του υπ’ αριθ. … /28-11-2005 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αιγίνης . . .. ακύρωσιν του υπ’ αριθ. … /29-10-2005 προγενεστέρου συμβολαίου της, διά του οποίου είχε συμφωνηθεί η ανταλλαγή ενός αστικού ακινήτου κειμένου επί της οδού …… εν νήσω Αιγίνη και ανήκοντος στον ….. (συνεργάτην του ……) μετά αγροτικών κτημάτων (συνολικής επιφανείας 200 στρεμμάτων) της ως άνω Ιεράς Μονής και από την υλοποίησιν του οποίου ο ως άνω μεσολαβήσας …….. απέβλεπε να αποκτήσει αγροτικά κτήματα συνολικής εκτάσεως εκατόν περίπου στρεμμάτων της ως άνω Ιεράς Μονής, δ) ότι ο δεύτερος εναγόμενος επέδωσε προς αυτόν δέκα ως προς τον αριθμόν [και δή την υπ’ αριθ. καταθ. .. /19-9-2006 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αιγίνης, τις μη προσδιοριζόμενες ενώπιον ποίου Μονομελούς (Δικαστηρίου) ασκηθείσες υπ’ αριθ. καταθ. …….. και τις μη προσδιοριζόμενες ως ενώπιον ποίου Πολυμελούς (Δικαστηρίου) ασκηθείσες υπ’ αριθ. καταθ. ………..] αγωγές, διά των οποίων εν γνώσει ισχυρίσθη ψευδώς ότι ο ίδιος (ενάγων) είχε απαιτήσει και έλαβε υπ’ εκείνου χρηματικον ποσόν 1.000.000 δραχμών και απήτει επιπρόσθετο χρηματικον ποσόν 4.000.000 δραχμών προς τον σκοπόν θετικής μεσολαβήσεως του ιδίου (ενάγοντος) εις την υπογραφήν συμβάσεως μεταξύ της ως άνω Ιεράς Μονής και του δευτέρου εναγομένου περί εκμισθώσεως υπό της ως άνω Ιεράς Μονής προς τον δεύτερον εναγόμενον παραλιακού ακινήτου επιφανείας επτά στρεμμάτων κειμένου εν τη περιοχή «…» νήσου Αιγίνης, ε) ότι ο κατά την παρούσα δίκην μη διάδικος …… (εν συνεργασία μετά του επίσης ως άνω μη διαδίκου ……) «εσκηνοθέτησε» την υπό του μέν προς τον δέ πώλησιν ενός ακινήτου επιφανείας 11.745,95 μ2 δηλωθέντος ως δήθεν ανήκοντος εις την κληρονομιαίαν περιουσίαν του πωλητού αλλά ανήκοντος, όμως, εν τοις πράγμασιν εις την ως άνω Ιεράν Μονήν και εν συνεχεία άσκησεν κατά του νύν ενάγοντος δύο [και δή τις μη προσδιοριζόμενες ως ενώπιον ποίου Μονομελούς (Δικαστηρίου) ασκηθείσες υπ’ αριθ. καταθ. …. /31-3-2008 και …. /20-8-2008] αγωγές μετά ψευδούς περιεχομένου και επιπλέον ο ίδιος εξετασθείς ως δήθεν αυτόπτης μάρτυς του ……, κατέθεσεν εις βάρος του νύν ενάγοντος εν γνώσει ψευδή περιστατικά σε διάφορες δίκες, στ) ότι ειδικώτερον διά της υπό το ως άνω στοιχείον «δ» αναφερομένης υπ’ αριθ. καταθ. … /2006 αγωγής ειδικής διαδικασίας μισθωτικών διαφορών κατά της ως άνω Ιεράς Μονής και του ιδίου (ενάγοντος) ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αιγίνης ο δεύτερος εναγόμενος (τότε ενάγων) είχε ζητήσει πρώτον να υποχρεωθεί η τότε εναγομένη Ιερά Μονή αφ’ ενός να συνάψει μετ’ αυτού την «εν αυτή αναφερομένη σύμβασιν» και αφ’ ετέρου να καταβάλει προς αυτόν διά διαφυγόντα κέρδη χρηματικον ποσόν 405.000 ευρώ και δεύτερον να υποχρεωθούν η τότε πρώτη εναγομένη Ιερά Μονή και ο τότε δεύτερος εναγόμενος (νύν ενάγων) να καταβάλουν εις ολόκληρον προς αυτόν αφ’ ενός κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού χρηματικον ποσόν 2.950 ευρώ, το οποίον ο τότε δεύτερος εναγόμενος (νύν ενάγων) «εκβιαστικώς» έλαβε από τον τότε ενάγοντα (νύν δεύτερον εναγόμενον) και αφ’ ετέρου διά χρηματικήν ικανοποίησιν της ηθικής βλάβης του χρηματικον ποσόν 10.000 ευρώ, ζ) ότι επί της ως άνω αγωγής εξεδόθησαν: ι) εις πρώτον βαθμόν η υπ’ αριθ. 3 /2007 απόφασις (ειδικής διαδικασίας μισθωτικών διαφορών) του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας «απερρίφθη η αγωγή» και «παρεπέμφθη το αίτημα από την κατασκευασμένη συκοφαντία» προς εκδίκασιν κατά την τακτική διαδικασίαν (δίχως να διευκρινίζεται ενώπιον ποίου δικαστηρίου), ιι) εις δεύτερον βαθμόν η επί της -κατά της ως άνω αποφάσεως- ασκηθείσης εφέσεως απορριπτική υπ’ αριθ. 3489 /2009 απόφασις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (δίχως να διευκρινίζεται υπό ποίου διαδίκου και υπό ποίον αριθμόν καταθέσεως ησκήθη η ως άνω έφεσις), ιιι) υπ’ αριθ. καταθ. … /21-10-2009 αίτησις αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ’ αριθ. 3489 /2009 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ιν) η υπ’ αριθ. 2064 /2007 απόφασις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας παρεπέμφθη η (κατά αριθμόν καταθέσεως και υπό ποίου κατά ποίου διαδίκου μη προσδιοριζόμενη) αίτησις ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και ν) η υπ’ αριθ. 743 /2008 απόφασις (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας απερρίφθη η αίτησις ασφαλιστικών μέτρων, η) ότι διά της υπό το ως άνω στοιχείο «ζ» αναφερομένης αγωγής ο δεύτερος εναγόμενος (τότε ενάγων) είχε ισχυρισθεί συκοφαντικώς ότι: ι) η τότε πρώτη εναγομένη (Ιερά Μονή …..) και ο τότε πρώτος εναγόμενος (νύν ενάγων) ηρνούντο να συντάξουν και να υπογράψουν την σχετικήν σύμβασιν μισθώσεως, ιι) ότι, αφού αμέσως μετά την διενέργειαν της δημοπρασίας ο νύν ενάγων (τότε δεύτερος εναγόμενος) εισέπραξεν από τον νύν δεύτερον εναγόμενον (τότε ενάγοντα) ως, κατά τους ισχυρισμούς του, οφειλομένην αμοιβήν και έξοδα αυτού χρηματικόν ποσόν 1.000.000 δραχμών τοις μετρητοίς, εν τούτος μετά παρέλευσιν ενός έτους και δέκα πέντε ημερών από της δημοπρασίας απαίτησεν και επέτυχεν την από τον νύν δεύτερον εναγόμενον (τότε ενάγοντα) συνομολόγησιν και υπογραφήν της από 15-11-2001 τροποποιήσεως συμβάσεως μισθώσεως, διά της οποίας ανεφέρθη ψευδώς υπό των τότε εναγομένων (Ιεράς Μονής ….. και νύν ενάγοντος) ότι κατόπιν επιθυμίας του νύν δευτέρου εναγομένου (τότε ενάγοντος) η μίσθιος έκτασις περιορίζεται εις 500 μ2 αλλά διατηρείται το αυτό μίσθωμα, δίχως, όμως, να προσδιορίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπον η τοπική θέσις της εκτάσεως των 500 μ2 εντός του βάσει της δημοπρασίας εκμισθωθέντος ακινήτου και ιιι) ότι η άρνησις τού νύν ενάγοντος (τότε δευτέρου εναγομένου) να υπογράψει την (αρχική) σύμβασιν μισθώσεως ωφείλετο εις την άρνησιν του τότε ενάγοντος (νύν δευτέρου εναγομένου) να