Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 394/2018

Αριθμός 394/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποίαν ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68). Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά την από 26-05-2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2012 αγωγή της κατά την τακτική διαδικασία. Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των εναγομένων, αφού αυτοί κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 30-10-2015 δεν παραστάθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η υπ’ αριθμ. 224/2016 οριστική απόφαση με την οποία αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή ως προς τις κύριες βάσεις αυτής (απορριπτομένης ως μη νόμιμης της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού επικουρικής βάσης)  κατόπιν έγινε δεκτή αυτή (λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων  κατ΄άρθρο 271 παρ.3 ΚΠολΔ) ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 253.601,68 ευρώ με το νόμιμο τόκο, η μεν πρώτη των εναγομένων από την 30-11-2011, ο δε δεύτερος από της επιδόσεως της αγωγής. Επίσης κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000,00) ευρώ, απαγγέλθηκε σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και τέλος καταδικάστηκαν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων ( 7.600,00) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι  ως ηττηθέντες διάδικοι άσκησαν την από  24-05-2016 (γεν. αριθμ.καταθ. …./2016)  υπό κρίση έφεσή τους νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.β΄,  516 παρ.1, 517εδ.α, 518 παρ.1  και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διαδίκους οι οποίοι, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκαν ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία οι εναγόμενοι ήδη εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσαν να  προτείνουν πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4 του ν. 1596/1985, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 11 του ν. 2170/1993, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι οποίοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορειακή σύμβαση), αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου. Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου εκδόθηκε το Π.Δ. 298/1986, το άρθρο 1 § 1 του οποίου, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τη διάταξη του άρθρου 11 § 2 της Πράξης 31/30.09.2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β` 2556/10.10.2013), όριζε ότι: «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας, στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης» (βλ. ΕφΑΘ 1114/2014 ΔΕΕ 2014 608, ΕφΑΘ 1932/2011 ΔΕΕ 2011 1156, ΕφΑΘ 691/2011 Αρμ 2011 1354). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ` είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως μάλιστα προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. ΑΚ, για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΕφΑΘ 1114/2014 ό.π.). Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου Π.Δ. συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σε αυτή, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου.

Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Βέβαια, κατά το άρθρο 3 § 1 του ΠΔ 298/1986, που ρυθμίζει ως άνω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τοιαύτη υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κυρίας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Η σχέση, ήτοι, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, αφού η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτοριακής) σύμβασης (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 1711/2010, ΑΠ 1382/2010. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κυρίας πρακτοριακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 1711/2010, ΑΠ 1382/2010 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 3, 2 παρ. 1, 3 παρ 1, 7, 8 και 10 παρ 1, 3 και 6 του ΝΔ 400/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» όπως αυτό ισχύει μετά από τις γενόμενες μέχρι τώρα τροποποιήσεις, συμπληρώσεις και αντικαταστάσεις διατάξεών του προκύπτουν τα εξής : Όλες οι ημεδαπές και αλλοδαπές ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν ως αντικείμενο την άσκηση ασφαλίσεως διέπονται από τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος αυτού που υπόκεινται στην εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου, που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου διατάγματος και έχει σκοπό την προστασία και εξασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων αποζημιώσεως από ασφαλιστική σύμβαση. Η λειτουργία των ανωτέρω επιχειρήσεων, που είναι υποχρεωτικά ανώνυμες εταιρίες με αποκλειστικό σκοπό τις ασφαλιστικές εργασίες, προϋποθέτει άδεια, χορηγούμενη με απόφαση του Υπουργού εμπορίου, κατά κλάδο ασφαλίσεως. