Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 385/2018

Αριθμός     385/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4 του ν. 1596/1985, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 11 του ν. 2170/1993, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι οποίοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορειακή σύμβαση), αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου. Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου εκδόθηκε το Π.Δ. 298/1986, το άρθρο 1 § 1 του οποίου, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τη διάταξη του άρθρου 11 § 2 της Πράξης 31/30.09.2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β` 2556/10.10.2013), όριζε ότι: «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας, στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης» (βλ. ΕφΑΘ 1114/2014 ΔΕΕ 2014 608, ΕφΑΘ 1932/2011 ΔΕΕ 2011 1156, ΕφΑΘ 691/2011 Αρμ 2011 1354). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ` είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως μάλιστα προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. ΑΚ, για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΕφΑΘ 1114/2014 ό.π.). Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου Π.Δ. συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σε αυτή, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου.

Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Βέβαια, κατά το άρθρο 3 § 1 του ΠΔ 298/1986, που ρυθμίζει ως άνω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τοιαύτη υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κυρίας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Η σχέση, ήτοι, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, αφού η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτοριακής) σύμβασης (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 1711/2010, ΑΠ 1382/2010. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 3, 2 παρ. 1, 3 παρ 1, 7, 8 και 10 παρ 1, 3 και 6 του ΝΔ 400/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» όπως αυτό ισχύει μετά από τις γενόμενες μέχρι τώρα τροποποιήσεις, συμπληρώσεις και αντικαταστάσεις διατάξεών του προκύπτουν τα εξής : Όλες οι ημεδαπές και αλλοδαπές ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν ως αντικείμενο την άσκηση ασφαλίσεως διέπονται από τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος αυτού που υπόκεινται στην εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου, που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου διατάγματος και έχει σκοπό την προστασία και εξασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων αποζημιώσεως από ασφαλιστική σύμβαση. Η λειτουργία των ανωτέρω επιχειρήσεων, που είναι υποχρεωτικά ανώνυμες εταιρίες με αποκλειστικό σκοπό τις ασφαλιστικές εργασίες, προϋποθέτει άδεια, χορηγούμενη με απόφαση του Υπουργού εμπορίου, κατά κλάδο ασφαλίσεως. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται να σχηματίζουν επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των ασφαλίσεων που συνάπτουν. Υποχρεούνται επίσης σε ασφαλιστική τοποθέτηση που συνίσταται στη διάθεση στην Ελλάδα ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων, ακινήτων κ.λπ.) με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιούχων οιασδήποτε παροχής από ασφαλιστική σύμβαση. Οι δικαιούχοι ασφαλίσματος και οι καθολικοί και ειδικοί του διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση που προηγείται από κάθε άλλο γενικό και ειδικό προνόμιο, εκτός από το προνόμιο του επόπτη εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως, του εκκαθαριστή της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως και του συνδίκου για αμοιβές και έξοδα και το προνόμιο για απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας, με εξαίρεση τις απαιτήσεις των ασκούντων το δικαίωμα της διοικήσεως και διαχειρίσεως της επιχειρήσεως. Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως ο, κατά το άρθρο 12 α του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, επόπτης εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως καλεί μέσα σε δέκα μέρες από το διορισμό του τους δικαιούχους με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχειρήσεως και μία οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα και ο επόπτης εκκαθαρίσεως και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτωχεύσεως ή ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής τα των αναγγελιών. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως στον κλάδο ασφαλίσεως αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο σε συνεργασία με τον επόπτη εκκαθαρίσεως σφραγίζουν τα κεντρικά γραφεία και υποκαταστήματα της ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Τέλος στο άρθρο 12α του αυτού ως άνω νομοθετικού διατάγματος ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής : Σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσεως του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχειρήσεως στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών της στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την περάτωση της εκκαθαρίσεως η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση (παρ. 1). Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεως αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως (παρ.4). Με τη θέση της επιχειρήσεως σε ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη πτωχεύσεως και του συνδίκου (παρ. 9).Από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιασδήποτε άλλης απαιτήσεως κατ΄ αυτής υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαληθεύσεως των απαιτήσεων τους προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθετήσεως. Επίσης με τη θέση της επιχειρήσεως σε ασφαλιστική εκκαθάριση, οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως και του συνδίκου. Ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, όπως περιγράφεται ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12 α του ΝΔ 400/1970, προσομοιάζει προς το θεσμό της πτωχεύσεως, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξή του προβλέπονται ανάλογες διαδικασίες όπως την αναστολή ατομικών διώξεων και της αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος του πτωχού και η αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεων (ΑΠ 688/2005 ΕλΔνη 2005 (46)1071 ΕφΑθ1716/2011 Αρμ 2012.1282, ΕΕμπΔ 2012 890 ΕΑ 6286/2011 ΔΕΕ 2012, 556, ΕφΘεσ 1038/2000, Επισκ ΕμπΔ 2009, 730, ΕφΠειρ 279/2011 ΔΕΕ 2001, 870, ΕΕμπΔ 2003, 860, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2003, 321). Η αναστολή αυτή των καταδιωκτικών μέτρων κατά της ασφαλιστικής εταιρίας της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της και τελεί υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης ισχύει μέχρι την περάτωση αυτής (εκκαθάρισης) και ως θεσμός που αφορά τη δημόσια τάξη λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Η έννοια της αναστολής αυτής είναι σαφής και έτσι, γίνεται δεκτό, ότι δεν επιτρέπεται ο δανειστής της ήδη υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρίας, ο οποίος δεσμεύεται απ` αυτήν να ασκήσει αγωγή εναντίον της ή να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά αντικειμένου της περιουσίας της. Εξάλλου ο επόπτης εκκαθαρίσεως ή ο εκκαθαριστής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρίας νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά, ως μη δικαιούχος διάδικος, σε κάθε δίκη υπέρ ή κατά αυτής (ασφαλιστικής εταιρίας) που εκκρεμούσε κατά τον χρόνο που ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της και τέθηκε υπό ασφαλιστική εκκαθάριση. Έτσι αυτός δεν μπορεί ν΄ασκήσει έφεση υπέρ της ασφαλιστικής εταιρίας που τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εναντίον μίας δυσμενούς γι΄ αυτήν απόφασης που εκδόθηκε επί αγωγής δανειστή της ασκηθείσας μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της και της θέσης της υπό το προαναφερόμενο καθεστώς. Κάθε αγωγή ή έφεση που ασκείται στη διάρκεια αναστολής αυτής των ατομικών καταδιωκτικών μέσων (δηλαδή επί ασκήσεως αγωγής μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας) από ή κατά της εναγομένης τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρίας, πρέπει ν΄ απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις η άσκηση έφεσης