καταβάλει προς αυτόν ως αμοιβήν και έξοδα του επιπρόσθετον χρηματικόν ποσόν 4.000.000 δραχμών, θ) ότι το ως άνω συκοφαντικό περιεχόμενο της ιστορικής βάσεως της ως άνω αγωγής συμπεριελήφθη και εντός των ιστορικών βάσεων των δικογράφων αφ’ ενός της υπ’ αριθ. καταθ. …. /21-10-2009 κλήσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αφ’ ετέρου της υπ’ αριθ. καταθ. ….. /21-10-2009 αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ’ αριθ. 3489 /2009 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ι) ότι διά των -μη προσδιοριζόμενων- αιτήσεων διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων αποδεικνύονται οι εκβιαστικές κινήσεις και μεθοδεύσεις αμφοτέρων των εναγομένων, καθ’ όσον τα δικόγραφα (ποία εξατομικευτικώς;) είναι εξώφθαλμα και άνευ νομίμου βάσεως, ια) ότι την 8η Μαΐου 2008 κατά την εκδίκασιν της υπ’ αυτού (ενάγοντος) ασκηθείσης (αλλά μη προσδιοριζόμενης ως προς το δικαστήριον απευθύνσεως και ως προς τον αριθμόν καταθέσεως) αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του δευτέρου εναγομένου (τότε καθ’ ού η αίτησις ασφαλιστικών μέτρων) ο τελευταίος εζήτησε συγγνώμην από τον νύν ενάγοντα και υπέγραψεν την από 8-5-2008 δήλωσιν, διά της οποίας εδήλωσεν ότι οι κατά διάφορα χρονικά διαστήματα υπ’ αυτού κατά του νύν ενάγοντος προβληθέντες ισχυρισμοί [περί του ότι αυτός (νύν ενάγων) είχε λάβει υπό του νύν δευτέρου εναγομένου χρηματικό ποσόν 1.000.000 δραχμών διά την σύναψιν συμβάσεως (μισθώσεως) μεταξύ της Ιεράς Μονής …. και του ιδίου (νύν δευτέρου εναγομένου) και ότι ο νύν ενάγων εζήτει υπό του νύν δευτέρου εναγομένου επιπρόσθετον χρηματικον ποσόν 4.000.000 δραχμών διά την σύναψιν της ως άνω συμβάσεως] δεν είναι αληθείς και διά τούτο ανακαλεί άπαντα τα υπ’ αυτού κατατεθέντα δικόγραφα, μέσω των οποίων προέβαλε τους ως άνω αναληθείς ισχυρισμούς κατά του νύν ενάγοντος, ο οποίος απεδέχθη την συγγνώμην του νύν δευτέρου εναγομένου, ιβ) ότι μετά παρέλευσιν εικοσαημέρου από της ως άνω συγγνώμης και της από κοινού συμφωνίας του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου ως πληρεξουσίου δικηγόρου του δευτέρου εναγομένου διά μη έκδοσιν αποφάσεως επί της τότε εκδικασθείσης αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων του ενάγοντος κατά του δευτέρου εναγομένου ο πρώτος εναγόμενος δικηγόρος ενεργήσας κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του δευτέρου εναγομένου εντολέως του υπέβαλε «μήνυσιν» και την υπ’ αριθ. καταθ. …. /27-5-2008 αγωγήν εναντίον του νύν ενάγοντος περί ακυρώσεως της δηλώσεως συγγνώμης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (άνευ προσδιορισμού του τόπου της έδρας του ως άνω Δικαστηρίου), ιγ) ότι ο πρώτος εναγόμενος δικηγόρος εγνώριζε το συκοφαντικόν των ως άνω ισχυρισμών του δευτέρου εναγομένου εναντίον του ενάγοντος και μάλιστα κατέθεσεν ενώπιον του Πολυμελούς (δίχως να προσδιορίζεται η τοπική αρμοδιότης αυτού) ότι