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται να σχηματίζουν επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των ασφαλίσεων που συνάπτουν. Υποχρεούνται επίσης σε ασφαλιστική τοποθέτηση που συνίσταται στη διάθεση στην Ελλάδα ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων, ακινήτων κ.λπ.) με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιούχων οιασδήποτε παροχής από ασφαλιστική σύμβαση. Οι δικαιούχοι ασφαλίσματος και οι καθολικοί και ειδικοί του διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση που προηγείται από κάθε άλλο γενικό και ειδικό προνόμιο, εκτός από το προνόμιο του επόπτη εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως, του εκκαθαριστή της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως και του συνδίκου για αμοιβές και έξοδα και το προνόμιο για απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας, με εξαίρεση τις απαιτήσεις των ασκούντων το δικαίωμα της διοικήσεως και διαχειρίσεως της επιχειρήσεως. Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως ο, κατά το άρθρο 12 α του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, επόπτης εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως καλεί μέσα σε δέκα μέρες από το διορισμό του τους δικαιούχους με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχειρήσεως και μία οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα και ο επόπτης εκκαθαρίσεως και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτωχεύσεως ή ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής τα των αναγγελιών. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως στον κλάδο ασφαλίσεως αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο σε συνεργασία με τον επόπτη εκκαθαρίσεως σφραγίζουν τα κεντρικά γραφεία και υποκαταστήματα της ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Τέλος στο άρθρο 12α του αυτού ως άνω νομοθετικού διατάγματος ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής : Σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσεως του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχειρήσεως στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών της στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την περάτωση της εκκαθαρίσεως η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση (παρ. 1). Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεως αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως (παρ.4). Με τη θέση της επιχειρήσεως σε ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη πτωχεύσεως και του συνδίκου (παρ. 9).Από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιασδήποτε άλλης απαιτήσεως κατ΄ αυτής υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαληθεύσεως των απαιτήσεων τους προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθετήσεως. Επίσης με τη θέση της επιχειρήσεως σε ασφαλιστική εκκαθάριση, οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως και του συνδίκου. Ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, όπως περιγράφεται ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12 α του ΝΔ 400/1970, προσομοιάζει προς το θεσμό της πτωχεύσεως, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξή του προβλέπονται ανάλογες διαδικασίες όπως την αναστολή ατομικών διώξεων και της αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος του πτωχού και η αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεων (ΑΠ 688/2005 ΕλΔνη 2005 (46)1071 ΕφΑθ1716/2011 Αρμ 2012.1282, ΕΕμπΔ 2012 890 ΕΑ 6286/2011 ΔΕΕ 2012, 556, ΕφΘεσ 1038/2000, Επισκ ΕμπΔ 2009, 730, ΕφΠειρ 279/2011 ΔΕΕ 2001, 870, ΕΕμπΔ 2003, 860, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2003, 321). Η αναστολή αυτή των καταδιωκτικών μέτρων κατά της ασφαλιστικής εταιρίας της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της και τελεί υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης ισχύει μέχρι την περάτωση αυτής (εκκαθάρισης) και ως θεσμός που αφορά τη δημόσια τάξη λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Η έννοια της αναστολής αυτής είναι σαφής και έτσι, γίνεται δεκτό, ότι δεν επιτρέπεται ο δανειστής της ήδη υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρίας, ο οποίος δεσμεύεται απ` αυτήν να ασκήσει αγωγή εναντίον της ή να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά αντικειμένου της περιουσίας της. Εξάλλου ο επόπτης εκκαθαρίσεως ή ο εκκαθαριστής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρίας νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά, ως μη δικαιούχος διάδικος, σε κάθε δίκη υπέρ ή κατά αυτής (ασφαλιστικής εταιρίας) που εκκρεμούσε κατά τον χρόνο που ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της και τέθηκε υπό ασφαλιστική εκκαθάριση (πρβλ. ΑΠ 1263/1999 ΕΕΝ 1993, 68, ΑΠ 808/1990 ΕλΔνη 1991(32) 538 ΑΠ 448/1986 ΕΕΝ 53, 902, ΕλΔνη 28.431, ΕΑ 3575/2010 ΔΕΕ 2010, 1307, ΕφΘεσ 2867/2009 ΕπισΕμπΔ 2010, 207, ΕΑ 407/2008 ΔΕΕ 2008, 596 ΕΑ 8250/2009 ΔΕΕ 2006, 393, ΕφΔυτΜακ 26/2007 Αρμ 2008, 983, ΕφΠατρ 459/2004 ΔΕΕ 2005, 303 ΑρχΝομ 2005, 394 ΕφΘεσ 2772/2004 Αρμ 2004, 1705 ΕΑ 2364/2001 ΔΕΕ 2001.732 καθώς και ΕφΑθ 2591/ 2016, ΕφΑθ 6286/2011, ΕφΑθ 1716/ 2011, ΕφΠειρ 197/ 2016, ΕφΠειρ 118/ 2015, ΕφΘεσ 1038/ 2009 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 26- 05-2012 υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα τελούσα υπό εκκαθάριση ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της ………, εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι η ίδια (ενάγουσα) δραστηριοποιόταν στο χώρο των ασφαλιστικών εργασιών και για την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων είχε λάβει σχετική άδεια από την Εποπτική Αρχή. Ότι στις 21- 09- 2009 με την υπ΄αριθμ. ../ 2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (Ε.