υπέρ ή κατά της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρίας υπό ή κατά του εκκαθαριστή, δεν είναι επιτρεπτή, διότι δύναται να οδηγήσει σε επανεκδίκαση της αγωγής αυτής, η οποία αφορά απαίτηση, που πρέπει να υποβληθεί στη διαδικασία της επαληθεύσεως (ΑΠ 1263/1999 ΕΕΝ 1993, 68, ΑΠ 808/1990 ΕλΔνη 1991(32) 538 ΑΠ 448/1986 ΕΕΝ 53, 902, ΕλΔνη 28.431, ΕΑ 3575/2010 ΔΕΕ 2010, 1307, ΕφΘεσ 2867/2009 ΕπισΕμπΔ 2010, 207, ΕΑ 407/2008 ΔΕΕ 2008, 596 ΕΑ 8250/2009 ΔΕΕ 2006, 393, ΕφΔυτΜακ 26/2007 Αρμ 2008, 983, ΕφΠατρ 459/2004 ΔΕΕ 2005, 303 ΑρχΝομ 2005, 394 ΕφΘεσ 2772/2004 Αρμ 2004, 1705 ΕΑ 2364/2001 ΔΕΕ 2001.732 καθώς και με την όμοια με αυτή ΕΑ 2360/2001 ΔΕΕ 2001, 1250, ΕΑ2373/2000 ΑρχΝομ 2001, 261, ΕΑ 9712/1997 ΕλΔνη 41.1424 πρβλ και ΕφΑθ 2591/ 2016, ΕφΑθ 6286/ 2011, ΕφΑθ 1716/ 2011, ΕφΠειρ 197/ 2016, ΕφΠειρ 118/ 2015, ΕφΘεσ 1038/ 2009 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα …… με την από 10-05-2012 (αριθμ. καταθ. …../ 18-05- 2012) αγωγή της στρεφόμενη κατά της εναγόμενης υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι με την τελούσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…….» της οποίας η άδεια λειτουργίας έχει ανακληθεί με την  με αριθμό …………/16.09.2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (Ε.Π.Ε.Ι.Α.) του Υπουργείου Ανάπτυξης και Εμπορίου υπέγραψε την από 27-10-1998 σύμβαση πρακτόρευσης και διορίστηκε ως ασφαλιστικός σύμβουλος με αντικείμενο τη διαμεσολάβησή της για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων υπό τους εκάστοτε υπό της ως άνω εταιρίας καθοριζόμενους όρους, περιορισμούς και ασφάλιστρα, τις εν γένει γενικές εντολές και οδηγίες αυτής, τους κανονισμούς και τα εκάστοτε υποχρεωτικά τιμολόγια, τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τις διατάξεις των νόμων. Ότι ως αμοιβή της συμφωνήθηκε η καταβολή σ΄αυτήν προμήθειας επί των εκάστοτε ασφαλίστρων για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που γίνονταν με τη διαμεσολάβησή της σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω σύμβαση. ΄Οτι σύμφωνα με τους όρους της προαναφερόμενης σύμβασης είχε το δικαίωμα να προσυπογράφει η ίδια (ενάγουσα) τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων, ακυρώσεις συμβολαίων που έχουν εκδοθεί από την εναγόμενη ασφαλιστική επιχείρηση και να φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Επίσης ότι είχε υποχρέωση το α΄ δεκαπενθήμερο κάθε μήνα να εξοφλεί την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει ανεξάρτητα αν εισέπραξε ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα εκδίδοντας προς τούτο μεταχρονολογημένη έως τρεις μήνες προσωπική επιταγή ίση με το σύνολο παραγωγής του τελευταίου μήνα, καθώς επίσης και να αποστείλει σε ένα μήνα στην ασφαλιστική εταιρία τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που ήταν προς ακύρωση είτε γιατί δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους είτε δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα.Στη συνέχεια η ενάγουσα εξέθετε ότι στις 21-09-2009 ανακλήθηκε η άδεια της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας ως προαναφέρθηκε και ότι από την επομένη της ως άνω ημερομηνίας ανάκλησης της άδειας, με συνεχείς οχλήσεις της προς το γραφείο του εκκαθαριστή ζητούσε να την παραδώσουν την οριστική εκκαθάριση του λογαριασμού της στην εταιρία, καθώς και την Αναλυτική Καρτέλα Πρακτόρων με ανάλυση παραγωγής- πληρωμών που τηρείται στην εναγόμενη εταιρία, τα οποία τελικώς της παραδόθηκαν με το από 02-02- 2012 έγγραφό της.Ότι από την μέχρι την 21- 09- 2009 ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της εναγόμενης, συνεργασίας της με αυτήν, σε συνδυασμό με την Αναλυτική Καρτέλα Πρακτόρων με ανάλυση παραγωγής – πληρωμών, που της χορηγήθηκε, προκύπτει ότι αυτή (εναγόμενη) της οφείλει το συνολικό ποσό των 24.286,25 ευρώ όπως αναλυτικά το κάθε επιμέρους ποσό εκτίθεται σ΄αυτήν (αγωγή), ότι με το από 02-02-2012 έγγραφο και την Αναλυτική Καρτέλα Πρακτόρων με ανάλυση παραγωγής- πληρωμών, η εναγόμενη την ενημέρωσε ότι μετά την εκκαθάριση του μεταξύ τους λογαριασμού, το πιστωτικό υπόλοιπο που της οφείλει ανέρχεται στο ποσό των 88, 55 ευρώ και ότι κατά της εκκαθάρισης αυτής υπέβαλε (η ενάγουσα) προς τον εκκαθαριστή της εναγόμενης την από 12-02-2012 ένστασή της χωρίς όμως να έχει λάβει μέχρι την άσκηση της αγωγής απάντηση.Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρία να της καταβάλει το συνολικό ως άνω ποσό των 24.286,25 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ακόμη ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.Επί της αγωγής αυτή εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη υπ αριθμ. 5236/ 2013 απόφαση, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ αριθμ. 712/ 2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία,  αφού το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι ως προς τα μερικότερα αγωγικά κονδύλια ποσών 5765,29 ευρώ και 11.755,20 ευρώ η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας επειδή δικαιούχος της αξίωσης επιστροφής των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων λόγω της ανάκλησης της άδειας της εναγόμενης, είναι ο κάθε ασφαλισμένος και όχι ο ασφαλιστικός πράκτορας (σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.3 του κωδικοποιημένου, με το πδ 237/ 1986, ν. 489/ 1976) και απέρριψε το αγωγικό κονδύλιο των 1.700 ευρώ ως αόριστο, κατόπιν ως προς το κονδύλιο των 4.949,62 ευρώ  (που αφορούσε ασφάλιστρα που είχε προκαταβάλει η ενάγουσα στην εναγομένη για συμβάσεις ασφαλίσεως που τελικώς ακυρώθηκαν λόγω μη καταβολής των ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα) δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη και τελικά απορρίπτοντας το άνω κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμο, απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή και καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε η υπό κρίση από  07-03-2014 (αριθ. καταθ. ……/2014) έφεση από την ενάγουσα κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, η άδεια λειτουργίας της οποίας έχει ανακληθεί με την υπ΄αριθμ. ………./16-09-2009/21-09-2009 απόφαση της Επιτροπής εποπτείας ιδιωτικής ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) του Υπουργείου Ανάπτυξης και Εμπορίου (ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ υπ αριθμ. …./ 21-09- 2009) και είχε τεθεί από την δημοσίευση στην εφημερίδα της κυβερνήσεως σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης το οποίο υφίσταται μέχρι σήμερα. Η έφεση αυτή εφόσον η εν λόγω εναγομένη είχε τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση πριν από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής (κατάθεση 18-05-2012) δηλαδή όταν είχαν ανασταλεί τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα κατ΄ αυτής, πρέπει κατ΄αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου τούτου ν΄ απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού η άσκησή της εν προκειμένω από την ενάγουσα κατά της τελούσας σε ασφαλιστική εκκαθάριση εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας υπό του εκκαθαριστή, που δεν έχει, κατά τα ανωτέρω, τέτοια νομιμοποιητική εξουσία, δύναται να οδηγήσει στην επανεκδίκαση της ένδικης αγωγής, η οποία αφορά απαιτήσεις που πρέπει να υποβληθούν  στη διαδικασία της επαληθεύσεως (εξελέγξεως) των απαιτήσεων κατά τα στην αρχική νομική σκέψη της παρούσας αναφερόμενα. Κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί ως απαράδεκτη και τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν ολικά μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας που εμφάνισαν ως προς την ερμηνεία τους οι κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν στην προκειμένη περίπτωση (άρθρ. 179 περ.β΄και 183 ΚΠολΔ).Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 5236/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ αριθμ. 712/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (κατά τη διάταξη που αφορούσε τα δικαστικά έξοδα).Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας ολικά μεταξύ των διαδίκων. ΚΑΙ  Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των αριθμ. ……/2014  παραβόλων άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού διακοσίων (200,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Ιουνίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