πράγματι ο νύν ενάγων έλαβε εκβιαστικώς από τον νύν δεύτερον εναγόμενον χρηματικον ποσόν 1.000.000 δραχμών, και ιδ) ότι η τοιαύτη γνώσις του πρώτου εναγομένου καταδεικνύεται εκ του ότι: ι) ο ίδιος είχε συμμετάσχει διά της θέσεως της υπογραφής του στην συνομολόγησιν της από 15-11-2001 τροποποιητικής συμβάσεως μισθώσεως, δυνάμει της οποίας η διά του από 15-12-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως αρχικώς εκμισθωθείσα έκτασις των επτά στρεμμάτων περιωρίσθη σε 500 μ2, ιι) είχε διά θέσεως της δικηγορικής σφραγίδος αυτού προσκομίσει σε δικαστήρια τις από 2-8-2004 και από 15-5-2006 εξώδικες δηλώσεις του δευτέρου εναγομένου, διά των οποίων ο τελευταίος εδήλωνε ότι ετύγχανε νόμιμος μισθωτής ακινήτου έχοντος έκτασιν 500 μ2, ιιι) ήσκησεν (διά λογαριασμόν του δευτέρου εναγομένου) την προαναφερομένην αίτησιν αναιρέσεως προς αυτονόητον αποκλειστικόν σκοπόν τον εκβιασμόν του ιδίου (ενάγοντος), αν και εγνώριζεν ότι το ως άνω ένδικον μέσον δεν ανεμένετο να έχει θετικόν αποτέλεσμα διά τον ως άνω πελάτη ν αυτού, ιν) απέφυγε να ζητήσει τον προσδιορισμόν συζητήσεως της υπ’ αριθ. καταθ. ….. /4-6-2018 αγωγής του δευτέρου εναγομένου (κατά του ιδίου) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (άνευ προσδιορισμού της έδρας του ως άνω Δικαστηρίου) κατά την αυτήν δικάσιμον, κατά την οποίαν είχε προσδιορισθεί προς συζήτησιν η εις ανωτέρω σημείον αναφερομένη υπ’ αριθ. καταθ. …… /27-5-2008 αγωγή περί ακυρώσεως δηλώσεως συγγνώμης (προς τον σκοπόν αποφυγής της επιβεβλημένης συνεκδικάσεως), αν και «όλες οι αγωγές» είχαν την αυτήν ιστορικήν βάσιν [της δυσφημήσεως του ενάγοντος διά των εις ανωτέρω σημείον της παρούσης αναφερομένων δυσφημητικών ισχυρισμών (της λήψεως χρηματικού ποσού 1.000.000 δραχμών από τον δεύτερον εναγόμενον και της απαιτήσεως επιπροσθέτου χρηματικού ποσού 4.000.000 δραχμών προς τον σκοπόν συναινέσεως αυτού ως πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιεράς Μονής ….. εις την σύναψιν της προαναφερομένης συμβάσεως μισθώσεως)] και ν) ενώπιον των ακροατηρίων διαφόρων δικαστηρίων προέβη εις απαξιωτικές δηλώσεις εναντίον του ιδίου (ενάγοντος) ισχυριζόμενος ότι είχε εκβιάσει τον δεύτερον εναγόμενον διά απαιτήσεως καταβολής χρηματικού ποσού 1.000.000 δραχμών προς τον σκοπόν συνάψεως της ως άνω συμβάσεως. Εζήτησε δέ να υποχρεωθεί έκαστος αδικοπραγήσας εναγόμενος να καταβάλει προς αυτόν διά χρηματικήν ικανοποίησιν λόγω ηθικής βλάβης χρηματικόν ποσόν 80.000 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 3389 /2014 απόφασις τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας αύτη απερρίφθη λόγω αοριστίας ως απαράδεκτος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων, ο οποίος διά τους εν αυτή αναφερομένους λόγους (αναγόμενους αποκλειστικώς σε πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων) ζητεί μετ’ εξαφάνισιν της εκκαλουμένης την ουσιαστικήν παραδοχήν της αγωγής.