Π.Ε.Ι.Α.) η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ΄αριθμ. …./21-09- 2009 ΦΕΚ Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, τέθηκε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν.Δ. 400/ 1970 και διορίστηκε επόπτρια εκκαθάρισης η δικηγόρος Αθηνών ……….  Ότι με την ίδια ως άνω απόφαση δεσμεύτηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ασφαλιστική τοποθέτηση σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΝΔ 400/1970  όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι κάθε είδους απαιτήσεις της κατά τρίτων και ότι μετά από σχετική αίτηση που υπέβαλε η ως άνω επόπτρια εκκαθάρισης εκδόθηκε η υπ αριθμ. 2029/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία διορίστηκε εκκαθαριστής στην ενάγουσα εταιρία ο ορκωτός ελεγκτής- λογιστής …….. η θητεία του οποίου ανανεώθηκε με την υπ΄αριθμ. 2099/ 2012 απόφαση του  ίδιου ως άνω δικαστηρίου ο οποίος μέχρι σήμερα ως εκκαθαριστής, εξακολουθεί να είναι ο νόμιμος εκπρόσωπός της. Στη συνέχεια η ενάγουσα εκθέτει ότι με την από 15- 6- 2001 σύμβαση πρακτόρευσης (όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις αναφερόμενες στην αγωγή τροποποιητικές πράξεις) που καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ της ίδιας και της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας ως ασφαλιστικού πράκτορα νομίμως εκπροσωπουμένης από τον δεύτερο ενάγομενο, μεταξύ άλλων, ανέλαβε την υποχρέωση να διαμεσολαβήσει μεταξύ αυτής και τρίτων προς επίτευξη και σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για την κάλυψη κινδύνου στους κλάδους ασφάλισης, τους οποίους ασκούσε ήδη ή θα ασκούσε στο μέλλον η ίδια, καθώς και τη διαχείριση των συναπτομένων συμβάσεων κατά τους όρους της άνω σύμβασης και τις διατάξεις των σχετικών νόμων και στη συνέχεια να προβαίνει στην είσπραξη των ασφαλίστρων τα οποία όφειλε να αποδίδει σ΄αυτήν (ενάγουσα) εντός ορισμένης προθεσμίας αφαιρουμένης της εκάστοτε συμφωνημένης προμήθειάς της κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄αυτήν (αγωγή). Ότι στις 21- 9- 2009 οπότε ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της και τέθηκε στην εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία εκκαθάρισης κατά τα ανωτέρω, το χρεωστικό υπόλοιπο που όφειλε να της καταβάλει η πρώτη εναγόμενη από την είσπραξη ασφαλίστρων ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 253.601,68 ευρώ, το οποίο όμως η πρώτη εναγομένη ως νομίμως εκπροσωπείται από τον δεύτερο εναγόμενο, δεν της απέδωσε, όπως είχε υποχρέωση, αλλά αυτοί (εναγόμενοι) το ενσωμάτωσαν παράνομα στην περιουσία τους, αν και η ίδια (ενάγουσα) με την από 29-11-2011 εξώδικη όχλησή της απευθυνόμενη προς την πρώτη εναγομένη ζήτησε την καταβολή του ως άνω ποσού, πλην όμως οι εναγόμενοι ουδέν ποσό έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα.Με το προεκτεθέν ως άνω περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη ως προς τις κύριες βάσεις της στις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις καθώς και σ΄αυτές των άρθρων 297,298, 340 επ., 345, 346, 361, 713 επ., 822 επ., 914, 926 και 71 ΑΚ, 907, 908, 1047 και 176 του ΚΠολΔ.Ως προς τη σωρευόμενη επικουρικώς όμως βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η ένδικη αγωγή από σύμβαση και αδικοπραξία, απορριπτέα τυγχάνει ως νομικά αβάσιμη διότι κατά τα εκτιθέμενα σ΄αυτήν υπάρχει σύμβαση και αδικοπραξία και η ενάγουσα ασκεί τις αξιώσεις της από αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1450/ 2017, ΑΠ 204/ 2014, ΑΠ 493/ 2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).Επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.Από τη διάταξη του άρθρου 352 παρ.1 ΚΠολΔ που ορίζει ότι, η ομολογία του διαδίκου, προφορική ή γραπτή, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη ή του εντεταλμένου δικαστή αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, προκύπτει ότι η δικαστική ομολογία, η οποία πρέπει να είναι σαφής ορισμένη και να μην εξαρτάται από αίρεση, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε για όσα γεγονότα ομολογήθηκαν από αυτόν και κρίνεται αντικειμενικά χωρίς να αποτελεί προϋπόθεσή της η πρόθεση προς ομολογία (ΑΠ 634/ 2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από δε τη διάταξη του άρθρου 261 εδ. β΄ του ΚΠολΔ που ορίζει ότι, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει, σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση, προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας ομολογία