Δ) Από τα άρθρα 111 §2, 118 εδ. δ’ και 216§1εδ. β’ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει, μεταξύ των άλλων, να περιέχει και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε να μπορεί ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητα της και να διεξαγάγει τις αναγκαίες αποδείξεις. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ως στοιχείο της ιστορικής βάσεως της αγωγής, συντελείται διά της εν τω αγωγικώ δικογράφω παραθέσεως όλων των πραγματικών περιστατικών, τα οποία είναι, κατά νόμον, αναγκαία διά την θεμελίωσιν του εκάστοτε αξιουμένου διά της αγωγής δικαιώματος. Επί δέ αγωγής επιδιωκούσης την επιδίκασιν χρηματικής ικανοποιήσεως ένεκα ηθικής βλάβης εξ αιτίας τελεσθείσης αδικοπραξίας, συνισταμένης εις την υπό του εναγομένου εν γνώσει ή εξ υπαιτίου αγνοίας υποστήριξιν ή διάδοσιν αναληθών (δυσφημητικών) ισχυρισμών, οι οποίοι εκθέτουν εις κίνδυνον την πίστιν, το επάγγελμα ή το μέλλον του ενάγοντος, αρκεί, κατά τα άρθρα 914, 920, 932 ΑΚ, 362 και 363 ΠΚ, διά το ορισμένον αυτής (από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς) η εν τω αγωγικώ δικογράφω αναφορά της παρανόμου και υπαιτίου αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου εις βάρος του ενάγοντος, ήτοι η υπό του αδικοπραγούντος εις βάρος του θιγομένου (εν γνώσει της αναληθείας ή εξ υπαιτίου αγνοίας) υποστήριξις ή διάδοσις αναληθών ειδήσεων και ισχυρισμών, εκ της οποίας υποστηρίξεως ή διαδόσεως θίγεται η τιμή, η υπόληψις, η πίστις, το μέλλον ή το επάγγελμα του βλαπτομένου. Η παράλειψις εν τω αγωγικώ δικογράφω αναφοράς του χρόνου των αναληθών ισχυρισμών, των πληροφορηθέντων αυτούς προσώπων και των λοιπών περιστάσεων συντελέσεως της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς δεν επάγεται αοριστίαν της αγωγής, αφού τα ελλείποντα αυτά στοιχεία δύνανται να προκύψουν εκ των αποδείξεων (πρβλ. ΑΠ 988 /2008, ΤΝΠΔΣΑ). Εξ ετέρου, κατά το άρθρον 520§1 ΚΠολΔ το δικόγραφον της εφέσεως πρέπει να περιέχει, πλήν των διά των άρθρων 118 έως 120 ΚΠολΔ απαιτουμένων στοιχείων, και τους λόγους εφέσεως, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν περιπτώσει μη υπάρξεως λόγου εφέσεως σαφούς και ορισμένου η έφεσις απορρίπτεται εν συνόλω ως απαράδεκτος και αυτεπαγγέλτως. Εξ άλλου οι πλημμέλειες της αποφάσεως συνίστανται σε νομικά και πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Η αοριστία της αγωγής ανάγεται στα νομικά σφάλματα. Διά του περί αοριστίας της αγωγής λόγου εφέσεως δεν αρκεί να διαλαμβάνεται απλώς ότι η αγωγή τυγχάνει αόριστος αλλά πρέπει να αναφέρονται οι συγκεκριμένες αοριστίες εν σχέσει προς τα απαραίτητα διά την στήριξιν του αγωγικού δικαιώματος πραγματικά περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων δεν παρέχεται η δυνατότης εις τον εναγόμενο να αμυνθεί και στο δικαστήριον να τάξει τις δέουσες αποδείξεις (βλ. ΑΠ 957 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 562465 και ΑΠ 524 /2002). Περαιτέρω, όταν η αγωγή έχει γίνει δεκτή ολικώς ή μερικώς ως ουσιαστικώς βάσιμη και ασκεί έφεσιν ο εναγόμενος, παραπονούμενος διά πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων, ή, όταν η αγωγή έχει απορριφθεί (ολικώς ή εν μέρει) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος και ασκεί έφεσιν ο ενάγων, παραπονούμενος διά τον ίδιον ως άνω λόγον, τότε εις αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις το δευτεροβάθμιον δικαστήριον δύναται, κατ’ άρθρον 522 ΚΠολΔ, εντός του πλαισίου του μεταβιβαστικού αποτελέσματος να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το ορισμένον και νόμιμον της αγωγής και, εφ’ όσον εκτιμήσει αυτήν ως αόριστον ή ως μη ερειδομένην επί του νόμου, να την απορρίψει αυτήν ως απαράδεκτον ή ως μη νόμιμον αντιστοίχως, δίχως εκ του λόγου τούτου να καθίσταται χείρων η θέσις του εκκαλούντος εναγομένου ή ενάγοντος (βλ. ΑΠ 769 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 322 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 258 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 651375, ΑΠ 356 /2013, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 607249, ΑΠ 1239 /2010, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΑΘ 1417 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και Σαμουήλ Σαμουήλ, «Η Έφεση», έκδοση 1993, σελ. 265, 269 – 270 και 342 – 343, αριθ. 854, 878 και 1137). Ειδικώτερον δέ εάν εν περιπτώσει ασκήσεως εφέσεως υπό του ενάγοντος κατά της πρωτοδίκου κρίσεως περί απορρίψεως της αγωγής ως εν μέρει ουσιαστικώς αβασίμου (μετ’ εκτίμησιν αυτής εν όλω ως νομίμου) το δευτεροβάθμιον δικαστήριον κρίνει την αγωγήν ως μη νόμιμον, δεν δύναται να απορρίψει ταύτην εξ ολοκλήρου ως μη νόμιμον άνευ χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος ενάγοντος αλλά δύναται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την νομιμότητα της αγωγής μόνον κατά το μέρος μερικής απορρίψεως αυτής ως ουσιαστικώς αβασίμου και μετ’ εξαφάνισιν του συγκεκριμένου μέρους της εκκαλουμένης να απορρίψει την αγωγήν ως μη νόμιμον μόνον ως προς το μέρος απορρίψεως αυτής ως ουσιαστικώς αβασίμου (ΑΠ 1493 /2007, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 609647). Αντιθέτως επί πρωτοδίκου απορρίψεως της αγωγής ως μη νομίμου καθίσταται χείρων η θέσις του εκκαλούντος (ενάγοντος) εν περιπτώσει δευτεροβαθμίου απορρίψεως της αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβασίμου άνευ αντιθέτου εφέσεως του εναγομένου (βλ. ΑΠ 1951 /2007, ΤΝΠΔΣΑ). Επίσης, εάν η αγωγή έχει απορριφθεί πρωτοδίκως ως απαράδεκτη διά οποιονδήποτε τυπικόν λόγον (όπως λόγω αοριστίας), το δευτεροβάθμιον δικαστήριον δύναται διά αντικαταστάσεως του τυχόν εσφαλμένου αιτιολογικού να κρίνει την αγωγήν ως απαράδεκτον διά άλλον επίσης τυπικόν λόγον και ακολούθως να απορρίψει την έφεσιν ως αβάσιμον. Όμως, εάν η αγωγή απερρίφθη πρωτοδίκως ως απαράδεκτος διά οιονδήποτε τυπικόν λόγον, το δευτεροβάθμιον δικαστήριον δεν δύναται διά αντικαταστάσεως του τυχόν εσφαλμένου αιτιολογικού και άνευ προηγουμένης εξαφανίσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά παραδοχήν λόγου εφέσεως ή αντεφέσεως υπό του εφεσίβλητου να κρίνει την αγωγήν απορριπτέαν ως νόμω ή ουσία αβάσιμον (βλ. ΑΠ 1472 /2012, ΤΝΠΔΣΑ). Εν τέλει, όταν η αγωγή έχει απορριφθεί πρωτοδίκως ως αόριστη ή ως μη νόμιμη, τυγχάνουν αλυσιτελείς οι λόγοι εφέσεως, διά των οποίων προβάλλονται αιτιάσεις διά πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων, αφού το πρωτοβάθμιον δικαστήριον διά της απορρίψεως της αγωγής ως αορίστου ή ως μη νομίμου αντιστοίχως δεν έχει υπεισέλθει εις την εξέτασιν της ουσίας της υποθέσεως (βλ. ΑΠ 496 /2010, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΔωδ 204 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 510884, ΕφΔωδ 93 /2007, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 451308, ΕφΔωδ 338 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 395305, ΕφΔωδ 64 /2002, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 