για κάποιο για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό που αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής ή της ένστασης, είναι η μη αμφισβήτηση του ισχυρισμού αυτού συνδυαζόμενη με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων (ΑΠ 530/ 2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα των εκκαλούντων- εναγομένων (η εφεσίβλητη- ενάγουσα δεν εξέτασε μάρτυρες) που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβάνοντας υπόψη αυτεπαγγέλτως και τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 48/ 2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και όσα οι ίδιοι οι διάδικοι εκθέτουν και συνομολογούν (αρθρ. 261, 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία συνήψε με την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία,  νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο δεύτερος εναγόμενος, την από 15- 6- 2001 σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης (όπως αυτή τροποποιήθηκε) δυνάμει της οποίας η πρώτη εναγομένη αντί προμήθειας ανέλαβε την υποχρέωση να διαμεσολαβεί μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και τρίτων προς το σκοπό της σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων. Με την σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων, ότι η πρώτη εναγομένη θα εισπράττει για λογαριασμό της ενάγουσας τα οφειλόμενα και ανήκοντα σ΄αυτήν από τους ασφαλισμένους ασφάλιστρα των ασφαλιστηρίων, τα οποία όφειλε να της αποδίδει, σύμφωνα με τους ειδικότερα αναφερόμενους στην εν λόγω σύμβαση όρους.Στις 21-09-2009 δυνάμει της υπ΄αριθμ. …./ 2009 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο υπ΄αριθμ. …../ 21-9-2009 ΦΕΚ τευχ. ΑΕ & ΕΠΕ) ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας εταιρίας και τέθηκε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Κατά το χρόνο αυτό το χρεωστικό υπόλοιπο και η αντίστοιχη οφειλή των εναγομένων προς αυτήν (ενάγουσα) από την είσπραξη ασφαλίστρων ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 253.601,68 ευρώ.Με το από 22-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων (την ενάγουσα εκπροσωπεί ο νόμιμα διορισμένος εκκαθαριστής της ……..) ρυθμίστηκε ο τρόπος αποπληρωμής από τους εναγόμενους του ανωτέρω χρέους κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄αυτό.Στη συνέχεια με το από 22-06-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων αναγνωρίστηκε ότι η πρώτη εναγομένη, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον δεύτερο εναγόμενο, οφείλει στην ενάγουσα για την ίδια ως άνω αιτία, συνολικά το ποσό των 86.802,38 ευρώ, το οποίο όμως μετά από σχετικές καταβολές των εναγομένων  (όπως αναφέρεται στις προτάσεις που κατέθεσαν στο Δικαστήριο τούτο αναλυτικά το ποσό και κάθε συγκεκριμένη ημεροχρονολογία που καταβλήθηκε στην ενάγουσα) ανέρχεται σήμερα στο ποσό των 50.700,38 ευρώ προβάλλοντας έτσι σχετική ένσταση περί μερικής εξόφλησης της προαναφερόμενης απαίτησης της ενάγουσας (άρθρ. 416 ΑΚ) Όλα δε τα ανωτέρω δεν αμφισβητήθηκαν ειδικά από την πληρεξούσια δικηγόρο της ενάγουσας (ούτε με τις προτάσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο αυτό). Η ίδια δε πληρεξούσια δικηγόρος δήλωσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου ότι  « το ποσό (οφειλόμενο) είναι 50.700 ευρώ»  (βλ. πρακτικά σελ. 2, στιχ. 26) και ως εκ τούτου το Δικαστήριο σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας συναγάγει ομολογία της ενάγουσας ως προς την προβαλλομένη ως ανωτέρω από τους εναγόμενους ένσταση μερικής εξόφλησης.Κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 50.700,38 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το δε περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου των εναγομένων παρεπόμενο αγωγικό αίτημα πρέπει ν΄απορριφθεί καθόσον όπως προέκυψε ο τελευταίος έχει ήδη συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του ( άρθρ. 1048 παρ.1γ΄ΚΠολΔ ).Συνακόλουθα των παραπάνω η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη  και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρ. 178 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου άσκησης έφεσης που αυτοί κατέθεσαν κατ΄άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ όπως σήμερα ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 224/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 26-05-2012 (αριθμ. καταθ. ……/ 2016) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, στην ενάγουσα το ποσό των πενήντα χιλιάδων επτακοσίων ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (50.700,38 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Καταδικάζει τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ( 700,00 ) ευρώ.

ΚΑΙ

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες των υπ΄αριθμ. …………… παραβόλων άσκησης έφεσης που κατέθεσαν αυτοί, ποσού διακοσίων (200,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 7η Ιουνίου 2018   και δημοσιεύθηκε στις 21 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών  δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