339967, ΜονΕφΠειρ 606 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 684665, ΜονΕφΔωδ 119 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 661941 και ΜονΕφΔωδ 81 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 666183). Εις την προκειμένην περίπτωσιν διά της ενδίκου αγωγής καθ’ ορισμένον τρόπον περιγράφεται αφ’ ενός ότι διά του περιεχομένου των δικογράφων της υπ’ αριθ. καταθ. …. /2006 αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αιγίνης, της υπ’ αριθ. καταθ. …. /21-10-2009 κλήσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και διά της υπ’ αριθ. καταθ. …. /21 -10-2009 αιτήσεως αναιρέσεως προς τον Άρειον Πάγον ο δεύτερος εναγόμενος υπεστήριξεν ότι ο ενάγων έλαβε από αυτόν χρηματικόν ποσόν 1.000.000 δραχμών και ότι επιπλέον εζήτησε επιπρόσθετον χρηματικόν ποσόν 4.000.000 δραχμών προς τον σκοπόν συναινέσεως ως πληρεξούσιος δικηγόρος της εν τη παρούση δίκη μη διαδίκου Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου …. εις την εκμίσθωσιν του εν τη αγωγή περιγραφομένου ακινήτου της ως άνω Ιεράς Μονής (ως εκμισθωτρίας) προς τον δεύτερον εναγόμενον (ως μισθωτήν) και αφ’ ετέρου ότι ο ως πληρεξούσιος δικηγόρος του δευτέρου εναγομένου συντάξας τα ως άνω δικόγραφα πρώτος εναγόμενος ουχί μόνον ετέλει εν γνώσει της αναληθείας των ως άνω ισχυρισμών αλλά οργάνωσε και μεθόδευσε μετά του δευτέρου εναγομένου και των λοιπών αναφερομένων προσώπων (μη διαδίκων εν τη παρούση δίκη) την «κατασκευήν» των ως άνω αναληθών ισχυρισμών. Όμως, παρά το ορισμένον της ως άνω αγωγής διά του δικογράφου της εφέσεως ουδόλως προβάλλεται κάποιος λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης πρωτοδίκου απορρίψεως της αγωγής ως αορίστου, αφού άπαντες οι λόγοι εφέσεως ανάγονται σε πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων και αλυσιτελώς προβάλλονται ως αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, διά της οποίας το πρωτοβάθμιον Δικαστήριον δεν υπεισήλθεν εις την έρευναν της ουσίας της υποθέσεως αλλά απέρριψεν την αγωγήν ως απαράδεκτον λόγω αοριστίας. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η κρινομένη έφεσις εν συνόλω έναντι του πρώτου εφεσίβλητου, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιον Ταμείον (άρθρον 495§4εδ.στ’ ΚΠολΔ), και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του κατ’ αντιμωλίαν δικασθέντος πρώτου εφεσίβλητου εις βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 191 §2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον εν τω διατακτικώ οριζόμενα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Κηρύσσει απαράδεκτον την συζήτησιν της υποθέσεως έναντι του δευτέρου εφεσίβλητου.

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. καταθ. …. /6-10-2014 έφεσιν κατά της υπ’ αριθ. 3389/2015 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (καθ’ ό μέρος αύτη απευθύνεται έναντι του πρώτου εφεσίβλητου).

Διατάσσει την εισαγωγήν του εν τω σκεπτικώ αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εκ χρηματικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ εις το Δημόσιον Ταμείον.

Επιβάλλεις εις βάρος του εκκαλούντος την δικαστικήν δαπάνην του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας του πρώτου εφεσίβλητου, την οποίαν ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτον δημοσίαν συνεδρίασιν
ενώπιον του ακροατηρίου του άνευ παραστάσες των διαδίκων την 11ην Ιουνίου 2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